Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Εν Σοφία εποίησεν

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 22 Ιουνίου 2025.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 1ο - Do the right thing-y

    Βγήκα από το μπάνιο και σκουπίστηκα προσεκτικά, αφήνοντας την πετσέτα να απορροφήσει την υγρασία από το δέρμα μου που είχε κοκκινίσει από το καυτό νερό. Ο ατμός είχε σκεπάσει όλες τις γυάλινες επιφάνειες του μπάνιου με ένα λεπτό στρώμα υγρασίας.

    Τύλιξα την πετσέτα των μαλλιών στο κεφάλι μου, σαν τουρμπάνι, περιστρέφοντάς την με έναν τρόπο που είχα μάθει από μικρή και που πάντα με έκανε να νιώθω λίγο πιο εξωτική απ’ ότι πραγματικά ήμουν. Στάθηκα γυμνή απέναντι από τον καθρέφτη με τα μάτια μου κλειστά, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για αυτό που θα ακολουθούσε.

    «Δεν θα αρέσεις σε κανέναν αν δεν αρέσεις πρώτα στον εαυτό σου,» μουρμούρισα μόνη μου, επαναλαμβάνοντας τη φράση που είχα διαβάσει σε κάποιο άρθρο περιοδικού για την αυτοεκτίμηση. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι κάπως θα έπρεπε να μου αρέσει αυτό που θα έβλεπα, παρόλο που βαθιά μέσα μου ήξερα ότι αυτή η θετική ψυχολογία δεν θα άλλαζε τίποτα από αυτά που με ενοχλούσαν.

    Δεν ήμουν καθόλου σίγουρη ότι θα μου άρεσε αυτό που θα αντίκριζα. Μια συνηθισμένη κοπέλα, με συνηθισμένα μαλλιά καστανά που δεν είχαν ποτέ το βάθος χρώματος που ήθελα, με συνηθισμένο πρόσωπο που δεν είχε τα έντονα χαρακτηριστικά που θα το έκαναν να ξεχωρίζει σε ένα πλήθος, και με συνηθισμένο σώμα που δεν ταίριαζε με κανένα από τα ιδανικά που έβλεπα στις οθόνες και τα περιοδικά.

    Αναστέναξα βαθιά, αφήνοντας τον αέρα να βγει αργά από τους πνεύμονές μου σαν να μπορούσε να πάρει μαζί του και τη δυσαρέσκεια. Υποθέτω ότι δε μπορείς να με πεις άσχημη, αλλά δεν μπορείς να με πεις και όμορφη. Ήμουν κάπου στη μέση, σε εκείνη την ασφαλή αλλά βαρετή ζώνη της καθημερινής κοπέλας.

    Το πιο συνηθισμένο κομπλιμέντο που άκουγα ήταν «είσαι γλυκούλα,» μια φράση που πάντα με έκανε να νιώθω σαν μικρό κορίτσι και όχι σαν μια γυναίκα που άγγιζε τα τριάντα.

    Βάλε και τα δέκα κιλά που είχα πάρει προς το τέλος του MBA και που δεν έλεγαν να φύγουν με τίποτα, παρά τις αμέτρητες προσπάθειες με δίαιτες που άρχιζα με ενθουσιασμό και εγκατέλειπα με απογοήτευση, και ήρθε και έδεσε το γλυκό. Εκείνα τα κιλά είχαν εμφανιστεί σιγά σιγά, σχεδόν ανεπαίσθητα στην αρχή—ένα γεύμα έξω εδώ, μια σοκολάτα της στιγμής εκεί, το άγχος των εξετάσεων που με οδηγούσε στο φαγητό ως παρηγοριά, και μέχρι να το καταλάβω είχα βρεθεί στο συν δέκα.

    Είμαι αρκετά ψηλή—thank God for small favors—ώστε να μην γίνονται εμφανή με τρόπο που θα έβγαζε μάτι, αλλά δε βαριέσαι; Το ήξερα εγώ και αυτό αρκούσε για να με κάνει να νιώθω άβολα με το σώμα μου.

    Πήρα μια βαθιά ανάσα, γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με τον ζεστό, υγρό αέρα του μπάνιου, και άνοιξα τα μάτια μου αργά, σαν να ανοίγω κουρτίνα σε μια θεατρική παράσταση που δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να δω. Καθάρισα τον καθρέφτη από την υγρασία που είχε μαζευτεί και κοίταξα μέσα του το είδωλό μου. Κουρασμένο πρόσωπο και κουρασμένα μάτια με σκιές από κάτω που μαρτυρούσαν τις αϋπνίες των τελευταίων εβδομάδων.

    Το καυτό νερό δε με είχε βοηθήσει ιδιαίτερα να χαλαρώσω. Αντίθετα, το κοκκίνισμα έκανε τις τσακισμένες γραμμές γύρω από τα μάτια μου πιο εμφανείς, και τα χείλη μου έμοιαζαν ξερά παρά τη νωπή υγρασία που μόλις είχα βγει.

    Η αλήθεια είναι ότι τα καταραμένα αυτά κιλά είχαν βοηθήσει στο στήθος μου, που τώρα ήταν μεγαλύτερο απ’ όσο όταν ήμουν στα κιλά μου. Μέτριου μεγέθους συνολικά, βάλε και ότι ήμουν ένα μέτρο εβδομήντα δύο στο ύψος, πάντα μου φαινόντουσαν αταίριαστα πάνω μου—όσον αφορά στο μέγεθος τουλάχιστον—σαν να ανήκαν σε κάποια άλλη.

    Από την άλλη—και πριν πάρω αυτά τα ρημαδιασμένα τα κιλά—είχα να το παινευτώ ότι έκαναν κωλοδάχτυλο στη βαρύτητα, ή τέλος πάντων, στεκόντουσαν αξιοπρεπώς χωρίς να χρειάζομαι κάποιο ιδιαίτερο στήριγμα.

    Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

    Αν και δεν πίστευα ποτέ ότι θα εξακολουθούσαν και στα τριάντα μου να αψηφούν τη βαρύτητα, όπως στα είκοσι μου όταν νόμιζα ότι το σώμα μου θα παρέμενε αιώνια νεανικό, βάλε και το έξτρα κιλά, βάραιναν περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα. Κάθε πρωί που ντυνόμουν ένιωθα αυτό το βάρος, όχι μόνο φυσικά αλλά και ψυχολογικά.

    Αναστέναξα και πάλι, αυτή τη φορά πιο θεατρικά, και άρχισα να απλώνω κρέμα προσώπου σε μια απελπισμένη προσπάθεια να νιώσω αναζωογόνηση. Η κρέμα ήταν κρύα στο δέρμα μου και άφηνε ένα λευκό στρώμα που έκανε το πρόσωπό μου να φαίνεται ακόμα πιο χλομό.

    Όπως άπλωνα την κρέμα σε κυκλικές κινήσεις, όπως είχα διαβάσει ότι πρέπει να κάνω για να ενεργοποιήσω την κυκλοφορία, χαχάνισα με το θέαμα. Ήμουν σα φάντασμα, μια γυναίκα που έμοιαζε να έχει χάσει όλο το χρώμα και τη ζωντάνια από το πρόσωπό της.

    Καλά, το λες και πταίσμα μπροστά σε αυτό που είχα πάθει τις προάλλες, που βαμμένη και έτοιμη για έξοδο με έπιασαν τα ορμονικά μου και είχα πέσει στα πατώματα και έκλαιγα σαν παιδάκι που του πήραν το γλυκό από τα χέρια.


    Είχα περάσει δύο ώρες να προετοιμάζομαι, είχα διαλέξει το καλύτερό μου φόρεμα, αυτό το μαύρο που έκρυβε τις περιττές καμπύλες και τόνιζε τις λίγες καλές που είχα, είχα αφιερώσει χρόνο στο μακιγιάζ μέχρι που να νιώσω ικανοποιημένη, και ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, όλα κατέρρευσαν.

    Και η πλάκα είναι ότι παρόλο το κλάμα που είχα ρίξει—και το κλάμα ήταν αυθεντικό, με λυγμούς που με έκαναν να τρέμω ολόκληρη—ήταν το κοίταγμά μου στον καθρέφτη που μου έφτιαξε τη διάθεση.

    Εκείνη τη στιγμή, με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα και το μακιγιάζ να έχει κατέβει σε παράξενα σχέδια, είχα φανεί πιο αστεία παρά δραματική.

    «Πήγαινέ με στον αρχηγό σου, λευκό πρόσωπο! Ουγκ!» είπα βλέποντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη και βάζοντας τα γέλια με τη θέα του προσώπου μου που έμοιαζε με μάσκα καρναβαλιού. Το γέλιο ήταν απελευθερωτικό, σαν να έσπαζε τη σοβαρότητα της στιγμής και με έφερνε πίσω στη πραγματικότητα.

    Ακριβώς τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Η Μαίρη με είχε πάρει ανήσυχη, με εκείνη την γνώριμη υπερπροστατευτική διάθεση που έπαιρνε όταν ανησυχούσε για μένα. «Πού είσαι εσύ μωρή;»

    «Με έπιασαν τα ψυχομουνικά μου,» της είχα απαντήσει με ειλικρίνεια, καθώς έψαχνα με το βλέμμα μια καρέκλα για να καθίσω. «Δεν είμαι για να βγω έξω σήμερα!» Η φωνή μου ακουγόταν κουρασμένη ακόμα και στα δικά μου αυτιά.

    «Ακόμα τον κλαις τον μακαρίτη;» με ρώτησε με απελπισία στη φωνή, αναφερόμενη στο μαλάκα τον Αργύρη με έναν τρόπο που έκανε φανερό ότι είχε βαρεθεί αυτό το θέμα συνομιλίας. Της Μαίρης της είχε πάρει χρόνο να καταλάβει γιατί είχα μείνει τόσο πολύ με τον Αργύρη, και ακόμα περισσότερο να καταλάβει γιατί με είχε επηρεάσει τόσο πολύ ο χωρισμός.

    «Ούτε καν…» της απάντησα και έλεγα την αλήθεια. Μπορεί να είχε τσούξει σα διάολος στις αρχές, εκείνες τις πρώτες εβδομάδες όταν κάθε τραγούδι στο ραδιόφωνο μου θύμιζε κάτι από τη σχέση μας και κάθε μέρος στην πόλη είχε κάποια ανάμνηση, αλλά είχαν περάσει πάνω από έξι μήνες και η οδύνη είχε μετατραπεί σε κάτι πιο αμβλύ και διαχειρίσιμο.

    Αλήθεια λέω, μετά από τον πρώτο μήνα που έκλαιγα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, ήμουν έτοιμη για φρέσκα, για κάτι καινούριο που θα με έκανε να νιώσω ξανά γυναίκα και όχι σκιά του εαυτού μου, αλλά τι τα θες; It takes two to tango, και προς το παρόν μας έλειπε ο δεύτερος.

    Είχα προσπαθήσει να βγω, είχα δεχτεί προσκλήσεις από φίλες, είχα ακόμα πάει σε κάνα δυο ραντεβού που είχε κανονίσει η Μαίρη, αλλά δεν είχε «κολλήσει» τίποτα.

    «Τότε;» επέμεινε η Μαίρη, περιμένοντας πιο ικανοποιητική απάντηση από ένα απλό «ψυχομουνικά.»

    «Δεν ξέρω ρε Μαίρη. Μ’ έπιασε στα ξαφνικά, αφού να φανταστείς είχα ντυθεί και είχα βαφτεί όταν μ’ έπιασε το ανάποδο.»

    Θυμήθηκα εκείνη τη στιγμή, πώς κοιτούσα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και ξαφνικά όλα μου φάνηκαν χωρίς νόημα. Το φόρεμα, το μακιγιάζ, η προσπάθεια να φανώ ελκυστική για ανθρώπους που στην πραγματικότητα δεν με ένδιαφεραν ιδιαίτερα.

    «Είσαι καλύτερα τώρα;» ρώτησε η Μαίρη με γνήσια ανησυχία.

    «Μωρέ καλύτερα είμαι, αλλά δεν είμαι για έξω,» της απάντησα αναστενάζοντας. «Ξέρεις πως είμαι τώρα;» τη ρώτησα χαχανίζοντας στην σκέψη. «Σα να μου έχει χαϊδέψει το πρόσωπο παιδάκι που βούτηξε τα χέρια του στις μπογιές!» συνέχισα χωρίς να περιμένω απάντηση.

    «Και τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησε η Μαίρη, με έναν τρόπο που έδειχνε ότι περίμενε να πω κάτι πιο παραγωγικό από το να κλαφτώ στον καναπέ.

    «Αρχικά θα ξεβαφτώ,» της απάντησα μηχανικά, ήδη σκεπτόμενη τη διαδικασία του καθαρισμού. «Μετά, ξέρω γω; Ίσως δω καμιά σειρά στο Netflix.» Ασφαλής επιλογή, κάτι που δεν απαιτούσε κοινωνική αλληλεπίδραση ή προσπάθεια.

    «Καλώς,» μου απάντησε η Μαίρη με έναν τρόπο που έδειχνε ότι δεν ήταν πείστηκε τελείως, αλλά καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να με πιέσει περισσότερο. «Αύριο το απόγευμα ισχύει;»

    «Ναι, ισχύει!» τη διαβεβαίωσα με περισσότερη ενεργητικότητα απ’ όση ένιωθα. «Λοιπόν, πήγαινε κι εσύ μη σε κρατάω μέσα και τα λέμε αύριο.»

    «Μη το ρίξεις πάλι στην καταθλιπτική μουσική μωρή!» με προειδοποίησε με μητρικό τόνο.

    «Μη φοβάσαι, δεν είμαι για τέτοια!» τη διαβεβαίωσα, αν και βαθιά μου ήξερα ότι ίσως να κατέληγα ακριβώς εκεί.

    Έκλεισα το τηλέφωνο και έμεινα μόνη με τις σκέψεις μου. Ο σιωπή του σπιτιού έπεσε πάνω μου σαν κουβέρτα, ταυτόχρονα παρηγορητική και πνιγηρή.


    Εμένα μου λες; Πλάνταξα στο κλάμα εκείνο το βράδυ, χωρίς καλά-καλά να ξέρω για τι στο διάολο έκλαιγα. Ήταν ένα κλάμα που είχε συσσωρευθεί εδώ και μέρες, ίσως και εβδομάδες, και είχε βρει τέλος την ευκαιρία να βγει. Κάθε λυγμός έφερνε μαζί του κάτι διαφορετικό—απογοήτευση, μοναξιά, ανησυχία για το μέλλον, φόβο ότι αυτή θα ήταν η ζωή μου.

    Πάντως δεν ήταν όλα μαύρα, οφείλω να παραδεχτώ ότι είχα αφήσει τον εαυτό μου να ξεσπάσει και μετά ένιωσα πιο ανάλαφρη, σαν να είχα ξεφορτωθεί ένα βάρος που κουβαλούσα στους ώμους.

    Μου είχε λείψει η ανδρική αγκαλιά περισσότερο απ’ ότι περίμενα. Όχι απλά το σεξ—αν και αυτό φυσικά—αλλά η αίσθηση της προστασίας, της οικειότητας, του να νιώθεις ότι ανήκεις κάπου. Και δεν είναι ότι δεν θα μπορούσα να βρω κάποιον να βγάλω τα μάτια μου, αλλά εγώ δεν ήμουν σαν την Μαίρη που μπορούσε να κάνει το ίδιο just for the fun of it.

    Τη ζήλευα πραγματικά που μπορούσε να το κάνει αυτό, την ικανότητά της να διαχωρίζει το σώμα από τα συναισθήματα, μακάρι να μπορούσα κι εγώ, αλλά τι τα θες; Ο καθένας μας είναι διαφορετικός, και εγώ αυτό το πράγμα δεν το είχα με την καμία.

    Όχι γιατί δεν το είχα προσπαθήσει πάντως. Αλλά όταν ερχόταν η στιγμή, όταν τα πράγματα γίνονταν πιο σοβαρά, κάτι μέσα μου έκλεινε. Το “wham, bam, thank you ma’am” δεν ήταν για μένα και το λέω μετά λόγου γνώσης. Είχα προσπαθήσει κάμποσες φορές να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορούσα και η κατάληξη ήταν πάντα μια τρύπα στο νερό.

    Δεν είμαι καμιά που το παίζει μυξοπαρθένα, σεξ κάνω από τα δεκάξι μου και το έχω κάνει με όλους τους άνδρες με τους οποίους πίστευα ότι υπάρχει κάποια προοπτική. Κάποιες φορές είχα κάνει λάθος στην εκτίμησή μου για τις προοπτικές, κάποιες φορές οι ίδιοι είχαν αλλάξει γνώμη μετά, αλλά πάντα είχα πιστέψει ότι κάτι θα μπορούσε να προκύψει.

    Δεν έχω γράψει τα χιλιόμετρα της Μαίρης, η οποία με περηφάνια ανακοίνωνε ότι είχε χάσει το μέτρημα μετά τον πεντηκοστό, αλλά δεν είμαι και η Μαλάμω η χωριάτα που περιμένει τον πρίγκιπα.

    Αναστέναξα και πάλι, στην ανάμνηση των ερωτικών μου εμπειριών. Να πεις τουλάχιστον ότι το ευχαριστιόμουν και με όλη μου την ψυχή, πάει στο διάολο. Δεν εννοώ ότι ήταν δυσάρεστο—ευτυχώς δεν είχα κανένα τέτοιο βίωμα που θα με στιγμάτιζε—αλλά οι περισσότεροι ήταν απλά meh.

    Σαν να έκανες κάτι που έπρεπε να κάνεις, όχι κάτι που επιθυμούσες. Βάλε και το γεγονός ότι είμαι και βραδύκαυστη σε βαθμό που αρκετές φορές δεν το καταφέρνω ούτε μονάχη μου—παρά τις επίμονες προσπάθειες και τα διάφορα βοηθήματα που είχα αποκτήσει κατά καιρούς—ήρθε και έδεσε το γλυκό.

    Θέλοντας και μη το μυαλό μου γύρισε και πάλι στον Αργύρη, και αυτή τη φορά δεν προσπάθησα να το σταματήσω. Μαλάκας ξε-μαλάκας από άποψη χαρακτήρα και αντιλήψεων, αλλά στο σεξ ήταν πολύ καλός. Όχι απλά καλός—εξαιρετικός. Είχε καταφέρει κάμποσες φορές να με κάνει να ξεφωνίζω σαν τραγουδίστρια όπερας που έφτανε στο μεγάλο φινάλε—και όπως είπα και πριν, δεν το είχα και εύκολο. Ήταν σαν να είχε χάρτη του σώματός μου και ήξερε ακριβώς που να πατήσει κάθε φορά.

    Από την άλλη, όσο καλός και αν ήταν στο σεξ σε σύγκριση με προηγούμενους παρτενέρ που κυρίως σκέφτονταν τη δική τους ικανοποίηση, άλλο τόσο μαλάκας ήταν σε όλα τα υπόλοιπα. Μακάρι το πάνω του το κεφάλι να ήταν το ίδιο υπέροχο όπως το κάτω του, σκέφτηκα και ένιωσα τον εαυτό μου να υγραίνεται στην ανάμνηση.

    Θεέ μου τι υπέροχο πούτσο είχε αυτός ο άνθρωπος. Ούτε μεγάλος σε τέτοιο βαθμό που να σε φοβίζει, ούτε μικρός που να σε απογοητεύσει, ούτε λεπτός, ούτε χοντρός. Είχε το ιδανικό μέγεθος και σχήμα για όλες μου τις σωματικές κοιλότητες, σαν να είχε φτιαχτεί ειδικά για μένα.

    Αν και δεν είμαι από αυτές που σιχαίνονται τις πίπες—αντίθετα, μπορεί να πω ότι τις ευχαριστιέμαι αρκετά—τον Αργύρη τον είχα ξεζουμίσει για τα καλά. Όχι ότι τον χαλούσε, μάλιστα φαινόταν να το απολαμβάνει τόσο πολύ που με έκανε να αισθάνομαι περισσότερο επιθυμητή.

    Τον απαυτό μου δεν τον έδινα συχνά—ήταν κάτι που κρατούσα για ιδιαίτερες περιστάσεις και άνδρες που εμπιστευόμουν—αλλά με τον Αργύρη μου είχε γίνει κυριολεκτικά τρομπόνι. Αφενός ήταν πάντα προσεκτικός και υπομονετικός, δεν πήγαινε ποτέ βουρ και στον πατσά χωρίς προετοιμασία, και αφετέρου είχε και το κατάλληλο μέγεθος. Μέχρι και εκεί με είχε καταφέρει να έχω οργασμό κάποιες σπάνιες φορές, πράγμα που με είχε αφήσει τελείως μαλάκα!

    Βάλε και το γεγονός ότι του άρεσε να ρίχνει ξυλιές στα καπούλια μου—κάτι που στην αρχή με είχε σοκάρει αλλά σταδιακά είχα ανακαλύψει ότι με πηγαίνει στον παράδεισο—και ακόμα περισσότερο ήξερε με πόση ακριβώς δύναμη και σε ποια στιγμή να βαρέσει, δεν είναι να απορείς που κοντά του είχα βρει τη σεξουαλική νιρβάνα.

    Για να μην αναφέρω την αιδοιολειξία του, που ήταν κάτι μεταξύ τέχνης και λατρείας. Κάποιοι άνδρες το κάνουν σαν υποχρέωση, άλλοι σαν πρόκληση, αλλά ο Αργύρης το έκανε σαν να ήταν η αγαπημένη του ασχολία. Μπορούσε να περνάει ώρες εκεί κάτω, και το ότι είχε την ικανότητα να με παίζει με τα δάχτυλά του—ή ακόμα και με δονητή—καλύτερα απ’ ότι τα κατάφερνα η ίδια με την πάρτη μου ήταν κάτι που δεν είχα ξαναζήσει.

    Και είχε και αντοχές που έφταναν στα όρια του υπερφυσικού. Υπήρχαν φορές δεν είχα κλείσει μπούτι όλη νύχτα—που λέει και το ανέκδοτο—με τον Αργύρη να με παίρνει με όλους τους δυνατούς και αδύνατους τρόπους από παντού, και το πρωί να σηκώνομαι πιο κουρασμένη από το σεξ παρά από την αϋπνία.

    Και αν θέλω να είμαι και πλήρως ειλικρινής, το μαλάκας δεν είχε να κάνει με τον τρόπο που μου συμπεριφερόταν αλλά με τα μυαλά που κουβάλαγε. Ή—για να είμαι πιο ακριβής—με τα μυαλά που δεν κουβάλαγε. Δεν μπορούσα να τον ακούω να μου μιλάει με αληθινό θαυμασμό για τον Βελόπουλο και τις θεωρίες του και να έχει εικόνισμα τον Trump.

    Ακόμα περισσότερο δεν μπορούσα να ανεχτώ τις ρατσιστικές και σεξιστικές του απόψεις, που και μόνο που τις άκουγα έβγαζα καπνούς απ’ τ’ αφτιά. Η Μαίρη με είχε κράξει για αυτή την επιλογή μου, αλλά τι τα θες; Ο κερατάς ήταν ομορφάντρας και στο σεξ ένας μικρός θεούλης.

    Αναδρομικά, θα έπρεπε να έχουν βαρέσει συναγερμοί στο ραντάρ μου όταν τον γνώρισα, αλλά έλα που ήταν από τους πιο όμορφους άντρες που είχα γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου. Ψηλός, μπρούντζινος, με μάτια που έμοιαζαν να αλλάζουν χρώμα ανάλογα με το φως, ένα του χαμόγελο αρκούσε για να σου κάνει τα πόδια ζελέ.

    Είχα κολακευτεί τρομερά από την προσοχή που μου είχε δείξει από την πρώτη κιόλας στιγμή που με είδε. Η αλήθεια είναι δεν ήμουν συνηθισμένη να τραβάω την προσοχή ανδρών τόσο ωραίοι όσο εκείνος. Έκανα τα στραβά μάτια και έκλεινα τα αφτιά μου στα εσωτερικά μου κουδούνια που βαρούσαν σα διαβολεμένα αλλά από ένα σημείο και πέρα δε μπορούσα να συνεχίσω χωρίς να χάσω πλήρως τον σεβασμό στον εαυτό μου.

    Εγώ ήμουν που τον χώρισα, εγώ ήμουν που είχα πάρει αυτή την απόφαση μετά από μια τελευταία καβγά για τα δικαιώματα των gay ζευγαριών—μόνο πιάτα δεν του είχα πετάξει στο κεφάλι—και εγώ ήμουν που είχα πέσει μετά για κανένα μήνα στα πατώματα.

    Ο ίδιος, στην ψωλάρα του, τελείως όμως! Το περνούσε σαν άλλη μια από τις σχέσεις του που είχε τελειώσει, χωρίς να φαίνεται καθόλου επηρεασμένος. Εντάξει, δεν περίμενα να πάει ως άλλος Μιμίκος να φουντάρει από την Ακρόπολη ή να μου στέλνει λουλούδια και παρακλήσεις, αλλά για όνομα ρε παιδί μου, αυτός ο σταρχιδισμός του με πλήγωσε ακόμα πιο βαθιά από τον ίδιο τον χωρισμό.

    Θα μου πεις, «τι γκρινιάζεις ρε μαλάκα; Εσύ δεν τον έτζασες;»

    Still…

    Τι τα θες, κλασσικός καρκίνος με ωροσκόπο παρθένο. Ούτε αυτά δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, δηλαδή τι ελπίδα να έχω η δόλια;

    Αυτό δηλαδή μου έλεγε η Μαίρη που είχε τρέλα με δαύτα, μεταξύ μας δεν τα έπαιρνα στα σοβαρά. Από την άλλη πάλι, έπεφτε σε πολλά μέσα, οπότε την άκουγα με συγκρατημένο σκεπτικισμό. Θα μου πεις το ίδιο δεν πίστευα και για το μάτι;

    Έλα όμως που το ξεμάτιασμα έπιανε. Δεν ξέρω πώς διάολο να το εξηγήσω, αλλά κάθε φορά που είχα ξαφνικό πονοκέφαλο ένα τηλέφωνο στη γιαγιά μου για ξεμάτιασμα αρκούσε για να εξαφανιστεί ο πονοκέφαλος ως διά μαγείας.

    Χαμογέλασα στη σκέψη της γιαγιάς μου. Είχε κάνει τη μητέρα μου στα είκοσι, και η μητέρα μου είχε κάνει εμένα στα εικοσιδύο. Εβδομήντα-δύο χρονών η κυρά-Σοφία και ώρες-ώρες ένιωθα ότι έχει μεγαλύτερη ζωντάνια από την μεγαλύτερη της—και συνονόματη—εγγόνα, και εννοώ την αφεντιά μου.

    Αναστέναξα και πάλι. Το πρόβλημα του ξεματιάσματος μπορεί να το είχα λυμένο, στο αυτό του να μου πεταχτούν τα μάτια έξω ήταν το πρόβλημα από τότε που έστειλα τον Αργύρη στη μάνα του. Και τι να σου κάνουν τα ρημαδιασμένα τα εργαλεία, εδώ είναι που χρειάζεται μια ξένη γλώσσα—που έλεγε και η Λουκριτία του Αρκά.

    Και όχι μόνο γλώσσα! Χρειάζεται και το πλήρες πακέτο—τεχνική, φαντασία, κι ας πούμε και λίγη από τη συναισθηματική σύνδεση που είχα με τον Αργύρη και που έκανε ακόμα και το απλό χάδι να νιώθω σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Χωρίς αυτό, τα εργαλεία είναι απλά κομμάτια σιλικόνης που πιάνουν χώρο στο κομοδίνο.

    Στέγνωσα τα μαλλιά μου με το πιστολάκι για να μην είμαι μετά σαν την τρελή—εκείνη η εικόνα των μαλλιών να στέκονται προς όλες τις κατευθύνσεις σαν να με χτύπησε κεραυνός—και φόρεσα από κάτω ένα απλό εσώρουχο, ένα από αυτά τα βαμβακερά που αγοράζεις σε πακέτα των τριών και που έχουν τόση σχέση με τη θηλυκότητα όσο ο Φάντης με το Ρετσινόλαδο. Από πάνω ένα κάποτε σέξι φανελάκι που πια είχε ξεθωριάσει από τα πολλά πλυσίματα.

    Η εβδομάδα είχε τον ατελείωτο αλλά το βράδυ της Παρασκευής ήταν από μόνο του μια υπόσχεση για κάτι καλύτερο. Εκείνη η στιγμή όταν κλείνεις τον υπολογιστή και νιώθεις ότι οι επόμενες σαράντα οκτώ ώρες σου ανήκουν—ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι η ελευθερία συχνά σημαίνει περισσότερη μοναξιά.

    Βέβαια το σαββατοκύριακο περνούσε τρέχοντας σαν τσιτάχ που του έχουν ρίξει νέφτι στον κώλο, και άντε Γιάννη πάλι τα καράβια. Σάββατο πρωί ξύπνημα από τους γείτονες που έκαναν ανακαίνιση—γιατί όλοι οι γείτονες κάνουν ανακαίνιση τα σαββατοκύριακα;—ψώνια, καθαρίσματα, λίγη τηλεόραση, και ξαφνικά ήταν Κυριακή βράδυ κι εγώ σκεφτόμουν ήδη τη Δευτέρα με την καρδιά μου να βουλιάζει.

    Είχα σπουδάσει οικονομικές επιστήμες, είχα κάνει και μεταπτυχιακό, και όπως τα πήρα τα πτυχία μου, έτσι μου έμειναν—κρεμασμένα στον τοίχο του γραφείου μου σαν βραβεία σε έναν αγώνα που δεν θυμόμουν καν γιατί είχα μπει. Τότε μου φαίνονταν τόσο σημαντικά, κάθε εξέταση ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, κάθε βαθμός μετρούσε για το «μέλλον μου». Τώρα που το μέλλον ήταν παρόν, δεν ήμουν σίγουρη τι ακριβώς περίμενα να συμβεί.

    Εντάξει, ψεύτρα μην είμαι, το MBA—για μένα το πιο άχρηστο και από τα δύο μου μεταπτυχιακά—βοήθησε στο βιογραφικό μου αν μη τι άλλο. Μου άνοιξε πόρτες που αλλιώς θα παρέμεναν κλειστές, μου έδωσε έναν τίτλο που εντυπωσιάζει σε πάρτι όταν ρωτάνε τι δουλειά κάνεις.

    Καλά, μεταξύ μας όχι ότι έμαθα τίποτα χρήσιμο—οι περισσότεροι καθηγητές ήταν θεωρητικοί που δεν είχαν ιδέα από την πραγματική αγορά εργασίας, και οι συμφοιτητές μου ήταν περισσότερο ενδιαφερόμενοι για το networking παρά για τη μάθηση. Περισσότερο επένδυση ήταν παρά κάτι άλλο—επένδυση στο προφίλ μου, στην εντύπωση που θα κάνω στις συνεντεύξεις, στο να μπορώ να πω ότι έχω MBA χωρίς να κοκκινίζω.

    Επένδυση ή όχι, άλλα δύο χρόνια από τη ζωή μου, καθώς με το εργασιακό μου πρόγραμμα δε μου έμενε ελεύθερος χρόνος ούτε για ζήτω. Δούλευα από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις εφτά το απόγευμα, έτρεχα για μαθήματα μέχρι τις δέκα το βράδυ, και τα σαββατοκύριακα τα περνούσα με βιβλία και εργασίες.

    Φίλοι; Τι φίλοι; Σχέσεις; Ανύπαρκτες. Οι μόνοι άνθρωποι που έβλεπα ήταν συνάδελφοι και συμφοιτητές, και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν στο ίδιο καράβι με μένα—κουρασμένοι, στρεσαρισμένοι, και χωρίς χρόνο για οτιδήποτε δεν σχετιζόταν άμεσα με την «καριέρα» τους.

    Όπως και να έχει έφτασα στα εικοσιέξι για να απαλλαγώ από τα διαβάσματα και τις εξετάσεις, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την ανύπαρκτη προσωπική μου ζωή. Σε αυτή την ηλικία που οι περισσότεροι συνομήλικοί μου είχαν ήδη ζήσει, ταξιδέψει, ερωτευτεί, και γενικά είχαν ζήσει σε κάποιο βαθμό τα νιάτα τους, εγώ είχα ακόμα τη ζωή ενός μεταπτυχιακού φοιτητή που τρώει παστίτσιο από το φούρνο και πίνει κρασί κατευθείαν από το μπουκάλι.

    Όχι ότι είχα και συμμαθητές για να μοιραστώ το κρασί—οι περισσότεροι στο MBA ήταν παντρεμένοι και είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν παιδιά, κι εγώ ήμουν η παράξενη που δεν καταλάβαιναν πώς γινόταν να μην έχει ακόμα «τακτοποιηθεί».

    Δεν το μετανιώνω, πάντως, μη σας μπαίνουν λανθασμένες ιδέες. Το πτυχίο μου το πήρα με βαθμό κοντά στο εννιά—οκτώ κόμμα ενενηνταπέντε για την ακρίβεια, όχι ότι μετράει τώρα—είχα αποφοιτήσει τρίτη στη χρονιά μου από τετρακόσιους πενήντα φοιτητές. Το πρώτο μεταπτυχιακό μου, αυτό στη χρηματοοικονομική, μου άρεσε και αυτό πραγματικά.

    Υπήρχε κάτι ικανοποιητικό στο να κατανοώ πώς λειτουργούν οι αγορές, πώς επηρεάζουν οι ψυχολογικοί παράγοντες τις επενδυτικές αποφάσεις, πώς μπορείς να προβλέψεις προσδοκίες βασισμένη σε δεδομένα και όχι σε διαίσθηση. Αλλά κάπου ένιωθα ότι δεν είχα τις δυνάμεις να συνεχίσω για διδακτορικό—η ιδέα να περάσω άλλα τέσσερα χρόνια κολλημένη σε βιβλιοθήκες και να γράφω διπλωματική εργασία για κάτι που ίσως διαβάσουν πέντε άτομα στον κόσμο με τρόμαζε—και έτσι έκανα και το MBA, παίρνοντας ταυτόχρονα δεύτερο master και δέκα κιλά, για να έχω να πορεύομαι.

    Τα κιλά ήταν αυτό που μου είχε μείνει απ’ όλη αυτή τη διαδικασία. Δύο χρόνια με σάντουιτς από τη καντίνα, καφέδες που αντικαθιστούσαν τα κανονικά γεύματα, και στρες που με έκανε να τρώω σοκολάτα σαν να ήταν φάρμακο. Όταν τέλειωσα, είχα ένα πτυχίο που δεν με είχε κάνει πιο σοφή και ένα σώμα που δεν αναγνώριζα.

    Και κιλά που τέσσερα χρόνια δε μπορούσα να ξεφορτωθώ, κάθε φορά που κατάφερνα να χάσω ένα-δύο, επιστρέφανε σε χρόνο ρεκόρ.

    Και πάλι καλά να λέω που δεν επιστρέφανε με τόκο.

    Εκείνο το καλοκαίρι στην Πάρο, πάντα με τη Μαίρη, ήταν και που δοκίμασα για πρώτη φορά και το “wham, bam, thank you ma’am.” Η Μαίρη το είχε προτείνει ως «θεραπεία» για τα χρόνια της αποχής. «Χρειάζεσαι να θυμηθείς ότι είσαι γυναίκα,» μου είχε πει. «Όχι μεταπτυχιακή φοιτήτρια, όχι υπάλληλος, γυναίκα.» Και εγώ, στην απελπισία μου να νιώσω κάτι—οτιδήποτε—πέραν από την κενότητα που ένιωθα μετά το τέλος των σπουδών, της είπα ναι.

    Να πηδηχτώ με τρεις διαφορετικούς άνδρες μέσα σε δέκα μέρες ήταν κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ μέχρι τότε. Ούτε καν είχα φανταστεί ότι θα μπορούσα. Ο πρώτος ήταν ένας Γερμανός—ψηλός, ξανθός, τα κλασικά—που γνώρισα στο μπαρ του ξενοδοχείου. Η Μαίρη με είχε σπρώξει κυριολεκτικά πάνω του όταν τον είδε να με κοιτάζει. Ο δεύτερος ήταν Έλληνας, από τη Θεσσαλονίκη, που είχε κατέβει με παρέα για διακοπές και έμοιαζε να ξέρει όλους τους μπάρμαν στο νησί. Ο τρίτος ήταν ένας Ιταλός που κατάλαβα αργότερα ότι ήταν παντρεμένος.

    Και δε σκοπεύω να επαναλάβω. Όχι επειδή έχω γίνει ξαφνικά συντηρητική, αλλά επειδή η όλη εμπειρία με άφησε πιο κενή απ’ ότι ήμουν στην αρχή. Περίμενα να νιώσω κάτι—ελευθερία, δύναμη, επιβεβαίωση, οτιδήποτε. Αντί αυτού, ένιωσα σαν να κολυμπούσα σε ρηχά νερά.

    Να το είχα ευχαριστηθεί, τουλάχιστον, ας πήγαινε στο διάολο. Αλλά και οι τρεις τους ήταν μια από τα ίδια, ο ενθουσιασμός τους τελείωνε με το που τέλειωναν και οι ίδιοι, και εγώ παρέμενα εκεί με την αίσθηση ότι μόλις είχα χρησιμοποιηθεί από κάποιον που δεν θα θυμόταν καν το όνομά μου την επόμενη μέρα.

    Και όχι μόνο αυτό, ο ένας από αυτούς—ο Ιταλός με τη βέρα—είχε και την απαίτηση να του τα καταπιώ κιόλας λες και του το χρώσταγα!

    Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα;

    Του το είπα κιόλας, πιο ωμά, και αυτός μου κάνει έκπληκτος ότι «όλες το κάνουν». Ποιες όλες, ρε μεγάλε; Η γυναίκα σου στη Ρώμη το ξέρει αυτό;

    Τέλος πάντων, για να επιστρέψω στα δικά μου, μπορεί ο Πάριος να ορκιζόταν ότι «πιο καλή η μοναξιά,» αλλά—σε αντίθεση με μένα—του λόγου του αν είχε να ξαραχνιάσει κάτι θα ήταν το ταβάνι και όχι το χώρο ανάμεσα στα πόδια του. Κι ο Πάριος τουλάχιστον είχε την καριέρα του. Εγώ είχα τον καναπέ μου, το τηλεκοντρόλ και το κινητό.

    «Νυχτερίδες κι αράχνες, γλυκιά μου,» που λέει και το τραγούδι.

    Και αυτές είχαν τουλάχιστον και παρέα οι μεν τις δε.

    Μου ξέφυγε και πάλι ένας βαθύς αναστεναγμός, γιατί καλός ο αυτοσαρκασμός και η ειρωνεία αλλά το κορίτσι ήθελε και παιχνίδι. Και δεν εννοώ μόνο το σεξουαλικό παιχνίδι—αν και αυτό ήταν μέρος του προβλήματος—αλλά το παιχνίδι του φλερτ, της ανακάλυψης, την χαρά του να μαθαίνεις και να σε μαθαίνουν.

    Το παιχνίδι των βλεμμάτων, των αγγιγμάτων που φαίνονται τυχαία αλλά δεν είναι, των συνομιλιών με τα γλυκά υπονοούμενα. Και αυτό σημαίνει ότι το κορίτσι λαχταρούσε ανδρική συντροφικότητα και όχι απλά ένα κομμάτι κρέας για ξαράχνιασμα και λαρυγγοσκόπηση.

    Και μπορεί να έκανα εδώ και ένα εξάμηνο τη γεροντοκόρη—και το «γεροντοκόρη» στα τριάντα ακούγεται και γελοίο αλλά έτσι ένιωθα κάποιες μέρες—αλλά το σώμα μου δε μπορούσα να το κοροϊδέψω, και πόσο εργόχειρο να αντέξω η γυναίκα; Υπάρχει ένα όριο στο πόσο μπορείς να στηρίζεσαι στον εαυτό σου, κι εγώ το είχα φτάσει και το είχα ξεπεράσει.

    Καμιά φορά φλέρταρα με τη σκέψη να πάρω τηλέφωνο τον Αργύρη—ιδίως τα βράδια όταν η μοναξιά γέμιζε σχεδόν σα φυσική παρουσία το δωμάτιο—αλλά κατάφερνα να συμμαζέψω τον εαυτό μου πριν τα κάνω ακόμα πιο σκατά απ’ ότι ήδη ήμουν.

    Γιατί ακόμα και αν δεχτούμε ότι θα ευχαριστιόμουν το σεξ—και ακόμα και μαζί του δεν ήμουν ιδιαίτερα σίγουρη αν γινόταν με αυτόν τον τρόπο—το μόνο που θα κατάφερνα ήταν να γεμίσω το κενό ανάμεσα στα πόδια μου και ταυτόχρονα να μεγαλώσω ακόμα περισσότερο το άλλο στην ψυχή μου, και δεν ήμουν για τέτοια.

    Καλύτερα με τις νυχτερίδες και τις αράχνες μου, ή όπως λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, “the devil you know.” Τουλάχιστον η μοναξιά δεν με εξαπατούσε ότι ήταν κάτι που δεν ήταν. Δεν μου υποσχόταν πράγματα που δεν μπορούσε να κρατήσει. Ήταν αυτό που ήταν—άδεια—αλλά τουλάχιστον ήταν ειλικρινής.

    Ξέρω ότι ακούγομαι σαν απελπισμένη αλλά παρόλο που το σώμα έχει τις δικές του ανάγκες, δεν είναι το σεξ που μου λείπει περισσότερο. Ή τουλάχιστον όχι μόνο το σεξ.

    Είναι αυτή η ανάγκη για μια ανθρώπινη επαφή. Ένα ξαφνικό χάδι “γιατί έτσι,”. Ένα πεταχτό φιλάκι όπως περνάει από δίπλα μου. Ένα χαμόγελο από κάποιον που χαίρεται και μόνο που με βλέπει. Να γείρω σε μια αγκαλιά και να χαζολογήσουμε στην τηλεόραση, σχολιάζοντας σαν τους γέρους του Muppet Show οτιδήποτε βλέπουμε—από ειδήσεις μέχρι διαφημίσεις—και να γελάμε με την καθημερινότητά μας.

    «Νιαρ!» μου έκανε ο Μπλάκι μου, και σαν να είχε ακούσει τις σκέψεις μου και ήθελε να παρηγορήσει, και έριξε ένα σάλτο που θα ζήλευε και ολυμπιονίκης και βρέθηκε στην αγκαλιά μου. Το κάνει αυτό πάντα όταν με βλέπει στεναχωρημένη, σαν να έχει κάποια έκτη αίσθηση για τη διάθεσή μου.

    «Τι θες βρε τέρας;» τον ρώτησα χαϊδεύοντάς τον ανάμεσα στ’ αφτιά, εκεί που ξέρω ότι του αρέσει περισσότερο, και άρχισε αμέσως το γουργούρισμα που ακούγεται σαν μικρό μοτέρ που προσπαθεί να ξεκινήσει.

    Ακόμα μια ανάμνηση από τον Αργύρη, που μπορεί να ήταν ρατσίσταρος και bigot του κερατά, με απόψεις που θα έκαναν τον Χίτλερ να φαίνεται προοδευτικός, αλλά αγαπούσε πραγματικά τα ζώα με μια τρυφερότητα που δεν έδειχνε σε κανέναν άνθρωπο.

    Με τους ανθρώπους είχε πρόβλημα—μεγάλο, χρόνιο, και προφανώς άλυτο. Αλλά με τα ζώα μεταμορφωνόταν σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Τα μιλούσε, τα χάιδευε, τους αγόραζε τα πιο ακριβά φαγητά, και μπορούσε να περάσει ώρες να παρακολουθεί ένα γατάκι να παίζει με μια μπάλα από χαρτί.

    Τον Μπλάκι τον είχε μαζέψει ο ίδιος, μαζί με τα άλλα έξι αδερφάκια του, από ένα σκουπιδοτενεκέ που τα είχε πετάξει κάποιο καθίκι.

    Ήταν ένα βροχερό απόγευμα του Νοέμβρη όταν τα άκουσε να νιαουρίζουν από μέσα στον κάδο της πολυκατοικίας του. Όταν άνοιξε το καπάκι και τα είδε—επτά μικρά ματάκια να τον κοιτάνε γεμάτα απόγνωση, βρεγμένα και παγωμένα—σχεδόν έβαλε τα κλάματα.

    Τα πήρε όλα στο σπίτι του, άναψε το air-condition γιατί δεν είχαν μητέρα να τα ζεστάνει. Μετά τα έφερε και τα επτά στο δικό μου, καθώς έχω υγραέριο και ατομική θέρμανση, και τα ταΐζαμε με μπιμπερό σε βάρδιες για τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Δώσαμε τα έξι σε φίλους και γνωστούς όταν μεγάλωσαν κάπως, αλλά τον Μπλάκι δεν τον ήθελε κανείς.

    Και να πεις ότι ήταν και κανένα ασχημόγατο; Ο πιο όμορφος και ο πιο αγαπησιάρης ήταν και από τα επτά. Μπορεί να ήταν κατάμαυρος αλλά είχε το πιο λαμπερό τρίχωμα που είχα δει ποτέ σε γάτα. Τα μάτια του είχαν το πράσινο του αχάτη, για να μην πω για το χαρακτήρα του. Απλά ήταν μαύρος και δεν τον έπαιρνε κανείς—κι αυτό σε μια χώρα που θα περίμενες ότι οι άνθρωποι θα είχαν ξεπεράσει τέτοιες προκαταλήψεις.

    Για όνομα δηλαδή. Το 2025 και οι άνθρωποι ακόμα πιστεύουν ότι η μαύρη γάτα φέρνει γρουσουζιά. Κι εγώ που νόμιζα ότι αυτές οι δεισιδαιμονίες είχαν μείνει στη γιαγιά μου—που κι εκείνη παρεμπιπτόντως είχε μαύρη γάτα και τη λάτρευε.

    Και κάπως έτσι μας έμεινε. Όταν χωρίσαμε με τον Αργύρη είχαμε και το θέμα της κηδεμονίας, λες και ήταν παιδί μας και όχι γάτα. Όλως παραδόξως, ο Αργύρης ήταν αρκετά λογικός στο θέμα αυτό—ίσως το μόνο θέμα στο οποίο δεν άφηνε το εγώ του να παίρνει τις αποφάσεις.

    «Δεν είναι ότι δεν τον θέλω, αλλά έχει μάθει από την πρώτη μέρα στο σπίτι σου,» μου είχε εξηγήσει την ημέρα που μαζεύαμε τα πράγματά του από το διαμέρισμά μου. «Στις γάτες δεν τους αρέσει να αλλάζουν περιβάλλον. Θα τον στρεσάρω χωρίς λόγο.»

    Είχε δίκιο και το ήξερα. Από τη δεύτερη εβδομάδα που τον είχαμε, ο Μπλάκι είχε επιλέξει το σπίτι μου ως το κέντρο του σύμπαντός του. Είχε τα αγαπημένα του σημεία σε κάθε δωμάτιο, τη ρουτίνα του, τα παιχνίδια του κρυμμένα σε συγκεκριμένες γωνιές.

    Δεν είχα πειστεί ιδιαίτερα για τα κίνητρα του Αργύρη—μπορεί να μην ήθελε απλά τον κόπο ή την ευθύνη—αλλά από την άλλη τον είχα συνηθίσει τον μούργο και δεν ήθελα να τον χάσω και αυτόν πέραν όλων των άλλων που έχανα με το χωρισμό, οπότε έκανα ότι δέχτηκα την εξήγηση του Αργύρη και τον κράτησα χωρίς δεύτερη σκέψη.

    «Δε λες καλά που έχω και ‘σένα;» του είπα τρυφερά τώρα και μου γύρισε την κοιλιά του λες και ήταν κοπρόσκυλο που περιμένει να τον χαϊδέψουν.

    Αυτή η κίνηση της απόλυτης εμπιστοσύνης—το πιο ευάλωτο μέρος του σώματός του εκτεθειμένο—πάντα με συγκινούσε. Και να ήταν μόνο αυτό; Του άρεσε να με γλείφει με αυτή τη τραχιά γλώσσα του, κάτι που νόμιζα ότι άρεσε μόνο στα σκυλιά.

    Μου γλείφει τα χέρια, το πρόσωπο αν του δώσω την ευκαιρία, και μια φορά προσπάθησε να μου γλείψει τα μαλλιά ενώ κοιμόμουν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, με ακολουθεί παντού σαν κουτάβι—από το σαλόνι στην κουζίνα, από την κουζίνα στο υπνοδωμάτιο, και αν αλλάξω δωμάτιο ξαφνικά, τον ακούω να τρέχει από πίσω με τα νυχάκια του να κάνουν τικ-τακ στο παρκέ.

    Μόνο όταν καταλάβαινε ότι θα κάνω μπάνιο εξαφανιζόταν από προσώπου γης με την ταχύτητα του φωτός. Λες και υπήρχε κάποιος αόρατος ανιχνευτής νερού στο εσωτερικό του που τον προειδοποιούσε για την επικείμενη καταστροφή.

    Αν έμπαινα για την ανάγκη μου στην τουαλέτα, όμως, δεν τολμούσα να τον κλείσω απ’ έξω—νιαούριζε με τόσο δράμα λες και τον έσφαζα. Και όχι μόνο αυτό αλλά είχε μάθει να ανοίγει και τις πόρτες κάνοντας σάλτο στο χερούλι, οπότε ακόμα κι αν τον κλείσω, μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα τον έχω δίπλα μου να με κοιτάζει επικριτικά.

    Ευτυχώς δουλεύω τρεις μέρες την εβδομάδα απομακρυσμένα, γιατί η Δευτέρα και η Τρίτη δεν πέφτουν μόνο σε εμένα βαριές. Τον Μπλάκι τον επηρεάζει και εκείνον η αρχή της εβδομάδας—είναι πιο νευρικός, πιο απαιτητικός στη προσοχή, και γενικά συμπεριφέρεται σαν καταθλιπτικός που προσπαθεί να βρει νόημα στη Δευτέρα πρωί.

    Εκείνες τις μέρες που δουλεύω από το σπίτι γίνεται ο σκιά μου—κάθεται δίπλα στον υπολογιστή, με παρακολουθεί να δουλεύω, και κάθε τόσο βάζει τη μια πατούσα πάνω στο πληκτρολόγιο λες και θέλει να συμμετάσχει στη δουλειά.

    Μην έχοντας τι να κάνω και αφού είχα εξαντλήσει όλες τις σειρές του Netflix που με ενδιέφεραν—και αρκετές που δεν με ενδιέφεραν—άνοιξα το Tinder, ναι και από αυτό είχα. Το είχα κατεβάσει σε μια στιγμή απελπισίας πριν από κάνα δίμηνο, είχα φτιάξει προφίλ με φωτογραφίες που με έδειχναν κάπως καλύτερη απ' ότι είμαι στην πραγματικότητα—ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζα—και το είχα χρησιμοποιήσει δυο-τρεις φορές τις πρώτες μέρες.

    Αλλά τα πεσίματα που μου γινόντουσαν όταν έκανα το λάθος να κάνω swipe right σε κάποιον και γινόταν match μου έκαναν τα άντερα να γυρνάνε από την πρώτη κιόλας εβδομάδα. Και δεν εννοώ dick pics και τέτοια κλασικά μαλακισμένα—αυτά τα περίμενα και είχα προετοιμαστεί ψυχολογικά.

    Όλοι, μα όλοι όμως, που έκανα το λάθος να διαλέξω, έβγαζαν μια απελπισία που με ανατρίχιαζε. Το πρώτο μήνυμα ήταν πάντα υπερβολικά ενθουσιώδες—«Γεια σου όμορφη!», «Τι κάνει μια τόσο όμορφη γυναίκα εδώ;», «Φαίνεσαι υπέροχη στις φωτογραφίες σου»—και μετά από το δεύτερο ή τρίτο μήνυμα άρχιζε να βγαίνει το πραγματικό τους πρόσωπο.

    Αν δεν απαντούσα αμέσως, γινόντουσαν πιεστικοί. Αν απαντούσα πολύ γρήγορα, νόμιζαν ότι ήμουν απελπισμένη. Αν ήμουν φιλική, το εκλάμβαναν ως πρόσκληση για σεξουαλικά σχόλια. Αν ήμουν επιφυλακτική, με κατηγορούσαν ότι είμαι snob.

    Δεν ξέρω… είχα διαβάσει κάπου στο ίντερνετ ότι το 90% των γυναικών προσπαθεί να επιλέξει το 1% των ανδρών και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος της όποιας απελπισίας που ένιωθα από την άλλη πλευρά της οθόνης, αλλά εμένα τα profile pics και τα «βιογραφικά» δε μου έλεγαν τίποτα ουσιαστικό. Οι περισσότεροι είχαν φωτογραφίες στο γυμναστήριο ή με ψάρια που είχαν πιάσει ή σε κάποια εξωτική τοποθεσία με ηλιοβασίλεμα.

    Τα βιογραφικά τους ήταν είτε κενά, είτε γεμάτα clichés τύπου «I love to travel and try new foods» ή «Looking for someone who can make me laugh». Μόνο από κοντά μπορείς να γνωρίσεις κάποιον πραγματικά—το πώς μιλάει, το πώς κινείται, το αν έχει χιούμορ ή αν απλά νομίζει ότι έχει.

    Έτσι είχα σταματήσει να το ανοίγω. Μέχρι απόψε που η βαρεμάρα με έσπρωχνε σε απελπισμένες κινήσεις.

    Για να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε απόψε, σκέφτηκα χαχανίζοντας με τον εαυτό μου ενώ άνοιγα την εφαρμογή και περίμενα να φορτώσει. Εμφανίστηκε το πρώτο προφίλ—ένας τύπος με φωτογραφία στο γυμναστήριο που προσπαθούσε να δείξει τους κοιλιακούς του.

    Swipe left χωρίς δεύτερη σκέψη. Μετά ένας άλλος με φωτογραφία δίπλα σε μηχανή και γυαλιά ηλίου που κάλυπταν το μισό πρόσωπό του. Swipe left και αυτόν. Μετά ένας που είχε γράψει στο βιογραφικό του «Δεν απαντάω σε hi». Swipe left με λίγο παραπάνω δύναμη.

    ΩΠΑ!

    Προσπάθησα να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου, αλλά το στομάχι μου έκανε μια μικρή τούμπα. Μπροστά μου είχα τη φωτογραφία ενός πολύ γλυκούλη ξανθομάλλη περίπου στην ηλικία μου—τριάντα τρία σύμφωνα με το προφίλ του. Είχε ένα πρόσωπο που έβγαζε καλοσύνη, όχι τη μαγκιά που προσπαθούσαν να περάσουν οι περισσότεροι.

    Φορούσε ένα απλό μπλε πουκάμισο, χαμογελούσε φυσικά χωρίς να δείχνει ότι προσπαθούσε πολύ, και στο φόντο φαινόταν κάτι που έμοιαζε με billboard. Η καρδιά μου βούλιαξε όταν είδα την εθνικότητα: Βέλγος.

    Κοίταξα τις υπόλοιπες φωτογραφίες του. Μια όπου κρατούσε ένα σκυλάκι—πόντοι για τη φιλοζωία. Μια στο τι φαινόταν να είναι μουσείο—πόντοι για τον πολιτισμό. Μια με παρέα φίλων σε μπαρ όπου όλοι χαμογελούσαν γνήσια—πόντοι για το ότι έχει φίλους που τον αγαπούν. Μια φωτογραφία που έπαιζε μπάλα. Πόντοι για το ότι δεν ξημεροβραδιαζόταν στο γραφείο μπροστά από ένα υπολογιστή.

    Το βιογραφικό του ήταν σύντομο αλλά όχι κενό: «Software engineer στις Βρυξέλλες. Μου αρέσει η καλή μουσική, τα ωραία βιβλία και οι μακριές συζητήσεις. Στην Αθήνα για δουλειά για μερικούς μήνες. Let's explore the city together.»

    Καλά κρασιά, σκέφτηκα αναφερόμενη στην πατρίδα του—το Βέλγιο φημίζεται και για τα κρασιά του, όχι μόνο για τη μπίρα και τη σοκολάτα—και πήγα να κάνω swipe…

    Στάθηκα εκεί για ένα δευτερόλεπτο που μου φάνηκε αιωνιότητα. Left σκόπευα να κάνω αρχικά—η παλιά μου συνήθεια της υπερπροστασίας, η φοβία του rejection, η ανασφάλεια που μου έλεγε «τι θα θέλει ένας κούκλος όπως δαύτος από ‘σένα». Αλλά το ασυνείδητό μου είχε πάρει απόφαση για μένα. Το χέρι μου κινήθηκε right και άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο του match.

    Τι στο διάολο;

    Για μια στιγμή κοίταξα την οθόνη με απορία. Ο Maurice είχε ήδη κάνει swipe right σε εμένα; Πότε; Γιατί; Προφανώς το προφίλ μου δεν ήταν τόσο χάλια όσο φοβόμουν, ή ίσως οι Βέλγοι έχουν πιο χαλαρά κριτήρια από τους Έλληνες.

    Και έτσι μπήκε ο Maurice στη ζωή μου—με ένα swipe που δεν είχα σκοπό αρχικά να κάνω.

    Ένα match που δεν περίμενα να γίνει, και μια αίσθηση ότι ίσως, …ίσως… το σύμπαν να είχε αποφασίσει να μου κάνει επιτέλους ένα δώρο.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
    Last edited: 24 Ιουνίου 2025
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 2ο . A man walks into a bar

    Η οθόνη μου αναβόσβησε για μια στιγμή και τότε εμφανίστηκε το γνώριμο κόκκινο banner: It’s a match! Καρδούλες πετάγονται στην οθόνη και κάτω-κάτω γράφει: “You and Maurice have liked each other!”

    Μερικές στιγμές αργότερα, το κινητό μου κάνει το χαρακτηριστικό ping και εμφανίζεται το πρώτο μήνυμα:

    “Damn, that worked!”

    Κοιτάζω το κινητό παραξενεμένη. Πατάω στο chat bubble και γράφω:

    “Ehm, what?”

    Ping

    Maurice: “Okay. It might seem awkward at first, but please bear with me!”

    Me: “Ok, now I’m intrigued!  ”

    Ping

    Maurice: “So... you’re the first girl I ever matched with!”

    Κάνω πίσω το κεφάλι μου με δυσπιστία και σουφρώνω τα χείλη μου. Πώς ήταν δυνατόν να μην έχει ματσαριστεί με καμία; Επίσης που ακριβώς ήταν αυτό το awkwardness που ανέφερε; Το σκέφτομαι για μερικές στιγμές και αποφασίζω να συνεχίσω το παιχνίδι.

    Me: “Still waiting for the awkward part!  ”

    Ping

    Maurice: “Alright! Here goes nothing. I complained to my pals that I hadn’t gotten a single match, and they said I needed to sacrifice a goat!”

    Το ροχαλητό που μου έφυγε ήταν τελείως αυθόρμητο, δεν το περίμενα με την καμία!

    Me: “And you did?  ”

    Ping

    Maurice: “In a way, yes. Yesterday they took me out to eat lamb chops.”

    Έμεινα να κοιτάζω την οθόνη για μερικές στιγμές με γουρλωμένα μάτια. Το γέλιο ήρθε απότομα και στο τέλος κατέληξα να βήχω σα φθισική.

    Me: “Okay, that was actually clever.   “

    Ping

    Maurice: “Thanks! I was hoping you'd find it funny. My friends said it was a terrible idea.”

    Me: “Your friends clearly underestimate the comedic power of grilled goat.  ”

    Ping

    Maurice: “Lamb! It was lamb! There’s a difference!”

    Me: “I stand corrected, sir.  ”

    Ping

    Maurice: “So... I know this is fast, but I’d love to actually talk. Like properly. Would you be okay with exchanging numbers?”

    Η καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους. Όσες φορές είχα την ατυχή έμπνευση να κάνω δεξί swipe είχα βρεθεί να κάθομαι στον άξονα. Κι όμως, αυτός εδώ ο Βέλγος που «θυσίασε αρνί» είχε καταφέρει να με κάνει να γελάσω με την ψυχή μου.

    Δεν το σκέφτηκα πολύ.

    Me: “Sure. Just promise no live sacrifices.  ”

    Ping

    Maurice: “No!!! You killed me! I discovered that I loved lamb chops!   ”

    Μου ξέφυγε και πάλι ένα ροχαλητό.

    Me: “I like them too, but I prefer to buy them from the butcher. I mean, ok, I have my issues, but you making lamb chops from scratch doesn’t exactly give a good vibe!  ”

    Ping

    Maurice: “Fair enough! So, no homemade sacrifices... Got it  

    Note to self: impress Sophia with books, not butchery. ”

    Me: “Now that sounds promising. As long as it’s not self-help or ‘The subtle art of whatever’…”

    Ping

    Maurice: “Hah! Dodged a bullet then. I was about to suggest we analyze Kafka over coffee.”

    Me: “Oh dear. I might have to marry you now. But just so you know—if Gregor Samsa shows up, I’m not making him coffee.”

    Ping

    Maurice: “Deal. But I am bringing croissants. Can I at least get your number, before I bring the pastries and the existential dread?”

    Εντάξει, μπορεί να μην ήξερα τι θα έφερνε το μέλλον και ο Maurice μου έβγαινε κανένας μαλάκας αλλά το να του δώσω το τηλέφωνό μου το κέρδισε με το σπαθί του. Αναστέναξα για μερικές στιγμές. «Σταμάτα να το κουράζεις» μάλωσα τον εαυτό μου.

    Me: “Croissants *and* Kafka? You’re dangerously close to perfection. Alright, here goes nothing too... 697xxxxxxx. Use it wisely, Maurice.”

    Ping

    Maurice: “So… um… ok, I’m booting. Gimme some seconds.”

    Έβαλα και πάλι τα γέλια. Εντάξει, υπερβολή ήταν και το καταλάβαινα, αλλά ποια γυναίκα δε θα ήθελε να ακούσει ότι έκανε τον άλλον να κολλήσει, έστω και αν είναι αστείο.

    Ping

    Maurice: “May I call you?”

    Εμ, γιατί στο έδωσα το ρημάδι; Για να παίξουμε τις κουμπάρες;

    Me: “I don’t want to scare you or something, but that was the idea behind giving you my phone number!  ”

    Μερικές στιγμές αργότερα χτύπησε το τηλέφωνό μου. Δεν είχε πάρει με απόκρυψη. Εγώ στη θέση του παίζει και να το είχα κάνει, να τα λέμε αυτά. Πήρα βαθιά ανάσα και προσπαθώντας να είμαι όσο πιο χαλαρή γίνεται απάντησα την κλήση.

    “Hi!” είπα στα αγγλικά.

    “Hi!” μου απάντησε μια βαθιά νεανική ανδρική φωνή με τόνο που έδειχνε ότι ο Maurice χαμογελούσε. “Um… okay, this might start off a little awkward,” μου είπε με ειλικρίνεια. “I mean… you know… um… talking to a woman doesn’t come easy for me.”

    Χαμογέλασα. “Well, man up, gringo! Analyzing Kafka over messages would take way too long!” του απάντησα, ελπίζοντας με όλη μου την ψυχή να μην το πάρει το “man up” στραβά.

    “I’ll do my best!” μου υποσχέθηκε. “So, um… okay, my name is Maurice—no surprises there. I’m from Belgium. Liège, to be more specific.”

    “Nice to meet you, Maurice from Liège. My name is Sofia—also no surprises there—though my friends call me Sophie. I’m of Cretan descent, but I was born and raised in Athens.”

    “Nice to meet you too! So… um… okay, as I mentioned in my profile, I currently live in Athens, and I’ll be here for the foreseeable future.”

    “Are you a digital nomad?” τον ρώτησα.

    “Not exactly,” μου απάντησε και έκανε παύση μερικών δευτερολέπτων. “I’m here working for a consulting firm—Accenture, if you know it. We’re handling a government contract.”

    “Yes, I’ve heard the name before, but I cannot recall where. You are a programmer?” τον ρώτησα προσπαθώντας να μάθω περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν.

    Έκανε ένα ήχο σα χαχανητό, “chuckle” που λένε οι αγγλομαθείς. “No, not exactly. I’m a software engineer, and my work here is as software architect!”

    “Um… ok. Please bear with me, I’m not familiar with your line of work. What’s the difference?”

    “Fair question!” απάντησε ο Maurice με ενθουσιασμό, χαμογελώντας—και φάνηκε απ’ τον τόνο του. “So, a programmer usually writes the code that makes things work—like, they take a design or a spec and turn it into an actual working product.”

    Κάνει μια μικρή παύση, για να βεβαιωθεί ότι δεν με είχε χάσει.

    “Now, a software engineer might also code, but the job includes more structure—thinking about how to design a system that doesn’t just work, but works well, is maintainable, scalable, secure… you know, all the boring-but-important stuff.”

    Ένα μικρό γελάκι, ειλικρινές.

    “Ok, go on!” του είπα ενθαρρύνοντάς τον

    “Sure! And as a software architect, my job is basically to design the big picture—the overall structure of how different parts of a system talk to each other, make decisions about technologies, and guide the engineering team. Think of it like… I don’t know, being the one who draws the blueprint for a really complicated building.”

    Σταματά για μια στιγμή. “And then makes sure nobody decides to put the bathroom above the server room.”

    “Ok, let me check if I understood you correctly, using an analogy,» ξεκίνησα να του λέω. “A programmer is like a waiter: they execute the customer’s orders. A software engineer is like a bartender: they also serve the customers but actually make the drinks too,» του είπα και σταμάτησα για μερικές στιγμές, ελπίζοντας να μην τον έχει προσβάλλει η αναλογία μου.

    “Go on!” μου απάντησε ενθαρρυντικά.

    Χαμογέλασα. “And the architect is the one who makes sure the bar is well stocked, the stools are in the right place, and the wine bar doesn’t serve lamb chops. Or kokoretsi.»

    “Well, hats off my fair Lady!” μου απάντησε γελώντας ακόμα. “Care to hear a joke about my trade?”

    “Sure!” του απάντησα χαμογελώντας.

    “Ok… do you know what quality assurance is?”

    “I imagine it’s a set of procedures to make sure that everything works as expected.”

    “That’s right. So, here’s the joke: a QA engineer walks into a bar to test it before opening. He orders one beer. Then he orders zero beers. Then he orders minus one beer. Then he asks for 2.5 glasses of wine. Then he orders NaNQ beers. Then he asks for a kokoretsi. Then a croissant served on top of Kafka’s biography,” συνεχίζει και εκεί μου ξεφεύγει ένα χάχανο.

    “And?” τον ρωτάω.

    “The error handling works as expected. The QA engineer gives the green light. The bar opens… and the very first customer walks in and asks where the bathroom is.”

    “And no one had tested that?” τον ρώτησα βάζοντας τα γέλια.

    “Exactly,” μου απάντησε. “Welcome to production.”

    “Well, as I learned the hard way, making assumptions is the mother of all fuckups, be that in engineering or in life in general,” του είπα ξεφυσώντας.

    “True dat!” μου απάντησε αναστενάζοντας με τη σειρά του. “So, what about you?”

    “Χμμμ… well, I’m nowhere near as cool as someone who fights bugs and bathroom errors for a living,” του είπα πειραχτικά. “I studied economics—undergrad at AUEB, then a master’s in finance and an MBA later on, mostly because I clearly enjoy punishing myself.”

    Έκανε ένα μικρό γελάκι από την άλλη άκρη της γραμμής. “That’s impressive!”

    “Impressive is a stretch,” συνέχισα γελώντας. “It just means I still have nightmares of missing papers and I’m overly familiar with Excel. I can pivot table you into oblivion, though.”

    Και δέκα κιλά που δε λένε να φύγουν…

    “Ah, the dark arts,” είπε θεατρικά. “So, you’re in finance?”

    “Kind of. I work as a financial analyst in a shipping company. Lots of models, reports, budgeting, forecasting, and occasionally trying not to throw my laptop out the window when someone messes up the version control in shared spreadsheets.”

    “Now that’s production hell,” είπε γελώντας.

    “Tell me about it. Especially when someone changes a formula and doesn’t track it, and suddenly 20 million disappear from projected revenue. But hey, at least I don’t have to worry about goat sacrifices to make things work.”

    “True, but now I’m curious… would a goat fix a bad Excel file?”

    “Only if it ate it before the CFO saw it.”

    Ξεκαρδιστήκαμε κι οι δύο. Η συζήτηση κυλούσε αβίαστα και το πρόσωπό μου είχε αρχίσει να πονάει από το πόσο δυνατά χαμογελούσα. Και είχα ξεχάσει πως ήταν αυτή η ρημάδα η αίσθηση…

    Ο Μπλάκι μου, που μέχρι στιγμής καθόταν και με παρακολουθούσε από το δέντρο του, βρήκε τη στιγμή να ρίξει ένα σάλτο στον καναπέ, και μετά πάνω στην κοιλιά μου, τρίβοντάς το χέρι μου με την κεφάλα του, γιατί πως αλλιώς; Έτσι θα έμενε, ρέστος στη διανομή;

    «Χα! Ο γάτος μου μόλις θυμήθηκε ότι υπάρχω,» είπα στον Maurice στα αγγλικά.

    «Έχεις γάτο;» με ρώτησε με φωνή γεμάτη ενθουσιασμό.

    «Ναι, τον Μπλάκι μου,» του είπα και του τον περιέγραψα. «Εσύ έχεις κάποιο κατοικίδιο;»

    «Είχα,» μου είπε στενάζοντας. «Τον Ronnie μου. Αυτόν… αυτόν που έχω και στις φωτογραφίες του προφίλ μου. Τον… τον έχασα λίγο καιρό πριν έρθω στην Αθήνα.»

    «Αχ μωρέ Maurice, πολύ λυπάμαι,» του είπα γεμάτη στεναχώρια.

    «Τον είχα από τα 16 μου,» μου είπε με φωνή που έτρεμε. «Ήταν σα να έχασα τον αδερφό μου,» είπε και έκανε μια μεγάλη παύση προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία του.

    «Ναι, σε καταλαβαίνω,» είπα χαϊδεύοντας την Μπλάκι που μου είχε γυρίσει ανάσκελα στην κοιλιά.

    Ήταν μικρούλης ακόμα, λίγο παραπάνω από ενάμιση, αλλά μετά από χρόνια θα ερχόταν μοιραία αυτή η στιγμή που θα με άφηνε μόνη. Η σκέψη και μόνο μου έφερε δάκρια στα μάτια.

    «Anyway,» μου είπε προσπαθώντας να αλλάξει θέμα. «Σε παρακαλώ μην το πάρεις στραβά αυτό που θα σου πω αλλά θα πρέπει να κλείσω γιατί με περιμένει η παρέα μου, και έχω αργήσει ήδη.»

    Παρασκευή βράδυ ήταν, λογικό ήταν να έχει κανονίσει και αυτός κάτι. Θα μπορούσα να το είχα κάνει κι εγώ, η Μαίρη μου είχε πει να βγούμε για ποτό σήμερα, αλλά η προηγούμενη εβδομάδα ήταν εφιάλτης στη δουλειά και το απόγευμα της Παρασκευής με είχε βρει εξαντλημένη, και όχι για πολλά-πολλά. Ο Maurice μου είχε φτιάξει το βράδυ, αλλά προς το παρόν ο γύρος είχε τελειώσει. Θα έπρεπε να κατέβω από το αλογάκι.

    “Sure,” του απάντησα προσπαθώντας να μη δείξω την απογοήτευσή μου. «Χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα,» του είπα ειλικρινά.

    «Σόφη;» με ρώτησε διστακτικά. «Θα… θα ήθελες αύριο να βγούμε για ένα καφέ; Ή ποτό; Ή φαγητό;»

    Το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη μου.

    «Γιατί όχι και τα τρία;» του απάντησα.

    “Ok, give me two… I’m rebooting again,» μου απάντησε κάνοντάς με να χαχανίσω.

    “Αρκεί να μην πέσεις σε boot loop!” του απάντησα έχοντας τη δυσάρεστη εμπειρία από το laptop μου. Ευτυχώς που υπάρχουν τα backups αλλιώς θα είχα ανέβει να φουντάρω από την ταράτσα του κτηρίου των γραφείων, και έτσι όπως είναι και στον Πύργο του Πειραιά, θα είχα κάνει κρατήρα.

    “Ok, rebooting completed. Πού… πού θέλεις να βρεθούμε;»

    «Πού μένεις;» τον ρώτησα.

    «Πεύκη,» μου απάντησε. «Εσύ;»

    «Κοντά μένουμε,» του απάντησα χαμογελαστή. «Λυκόβρυση, αν ξέρεις.»

    «Χμμμ…» μουρμούρισε. «Ομολογώ ότι δεν τα ξέρω τα μέρη, αν δεν είχα το GPS στο αυτοκίνητο θα γινόμουν φωτογραφία σε συσκευασίες γάλατος!» συνέχισε κάνοντάς με να χαχανίσω.

    «Η Λυκόβρυση συνορεύει με την Πεύκη,» του εξήγησα.

    “Ok, this is awkward!” μου απάντησε χαχανίζοντας. «Θέλεις… θέλεις να περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου ή…»

    “As long as you promise not to sacrifice another lamb just for the sake of finding your way!” του απάντησα γελώντας.

    “Pinky promise!” μου απάντησε γελώντας με τη σειρά του. «Στείλε μου το στίγμα σου, και ας είναι καλά οι δορυφόροι!»

    “It’s a date, then!” του απάντησα με ενθουσιασμό που δεν κρυβόταν. “Yeah, I know… you’re rebooting!» συνέχισα χαχανίζοντας.

    “Damn! Here goes the strong young man of the rising sun!” μου απάντησε με προφανή αναφορά στο Temple of the King. Δεν ξέρω αν του ξέφυγε ή αν έριξε άδεια για να πιάσει γεμάτα, αλλά λίγη σημασία έχει.

    “So, that means I’m the temple and you’re the king?” τον ρώτησα.

    Και εκεί έφαγε πραγματικό reboot!

    Εκεί που φοβόμουν ότι από τον ενθουσιασμό δε θα μ’ έπαιρνε ο ύπνος, βρέθηκα να ξυπνήσω πιασμένη στις 03:30 στον καναπέ με τον Μπλάκι πάνω μου και το Netflix να παίζει για το γάμο του καραγκιόζη. Σηκώθηκα με τα χίλια ζόρια και σούρθηκα μέχρι την κρεβατοκάμαρα και ο γενικός έπεσε πριν καλά-καλά προλάβει το κεφάλι μου να ακουμπήσει στο μαξιλάρι.

    Αποτέλεσμα ήταν το μάτι μου ν’ ανοίξει σαν της γαρίδας από τις 08:30 το πρωί. Προσπάθησα εις μάτην να ξανακοιμηθώ αλλά μπα. Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία σηκώθηκα κι έφτιαξα καφέ. Είχα να πάω και λαϊκή σήμερα, και να πάω και σούπερ μάρκετ, και να κάνω και καμιά καθαριότητα στο σπίτι.

    Και εκεί θυμήθηκα ότι το απόγευμα είχα ραντεβού με το Maurice! Θα ερχόταν να με πάρει από το σπίτι στις 19:00. Αρχικά θα πηγαίναμε για καφέ, μετά θα συνεχίζαμε για φαγητό και στο τέλος της βραδιάς θα πηγαίναμε και για ποτό.

    Για πρώτη φορά το λες και φιλόδοξο, γιατί δεν ξέρεις πως θα σου βγουν, αλλά η λίγη ώρα που είχαμε μιλήσει χθες το βράδυ στο τηλέφωνο με είχε πείσει ότι η βραδιά θα περάσει χωρίς καν να το καταλάβω. Χθες με το που είχαμε κλείσει είχα δει ξανά τις φωτογραφίες του. Ακόμα και αν δεν είχε καμία σχέση με αυτές στην πραγματικότητα, δεν μπορούσα να καταλάβω πως δεν είχε βρεθεί ούτε μία να τον ματσάρει.

    Εντάξει, μπορεί να μην ήταν ο Μάρλον Μπράντο, αλλά ήταν ομορφούλης, με σκούρο ξανθό μαλλί. Τα μάτια του δεν μπορούσα να καταλάβω τι χρώμα ήταν, δεν είχε κάποια πολύ κοντινή φωτογραφία. Δε βαριέσαι, κοντός ψαλμός αλληλούια, θα το μάθαινα το βράδυ.

    Να πάρω τηλέφωνο τη Μαίρη τέτοια ώρα δεν υπήρχε περίπτωση, στην καλύτερη θα μου κατέβαζε καντήλια για τους προγόνους μου μέχρι τους πρώτους μονοκύτταρους οργανισμούς, οπότε, φρονίμως ποιούσα, με το που τέλειωσα τον καφέ κατέβηκα να πάω λαϊκή και σούπερ μάρκετ.

    Και για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό είχα κέφια όταν κατέβηκα για τα ψώνια. Είχε πολλή ζέστη σήμερα και όταν τελείωσα από τη λαϊκή και πήγα στο σούπερ μάρκετ, ένιωσα ότι μπαίνω σε ψυγείο. Από τη μία η δροσιά ήταν καλοδεχούμενη και από την άλλη μ’ έπιασε άγχος μην πάθω καμιά ψύξη όπως ήμουν ιδρωμένη, οπότε φρόντισα ντα τελειώσω σε χρόνο ρεκόρ.

    Με το που γύρισα σπίτι και αφού τακτοποίησα τα ψώνια, μπήκα να κάνω ένα γρήγορο ντουζ γιατί είχα γίνει μούσκεμα. Το διαμέρισμα, δόξα τω Θεώ, έχει καλή θερμομόνωση, οπότε προς το παρόν και παρά τη ζέστη, δε χρειαζόταν ακόμα να ανοίξω air-condition, ο ανεμιστήρας ήταν αρκετός. Κανονικά σήμερα θα έπρεπε να καθαρίσω και το μπαλκόνι, αλλά φρονίμως ποιούσα το άφησα για άλλη μέρα.

    Κοίταξα το ρολόι, ούτε καν δώδεκα δεν είχε πάει. Ήθελα να μιλήσω με τη Μαίρη, θα έσκαγα αν δεν της έλεγα τι έγινε χθες το βράδυ. Δεν πρόλαβα, πάνω που έπιασα το κινητό για να την πάρω τηλέφωνο…

    Ping

    Μήνυμα από τον Maurice!

    “Good morning, Sophie!  ”

    Δεν ήταν τίποτα φοβερό, τίποτα τραβηγμένο, τίποτα δραματικό. Μια απλή καλημέρα. “Μια καλημέρα είναι αυτή, πες τη κι ας πέσει χάμω,” που λέει και το τραγούδι. Βέβαια λέει και “παλάτια χτίζουν οι θεοί, κι εμείς πάνω στην άμμο,” ή με λίγα λόγια “hold your horses or suffer the consequences.” «Σταμάτα να το κουράζεις μαρή,» μάλωσα τον εαυτό μου.

    “Good morning, strong young man of the raising sun,” του έγραψα, δεν μπόρεσα να κρατηθώ, το κρασάρισμα που είχα φάει χθες με είχε κάνει να σκάσω στα γέλια. Με τον καλό τρόπο, έτσι;

    “Shoot myself on the foot and proud of it!  ” μου απάντησε.

    “Λοιπόν, πώς τα πέρασες χθες;” τον ρώτησα στα αγγλικά.

    “Ωραία ήταν ή τέλος πάντων όσο ωραία μπορεί να είναι αν δε φας παϊδάκια!  . Εσύ πως τα πέρασες;”

    “Ούτε εγώ έφαγα παϊδάκια, αν σε παρηγορεί αυτό!  ”

    “Sο, lamb chops for dinner, tonight?   Romantism is overrated! ”

    «Εντάξει, τον αγάπησα,» σκέφτηκα χαχανίζοντας.

    “Δεν υπάρχει τίποτα πιο ρομαντικό από βόλτα κάτω από το φως του φεγγαριού, έχοντας φάει ένα κοπάδι παϊδάκια και μισό κιλό τζατζίκι,» του απάντησα στα αγγλικά.

    “I LOVE TZATZIKI!” μου απάντησε ενθουσιασμένος, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια. “Moonlight is optional!”

    Παραλίγο να του γράψω την ατάκα από την Καζαμπλάνκα, αλλά κρατήθηκα γιατί αυτή μιλούσε για φιλία κι εγώ δεν έψαχνα για φιλαράκι.

    “Careful, Sir, you’re upping the ante!” του απάντησα.

    “I always deliver, my fair lady!” μου απάντησε, κάνοντάς με να στραμπουλίσω και πάλι τα μάγουλά μου από το δυνατό χαμόγελο.

    “So, no WC under the server room? Boring!” του απάντησα.

    “In retrospect a WC *in* the server room isn’t a totally bad idea. When shit happens it usually does in a hurry!” μου απάντησε και αυτή τη φορά μου ξέφυγε ένα δυνατό ροχαλητό.

    «Και τι καλά που θα πάει αν μου ξεφύγει κανένα τέτοιο το βράδυ. Από την άλλη… romantism is optional σκέφτηκα τρολάροντας τον εαυτό μου.

    “No shit!   ” του απάντησα γελώντας ακόμα σα χαζή.

    “A safe policy. Uncomfortable, truth be told, but safe nonetheless!” μου απάντησε και έβαλα και πάλι τα γέλια.

    “So, did you check my pin on the maps or I should send your photo to amber alert?”

    “Ha! I always do my homework! I’m geek and proud of it!  ”

    “Kettle, meet pot!  ” του απάντησα χαμογελώντας σα χαζή.

    “Well, I’m most definitely going to! At nineteen hundred EEST!  ”

    Μ’ αρέσει που προσδιόρισε και το time zone!

    “Time in UTC or it didn’t happen  ” του απάντησα στον ίδιο τόνο.

    “Seventeen hundred UTC, to the femtosecond!  ”

    “I have to do my chores, and I don’t want to! Life is unfair!”

    “I feel you! It’s a dirty job but someone has to do it!”

    “True! But I would prefer not to be me  ”

    “Well, you can try the ABBA way!” μου απάντησε και δεν το έπιασα. Τι εννοούσε ο ποιητής;

    “What’s you’re talking about, Willis?”



    Πάτησα το link χωρίς να ξέρω τι να περιμένω. Το τραγούδι άρχισε να παίζει και έμεινα να κοιτάω την οθόνη σα χαζή. “Money, money, money”. Το τραγούδι το είχα ακούσει ξανά αλλά ποτέ δεν είχα δώσει προσοχή στους στίχους. Αυτή τη φορά τους άκουσα προσεκτικά.

    “You’re suggesting to look out for a rich man?” τον ρώτησα ουδέτερα όταν τέλειωσε το τραγούδι.

    “Nope! Though I don’t know you, you don’t seem to be the type. On the other hand, going to Las Vegas or Monaco…” μου είπε και η καρδιά μου επέστρεψε στη θέση της.

    “LOL! That’s a catch-22, it requires money-money-money I don’t have!”

    “Damn, you’re right!”

    “Well, Mr. Architect, I think you need to open a bug in Jira!” του απάντησα. Και, ναι, φυσικά και το ήξερα το Jira, το είχα φάει με το κουτάλι στο γραφείο.

    “I’m a dev-ops guy! Sold myself to Micro$oft!”

    “Well, as they say, ‘the devil you know’!” του απάντησα γελώντας σαν ηλίθια.

    Αναστέναξα. Με τον Maurice μπορούσα να μιλάω για ώρες, αλλά τα πατώματα δεν θα σφουγγαρίσουν μόνα τους.

    “Chores, remember?  ” του έγραψα.

    “May the mop be with you!” μου απάντησε.

    “Still don’t want to!  ” του έγραψα.

    Και εκεί μου απάντησε με άλλο ένα youtube link το οποίο με άφησε ακόμα μία φορά τελείως μαλάκα.



    Where there’s a whip there’s a way!

    «Θα με μαστιγώσεις κιόλας; » τον ρώτησα στα αγγλικά, αλλά το μήνυμά μου δεν είχε ίχνος αγανάκτησης, στην πραγματικότητα είχα δακρύσει από τα γέλια, με είχε πιάσει η κοιλιά μου.

    “It’s for the Cause! ” μου απάντησε, κάνοντάς με να γελάσω ακόμα πιο δυνατά.

    “That’s your excuse for lamb chops, Maurice?”

    “Ποτέ δεν μπλέκω τη δουλειά με τη διασκέδαση!” μου απάντησε στα αγγλικά και στο καπάκι ακολούθησε και δεύτερο μήνυμα. “Αν και ομολογώ ότι πολλές φορές η δουλειά *είναι* διασκέδαση  ”

    “   ”

    “Stop procrastinating! Use the mop, Luke  ”

    “You’re going to pay for this mister!” του απάντησα με ψεύτικη απειλή.

    “Can’t wait  ” μου απάντησε, και ναι, εκείνη ήταν η στιγμή που τον έβαλα και επίσημα στη λίστα με τους αγαπημένους μου ανθρώπους.

    Άφησα το κινητό στο τραπεζάκι, πήρα μια βαθιά ανάσα, και σηκώθηκα μήπως και κάνω καμιά δουλειά. Αλλά αυτή τη φορά με χαμόγελο. Βέβαια το να σκουπίζεις και να σφουγγαρίζεις με τον Μπλάκι στα πόδια σου είναι άσκηση υπομονής. Σήμερα ειδικά, νιώθοντας τη χαρούμενη διάθεσή μου, έδωσε ρέστα στη μαλακία.

    «Βρε ρεμάλι θα αφήσεις ήσυχη τη σκούπα;» τον ψευτομάλλωσα.

    Ναι, εμένα μου λες. Ούτε καν με τη σφουγγαρίστρα δεν πτοήθηκε ο μούργος, και ναι, μιλάμε για τον Μπλάκι που όταν βλέπει νερό που δεν είναι στην ποτίστρα του εξαφανίζεται σε χρόνο ρεκόρ. Σήμερα δεν είχε τέτοια, την είχε δει οδηγός πίστας και τράβαγε σπιναρίσματα στο βρεγμένο πάτωμα, κάνοντάς το μαντάρα.

    Και όχι τίποτε άλλο, μου τα έκανε ξανά χάλια!

    «Θα σε αφαλοκόψω, μούλε!» τον απείλησα, και πολύ που με πίστεψε. Με τούτα και με κείνα μου πήρε πάνω από μια ώρα να καταφέρω να σκουπίσω και να σφουγγαρίσω, που δηλαδή να έμενα και σε κανένα μεγάλο διαμέρισμα.

    Ξεφυσώντας επέστρεψα στο σαλόνι και επέστρεψα στον καναπέ. Είχα αρχίσει να ζεσταίνομαι οπότε άναψα το air-condition. Κοίταξα το ρολόι μου, με το Maurice και τις δουλειές είχε πάει δύο παρά. Τι διάολο, αν κοιμόταν ακόμα η Μαίρη, ας πρόσεχε. Και εκεί μου ήρθε για χάδια ο μαύρος δαίμονας, γιατί καλό το παιχνίδι με τη μαμά, αλλά θέλουμε και αγαπουλινιές.

    Σε αντίθεση με πριν που είχε δαιμονιστεί, τώρα με πλησίασε αργά και μου έγλειψε διστακτικά το χέρι.

    «Πας να με καλοπιάσεις, κάθαρμα;» τον μάλωσα, και πιάνοντας το υπονοούμενο, μου γύρισε την κοιλάρα του για να μου κάνει πάλι το κοπρόσκυλο, γουργουρίζοντας σαν τραίνο σε ανηφόρα. «Τι θα σε κάνω, μου λες;»

    Αντί απάντησης γύρισε απότομα την κεφάλα του στο πλάι και μου τρίφτηκε μετατρέποντάς με για πολλοστή φορά σε Sophie shaped pool of goo. Παλιά του τέχνη κόσκινο, του κερατά. Τον χάιδεψα για λίγη ώρα ακόμα και μετά, κλασσική γάτα, έδωσε ένα σάλτο και έφυγε από τον καναπέ λες και τον κυνηγάει η εφορία.

    Έσκυψα στο τραπέζι και πήρα το τηλέφωνο στα χέρια μου και κάλεσα τη Μαίρη. Αν κοιμόταν ακόμα η γαϊδάρα, ας πρόσεχε.

    «Καλημέρα!» μου είπε σχεδόν τραγουδιστά! Κεφάκια!

    «Κάποια πέρασε καλά το βράδυ να υποθέσω;»

    «Απλά καλά; Τρίκαλα!» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Μπούτι δεν έκλεισα όλη νύχτα και με το που τελείωσε το πάρτι ο γλυκούλης μου σηκώθηκε και έφυγε μόνος του!» είπε και χαχάνισε και πάλι. «Μερικά κιλά ελαφρύτερος, να τα λέμε αυτά!»

    «Εμένα γιατί δε μου τυχαίνουν τέτοιοι;» ρώτησα με απελπισία.

    «Γιατί μαρή εσένα και να σου τύχαινε κανένας τέτοιος μετά θα γκρίνιαζες που έφυγε χωρίς ούτε ένα γράμμα, ούτε ένα τηλεφώνημα!» μου πέταξε την πρόκα της. «Χώρια που για να σου τύχει κάτι τέτοιο πρέπει κι εσύ να ανοίξεις τα ποδαράκια σου, χωρίς να περιμένεις τον άσπρο ιππότη!»

    «Τρίχες!» της απάντησα. «Αφενός εγώ δεν είμαι ρατσίστρια, μου κάνουν και οι μαύροι ιππότες!» ξεκίνησα να λέω με πάθος ακούγοντας τη Μαίρη να ροχαλίζει στο τηλέφωνο, «και αφετέρου…»

    Αφετέρου τι; Δίκιο είχα π’ ανάθεμά της.

    «Αφετέρου;» με ρώτησε χωρίς έλεος.

    «Και που τα άνοιξα στην Πάρο τι κατάλαβα;» τη ρώτησα στενάζοντας.

    «Το fake it till you make it σημαίνει ότι χρειάζεται επιμονή Σόφη μου…» μου είπε και έκανε μια μικρή παύση. «Με τρεις φορές δε γίνεσαι πούστης!» συνέχισε, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    «Ένα δίκιο τό ‘χεις» της απάντησα ξεφυσώντας.

    «Και δύο μην πω! Για πες μου τώρα τα δικά σου, εσύ τι έκανες;»

    «Ψάρεψα…» ξεκίνησα να λέω και σταμάτησα. «Ή μάλλον, με ψάρεψε ένας Βέλγος στο tinder!» συνέχισα χαχανίζοντας σαν κοριτσάκι.

    «ΠΟΙΟΣ ΗΡΘΕ;» με ρώτησε τόσο δυνατά που με ξεκούφανε!

    «Μη φωνάζεις μωρή!» της απάντησα χαχανίζοντας.

    «ΞΕΡΑΣΕ ΤΑ ΟΛΑ! ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑ ΝΑ ΠΑΡΑΛΗΨΕΙΣ, ΚΑΠΩΣ ΘΑ ΤΟ ΜΑΘΩ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ!» μου απάντησε, κάνοντάς με να χαχανίσω ακόμα πιο δυνατά.

    «Θα ξεκινήσω από το τέλος!» της είπα. «Έχω απόψε ραντεβού, λα λα λα, ραντεβού…» και εκεί σταμάτησα. «Καλά, όχι με σένα, αλλά με τον Maurice! Βέλγος, 33 χρονών, κουκλί ζωγραφιστό και με απίστευτο χιούμορ!»

    «Αχ, θα με τρελάνει αυτή!» την άκουσα να λέει με απελπισία στο τηλέφωνο. «ΜΙΛΑ ΜΩΡΗ! ΞΕΚΙΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ!»

    Δεν παρέλειψα ούτε κόμμα. Βέβαια, κάποια από τα αστεία, όπως αυτό με το time zone ή το jira vs devops δεν τα έπιασε, αλλά δεν πειράζει, σημασία είχε ότι τα είχα πιάσει εγώ. Ξεράθηκε στα γέλια με τα παϊδάκια και το τζατζίκι, γέλασε ακόμα πιο δυνατά όταν της είπα πως κατάφερα να τον κρασάρω, αλλά εκεί που κόντεψε να λιποθυμήσει από τα γέλια ήταν ο υπαινιγμός με το μαστίγιο.

    «Και θα σε γαμήσει, και θα σε δείρει, δηλαδή!»

    “A girl can only hope!” της απάντησα με ονειροπόλα φωνή, κάνοντάς τη να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

    Της Μαίρης της άρεσε από μικρούλα να τις τρώει στο σεξ και ήταν κάτι που δεν καταλάβαινα μέχρι που γνώρισα τον… τον μαλάκα τον Αργύρη. Καλά, βέβαια εγώ δεν είμαι για βίτσες, ζώνες, μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες όπως η Μαίρη, but still…

    Και όταν τελείωσε η …αναφορά, φάγαμε άλλη μια ώρα να βρούμε πως θα ντυθώ. Ήθελα η εμφάνισή μου να δείχνει αυτό που ήμουν, geek, μέχρι και τα γυαλάκια μου θα φορούσα, αν και δεν τα πολυχρειάζομαι όταν δεν κάθομαι στον υπολογιστή. Αλλά ήθελα να αναδεικνύεται και η θηλυκότητά μου. Κάποιες καμπύλες να τις αναδείξω, κάποιες άλλες …(αχ τα καταραμένα τα δέκα κιλά) να τις κρύψω.

    Βέβαια «Λυχνίας σβεσθείσης, πάσα γυνή Λαΐς!» και ακόμα και αν δεν σκόπευα να μείνω χωρίς ρούχα σήμερα, εγώ δεν είμαι Μαίρη, αργά ή γρήγορα θα με έβλεπε όπως είμαι. Με τα πιασιματάκια μου, με το στήθος που βάραινε περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα και τα κωλομέρια μου που δεν ήταν όπως στα είκοσι μου και μέχρι τότε πηγή υπερηφάνειας.

    Θα μου πεις ποια είναι στα τριάντα όπως στα είκοσι της, αλλά αυτά τα γαμημένα τα δέκα τα κιλά μου είχαν πέσει πολύ περισσότερο βαριά απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα. Καλά το λένε, αν δεν αρέσεις πρώτα στον εαυτό σου δεν πάει καλά, ό,τι και να σου λένε οι άλλοι.

    Και ο Maurice γεματούλης ήταν, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι εγώ, αλλά εμένα αυτό δε μ’ ένοιαζε καθόλου. Από την άλλη—και αν και δεν είχε δείξει σε καμία περίπτωση ότι είναι ρηχός—δεν ξέρεις τι πραγματικά κουβαλάει ο καθένας στο μυαλό του μέχρι οι προσδοκίες σου να συναντήσουν βιαίως τον τοίχο που λέγεται πραγματικότητα.

    Τέλος πάντων, η απόφαση του πολιτμπιρό ήταν να φορέσω ένα από τα casual καλοκαιρινά μου φορέματα που θα αναδείκνυε χωρίς να φωνάζει το μπούστο μου και τα πισινά μου, και που θα κάλυπτε στο βαθμό που μπορούσε τις μη επιθυμητές μου καμπυλότητες, δηλαδή το στομάχι μου. Όχι καλσόν, έκανε και ζέστη, και ανοιχτές γόβες.

    «Λοιπόν, άνοιξε κάμερα. Θέλω να δω τι θα βάλεις!» μου λέει η Μαίρη επιτακτικά.

    «Δεν ξέρω ρε συ… δεν έχω τίποτα που να λέει “είμαι sexy geek αλλά και σοβαρή γυναίκα με εσωτερικό κόσμο”.»

    «Βάλε το μαύρο φόρεμα που είχες βάλει στο πάρτι της Κατερίνας.»

    «Μπα… πολύ εφαρμοστό. Φαίνεται όλο το στομάχι και μετά θα κάθομαι σαν τον Βούδα στο ραντεβού.»

    «Εντάξει τότε, βάλε το άλλο, το φλοράλ με το ντεκολτέ.»

    «Καλέ αυτό είναι για βάπτιση, όχι για πρώτο ραντεβού!»

    «Ωραία, δείξε μου τι παίζει στην ντουλάπα σου. Όλο και κάτι θα βρεθεί που να μην το έχεις καταθάψει με τις ενοχές σου.»

    Ανοίγω την κάμερα και τραβάω με βαριεστημένο ύφος την πόρτα της ντουλάπας. «Λοιπόν… αυτό εδώ το έχω συνδέσει με τη σχέση με τον Αργύρη, next. Αυτό είναι πολύ κοντό, θα δείχνω σαν θείτσα που προσπαθεί να μοιάσει είκοσι χρόνια νεότερη. Αυτό εδώ είναι ωραίο αλλά με πιέζει στο στήθος και νιώθω σαν σαρδέλα…»

    «Πολύ μιλάς. Δείξε μου αυτό το γαλάζιο.»

    Το βγάζω. «Αυτό λες;»

    «Ναι! Αυτό! Το θυμάσαι που το είχες φορέσει στον γάμο του Μανώλη και είχες ρίξει τον τύπο με το βιολί;»

    «Ναι, και μετά ανακάλυψα ότι ήταν παντρεμένος…»

    «Δεν πειράζει, σημασία έχει ότι σε κοίταζε σα λιγούρης.»

    Γελάω. «Ρε συ, αυτό το φόρεμα είναι καλό αλλά δεν είναι πολύ απλό;»

    «Απλό, αλλά κομψό. Δείχνει λίγο στήθος, αγκαλιάζει τον κώλο σου όμορφα χωρίς να φωνάζει “πάρε με εδώ και τώρα” και καλύπτει όσο μπορεί την κοιλίτσα.»

    «Οκέι… και από παπούτσια;»

    «Γόβες, φυσικά.;»

    «Γόβες ανοιχτές, όμως. Με καλσόν θα σκάσω. Έχει καύσωνα.»

    «Εγκρίνεται. Και καλό εσώρουχο από μέσα. Δεν είπα να το βγάλεις, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.»

    «Λες να μου τραβήξει καμιά με το ρόπαλο και να με σούρει στη σπηλιά διά τα περαιτέρω;»

    «Ποτέ δεν ξέρεις! Μην τον τρομάξεις και σε παρατήσει στη σπηλιά να σε φάνε οι αρκούδες!»

    «Μωρή!» διαμαρτυρήθηκα, αλλά γελούσα.

    «Λοιπόν, έχεις το φόρεμα, έχεις τα παπούτσια, βάλε και λίγο κραγιόν και φύγαμε. Να είσαι εσύ. Αλλά η λίγο καλύτερη εκδοχή του “εσύ,”»

    «Νιώθω σαν πλανόδια πωλήτρια που διαλαλεί την πραμάτια της…» της είπα ξεφυσώντας.

    «Καλωσόρισες στην ενήλικη ζωή, Σόφη μου. Ήρθε η ώρα να σε δει κάποιος και να πει “πολύ ωραίο κορίτσι, να της φέρω σουβλάκι και λουλούδια”.»

    «Ή παϊδάκια και τσίκνισμα!» της είπα, και γελάσαμε και οι δύο μέχρι δακρύων.

    Καλά, εννοείται ότι δε θα πήγαινα και στο ραντεβού με τα βαμβακερά που φοράω στις μέρες μου, αυτό θα έλειπε. Όχι ότι σκόπευα να μείνω με δαύτα—ή πολύ περισσότερο χωρίς δαύτα—αλλά better safe than sorry.

    Το οποίο σήμαινε ότι για να είμαι έτοιμη στις 19:00, έπρεπε να αρχίσω να τρέχω, καθώς το πρόγραμμα θα είχε και αποτρίχωση, και τι καλά που περνάω με το κερί… Και να ευχαριστώ και τη μαμά φύση που με έκανε σχετικά άτριχη. Ούτε να μαγειρέψω δε θα προλάβαινα, and thank goodness for e-food.

    Στα καλά νέα ήταν ότι αυτή τη φορά δεν είναι τον Μπλάκι να μου γκρινιάζει έξω από το μπάνιο σαν παιδάκι που του πήραν το παγωτό από το χέρι. Έχοντας ανθιστεί ότι μπήκα για μπάνιο, έγινε μπουχός αφήνοντάς με στην ησυχία μου. Έκανα το ζεστό μου μπάνιο, έκανα την αποτρίχωσή μου (τι τραβάμε για εσάς αχάριστοι άντρες!) και άπλωσα και τις κρέμες μου. Γενικό ρεκτιφιέ που λέει και ο μπαμπάς μου όταν η μαμά μου τρώει ώρες για να ετοιμαστεί. Αλλά τι να πει κι αυτός, αγοράκι δεν είναι και του λόγου του;

    Όπως και να έχει και παρά το φόβο μου ότι δε θα προλάβω, ήμουν έτοιμη από τις έξι και μισή. Μιας και το είχα δέσει ότι θα πηγαίναμε για φαγητό, είχα παραγγείλει μια απλή σαλάτα από το e-food—και δυο μπύρες καθώς αλλιώς δεν έβγαινε το ελάχιστο ποσό παραγγελίας. Καλά, όχι ότι πήγαν χαμένες, η μία συνόδεψε τη σαλάτα, να τα λέμε αυτά.

    «Μη με κοιτάζεις εσύ σαν τη λυπημένη θλίψη,» μάλωσα τον Μπλάκι που με κοιτούσε με το βλέμμα «πού φεύγεις και μ’ αφήνεις μόνο μου άκαρδη;» προσπαθώντας φιλότιμα να μου προκαλέσει τύψεις. «Η μαμά έχει να βγει έξω, και μη με κοιτάζεις έτσι γιατί θα σε πάρει κανένας διάολος!» του είπα, νιώθοντας φυσικά τύψεις έτσι όπως με κοίταγε.

    Αλίμονο.

    Είναι να μη σου έχουν πάρει τον αέρα, και μεταξύ των δυο μας δεν είχε κανένας μας αμφιβολίες για το ποιος είναι το αφεντικό.

    Όχι εγώ, δηλαδή.

    Πήρα το λέιζερ και για είκοσι λεπτά στο σαλόνι έγινε του Ελ Αλαμέιν το κάγκελο αλλά κάπου εκεί ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα, που λέει και ο μπαμπάς, οπότε αφού κοιτάχτηκα για τελευταία φορά στον καθρέφτη και επιβεβαιώθηκα ότι όλα είναι εντάξει, πήρα το τσαντάκι μου και κατέβηκα κάτω να περιμένω τον Maurice.

    Και όταν τον είδα να κατεβαίνει χαμογελαστός από το αυτοκίνητο με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι η καρδιά μου έκανε διπλό τόλουπ και τριπλό άξελ. Ψηλός, πρέπει να μου έριχνε τουλάχιστον ένα κεφάλι, γεματούλης και με χαμογελαστό πρόσωπο ήταν σαν ένα γιγάντιο λούτρινο αρκούδι.

    “Hello, Sophie!” μου είπε με την υπέροχη βαθιά νεανική φωνή του, δίνοντάς μου το λουλούδι.

    “Hello, Maurice,” του απάντησα προσπαθώντας σκληρά να μη χαμογελάω σαν ηλίθια και να μη χυθώ στο πεζοδρόμιο σε ένα Sophie shaped pool of goo.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 26 Ιουνίου 2025
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 3ο - RAID of the Valkyries

    Χαμογελώντας ακόμα μου έτεινε τον μπράτσο του να τον πάρω αγκαζέ. Αλλάζοντας χέρι στο λουλούδι που κρατούσε πέρασα το χέρι μου στο δικό του και διασχίσαμε την τεράστια απόσταση των δέκα μέτρων που μας χώριζε από το σημείο που είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του. Η πόρτα του συνοδηγού ήταν στο πεζοδρόμιο, οπότε ο Maurice, κύριος, μου άνοιξε και την πόρτα! Αμέ!

    “My Lady,” μου είπε χαμογελώντας μου παιχνιδιάρικα.

    “Well, thank you very much my good Sire!” του απάντησα και πέρασα μέσα. Ο Maurice έκλεισε την πόρτα και πήγε στη θέση του οδηγού.

    «Λοιπόν, έχεις κάποια προτίμηση,» με ρώτησε στα αγγλικά, «ή αισθάνεσαι περιπετειώδης;» συνέχισε, κάνοντάς με να χαχανίσω, δεν κρατήθηκα.

    «Τι θα ήταν η ζωή χωρίς λίγη περιπέτεια;» τον ρώτησα με ανάλαφρη φωνή.

    «Βαρετή σαν server room χωρίς WC!» μου απάντησε χαχανίζοντας και έβαλε μπροστά. Στο ραδιόφωνο είχε Rock FM, πιάσε κόκκινο! Είναι ο αγαπημένος μου σταθμός.

    «Rock FM; Εντάξει, μόλις ανέβηκες level!» του είπα χαμογελώντας μέχρι τ’ αφτιά. «Και έχε υπόψη μεσιέ, ότι ήσουν ήδη ψηλά!» του είπα, δεν κρατήθηκα η λυσσάρα!

    «What kind of a strong young man of the rising sun would I’d be otherwise?” με ρώτησε τρολάροντας στα ίσα τον εαυτό του για το χθεσινό του boot. Γύρισε μια στιγμή το κεφάλι του ίσα για να μου χαρίσει το χαμόγελό του και μετά κοίταξε και πάλι μπροστά.

    «Και άλλωστε δεν μιλάνε πολύ—δεν ξέρω ελληνικά οπότε όταν μιλάνε δεν καταλαβαίνω τι λένε—και παίζουν και Rock! Τι άλλο να ζητήσει κανείς;»

    «Πού έχουν καλή προβατίνα;» του πέταξα ερωτηματικά και έβαλε τα γέλια.

    “You are for a treat, my Lady!” μου απάντησε χαχανίζοντας. Το χαχάνισμα και των δυο μας ήταν ενθουσιασμός, όχι αμηχανία. Και κατάλαβα και το χρώμα των ματιών του! Γκριζογάλανα!

    Ναι, δεν ήταν ο Μάρλον Μπράντο, αλλά στα μάτια μου ήταν κούκλος. Απόρησα και πάλι που δεν είχε βρεθεί έστω και μία να του κάνει καμιά swipe right. Είχε geeky εμφάνιση αλλά με τον υπέροχα γλυκό τρόπο.

    «Πόσο καιρό είσαι στην Αθήνα;» τον ρώτησα, ενώ περιμέναμε σε κάποιο φανάρι.

    «Τέσσερις μήνες περίπου,» μου απάντησε. «Και ακόμα με εντυπωσιάζει πόσο διαφορετική είναι από τις Βρυξέλλες.»

    «Καλύτερα ή χειρότερα;» τον ρώτησα περίεργη.

    «Διαφορετικά,» είπε σκεπτικά. «Στις Βρυξέλλες όλα είναι πιο... προβλέψιμα. Εδώ κάθε μέρα είναι σαν καινούργιο debugging session.»

    Γέλασα. «Τι εννοείς;»

    «Χθες, για παράδειγμα, πήγα στο σούπερ μάρκετ να αγοράσω γάλα. Τελικά βγήκα με τσάι του βουνού, κουλουράκια με σουσάμι, και τρία κιλά ντομάτες και μια γιαγιά εκεί μου είπε ότι αυτές είναι “πραγματικές ντομάτες, από το Μαραθώνα” και όχι οι “πλαστικές” που τρώνε στο εξωτερικό.»

    «Και δεν πήρες γάλα;» ρώτησα γελώντας.

    «Ξέχασα εντελώς γιατί είχα πάει super market!» είπε με τόσο ενθουσιασμό που με έκανε να χαμογελάσω σαν χαζό. «Και ξέρεις τι; Είχε δίκιο η γιαγιά! Οι ντομάτες ήταν καταπληκτικές!»

    «Και πώς συνεννοηθήκατε; Ήξερε αγγλικά;»

    «Όχι! Body language και Google Translate,» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Συν το γεγονός ότι η γιαγιά είχε πολύ εκφραστικά χέρια. Θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο θέατρο!»

    Το φανάρι έγινε πράσινο και προχωρήσαμε.

    «Και τώρα που με ρωτάς,» συνέχισε, «έχω κατεβάσει μια εφαρμογή για ελληνικά. Δυστυχώς, προς το παρόν ξέρω μόνο να λέω “γεια σας”, “ευχαριστώ”, “με τζατζίκι, χωρίς πατάτες!” και “πού είναι η μπύρα”.»

    «Τα βασικά της επιβίωσης, δηλαδή!» είπα γελώντας.

    «Exactly! Survival priorities,» μου απάντησε. «Αν και πρέπει να παραδεχτώ ότι το ‘πού είναι η μπύρα’ με έχει βγάλει ασπροπρόσωπο σε πάρα πολλές περιστάσεις. Και το ‘με τζατζίκι χωρίς πατάτες, μα πώς μπορούν και τρώνε σουβλάκια με πατάτες; Είναι ιεροσυλία!» μου είπε με ψεύτικη αγανάκτηση, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια σαν κλώσα.

    «Καλά για το τζατζίκι και τις πατάτες, αλλά κάνε λίγο κράτη με τη μπύρα, θα νομίζουν ότι είσαι μεθύστακας!»

    «Hey, I’m Belgian! It’s expected!» μου απάντησε και έκανε αυτό το χαχάνισμα που με έκανε να λιώνω. «Στην πατρίδα μου η μπύρα είναι πολιτισμός, όχι αλκοολισμός.»

    «Και εδώ το κρασί είναι πολιτισμός,» του απάντησα. «Οπότε θα τα πάμε μια χαρά.»

    «Speaking of which,» είπε στρίβοντας δεξιά, «I hope you’re hungry. Γιατί ξέρω το τέλειο μαγαζί που φτιάχνει παϊδάκια.»

    «Πού;»

    «Surprise,» μου απάντησε χαμογελώντας πονηρά. «Αλλά υπόσχομαι ότι θα έχει προβατίνα. Και τζατζίκι.»

    «Αν ανέβεις κι άλλο level θα τρυπήσεις το ταβάνι!» του είπα μη μπορώντας να κρύψω τον ενθουσιασμό μου.

    “Sky is the limit!” μου απάντησε γυρνώντας ίσα το κεφάλι του για να μου κλείσει παιχνιδιάρικα το μάτι.

    “Fly on your way like an eagle, fly as high as the sun!” του είπα τραγουδιστά, δεν κρατήθηκα.

    “Hallowed be thy name!” μου απάντησε, το οποίο φυσικά δεν ήταν ο τίτλος του τραγουδιού, αλλά σαν απάντηση ήταν χίλιες φορές καλύτερη!

    “And without gallows pole!” του απάντησα.

    “Now, *that’s* an exceptionally bad idea for the server room!” μου απάντησε χαχανίζοντας.

    “You are afraid that they ‘ll get scared?”

    “Nope, I’m afraid that they’d take the chance to hung themselves!” μου απάντησε deadpan και εκεί μου ξέφυγε το πρώτο ροχαλητό της βραδιάς.

    “The horror! The horror!” του απάντησα σκασμένη στα γέλια.

    Και με την απάντησή του, τον ερωτεύτηκα μέσα σε μια στιγμή. ΠΩΣ ΤΟΥ ΗΡΘΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΡΙΚΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ;

    “I’ve seen downtimes… downtimes that you’ve seen. But you have no right to call me a cowboy. You have a right to fire me. You have a right to do that… but you have no right to judge me.”

    Πρώτο ροχαλητό…

    “It’s impossible for words to describe what it means to those who have never seen a RAID array fail during a firmware upgrade. Horror. Horror has a hostname… and you must make a friend of horror. Horror and unplanned maintenance windows are your friends. If they are not, then they are enemies to be feared. They are truly enemies.”

    Έχω αρχίσει και γελάω σαν υστερική αλλά ο Maurice συνεχίζει ατάραχος διατηρώντας στο ακέραιο το gravitas στη φωνή του, μέχρι και τη φωνή του Marlon Brando έχει καταφέρει να αποδώσει. Μερικά από αυτά που λέει δεν τα καταλαβαίνω, but who the fucks cares?

    “I remember when I was with Infrastructure Engineering. Seems a thousand release cycles ago. We were sent to deploy patches on Production—just routine maintenance, just patching. We finished the job. Kernel updates, scheduled reboot, clean and tight. And as we were leaving the office, the intern came running after us. He was crying. He couldn’t speak. We went back there, and they had rolled back. They had rolled back the patch. Manually. With dd.”

    “YOU ARE GOING TO KILL ME!!!!” του φωνάζω κοντεύοντας να φτύσω τα πνευμόνια μου. Μπα, που τέτοια τύχη! Συνεχίζει ακάθεκτος!

    “There it was… the SAN. Brick’d. The array lights blinking like dying stars. A pile of corrupted sectors. And I remember… I… I… I cried. I wept like a junior admin who just lost root. I wanted to tear my access card apart. I didn’t know what I wanted to do. And I want to remember it. I need to remember it. I never want to forget.”

    ΘΑ ΚΑΤΟΥΡΗΘΩ ΠΑΝΩ ΜΟΥ! ΘΕΟΙ ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΕ!

    “And then I realized… like I was hit… like I was hit with a diamond… a diamond stack trace right through my forehead. And I thought: My God… the genius of that. The will to type rm -rf / because it felt cleaner. Perfect. Genuine. Complete. Crystalline. Pure.”

    Δεν είχα ιδέα τι ήταν τα μισά που έλεγε, αλλά δεν είχε σημασία. Είχε αρχίσει και πονούσε η κοιλιά μου, πραγματικά.

    “And then I realized they were stronger than we were. Because they could stand it. These were not cowboys. These were engineers. Trained sysadmins. Men who fought with cronjobs and shell scripts, who had families, who had seen production go down on Black Friday, but they had the strength… the strength… to alias ls to echo ‘nothing to see here’.”

    Αυτό ήταν, θα ανοίξω την πόρτα και θα φουντάρω στο δρόμο! Είχε αρχίσει να γίνεται βασανιστήριο!

    “If I had ten divisions of those men, our ticket backlog would vanish in a sprint.”

    Γύρισε να με κοιτάξει μερικές στιγμές, αν δεν είχα γίνει σαν ινδιάνος που ετοιμάζεται να την πέσει σε καραβάνι στο Oregon Trail να μη με λένε Σοφία!

    “You have to have people who are ethical… and at the same time who are able to utilize their primordial instincts to sudo without remorse… without fear… without logging… without judgment. Because it’s judgment that defeats us.”

    ΤΟΝ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ! ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΤΩΝ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ!

    Μου πήρε αρκετή ώρα να βρω τις ανάσες μου και να σκουπίσω τα δάκρυά μου.

    «Έτσι και μου πεις πήγαινέ με στον αρχηγό σου, θα σε φυτέψω στο φανάρι!» τον απείλησα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. Και ήταν και κοντά δυο μέτρα, σκάλα θα χρειαζόμουν για να τον στραγγαλίσω το μούργο!

    «Πάταξον μεν, άκουσον δε» μου είπε σε σπασμένα ελληνικά, αφήνοντάς με ακόμα μια φορά μαλάκα. “I didn’t plan to go this far. But… but you started laughing and I just couldn’t have enough of it. I just couldn’t stop!”

    Ναι, πoιο φιλί στο τέλος του ραντεβού και τα ρέστα; Λίγο παρακάτω μας έπιασε το φανάρι και σχεδόν του όρμισα. Ναι, ΕΓΩ! ΕΓΩ! Και αν δεν κόρναραν από πίσω, ακόμα στο φανάρι θα ήμασταν και θα φιλιόμασταν.

    “For the Cause!” του είπα όταν τραβήχτηκα, και μετά γύρισα τσαμπουκαλεμένη προς τον μαλάκα που κόρναρε. «Τι κορνάρεις ρε μαλάκα;»

    Ο Maurice χαχανίζοντας έβαλε μπρος και ξεκίνησε. “Ok, that was totally unexpected!”

    «Well, strong young man of the rising sun, όπως λένε και στο χωριό μου, σαν δεν πάει ο βασιλιάς στο ναό, πάει ο ναός στο βασιλιά!» του είπα κερδίζοντας το γέλιο του. Εμ, δεν του άρεσε μόνο εκείνου να με ακούει να γελάω, κι εμένα μου άρεσε να ακούω το γέλιο του.

    Χώρια που ο πάγος όχι απλά έσπασε, περάσαμε από πάνω του σαν παγοθραυστικό σε κουβά με παγάκια απ’ την κατάψυξη.

    Πού είσαι Μαίρη να με θαυμάσεις!

    “So, I take you like me too!” μου απάντησε κοιτάζοντάς με σαν ερωτοχτυπημένος έφηβος.

    “That’s the idea of kissing you. I’m not in the habit of kissing people I don’t like; I’m not *that* masochistic!” του απάντησα χαχανίζοντας.

    “Says the woman who did an MBA just for the shake of punishing herself…” μου πέταξε κοροϊδευτικά, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.

    “To my defense, this also was for the Cause!”

    “It seems more than a case of ‘just because’, but whatever floats your boat!” μου απάντησε συνεχίζοντας να με δουλεύει ψιλό γαζί.

    “Careful mister, you are treading on dangerous grounds! Don’t forget of my Dark Arts, I’ll pivot table you to oblivion!”

    “That borders on sadism!” μου απάντησε με ψεύτικο φόβο.

    “Who da boss?” τον ρώτησα σκασμένη στα γέλια.

    “Of Dark Arts? Clearly you! I’m just a poor engineer from a poor company, spare me my life of this monstrosity!” μου είπε τραγουδιστά.

    “Easy come, easy go, will you let me go?” του απάντησα εξίσου τραγουδιστά και …ροχαλιστά.

    “Bismillah! No, I will never let you go!”

    Και εκεί τον ερωτεύτηκα ακόμα περισσότερο.

    Η υπόλοιπη διαδρομή μέχρι την καφετέρια πέρασε μέσα σε τρυφερά ή παιχνιδιάρικα πειράγματα, με το χέρι μου αυτή τη φορά να είναι πάνω στο δικό του. Αυτόματο ήταν το αυτοκίνητο, δεν χρειαζόταν να αλλάζει ταχύτητες, οπότε τα χέρια μας χωρίστηκαν ίσα για να κατέβουμε από το αυτοκίνητο.

    Όταν βγήκαμε έξω, η αλήθεια ήταν ότι για μερικές στιγμές ένιωσα έντονη αμηχανία. Έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Ναι, μου έριχνε πάνω από ένα κεφάλι, ήταν κοντά δυο μέτρα. Έσκυψε προς το μέρος μου διστακτικά, και για να του δώσω θάρρος τον αγκάλιασα από το σβέρκο.

    «Σβέρκωμα, όχι μαλακίες!» σκέφτηκα μέσα μου και τότε τα χείλη μας συναντήθηκαν και όλες μου οι σκέψεις πήγαν περίπατο. Με τράβηξε πάνω του και σε λίγο οι γλώσσες μας βρέθηκαν να χορεύουν μεταξύ τους, και ένιωσα για ακόμα μια φορά ότι ήμουν ένα τσακ από το να χυθώ στο δρόμο.

    Τραβήχτηκε απαλά και τον άφησα απρόθυμα. Με κοίταξε τρυφερά και μου χάιδεψε ένα τσουλούφι που μου έπεφτε στα μαλλιά. Τι όμορφα που ήταν! Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, είχε πολύ καιρό να το κάνει. Έσκυψε και μου έδωσε ένα ακόμα πεταχτό φιλί, και παίρνοντας το χέρι μου στο δικό του, μπήκαμε στην καφετέρια.

    “Most definitely I won’t let you go!” μου δήλωσε χαχανίζοντας σα σχολιαρόπαιδο.

    “You’d better, mister!” του απάντησα με ψεύτικα απειλητικό ύφος, αφήνοντας το “…or else!” να αιωρείται.

    “Unpivot the tables before my eyes! Yesterday’s errors, tomorrow’s white lies! Scan the printouts, Excel take me higher! I shall return, from out of being fired!” μου τραγούδησε, κάνοντάς με να χαχανίζω πάλι σαν το βλαμμένο.

    “At least you know your Iron Maiden!” του απάντησα.

    “What kind of torturer would I’d be otherwise?” μου απάντησε χαχανίζοντας, εννοώντας την πραγματική iron maiden, κάνοντάς με να ροχαλίσω και πάλι. Καλά, από τη στιγμή που τον είδα από κοντά, ο Porky είχα γίνει.

    “Are you a torturer?” τον ρώτησα με ψεύτικο φόβο.

    “Nah… but let this be our secret, or I would be as intimidating as a teddy bear!” μου απάντησε χαχανίζοντας με τη σειρά του.

    “For the Cause!” του είπα υψώνοντας το χέρι μου!

    “For the Cause!” μου απάντησε. “And for Tzatziki!” συνέχισε, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.

    Εντάξει, αν δεν κατουρηθώ πάνω μου σήμερα θα μπορείς να το πεις και θαύμα θαυμάτων.

    «Έλα εδώ αρκούδι μου!» του είπα στα αγγλικά χαμογελώντας σκανταλιάρικα. «Κάνε με μια αρκουδίσια αγκαλίτσα!»

    «Τώρα μιλάς σωστά!» μου απάντησε με μάτια που σπιθίριζαν από ενθουσιασμό και έσφιξε πάνω του με τόση δύναμη που θα έκανε ακόμα και τον πιο φιλόδοξο βόα να κοκκινήσει από τη ντροπή του.

    «Αέρα!» του είπα με ψεύτικη απελπισία.

    «Αν δεν ψήνουν παϊδάκια κάπου δίπλα, ο αέρας είναι υπερτιμημένος!» μου απάντησε δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά.

    «Έχω και στόμα!» του είπα με ψεύτικο παράπονο.

    Κοκκίνησε λίγο ο γλυκούλης μου. «Έχει κόσμο!» μου είπε ντροπαλά.

    «Ρε έλα εδώ και άσε τα σάπια!» του είπα και τον άρπαξα και τον έκανα να γείρει προς το μέρος μου. Δύο λεπτά αργότερα τον άφησα να βρει τις ανάσες σου χαμογελώντας σα χορτασμένη αλεπού.

    Θα τα λέω στη Μαίρη και δε θα με πιστεύει, θα μου λέει ότι είχα παραισθήσεις!

    «Λοιπόν,» μου είπε γυρνώντας ελαφρά προς το μέρος μου. «Έχεις αδέρφια;»

    «Ναι, έχω έναν αδερφό, έξι χρόνια μικρότερο. Geek και του λόγου του αλλά πιο αποφασισμένος από εμένα που σταμάτησα στο master, εκείνος συνέχισε για διδακτορικό!»

    «Ναι; Σε τι;»

    «Μαθηματικός!» του απάντησα. «Και καλός, ε; Το διδακτορικό του το κάνει στο Stanford!» του απάντησα ως περήφανη μεγάλη αδερφή.

    «Μπράβο του!» μου απάντησε χαμογελαστός. «Γονείς;»

    «Ε, κι από αυτούς έχω, δε φύτρωσα στον πλανήτη!» του απάντησα κοροϊδευτικά.

    Αντί απάντησης μου έκανε ένα δήθεν αγριεμένο “GRRRRRRR” και μετά ένα τρυφερό ping στη μύτη, κάνοντάς με να χαχανίσω.

    “Say no to violence!” είπα με πάθος ιεροκήρυκα, και μετά πέταξα και τον υπαινιγμό μου. “Unless it’s for the Cause!”

    “Or… for just because!” μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι πονηρά, κάνοντας με να κοκκινήσω ελαφρώς!

    «ΙΙΙΙΚ! Δεν ντρέπεσαι;» τον ρώτησα στα αγγλικά δήθεν θιγμένη.

    «Καθόλου όμως!» μου είπε κλείνοντάς μου και πάλι το μάτι.

    Εκεί ακολούθησε και πάλι μια γρήγορη λαρυγγοσκόπηση, άλογο τον είχα κάνει τον γλυκούλη μου από το πρώτο μας φιλί και μετά!

    «Ο μπαμπάς μου είναι γιατρός, καρδιολόγος!» του εξήγησα. «Η μητέρα μου είναι φιλόλογος, καθηγήτρια σε λύκειο! Για τον αδερφό μου, σου είπα!»

    «Και πώς τους λένε;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.

    «Τον μπαμπά μου τον λένε Ανέστη και τη μητέρα μου Ευτυχία. Τον μικρό μου αδερφό τον λένε Παναγιώτη.»

    «Και ποιος σε μύησε στη ροκ και στη metal;» με ρώτησε πάλι.

    «Στη μουσική ο πατέρας μου και στη λογοτεχνία, ποια άλλη, η μητέρα μου!»

    «Και μένα ο πατέρας μου είναι δάσκαλος. Η μητέρα μου είναι χημικός μηχανικός, καθηγήτρια στο KU Leuven, αν το έχεις ακουστά.»

    «Δεν το ξέρω,» του είπα στεναχωρημένη.

    «Ε, καλά δεν πειράζει,» μου απάντησε χαμογελώντας. «Μουσική και λογοτεχνία είναι επιρροές του πατέρα μου. Από τη μητέρα μου πήρα την αγάπη για την επιστήμη… και το geekiness,» μου είπε χαμογελαστός.

    «Αδέρφια δεν έχεις;»

    «Όχι, τους βγήκα εγώ που κάνω για δέκα! Η μητέρα μου καμιά φορά αστειεύεται ότι αν είχε κάνει δίδυμα λιγότερο θα την είχαν εξαντλήσει στη γέννα. Γεννήθηκα σχεδόν 6 κιλά!» μου είπε ντροπαλά!

    «Ο Χριστός και η Παναγία!» μου ξέφυγε στα ελληνικά. Ο Maurice χαμογέλασε αμήχανα. “I meant… sorry babe,” του είπα ακόμα πιο στεναχωρημένη.

    “Kiss or it didn’t happen!” μου απάντησε ο γλυκούλης μου δίνοντάς μου την καλύτερη διέξοδο.

    Φιλί θέλει ο αρκούδος μου;

    Τρία λεπτά αργότερα τον άφησα πριν γίνουμε θέαμα. Τα χείλη του είχαν σχεδόν κοκκινίσει αλλά το πρόσωπό του σχεδόν έλαμπε!

    «Τι… Τι έλεγα;» με ρώτησε αφηρημένα. «Α, ναι! Και η φουκαριάρα είναι και μικροκαμωμένη, μου έλεγε ότι από κάποιο μήνα και μετά δε μπορούσε να στρίψει!» συνέχισε χαχανίζοντας. «Όπως καταλαβαίνεις βγήκα με καισαρική…»

    «Και πώς τους λένε τους γονείς σου;»

    «Τον πατέρα μου τον λένε Willem. Σαν τον Willem van der Decken!»

    «Κάτι μου θυμίζει αυτό!» είπα. Ήμουν σίγουρη ότι το είχα ξανακούσει το όνομα. «Δώσε μου hint!»

    «Καπετάνιος… Ενός καταραμένου καραβιού!»

    «Ο καπετάνιος του Ιπτάμενου Ολλανδού!» του είπα περήφανη με τον εαυτό μου που το θυμήθηκα, έστω και αν χρειάστηκα hint.

    «Ακριβώς!» μου είπε χαμογελώντας. “De Vliegende Hollander” μου είπε και ακούστηκε περίπου σαν “Ντε Βλίγχεντε Χόλανντερ”. Με κοίταξε με αυτό το υπέροχο αρκουδίσια τρυφερό βλέμμα του. «Τη μητέρα μου την λένε Martine!»

    «Και ο Ιπτάμενος Ολλανδός του Βάγκνερ είναι η αγαπημένη μου όπερα,» συμπλήρωσε κοιτάζοντάς με ντροπαλά.

    Η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν είμαι fan της κλασσικής μουσικής, να κάτι στο οποίο βγήκα διαφορετική από τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, που αμφότεροι λατρεύουν την κλασσική μουσική. Το ίδιο και ο αδερφός μου, που εκτός από μαθηματικός είναι και πιανίστας. Μ’ αρέσει να ακούω μουσική, κατά προτίμηση rock και metal, αλλά ποτέ δε με γέμισε η ιδέα να παίξω κάποιο μουσικό όργανο.

    Μ’ αρέσει να τραγουδάω πάντως και έχω και αρκετά αξιοπρεπή φωνή, να είναι καλά τα γονίδια της μαμάς. Μπορώ να πιάσω αρκετά ψηλές οκτάβες, έχω φυσικό βιμπράτο και στα σχολικά μου χρόνια συχνά έπεφτε ο κλήρος σε μένα να τραγουδήσω στις σχολικές γιορτές. Δηλαδή δεν έπεφτε κανένας κλήρος, με τελείως δημοκρατικές διαδικασίες έλεγαν “Θα τραγουδήσει η Αλοϊζάκη” και τα σκυλιά δεμένα.

    «Και οι δυο μου γονείς και ο αδερφός μου ακούνε κλασσική μουσική!» του είπα. «Εγώ not so much, να σου πω την αλήθεια!»

    “De gustibus,” μου απάντησε αδιάφορα. Αυτό το ήξερα, το έλεγε η μαμά μου αντί του «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα!»

    «Αλλά θα ήθελα να πάω σε όπερα,» του είπα και το εννοούσα. Και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, εννοούσα *μαζί του*.

    Μικρότερη με τους γονείς μου και τον αδερφό μου, που με είχαν σούρει μια-δυο φορές και κάπου εκεί σταμάτησαν να προσπαθούν!

    «Αλήθεια;» με ρώτησε με ένα χαμόγελο που έκανε το πρόσωπό του να λάμπει.

    «Αλήθεια!» του απάντησα χαϊδεύοντάς του τρυφερά το χέρι.

    «Αφού είπες δεν σ’ αρέσει η κλασσική μουσική!»

    «Μου αρέσει ωστόσο η παρέα σου και το χαμόγελό σου!» του απάντησα στα ίσια, κάνοντάς τον να χάσει τα λόγια του για μερικές στιγμές! Σκέτη γλύκα ήταν π’ ανάθεμά τον!

    Εμένα μου λες! Από λούτρινο σε μια στιγμή έγινε αρκούδα των σπηλαίων, με τράβηξε πάνω του και όταν με άφησε—χωρίς ανάσα—κόντευα να ξεχάσω πως με λένε.

    “Woah” είπα ξέπνοη—και πιθανότατα με το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας.

    “Just Because!” μου απάντησε ντροπαλά.

    Ήταν υπέροχα απρόβλεπτος. Από τη μια μαζεμένος, ντροπαλός και συνεσταλμένος, σε μια στιγμή μπορούσε να γίνει παιχνιδιάρης, να πετάξει—άλλοτε με επιτηδευμένο deadpan ύφος, άλλοτε με σκανταλιάρικο—kinky υπονοούμενα, να γίνει διεκδικητικός και μετά να ξαναγυρίσει στην χαριτωμένη ντροπαλοσύνη μικρού αγοριού.

    Είναι σα να είχε τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους μέσα του, και ο καθένας να παίρνει τα ηνία όποτε και όταν πρέπει. Αρχικά νόμιζα ότι η ντροπαλοσύνη ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του, αλλά τώρα καταλαβαίνω ότι είναι μάλλον σαν εκείνα τα matryoshka, τις ρωσικές κούκλες—κάθε φορά που ανοίγει μια, αποκαλύπτεται μια άλλη από κάτω.

    Και το πιο εκπληκτικό είναι ότι καμία από αυτές τις “εκδοχές” δεν μοιάζει τεχνητή ή αναγκασμένη. Δεν είναι performance για να με εντυπωσιάσει, είναι... είναι… είναι απλά ο Maurice.

    Ο τρόπος που αλλάζει από το deadpan στο σκανταλιάρικο είναι σαν να βλέπω έναν καλό DJ που ξέρει ακριβώς πότε να αλλάξει το groove του τραγουδιού. Διαβάζει τη στιγμή, τη διάθεσή μου, τη χημεία ανάμεσά μας, και προσαρμόζεται. Δεν είναι τυχαίο—είναι ενστικτώδης συναισθηματική νοημοσύνη.

    Αλλά αυτό που με κάνει να λιώνω εντελώς είναι η επιστροφή στη “χαριτωμένη ντροπαλοσύνη μικρού αγοριού”. Είναι σαν να λέει: “Οκ, έδειξα τα δόντια μου, αλλά στη βάση μου είμαι ένα μεγάλο λούτρινο που θέλει αγκαλιές και να του χαϊδεύουν τα μαλλιά”.

    Σα γάτα. Πραγματικά σα γάτα. Ήταν σαν ο Maurice να είναι η ανθρώπινη εκδοχή του Μπλάκι ή ο Μπλάκι η γατήσια εκδοχή του Maurice. Βαθιά καλλιεργημένος, με απίστευτο χιούμορ, τρυφερός, αγκαλίτσας, πώς να μη νιώθω μέσα σε μια μέρα ότι όχι απλά έχω δαγκώσει τη λαμαρίνα, αλλά την κάνω και τσιχλόφουσκες;

    Ίσως γι’ αυτό και δεν είχε match στο Tinder. Οι φωτογραφίες δείχνουν μόνο μία διάσταση ενός ανθρώπου, και αν δεν ξέρεις να ψάχνεις για τα υπόλοιπα layers, μπορεί να χάσεις ένα διαμάντι. Οι περισσότερες ίσως είδαν έναν λίγο geeky τύπο και swipe left, χωρίς να καταλάβουν τι κρύβεται από πίσω.

    Their loss, my gain!

    “Τι σκέφτεσαι;” με ρώτησε σχεδόν ντροπαλά.

    Και εκεί έκανα κάτι που είχα να κάνω από τα δεκάξι μου και τις πρώτες μου σχέσεις. Μετά τις πρώτες χλαπάτσες είχα πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι οι σχέσεις είναι ένας διαρκής χορός, ή κάποιες φορές ένα παιχνίδι πόκερ, που ποτέ δεν πρέπει να ανοίγεις όλα σου τα χαρτιά. Είχα μάθει από μικρή—και με το σκληρό τρόπο—πως καλοί οι έρωτες, οι αγάπες και τα λουλούδια, ωστόσο χωρίς μια γερή δόση κυνισμού είναι συνταγή για καταστροφή.

    An unstoppable force meets an unmovable object. Μα στον κόσμο δεν υπάρχουν unmovable objects, και ουαί τοις ηττημένοις. Κάηκε κάμποσες φορές η γούνα μου για να πάρω το μάθημά μου.

    Ωστόσο… δεν ξέρω… Μπορεί μετά η Μαίρη να με μούτζωνε με χέρια και με πόδια αλλά έκανα αυτό που ούρλιαζε το ένστικτό μου.

    Του είπα την αλήθεια. Ωμή. Παίρνοντας το ρίσκο να τον τρομάξω, παίρνοντας το ρίσκο να τραβήξω το χαλί κάτω από τα ίδια μου τα πόδια.

    “Ι started falling for you,” του απάντησα. “Hard!”

    Αν περίμενε οποιαδήποτε απάντηση, σίγουρα δεν ήταν αυτή. Τα μάτια του σχεδόν γούρλωσαν. Μα δεν ήταν τρόμος, το έβλεπα καθαρά. Ήταν έκπληξη. Ωμή έκπληξη. Το πρόσωπό του φωτίστηκε πάλι.

    “Sorry, I’m rebooting!” μου είπε, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    “As long as you don’t fall into a boot loop!”

    Με κοίταξε για μερικές στιγμές, και τι πήγε και έκανε ο αθεόφοβος; Πήρε μια από τις οδοντογλυφίδες, την άνοιξε, τύλιξε προσεκτικά μια χαρτοπετσέτα και μου την έδωσε.

    “Just in case, this is the reset button!” μου είπε δείχνοντάς μου το δεξί του αυτί, και αν δε με άκουσε όλο το Κεφαλάρι να κακαρίζω σαν την μανιακή να μη με λένε Σόφη!

    Στην καφετέρια καθίσαμε περίπου μέχρι τις εννιάμιση και μετά, όπως μου είχε τάξει, με πήγε για ρομαντικό δείπνο. Παϊδάκια, αρνίσια και πρόβια, χωριάτικη που ξεχείλιζε από κρεμμύδι και τζατζίκι. Πολύ τζατζίκι. Η ταβέρνα ήταν στον Άγιο Στέφανο—την είχα κι εγώ ακουστά αλλά δεν είχε τύχει ποτέ να φάω εκεί.

    Και εκείνη την ημέρα έμαθα τι έχανα τόσο καιρό. Δεν ήταν παϊδάκια αυτά, ήταν αμβροσία, ήταν ποίηση στη σχάρα. Για πρώτη φορά μετά τον Αργύρη—να μη λέμε μόνο τα άσχημα, να λέμε και τα καλά του—ένιωθα τελείως ακομπλεξάριστη. Τα παϊδάκια δεν τρώγονται με μαχαιροπίρουνα και ο Maurice μου έδωσε το καλό παράδειγμα.

    “Let my soul die with the Philistines!” μου είπε όταν μας έφεραν τη γαβάθα με τη χωριάτικη κάνοντάς με να βάλω στα γέλια.

    «Είσαι στο σωστό μέρος και με τη σωστή παρέα,» του απάντησα στα αγγλικά. «Οι Φιλισταίοι είχαν καταγωγή από τον Ελλαδικό χώρο, πιθανότατα την Κρήτη, όπως και η αφεντιά μου!»

    Του είχα πει σήμερα αντί για μπύρα να πιούμε κρασί, ρετσίνα για την ακρίβεια. Μου γέμισε το ποτήρι.

    «Στη Φιλισταία μου!» μου είπε χαμογελώντας.

    «Στον αρκούδο μου!» του απάντησα τσουγκρίζοντας τα ποτήρια.

    Ήπιαμε μια γουλιά, ο Maurice πιο επιφυλακτικός μιας και δεν είχε δοκιμάσει ποτέ του ρετσίνα.

    “Woah! Strong!” μου είπε.

    “Let me put it this way,” του είπα χαμογελώντας. “Retsina is to other wines, what tzatziki is to yogurt sauces! If it didn’t bite you, it wasn’t not the real deal!”

    Και τότε ήρθε και το τζατζίκι. Το καυτερό τζατζίκι. Το θέλω να πάω στη μαμά μου κλαίγοντας, τζατζίκι.

    Το πραγματικό τζατζίκι, όχι το γιαούρτι που σερβίρουν στα πιο πολλά μαγαζιά.

    “Strong as the retsina!” μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι.

    «Θεέ μου, αυτό είναι καλύτερο και από της κυρά-Σοφίας!» είπα με γνήσιο ενθουσιασμό.

    “Who?” με ρώτησε.

    «Της γιαγιάς μου,» του είπα. «Μητέρα της μαμάς μου! Μέχρι τώρα πίστευα ότι έφτιαχνε το καλύτερο τζατζίκι. Not anymore!»

    «Περίμενε να δοκιμάσεις τα παϊδάκια. Προχθές τέσσερα άτομα φάγαμε τρία κιλά!» μου είπε χαμογελώντας ντροπαλά.

    «Αρκούδι μου, δε θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά στο χωριό μου τα τέσσερα κιλά παϊδάκια τα λέμε ορεκτικό!» του απάντησα κάνοντάς τον να σκάσει στα γέλια.

    Και εκείνη τη στιγμή ήρθαν τα παϊδάκια, και όποιος πρόλαβε τον Κύριο οίδε.

    “I love Greece,” μου είπε πέφτοντας πίσω στην καρέκλα του σαν πολεμιστής μετά από τη μάχη. Καλά, όχι ότι εγώ ήμουν καλύτερη. Και διηγώντας τα να κλαις, μοιρολόγησα τα δύο κιλά που είχα καταφέρει να χάσω, ούσα σίγουρη ότι αυτή τη φορά θα επέστρεφαν και με τόκο.

    «Σοφία, σε πειράζει να κάνω ένα τσιγάρο;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με διστακτικά.

    «Καπνίζεις;» τον ρώτησα έκπληκτη.

    «Socially και μόνο μετά από εξαιρετικό φαγητό,» μου εξήγησε.

    «Και γιατί μου ζητάς άδεια αρκούδε μου;»

    «Μήπως σε ενοχλεί… μετά…» είπε και πάλι ντροπαλά, εννοώντας το φιλί, και κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια.

    «Μωρό μου, φάγαμε ένα κήπο κρεμμύδια στη σαλάτα και ένα πιάτο τζατζίκι που είχε περισσότερο σκόρδο απ’ ότι γιαούρτι, και φοβάσαι μη με ενοχλήσει η γεύση του καπνού;»

    «Ένα δίκιο το έχεις,» μου είπε χαχανίζοντας.

    «Όχι, δε με πειράζει,» του είπα χαμογελώντας. «Έλα, έρχομαι να σου κάνω παρέα!» του είπα και σηκωθήκαμε και οι δυο μας να βγούμε πιο έξω. Βέβαια έξω ήμασταν και πριν, αλλά δίπλα μας καθόταν μια οικογένεια με μικρά παιδιά και ο Maurice δεν ήθελε να καπνίσει δίπλα τους.

    «Αααχ,» είπε τραβώντας ηδονικά μια τζούρα και έβαλα τα γέλια καθώς θυμήθηκα το γνωστό αστείο.

    «Τα τρία καλύτερα πράγματα στον κόσμο,» του εξήγησα καθώς με κοιτούσε με απορία, «είναι ένα ποτό πριν και ένα τσιγάρο μετά!»

    Με κοίταξε για μερικές στιγμές και τότε στρόφαρε και του έφυγε και εκείνου ένα ροχαλητό. Βέβαια το αστείο υπονοεί το σεξ και όχι το φαγητό, αλλά δε βαριέσαι. Και τα παϊδάκια, οργασμικά ήταν.

    Χώρια που έτσι βραδύκαυστη που είμαι πιο πιθανό είναι να νιώσω οργασμό τρώγοντας παϊδάκια παρά κάνοντας σεξ, αχ βαχ.

    «Σόφη;» με ρώτησε αλλά η φωνή του δεν ήταν διστακτική, ήταν πιο πολύ για να βεβαιωθεί ότι είχα την προσοχή του. «Θες να πάμε θάλασσα αύριο;»

    Ειλικρινά; Θα προτιμούσα να είχα χάσει άλλα τρία κιλά πριν με δει με μαγιό. Βέβαια αυτό προϋπέθεται δύο βασικά πράγματα: Πρώτον ότι δεν είχα πάρει σε μια μέρα αυτά τα δύο που μετά κόπων και βασάνων είχα χάσει, και δεύτερον, να καταφέρω κάτι που δεν είχα καταφέρει τέσσερα ολόκληρα χρόνια, να χάσω περισσότερα από δύο.

    «Ναι!» του απάντησα πριν οι ανασφάλειές μου με κυριέψουν τελείως. «Πολύ θα το ήθελα,» συμπλήρωσα χαμογελώντας.

    «Σίγουρα;» με ρώτησε αυτή τη φορά διστακτικά, έχοντας διαβάσει τον στιγμιαίο δισταγμό μου.

    “Yes, babe, I’m sure!” του απάντησα τονίζοντας επίτηδες το babe, κερδίζοντας και πάλι το χαμόγελο που έκανε το πρόσωπό του να φωτίζεται.

    “Great!” μου απάντησε ενθουσιασμένος. «Κάποιοι συνάδελφοι μου είπαν ότι είχαν πάει σε ένα μέρος που είχε και εξέδρα για βουτιές… νομίζω Λιμανάκια το έλεγαν» είπε προφέροντας με κάποια δυσκολία τη λέξη “Λιμανάκια.”

    «Θες και λιμανάκια;» του είπα χαχανίζοντας.

    “Why not! If nothing else, I will make a big splash!” μου είπε τρολάροντας τον εαυτό του, και κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.

    “Well, you won’t be alone!” του είπα χαϊδεύοντας επίτηδες το στομάχι μου.

    “For the Cause!” μου είπε.

    “For the homemade tsunami!” του απάντησα κάνοντάς τον αυτή τη φορά να βάλει τα δυνατά γέλια.

    Γιατί όπως λένε και στο χωριό μου, αν είναι να γίνεις ρεζίλι, γίνε ρόμπα ξεκούμπωτη. Be a legend!

    Στην καφετέρια, όταν είχε έρθει ο λογαριασμός και είχα κάνει να βγάλω το πορτοφόλι μου, με είχε κοιτάξει ικετευτικά, θέλοντας να μου δείξει ότι θέλει να πληρώσει εκείνος. Στην ταβέρνα πήγε να μου κάνει το ίδιο κόλπο, αλλά αυτή τη φορά δεν άκουγα κουβέντα.

    “Maurice,” του είπα σοβαρή-σοβαρή.

    “Sophie,” μου απάντησε στο ίδιο ύφος. “Please,” μου είπε αλλά το please του αυτή τη φορά δεν είχε μέσα του παράκληση. Ήταν… ήταν επιτακτικό, δεν ξέρω πως να το πω.

    “But…” ξεκίνησα να του λέω και εκεί με έκοψε, αφοπλίζοντάς με τελείως.

    “No ‘buts’, at least not until tomorrow when I’ll see you with your swimsuit!”

    «Α στο διάολο, βλαμμένο!» του έριξα σε άπταιστα ελληνικά βάζοντας τα γέλια, και μπορεί να μην κατάλαβε γρι τι του είπα, αλλά κατάλαβε το ύφος. “Drinks on me, and I hear no word!” του έκανα σηκώνοντας το δάχτυλο δήθεν απειλητικά.

    “But…” ξεκίνησε και αυτή τη φορά τον έκοψα εγώ με στυλ.

    “No ‘buts’ or I’ll make yours redder than usual!” του πέταξα, αν και μεταξύ μας θα προτιμούσα να είμαι εγώ αυτή που θα καταλήξει με τα μεριά της κόκκινα, if you catch my drift!

    “Sorry daddy! I’ve been naughty!” μου είπε με λεπτή φωνή και παίζοντας τα βλέφαρά του σαν ντροπαλή κοπελίτσα—δυο μέτρα γάιδαρος!—και παραλίγο να μου φύγουν τα παϊδάκια που είχα φάει από τη μύτη.

    ΤΟΝ ΛΑΤΡΕΥΩ!!!!!

    Όσο για τα ποτά; Είχα πρόγραμμα! Υπάρχει ένα μπαρ στα Βριλήσσια—η Κρύπτη—που ήλπιζα με όλη μου την ψυχή να μην του το έχουν προλάβει. Πέτρα και ξύλο, με γοτθικό διάκοσμο, μέχρι και κρεμασμένο δράκο είχε από το ταβάνι, έπαιζε αυστηρά hard rock και metal, και αν του Maurice του άρεσε η fantasy—να κάτι που δεν είχαμε συζητήσει μέχρι τώρα—θα πάθαινε ντιριντάχτα.

    Όταν μπήκαμε στο μαγαζί ο Maurice κυριολεκτικά χάζεψε. Πέρα από το ξύλο και την πέτρα, έχει ζωγραφισμένες και διάφορες σκηνές από τον Elric του Melnibone, για την ακρίβεια ο δράκος ήταν ο δράκος του, ο Φλογοδόντης. Και εκτός αυτού, αριστερά από τις τουαλέτες, είχε μια πέτρινη σκάλα πάνω στην οποία ήταν σε κανονικό μέγεθος το ομοίωμα ενός μάγου.

    “WHAT THE FUCK? IS THIS FLAMEFANG?” με ρώτησε δείχνοντας τον δράκο, έχοντας αναγνωρίσει τα σκηνικά στις τοιχογραφίες.

    “The one and only!” του απάντησα χαμογελώντας σα χαζή.

    Βρήκαμε και κάτσαμε σε ένα τραπέζι με τον Maurice να κοιτάζει μαγεμένος το διάκοσμο του μαγαζιού, και εκεί ήρθε η σερβιτόρα για να μας πάρει παραγγελίες. Η Κρύπτη έχει πολύ ψαγμένη συλλογή από μπύρες, και αν και εγώ δεν είχα ιδέα, ο Maurice έμοιαζε να έχει βρει την προσωπική του Νιρβάνα.

    “You trusted me with retsina, I’m trusting you with the beer!” του είπα αφήνοντάς τον να διαλέξει εκείνος μπύρα για μένα.

    “If you like the strong bitter taste, you’re gonna fall in love all over again!” μου είπε κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι.

    Είχα ρισκάρει και του είχα πει, ακούγοντας τα ένστικτά μου, ότι έχω αρχίσει να τη δαγκώνω μαζί του.

    Και με μια απλή του καθημερινή φρασούλα, με ένα απλό παιχνιδιάρικο κλείσιμο του ματιού του, τα δικαίωσε.

    Λες και το Σύμπαν ήθελε να μας δείξει σημάδι, εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε να παίζει το temple of the king.

    One day in the year of the fox
    Came a time remembered well
    When the strong young man of the rising sun
    Heard the tolling of the great black bell

    Μα δεν ακούσαμε το τραγούδι, γιατί εκείνη τη στιγμή ο Maurice άρχισε να μου μιλάει με πάθος για τον Elric.

    “Sophie, you have no idea what you just did to me,” μου είπε κοιτάζοντας γύρω του στο μαγαζί με γουρλωμένα μάτια. “This is... this is like finding a temple dedicated to something you thought only you cared about.”

    “Go on…” του είπα χαμογελώντας.

    “Listen,” συνέχισε κάνοντας μια παύση για να πάρει μια γουλιά μπύρα, “most people who read fantasy stop at Tolkien or Martin, right? And don’t get me wrong, they’re great for what they are. But Moorcock... Moorcock was doing something completely different, decades before anyone else caught up.”

    “How so?”

    “Well, Tolkien built this incredible world, right? Middle-earth is the star of the show. The characters are... nice, noble, but kind of simple. They’re there to serve the mythology. And Martin writes great political intrigue and realistic characters, but honestly? If I want real political complexity, I’ll read Shogun. Toranaga’s schemes make Westeros look like a soap opera.”

    Γέλασα. “Harsh!”

    “But true! Now Elric...” είπε και τα μάτια του άναψαν. “Elric was the first real antihero in fantasy. This isn’t some noble king or farm boy destined for greatness. This is a drug-addicted albino prince who carries a soul-drinking sword that’s slowly destroying him. He’s trying to do good, but his very nature keeps corrupting everything he touches.”

    “Sounds cheerful,” του είπα χαχανίζοντας.

    “That’s the point! Moorcock created this incredibly complex multiverse where every choice has consequences, where heroes can be villains and vice versa. Elric doesn’t win because he’s destined to—he survives, barely, and usually loses everything he cares about in the process. It’s dark poetry.”

    Σταμάτησε και με κοίταξε σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αν με έκανε να βαρεθώ, και με βρήκε να τον κοιτάζω τελείως ερωτοχτυπημένη.

    “The fact that you brought me to a place with Flamefang hanging from the ceiling means you get it. You understand that some of us prefer our fantasy with actual psychological depth, not just cool worldbuilding or political scheming.”

    “Well,” του είπα κλείνοντάς του το μάτι, “I had a feeling that if you were into fantasy, you wouldn’t be the ‘sword and sorcery for beginners’ type.”

    “Definitely not,” μου απάντησε γελώντας. “Though I have to ask—how did you even know about this place?”

    “Mom and Dad. Believe it or not, it’s a late seventies establishment!”

    “Woah! 45 years?”

    “Fifty, actually!” του απάντησα χαμογελώντας και μετά συνέχισα σε σημείο που είχα βρει ενδιαφέρον.

    Το Shogun το είχα ακουστά από τη μίνι-σειρά που είχε βγει πέρσι (και που αργότερα έμαθα ότι ήταν remake μιας ακόμα πιο παλιάς μίνι-σειράς) αλλά δεν το είχα ψάξει παραπάνω.

    “Tell me more about Shogun!”

    “Oh God, where do I even start?” είπε ο Maurice και τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν με τον ίδιο τρόπο που είχαν λάμψει για τον Elric. “Shogun is... it’s like watching a master chess player think fifty moves ahead, except every piece on the board is a human being with their own agenda.”

    Πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να προετοιμαζόταν για μακρά εξήγηση.

    “Clavell spent years in Japan, right? And he doesn’t just write about samurai and honor and all that surface stuff everyone expects. He digs into the psychology of power, the way entire societies can be shaped by individual ambitions. Toranaga isn’t just some wise leader—he’s this incredibly calculating politician who can predict how people will react ten steps before they even know they’re going to react.”

    “Sounds manipulative,” σχολίασα.

    “Exactly! But that’s what makes it brilliant. Toranaga manipulates everyone—allies, enemies, even the protagonist Blackthorne. But he does it with such precision, such understanding of human nature, that you end up admiring the artistry of it. And the scary part? You realize this is probably how real politics works.”

    Σταμάτησε για να πιει άλλη μια γουλιά.

    “The book shows you how power really operates—not through grand speeches or noble gestures, but through understanding what people want, what they fear, and how to give them just enough of both to make them do exactly what you need them to do. It’s terrifying and fascinating at the same time.”

    “And this makes Westeros look simple?”

    “Child’s play!” είπε γελώντας. “Martin’s characters scheme and plot, sure, but it’s mostly obvious stuff—kill your enemies, marry for alliance, betray before you get betrayed. Toranaga operates on a completely different level. He’s playing a game where the rules themselves are his weapons. It’s like comparing checkers to Go!”

    “Go?”

    “If you think chess is complex, Go is on an entirely different plane of existence. Don’t just take my word for it—the number of possible chess games is estimated around 10¹²⁰. For Go, that number explodes past 10⁷⁶⁵. These figures are so astronomically large they lose all meaning to us mere mortals. But here’s the kicker: Go isn’t just more complex than chess—it’s more complex compared to chess than chess is compared to tic-tac-toe!”

    “Now I’m definitely going to read it,” του είπα.

    “You should! But fair warning—once you see how Clavell builds that kind of complexity, a lot of other books start feeling... shallow.”

    “Huh!” του είπα. «Μόλις θυμήθηκα ότι τη μίνι σειρά την έχει η Disney+. Να τη δω ή να διαβάσω πρώτα το βιβλίο;»

    «Να τη δούμε μαζί, αν θες!» μου είπε ντροπαλά. «Η αλήθεια είναι ότι την είδα με το που βγήκε, αλλά ευχαρίστως θα την ξανάβλεπα!»

    «Και το ρωτάς αρκούδε μου;» του είπα με την καρδιά μου να κοντεύει να πεταχτεί από το στέρνο μου σαν newborn alien.

    (Χριστέ μου, εφιάλτες είχα την πρώτη φορά που είδα την ταινία. Α ρε πατέρα, με είχες κάψει!!!!)

    «Και μετά να το διαβάσεις! Και μετά να διαβάσεις όλα τα βιβλία του Asian Saga!»

    «Μου είχες τάξει Κάφκα!» τον πείραξα.

    «Καλός και ο Κάφκα, αλλά αν έχεις να διαλέξεις μεταξύ μοσχαρίσιας και μπρόκολου, η επιλογή είναι προφανής, όσο και αν το μπρόκολο κάνει καλό στην υγεία!» μου είπε χαχανίζοντας!

    Σωστός!

    Καθίσαμε μέχρι τις δύο—που για την Κρύπτη το λες και σουαρέ—αλλά επειδή είχαμε πει να πάμε την επόμενη για μπάνιο, κάπου εκεί, με βαριά καρδιά, αποφασίσαμε να φύγουμε. Δηλαδή προσπαθήσαμε, αλλά ο DJ δε μας το έκανε εύκολο, βάζοντας στη σειρά Gates of Babylon, Highway Star, Radar Love, και φύγαμε πάνω στο I surrender γιατί αλλιώς θα περνούσαμε τη νύχτα μας εκεί.

    Είκοσι λεπτά αργότερα σταμάτησε μπροστά από το σπίτι μου και με συνόδεψε μέχρι την είσοδο.

    «Σε ευχαριστώ για την υπέροχη βραδιά,» ξεκίνησε να μου λέει και…

    «Maurice, θέλεις να ανέβεις πάνω;» τον ρώτησα, κάνοντάς τον να γουρλώσει τα μάτια του.

    Η καρδιά μου είχε φτάσει στα πόδια μου.

    “You sure?” με ρώτησε τρυφερά.

    “More than I have ever been in my life!” του είπα.

    Και το εννοούσα.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 28 Ιουνίου 2025
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 4ο - There was something in the air that night

    Εκείνη τη στιγμή η καρδιά μου πρέπει να είχε χτυπήσει διακοσάρια. Ένιωθα τους παλμούς της να αντηχούν στα αυτιά μου σαν τύμπανα, ενώ το στομάχι μου έκανε περίεργες τούμπες.

    Αφήνοντας στην άκρη τις ατυχείς ερωτικές μου περιπέτειες στην Πάρο, ακόμα και αν έκανα σεξ σε όλες μου τις σχέσεις—ή έστω σε αυτές που διέκρινα κάποια προοπτική πέρα από το «θα σε πάρω τηλέφωνο» που ποτέ δεν ερχόταν—ποτέ δεν είχα κάνει από το πρώτο βράδυ.

    Στραβοκατάπια την ανησυχία μου, προσπαθώντας να μην δείξω πόσο νευρική ήμουν, καθώς όσο ενθουσιασμένη και αν ήμουν, έπαιρνα μεγάλο ρίσκο, και το ήξερα. Το ήξερα καλά.

    Η είσοδος της πολυκατοικίας στεκόταν μπροστά μας σαν πύλη σε άλλη διάσταση. Ήταν ο δικός μου Ρουβικώνας και η ζαριά είχε ριχθεί. Τα δάχτυλά μου έτρεμαν ελαφρά καθώς έψαχνα τα κλειδιά στην τσάντα μου. Ναι, το ξέρω ότι θα μπορούσα να πάρω την απόφασή μου πίσω. Το ξέρω πως αν το έκανα και ο Maurice το έπαιρνε στραβά, απλά θα σήμαινε ότι δεν κάνει για μένα. Γι’ αυτό τα είχα κάνει μεταφορικά πάνω μου.

    Τον κοίταξα με την άκρη του ματιού μου—στεκόταν ήρεμος, υπομονετικός, χωρίς να πιέζει. Ήξερα—χωρίς να ξέρω από πού προερχόταν αυτή η βεβαιότητα—ότι δεν θα χαλιόταν, ή τουλάχιστον, θα σεβόταν το πισωγύρισμά μου χωρίς να το κάνει θέμα.

    Τότε; Τότε γιατί η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή;

    Δεν ήθελα να το πάρω πίσω. Η αλήθεια ήταν απλή και ξεκάθαρη μέσα μου. Δεν είχα τις ψευδαισθήσεις ότι θα ζούσα σήμερα ερωτική συμφωνία που θα μ’ έκανε Κάλλας στο τέλος της βραδιάς, δεν το έκανα γι’ αυτό. Το έκανα… πήρα μια βαθιά ανάσα… το έκανα γιατί ήθελα να κοιμηθώ στην αγκαλιά του και να ξυπνήσω στην αγκαλιά του.

    Ήθελα να νιώσω την ανάσα του στο σβέρκο μου, να ακούσω τον ήχο της αναπνοής του καθώς θα με κρατούσε. Για να σηκωθούμε αύριο το πρωί μαζί, με τα μαλλιά μας ανακατεμένα και τα μάτια μας ακόμα βαριά από τον ύπνο. Για να πιούμε το καφεδάκι μας λέγοντας χαζομάρες και γελώντας με ανοησίες. Για να φύγουμε μαζί αύριο για να πάμε στη θάλασσα.

    Μαζί.

    Αυτό το ρημάδι το μαζί μου είχε λείψει τόσο πολύ που πονούσε. Και ο χρόνος μαζί του είχε περάσει μέσα σε μια ανάσα, σαν όνειρο που δεν θέλεις να ξυπνήσεις. Τη μία στιγμή ήταν εφτά το απόγευμα και κατέβαινε από το αυτοκίνητο με το τριαντάφυλλο στο χέρι. Tην άλλη στιγμή ήταν δύο τη νύχτα και προσπαθούσαμε να φύγουμε από την Κρύπτη, με τη μουσική να παίζει ακόμα δυνατά και εμάς να λέμε και οι δυο μαζί, σχεδόν συγχρονισμένα, «Αυτό το τραγούδι και φύγαμε!»

    Το ασανσέρ ανέβαινε αργά, με τον χαρακτηριστικό θόρυβο των παλιών μηχανημάτων. Στάθηκα δίπλα του, νιώθοντας τη ζεστασιά του σώματός του. «Να ξέρεις ότι έχεις να δώσεις και εισαγωγικές εξετάσεις!» του είπα προσπαθώντας να αστειευτώ, να σπάσω λίγο την ένταση που ένιωθα.

    “Pardon me?” με ρώτησε με γνήσια απορία, σηκώνοντας ελαφρά το ένα του φρύδι με έναν τρόπο που τον έκανε ακόμα πιο γοητευτικό, κάνοντάς με να χαχανίσω. Το γέλιο μου αντήχησε στον μικρό χώρο του ασανσέρ.

    «Εννοώ τον Μπλάκι!» του απάντησα, δείχνοντας με το χέρι μου προς τα πάνω, προς το διαμέρισμα. «Είναι λίγο… επιλεκτικός με τις παρέες του.» Το πρόσωπό του φωτίστηκε από κατανόηση και άρχισε να χαχανίζει και εκείνος με τη σειρά του, ένα βαθύ, ζεστό γέλιο που με έκανε να νιώσω πεταλούδες στο στομάχι μου.

    Βγήκαμε από το ασανσέρ που έτριξε για τελευταία φορά και προχωρήσαμε στο διάδρομο προς την πόρτα του διαμερίσματός μου. Τα βήματά μας αντηχούσαν απαλά στο πάτωμα. Πήρα μια βαθιά ανάσα που προσπάθησα να μην ακουστεί πολύ εμφανής και ξεκλείδωσα την πόρτα. Τα χέρια μου είχαν σταματήσει να τρέμουν—ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζα.

    “After you, my good Sire!” του έκανα ανοίγοντας την πόρτα με μια θεατρική χειρονομία, προσπαθώντας να κρύψω τη νευρικότητά μου.

    Ο Maurice ωστόσο διάβασε ακόμα μια φορά τον δισταγμό μου. Τα μάτια του—εκείνα τα απίστευτα εκφραστικά γκριζογάλανα μάτια—με κοίταξαν με μια ανησυχία που με συγκίνησε.

    “Are you sure, Sophie?” με ρώτησε αυτή τη φορά πιο επιτακτικά, με φωνή απαλή αλλά σοβαρή. Στάθηκε εκεί, στο κατώφλι, περιμένοντας την απάντησή μου.

    “Yes,” του απάντησα μονολεκτικά, κοιτάζοντάς τον κατευθείαν στα μάτια.

    “Look… you don’t have to…” ξεκίνησε να μου λέει, το χέρι του κινήθηκε σαν να ήθελε να με αγγίξει αλλά σταμάτησε στον αέρα. Τον σταμάτησα όμως πριν προλάβει να ολοκληρώσει.

    “After you, my good Sire!” επανέλαβα, αυτή τη φορά με περισσότερη σιγουριά στη φωνή μου.

    Χαμογέλασε κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του, ένα χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα μάτια του. “Ok,” είπε απλά και πέρασε το κατώφλι.

    Ἀνεῤῥίφθω κύβος.

    Περάσαμε μέσα στο μικρό χολ του διαμερίσματος και εκεί μας περίμενε το αφεντικό. Ο Μπλάκι καθόταν στη μέση του διαδρόμου, με την ουρά του τυλιγμένη γύρω από τα πόδια του, σαν φύλακας του σπιτιού. Τα πράσινά του μάτια ήταν καρφωμένα στον ξένο με έκδηλη καχυποψία.

    “Hello Blackie!” είπε τρυφερά ο Maurice και γονάτισε αργά, προσεκτικά, κάνοντας τον εαυτό του μικρότερο, λιγότερο απειλητικό. Η φωνή του ήταν μελωδική, σχεδόν σαν να μιλούσε σε μωρό.

    Το τερατάκι μου τον κοίταξε εξεταστικά, τα μάτια του στένεψαν ελαφρά αλλά δεν έκανε βήμα ούτε μπρος, ούτε πίσω. Έμεινε εκεί, σαν άγαλμα, αξιολογώντας τον εισβολέα στο βασίλειό του. Ήταν φανερό ότι η εμπειρία του Maurice με τα κατοικίδια δεν περιοριζόταν στα σκυλιά.

    Δεν επέμεινε, ούτε προσπάθησε να χαϊδέψει τον Μπλάκι αμέσως. Έμεινε απλά εκεί, γονατιστός, αφήνοντας τον γάτο να τον συνηθίσει. Οι κινήσεις του ήταν απαλές, μετρημένες, σαν να καταλάβαινε ακριβώς πώς να προσεγγίσει ένα επιφυλακτικό ζώο. Σηκώθηκε αργά και προσεκτικά, κάθε κίνηση υπολογισμένη για να μην τρομάξει τον μικρό μου φύλακα.

    Ο Μπλάκι έκανε ένα διστακτικό βήμα μπροστά και τον πλησίασε, το κεφάλι του χαμηλωμένο, η μύτη του δουλεύοντας υπερωρίες. Του μύρισε προσεκτικά την άκρη του παπουτσιού και μετά την άκρη του παντελονιού. Η πλάτη του έκανε μικρά τινάγματα, σαν να ήταν έτοιμος να εκτοξευτεί προς οποιαδήποτε κατεύθυνση αν χρειαζόταν.

    «Καλός Maurice,» του είπα τρυφερά, χρησιμοποιώντας εκείνη την ειδική φωνή που κρατούσα μόνο για τον Μπλάκι, και έσκυψα και τον πήρα στην αγκαλιά μου. Ένιωσα το μικρό του σώμα να τεντώνεται για μια στιγμή πριν χαλαρώσει στα χέρια μου.

    Συνήθως όταν το κάνω αυτό γίνεται μπουχός, τα αυτιά του πηγαίνουν προς τα πίσω και με κοιτάζει με ένα βλέμμα που λέει ξεκάθαρα «σοβαρά τώρα;». Είναι μεγάλος αγκαλίτσας, αλλά θέλει πάντα να το ξεκινάει ο ίδιος, να είναι δική του επιλογή. Του έτριψα απαλά το κεφάλι πίσω από τα αυτιά, εκεί που ξέρω ότι του αρέσει, και κάπου εκεί άρχισε να ηρεμεί.

    Ένιωσα τους μυς του να χαλαρώνουν και μετά, σαν μικρή νίκη, μου έγλειψε το χέρι με τη ροζ γλωσσίτσα του. Έσκυψα αργά και τον άφησα και πάλι στο πάτωμα με προσοχή, και έκανε δυο-τρία βήματα μπροστά με την ουρά αυτή τη φορά σηκωμένη ψηλά σαν περισκόπιο και χωρίς να καμπουριάζει.

    Καλό σημάδι! Η καρδιά μου ανακουφίστηκε λίγο.

    «Έλα, πάμε!» είπα στον Maurice και πιάνοντάς τον από το χέρι—το χέρι του ήταν ζεστό και σταθερό—τον οδήγησα στο σαλόνι. Ένιωσα ένα μικρό ρίγος να διατρέχει το χέρι μου από την επαφή. «Θες να πιείς κάτι;» τον ρώτησα προσπαθώντας να ακουστώ χαλαρή.

    «Αν έχεις μπύρα, ευχαρίστως!» μου είπε.

    Το χαμόγελό του ήταν αμήχανο με τον χαριτωμένο τρόπο, και παρατήρησα πώς τα χέρια του δεν ήξεραν ακριβώς πού να σταθούν—μια στιγμή στις τσέπες, την άλλη έξω. Αλλά σάμπως εγώ που είχα πάρει και την πρωτοβουλία να τον φέρω σπίτι μου από το πρώτο βράδυ ήμουν καλύτερη; Τα δικά μου χέρια έπαιζαν νευρικά με το φερμουάρ της τσάντας μου.

    «Φυσικά και έχω!» του είπα, ίσως λίγο πιο ενθουσιωδώς απ’ ό,τι χρειαζόταν.

    Άναψα το air-condition γιατί το σπίτι ήταν ζεστό και τις τελευταίες μέρες είχε μίνι καύσωνα. Με τον Μπλάκι στα πόδια μου σαν σκιά, πήγα στην κουζίνα και άνοιξα το ψυγείο. Το φως του φώτισε το πρόσωπό μου και ένιωσα το δροσερό αέρα στο δέρμα μου. Έβγαλα δύο κουτάκια μπύρα—από αυτές τις καλές που κρατούσα για ειδικές περιπτώσεις. Έπλυνα τα κουτάκια προσεκτικά στο νεροχύτη, σκουπίζοντάς τα με την πετσέτα, και γύρισα στο σαλόνι.

    Βρήκα τον Maurice να στέκεται μπροστά στη βιβλιοθήκη, με το κεφάλι του γερμένο στο πλάι κοιτάζοντας τα βιβλία. Εννοώ τη βιβλιοθήκη του σαλονιού, γιατί στο σπίτι μου έχει παντού βιβλιοθήκες—από το δωμάτιό μου και το γραφείο μου, μέχρι και στο χολ που οδηγεί στα δωμάτια. Βιβλία παντού, στοιβαγμένα σε κάθε διαθέσιμη επιφάνεια, μάρτυρες της μανίας μου. Το φως σαλονιού έπεφτε πάνω του δημιουργώντας ένα ζεστό φωτοστέφανο γύρω από τα μαλλιά του.

    «Bookworm,» μου είπε χαμογελώντας όταν επέστρεψα στο σαλόνι, γυρίζοντας να με κοιτάξει με ένα βλέμμα που είχε κάτι σαν θαυμασμό.

    “Pot, meet kettle!” του είπα χαχανίζοντας και δίνοντάς του το κουτάκι με τη μπύρα. Τα δάχτυλά μας άγγιξαν για μια στιγμή κατά την ανταλλαγή και ένιωσα πάλι εκείνο το ρεύμα. «Το έχω πλύνει το κουτάκι,» πρόσθεσα, σχεδόν απολογητικά.

    Ναι, το ξέρω ότι θα μπορούσα να φέρω ποτήρι. Θα ήταν το πιο κομψό, το πιο «σωστό». Αλλά… δεν ξέρω. Κάτι μέσα μου ένιωθε ότι ο Maurice είχε κερδίσει με το σπαθί του την οικειότητα να μοιραστούμε τις μπύρες μας από το κουτάκι, σαν κάποιοι που έχουν περάσει μαζί χίλιες δυο περιπέτειες και όχι σαν δύο άνθρωποι που μόλις γνωρίστηκαν.

    Πήρε το κουτάκι στο χέρι του και το άνοιξε με έναν ήχο που έσπασε τη σιωπή. Το μεταλλικό κλικ ήχησε παράξενα δυνατό. Άνοιξα κι εγώ το δικό μου. Γύρισα προς τον καναπέ και με ακολούθησε. Τα βήματά του ήταν αθόρυβα στο μάρμαρο.

    Έκατσε δίπλα μου, αλλά όχι πολύ κοντά. Άφησε ένα μικρό κενό ανάμεσά μας, ακριβώς αρκετό για να νιώθω την παρουσία του χωρίς να είναι καταπιεστική. Ο Maurice απ’ ότι είχα καταλάβει από τη φύση του στις λίγες ώρες που τον γνώριζα, δεν έκανε τίποτα στην τύχη. Ήταν σα να μου έλεγε χωρίς λόγια: «Σε βλέπω Σόφη. Είμαι εδώ, είμαι δίπλα σου, θέλω να είμαι κοντά σου, αλλά σου δίνω το χώρο σου. Δεν θα σε πιέσω, δεν θα κάνω κίνηση που δεν θέλεις.»

    Ετοιμαζόμουν να κάνω εγώ την κίνηση, να κλείσω την απόσταση μεταξύ μας, όταν—τσουπ!—εμφανίστηκε σαν από το πουθενά ο Μπλάκι και χώθηκε σα σφήνα ανάμεσά μας. Με χειρουργική ακρίβεια υπολόγισε το ακριβές σημείο που θα τον έκανε το κέντρο της προσοχής.

    Δε γύρισε κοιλιά βέβαια παρουσία του Maurice—αυτό θα έλειπε—ωστόσο έδειξε ότι αισθανόταν αρκετά άνετα στο βαθμό που θα μπορούσε να αισθανθεί με κάποιον που έβλεπε για πρώτη φορά. Κάθισε με την πλάτη ίσια, την ουρά τυλιγμένη γύρω του, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά σαν να μην συνέβαινε τίποτα.

    “Hello again, little one!” του είπε με απίστευτη τρυφερότητα στη φωνή του ο Maurice.

    Η φωνή του είχε εκείνη την ποιότητα που έχουν οι άνθρωποι που πραγματικά αγαπούν τα ζώα—ζεστή, υπομονετική, γεμάτη κατανόηση. Αυτή τη φορά άπλωσε το χέρι του προς τον Μπλάκι, αργά, σταθερά. Δεν το έκανε διστακτικά, σαν να φοβόταν, αλλά δεν το έκανε και απότομα σαν να ήθελε να τελειώνει. Ναι, σίγουρα είχε εμπειρία από γάτες—ήξερε τον χρυσό κανόνα: ποτέ μην πιέζεις μια γάτα.

    Το δάχτυλό του αιωρήθηκε για μια στιγμή πάνω από το κεφάλι του Μπλάκι, περιμένοντας. Ο Μπλάκι σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε προσεκτικά, με τις κόρες των ματιών του ελαφρώς διεσταλμένες από την περιέργεια. Μπορούσα να δω τη στιγμή που πήρε την απόφασή του—ένα μικρό τίναγμα των αυτιών, μια ελάχιστη χαλάρωση των μυών.

    Αργά, απαλά, ο Maurice χαμήλωσε το δάχτυλό του και του έτριψε απαλά το κεφάλι ανάμεσα στα αφτιά, εκεί ακριβώς όπου άρεσε στον Μπλάκι. Ο τελευταίος χαμήλωσε λίγο το κεφάλι του, όχι από φόβο αλλά από ευχαρίστηση, αλλά δεν τραβήχτηκε. Τα μάτια του μισόκλεισαν.

    Ο Maurice επανέλαβε την κίνηση, αυτή τη φορά λίγο πιο σίγουρα, και μετά άφησε το χέρι του να πέσει αργά στον καναπέ, ξεκουράζοντάς το εκεί, ανοιχτό, διαθέσιμο αλλά όχι επιθετικό.

    Και τότε—ω θεέ μου, η στιγμή που περίμενα!—ο Μπλάκι έτριψε το κεφάλα του στο χέρι του Maurice. Πρώτα διστακτικά, μετά με περισσότερη πεποίθηση. Ένιωσα τα βρακιά μου να λερώνονται από τη χαρά μου! Ο γάτος μου, ο επιλεκτικός, δύσκολος, υπερβολικά προστατευτικός γάτος μου, είχε δεχτεί τον Maurice!

    Χαμογελώντας—ένα πλατύ, ειλικρινές χαμόγελο που έκανε τις άκρες των ματιών του να ζαρώσουν—χάιδεψε πάλι τον Μπλάκι ανάμεσα στ’ αφτιά. Αυτή τη φορά ο Μπλάκι όχι μόνο δέχτηκε το χάδι, αλλά άρχισε να του τρίβεται ακόμα πιο θαρρετά στο χέρι, σημαδεύοντάς τον με τη μυρωδιά του, κάνοντάς τον δικό του.

    Τα μάτια μου συνάντησαν αυτά του Maurice πάνω από το κεφάλι του Μπλάκι και μοιραστήκαμε ένα βλέμμα γεμάτο νόημα. Είχε περάσει το τεστ.

    Ο Μπλάκι, ακόμα πιο χαλαρός τώρα που είχε δώσει τη σφραγίδα έγκρισής του, σηκώθηκε με τη χάρη που μόνο οι γάτες κατέχουν. Με δύο σάλτα—το πρώτο στο μπράτσο του καναπέ, το δεύτερο στην κορυφή—βρέθηκε στο γατόδεντρό του, το προσωπικό του κάστρο από όπου επέβλεπε το βασίλειό του.

    Τακτοποιήθηκε στην αγαπημένη του πλατφόρμα, εκείνη που του επέτρεπε να έχει πλήρη θέα του σαλονιού. Μας κοίταξε για μερικές στιγμές με εκείνο το αινιγματικό βλέμμα των γατών—μισή περιέργεια, μισή αδιαφορία—και μετά, σαν να αποφάσισε ότι δεν αποτελούσαμε κίνδυνο ή δεν είχαμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, άρχισε να καθαρίζεται.

    Η ροζ γλωσσίτσα του βγήκε και άρχισε τη μεθοδική δουλειά στο τρίχωμά του, δείχνοντας με όλους τους δυνατούς τρόπους ότι ένιωθε απόλυτα άνετα. Στη γλώσσα των γατών, αυτό ήταν η απόλυτη έγκριση.

    «Στην υγειά μας!» έκανα στον Maurice, σηκώνοντας ελαφρά το κουτάκι μου προς το μέρος του. Η φωνή μου ήχησε λίγο πιο χαρούμενη απ' ό,τι σκόπευα, προδίδοντας την ανακούφιση και τη χαρά μου.

    Τσουγκρίσαμε απαλά τα κουτάκια—ένας μεταλλικός ήχος που αντήχησε στο ήσυχο δωμάτιο σαν μικρή καμπάνα. Έφερα το κουτάκι στα χείλη μου και ήπια μια μεγάλη γουλιά. Ένιωσα το υγρό νέκταρ να κυλάει στο λαιμό μου, κρύο και αναζωογονητικό, και το ανθρακικό να μου τον καίει υπέροχα, αφήνοντας πίσω του ένα ευχάριστο τσούξιμο.

    Τον είδα να παίρνει κι αυτός μια γουλιά, το λαιμό του να κινείται καθώς κατάπινε. Μετά άφησε το κουτάκι του στο σουβέρ πάνω στο τραπέζι—προσεκτικά, ακριβώς στο κέντρο. Και ναι, το πρόσεξα ότι το άφησε στο σουβέρ. Εγώ που τα έχω για απλά διακοσμητικά και αφήνω τα ποτήρια μου όπου να ‘ναι—στο τραπέζι, στο πάτωμα, πάνω σε βιβλία—εκείνος είχε την ευγένεια να το χρησιμοποιήσει από την πρώτη στιγμή. Μικρές λεπτομέρειες που όμως έλεγαν πολλά για τον χαρακτήρα του.

    Άφησα και το δικό μου κουτάκι δίπλα στο δικό του—όχι στο σουβέρ φυσικά, παλιές συνήθειες δύσκολα κόβονται—και έκλεισα την μεταξύ μας απόσταση. Δεν ήταν καμιά μεγάλη, δραματική κίνηση, απλά γύρισα το σώμα μου προς το μέρος του και έγειρα στον ώμο του, αφήνοντας το βάρος μου να ξεκουραστεί πάνω του. Ένιωσα τη στιβαρότητα του σώματός του, τη ζεστασιά που ακτινοβολούσε μέσα από το πουκάμισό του.

    Το χέρι του με αγκάλιασε αμέσως, χωρίς δισταγμό, τυλίγοντας γύρω μου σαν προστατευτικό κουκούλι. Τα δάχτυλά του ακούμπησαν απαλά στον ώμο μου και με κράτησαν σφιχτά. Ένιωσα τα χείλη του να ακουμπούν τρυφερά στα μαλλιά μου. Δεν ήταν ένα γρήγορο, απρόσωπο φιλί. Ήταν αργό, σκόπιμο, σαν να ήθελε να απομνημονεύσει τη μυρωδιά του σαμπουάν μου, την υφή των μαλλιών μου. Ένιωσα την ανάσα του ζεστή στο κεφάλι μου και ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική μου στήλη.

    Γύρισα το βλέμμα μου πάνω του, σηκώνοντας το κεφάλι μου από τον ώμο του. Το πρόσωπό μου πρέπει να ήταν μια ανοιχτή πρόσκληση, γιατί ένιωθα να πονάει σχεδόν από το χαμόγελο που δεν μπορούσα να συγκρατήσω. Ήταν ένα από εκείνα τα χαμόγελα που ξεκινούν από μέσα και φτάνουν μέχρι τα μάτια, κάνοντάς τα να λάμπουν.

    «Αρκούδι μου!» του είπα τρυφερά, η φωνή μου βγήκε σχεδόν σαν ψίθυρος.

    Το χέρι μου κινήθηκε σχεδόν από μόνο του και άρχισα να του χαϊδεύω την κοιλιά πάνω από το πουκάμισο. Ένιωσα τη ζεστασιά του κάτω από το ύφασμα, τη στιβαρότητα του κορμού του. Δεν ήταν η σκληρή, γυμνασμένη κοιλιά ενός μοντέλου—ήταν η άνετη, ζεστή κοιλιά ενός άντρα που απολάμβανε τη ζωή, και αυτό με έκανε να τον θέλω ακόμα περισσότερο.

    «Φιλισταία μου!» μου απάντησε εξίσου τρυφερά, η φωνή του χαμηλή και βελούδινη.

    Το χέρι του ανέβηκε και άρχισε να με χαϊδεύει στο πρόσωπο. Τα δάχτυλά του ήταν απίστευτα απαλά καθώς χάραζαν την καμπύλη του μάγουλού μου, ακολουθώντας τη γραμμή του σαγονιού μου. Έκλεισα τα μάτια για μια στιγμή, αφήνοντας τον εαυτό μου να απολαύσει την αίσθηση.

    Τον ένιωσα να γέρνει προς το μέρος μου. Ήξερα τι ερχόταν και τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους, τα βλέφαρά μου βαριά από προσμονή. Ένιωσα την ανάσα του πρώτα, ζεστή στο πρόσωπό μου, μυρίζοντας ελαφρά μπύρα και μετά…

    Τα χείλη μας συναντήθηκαν ξανά. Το φιλί ξεκίνησε τρυφερά, απαλά. Στην αρχή μόνο τα χείλια μας—μαλακά, ζεστά, εξερευνώντας με προσοχή. Ένιωσα το κάτω χείλος του να τρίβεται απαλά στο δικό μου με το μουσάκι του να με γαργαλάει και αναστέναξα σχεδόν ανεπαίσθητα.

    Οι γλώσσες μας ακολούθησαν λίγο αργότερα, σαν ντροπαλοί χορευτές που μπαίνουν στην πίστα. Πρώτα μια ελαφριά επαφή, μετά πιο τολμηρή. Ο χορός τους ήταν σαν βαλς που ξεκινάει σε αργό, γλυκό αντάτζιο—κομψές, μετρημένες κινήσεις, ο ένας ακολουθώντας τον άλλο—και σταδιακά κλιμακώνεται σε ένα ξέφρενο κρεσέντο. Η γλώσσα του εξερευνούσε το στόμα μου με μια τρυφερότητα που έκρυβε υπόσχεση για περισσότερα, και εγώ ανταποκρινόμουν με ίση ένταση.

    Ένιωσα το σώμα μου να καίει. Ήταν σαν να είχε ανάψει κάποιος φωτιά μέσα μου και οι φλόγες εξαπλώνονταν από το στομάχι μου προς τα άκρα. Η ανάγκη μου άρχισε να φουντώνει, να μεγαλώνει, να απαιτεί. Ήθελα τα χέρια του πάνω μου, ήθελα να νιώσω το άγγιγμά του παντού πάνω στο κορμί μου. Στην πλάτη μου. Στα στήθη μου. Στην κοιλιά μου. Στη μέση μου. Ανάμεσα στα πόδια μου.

    ΠΑΝΤΟΥ! ΠΑΝΤΟΥ!

    Δεν άντεχα να περιμένω άλλο. Αν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ. Ή στην περίπτωσή μας, ο ναός στο βασιλιά. Μη σταματώντας ούτε για μια στιγμή το φιλί, άρχισα να του ξεκουμπώνω το πουκάμισο μπας και το πάρει το μήνυμα και περάσει στην επόμενη πίστα. Δεν μου το έκανε εύκολο, φορούσε φανέλα από μέσα—και μεταξύ μας λογικό ήταν—και χρειάστηκε να κάνω λίγα ταχυδακτυλουργικά πριν το χέρι μου αγγίξει το στέρνο του.

    Δεν ξέρω γιατί αλλά τον περίμενα τριχωτό. Έχει σημασία που το λέω γιατί ΔΕΝ μου αρέσουν οι τριχωτοί. Ευτυχώς δεν ήταν από εκείνους που ξυρίζουν τις τρίχες τους, με ξενερώνει απίστευτα αυτό στους άντρες. Στερεοτυπικό του κερατά, το ξέρω, αλλά τι να κάνω; Ο καθένας έχει τα δικά του χούγια, και αυτό ήταν το δικό μου.

    Το έλαβε το μήνυμα, και μπράβο του. Το χέρι του άρχισε, διστακτικά στην αρχή, με περισσότερο θάρρος στη συνέχεια να με χαϊδεύει στην πλάτη. Και παρέμεινε στην πλάτη.

    “Αν συνεχίσουμε με αυτό το ρυθμό θα ξημερώσουμε και δε θα έχουμε φτάσει καν στο second base, σκέφτηκα μέσα μου με απελπισία. Για strong young man of the rising sun δεν τον έκοψα και πολύ πρόθυμο να εισέλθει στο ναό. “Θα τον επάρει και θα τον εσηκώσει,” σκέφτηκα μέσα μου με ξαφνική φούρκα.

    Και εκεί έγινε το θαύμα! Το χέρι του έφυγε από την πλάτη μου και άρχισε να κινείται στο πλάι του σώματός μου. Διστακτικά, με πιο αργό ρυθμό απ’ ότι θα ήθελα, αλλά ξεκίνησε. Οι ανάσες μου άρχισαν να γίνονται πιο κοφτές. Το χέρι του πλησίασε προς το πλάι του δεξιού μου στήθους.

    Έλα! Τό ’χεις!

    Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι! Το χέρι του πέρασε ανάλαφρα πάνω από το στήθος μου, κάνοντας τη φωτιά μέσα μου ακόμα πιο δυνατή. Και δε σταμάτησε. Το χούφτωσε και άρχισε να το μαλάζει. Να τα μαλάζει δυνατά, κτητικά, ερωτικά!

    ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛ!

    Καλά, ναι, τυπικά δεν ήταν γκολ, και με αυτό το ρυθμό μας έβλεπα να χρειαστεί να πάμε στα πέναλτι, αλλά η αρχή έγινε!

    Και μεταξύ μας—το είχα πει στη Μαίρη και με είχε κοιτάξει με γουρλωμένα μάτια—εμένα δε με νοιάζει τα προκαταρκτικά να μείνουν προκαταρκτικά. Έτσι κι αλλιώς ο οργασμός για μένα ήταν αυτό που έλεγε το τραγούδι μια φορά στα χίλια χρόνια κελαηδούν αλλιώς τ’ αηδόνια.

    Εκτός του Αργύρη, π’ ανάθεμά τον, που τρυπώνει ακάλεστος στις σκέψεις μου.

    ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΟΥ ΜΑΡΗ!” μάλωσα τον εαυτό μου.

    Έκανα την ανάγκη φιλοτιμία και τον άφησα να πάρει τον χρόνο του. Στα χείλη του είχα νιώσει τη δίψα και την επιθυμία του. Ήξερα ότι την είχε, την ένιωθα, απλά ο αρκούδος μου είχε τα δικά του χούγια και ήθελε να μου δώσει τον χώρο μου.

    Μόνο που εγώ δεν ήθελα άλλο χώρο, ούτε άλλο χρόνο.

    “Babe, I’m not made of sugar. I’m not going to melt… not in the bad way,” του ψιθύρισα παιχνιδιάρικα στο αφτί. “Touch me… Caress me…”

    Την τελευταία λέξη την είπα με τόση τρυφερότητα και προσμονή που σχεδόν ξάφνιασα τον εαυτό μου. Ο Maurice γέλασε μέσα στο φιλί μας.

    “As my Lady commands,” μου απάντησε, και αυτή τη φορά ένιωσα το χέρι του να κινείται με τόλμη, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, σχεδόν πεινασμένα πάνω μου. Πέρασε από το στήθος μου στη μέση μου, χάιδεψε απαλά τους γοφούς μου, ανέβηκε πάλι προς τα πάνω, και ξανά στο στήθος.

    «Ακριβώς έτσι, αρκούδε μου,» του ψιθύρισα με αναστεναγμό ανακούφισης. «Ακριβώς έτσι…»

    Και με τούτα και με κείνα, ένιωθα πως ο ρυθμός του παιχνιδιού άρχισε επιτέλους να επιταχύνεται. Από δεύτερη βάση βλέπαμε ήδη την τρίτη, και κάτι μου έλεγε πως δε θα χρειαστεί να φτάσουμε στα πέναλτι για να μπει γκολ.

    Και δόξα τω Θεώ, γιατί, εδώ που τα λέμε, με την τύχη μου, στα πέναλτι δε βάζω γκολ ούτε σε άδειο τέρμα.

    Ευτυχώς το φόρεμά μου ήταν ανοιχτό και το χέρι του μπόρεσε να περάσει εύκολα μέσα από το μπούστο, πρώτα πάνω από το σουτιέν και μετά από κάτω. Πέρασε το χέρι του από πίσω προσπαθώντας να μου ξεκουμπώσει το σουτιέν.

    «Από μπροστά,» του είπα σχεδόν ψιθυριστά.

    Και εκεί που ανησυχούσα ότι πηγαίναμε με ταχύτητα τετραπληγικής χελώνας με κρίση ισχιαλγίας, ούτε τρία λεπτά αργότερα είχα βρεθεί ξαπλωμένη στον καναπέ ανάσκελα, φορώντας μόνο το κιλοτάκι μου, και με τον Maurice από πάνω μου με το χέρι του να μαλάζει δυνατά το αριστερό μου στήθος και το στόμα του να πιπιλάει τη ρόγα του αριστερού.

    Ήταν να μην πάρει φόρα, φόρα κατηφόρα ο αρκούδος μου. Λίγο αργότερα, φιλί-φιλί, πιπιλιά-πιπιλιά, δαγκωνιά-δαγκωνιά, άρχισε να κατεβαίνει όλο και πιο χαμηλά, κάνοντας τα μυαλά μου πουρέ. Τέτοια αίσθηση σε απλό χαμούρεμα ούτε στα ντουζένια μου στα δεκάξι, με τον πρώτο μου μεγάλο έρωτα—και γενικά πρώτα σε όλα μου, Πάνο.

    Από τον οποίο φυσικά είχα φάει και την πρώτη μου δυνατή χλαπάτσα, να τα λέμε αυτά. Καλά το είπα, πρώτος σε όλα, κακό χρόνο να έχει το μαλακιστήρι.

    Ένιωσα την καυτή του ανάσα πάνω από το κιλοτάκι μου και η δική μου πήγε περίπατο. Αυτό που έκανε αμέσως μετά δε μου το είχε κάνει ποτέ κανείς. Πάνω από το ύφασμα με αγκάλιασε με το στόμα του ανοιχτό και με χουχούλιασε.

    Ένιωσα για μια στιγμή σα να με χτυπάει ρεύμα, κάτι τέτοιο το ένιωθα εξαιρετικά σπάνια και ήταν προεόρτιο οργασμού! Γούστο θα ‘χει να με καταφέρει με την πρώτη, ευχήθηκα από μέσα μου με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.

    Άρχισε να μου κατεβάζει το κιλοτάκι και ανασήκωσα τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω. Ήλπιζα να μην του αρέσουν οι τελείως ξυρισμένες, γιατί εμένα δε μου αρέσει να ξυρίζομαι τελείως. Γυναίκα είμαι, όχι κοριτσάκι, είχα πει με αγανάκτηση στη Μαίρη που ξυριζόταν τελείως. Βέβαια εκείνη το έκανε περισσότερο για πρακτικούς παρά για αισθητικούς λόγους, αλλά εδώ εγώ τραβούσα γραμμή.

    Και στην τελική σε όποιον αρέσουμε!

    Ένιωσα το καυτό, παιχνιδιάρικο και φευγαλέο άγγιγμα της γλώσσας του και για μια στιγμή τα μάτια μου γύρισαν ανάποδα. Λόγο! Μετά ακολούθησαν τα χείλη του και λίγο αργότερα ένα του δάχτυλο μέσα μου. Ένιωσα πάλι σα να με τινάζει ρεύμα.

    Ρε λες;

    Ναι, δυστυχώς παρόλο που το ξεκίνημα ήταν πολύ promising και παρόλο που η τέχνη του και η όρεξή του ήταν ισάξια με τον ακατανόμαστο, σήμερα δεν θα είχε βραδιά όπερας ακόμα και αν συνέχιζε μέχρι να λιποθυμήσει από εξάντληση. Όχι ότι δεν το ευχαριστήθηκα έτσι; Τα μάτια μου μού είχαν γυρίσει, απλά καμιά φορά λες «ρε γαμώτο τόσο όμορφη τούρτα, δεν αξίζει κι ένα κερασάκι;»

    Δε βαριέσαι, τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα. Και άλλωστε, όντως με είχε κάνει να αισθανθώ ηδονικά υπέροχα και—αλήθεια το λέω—πιο πολύ ήθελα να κλιμακώσω για τον Maurice παρά για μένα. Οι άνδρες ρε παιδί μου χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αυτούς που δε δίνουν δεκάρα, και σε αυτούς που το παίρνουν προσωπικά αν δεν καταφέρεις να τελειώσεις.

    Ο Maurice ήμουν σίγουρη—θα στοιχημάτιζα όλη μου την περιουσία αντί μιας τρύπιας δεκάρας—ότι ανήκε στη δεύτερη κατηγορία. Παρά το γεγονός ότι είχε περάσει πάνω από μισή ώρα που προσπαθούσε, δεν έδειξε ούτε μια στιγμή ότι θέλει να σταματήσει.

    Το έκανα εγώ για εκείνον, πριν πάθει κράμπα το σαγόνι του.

    «Φτάνει μωρό μου,» του είπα τρυφερά στα αγγλικά.

    “Not until the fat lady sings!”

    “You are calling me fat, lover boy?” του είπα πειρακτικά—άλλωστε κι εγώ την ίδια ακριβώς αναλογία χρησιμοποιούσα κι εγώ για τον οργασμό: Άρια—αλλά ο φουκαράς στούκαρε, κυριολεκτικά άσπρισε!

    “NO!!!” μου απάντησε με γουρλωμένα μάτια, κοιτάζοντάς με μέ πραγματικό τρόμο. “I meant…” πήγε να συνεχίσει κι εκεί έβαλα τα γέλια. “Are you trying to make me have a heart attack?” με ρώτησε με απελπισία και με το χρώμα του μόλις να έχει αρχίσει να επιστρέφει στο πρόσωπό του.

    Ανασηκώθηκε στη θέση του και εκεί του πρόσφερα την εικόνα που απ’ ότι έχω καταλάβει όλα τα αγοράκια λατρεύουν να βλέπουν. Ανασηκώθηκα κι εγώ, κάθισα γονατιστή στον καναπέ προσφέροντάς του το πλήρες θέαμα του γυμνού μου στήθους—αχ μακάρι να με είχες γνωρίσει στα είκοσι και ας ήταν μικρότερα τα ρημάδια—και έδεσα πρόχειρα τα μαλλιά μου πίσω από το κεφάλι μου. Ναι, το έπιασε το υπονοούμενο.

    “Sophie… you don’t have to…”

    “Shut up!” του είπα, κόβοντας την κουβέντα μαχαίρι.

    Κατέβηκα από τον καναπέ, γονάτισα μπροστά του και του κατέβασα το μποξεράκι, ελευθερώνοντας το …θηρίο, που μέχρι τώρα το είχα απλά χουφτώσει. Ναι, καλά το είχα καταλάβει. Μεγαλούτσικος αλλά όχι τέρας. Και όμορφος! Πολύ όμορφος! Έσκυψα προς τα μπρος και τον πήρα στο στόμα μου με μια κίνηση. Όλο. Ναι, μπορούσα να το κάνω, το έχω κάνει και με μεγαλύτερο.

    Η μυρωδιά του και η γεύση του με ξετρέλαναν. Άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου απαλά πάνω κάτω αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά με τα χείλη μου. Με τα μάτια κλειστά επικεντρώθηκα στις υπόλοιπες μου αισθήσεις. Τη γεύση, την ακοή και την όσφρηση. Άρχισα να επιταχύνω σιγά-σιγά και άκουσα την ανάσα του να βαραίνει, και σιγά-σιγά τους στεναγμούς του να γίνονται βογγητά. Με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά από την αντίδρασή του, συνέχισα με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό.

    Σταμάτησα για μια στιγμή και τον κοίταξα στα μάτια. “Let yourself go,” του είπα με βραχνή φωνή, προσπαθώντας να του δώσω να καταλάβει ότι δε χρειαζόταν να με σταματήσει και να τραβηχτεί. Μπορεί να μην κατάπινα—ή τουλάχιστον να μην κατάπινα σε όλους όσους είχα κάνει πίπα—αλλά ποτέ δεν την έκοβα την απόλαυση που τους πρόσφερα.

    Για μένα ήταν θέμα αρχής, αν είναι να κάνεις κάτι να το κάνεις καλά. Αλήθεια λέω, τον Ιταλό στην Πάρο τον είχα διαολοστείλει γιατί είχε την απαίτηση να καταπιώ, και όχι επειδή μου είχε ζητήσει να τελειώσει στο στόμα μου. Δε χρειαζόταν να μου το ζητήσουν, εκτός και αν είχαν εξαρχής δηλώσει ότι προτιμούσαν τα τελειώσουν στο πρόσωπο ή στο στήθος μου, η κατάληξη ήταν πάντα η ίδια.

    Και ας έφτυνα μετά τα κουκούτσια.

    Ελπίζοντας να έπιασε το υπονοούμενο επέστρεψα στο έργο μου με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό, και αυτή τη φορά και με τη βοήθεια του αριστερού μου χεριού—είμαι αριστερόχειρας—το οποίο είχε αγκαλιάσει τη βάση του …μικρού Maurice (ο Θεός να τον κάνει μικρό, δηλαδή…) και τον έπαιζα κάνοντας κυκλικές κινήσεις.

    Σε λίγο ένιωσα το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου, στην αρχή διστακτικό. Σταμάτησα και τον κοίταξα και του χαμογέλασα, δίνοντάς του να καταλάβει ότι μου άρεσε αυτό που έκανε. Πιο σίγουρα, πιο σταθερά αυτή τη φορά άρχισε να μου δίνει το ρυθμό που προτιμούσε.

    Άρχισε να γκαζώνει σχετικά γρήγορα και παίρνοντας το μήνυμα έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό. Τα βογγητά του άρχισαν να πολλαπλασιάζονται, οι ανάσες του έγιναν πιο κοφτές, πιο δύσκολες, λες και είχε ξεχάσει να εκπνέει και εκεί…

    Πάνω που άρχισα να νιώθω τους πρώτους του σπασμούς μέσα στο στόμα μου, με κράτησε ακίνητη σφίγγοντάς με από τα μαλλιά. Το λάτρευα όταν γινόταν αυτό, και βάλε ότι ήταν ο Maurice αυτή τη φορά ο εκλεκτός, ο ενθουσιασμός μου αυτή τη φορά είχε και σωματική έκφανση.

    Ζέστη και υγρασία, που λένε στο χωριό.

    Και εκεί ένιωσα το πρώτο τίναγμα μέσα στο στόμα μου. Και μετά το δεύτερο. Και το τρίτο. Παναγίτσα μου, θα με πνίξει αν συνεχίσει έτσι! Τουλάχιστον ήταν γλυκούτσικο. Με τον Maurice βέβαια δεν υπήρχε περίπτωση να μην καταπιώ, οπότε έκανα αυτό ακριβώς σταματώντας να αγχώνομαι μην ξεχειλίσει.

    Όταν τελείωσε οριστικά, κατάπια ότι είχε μείνει και μετά τον καθάρισα σχολαστικά από τα όποια υπολείμματα και σάλια, γλείφοντάς τον από την βάση μέχρι το κεφαλάκι. Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα. Τα μάτια του ήταν στραμμένα σε μένα αλλά δε με έβλεπε, μάλλον εκείνη τη στιγμή είχε πιάσει γραμμή με Βαλχάλα.

    Κούνησε το κεφάλι του σα να προσπαθούσε να ξυπνήσει. Δεν είμαι από εκείνες που έχουν την απαίτηση αφού έχω κάνει σε κάποιον πίπα να με φιλήσει στο στόμα, ωστόσο όταν μου έκανε χαμογελαστός και με τα δυο του χέρια νόημα να πάω κοντά του, ένιωσα την καρδιά μου να λιώνει.

    Σκαρφάλωσα πάνω του και έσκυψα προς το μέρος του. Έφερε τα χέρια του στην πλάτη μου και με τράβηξε πάνω του και τα χείλη και οι γλώσσες μας συναντήθηκαν και πάλι.

    “Oh… Woah!” μου είπε όταν σταματήσαμε το φιλί, κάνοντάς με να χαχανίσω σα χαζό.

    “I take you liked it, my Good Sire!” του είπα παιχνιδιάρικα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

    “I did, my sweet Philistine!” μου είπε χαϊδεύοντάς μου τρυφερά το πρόσωπο, κάνοντας πάλι λογοπαίγνιο με το «Αποθανέτο η ψυχή μου…» Μετά σκοτείνιασε λίγο. “I owe you one!” μου δήλωσε.

    “No, you don’t babe!” του είπα κάνοντάς του ένα παιχνιδιάρικο ping στη μύτη. “I’m a very slow fuse, you did nothing wrong,» τον διαβεβαίωσα. “I loved it, Maurice. I really did!” του είπα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

    “Still…” μου απάντησε ξεροκέφαλα. “If nothing else because it’s about you… and…” συνέχισε χαχανίζοντας.

    “And?” τον ρώτησα κοιτάζοντας με χαρούμενης περιέργειας

    “I’m always up for a challenge!” μου απάντησε χαμογελώντας με σιγουριά, κάνοντάς την καρδιά μου να χάσει και πάλι μερικούς χτύπους.

    “Challenge accepted, lover boy!” του ανταπάντησα κλείνοντας παιχνιδιάρικα το αριστερό μου μάτι.

    “Trying not to give me a heart attack would be greatly appreciated, though!” μου έκανε, προκαλώντας μου νέο χάχανο.

    “I’ll keep it in mind!” του είπα. “No promises, though!” συμπλήρωσα σκανταλιάρικα.

    “God have mercy on my soul!” μου είπε με θεατρικό ύφος, κάνοντάς με και πάλι Porky.

    Καθίσαμε για μερικές στιγμές έτσι, εγώ γυμνή πάνω στα πόδια του, γερμένη στην αγκαλιά του με τον Maurice να με χαϊδεύει τρυφερά στην πλάτη και στα μαλλιά. Ήταν τόσο όμορφα, ένιωθα σαν ψάρι που από το τηγάνι είχε βρεθεί με κάποιο μαγικό τρόπο πίσω στο δροσερό νερό. Όπως με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, με το κεφάλι μου να έχει γείρει στον ώμο του και να τον ανασαίνω, δεν ήθελα να τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή.

    “Sophie?” με ρώτησε διστακτικά. “Are we still going for swimming tomorrow?”

    “We are,” του απάντησα και ανασηκώθηκα ελαφρά. “But you’re not going anywhere tonight!” του δήλωσα.

    “Well… I don’t want to pee on your couch!” μου είπε χαχανίζοντας, κάνοντάς και μένα να βάλω τα γέλια.

    “Ok, you are allowed to go to the loo!” του έκανα.

    “You are most gracious!” μου απάντησε παιχνιδιάρικα για να κερδίσει επάξια ένα ping στη μύτη.

    Τον λόγο μου τον κράτησα! Τον άφησα να πάει τουαλέτα, άλλωστε κι εγώ κόντευα να σκάσω, και μετά χωρίς πολλά-πολλά πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα και ξάπλωσα στην αγκαλιά του. Ένα νιαούρισμα αργότερα είχαμε και τη συνοδεία του Μπλάκι, γιατί σιγά μην έμενε στην απέξω.

    Και για να έχουμε καλό ρώτημα που είχε εξαφανιστεί αυτός τόση ώρα; Ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να είχαμε και θεατή στο σαλόνι και ότι τον έκανα το γάτο μου άθελά του μπανιστιρτζή.

    Μα το κλου δεν ήταν ότι ήρθε απλά στο κρεβάτι. Όχι! Πρώτα σκαρφάλωσε στην κοιλιά του Maurice, άρχισε να του κάνει πατάκια κάνοντας τον πρώτο να λερώσει τα βρακιά του, και μετά στριφογύρισε δυο-τρεις φορές και βολεύτηκε στην κοιλιά του Βέλγου μου, σαν βασιλιάς στο θρόνο του.

    Το αφεντικό του σπιτιού! Κυριολεκτικά!

    «Καληνύχτα αρκούδε μου!» του είπα τρυφερά.

    «Καληνύχτα μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε εξίσου τρυφερά, μην τολμώντας να κουνηθεί και διαταράξει την ησυχία του Μπλάκι.

    Χαμογελώντας σαν χαζή και νιώθοντας μετά από πολύ καιρό γεμάτη, πραγματικά γεμάτη, τα μάτια μου έκλεισαν και παραδόθηκα στην αγκαλιά του Μορφέα—και το καλό που του θέλω να ήταν φρόνιμος γιατί θα του τα έκοβα τα ξεράδια· πλέον υπήρχε μόνο ο Maurice μου.

    Το πρωί με βρήκε στην αγκαλιά του. Είχαμε αλλάξει θέση μέσα στη νύχτα αλλά όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν μέσα στην κουτάλα του, με το ένα χέρι του ακουμπισμένο στο μαξιλάρι μου και το άλλο του να με κρατάει σφιχτά πάνω του. Κάτι μουρμούρισε στον ύπνο του και με κράτησε ακόμα πιο σφιχτά, λες και φοβόταν ότι θα του φύγω. Χαμογελώντας σαν βλαμμένο, σήκωσα προσεκτικά το χέρι μου να δω το ρολόι.

    Σήκωσα ελαφρά το χέρι του που με κρατούσε σφιχτά και στριφογύρισα στην αγκαλιά του. Χωρίς τα γυαλάκια του, με το περιποιημένο του κοντό μουστάκι και μουσάκι, ήταν μια βελγική ζωγραφιά. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ήμουν και πάλι ερωτευμένη, πώς διάολο το είχα καταφέρει μέσα σε δυο μέρες με έναν άνθρωπο που μέχρι προχθές το μεσημέρι δεν τον ήξερα καν;

    Μωρέ καλά το λένε, όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος. Θυμήθηκα το μοναχικό βράδυ της Παρασκευής, ποιος καλός Θεός με είχε κάνει να ανοίξω το Tinder? Αν δεν έχεις την τύχη σύμμαχο δεν πας πουθενά, αυτό έχω να πω. Έχοντας φάει στις σπουδές μου στατιστική, όχι απλά με την κουτάλα αλλά από την κατσαρόλα την ίδια, είχα μια πολύ καλή ιδέα του πόσο απειροελάχιστα μικρές πιθανότητες είχε να συμβεί όλο αυτό.

    Άνοιξε τα μάτια του και προσπάθησε να τα εστιάσει πάνω μου. Μύωπας, όπως και του λόγου μου, ήθελε μια άλφα προσπάθεια να δει χωρίς τα γυαλιά του.

    «Καλημέρα αρκούδε μου!» του είπα με τη φωνή μου να στάζει μέλι.

    «Καλημέρα μικρή μου μάγισσα!» μου είπε χαρίζοντας το νυσταγμένο του χαμόγελο.

    Μου χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά που τα ένιωθα σα να τα έχει χτυπήσει τυφώνας, ενώ τα δικά του ήταν συγκριτικά σε καλή κατάσταση.

    «Είμαι σαν την τρελή, ε;» τον ρώτησα παιχνιδιάρικα.

    “Well, you could say that my presence has an electrifying effect!” μου απάντησε κάνοντάς μου χαβαλέ και προκαλώντας μου το γέλιο.

    «Λοιπόν, το πρόγραμμα έχει ως εξής!» του είπα μπαίνοντας με την τσίμπλα στο μάτι σε mood project manager. «Πρώτα θα κάνουμε ένα ντουζάκι. Όταν και αν καταφέρουμε να βγούμε!» του είπα κλείνοντάς του πονηρά το μάτι, «θα πιούμε το καφεδάκι μας. Μετά θα περάσουμε από το σπίτι σου να πάρουμε το μαγιό σου και θα πάμε θάλασσα! I have spoken!»

    “Sir, yes Sir!” μου έκανε σοβαρός-σοβαρός και μετά έβαλε τα γέλια.

    «Έτσι ε;» του έκανα με ψεύτικα απειλητικό ύφος και άρχισα να τον γαργαλάω. Δηλαδή προσπάθησα, κατά τα φαινόμενα ο αρκούδος μου δεν ήταν γαργαλιάρης.

    Εγώ, από την άλλη, ήμουν και όταν έπεσε βαρύς ο πέλεκυς της δικαιοσύνης κόντεψα να φτύσω τα πνευμόνια μου, το συκώτι μου, τα νεφρά μου και πιθανώς και ένα κομματάκι σπλήνα. Πολύ πιο δυνατός από μένα, με κράτησε καρφωμένη στο κρεββάτι, και που σε πονεί και που σε σφάζει!

    “Who da boss?” με ρώτησε αφήνοντάς με για μερικές στιγμές να βρω τις ανάσες μου.

    “You da boss! You da boss!” του είπα ξεψυχισμένα.

    “Are you going to pivot table me to oblivion?” με ρώτησε κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια, και δεν είχε πλάκα γιατί ούτε μισό λεπτό πριν κόντεψα να λιποθυμήσω από δαύτα.

    “No!” του απάντησα.

    “No, Sir!” μου είπε.

    Ώπα; Ίντα ‘ν’ τούτο;

    Ο τρόπος με τον οποίο ανατρίχιασα σύγκορμη—με τον ευχάριστο τρόπο εις τη n παραγοντικό και αυτό σε power tower, δε μου πέρασε καθόλου απαρατήρητος.

    “No, Sir!” του είπα υπάκουα με το σώμα μου να έχει πάρει και πάλι φωτιά. Ναι, το χρειαζόμουν το ντουζ, αλλά όχι για να ξυπνήσω!

    “Good girl,” μου είπε και πάλι με αυτό το παιχνιδιάρικο, υπαινικτικό του στυλ προκαλώντας μου κίνδυνο αυτανάφλεξης.

    Για να μην πούμε για την παιχνιδιάρικη ξυλιά στο κωλαρίνι μου με το που σηκώθηκα από το κρεββάτι.

    “For the Cause?” τον ρώτησα προσπαθώντας απελπισμένα να μη του ορμήσω και τον βάλω κάτω και παίξουμε ροντέο στο πάτωμα ακόμα και αν χρειαζόταν να ξεπετσιάσω λουκάνικο μιας και δεν είχαμε προφυλακτικά.

    “Just because!” μου απάντησε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

    Στο ντουζ φάγαμε λίγη ώρα μέχρι να βρούμε κοινά αποδεκτή θερμοκρασία νερού, γιατί αν άνοιγα το νερό στη θερμοκρασία που το προτιμώ εγώ θα μου έβγαινε με εγκαύματα τρίτου βαθμού.

    “Are a hell spawn or something?” με ρώτησε με απελπισία όταν άνοιξα το νερό στη θερμοκρασία που προτιμάω, κάνοντάς με να χαχανίσω. «Δεν είμαι αστακός για να με βράσεις!» συνέχισε στο ίδιο ύφος.

    “But Sir…” του έκανα με ψεύτικο παράπονο, και εκεί άρπαξα την πρώτη της ημέρας. Μωρέ αμάσητο το κατάπιε το δόλωμα ο γλυκούλης μου.

    Πέντε ξυλιές αργότερα και με μένα να χαχανίζω σαν ηλίθια, βρήκαμε την κοινά αποδεκτή θερμοκρασία και χωθήκαμε και οι δυο κάτω από τη ντουζιέρα. Με έσφιξε στην αγκαλιά του και ευτυχώς να λέω που με κράτησε τόσο σφιχτά αλλιώς θα είχα χυθεί κι εγώ μαζί με το νερό.

    ΕΛΙΩΣΑ.

    Και είχε και συνέχεια. Εκεί άφησε το ρόλο του drill sergeant στην άκρη και την είδε εργαζόμενος σε spa. Με έλουσε κάνοντάς μου ταυτόχρονα μασάζ στο κεφάλι, και μετά με το σφουγγάρι με έκανε απαλά σε όλο μου το κορμί. Από τη μια ένιωθα να λιώνω και από την άλλη με είχε κάνει πύραυλο. Πύραυλο όμως.

    Και τότε κατάλαβα τις αμαρτωλές του προθέσεις. Με γύρισε να του έχω πλάτη—εγώ στο μεταξύ ακόμα γεμάτη σαπουνάδα στο σώμα—και με το ένα χέρι του άρχισε να μου μαλάζει το στήθος ενώ το άλλο του χέρι το κατέβασε χαμηλά ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με παίζει με μαεστρία. Μαεστρία όμως!

    «Και καλή του τύχη,» χασκογέλασα από μέσα μου, με μια δόση τύψεων είναι η αλήθεια, γιατί πιο πιθανό ήταν να του ξεραθεί από την κούραση παρά να κάνει τη χοντρή να τραγουδήσει.

    Όχι ότι δεν ήταν όμορφο, έτσι; Τα αυγά και τα πασχάλια είχα χάσει, από τούρτα δόξα τω Θεώ, ο Maurice μου ήταν απίστευτος ζαχαροπλάστης, στο ρημάδι το κερασάκι χάλαγε η μαγιά.

    Και τότε ένιωσα το πρώτο jolt. Από το πουθενά. Και μετά το δεύτερο. Και το τρίτο. Το σώμα μου τεντώθηκε σαν τόξο. Ξαφνικά είχα ξεχάσει πως αναπνέουν και εκπνέουν. Κι άλλο jolt. Το χέρι που μου χούφτωνε το στήθος με τσίμπησε απαλά στη ρόγα. Μετά πιο δυνατά. Κι άλλο jolt.

    What the flying fuck?

    Βρήκα τον εαυτό μου να σπαρταράει στο χάδι του σαν ψάρι και μπορεί να μην ήταν ο δυνατότερος οργασμός στη ζωή μου αλλά ήταν οργασμός! Μόνο με το χέρι, χωρίς στόμα ή δονητή, δεν τα είχε καταφέρει ούτε καν ο Αργύρης!

    «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» μου ξέφυγε μια δυνατή φωνή, ήταν τόσο ξαφνικό, τόσο απρόσμενο, που δεν πρόλαβα καν να δαγκώσω το χέρι μου.

    “Yes baby! Do it for me, come for me!” μου ψιθύρισε στο αυτί με τα χέρια του να παίζουν το σώμα μου σαν βιολί.

    «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» έκανα ακόμα πιο δυνατά καθώς τα jolts διαδέχονταν το ένα το άλλο και συνέχισε μέχρι που δεν άντεχα άλλο άρχισα να πονάω.

    «Μωρό μου… όχι… όχι άλλο…» του έκανα με φωνή που μόλις έβγαινε. Γύρισα προς το μέρος του και τον κοίταξα με λατρεία. Ναι, με λατρεία.

    “The shape of the things to cum!” μου είπε με deadpan ύφος, κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι. “As I said, I’m always up for the challenge!”

    “Yes you are!” του είπα νιώθοντας ξαφνικά ότι θέλω να βάλω τα κλάματα από τη χαρά μου. “Yes you are, babe!”

    Βιάστηκα να ξεπλυθώ γιατί ήταν η σειρά μου. Σε αντίθεση με τον Maurice, εγώ ξεκίνησα ανάποδα. Γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου, βάζοντας όση τέχνη δεν είχα βάλει σε όλες τις πίπες που είχα κάνει σε όλους μου τους εραστές, και μπορεί να μην ήμουν Μαίρη, που είχε χάσει το μέτρημα, αλλά δεν ήμουν και καμιά πρωτάρα· και το δικό μου κοντέρ έχει γράψει κάμποσους.

    Μου είχε δώσει τη Νιρβάνα, ήθελα να τον κάνω να πιάσει γραμμή με Βαλχάλα.

    Χθες μου είχε πάρει πάνω από δέκα λεπτά για να τον κάνω να τελειώσει, σήμερα δεν μου πήρε ούτε πέντε. Και μετά τον έκαψα! Τελείως! Αφού κατάπια για τελευταία φορά, τον καθάρισα και πάλι με τη γλώσσα μου και, ακόμα γονατισμένη, σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα.

    “Was I a good girl, Sir?” τον ρώτησα όσο πιο αισθησιακά μπορούσα, και νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή έκαψε φλάντζα.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 5ο - Ο δέκατος κύκλος της Κόλασης

    Αν και μου στούκαρε λίγο με αυτό που του είπα, και κυρίως με τον τρόπο που του το είπα, ανέκτησε γρήγορα …τις αισθήσεις του, και όταν σηκώθηκα όρθια σχεδόν μου ρούφηξε την ψυχή από το στόμα με το φιλί του. Το λάτρευα αυτό που γινόταν από λούτρινο αρκούδα των σπηλαίων μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, για να μου ξαναγίνει και πάλι λούτρινο αμέσως μετά.

    “Damn, I need firmware upgrade!” μου είπε με ονειροπόλο βλέμμα. “But I made the fat lady sing, so there is that!” συνέχισε χαχανίζοντας.

    «Πάλι με λες χοντρή βρε αχρείε;» τον ψευτομάλλωσα αλλά αυτή τη φορά ήταν προετοιμασμένος και δεν τσίμπησε.

    Και εκεί ήμουν εγώ που έφυγε αδιάβαστη και για πολλοστή φορά μέσα σε δυο μέρες βρέθηκα ένα τσακ από το να κατουρηθώ πάνω μου. Ο Maurice πήρε μια βαθιά ανάσα και μου έκανε ένα ατελείωτο θεατρικότατο, μεγαλοπρεπέστατο “BRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRR” στα μούτρα· γραμματόσημο μ’ έκανε π’ ανάθεμά τον.

    «Βρε σίχαμα!» του είπα με την κοιλιά μου να πονάει από τα γέλια, και ο αθεόφοβος έκανε την παντομίμα ότι φυσάει το καπνό από την κάννη του πιστολιού.

    Βγήκαμε από το ντουζ και μην έχοντας άλλα ρούχα πέρα από αυτά που φορούσε χθες το βράδυ, έβαλε απλά το μποξεράκι του. Εγώ φόρεσα ένα καθημερινό εσώρουχο από κάτω—όχι γιαγιαδίστικο, but still—αλλά όταν έκανα να φορέσω από πάνω φανελάκι ο Maurice μου έκανε μια απαγορευτική κίνηση, οπότε και τα σκυλιά δεμένα, που λένε στο χωριό.

    “I love your boobs!” μου δήλωσε νέτα-σκέτα.

    “Μακάρι να με είχες γνωρίσει στα είκοσι μου” του απάντησα ξεφυσώντας. «Θα τα είχες αγαπήσει ακόμα περισσότερο…»

    «Μ’ αρέσουν ακριβώς όπως είναι, μωρό μου,» μου είπε με απίστευτη τρυφερότητα. «Μακάρι να μπορούσες να δεις τον εαυτό σου μέσα από τα δικά μου μάτια…»

    Αναστέναξα χωρίς να απαντήσω.

    “You are beautiful, Sophy. Grounded… real. But beautiful… Beautiful…” μου είπε με σιγανή φωνή κάνοντάς με να λιώσω.

    «Δεν είμαι όμορφη,» μουρμούρισα με τις ανασφάλειές μου να με πνίγουν και πάλι.

    «Και όμως είσαι,» μου επέμεινε χαϊδεύοντάς μου τρυφερά το πρόσωπο. «Και όμως είσαι, μικρή μου μάγισσα!»

    Σήκωσα τα μάτια μου πάνω του χωρίς να μιλήσω. Ούτε εκείνος είπε κάτι παραπάνω. Δεν χρειαζόταν, μιλούσαν τα μάτια μας με τρόπο που καμιά ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορούσε να το κάνει. Έκανε απαλά με το χέρι του στην άκρη ένα ατίθασο τσουλούφι που είχε πέσει στο πρόσωπό μου, και έγειρε προς το μέρος μου δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλί.

    «Και όμως είσαι,» μου επανέλαβε χαμογελώντας. «Λοιπόν, θα πιούμε αυτό το καφεδάκι που μου είχες τάξει;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα αλλάζοντας θέμα.

    Μια τρυφερή σφαλιάρα στον κωλαρίνι μου αργότερα που μ’ έκανε να χοροπηδήσω χαχανίζοντας και πήγαμε στην κουζίνα να φτιάξουμε τα καφεδάκια μας. Και είχαμε ακριβώς τα ίδια γούστα, και οι δύο freddo cappuccino μέτριο.

    Και με το που καθίσαμε στον καναπέ, εμφανίστηκε και το ρεμάλι μου, που όταν μπήκαμε για το ντουζ είχε κόψει ρόδα μυρωμένα και δεν τον ξετρύπωνες μήτε σουβλάκι να του έταζες. Κάθισε αυτοκρατορικά ανάμεσά μας, και αφού μας κοίταξε εναλλάξ με τον τρόπο που μόνο οι γάτες ξέρουν, ξεκίνησε κι εκείνος τις πρωινές του καθαριότητες.

    «Οι αγκαλίτσες αναβάλλονται μέχρι νεοτέρας!» μου είπε ο Maurice χαχανίζοντας. Χαμήλωσε το χέρι του και έτριψε για λίγο τον Μπλάκι ανάμεσα στα αφτιά. Ο Μπλάκι τον κοίταξε με ύφος «σοβαρά τώρα;» και συνέχισε ακάθεκτος το πρωινό του μπάνιο. “Damn, that hurt my feelings!” μου είπε χαχανίζοντας, κάνοντας με να χαχανίσω κι εγώ με τη σειρά μου.

    Η ώρα κόντευε να πάει έντεκα το οποίο για τη Μαίρη—ειδικά αν είχε οργιάσει και πάλι—ήταν ισοδύναμο της ώρας που μοιράζουν το γάλα, οπότε όταν το κινητό μου βούιξε από το μήνυμά της, μου ήρθε κάπως.

    «Τι διάολο, στον ύπνο της με είδε;» μουρμούρισα στα ελληνικά κάνοντας τον Maurice να με κοιτάξει ερωτηματικά. «Η Μαίρη,» του είπα, «μου έστειλε μήνυμα και για κείνη είναι η ώρα που μοιράζουν το γάλα!» του εξήγησα.

    Ήξερε ποια είναι η Μαίρη, του είχα μιλήσει για εκείνη χθες, οπότε δε με ρώτησε ποια είναι.

    «Τι σου λέει;» με ρώτησε αλλά με τρόπο που έδειχνε ακαδημαϊκή περιέργεια και όχι νοσηρό ενδιαφέρον.

    «ΠΩΣ ΠΗΓΕ ΧΘΕΣ????» ήταν αυτό που μου είχε γράψει. Ούτε καλημέρα, ούτε τίποτα. Απλή αγωνία αν τα πράγματα είχαν κυλήσει καλά.

    «Γαμιώντας!» της απάντησα χαχανίζοντας. «Σχεδόν δηλαδή, γιατί δεν είχαμε προφυλακτικό!» και όταν διάβασα στον Maurice την απάντηση έσκασε στα γέλια.

    «ΜΩΡΗ?!?!?!?!?!?!?!» μου απάντησε, κάνοντάς με να χαχανίσω και πάλι.

    «Μωρό μου, να την πάρω ένα τηλέφωνο στα γρήγορα γιατί αλλιώς δε θα με αφήσει σε ησυχία;» τον ρώτησα.

    «Και το ρωτάς βρε χαζούλα; (dummy!)» μου είπε τρυφερά. «Αν δεν τα πεις στη φίλη σου, σε ποιον θα τα πεις;»

    «Θα της τα πω άλλη ώρα αναλυτικά!» τον διαβεβαίωσα. «Απλά να της τα πω εν τάχει και…» πήγα να γράψω και εκεί με έκοψε.

    «Θες να της πεις το απόγευμα να πάμε για ένα καφεδάκι;» με ρώτησε ντροπαλά. «Θα… θα ήθελα να την γνωρίσω…» μου είπε διστακτικά… «αν κι εσύ…»

    «ΝΑΙ!!!!» του φώναξα τόσο δυνατά που ο φουκαράς ο Μπλάκι τα χρειάστηκε και έριξε ένα επιτόπιο άλμα γινόμενος μπουχός. «Και το ρωτάς, αρκούδι μου;»

    “Great!” μου είπε χαμογελώντας μέχρι τ’ αφτιά, κάνοντάς με να λιώσω και πάλι. “Ehm, won’t you call Mary?” με ρώτησε βλέποντας με να τον κοιτάζω σαν την ηλίθια με το κινητό στο χέρι.

    “Mary! Right!” του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. Πάτησα την κλήση και το απάντησε αμέσως.

    «ΜΟΛΟΓΑΤΑ ΟΛΑ!» μου είπε αντί για καλημέρα.

    «Ένα πράγμα θα σου πω. Ή μάλλον, δύο!» ξεκίνησα τη δραματική εισαγωγή. «Το πρώτο είναι ότι αυτή τη στιγμή πίνουμε το καφεδάκι μας και μετά θα πάμε θάλασσα!»

    Νεκρική σιγή.

    «Και το δεύτερο, δεν ξέρω αν έχεις κανονίσει κάτι το απόγευμα, ξεκανόνισέ το. Θα βγούμε για καφεδάκι οι τρεις μας!»

    «Ρε μαλάκα, θα ορκιζόμουν ότι μου είπες ότι πίνετε μαζί καφεδάκι και ότι μετά θα πάτε θάλασσα και το απόγευμα να πάμε οι τρεις μας για καφέ. Τι μπάφο μου έδωσε ο πούστης να πιώ χθες το βράδυ; Πρέπει να βρω τον προμηθευτή του!» μου έκανε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    «Μωρό μου δεν κάνουν πουλάκια τα αυτιά σου,» της είπα τρυφερά και την άκουσα σχεδόν να τσιρίζει από τον ενθουσιασμό της στην άλλη άκρη της γραμμής.

    «Αχ μπράβο σου μωρό μου!» μου είπε με φωνή που έτρεμε από τη χαρά της. «Και φυσικά και θα έρθω το απόγευμα να γνωρίσω τον Βέλγο σου!»

    “It’s a date, then!” της είπα και της έστειλα φιλάκια στο τηλέφωνο πριν κλείσουμε. Γύρισα προς τον Maurice με το στόμα μου να πονάει από το χαμόγελο. «Έκλεισε!»

    «Ναι, κάτι κατάλαβα,» μου απάντησε χαμογελαστός.

    Και μετά έτρεξα στον Μπλάκι για να του ζητήσω γονυπετής συγνώμη που του τάραξα το ζεν.

    Αφού ήπιαμε τα καφεδάκια μας, πήγα κι εγώ να ξεθάψω τα πράγματα για τη θάλασσα που τα είχα στη μικρή αποθηκούλα στο υπόγειο. Το πρόβλημα μου ήταν ποιο μαγιό θα φορούσα. Είχα αγοράσει ένα μπικίνι που μου άρεσε πολύ ώστε να δώσω επιπλέον κίνητρο στον εαυτό μου να χάσει αυτά τα ρημάδια τα δέκα κιλά.

    Αυτό βγήκε αυτόματα από τη λίστα, καθώς ακόμα και αν το στομάχι μου δεν ήταν πρόβλημα, οι κώλοι μου ήταν. Είχα ένα δεύτερο μπικίνι που ναι μεν μπορούσα να το φορέσω αλλά εκεί το πρόβλημα ήταν το στομάχι μου. Και είχα και ένα τρίτο, ολόσωμο, το οποίο ήταν meh αλλά τουλάχιστον κάπως συμμάζευε την αυτοκρατορική μου στρογγυλότητα.

    Ή τουλάχιστον αυτό έβλεπαν τα δικά μου μάτια. Δέκα κιλά είναι δέκα κιλά, αλλά είναι διαφορετικά αν είσαι 1,50, διαφορετικά αν είσαι 1,60 και διαφορετικά αν είσαι 1,72 όπως η αφεντιά μου, προσπαθούσα να το εξορθολογήσω—και μεταξύ μας τα ίδια μου έλεγε και η Μαίρη—αλλά τι τα θες; Οι υπέρτατοι κριτές ήταν τα δικά μου μάτια…

    Με την ψυχή στα δόντια επικαλέστηκα τη βοήθεια του κοινού. “Maurice, ποιο σ’ αρέσει περισσότερο;» τον ρώτησα και του τα έδειξα.

    «Ό,τι αρέσει σε εμένα ή ό,τι σε κάνει να νιώθεις άνετα;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Γιατί αν είναι να αρέσει σε μένα και εσύ να αισθάνεσαι άσχημα…» είπε και σταμάτησε.

    Ξεροκατάπια. «Ό,τι αρέσει σε σένα!»

    «Εμένα μου αρέσει το μπικίνι,» μου απάντησε χωρίς δισταγμό και έκανε παύση μερικών δευτερολέπτων. «Ωστόσο, αφού θα κάνουμε και βουτιές, ίσως θα ήταν πιο ασφαλές να φορέσεις το ολόσωμο!» συμπλήρωσε χαμογελώντας μου.

    Μετάφραση: Μου αρέσει το μπικίνι αλλά σου δίνω διέξοδο να φορέσεις αυτό που θα σε κάνει να νιώσεις πιο άνετα χωρίς να χρειάζεται να πεις πως το επέλεξες για να νιώσεις πιο άνετα.

    «Ωραία. Άκου να δεις τι θα κάνουμε,» του είπα. «Θα πάρω και τα δύο μαγιό, όσο θα παίζουμε κάνοντας βουτιές θα φορέσω το ολόσωμο αλλά μετά θα φορέσω το μπικίνι. Τι λες κι εσύ;»

    “You do that,” μου απάντησε χαμογελαστός. “So, get ready, we have a splash to make!”

    “Aye, Aye Sir!” του είπα χαχανίζοντας για να εισπράξω μια παιχνιδιάρικη—και καθόλου στρατιωτική, να το λέμε αυτό—στο κωλαρίνι, η οποία με έκανε να χαχανίσω ακόμα πιο δυνατά.

    Έχω αρκετά ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και καίγομαι εύκολα στον ήλιο— μικρή οι φίλοι μου με φώναζαν βρικόλακα, ενώ η Μαίρη με λέει “Countess Dracula.” Γι’ αυτό πάντα χρησιμοποιώ αντηλιακό με υψηλό δείκτη προστασίας, το οποίο θα ταίριαζε και στον Maurice, που εκτός από τα σκούρα ξανθά μαλλιά του, είχε πάνω-κάτω το ίδιο χρώμα δέρματος με μένα.

    Το εξήγησα στον Maurice και χαμογέλασε με ανακούφιση. «Ευτυχώς,» μου απάντησε. «Αρπάζω πολύ εύκολα και μετά δεν έχει καθόλου πλάκα,» συνέχισε κάνοντάς μου ένα γλυκουλινιάρικο παραπονεμένο ύφος που δεν μπορούσα να το αφήσω χωρίς φιλάκια!

    «Μη μου ανησυχείς αρκούδε μου, κι εγώ βρικόλακας είμαι!» του έκανα χαχανίζοντας.

    Υπό το αποδοκιμαστικό βλέμμα του Μπλάκι που θα τον άφηνα μόνο του και ένα σκασμό τύψεις—π’ ανάθεμά το τό κοπρόγατο—κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και έτσι όπως το βάραγε και ο ήλιος ένιωσα σαν πεϊνιρλί που μπήκε στο φούρνο. Ευτυχώς το air-condition δρόσισε γρήγορα πριν μετατραπούμε και οι δύο σε υγρή μορφή και δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν έξω από το σπίτι του.

    “Θέλεις να σε περιμένω;» τον ρώτησα διστακτικά.

    “What?” με ρώτησε με γουρλωμένα μάτια.

    «Εννοώ…» του είπα ακόμα πιο μαγκωμένη.

    “Get your cute butt out of the car already before I start making it redder right here!” μου είπε σε ψεύτικα απειλητικό ύφος.

    «Μόνο και μόνο επειδή τον είπες χαριτωμένο!» του απάντησα χαμογελώντας του σκανταλιάρικα και άνοιξα την πόρτα.

    Να τα λέμε αυτά, ήταν κύριος. Περίμενε να μπούμε στο ασανσέρ πριν αρπάξω ακόμα μία στο κωλαρίνι μου.

    “BRRRRRRRRRRRRR” του έκανα γεμίζοντάς τον σάλια, για να αρπάξω ακόμα μία.

    Σαν χάνος το κατάπιε το δόλωμα το μωρουλίνι μου!

    «Να σου πω, μην νομίζεις ότι δεν κατάλαβα τι κάνεις!» μου είπε κοιτώντας με δήθεν με μισό μάτι.

    “I’m pleading the 5th!” του απάντησα χαχανίζοντας.

    Το διαμέρισμά του ήταν ένα μικρό τριάρι στον τρίτο όροφο, προφανώς χτισμένο τη δεκαετία του ‘90, με εκείνα τα τυπικά λευκά πλακάκια και τις λευκές πόρτες που θυμίζουν εργολαβικό διαμέρισμα. Είχε ένα μέτριου μεγέθους υπνοδωμάτιο με μια απλή ξύλινη ντουλάπα και ένα σκούρο καφέ κρεβάτι—καθαρό, στρωμένο, χωρίς πολλά διακοσμητικά.

    Το δεύτερο δωμάτιο ήταν ακόμα μικρότερο, αλλά τον εξέθετε με τον πιο χαριτωμένο τρόπο: το είχε μετατρέψει σε γραφείο-φωλιά geek, με μια βιβλιοθήκη τίγκα σε τεχνικά βιβλία και μυθιστορήματα φαντασίας, ένα laptop, δύο οθόνες, και έναν απλό καναπέ-κρεβάτι στριμωγμένο στη γωνία «σε περίπτωση που έρθει κανείς».

    Ο ενιαίος χώρος κουζίνας-σαλονιού ήταν φωτεινός, με μεγάλα παράθυρα και ένα πάσο να τον χωρίζει το υπόλοιπο σαλόνι, που και αυτό ήταν λιτά επιπλωμένο. Ένας απλός πρακτικός καναπές, δυο πολυθρόνες και το έπιπλο της τηλεόρασης. Όλα λιτά, χωρίς φρου-φρου και αρώματα: ούτε χαλιά, ούτε διακοσμητικά μαξιλάρια ούτε τίποτα.

    Η κουζίνα παρότι πλήρως εξοπλισμένη, είχε τα απαραίτητα—δυο κατσαρόλες, πέντε πιάτα και μερικά ποτήρια—και τίποτα παραπάνω, πράγμα που μου επιβεβαίωσε ότι ο Maurice μάλλον δεν πολυασχολούνταν με τη μαγειρική, εκτός κι αν μιλάμε για delivery.

    Το μπάνιο ήταν μεσαίου μεγέθους, χωρίς μπανιέρα—που έτσι κι αλλιώς ο αρκούδος μου αποκλείεται να χωρούσε εκτός αν γινόταν origami—αλλά με πλακάκια και μια ντουζιέρα κλειστή με μεγάλο γυάλινο διαχωριστικό. Καθόλου πολυτέλεια, αλλά απόλυτα λειτουργικό.

    Ήταν φανερό ότι ο Maurice δεν περνούσε πολλές ώρες εδώ, ή απλώς δεν τον ένοιαζε να το κάνει «σπίτι» του με την έννοια που θα το έκανε κάποιος άλλος. Οι προσωπικές πινελιές ήταν ελάχιστες. Ήταν όμως καθαρό και περιποιημένο, και μέχρι και το κρεββάτι του ήταν στρωμένο, σε αντίθεση με το δικό μου που κάθε πρωί έμοιαζε σα να το έχει χτυπήσει τυφώνας και παρέμενε έτσι μέχρι να ξαπλώσω και πάλι το βράδυ.

    «Δεν είσαι και πολύ της διακόσμησης, ε;» τον ρώτησα με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο, όταν εμφανίστηκε και πάλι στο σαλόνι έχοντας αλλάξει. Φορούσε μια μακριά βερμούδα, μια χαλαρή, φαρδιά μπλούζα, πέδιλα—και, ω Θεοί μου—λευκές αθλητικές κάλτσες μέχρι τη μέστη της γάμπας. Πάγωσα. Έμεινα να τον κοιτάζω με τα μάτια μου γουρλωμένα, σαν καρτούν.

    «Ο Χριστός και η Παναγία!» μονολόγησα στα ελληνικά, χωρίς να προλάβω να το φιλτράρω. «ΒΓΑΛΕ ΤΙΣ ΚΑΛΤΣΕΣ ΤΩΡΑ!» τον διέταξα στα αγγλικά, με τόνο που θα ζήλευε και ο πιο φιλόδοξος λοχίας του αμερικανικού πεζικού.

    “What?” με ρώτησε έκπληκτος.

    «ΒΓΑΛΕ. ΤΙΣ. ΚΑΛΤΣΕΣ!» επανέλαβα, τονίζοντας κάθε συλλαβή, και χειρονομώντας σαν να εξηγούσα σε δίχρονο πώς να μη βάλει το δάχτυλο στην πρίζα. «Φοράς πέδιλα, για όνομα του Θεού!»

    Ο φουκαράς στούκαρε. Έμεινε με το ένα του πόδι στον αέρα, σαν να μην είχε αποφασίσει αν έπρεπε να το ξαναβάλει στο πάτωμα, κοιτώντας με με σαν κουτάβι που το είχαν μαλώσει. Έσκυψε, έλυσε προσεκτικά τα πέδιλά του και έβγαλε τις κάλτσες, συνεχίζοντας να με κοιτάει σαν να περίμενε να τον μαλώσω κι άλλο. Τα ξαναφόρεσε χωρίς τις κάλτσες, σαστισμένος, με το βλέμμα του να φωνάζει ήταν τόσο μεγάλο λάθος; και δεν άντεξα—έβαλα τα γέλια.

    «Μωρό μου,» του είπα χαμογελώντας τρυφερά, «εδώ στην Ελλάδα τους κοροϊδεύουμε αυτούς που φοράνε κάλτσες με πέδιλα, τους λέμε Γερμανούς τουρίστες. Για εμάς είναι τελείως αντιαισθητικό!»

    “Ok…” μου είπε χαμογελώντας μου αβέβαια.

    «Δε θέλω να κοροϊδεύει κανένας τον αρκούδο μου, θα γίνουμε Τέξας!» του είπα, και αυτή τη φορά χαμογέλασε ακόμα περισσότερο.

    “Note to self: Wearing socks with sandals is a crime worthy of the 10th circle of Hell!” μου είπε χαχανίζοντας.

    «Και εντέκατο μη σου πω!» του απάντησα δίνοντάς του ένα απαλό ping στη μύτη. “So, let’s go make a proper splash!”

    “Now you talking!” μου απάντησε και …κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο για να πάμε στα Λιμανάκια, με τον Maurice να μου ρίχνει πού και πού κλεφτές ματιές σαν να τσεκάρει αν φορούσε τίποτα άλλο λάθος, κι εγώ χασκογελώντας να τον αφήνω να βράσει στο ζουμί του!

    Για ελαφρώς μαζοχίστρια, με λες και σαδίστρια! Χα!

    Κυριακή, καύσωνας, και όλη η Αθήνα είχε πάει στις παραλίες, σχεδόν δεν βρήκαμε να παρκάρουμε στα λιμανάκια, και όταν κατεβήκαμε γινόταν της κακομοίρας.

    «Της πουτάνας γίνεται,» βλαστήμησα στα ελληνικά.

    “Pardon me?”

    “Πολύς κόσμος, δε μ’ αρέσει…” του εξήγησα μουτρωμένη.

    «Θες να πάμε κάπου αλλού;»

    «Σάμπως αλλού θα έχει λιγότερο κόσμο;» του είπα ξεφυσώντας. Δε μου αρέσει η πολυκοσμία, την απεχθάνομαι, αλλά από την άλλη δεν ήθελα να του χαλάσω το κέφι. «Δε γαμιέται,» είπα μέσα μου. “For the Cause” που λέει και το αρκούδι μου.

    “Well?” με ρώτησε ξανά.

    «Όχι μωρό μου, εδώ. Σου έταξα βουτιές κι εγώ το λόγο μου τον κρατάω!» του είπα προσπαθώντας να φανώ περισσότερο ενθουσιώδης απ’ όσο πραγματικά ήμουν.

    «Σόφη μου, πραγματικά τώρα, αν θες να πάμε κάπου αλλού δεν έχω πρόβλημα. Ερχόμαστε για βουτιές άλλη μέρα, δε χάλασε δα και ο κόσμος!» μου είπε χαϊδεύοντάς με τρυφερά στα μπράτσα.

    “No way, Jose! Let’s make our splash!” του είπα, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη πίστη, και έτσι κατεβήκαμε προς τα κάτω.

    Με τη διαδήλωση που γινόταν δεν βρήκαμε να κάτσουμε κάπου κοντά, αλλά δε βαριέσαι; Και την τελική-τελική, δεν χρειαζόταν βατήρας για να βουτήξεις στο νερό. Βέβαια, θα έπρεπε να έχεις γονίδια αγριοκάτσικου για να σκαρφαλώσεις πίσω, οπότε θέλοντας και μη, εκτός από βουτιές θα κάναμε και κολύμπι, γιατί άλλος τρόπος για να βγεις έξω, πέρα από τη σκάλα δίπλα στο βατήρα δεν υπήρχε.

    Το πρώτο πράγμα που έκανα αφού τακτοποιηθήκαμε ήταν να τον πασαλείψω αντηλιακό από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Σταμάτησα ικανοποιημένη μόνο όταν ένιωσα ότι είχε γίνει παστή σαρδέλα. Μετά έβαλα ανάλογη ποσότητα και στον εαυτό μου, και ο γλυκούλης μου με βοήθησε απλώνοντάς την στους ώμους μου, η πλάτη μου καλυπτόταν επαρκώς από το ολόσωμο μαγιό.

    «Φρόνιμα!» του είπα χαχανίζοντας όταν έδειξε όλη την καλή διάθεση να μου βάλει και μπροστά, κάτω από το μαγιό εννοείται, ο πονηρίδης.

    “A man had to try!” μου είπε χαχανίζοντας, για να αρπάξει ένα ping στη μύτη.

    Σηκώθηκε με μια θεατρική, σχεδόν υπερβολική κίνηση, τίναξε ελαφρώς το κεφάλι του σαν Ολυμπιονίκης πριν από το άλμα του, και γύρισε προς το μέρος μου με ένα πλατύ, σκανταλιάρικο χαμόγελο.

    “Now, let’s make that homemade tsunami!” μου είπε υψώνοντας το δεξί του χέρι σαν να δήλωνε πως ήταν έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο.

    Έκανε δύο βήματα πίσω, πήρε βαθιά ανάσα και μετά άρχισε να τρέχει προς την άκρη του βράχου με μικρά, γρήγορα βήματα. Μόλις έφτασε στην άκρη, εκτινάχτηκε στον αέρα με όση χάρη μπορούσε να έχει ένας μεγαλόσωμος Βέλγος που προσπαθεί να μιμηθεί κανονιοβολισμό από το βράχο.

    Τυλίχτηκε σαν ανθρώπινο μπαλάκι, ή—στην περίπτωσή του—σαν μικρός αστεροειδής, και έπεσε στη θάλασσα σηκώνοντας τόσο νερό που θα έκανε περήφανη και την πρώτη υποθαλάσσια ατομική έκρηξη στις νήσους Μπικίνι . Μιλάμε για πραγματικό έπος—σταγονίδια εκτοξεύτηκαν παντού σαν μικροσκοπικά πυροτεχνήματα, βρέχοντας μέχρι και την παρέα που καθόταν αρκετά μακριά μας, προκαλώντας μερικά γελάκια και πειράγματα.

    «Άξιος! Άξιος!» του φώναξα ενθουσιασμένη, χειροκροτώντας δυνατά με ένα πλατύ, σχεδόν παιδικό χαμόγελο.

    Ο Maurice, εμφανώς περήφανος, προσπάθησε να μου κάνει μια μεγαλοπρεπή υπόκλιση, ξεχνώντας ότι το νερό δεν ήταν και το καλύτερο σημείο να κρατήσεις την ισορροπία σου. Φυσικά, έχασε τη μάχη με τη βαρύτητα και βούλιαξε σαν πέτρα κάτω από την επιφάνεια, κάνοντάς με να βάλω δυνατά γέλια. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ξεπρόβαλε και πάλι στην επιφάνεια, φτύνοντας νερό και χαχανίζοντας σαν μικρό παιδί που μόλις είχε κάνει τη σκανταλιά του.

    «Σειρά σου!» μου φώναξε από κάτω, με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο γεμάτο πρόκληση.

    Πήρα κι εγώ λίγη φόρα και, με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά από ενθουσιασμό και ανυπομονησία, πήδησα από τον βράχο. Για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου ένιωσα την υπέροχη αίσθηση ότι πετούσα—με τον άνεμο να φυσάει στα μαλλιά μου, και τη θάλασσα να με περιμένει ανοιχτή και δροσερή σαν αγκαλιά.

    Έσκασα στο νερό με τα πόδια, βυθιζόμενη στιγμιαία στην δροσιά του. Άνοιξα τα μάτια μου και, καθώς οι μπουρμπουλήθρες ανέβαιναν γύρω μου σαν λευκή φωτιά, ένιωσα όλο το σώμα μου να ξυπνάει και να αναζωογονείται. Αναδύθηκα στην επιφάνεια με ένα πλατύ χαμόγελο, και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν το δικό του χαμόγελο να με περιμένει.

    «Καλώς τη μου!» μου είπε με μια γλυκύτητα που έκανε την καρδιά μου να λιώσει.

    «Φιλάκι!» του είπα παιχνιδιάρικα και, πριν προλάβει να απαντήσει, του ρίχτηκα με φόρα στην αγκαλιά του, με αποτέλεσμα να βρεθούμε και οι δύο κάτω από το νερό, σε ένα κουβάρι από χέρια, πόδια και γέλια.

    Το φιλάκι πάντως, έστω και υποβρύχιο, μου το έδωσε ο γλυκούλης μου πάντως. Και ήταν τέλειο!

    Βέβαια, μετά τη βουτιά είχε αναγκαστικά κολύμπι μέχρι να φτάσουμε στα σκαλάκια για να βγούμε έξω, αλλά δε μας πτόησε καθόλου. Αντίθετα, αυτό έκανε όλη την εμπειρία ακόμα πιο διασκεδαστική. Με το που βγαίναμε από το νερό και επιστρέφαμε στο σημείο που είχαμε αφήσει τα πράγματά μας, πηγαίναμε κατευθείαν ξανά στο βράχο, και χωρίς δεύτερη σκέψη, βουτούσαμε ξανά και ξανά, σαν μικρά παιδιά που δεν τα νοιάζει τίποτα άλλο πέρα από τη στιγμή.

    Είχα κρατήσει, ωστόσο, κρυφή από τον Maurice μια μικρή έκπληξη. Δε μου το έχεις, αλλά εγώ στις βουτιές δεν είμαι και τόσο αρχάρια όσο δείχνω. Αντίθετα, ξέρω να κάνω αρκετά εντυπωσιακές βουτιές, τόσο με το κεφάλι όσο και να εκτελέσω περιστροφή στον αέρα. Περίμενα, λοιπόν, την κατάλληλη στιγμή για να του δείξω τις ικανότητές μου.

    Έφτασα στην άκρη του βράχου, πήρα μια βαθιά ανάσα, και ακούγοντας τον Maurice να με παροτρύνει από το νερό, έτρεξα μπροστά με αποφασιστικότητα. Την τελευταία στιγμή, αντί να πηδήξω απλά με τα πόδια, όπως είχα κάνει μέχρι τότε, έδωσα μια δυνατή ώθηση με τα πέλματα, τίναξα το σώμα μου στον αέρα και μάζεψα τα πόδια μου σφιχτά στο στήθος μου, περιστρεφόμενη με απόλυτο έλεγχο σαν να ήμουν επαγγελματίας αθλήτρια καταδύσεων.

    Ο κόσμος γύρισε για μια στιγμή γύρω μου, και το μόνο που έβλεπα ήταν ουρανός, θάλασσα, βράχια, κι έπειτα και πάλι ουρανός. Μετά την πλήρη περιστροφή, τέντωσα το σώμα μου ξανά, και μπήκα στο νερό με μια σχεδόν τέλεια, κάθετη είσοδο.

    Όταν ξαναβγήκα στην επιφάνεια, το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν η έκφραση του Maurice, που με κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια του γουρλωμένα από την έκπληξη και το θαυμασμό. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν έβγαλε ούτε λέξη, απλώς παρέμεινε να με κοιτάζει αποσβολωμένος.

    “Damn, now I’m really impressed!” μου είπε τελικά, με ένα βλέμμα γνήσιου θαυμασμού που έκανε την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή και τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν.

    «Και πού να δεις τη συνέχεια!» του είπα παιχνιδιάρικα, κλείνοντάς του το μάτι, πριν κολυμπήσω κοντά του για να κερδίσω ακόμα ένα τρυφερό, αλμυρό φιλί.

    Αφού ξελυσσάξαμε καλά-καλά, και όπως του είχα υποσχεθεί, του έδωσα να μου κρατάει την πετσέτα και άλλαξα μαγιό. Προφανώς και μπορούσα να αλλάξω και χωρίς τη βοήθειά του, αλλά είχα πρόγραμμα, αν γίνομαι αντιληπτή.

    “My eyes are up here Mister!” τον μάλωσα παιχνιδιάρικα όταν τον συνέλαβα να κοιτάζει το στήθος μου, καθώς δεν είχα φορέσει ακόμα το πάνω μέρος.

    “Boobiiiiiiiiiiiiiiiiies!” μου είπε ενθουσιασμένος κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια.

    Είπαμε, είχα πρόγραμμα!

    Εκεί είχε και ένα δεύτερο γύρο πασαλείμματος με αντηλιακό, αφενός γιατί το μπικίνι μου άφηνε όλη την πλάτη και την κοιλιά απ’ έξω, και αφετέρου γιατί το χρειαζόμασταν και οι δύο μετά από τόσες βουτιές. Ο ήλιος έκαιγε πολύ, δεν ήταν και η καλύτερη ώρα να κάνω τη λιαστή ντομάτα, οπότε βουτήξαμε και πάλι στο νερό για να μην νταλακιάσουμε.

    Καθίσαμε τελικά άλλη μια ώρα και επειδή δεν θέλαμε να γίνουμε στα κάρβουνα, επιστρέψαμε στη βάση μας. Ή να το θέσω αλλιώς, στο σπίτι του για να πάρει ρούχα για να έχει το απόγευμα, και μετά πήγαμε στο δικό μου, όπου μας περίμενε μουτρωμένος ο Blackie, όχι που θα τη γλυτώναμε!

    Αφού έφαγα το ξύλο μου σαν άντρας, μπήκαμε και οι δυο στο ντουζ για να βγάλουμε από πάνω μας τα αλάτια. Αυτή τη φορά δεν είχε άρια, δεν είναι κάθε μέρα του αγιαννιού. Δεν είναι ότι δεν προσπάθησε φιλότιμα το αρκούδι μου, προσπάθησε αλλά…

    Δεν πειράζει, αρκούσε η πρόθεση. Από την άλλη ο ίδιος δεν είχε ανάλογους περιορισμούς οπότε γονάτισα μπροστά του χωρίς μεγαλύτερη καθυστέρηση και ρίχτηκα επί το έργο. Αυτή τη φορά του πήγε λίγο παραπάνω, πιάστηκαν τα γόνατά μου, αλλά έστω και με κάποια καθυστέρηση έλαβα την ανταμοιβή των κόπων μου, και που στο διάολο πρόλαβε και μαζεύτηκε τόσο πράγμα μέσα σε μερικές ώρες;

    Όταν βγήκαμε από το μπάνιο κόντευε να πάει τέσσερις. «Δε μου λες, πεινάς;» τον ρώτησα.

    «Λίγο!» μου είπε ντροπαλά, λες και δεν ήταν ο ίδιος που χθες το βράδυ είχαμε φάει μαζί ένα κοπάδι αρνιά.

    Αν ήμουν μόνη μου θα είχα παραγγείλει κάτι από το e-food. Το αρκούδι μου ωστόσο ήθελα να το περιποιηθώ.

    «Θες να φτιάξω στα γρήγορα μια χωριάτικη ομελέτα;» τον ρώτησα γεμάτη έξαψη στην προοπτική να του μαγειρέψω. «Ντομάτα, πιπεριά, κρεμμύδι, μανιτάρια, τυρί και bacon!»

    «Πολύ θα το ήθελα!» μου απάντησε χαμογελώντας και χωρίς περιττές τζιριτζάτζουλες.

    «Ωραία, κάτσε να πάρω ένα τηλέφωνο τη Μαίρη να κανονίσουμε μέρος και ώρα, και πάω να φτιάξω την ομελέτα!»

    «Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;» με ρώτησε τρυφερά.

    «Αμέ! Θα με βοηθήσεις να φάμε την ομελέτα!» του είπα χαχανίζοντας, κερδίζοντας επάξια μια παιχνιδιάρικη στα καπούλια. «Αχνε!» του έκανα κουνώντας προκλητικά τους γοφούς μου, κερδίζοντας άλλη μία!

    Και μπράβο μου!

    Πήρα τηλέφωνο την Μαίρη και στα γρήγορα δώσαμε ραντεβού στο Μαρούσι στις οκτώ. Κοντά είναι για εμάς και η Μαίρη που μένει στο κέντρο στο Μαρούσι δε χρειάζεται καν να πάρει αυτοκίνητο, με τα πόδια θα πήγαινε στις καφετέριες κάτω από το σταθμό.

    Συνοδεία των δυο μου αγοριών, πήγαμε στην κουζίνα όπου ξεκίνησα την προετοιμασία του φαγητού.

    «Σίγουρα δε θέλεις κάποια βοήθεια;» με ξαναρώτησε ο γλυκούλης μου.

    «Τώρα είμαι σε mode Ελληνίδας μάνας,» του εξήγησα χαχανίζοντας. «Κάτσε ήσυχος …or else!» συνέχισα, κάνοντάς τον να γελάσει.

    Είναι που δεν είχε εμπειρία Ελληνίδας μάνας, αλλιώς θα σου έλεγα εγώ! The Horror! The Horror!

    Και μια που είπαμε για Ελληνίδα μάνα, ένα μικρό ντουβρουντζά θα μου τον πάθαινε η Ευτύχω όταν θα της μπουμπούνιζα τα μαντάτα για το νέο αίσθημα. Όχι βέβαια στον ίδιο βαθμό με το σοκ που είχε υποστεί όταν κατάλαβε επιτέλους τι καπνό φούμαρε ο ακατανόμαστος—ακόμα θυμάμαι τη μάνα μου να αναφωνεί δραματικά «Που το βρήκες αυτό το φρούτο;»

    Είναι κοινό μυστικό ότι ο μόνος άνθρωπος στον πλανήτη που έβρισκε συμπαθητικό τον Αργύρη ήμουν εγώ. Ούτε για τη μάνα του δε θα έπαιρνα όρκο, αλήθεια λέω! Η Μαίρη είχε απειλήσει ουκ ολίγες φορές να του φέρει τηγάνι στο κεφάλι, ενώ οι γονείς μου, αν και σαφώς πιο διακριτικοί—ήμουν μεγάλο κορίτσι πια, τι να έκαναν οι άνθρωποι—δεν είχαν καταφέρει να κρύψουν τη σιωπηρή τους αποδοκιμασία.

    Με τον Maurice, βέβαια, ήμουν πιο αισιόδοξη. Εντάξει, προφανώς είχα αγωνία πώς θα τους φαινόταν ο αρκούδος μου, αλλά ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι ο συνδυασμός του ευγενικού του χαρακτήρα, του πανέξυπνου χιούμορ, της βαθιάς του καλλιέργειας, και—κυρίως—του απίστευτα γλυκού και συνεσταλμένου τρόπου του, θα κέρδιζε τις καρδιές τους από το πρώτο λεπτό.

    Αποφασίζοντας να αφήσω τις υπαρξιακές ανησυχίες για αργότερα—άλλωστε κοντός ψαλμός αλληλούια—επέστρεψα στην προετοιμασία του φαγητού. Έριξα μια ματιά προς το τραπέζι και μου ξέφυγε ένα τεράστιο χαμόγελο.

    Ο Μπλάκι είχε σκαρφαλώσει με αυτοκρατορική άνεση πάνω στο τραπέζι και κυνηγούσε το δάχτυλο του Maurice, το οποίο πήγαινε πέρα-δώθε, προκαλώντας τον μαύρο εξολοθρευτή. Κάθε φορά που κατάφερνε να το πιάσει, το δάγκωνε απαλά και έμενε να τον κοιτάζει με προσμονή, έτοιμος για τον επόμενο γύρο.

    «Maurice,» του είπα γελώντας, «αν θες να σε ερωτευτεί, παίξε μαζί του με το laser! Είναι στο σαλόνι, πάνω στο ράφι αριστερά από την τηλεόραση!»

    Και εκεί ήταν που έγινε της μουρλής. Αφού δε μου γκρεμίσανε το σπίτι, πάλι καλά να λέω. Ο Μπλάκι μεταμορφώθηκε σε Νίντζα και ο Maurice αποδείχθηκε τόσο ευρηματικός στο πώς έπαιζε το laser πάνω στους τοίχους και τα έπιπλα που νόμιζες ότι ο γάτος μου είχε πέσει μικρός στο καζάνι με τη μεθαμφεταμίνη.

    Άντρες, ρε παιδί μου· είτε είναι άνθρωποι, είτε γάτες, είτε σκύλοι, είτε αμοιβάδες, τελικά δεν κάνει καμία διαφορά: με ένα παιχνίδι και λίγο κυνηγητό ξεχνάνε τα πάντα.

    Χαχάνισα από μέσα μου, αναλογιζόμενη ότι τελικά τον Αργύρη τον κατέτασσα άνετα στις αμοιβάδες—και μάλιστα από τις λιγότερο εξελιγμένες.

    Έκοψα και μια χωριάτικη σαλάτα στα γρήγορα και φώναξα τα αγόρια μου που ήταν ακόμα στο σαλόνι και προσπαθούσαν να το διαλύσουν ότι το φαγητό είναι έτοιμο. Στο Μπλάκι έβαλα την υγρή τροφή του, ξηρά έτρωγε το βράδυ, και ποτέ δεν άλλαζε το πρόγραμμά του. Αν του έβαζα ξηρά το μεσημέρι ή υγρή το βράδι, απλά δεν καταδεχόταν.

    Λες και του λόγου μου ήμουν λιγότερο ψυχαναγκαστική… Μωρέ με τον Μπλάκι είχε κυλήσει ο τέντζερης και είχε βρει το καπάκι. Ναι, αυτή την υπέροχη πλευρά μου δεν είχε αρχίσει να την βιώνει ακόμα το αρκούδι μου, αλλά ο καιρός γαρ εγγύς, σκέφτηκα χαχανίζοντας από μέσα μου.

    “Oh my god, it smells like heaven!” μου είπε ο Maurice δίνοντάς μου ένα φιλάκι πριν κάτσει στο τραπέζι. Μετά κοίταξε καχύποπτα τις ντομάτες. «Είναι Μαραθώνα;» με ρώτησε.

    «Όχι, παλουκώσου και τρώγε!» του είπα με όλη μου τη γλύκα, ακόμα σε mode Ελληνίδας μάνας.

    Το έπιασε πάντως το υπονοούμενο, οπότε χωρίς περεταίρω καθυστέρηση κάθισε το αρκουδίσιο κωλαράκι του στο τραπέζι. Πήγα στο ψυγείο και έβγαλα δύο κουτάκια μπύρας—ποτήρια και αηδίες δεν έχει—και αφού τα έπλυνα προσεκτικά, τα σκούπισα και τα έφερα και αυτά στο τραπέζι.

    Στο μεταξύ είχε ψηθεί και το ψωμί που είχα βγάλει από την κατάψυξη, οπότε αφού το έβαλα και αυτό στο τραπέζι, κάθισα κι εγώ, ενώ ο Maurice με περίμενε υπομονετικά.

    «Δεν πιστεύω να μου αρχίσεις τις προσευχές, ε;» τον ρώτησα καχύποπτη και έβαλε τα γέλια.

    «Όχι, σε εμπιστεύομαι ότι είσαι καλή μαγείρισσα!» μου απάντησε με deadpan ύφος, κάνοντας αυτή τη φορά να βάλω εγώ τα γέλια.

    ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΘΕΟΥΛΗΣ! Η ΕΣΤΩ ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΩΣΟΜΟΣ ΜΙΚΡΟΣ ΘΕΟΥΛΗΣ!

    Στο μεταξύ ο Μπλάκι που είχε χλαπακιάσει το φαγητό του έριξε ένα σάλτο στο τραπέζι κοιτάζοντάς μας με το βλέμμα της λυπημένης θλίψης.

    «Μη με κοιτάς εμένα έτσι!» πήγα να τον μαλώσω αλλά ο Maurice είχε προλάβει να καταπιεί το δόλωμα αμάσητο, και του έδωσε ένα κομμάτι ομελέτα.

    «Μα κοίτα πως με κοιτάζει!» προσπάθησε να απολογηθεί όταν με είδε να τον αγριοκοιτάω. «Σου κάνει καρδιά;» συνέχισε πεταρίζοντας τα μάτια του, και τουμπάροντάς με και πάλι.

    Πυγμή, όχι μαλακίες!

    «Πώς σου φαίνεται, μωρό μου;» τον ρώτησα μασουλώντας, ο ρομαντισμός θα με φάει.

    Ο Maurice χαμογέλασε, σκουπίζοντας λίγο το πιγούνι του με την ανάστροφη του χεριού του—μια κίνηση που μου φάνηκε απίστευτα γλυκιά. «Είναι υπέροχη!» μου είπε με μάτια που έλαμπαν από ειλικρινή ευχαρίστηση.

    Στο μεταξύ είχε ξεκινήσει να συνηθίζει και τον ελληνικό ρυθμό: με το που καθάρισε το πρώτο πιάτο, μου το έσπρωξε διακριτικά με ένα σχεδόν ντροπαλό χαμόγελο, λες και φοβόταν μήπως φανεί λαίμαργος. Ο μπαμπάς μου πάντα έλεγε, «όποιος ντρέπεται μένει νηστικός», και ο Maurice τουλάχιστον δε φαινόταν να σκοπεύει να μείνει νηστικός.

    Και μπράβο του!

    «Ξέρεις τι λατρεύω περισσότερο στην Ελλάδα;» με ρώτησε, ενώ έκανε άλλη μια γενναία βούτα στη σαλάτα.

    Σήκωσα παιχνιδιάρικα το φρύδι μου και χαμογέλασα. «Για πες.»

    «Το ελαιόλαδο!» αναφώνησε με έναν μορφασμό απόλυτης απόλαυσης. «Στο Βέλγιο κοστίζει μια περιουσία, κι εδώ το ρίχνετε λες και είναι νερό!»

    «Και πού είσαι; Αυτό που τρως τώρα είναι Κρητικό λάδι!» του είπα. «Από τις ελιές του θείου μου του Σήφη, του αδερφού του πατέρα μου!» συνέχισα γεμάτη περηφάνια.

    «Καλά να είμαστε οι δυο μας και θα ευχαριστηθείς λάδι,» χαχάνισα από μέσα μου!

    Συνέχισα κάνοντας κι εγώ μια μεγαλοπρεπέστατη βούτα. «Ισπανία και Ιταλία έχουν καλό λάδι, δε λέω, αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με το Ελληνικό, και το Κρητικό ειδικά είναι το καλύτερο λάδι στον κόσμο!»

    «Δεν το βλέπω;» με ρώτησε με ενθουσιασμό, κάνοντας ακόμα μια μεγαλοπρεπέστατη βούτα στη σαλάτα.

    Όταν τελειώσαμε το φαγητό ο γλυκούλης μου προθυμοποιήθηκε να πλύνει τα πιάτα, και με το προθυμοποιήθηκε εννοούμε σφαλιάρα στο κωλαρίνι μου όταν του είπα ότι δεν χρειάζεται, έχω πλυντήριο πιάτων.

    “I have spoken!” μου απάντησε, προφανώς δεν ήμουν η μόνη που είχα δει το The Mandalorian.

    Βέβαια για τα μάτια του κόσμου—ή αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινής για να αρπάξω ακόμα μία—του έκανα ένα γλυκουλινάρικο “But Siiiiiiir…” και στόχος επετεύχθη. Χαχανίζοντας στρογγυλοκάθισα στην καρέκλα, με τον Μπλάκι στην αγκαλιά ενώ ο αρκούδος μου έπλενε τα πιάτα με σχολαστικότητα που έμπαινε βαθιά στα χωράφια της εμμονής.

    Note to self: Μάλλον δεν είμαι η μόνη ψυχαναγκαστική του ζευγαριού. Ή μάλλον της τριάδας, μην ξεχνάμε και το κοπρόγατο που εκείνη την ώρα την είχε δει κοπρόσκυλο—ή ίσως έκρινε ότι χρειάζομαι καθάρισμα και του λόγου μου—και μου έγλειφε το χέρι με σχολαστικότητα.

    Εκεί του πέταξα την ιδέα να πάμε να πάρουμε καφέ από μια κοντινή καφετέρια που έκανε πολύ καλούς καφέδες, αφενός γιατί η αλήθεια είναι ότι βαριόμουν να φτιάξω καφέ, και κατά δεύτερον να κατέβει και λίγο το φαγητό. Και κάπως έτσι, με τον αρκούδο μου χεράκι-χεράκι πήγαμε στην καφετέρια με μένα να τον καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι.

    Γυρίσαμε στο σπίτι και ήπιαμε το καφεδάκι μας χαζολογώντας στο Netflix με μια κωμωδία της συμφοράς, και τελικά λίγο μετά τις επτά, ξεκίνησα να ετοιμάζομαι για την απογευματινοβραδινή μας έξοδο με τη Μαίρη. Και ο Maurice είχε πάρει μαζί του καλά ρούχα—ήθελε να κάνει καλή εντύπωση στην κολλητή μου ο γλυκούλης μου—οπότε κι εγώ δε μπορούσα να τον συνοδεύω σαν το λέτσο!

    Είχα ένα γουστόζικο φορεματάκι που είχα αρνηθεί να το φορέσω την Παρασκευή γιατί μου θύμιζε τον ακατανόμαστο. Κρίνοντας ότι ήρθε η ώρα να το ξορκίσω, αποφάσισα να το φορέσω και το χαμόγελο του Maurice όταν με είδε με δαύτο—είχε… ας πούμε αρκετά αποκαλυπτικό μπούστο—ήταν η επιβράβευσή μου.

    Μια λαρυγγοσκόπηση αργότερα κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο για να πάμε στο Μαρούσι να βρούμε τη Μαίρη.

    Η Μαίρη… Τι παιδί και αυτό!

    Μινιόν, κάπου κοντά στο 1,60, αλλά με αναλογίες μοντέλου, μαύρα κορακίσια μαλιά και αμυγδαλωτά μάτια ίδιου χρώματος, είναι αυτό που λένε “A dame to kill for.” Πέντε χρόνια μεγαλύτερη μου, τη γνώρισα μέσω ενός κοινού γνωστού όταν ήμουν είκοσι. Τελείως αντίθετες μεταξύ μας, κολλήσαμε από την πρώτη στιγμή και αν υπάρχει μία λέξη που θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει είναι η λέξη “αντιφατική.”

    Πλουσιοκόριτσο των βορείων προαστίων, από τζάκι που λέμε, και μεγαλωμένη με γαλλικά, μπαλέτο και πιάνο—και δεν το λέω μεταφορικά—ταυτόχρονα είχε μαύρη ζώνη και τρία dan στο kung-fu. Χωρίς να έχει καμία απολύτως ανάγκη να εργαστεί για να ζήσει, δούλευε σαν σκυλί σε μια από τις οικογενειακές επιχειρήσεις.

    Bossy και ψαρωτική με τρόπο που θα ζήλευε ακόμα και ο λοχίας Hartman, στο σεξ ήταν το τελείως αντίθετο άκρο—και δε μιλάμε για τις συνηθισμένες παιχνιδιάρικες σφαλιάρες στα πισινά, που στην τελική μου αρέσουν κι εμένα. Τι βίτσες, μου είχε πει, τι μαστίγια, τι βελόνες, τι κεριά… Την πρώτη φορά που μου είχε μιλήσει για δαύτα μου είχαν πέσει τ’ αφτιά, είχα μείνει να την κοιτάζω σαν μαλάκας.

    Σχέσεις; Ναι, καλά… Είχε δυο-τρεις ημιμόνιμους έμπειρους και έμπιστους παρτενέρ για τα σαδομαζοχιστικά της παιχνίδια—μαζοχίστρια είναι, όχι αυτοκτονική—και από εκεί και πέρα άλλαζε τους άνδρες σαν τα φορέματά της, και είχε μεγάλη συλλογή από δαύτα—η walk-in ντουλάπα της ήταν μεγαλύτερη από το δωμάτιό μου.

    Ήμουν σίγουρη πως το ίδιο απόγευμα θα την έβλεπα όπως πάντα: έξυπνη, κεφάτη, με το γνωστό καυστικό της χιούμορ και έτοιμη να περάσει από εξονυχιστικό έλεγχο τον Maurice. Όπως ήμουν σίγουρη πως ο αρκούδος μου θα την κέρδιζε από τις πρώτες κουβέντες.

    Οχτώ ακριβώς, Άγγλοι στο ραντεβού μας ήμασταν στην καφετέρια. Η Μαίρη δεν είχε έρθει ακόμα, το πεντάλεπτο της μεγαλοπρέπειας ήταν εκ των ων ουκ άνευ ακόμα και αν είχε ραντεβού με τον Πάπα. Καθίσαμε και φώναξα την γκαρσόνα να παραγγείλουμε τις μπύρες μας. Ο Maurice με κοίταξε αβέβαιος.

    «Να μην περιμένουμε τη Μαίρη;»

    «Είναι βασική της αρχή να μην είναι ποτέ στην ώρα της,» του απάντησα, και με κοίταξε ερωτηματικά. «Όταν τη δεις, θα καταλάβεις!» τον διαβεβαίωσα.

    Πράγματι, οκτώ και πέντε νταν, να σου και η λεβέντισσα. Περπατώντας με έναν αέρα που έκανε όλα τα κεφάλια να γυρίσουν προς το μέρος της, φορώντας ένα υπέροχα κομψό καλοκαιρινό φόρεμα, έφτασε στο τραπέζι μας. Ο Maurice, με το που την είδε να πλησιάζει, σηκώθηκε αμέσως όρθιος με εκείνη τη χαρακτηριστική του ευγένεια, κάνοντάς με να ανασηκωθώ και εγώ λίγο αδέξια, με μικρή καθυστέρηση, σαν παιδάκι που μιμείται τους μεγάλους.

    «Καλώς τη μου!» της είπα γεμάτη χαμόγελο και την αγκάλιασα σφιχτά, δίνοντάς της ένα ηχηρό φιλί στο μάγουλο. Εκείνη μου ανταπέδωσε με ένα πονηρό μειδίαμα και ένα γρήγορο, διερευνητικό βλέμμα στον Maurice.

    «Λοιπόν,» συνέχισα αυτή τη φορά στα αγγλικά, γυρίζοντας προς τον Maurice και νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα. «Να σας κάνω τις συστάσεις. Maurice, από εδώ η Μαίρη, η κολλητή μου. Μαίρη, ο Maurice, το αγόρι μου!»

    Δεν μου διέφυγε πώς άστραψαν τα μάτια του με χαρά μόλις είπα «my boyfriend». Αν είχα πιάσει το Τζόκερ την Παρασκευή, τώρα ήμουν σίγουρη ότι μαζί είχα κερδίσει και το ΠΡΟΤΟ!

    “Hello Mary!” της είπε με φυσικότητα, κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση και δίνοντάς της το χέρι του.

    Κοίταξα τη Μαίρη με κομμένη την ανάσα, προσπαθώντας να διαβάσω στο βλέμμα της αν αυτό της είχε κάνει καλή εντύπωση. Εκείνη του έσφιξε ευγενικά το χέρι, αλλά το χαμόγελό της παρέμεινε συγκρατημένο, όπως έκανε πάντα όταν περνούσε κάποιον από τον εξονυχιστικό της έλεγχο.

    “Hello Maurice,” απάντησε ευγενικά, με βλέμμα που τον σκάναρε από πάνω μέχρι κάτω μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

    Και τότε ο Maurice, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, έπιασε την πλάτη μιας καρέκλας, τραβώντας την ελαφρά προς τα πίσω και κάνοντας ευγενικά νόημα στη Μαίρη να καθίσει. Η κολλητή μου δίστασε για μια στιγμή, το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του με μια έκφραση διερευνητική και μάλλον επιφυλακτική—ένα βλέμμα που κάθε φορά που το αντίκρυζα μου κοβόντουσαν τα ποδάρια. Ο Maurice όμως παρέμεινε εντελώς ήρεμος και απλά την περίμενε υπομονετικά να κάτσει, χαρίζοντάς της ένα απλό, χαμόγελο.

    «Ευχαριστώ,» του είπε τελικά η Μαίρη, αφήνοντας την ένταση να υποχωρήσει από το πρόσωπό της, και κάθισε στην καρέκλα με τη χαρακτηριστική της χάρη.

    Ο Maurice στράφηκε τότε προς το μέρος μου, σηκώνοντας ελαφρά τα φρύδια του και χαμογελώντας πειραχτικά, λες και ήθελε να μου πει: «Εσύ, δεσποινίς, σκοπεύεις να καθίσεις κάποια στιγμή ή θα μείνεις όρθια να μας θαυμάζεις;» Με μια μικρή, ντροπαλή καθυστέρηση κάθισα και τον δικό μου κώλο κάτω, νιώθοντας τα μάγουλά μου να παίρνουν φωτιά.

    Η Μαίρη μας κοίταξε και τους δύο για μερικές στιγμές και μετά στράφηκε προς τον Maurice. Ωχ Παναγία μου, ξεκινάει η ιερά εξέταση. Το ίδιο είχε κάνει και με τον ακατανόμαστο, ο οποίος μπροστά της αποδείχτηκε μαγκιά και κλανιά, παρά το γεγονός ότι αντιπάθησαν ο ένας τον άλλον με την πρώτη ματιά.

    «Λοιπόν, Maurice,» ξεκίνησε στα αγγλικά με αυτόν τον τρόπο της που συνήθως προμήνυε ανάκριση, αφήνοντας την πρόταση να αιωρείται με νόημα.

    Ο τελευταίος, εντελώς ατάραχος, απλά χαμογέλασε ευγενικά, περιμένοντας τη Μαίρη να συνεχίσει. Εκείνη ανασήκωσε ελαφρά τα φρύδια της, ίσως και με λίγη έκπληξη, γιατί συνήθως εκείνη ήταν που έκανε τους άλλους να νιώθουν αμήχανοι με τις σιωπές της. Σαν να τον επανεκτιμούσε, έγειρε ελαφρά προς τα πίσω στην καρέκλα της, υιοθετώντας μια στάση πιο χαλαρή και παιχνιδιάρικη.

    Η σιωπή ανάμεσά τους κράτησε μερικά δευτερόλεπτα, αρκετά ώστε να μου ανεβάσουν τους παλμούς, μέχρι που η Μαίρη αποφάσισε τελικά να την σπάσει. «Από πού είσαι;» τον ρώτησε με ελαφρά χαμόγελο, παρατηρώντας τον προσεκτικά, λες και προσπαθούσε να διαβάσει κάτι πίσω από τις λέξεις που επρόκειτο να πει.

    «Από τη Λιέγη,» της απάντησε ο Maurice ευγενικά, κάνοντας μια ελαφριά χειρονομία με το χέρι του. «Αν και, από τότε που ξεκίνησα την πρώτη μου δουλειά μετά το πανεπιστήμιο, μένω στις Βρυξέλες.»

    «Είσαι καιρό στην Ελλάδα;» συνέχισε η Μαίρη, σκύβοντας ελαφρώς μπροστά σαν να προσπαθούσε να ακούσει κάποιο μυστικό.

    «Από τα μέσα Φλεβάρη,» της απάντησε εκείνος, προσφέροντας κι ένα ζεστό χαμόγελο. «Και, όπως φαίνεται, θα είμαι για αρκετό καιρό ακόμα.»

    Η Μαίρη έγειρε το κεφάλι της λίγο πλάγια, εξετάζοντάς τον διερευνητικά: “Digital nomad?” τον ρώτησε, επαναλαμβάνοντας ακριβώς τη δική μου ερώτηση από την πρώτη μας συνάντηση, και περιμένοντας την απάντηση με πραγματικό ενδιαφέρον.

    Αυτή τη φορά, όμως, η απάντησή του ήταν διαφορετική και, ω Θεέ μου, με έκανε να αισθανθώ ένα μικρό φτερούγισμα στο στήθος:

    «Όχι,» είπε ο Maurice ήρεμα. «Είμαι εδώ ως subcontractor της Accenture,» εξήγησε, με τη Μαίρη να γνέφει καταφατικά, αναγνωρίζοντας αμέσως την εταιρία. «Να σου πω την αλήθεια όμως,» πρόσθεσε κοιτώντας με γρήγορα, φευγαλέα και χαμογελώντας τρυφερά, «έχει αρχίσει και μου αρέσει η ζωή εδώ. Οπότε, ποιος ξέρει; Μπορεί και να καταλήξω!»

    Κόντεψα να πνιγώ με το σάλιο μου. Εκείνη τη στιγμή η καρδιά μου έκανε τουλάχιστον διακόσιες κωλοτούμπες, ενώ η Μαίρη προσπάθησε—ανεπιτυχώς—να κρύψει το πονηρό της χαμόγελο.

    «Τι σου αρέσει περισσότερο;» συνέχισε εκείνη, με μια χροιά στη φωνή της που έδειχνε ότι του έδινε πόντους.

    Ο Maurice χαμογέλασε και ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους. «Οι Έλληνες είστε υπέροχα χαοτικοί,» της απάντησε με ειλικρίνεια, χαμογελώντας πλατιά. «Ξέρεις, στην αρχή με είχαν προειδοποιήσει ότι θα δυσκολευτώ να προσαρμοστώ,» συμπλήρωσε με ένα παιχνιδιάρικο μειδίαμα. «Είναι όντως λίγο δύσκολο, ειδικά η κάπως… χαλαρή σχέση σας με τις ημερομηνίες,» συνέχισε, και εδώ χαχάνισε διακριτικά, κερδίζοντας ένα αυθόρμητο χαμόγελο από τη Μαίρη. «Αλλά δεν ξέρω… ίσως μου αρέσουν οι προκλήσεις,» είπε με έναν σκεπτικό τόνο, αφήνοντας ένα-δυο δευτερόλεπτα σιωπής πριν χαμογελάσει πάλι. «Ή ίσως βρίσκω αναζωογονητική αυτή τη χαλαρότητα, κι ας μου κάνει τη ζωή δύσκολη ώρες-ώρες.»

    Και τότε το χαμόγελό του έγινε ακόμα πιο πονηρό:

    «Για να μη μιλήσω για τον ήλιο, τη θάλασσα και τα παϊδάκια,» κατέληξε, και αυτή τη φορά δεν άντεξε και γέλασε δυνατά, κάνοντας τη Μαίρη να τον ακολουθήσει. «Θεέ μου, αυτά τα παϊδάκια!» πρόσθεσε με πραγματική ευδαιμονία.

    Η αντίδραση της Μαίρης με έκανε να λιώσω ακόμα περισσότερο. Το γέλιο της ήταν αυθεντικό, ειλικρινές, και τα μάτια της έλαμψαν πραγματικά με ενθουσιασμό.

    «Προλάβαμε και σε χαλάσαμε, Maurice;» τον ρώτησε πειραχτικά, σκύβοντας προς το μέρος του σαν να μοιράζονταν μια μικρή συνομωσία.

    “No!” της απάντησε εκείνος εμφατικά, με το χαμόγελό του να φωτίζει ακόμα περισσότερο το πρόσωπό του. “You’ve shown me the light!” συμπλήρωσε, με την έκφρασή του να είναι γεμάτη ζωντάνια και ενθουσιασμό, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπάει ακόμα πιο δυνατά.

    «Τι άλλο έχεις προλάβει να μάθεις για την Ελλάδα,» τον ρώτησε η Μαίρη.

    «Ότι απαγορεύεται διά ροπάλου να φοράς πέδιλα με κάλτσες!» της απάντησε με deadpan ύφος, κάνοντας να της ξεφύγει ένα ροχαλητό. Μετά χαχανίζοντας και ο ίδιος συμπλήρωσε «Όταν με είδε το πρωί η Σόφη κόντεψε να πάθει αποπληξία και άρχισε να με γκαζώνει, και ο φουκαράς δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο ειδεχθές ήταν το έγκλημα μου διέπραξα!» συνέχισε, κερδίζοντας και πάλι το γέλιο της.

    «Ναι, αλλά τώρα ξέρεις, έτσι αρκούδι μου;» τον ρώτησα τρυφερά.

    «Ναι, μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε το ίδιο τρυφερά, κάνοντάς με να λιώσω.

    «Γκουχ-γκουχ!» μας έκανε η Μαίρη χαχανίζοντας, θέλοντας να μας δείξει ότι είναι ακόμα εδώ.

    Η βραδιά συνεχίστηκε το ίδιο όμορφα και το διαλύσαμε γύρω στις δέκα καθώς η επόμενη ήταν Δευτέρα, και ποιος πάει δουλειά την τύχη μου μέσα. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά πάντως είναι ότι ο Maurice την κέρδισε τη Μαίρη, κάτι το οποίο δεν το λες και εύκολο.

    «Λοιπόν, πώς σου φάνηκε η Μαίρη,» τον ρώτησα με το που μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να με γυρίσει στο σπίτι.

    “She is feisty, but she’s not a pixie!” μου είπε και μετά γύρισε και με κοίταξε. “She is a true Dame!” μου είπε με γνήσιο θαυμασμό. “Not my type, but I liked her; I liked her a lot!” συμπλήρωσε.

    “She liked you too,” του απάντησα χαμογελαστή. “She is a very difficult gal to impress, and yet you did!”

    “What can I say?” μου είπε κοιτάζοντάς με σκανταλιάρικα. “I’m perfection incarnated!”

    Όταν με γύρισε σπίτι το βράδυ, κατέβηκε να με συνοδέψει μέχρι την εξώπορτα. Αν και είχα μόλις αρχίσει να τον μαθαίνω, από τη στάση του κατάλαβα ότι δεν ήθελε να περάσει και πάλι το κατώφλι, και όσο και αν ήθελα να ανέβει και να κοιμηθούμε και πάλι μαζί, κατάφερα να κρατηθώ.

    “So,” μου είπε κρατώντας τα χέρια μου στα χέρια του και κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Τι ώρα σχολάς αύριο το απόγευμα;»

    «Δευτέρες και Τρίτες κατεβαίνω στα κεντρικά, στον Πειραιά. Συνήθως γυρνάω λίγο μετά τις επτά.»

    Χαμογέλασε παιχνιδιάρικα. “Netflix and chill, afterwards?”

    «Και σουβλάκια!» του απάντησα χαμογελώντας. «Από το καλύτερο σουβλατζίδικο της περιοχής!»

    «Τώρα μιλάς σωστά,» μου είπε και έσκυψε και να με φιλήσει.

    Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του και τον έφερα κοντά μου, αδιαφορώντας ότι ήμουν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ήμουν με τ’ αγόρι μου, τον αρκούδο μου, και στο διάολο όλα.

    Όταν με άφησε μπήκα μέσα και έκλεισα την πόρτα. Γύρισα και τον κοίταξα όσο απομακρυνόταν για να πάει στο αυτοκίνητο, και μόνο όταν μπήκε μέσα και ξεκίνησε να γυρίσει σπίτι του ανέβηκα στο δικό μου. Ανέβηκα πάνω που με περίμενε σαν μαντρόσκυλο ο Μπλάκι, και αφού άλλαξα επέστρεψα στο σαλόνι και κάθισα στον καναπέ ανάβοντας το air-condition.

    Και φυσικά το πρώτο πράγμα που έκανα, αφού ο Μπλάκι βολεύτηκε στην αγκαλιά μου, ήταν να πάρω τηλέφωνο τη Μαίρη.

    «Βρε βρε,» μου απάντησε κοροϊδευτικά. «Χαθήκαμε βρε ψυχή!»

    «Μωρή άσε το δούλεμα!» της είπα γεμάτη αγωνία. «Πώς σου φάνηκε;»

    «Το πέρασε το πρώτο τεστ!» μου είπε χαχανίζοντας και κάνοντάς με να ξεφυσήσω από την ανακούφιση. «Αλλά πες του να μην επαναπαύεται… or else!» συνέχισε με ψεύτικα απειλητικό ύφος. «Και τώρα ξέρασέ τα όλα τι έγινε από χθες το απόγευμα και μετά! Με το Νι και με το Σίγμα!»

    Πήρα βαθιά ανάσα και ξεκίνησα.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 7ο - Δευτέρα κάτι έχω, την Τρίτη δεν αντέχω

    Βολεύτηκα στον καναπέ με τα πόδια μου διπλωμένα κάτω από το σώμα μου, κρατώντας το κινητό με τον ώμο και το αυτί ενώ τα χέρια μου αγκάλιαζαν ένα μαξιλάρι. Το φως του δρόμου έμπαινε από το παράθυρο ενώ ο Μπλάκι τελικά την κοπάνησε από την αγκαλιά μου και άραξε στο γατόδεντρό του.

    Εννοείται ότι της τα είπα από την αρχή με το νι και με το σίγμα. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε βλέμμα, κάθε άγγιγμα. Η φωνή μου ανέβαζε και κατέβαζε τόνους καθώς αναβίωνα τη βραδιά, τα χέρια μου κινούνταν στον αέρα παρόλο που δεν μπορούσε να με δει.

    Και αν κρίνω από τον αριθμό των γεμάτων έκπληξη «ΜΩΡΗ!?!?!?!?» που διέκοψαν την αφήγησή μου—τουλάχιστον πέντε-έξι—πρέπει να ένιωσε πολύ περήφανη για το πουλέν της!

    «Σε κατάφερε με τη δεύτερη το θηρίο;» με ρώτησε γελώντας. Άκουγα το χαμόγελο στη φωνή της, εκείνο το πονηρό χαμόγελο που ήξερα ότι θα είχε αν ήμασταν πρόσωπο με πρόσωπο.

    Έριξα το κεφάλι μου πίσω στον καναπέ και αναστέναξα θεατρικά. «Ναι! Μου ήρθε από το πουθενά και είδα αστεράκια και πεταλουδίτσες.» Έκανα μια παύση, δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου. «Εντάξει, δεν ήταν και ο πιο δυνατός που έχω ζήσει, αλλά beggars can’t be choosers!»

    Ένα δυνατό γέλιο ήρθε από την άλλη μεριά της γραμμής. «Άξιος! Άξιος!» μου απάντησε, και την άκουσα να χτυπάει το χέρι της κάπου—μάλλον στο τραπέζι.

    Σηκώθηκα λίγο από τον καναπέ, το ένα μου χέρι άρχισε να κάνει νευρικές κινήσεις. «Άξιος δε θα πει τίποτα.» Το πρόσωπό μου κοκκίνισε ελαφρά από την ανάμνηση. «Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που δε μου πήρε ούτε πέντε λεπτά να τον κάνω να δει και του λόγου του αστεράκια και πεταλουδίτσες!» Σταμάτησα για δραματικό εφέ. «Να με πνίξει κόντεψε!»

    Η Μαίρη έβαλε τα γέλια—ένα από εκείνα τα γνήσια, δυνατά γέλια της που με έκαναν πάντα να γελάω κι εγώ. Πίεσα το μαξιλάρι πιο σφιχτά στην αγκαλιά μου, προσπαθώντας να πνίξω τα δικά μου χαχανητά.

    «Και όχι τίποτε άλλο,» συνέχισα, κουνώντας το κεφάλι μου με απορία, «αλλά πότε πρόλαβε και μαζεύτηκε τόσο πράγμα;»

    «Ένα κοπάδι παϊδάκια φάγατε!» μου απάντησε γελώντας. Την άκουσα να παίρνει ανάσα πριν συνεχίσει. «Είχε πράμα να μεταβολίσει!»

    Χτύπησα το μέτωπό μου με την παλάμη μου σε μια υπερβολική χειρονομία απόγνωσης. «Διπλή δόση πρωτεΐνης, και μετά αναρωτιέμαι γιατί δεν φεύγουν αυτά τα ρημάδια τα κιλά!» Η φωνή μου πήρε μια δραματική χροιά απελπισίας που την έκανε να χαχανίσει ακόμα περισσότερο.

    «Μωρή αν ήταν να παχαίνεις από αυτό, θα είχα γίνει ελέφαντας!» μου απάντησε η ξεδιάντροπη.

    Αυτή τη φορά δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Διπλώθηκα στα δύο από τα γέλια, το κινητό κόντεψε να πέσει από τον ώμο μου. Το έπιασα με το χέρι μου την τελευταία στιγμή, ακόμα γελώντας.

    «Καλά να είμαστε και θα στον κάνω μούμια!» της απάντησα όταν κατάφερα να πάρω ανάσα. Σκούπισα ένα δάκρυ από τα γέλια από τη γωνία του ματιού μου. «Εδώ είχα κάνει το μαλάκα, τον αρκούδο μου θα αφήσω στην απ’ έξω;»

    Άκουσα έναν ήχο αγανάκτησης από την άλλη μεριά. «Μη μου τον θυμίζεις δαύτον και μου ανεβάζεις την πίεση!» μου είπε με φωνή που έδειχνε ότι σοβάρεψε ξαφνικά.

    Ανασήκωσα τους ώμους μου, παρόλο που δεν μπορούσε να με δει. «Εντάξει, γενικά ήταν μεγάλος μαλάκας,» παραδέχτηκα, «αλλά να είμαστε και δίκαιοι.» Έκανα μια μικρή παύση, το βλέμμα μου έπεσε στον Μπλάκι που κοιμόταν ήρεμα. «Εμένα μου φερόταν πολύ καλά και αγαπούσε και τα ζώα!»

    «Αυτό θα έλειπε να σε κακομεταχειριζόταν και από πάνω.» Η φωνή της Μαίρης είχε πάρει εκείνο τον προστατευτικό τόνο που έπαιρνε όταν μιλούσε για τους πρώην μου. «Θα τον είχα φυτέψει στις γλάστρες σου!» μου δήλωσε με απόλυτη σοβαρότητα.

    Χαμογέλασα. Με τα τρία νταν που έχει του λόγου της στο kung-fu, δεν θα της ήταν καν κόπος.

    «Τέλος πάντων,» είπα κάνοντας μια αδιάφορη κίνηση με το χέρι μου, «μας τελείωσε οριστικά αυτός.»

    «Ακριβώς.» Άκουσα τη Μαίρη να παίρνει μια ανάσα. «Και ισχύει αυτό που σου είπα, μου έκανε πολύ καλή εντύπωση ο Maurice.»

    Σταμάτησε ξαφνικά, σαν κάτι να σκέφτηκε. Ένιωσα την καρδιά μου να επιταχύνει ελαφρά από την αγωνία. Όταν συνέχισε, η φωνή της είχε εκείνη την πονηρή χροιά που έδειχνε ότι χαμογελούσε πλατιά.

    «Και απ’ όσο μπορώ να καταλάβω τους άνδρες, δεν είσαι η μόνη που έχει κάνει τσιχλόφουσκα τη λαμαρίνα!»

    Πετάχτηκα όρθια από τον καναπέ, το μαξιλάρι έπεσε στο πάτωμα. «Αχ, λες;» τη ρώτησα με λαχτάρα που δεν προσπάθησα καν να κρύψω. Η φωνή μου ανέβηκε μια οκτάβα από τον ενθουσιασμό.

    «Λέω, λέω!» μου απάντησε καθησυχαστικά, με τη φωνή της γεμάτη τρυφερότητα και σιγουριά.

    Άφησα τον εαυτό μου να πέσει πάλι στον καναπέ, ένα τεράστιο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό μου. Αγκάλιασα τα γόνατά μου στο στήθος μου, νιώθοντας σαν έφηβη που μόλις έμαθε ότι αρέσει στο αγόρι που της αρέσει.

    Και εκείνη την στιγμή, λες και ήταν συντονισμένος μαζί μου με κάποιον τρόπο, το κινητό μου έκανε το χαρακτηριστικό μπιπ των μηνυμάτων. Το όνομά του στην οθόνη με έκανε να χαμογελάσω τόσο πλατιά που πόνεσαν τα μάγουλά μου.

    «Μου έστειλε μήνυμα!» είπα στη Μαίρη με ενθουσιασμό δεκαεξάχρονης πιτσιρίκας. Η φωνή μου ανέβηκε δύο οκτάβες και άρχισα να κουνάω τα πόδια μου πάνω-κάτω σαν μικρό παιδί που περιμένει να ανοίξει δώρο.

    «ΧΑΧΑΧΑ σιγά μωρή, μας κόλλησες μέλια!» Η Μαίρη γελούσε τόσο δυνατά που σχεδόν την άκουγα να δακρύζει.

    Αγκάλιασα το κινητό στο στήθος μου δραματικά, σαν να ήταν ερωτικό γράμμα από άλλη εποχή. «Με σκέφτεται το αρκούδι μου, αφού!» της είπα τραβώντας το “ου” σε ένα μακρόσυρτο, παιδιάστικο τραγούδισμα, κάνοντας την Μαίρη να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

    Άκουσα να παίρνει βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Λοιπόν, άντε στο αρκούδι σου,» είπε τελικά όταν κατάφερε να σταματήσει να γελάει. «Να πάω να κάνω κι εγώ για φρέσκα. Αύριο πρωί-πρωί πετάω για Θεσσαλονίκη!»

    Ανασήκωσα το ένα μου φρύδι με νόημα, παρόλο που δεν μπορούσε να με δει. Έβαλα την πιο αθώα φωνή που είχα. «Δουλειές;» τη ρώτησα, ενώ ήξερα πολύ καλά ότι ένας από τους ημιμόνιμους των σαδομαζοχιστικών της παιχνιδιών ήταν σαλονικιός. Τον είχα ακούσει να αναφέρεται σαν “ο βόρειος” στις ιστορίες της.

    «Μεταξύ άλλων!» μου είπε χαχανίζοντας με εκείνο τον τρόπο που έδειχνε ότι είχε ήδη αρχίσει να σχεδιάζει.

    Ακούμπησα πίσω στον καναπέ, υιοθετώντας την πιο ουδέτερη στάση που μπορούσα. «Κατάλαβα, θα γαμηθείς στη δουλειά!» της είπα με απόλυτα deadpan ύφος και της ξέφυγε ένα ροχαλητό. «ΠΟΥ και ΞΥ;» τη ρώτησα χρησιμοποιώντας τη δική της κωδική ορολογία.

    «Ο βόρειος είναι πιο πολύ του ΞΥ παρά του ΠΟΥ,» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Βέβαια εξαρτάται από τις ορέξεις του…» συνέχισε στενάζοντας ελαφρά. «Όταν έχει… ααααχ… και ΤΣΟ+ΛΟ και ΠΟΥ+ΞΥ και όλα τα καλά!»

    Σούφρωσα τα χείλη μου σκεπτική. «Μωρή, απορία το έχω,» της είπα, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι. «Δε φοβούνται μη στραβώσεις και τους φυτέψεις στις γλάστρες τους;»

    «Όχι, γιατί να φοβηθούν;» Η φωνή της πήρε εκείνη την πονηρή χροιά που ήξερα τόσο καλά. «Όταν λέμε ΠΟΥ και ΞΥ εννοούμε και τα δύο.» Έκανε μια δραματική παύση. «ΠΟΥ βρίσκω εύκολα, αλλά το άλλο… το άλλο είναι τέχνη,» μου απάντησε με λάγνα φωνή που με έκανε να κουνήσω το κεφάλι μου χαμογελώντας. «Αφού στα έχω πει μωρή!»

    Σηκώθηκα από τον καναπέ, κρατώντας ακόμα το κινητό. «Τι να πω… έκαστος εφ ω ετάχθη!» Κοίταξα την οθόνη του κινητού μου που είχε ακόμα το μήνυμα του Maurice ανοιχτό. «Λοιπόν, σε αφήνω να πας για φρέσκα και πάω να πάρω κι εγώ τηλέφωνο το αρκούδι μου!»

    «Φιλάκια μωρό μου!» Σταμάτησε για μια στιγμή. «Α, εσύ τι θα κάνεις;»

    Ένα πονηρό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό μου. Έκανα μια στροφή στη μέση του σαλονιού, σαν να χόρευα. «Αύριο γραφείο…» έκανα μια παύση για δραματικό εφέ, «αλλά το απόγευμα… Netflix και chill!» της απάντησα, το χαμόγελό μου άνοιξε ακόμα περισσότερο.

    «Να σου πω, πάρε κι εσύ προφυλακτικά…»

    «Εννοείται!» της απάντησα, παίζοντας πονηρά με τα μάτια μου—κάνοντας εκείνη την κίνηση με τα φρύδια που κάνω όταν υπονοώ κάτι, και ας μη με έβλεπε! «Λοιπόν, καλό ταξίδι και να μου προσέχεις!»

    «Ναι μαμά!» μου είπε ειρωνικά με εκείνη τη φωνή που χρησιμοποιούν τα παιδιά όταν τους κάνουν παρατήρηση οι γονείς τους.

    Στείλαμε τηλεφωνικά φιλάκια η μία στην άλλη—εκείνα τα υπερβολικά μουάκ μουάκ που κάναμε από τότε πρωτογνωριστήκαμε—και έκλεισα το τηλέφωνο.

    Έμεινα για λίγο να κοιτάζω τη συσκευή στο χέρι μου, το μήνυμα του Maurice ακόμα ανοιχτό στην οθόνη. Τα δάχτυλά μου χάιδευαν νευρικά την άκρη της οθόνης. Δάγκωσα το κάτω χείλος μου, πήρα μια βαθιά ανάσα, στρογγυλοκάθισα καλύτερα στον καναπέ, και πάτησα το εικονίδιο του messenger για να τον καλέσω, νιώθοντας τις πεταλούδες στο στομάχι μου να χορεύουν ξανά σαν τρελές.

    Η οθόνη άναψε και εκεί ήταν. Το πρόσωπό του γέμισε την οθόνη και ένιωσα την καρδιά μου να χάνει ένα χτύπο.

    «Αρκούδι μουυυυυυυυυυυυυυυ!» του είπα ελληνικά, τραβώντας το “ου” σε ένα μακρόσυρτο νιαούρισμα. Ήξερε τι σήμαινε γιατί του το είχα εξηγήσει, και έσκυψα κοντά στην κάμερα στέλνοντάς του ένα σκασμό φιλάκια στον αέρα.

    «Μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε τρυφερά με φωνή που έσταζε συναίσθημα. Το πρόσωπό του στην οθόνη σχεδόν έλαμπε, τα μάτια του γεμάτα ζεστασιά.

    Και πάρ’την κάτω τη δικιά σου. Έλιωσα σαν παγωτό στον ήλιο.

    Προσπάθησα να ανακτήσω λίγο από την ψυχραιμία μου, ίσιωσα την πλάτη μου και σήκωσα το ένα μου φρύδι πειρακτικά. «Για μικρή μάγισσα με λες και μεγαλόσωμη!» του απάντησα, κάνοντας μια υπερβολική χειρονομία προς το σώμα μου.

    Τον είδα να γέρνει λίγο το κεφάλι του στο πλάι, το χαμόγελό του πλάτυνε. «Σχεδόν τα πάντα είναι σχετικά,» μου είπε με νόημα.

    Σούφρωσα τα χείλη μου σκεπτική, παίζοντας με μια τούφα από τα μαλλιά μου. «Όχι τα πάντα;»

    Το πρόσωπό του πήρε μια σοβαρή έκφραση και κάθισε λίγο πιο ίσια. «Η πρόταση “τα πάντα είναι σχετικά,” είναι απόλυτη!» μου απάντησε σοβαρός-σοβαρός με δασκαλίστικο ύφος, σηκώνοντας ελαφρά το δάχτυλό του σαν να έκανε μάθημα.

    Γέλασα μέσα μου. Ήξερα ακριβώς πού πήγαινε αυτό. «Τα πάντα είναι σχετικά, και αυτό σχετικό;» τον ξαναρώτησα, γέρνοντας το κεφάλι μου στην άλλη μεριά και κάνοντας τον κέφι. Φυσικά και είχα καταλάβει τι απάντηση θα μου έδινε, αλλά μου άρεσε το δασκαλίστικο του ύφος! Ήταν σέξι με έναν περίεργο τρόπο.

    Έκανε μια δραματική παύση, τα μάτια του στένεψαν ελαφρά. «Και αυτό είναι απόλυτη ως δήλωση!» μου δήλωσε, το δάχτυλό του κινήθηκε πάλι στον αέρα. Συνέχισε να με κοιτάζει σα δάσκαλος που εξηγεί κάτι σε επίμονη μαθήτρια, αλλά μετά το πρόσωπό του μαλάκωσε και χαμογέλασε. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό, μωρό μου. Δεν υπάρχει σύνολο που να περιέχει τα πάντα, οδηγεί σε λογική αντίφαση!»

    Ακούμπησα πίσω στον καναπέ με ένα πονηρό χαμόγελο. «Άρα όταν λες σε κάποιον “θα σου δώσω τα πάντα!” είναι λογική πλάνη!» του είπα πειρακτικά, παίζοντας με το μενταγιόν στο λαιμό μου.

    Τον είδα να σκέφτεται για μια στιγμή, το χέρι του πήγε στο πιγούνι του. «Αν το θέσεις ακριβώς με αυτό τον τρόπο, ναι,» μου εξήγησε μετρημένα. «Αν ωστόσο το θέσεις ως “τα πάντα που είναι στο χέρι μου να σου δώσω,” τότε δεν είναι απαραίτητα λογική πλάνη.»

    Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα, τα μάτια του με κοίταζαν έντονα μέσα από την οθόνη. Ένιωσα να ανατριχιάζω ελαφρά.

    «Από εκεί και πέρα, το αν αυτό θα αποδειχτεί αλήθεια ή ψέμα, είναι διαφορετική συζήτηση!»

    Σηκώθηκα λίγο από τον καναπέ από τον ενθουσιασμό μου. «Καλά, θα ξεκινήσουμε με τα απλά, τότε!» του είπα χαχανίζοντας, τινάζοντας τα μαλλιά μου πίσω. «Σε περιμένω αύριο μετά τις επτά!»

    Τα μάτια του έλαμψαν πειρακτικά. «Αν σου έρθω τα μεσάνυχτα, και αυτό μετά τις επτά θα είναι!»

    Έδειξα με το δάχτυλό μου προς την κάμερα απειλητικά, προσπαθώντας να κάνω αυστηρό πρόσωπο. «Δεν τη λυπάσαι τη μανούλα σου που θα σε κλάψει;» τον ψευτοαπείλησα, αλλά το χαμόγελο που προσπαθούσα να κρύψω με πρόδωσε.

    Έβαλε τα γέλια, ένα βαθύ, ζεστό γέλιο που με έκανε να χαμογελάσω ακόμα περισσότερο. «Σκληρή! Μ’ αρέσεις!» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι πονηρά.

    Κάθισα σταυροπόδι στον καναπέ, παίρνοντας πιο άνετη στάση. «Σκοπεύεις να με μαλακώσεις, lover boy?» του είπα πειρακτικά, κουνώντας τα φρύδια μου με νόημα. Έκανα μια παύση για εφέ. «Σαν το χταπόδι, να πούμε;» συνέχισα, κάνοντας κινήσεις σα να χτυπάω χταπόδι στα βράχια.

    Άρχισε να γελάει τόσο δυνατά που πρέπει να έπιασε την κοιλιά του. Περίμενα να ηρεμήσει, απολαμβάνοντας την αντίδρασή του.

    «Δεν είμαι της υπερβολικής βίας,» μου απάντησε τελικά με αινιγματικό ύφος, σηκώνοντας τα χέρια του σε ένδειξη αθωότητας. Μετά έσκυψε πιο κοντά στην κάμερα συνωμοτικά. «Άλλωστε… γαργαλιέσαι!»

    Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και έκανα μια υπερβολική κίνηση υποταγής. “I will be a good obedient girl, Sir!” του είπα χαχανίζοντας και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου παιχνιδιάρικα.

    «Ναι, αλλά μη το παρακάνεις, έτσι;» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι πονηρά. Το υπονοούμενο ήταν ξεκάθαρο και με έκανε να βάλω και πάλι τα γέλια, κρύβοντας το πρόσωπό μου στα χέρια μου για μια στιγμή.

    Όταν τον ξανακοίταξα, το πρόσωπό του είχε μαλακώσει. «Λατρεύω να σε κάνω να γελάς, μικρή μου μάγισσα!» μου είπε τρυφερά.

    Ένιωσα να λιώνω και πάλι. Αγκάλιασα ένα μαξιλάρι στο στήθος μου και έκρυψα μισό το πρόσωπό μου πίσω του. «ΑΡΚΟΥΔΙ ΜΟΥ ΕΣΥ!» του έκανα γλυκουλινιάρικα, η φωνή μου βγήκε πνιχτή από το μαξιλάρι.

    Τον είδα να χαμογελάει μέχρι και τ’ αφτιά με την αντίδρασή μου. Ναι, έκανα σαν ερωτευμένο δεκαεξάχρονο και δεν ντρεπόμουν καθόλου!

    Ξερόβηξε ελαφρά, επαναφέροντας τη συζήτηση. «Γύρω στις εφτά και μισή είναι καλά;» με ρώτησε.

    Άφησα το μαξιλάρι και ίσιωσα λίγο. «Οποιαδήποτε ώρα μετά τις επτά θα είναι εντάξει!» του απάντησα, κουνώντας το χέρι μου αδιάφορα.

    «Επτά και μισή, να προλάβω να κάνω και ένα ντουζάκι!»

    Πετάχτηκα πάλι μπροστά, κουνώντας το δάχτυλό μου αρνητικά. «Σου απαγορεύω!» του δήλωσα χαχανίζοντας. «Εδώ, μαζί!»

    Το φρύδι του σηκώθηκε και έγειρε το κεφάλι του με ενδιαφέρον. «Ντουζ το λέμε τώρα;» με ρώτησε γελώντας πονηρά!

    Του έκλεισα το μάτι, νιώθοντας τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται. «Θα κάνουμε ΚΑΙ ντουζ!» του απάντησα στο ίδιο ύφος.

    Συνεχίσαμε την πάρλα σχεδόν μέχρι τη μία. Άλλαζα στάσεις στον καναπέ κάθε λίγο—πότε ξαπλωμένη, πότε καθιστή, πότε με τα πόδια πάνω—ενώ μιλούσαμε για τα πάντα και τίποτα. Κάπου εκεί όμως έπρεπε να κλείσουμε. Χασμουρήθηκα δυο-τρεις φορές και τα μάτια μου είχαν αρχίσει να βαραίνουν. Είχα αρκετά πρωινό ξύπνημα για να προλάβω να είμαι στα κεντρικά μας στον Πειραιά στις εννιά το πρωί.

    «Πρέπει να πάω για ύπνο,» του είπα με παραπονιάρικη φωνή.

    «Το ξέρω, μωρό μου. Κι εγώ.»

    Κλείσαμε με ακόμα περισσότερα φιλάκια στον αέρα και υποσχέσεις για την επόμενη μέρα. Σηκώθηκα από τον καναπέ, τέντωσα το σώμα μου που είχε πιαστεί, και κατευθύνθηκα προς το υπνοδωμάτιο να ξεραθώ. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που κλείσαμε, αλλά έλα που το τριχωτό μου αγόρι ήθελε αγαπουλινιές, και τι να τον κάνω τον κερατά;

    Ο Μπλάκι με ακολούθησε πιστά. Όπως πάντα ήρθε στο πλάι του μαξιλαριού μου, κάνοντας τον καθιερωμένο του χορό—τρεις-τέσσερεις στροφές, μια μυρωδιά εδώ, μια μυρωδιά εκεί, μέχρι να βρει το τέλειο σημείο. Τελικά βολεύτηκε και μου γύρισε την κοιλιά του για να τον χαϊδέψω. Τα δάχτυλά μου βρήκαν το μαλακό τρίχωμα της κοιλιάς του και άρχισε να γουργουρίζει σαν χαλασμένο τρακτέρ.

    Με τούτα και με κείνα—σκέψεις για τον Maurice, προγραμματισμός για την επόμενη μέρα, το γουργούρισμα του Μπλάκι—ο ύπνος άργησε λίγο να με πάρει, και το πρωί που χτύπησε το ξυπνητήρι, σηκώθηκα σα ζόμπι, τα μάτια μου μισόκλειστα και το μυαλό μου ακόμα θολό από τον ύπνο.

    Με τα χίλια ζόρια έσυρα τον εαυτό μου στο μπάνιο, τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι και τα μάτια μου να κλείνουν από μόνα τους. Στηρίχτηκα στον τοίχο του διαδρόμου για μια στιγμή, προσπαθώντας να συνέλθω. Μετά την πρωινή μου τουαλέτα, χώθηκα κάτω από το νερό μπας και ξυπνήσω.

    Άφησα το δροσερό νερό να τρέχει στο σώμα μου, κουνώντας το κεφάλι μου αργά από τη μία πλευρά στην άλλη. Μπα, τίποτα. Σχεδόν με πήρε ο ύπνος όρθια την ώρα που βούρτσιζα τα δόντια μου—το κεφάλι μου έγειρε επικίνδυνα προς τα εμπρός και τινάχτηκα ξανά όρθια. Καλά ξεκινήσαμε.

    Βγήκα από το μπάνιο σέρνοντας τα πόδια μου και άνοιξα την ντουλάπα. Με τη θερμοκρασία ακόμα πιο ψηλή από χθες—το ένιωθα ήδη στο δέρμα μου παρά την πρωινή ώρα—αποφάσισα να βάλω μια ανοιχτή μακριά φούστα αντί για παντελόνι.

    Την τράβηξα από την κρεμάστρα με μια αργή κίνηση και την κοίταξα για λίγο σαν να προσπαθούσα να θυμηθώ πώς φοριέται. Από πάνω διάλεξα μια ελαφριά μπλούζα, και αναγκαστικά σουτιέν. Αναστέναξα βαθιά καθώς το φορούσα—μισούσα τα σουτιέν με πάθος. Αλλά στο γραφείο έχει air-conditioning και αν δεν το φορούσα θα γινόμουν θέαμα για το φιλοθεάμον κοινό.

    Κουτουλώντας ακόμα από τη νύστα πήγα στην κουζίνα και έβαλα στον τριχωτό μου μούργο την υγρή τροφή του. Ο Μπλάκι με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια από το γατόδεντρό του, μετά κοίταξε το μπολ του, και πάλι εμένα. Άρχισα να φεύγω και τον είδα να σηκώνεται αργά, να τεντώνεται με υπερβολική επίδειξη—πρώτα τα μπροστινά πόδια, μετά τα πίσω—και να κατεβαίνει μεγαλοπρεπώς προς το φαγητό του. Πέρασα την πόρτα κάτω από το έντονα αποδοκιμαστικό του βλέμμα που έλεγε ξεκάθαρα “και πού πας τώρα πάλι;”

    Ως συνήθως έφαγα κανένα τέταρτο στο Νέο Ηράκλειο κάνοντας γύρους σαν τρελή να βρω να παρκάρω. Τα χέρια μου σφίχτηκαν στο τιμόνι από τα νεύρα μου και χτύπησα το κλάξον δύο φορές σε κάποιον που προσπάθησε να μου κλέψει τη θέση. Όταν τελικά πάρκαρα, βγήκα από το αυτοκίνητο σχεδόν τρέχοντας και ανέβηκα στο τραίνο.

    Μπήκα μέσα και αμέσως συμπιέστηκα ανάμεσα σε δύο κυρίους με κουστούμια που μύριζαν aftershave και ιδρώτα. «Κάπως έτσι πρέπει να νιώθουν οι παστές σαρδέλες», σκέφτηκα καθώς προσπαθούσα να κρατηθώ από τη χειρολαβή χωρίς να αγγίξω κανέναν. Και τι ωραία που είναι μέσα στον τραίνο με τον καύσωνα…

    Δευτέρα στο γραφείο, σκέτη μαγεία… Κάθισα βαριά στην καρέκλα μου και κοίταξα την οθόνη του υπολογιστή με απόγνωση. Νομίζω ότι δε χρειάζεται να πω περισσότερα για το πόσο όμορφα κύλισε η μέρα. Τα δάχτυλά μου χτυπούσαν νευρικά στο πληκτρολόγιο, το ένα μου πόδι κουνιόταν κάτω από το γραφείο. Χώρια που ο Δημητρίου άλλαξε μια φόρμουλα και μέχρι να καταλάβω τι είχε γίνει έπαθα καμιά δεκαριά εγκεφαλικά.

    Σηκώθηκα απότομα από την καρέκλα μου, τα χέρια μου σφιγμένα σε γροθιές, και πήγα στο γραφείο του με βήματα που αντηχούσαν στο διάδρομο. Με την ευγένεια που με χαρακτηρίζει, του δήλωσα αγριοκοιτώντας τον πως την επόμενη φορά που θα πάρει τέτοια πρωτοβουλία θα χρησιμοποιηθεί σε πείραμα φυσικής: πόσο χρόνο θα κάνει να βρεθεί στο πεζοδρόμιο από τον εικοστό όροφο.

    Πάλι καλά να λέω που είχα και τον αρκούδο μου. Γύρισα στο γραφείο μου λίγο πιο ήρεμη και άνοιξα το messenger στο κινητό. Ανταλλάσσαμε που και που κανένα μήνυμα, κλαίγοντας αμφότεροι τη μοίρα μας. Κάθε φορά που έβλεπα το όνομά του στην οθόνη, ένα μικρό χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη μου και ένιωθα τους ώμους μου να χαλαρώνουν λίγο. Στο μεταξύ, γύρω στις 10:00, το κινητό μου δονήθηκε στο γραφείο. Το άρπαξα αμέσως και είδα μήνυμα από τη Μαίρη: είχε φτάσει, όλα καλά, και αν έκανα το λάθος να την πάρω τηλέφωνο το βράδυ θα μ’ έπαιρνε ο διάολος και θα με σήκωνε.

    Χαμογέλασα πονηρά και έσκυψα πάνω από το πληκτρολόγιο του κινητού. Τα δάχτυλά μου πετούσαν καθώς έγραφα: «Σου υπενθυμίζω ότι το βράδυ θα είμαι με τον αρκούδο μου, κατά προτίμηση ανάσκελα και με τα πόδια στον αέρα!» Πάτησα αποστολή χωρίς ίχνος αιδούς και ακούμπησα πίσω στην καρέκλα μου ικανοποιημένη.

    Η ώρα μέχρι τις έξι που έφυγα από το γραφείο πέρασε με ταχύτητα τετραπληγικής χελώνας με κρίση οξείας ισχιαλγίας. Κοιτούσα το ρολόι κάθε πέντε λεπτά, τα δάχτυλά μου τυμπάνιζαν ανυπόμονα στο γραφείο. Σηκωνόμουν, καθόμουν, έκανα περιττές βόλτες στην κουζίνα του γραφείου. Ωστόσο λίγο πριν τις επτά, τελικά μπήκα στο σπίτι μου. Πέταξα την τσάντα μου στον καναπέ με μια κίνηση ανακούφισης.

    Μιας και μπορώ να χειριστώ το air-condition από το internet—ένα από τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας—είχα φροντίσει πριν φύγω από το γραφείο να το ανάψω. Είχα βγάλει το κινητό μου, μπει στην εφαρμογή με κινήσεις ρουτίνας και ενεργοποιήσει και τις δύο συσκευές, στο δωμάτιο και στο σαλόνι, για να μη βρω το σπίτι φούρνο.

    Και μπράβο μου! Χαμογέλασα με ικανοποίηση νιώθοντας τον δροσερό αέρα στο δέρμα μου. Χαλάλι το τριχίλιαρο που είχα σκάσει στον Κωτσόβολο για να τ’ αγοράσω. Βέβαια στην εγκατάσταση με είχαν γκαστρώσει. Ναι μεν μου τα έφεραν στην ώρα τους—το θυμάμαι που στεκόμουν στην πόρτα χαμογελώντας στον οδηγό—αλλά ο τεχνικός που τα εγκατέστησε ήρθε τελικά σχεδόν δύο εβδομάδες αργότερα.

    Στάθηκα στη μέση του σαλονιού και έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή. Ήθελα απελπισμένα να χωθώ στο ντουζ. Σχεδόν ένιωθα το νερό να τρέχει στο κορμί μου, σε θερμοκρασία όσο πιο δροσερό άντεχε το σώμα μου. Τα χέρια μου έκαναν ασυναίσθητα την κίνηση να βγάλω τα ρούχα μου, αλλά σταμάτησα. Είχα τάξει στον αρκούδο μου ότι ντουζάκι—και όχι μόνο—θα κάναμε παρεούλα.

    Χαμογέλασα με τη σκέψη και κούνησα το κεφάλι μου. Εγώ είμαι από τους ανθρώπους που τον λόγο τους τον κρατάνε. Το στομάχι μου γουργούρισε δυνατά, υπενθυμίζοντάς μου ότι ήμουν από το πρωί με μια μπανάνα. Έβαλα το χέρι μου στην κοιλιά μου και την έτριψα κυκλικά. Είχα λυσσάξει στην πείνα.

    Έβγαλα τα ρούχα μου με γρήγορες κινήσεις, πετώντας τα σε μια καρέκλα. Μένοντας μόνο με το κάτω εσώρουχο, πήγα στο μπάνιο με αργά βήματα. Στάθηκα μπροστά στη ζυγαριά και πήρα μια βαθιά ανάσα. Τα χέρια μου σφίχτηκαν και ξεσφίχτηκαν νευρικά. Προσπαθούσα να βρω το κουράγιο να ανέβω. Είχα χάσει μετά κόπων και βασάνων δύο κιλά—θυμόμουν κάθε στέρηση, κάθε γυμναστική—και κάτι μέσα μου έλεγε ότι θα μου είχαν επιστρέψει και με τόκο.

    Αν και άθεη, σήκωσα τα χέρια μου ψηλά σε ικεσία και προσευχήθηκα σε όσους θεούς ήξερα. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά και ανέβηκα στη ζυγαριά με ένα γρήγορο βήμα, σαν να ήθελα να τελειώσω γρήγορα το μαρτύριο. Στάθηκα ακίνητη, ακούγοντας τον ήχο της ζυγαριάς που υπολόγιζε. Μου πήρε λίγο να βρω το κουράγιο να ανοίξω τα μάτια μου. Πρώτα άνοιξα το ένα, διστακτικά, μετά το άλλο. Έσκυψα αργά και κοίταξα κάτω. Η καρδιά μου έκανε δέκα τούμπες, τα χέρια μου πετάχτηκαν στο στόμα μου.

    Όχι, δεν είχα χάσει κι άλλο—μη το χοντραίνουμε, ας είμαστε ρεαλιστές—αλλά τουλάχιστον είχα μείνει στο μείον δύο! Τα μάτια μου γούρλωσαν από έκπληξη και χαρά. Μου ήρθε να βάλω τα κλάματα από τη χαρά μου, πραγματικά το λέω! Κατέβηκα από τη ζυγαριά με ένα μικρό πηδηματάκι και έκανα μια στροφή στο μπάνιο. Ήμουν τόσο συγκινημένη που αψήφησα τις προειδοποιήσεις της Μαίρης. Άρπαξα το κινητό μου από το κομοδίνο και την πήρα τηλέφωνο χωρίς δεύτερη σκέψη.

    «ΠΑΤΑΞΟΝ ΜΕΝ ΑΚΟΥΣΟΝ ΔΕ!» της είπα με το που το σήκωσε και πριν προλάβει καν να μιλήσει κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια.

    «Το βράδυ σου είπα μην πάρεις μωρή, τώρα ακόμα στα γραφεία είμαι!» Άκουγα στο βάθος θόρυβο από ομιλίες.

    Στριφογύρισα στο δωμάτιο κρατώντας το τηλέφωνο. «Αχ, μωρό μου,» της είπα με χαρά που δεν κρυβόταν—τα χέρια μου κινούνταν ζωηρά παρόλο που δεν με έβλεπε. «Φοβόμουν ότι θα είχα πάρει τα κιλά που είχα χάσει με τόκο!»

    «Ρε μαλάκα, αυτό πήρες να μου πεις;»

    ΔΕΝ ΠΗΡΑ ΓΡΑΜΜΑΡΙΟ!» της είπα ενθουσιασμένη, σχεδόν πηδώντας στη θέση μου. «Σε κάποιον έπρεπε να το πω!»

    «Σόφη μου;» Έκανε μια δραματική παύση. «Σ’ αγαπάω, σ’ εκτιμάω, αλλά σάλτα και γαμήσου!» μου απάντησε γεμάτη καλοσύνη.

    «Αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω!» της είπα χαχανίζοντας πονηρά και την άκουσα να ξεσπάει σε γέλια.

    «Καπότες πήρες μωρή;» με ρώτησε χαμηλόφωνα.

    «Ναι, με γεύση φράουλα γιατί είμαι και μερακλού,» της απάντησα κάνοντάς την να βάλει ξανά τα γέλια.

    «Λοιπόν…» άκουσα να αναστενάζει. «Πρέπει να σε κλείσω, μπας και τελειώσω σήμερα με τους μαλάκες,» μου είπε συνεχίζοντας να μιλάει χαμηλόφωνα. Έκανε μια μικρή παύση και η φωνή της έγινε πιο πονηρή. «Με περιμένει και ο βόρειος το βράδυ!»

    Ακούμπησα στον τοίχο χαμογελώντας πλατιά. «Μπούτι μην κλείσεις όλη νύχτα!» της ευχήθηκα με όλη μου την καρδιά.

    «Ναι…» την άκουσα να διστάζει λίγο. «Δεν πάω ακριβώς γι’ αυτό… ο βόρειος είναι πιο πολύ του ΞΥ παρά του ΠΟΥ…» Έκανε ένα μικρό βήξιμο. «Λοιπόν, σε κλείνω, καλή διασκέδαση με τον αρκούδο σου!»

    «Φιλάκια μωρό μου,» της είπα στέλνοντας ηχητικά φιλιά στο τηλέφωνο και έκλεισα.

    Έμεινα για λίγο ακίνητη, κοιτάζοντας το κινητό στο χέρι μου με ένα χαμόγελο που δεν έφευγε. Μετά κοίταξα το ρολόι—σχεδόν επτά. Η καρδιά μου επιτάχυνε λίγο. Σε λίγο θα ερχόταν ο Maurice.

    Δέκα λεπτά αργότερα, καθώς στεκόμουν νευρικά στη μέση του σαλονιού κοιτάζοντας το ρολόι κάθε τριάντα δευτερόλεπτα, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Το άρπαξα τόσο γρήγορα που παραλίγο να μου πέσει από τα χέρια. Το όνομά του στην οθόνη με έκανε να χαμογελάσω αυτόματα.

    «Ήρθα μωρό μου,» με πληροφόρησε. Η φωνή του ακουγόταν λίγο λαχανιασμένη. «Είμαι από κάτω!»

    Σούφρωσα το μέτωπό μου με απορία. «Γιατί δεν χτύπησες το κουδούνι;» τον ρώτησα, περπατώντας προς την πόρτα.

    «Δεν ξέρω ποιο είναι και δεν μπορώ να διαβάσω ελληνικά!» μου απάντησε με τόνο που έδειχνε ότι ένιωθε λίγο χαζός.

    Χαχάνισα και έριξα μια δυνατή στο κούτελό μου με την παλάμη μου. Φυσικά! Πώς δεν το σκέφτηκα; «Σου ανοίγω,» του απάντησα γρήγορα και έτρεξα στο θυροτηλέφωνο. Πάτησα το διακόπτη που ξεκλείδωνε την πόρτα κάτω, ακούγοντας το χαρακτηριστικό βουητό.

    Τότε συνειδητοποίησα την κατάστασή μου. Κοίταξα κάτω στο σώμα μου—όπως ήμουν μόνο με το κάτω εσώρουχο—και ένιωσα ένα κύμα πανικού. Δεν μπορούσα να βγω στον διάδρομο έτσι, οι γείτονες θα έπαθαν εγκεφαλικά. Αντί αυτού, στάθηκα πίσω από την πόρτα, κρυφοκοιτάζοντας από το ματάκι και αναπηδώντας ελαφρά από την ανυπομονησία.

    Ξαφνικά, σχεδόν χοροπήδησα και έπιασα τον τοίχο για στήριγμα. Ένιωσα την τραχιά γλώσσα του Μπλάκι στα δάχτυλα του αριστερού μου ποδιού—υγρή, τραχιά, ζεστή, και εντελώς απρόσμενη. Είχε έρθει ύπουλα και επιδέξια, σέρνοντας την κοιλιά του στο πάτωμα σαν κομάντο, χωρίς να τον πάρω χαμπάρι, κατάλαβες ο τριχωτός ποδολάγνος;

    «Θα σε πατήσω χάμω!» τον απείλησα, σηκώνοντας το πόδι μου και κουνώντας το δάχτυλό μου προς το μέρος του.

    Αυτός, λαμβάνοντας τελείως λανθασμένο μήνυμα—ή το πιο πιθανό γράφοντάς με τελείως στα παπάρια του—συνέχισε απτόητος τις ποδολαγνικές του πομπές.

    «Βρε μαλάκα θα πάθεις δηλητηρίαση!» χαχάνισα, προσπαθώντας να τραβήξω το πόδι μου μακριά, αλλά ζ’μπούτσα’τ. Με ακολουθούσε με την επιμονή κυνηγού.

    Άκουσα το ασανσέρ να σταματάει στον όροφό μου και γύρισα γρήγορα προς την πόρτα. Και να σου και ο αρκούδος μου που βγήκε από το ασανσέρ σαν τουρίστας σε ελληνικό νησί! Η εμφάνισή του με έκανε να πνίξω ένα γέλιο.

    Παρδαλό πουκάμισο με τροπικά μοτίβα που έκανε τα μάτια να πονάνε, γυαλιά ηλίου σπρωγμένα πάνω στο κεφάλι του παρόλο που ήταν βράδυ, πέδιλα—χωρίς κάλτσες, ευτυχώς το έμαθε το μάθημά του—και ένα μικρό προς μεγάλο, δηλαδή τεράστιο, σακβουαγιάζ που το κουβαλούσε με τα δύο χέρια.

    Το μεσημεράκι που είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο του είχα πει με την ψυχή στο στόμα—νευρικά παίζοντας με τα μαλλιά μου—αν θέλει να φέρει και κανένα ρούχο να αφήσει στο σπίτι μου, και είχε δεχτεί με τόσο ενθουσιασμό που με είχε κάνει να κοκκινίσω.

    Άνοιξα την πόρτα διάπλατα και με το που πέρασε μέσα, την έκλεισα με μια γρήγορη κίνηση και του ρίχτηκα. Κυριολεκτικά. Πήρα φόρα δύο βήματα και σκαρφάλωσα πάνω του σαν κοριτσάκι, τυλίγοντας τα χέρια μου σφιχτά πίσω από το σβέρκο του και τα πόδια μου γύρω από τη μέση του σαν κοάλα σε δέντρο.

    Ένιωσα το σώμα του να τεντώνεται για μια στιγμή από την έκπληξη, αλλά το αρκούδι μου δεν αιφνιδιάστηκε. Παράτησε το σάκο του κάτω με έναν γδούπο και έβαλε αμέσως τα χέρια του από κάτω μου, κρατώντας με σταθερά για να μη σαβουριαστώ.

    Ούτε γεια σου, ούτε τίποτα. Τα χείλη μου βρήκαν τα δικά του σε ένα παθιασμένο φιλί. Να τον ρουφήξω κόντεψα, πιέζοντας το στόμα μου στο δικό του με όλη μου τη δύναμη, και ας με γαργαλούσαν τα μουστάκια και το μουσάκι του που έτριβαν το πρόσωπό μου.

    Τα χέρια μου σφίχτηκαν πίσω από το λαιμό του, τα δάχτυλά μου χώθηκαν στα μαλλιά του. Τραβήχτηκα απαλά μετά από αυτό που φάνηκε σαν αιώνας αλλά ήταν μάλλον μερικά δευτερόλεπτα. Ακόμα σκαρφαλωμένη σαν κοριτσάκι στην αγκαλιά του, έγειρα λίγο πίσω για να τον κοιτάξω και του χάρισα ένα αστραφτερό χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα μάτια μου.

    «Δεν άργησα, έτσι;» με ρώτησε, τα μάτια του γεμάτα τρυφερότητα.

    Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά, νιώθοντας τα μαλλιά μου να χορεύουν. «Όχι μωρό μου, ήρθες ακριβώς στην ώρα σου!» Χτύπησα ελαφρά τον ώμο του και του έκανα σήμα με το κεφάλι για να με αφήσει να κατέβω.

    Με κατέβασε προσεκτικά, τα χέρια του κρατώντας τη μέση μου μέχρι να σιγουρευτεί ότι τα πόδια μου άγγιξαν σταθερά το πάτωμα. Και εκεί, είχαμε και δεύτερο γύρο πανηγυρικών!

    Ο Μπλάκι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή έκανε ανάκριση τρίτου βαθμού στο σάκο που είχε πετάξει κάτω ο Maurice—μυρίζοντάς το από κάθε γωνία, γρατζουνώντας το ελαφρά για να ελέγξει την υφή του, κάνοντας γύρους σαν ντετέκτιβ—ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι του. Κοίταξε τον Maurice και του έκανε ένα δυνατό, απαιτητικό «Νιάου!» Και μετά, προς απόλυτη έκπληξή μου, σηκώθηκε στα δύο πισινά του πόδια σαν σουρικάτα, απαιτώντας χάδια!

    Η χαρά που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Maurice ήταν απερίγραπτη. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, το στόμα του άνοιξε σε ένα τεράστιο χαμόγελο, και ολόκληρο το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του που στο τέλος πιο πολύ λέρωσα εγώ τα βρακιά μου από συγκίνηση παρά ο αποδέκτης των χαδιών από ευχαρίστηση.

    Ο Maurice γονάτισε αργά, με σεβασμό, και άπλωσε το χέρι του. Ο Μπλάκι το μύρισε προσεκτικά και μετά—ω θαύμα!—επέτρεψε στον αρκούδο μου να του χαϊδέψει την κεφάλα. Μέτρησα στο μυαλό μου: δέκα ολόκληρα δευτερόλεπτα! Νέο ρεκόρ! Και μετά—κρατηθείτε—ο Μπλάκι έσκυψε και έγλειψε το χέρι του Maurice με τη μικρή ροζ γλωσσίτσα του.

    Εδώ μιλάμε για έρωτα! Τα χέρια μου πήγαν στο στόμα μου από την έκπληξη. Και μετά, διατηρώντας την αξιοπρέπειά του, ο Μπλάκι έδωσε μία κομψή στροφή και εξαφανίστηκε προς το σαλόνι με ψηλά την ουρά. Μην παραγνωριστούμε κιόλας—γάτα είναι, όχι σκύλος.

    «He really likes me!» μου είπε ο Maurice καθώς σηκωνόταν, με το χαμόγελο της Colgate—αστραφτερό, πλατύ και γεμάτο ενθουσιασμό που δεν μπορούσε να κρυφτεί.

    «Θα αρχίσω να ζηλεύω τώρα!» του είπα γλυκουλινιάρικα, βάζοντας τα χέρια μου στη μέση και κάνοντας πως μουτρώνω.

    Το επόμενο πράγμα που ήξερα ήταν ότι βρισκόμουν πάλι στον αέρα. Με άρπαξε από τη μέση και με σήκωσε ψηλά, φέρνοντάς με σβούρες. Μία, δύο, τρεις στροφές! Το δωμάτιο γύριζε γύρω μου, τα μαλλιά μου πετούσαν και εγώ τσίριζα από τη χαρά σαν πεντάχρονο στο λούνα παρκ. Τα χέρια μου άνοιξαν στον αέρα σαν να πετούσα.

    «Μου έλειψες όλη τη μέρα!» μου είπε τρυφερά το μωρουλίνι μου όταν με κατέβασε, κρατώντας με ακόμα κοντά του. Τα μάτια του με κοίταζαν με τέτοια αγάπη που ένιωσα να λιώνω. Μου ξέφυγε μια ενθουσιασμένη τσιρίδα και του όρμηξα για το δεύτερο γύρο φιλιών, πιάνοντας το πρόσωπό του στα χέρια μου.

    Όταν τελικά χωρίσαμε, κοίταξα κάτω στο τεράστιο σακβουαγιάζ που είχε παρατήσει στο πάτωμα. Έδειξα προς αυτό με υπερβολική χειρονομία. «Μετακομίζουμε;» τον ρώτησα πειρακτικά, σηκώνοντας το ένα μου φρύδι. «Έφερες όλο το σπίτι σου μαζί;»

    Ανασήκωσε τους ώμους του με ένα αθώο χαμόγελο. «Εγώ διαταγές εκτελώ!» μου απάντησε χαχανίζοντας.

    Χτύπησα τα χέρια μου με ενθουσιασμό. «Και μπράβο σου!» του απάντησα επιδοκιμαστικά.

    Το πρόσωπό του πήρε μια ελαφρώς απολογητική έκφραση και έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Ναι, μην τρομάξεις από το μέγεθος, απλά δεν είχα άλλο σακβουαγιάζ,» μου είπε.

    Ήταν ένας γλύκας!!!! Η καρδιά μου έκανε μια μικρή τούμπα.

    Γονάτισε δίπλα στο σάκο και άρχισε να μετράει στα δάχτυλα. «Έφερα δυο-τρεις μπλούζες, δύο βερμούδες, και ένα τζιν.» Σταμάτησε και σήκωσε το δάχτυλο του δραματικά. «Α, και μια πετσέτα του σώματος!»

    Γέλασα και κούνησα το κεφάλι μου με απορία. «Καλά βρε μωρό μου, και έπρεπε να φέρεις το μπαούλο;» Έδειξα το τεράστιο σάκο με τα δύο μου χέρια. «Γιατί δεν τα έβαζες σε μια σακούλα!»

    Και τότε το πρόσωπό του πήρε την πιο πονηρή έκφραση που είχα δει ποτέ. Χαχάνισε σαν μικρό παιδί που ετοιμάζεται να δείξει το αγαπημένο του παιχνίδι. «Γιατί έφερα και αυτό!» μου είπε.

    Άνοιξε το σακβουαγιάζ του με θεατρικές κινήσεις, σαν μάγος που ετοιμάζεται για το μεγάλο του κόλπο. Έσκυψα από πάνω του με περιέργεια και μέσα είδα ένα λευκό κουτί.

    «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα προσπαθώντας να δω καλύτερα.

    Πήρε μια βαθιά ανάσα και μετά: «WIIIIIIIIIIIIIIIIIIIIIIIII!» φώναξε με την πιο λεπτή, ψιλή φωνή που είχα ακούσει ποτέ να βγαίνει από άντρα του μεγέθους του, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    «Τι;» κατάφερα να τον ρωτήσω ανάμεσα στα χαχανητά.

    «Παιχνιδομηχανή!» εξήγησε με μάτια που έλαμπαν, βγάζοντας το κουτί και κρατώντας το ψηλά σαν τρόπαιο. «Θα δεις, έχει πολύ γέλιο!»

    Δεν μπορώ να πω ότι τα ηλεκτρονικά παιχνίδια είναι του γούστου μου αλλά ήταν τόσο χαριτωμένος και παιδιάστικος ο ενθουσιασμός του, τα μάτια του έλαμπαν τόσο πολύ, που με παρέσυρε κι εμένα.

    “But first, let’s take a shower!” μου είπε και μετά χαμογέλασε σκανταλιάρικα. “And make the fat lady sing!” συνέχισε παίζοντας πονηρά τα βλέφαρά του.

    «Η χοντρή παθαίνει αφωνίες!» του απάντησα προσπαθώντας να κάνω χαβαλέ και να μη του χαλάσω τη διάθεση.

    “Be that as it may, the fat gentleman will give his best!” μου είπε τρίβοντας επιδεικτικά την κοιλιά του.

    Γεματούλης και γιγάντιος ήταν, όχι χοντρός. Του έκανα ένα ping στη μύτη. «Δεν είσαι χοντρός!» του είπα τρυφερά, χαϊδεύοντάς του το μάγουλο.

    «Έστω!» μου είχε χαμογελώντας. «Έχω όμως μια σεβαστή μπυροκοιλιά! (beer tummy)» συνέχισε στο ίδιο ύφος.

    «Ο σωστός όρος δεν είναι μπυροκοιλιά!» του δήλωσα με έμφαση.

    «Αλλά;» με ρώτησε με περιέργεια.

    «Καμπύλη ευμάρειας! (prosperity curve)» του απάντησα με το πιο deadpan ύφος που διαθέτω, και αυτή τη φορά τον έπιασε βήχας από τα γέλια.

    Ο Μπλάκι με το που πήρε γραμμή ότι στο μπάνιο θα ανοίγαμε το νερό, εξαφανίστηκε σε χρόνο dt, οπότε έχοντας εξασφαλίσει την ησυχία μας μπήκαμε και οι δυο στο ντουζ, και πέντε σφαλιάρες στα κωλομέρια αργότερα το νερό είχε τη σωστή θερμοκρασία και για τους δυο μας.

    «Μη νομίζεις ότι δεν έχω καταλάβει τα κόλπα σου!» μου είπε ακόμα μία φορά ο Maurice.

    «Δεν έχω ιδέα σε τι αναφέρεστε, Κύριε!» του είπα χαχανίζοντας, για να κερδίσω επάξια και μια έκτη.

    Χωθήκαμε και οι δύο κάτω από το ντουζ και αφήσαμε το δροσερό νερό να πέφτει πάνω μας, με εμένα να έχω γείρει στην αγκαλιά του Maurice και να έχω κλείσει τα μάτια. Η στιγμή ήταν πολύ τρυφερή και παρά το φανερό ερεθισμό του—καλά, όχι ότι εγώ δεν ήμουν, αλλά ευτυχώς στα κοριτσάκια δε φαίνεται, ειδικά κάτω απ’ το νερό!—καθίσαμε και οι δύο φρόνιμοι, το μόνο που έκανε ήταν να με χαϊδεύει απαλά στην πλάτη.

    Μετά, όπως είχε κάνει και χθες το πρωί, πρώτα με έλουσε κάνοντάς μου παράλληλα και μασάζ στο κεφάλι, και μετά με το σφουγγάρι με έτριψε απαλά από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Και ως αγοράκι, αφιέρωσε πολύ περισσότερο χρόνο στα στήθη μου, ανάμεσα στα πόδια μου και στον απαυτό μου, απ’ όσο πραγματικά χρειαζόταν.

    Πάλι όπως και χθες, με εμένα γεμάτη σαπουνάδες, με γύρισε να του έχω πλάτη και χουφτώνοντάς με από το αριστερό στήθος, κατέβασε το άλλο του χέρι ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με παίζει με μαεστρία. Έκλεισα τα μάτια του και παραδόθηκα στο παιχνίδι του, παρόλο που μέσα μου ένιωθα ότι η χοντρή θα είχε τις κλασσικές της αφωνίες, δε σημαίνει ότι δεν το απολάμβανα με την ψυχή μου.

    Τον άφησα να προσπαθεί για κανένα δεκάλεπτο αλλά τον σταμάτησα, δεν ήθελα να τον κουράζω χωρίς λόγο. Αλλά δεν ήταν ο μόνος λόγος, ο κυριότερος ήταν άλλος: τον ήθελα μέσα μου.

    «Σε θέλω!» του είπα με φωνή που ίσα που έβγαινε. «Σε θέλω μέσα μου!» του επανέλαβα, πιο επιτακτικά.

    “What my Lady commands!” μου είπε και άνοιξε το μικρό τσαντάκι με τα πράγματα που είχε φέρει.

    Και η καρδιά μου έλιωσε. Μαζί με το σαμπουάν του (το οποίο εικάζω ότι ταυτόχρονα ήταν αφρόλουτρο, υγρό για τα πιάτα και καθαριστικό για το αυτοκίνητο—κλασσικός άντρας, δηλαδή) είχε φέρει και μια οδοντόβουρτσα. Καινούργια! Κλειστή, στη συσκευασία της!

    Και προφυλακτικά. Τρία κουτιά, ο λυσσάρης! Μπορεί να μην ήταν με γεύση φράουλα, όπως αυτά που είχα πάρει εγώ, αλλά για τη δουλειά που τα θέλαμε μια χαρά έκαναν. Δεν τον άφησα να φορέσει το προφυλακτικό του. Παρόλο που ήταν …κατάρτι, τον περιποιήθηκα για λίγο με τον τρόπο που αρέσει στα αγοράκια, και μετά του το φόρεσα προσεκτικά.

    Με γύρισε και πάλι να του έχω πλάτη και άρχισε να με φιλάει στο λαιμό χουφτώνοντας ταυτόχρονα δυνατά και τα δυο μου στήθη. Μετά με έπιασε απαλά από τη μέση και με έσπρωξε ελαφρά προς τα πίσω. Παραμένοντας όρθια, έσκυψα προς τον τοίχο και τούρλωσα τα μεριά μου. Τον ένιωσα να τρίβεται στα χείλη μου… και Ω ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ!

    Όταν μπήκε μέσα μου, μού κόπηκε η ανάσα. Μεγαλούτσικος στο μέγεθος, με γέμισε με όλους τους δυνατούς και αδύνατους τρόπους. Άρχισε να κινείται απαλά, κάνοντάς με να δω αστεράκια και πεταλουδίτσες. Οκ, μπορεί να μην είχε πυροτεχνήματα στο τέλος, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε μου άρεσε!

    Και το καλύτερο; Που και που, μου έριχνε και στα μεριά, κάποιες σιγανές, κάποιες πιο δυνατές, κάνοντάς με ακόμα περισσότερο τούρμπο. Δεν ξέρω πως, αλλά σε αυτό το παιχνίδι ήταν φανερά πεπειραμένος, είχε απίστευτη αίσθηση τόσο του χρονισμού, όσο και της δύναμης.

    Συνέχισε με το πάσο του για κάμποση ώρα, αλλά μετά άρχισε να επιταχύνει, με την ανάσα του να γίνεται πιο κοφτή, και τα αγκομαχητά της απόλαυσής του πιο έντονα. Όχι ότι εγώ πήγα πίσω, η αίσθηση ήταν απίστευτα όμορφη. Ένιωθα γεμάτη… κυριολεκτικά και μεταφορικά.

    Με ένα τελευταίο δυνατό βογγητό ο Maurice έμεινε ακίνητος μέσα μου και ένιωσα το όργανό του να κάνει σπασμούς, και εκείνη τη στιγμή ένιωσα όσο πιο κοντά μπορούσα να νιώσω σε οργασμό. Αυτό το ξαφνικό jolt, που έκανε το σώμα μου να τεντωθεί. Ναι, το ξέρω, δεν ήταν οργασμός… μπορεί να μην ήταν το κερασάκι… αλλά ήταν η σαντιγί!

    Τραβήχτηκε προσεκτικά από μέσα μου και γύρισα και τον κοίταξα με λατρεία. «Ήταν υπέροχο μωρό μου! Είσαι υπέροχος! Υπέροχος!» του είπα και εκεί άνοιξαν οι βρύσες και δεν έλεγαν να κλείσουν. Ο Maurice απλά με έσφιξε δυνατά πάνω του, και με άφησε να ξεσπάσω. Δεν μίλησε, το μόνο που έκανε ήταν να με χαϊδεύει και να με κρατάει.

    “Crybaby!” μου είπε πειρακτικά αλλά με φωνή που έσταζε μέλι.

    «Είμαι!» του απάντησα ρουφώντας τη μύτη μου δυνατά. Ο ρομαντισμός θα με φάει! “Get used to it!” του δήλωσα.

    Αντί απάντησης έσκυψε και με φίλησε. Πέρασα τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του και χάθηκα στο φιλί μας. Ήμουν εδώ που ήθελα, με αυτόν που ήθελα, και τίποτε… τίποτε άλλο δεν είχε σημασία.

    Του ανταπέδωσα την σωματική περιποίηση αλλά όταν έκανα να γονατίσω για να τον πάρω ξανά στο στόμα μου, με σταμάτησε. «Να έχω δυνάμεις για αργότερα,» μου εξήγησε παιχνιδιάρικα.

    Μιας και είχα να στεγνώσω και το μαλλί μου για να μην είμαι μετά σαν την τρελή βγήκα τελευταία από το μπάνιο. Ο Maurice είχε στο μεταξύ προλάβει να στήσει το μηχανάκι που είχε φέρει. Τον βρήκα γονατισμένο μπροστά στην τηλεόραση, συνδέοντας καλώδια με την προσοχή χειρουργού.

    «Να μη φάμε πρώτα;» τον ρώτησα με το που γύρισα στο σαλόνι, ακουμπώντας στην κάσα της πόρτας. Το στομάχι μου έκανε ένα δυνατό γουργουρητό σαν να υποστήριζε το επιχείρημά μου. Είχα λυσσάξει στην πείνα, είναι η αλήθεια.

    Γύρισε να με κοιτάξει και μου χαμογέλασε αινιγματικά, σηκώνοντας το ένα του φρύδι. «Θα φάμε αργότερα,» είπε κουνώντας το δάχτυλό του, «δεν είναι καλή ιδέα να παίξουμε με το Wii με το στομάχι γεμάτο.»

    Τον κοίταξα παραξενεμένη, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι. Τι εννοούσε ο ποιητής; Τα χέρια μου πήγαν αυτόματα στη μέση μου σε στάση απορίας. Αντί απάντησης, σηκώθηκε όρθιος και μου έκανε νόημα με το χέρι του να έρθω δίπλα του.

    «Θα ξεκινήσουμε με τα εύκολα,» μου είπε με πονηρό ύφος που δεν μου άρεσε καθόλου. Πήρε το χειριστήριο και άρχισε να πλοηγείται στο μενού. «Wii Sports Resort, archery mode!»

    «Τοξοβολία;» αναφώνησα, γουρλώνοντας τα μάτια. «Έλεος! Τι είμαι, ο Ρομπέν των Δασών;»

    Γέλασε—ένα βαθύ, ζεστό γέλιο—και με πλησίασε. Στάθηκε πίσω μου και μου εξήγησε με υπομονή πώς να κρατάω το χειριστήριο. Τα χέρια του οδήγησαν απαλά τα δικά μου στη σωστή θέση. Μου έδειξε πώς να «τεντώνω» το εικονικό τόξο—τραβώντας το ένα χέρι πίσω ενώ το άλλο έμενε σταθερό—και πώς να στοχεύω. Ένιωθα την ανάσα του στο αυτί μου καθώς μου εξηγούσε και προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στις οδηγίες και όχι στη μυρωδιά του.

    Πάτησα το κουμπί. Το πρώτο μου βέλος πήγε σε κάτι εικονικούς θάμνους δεξιά του στόχου. Σούφρωσα τα χείλη μου και προσπάθησα ξανά. Το δεύτερο καρφώθηκε σ’ ένα ψηφιακό φοίνικα στο βάθος. Έσφιξα τα δόντια μου, πήρα βαθιά ανάσα και εκτόξευσα το τρίτο που… πέταξε σχεδόν εκτός οθόνης.

    Ταλέντο, όχι μαλακίες!

    Γύρισα απότομα προς το μέρος σταυρώνοντας τα χέρια μου. «Είναι χαλασμένο το τόξο!» του δήλωσα με στόμφο, σηκώνοντας το πιγούνι μου ψηλά, κάνοντάς τον να διπλωθεί από τα γέλια.

    Εντάξει, ρίξαμε το γέλιο της αρκούδας με την ατζαμοσύνη μου. Αν ήταν πραγματικό τόξο παίζει να είχα σκοτώσει κανένα περαστικό—ή ακόμα χειρότερα, τον εαυτό μου. Συνεχίσαμε με αμέτρητες προσπάθειες, εγώ να μουτρώνω και να κάνω δραματικές χειρονομίες κάθε φορά που αστοχούσα, κι εκείνος να προσπαθεί να με καθοδηγήσει ανάμεσα στα γέλια του.

    Σταματήσαμε μόνο όταν κατάφερα τρεις συνεχόμενες φορές να βρω στόχο, και όταν λέμε στόχο, εννοούμε το εικονικό χαρτόνι—όχι το κέντρο, απλά κάπου πάνω του.

    Μετά είχε bowling. Στάθηκα στη μέση του σαλονιού κρατώντας το χειριστήριο σαν να ήταν βόμβα. Μου εξήγησε πώς να το χρησιμοποιήσω για να ρίξω—μια απλή κίνηση του χεριού από κάτω προς τα πάνω. Πήρα φόρα, έκανα την κίνηση με υπερβολικό ενθουσιασμό και η εικονική μπάλα πήγε κατευθείαν στο ταβάνι του εικονικού μπόουλινγκ.

    “Let’s try again,| μου είπε χαχανίζοντας, προσπαθώντας να κρατήσει σοβαρό ύφος.

    Πήρα βαθιά ανάσα, ίσιωσα τους ώμους μου και προσπάθησα ξανά. Η δεύτερη πήγε στο διπλανό διάδρομο αλλά τουλάχιστον δεν κινδύνεψε κανένα ηλεκτρονικό κεφάλι από τους εικονικούς θεατές. Με την τρίτη—μετά από πολλές βαθιές ανάσες και ένα μικρό τελετουργικό συγκέντρωσης—κατάφερα να ρίξω τη μπάλα στο δικό μου διάδρομο. Στο αυλάκι εννοείται, αλλά τουλάχιστον ήταν το σωστό αυλάκι! Με την τέταρτη, κατάφερα να ρίξω δύο ολόκληρες κορίνες.

    Γύρισα προς τον Maurice με ένα τεράστιο χαμόγελο και έκανα μια υπόκλιση. «I call it a win!» του είπα χαχανίζοντας. Εκείνος σε τέσσερις προσπάθειες είχε κάνει τέσσερα strike, αλλά ποιος μετράει;

    Συνεχίσαμε να παίζουμε για ώρα. Πηδούσα πάνω-κάτω από ενθουσιασμό κάθε φορά που έριχνα έστω και μία κορίνα, κουνούσα τη γροθιά μου στον αέρα σαν νικήτρια. Μου άρεσε πολύ αυτό το παιχνίδι—ήταν σαν να ήμουν σε πραγματικό μπόουλινγκ. Και κάποια στιγμή, μετά από είκοσι τουλάχιστον προσπάθειες, μέχρι και strike κατάφερα να κάνω! Άρχισα να τρέχω γύρω από το τραπεζάκι του σαλονιού με τα χέρια ψηλά, τσιρίζοντας σαν τρελή.

    Και είχαμε και θεατές! Ο Μπλάκι είχε ανέβει στην ψηλότερη πλατφόρμα του δέντρου του και μας κοιτούσε να κουνάμε χέρια και πόδια με ένα βλέμμα που έλεγε ξεκάθαρα ότι θεωρούσε πως είμαστε παλαβοί. Το κεφάλι του ακολουθούσε τις κινήσεις μας πέρα-δώθε σαν να παρακολουθούσε αγώνα τένις. Που μπορεί και να είμαστε παλαβοί, σκέφτηκα, αλλά τουλάχιστον διασκεδάζαμε!

    Σε κάθε περίπτωση, μία ώρα αργότερα, λαχανιασμένη και με τον ιδρώτα να τρέχει στη σπονδυλική μου στήλη λες και είχα παίξει πραγματικό bowling για ώρες, κατέρρευσα στον καναπέ. Σκούπισα το μέτωπό μου με την ανάστροφη του χεριού μου και γύρισα να τον κοιτάξω με παραπονιάρικο βλέμμα.

    «Με μια μπανάνα είμαι σήμερα!» του έκανα, βάζοντας δραματικά το χέρι μου στο στομάχι μου που γουργούριζε απεγνωσμένα. «Χώρια που σου έταξα σουβλάκια!»

    Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και πετάχτηκε όρθιος από τον καναπέ σαν ελατήριο. «Σουβλάκια!!!!» μου είπε με το πρόσωπό του να πετάει σπίθες από τον ενθουσιασμό. «Γύρο χοιρινό, ντομάτα, κρεμμύδι, τζατζίκι, όχι πατάτες!» μου είπε με σπασμένα ελληνικά, κάνοντας μια μικρή παύση ανάμεσα σε κάθε συστατικό σαν να τα απολάμβανε ήδη.

    «Μπράβο αρκούδι μου, μαθαίνεις!» του είπα χειροκροτώντας χαρούμενη. Έκανα μια παύση και τον κοίταξα διερευνητικά. «Δύο, έτσι;»

    Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση απόλυτης απόγνωσης. Τα φρύδια του ανέβηκαν, το στόμα του άνοιξε ελαφρά. «Δίαιτα μου κάνεις;» με ρώτησε, βάζοντας το χέρι του στην καρδιά του θεατρικά.

    Δάγκωσα το χείλος μου, προσπαθώντας να υπολογίσω. «Τρία;» τον ρώτησα αβέβαια, σηκώνοντας τρία δάχτυλα.

    Δεν απάντησε. Αντ’ αυτού, έσκυψε λίγο το κεφάλι του, κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του που είχε ακόμα σπρωγμένα στο κεφάλι του και μου έκανε τα γλυκά μάτια—εκείνο το βλέμμα του σκύλου που ζητάει φαγητό από το τραπέζι.

    «Βρε κροκόδειλε!» του είπα βάζοντας τα γέλια όταν κατάλαβα ότι ήθελε τέσσερα στην καθισιά του. Κούνησα το κεφάλι μου με ψεύτικη αποδοκιμασία.

    Ίσιωσε το σώμα του με υπερηφάνεια και χάιδεψε την κοιλιά του με κυκλικές κινήσεις. «Η Ρώμη δε χτίστηκε σε μια μέρα!» μου εξήγησε, χαϊδεύοντας με περηφάνια την προσωπική του καμπύλη ευμάρειας σαν να ήταν έργο τέχνης.

    Σηκώθηκα από τον καναπέ και πήγα να πάρω το τηλέφωνο. «Θα σου πάρω τρία,» του είπα κουνώντας το δάχτυλο μου προειδοποιητικά. «Το σουβλατζίδικο που σου είπα φτιάχνει μεγάλα σουβλάκια. Καλά, όχι σαν αυτά της Κρήτης—»

    «Της Κρήτης;» με διέκοψε απότομα, γυρίζοντας προς το μέρος μου με ξαφνικό ενδιαφέρον. Τα μάτια του έλαμψαν από περιέργεια.

    Χαμογέλασα πλατιά και άνοιξα τα χέρια μου για να δείξω το μέγεθος. «Πρέπει να τα δεις για να τα πιστέψεις!» του είπα με υπερηφάνεια. «Αμφιβάλλω ακόμα και αν εσύ μπορείς να φας δύο!»

    Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του και με κοίταξε γεμάτος δυσπιστία. «Με κοροϊδεύεις, τώρα!»

    «Καθόλου!» τον διαβεβαίωσα, κουνώντας έντονα το κεφάλι μου.

    Και εκεί, μου ήρθε η ιδέα. Ακούμπησα στην πλάτη της πολυθρόνας και προσπάθησα να ακουστώ όσο πιο χαλαρή μπορούσα. «Έχεις κανονίσει που θα πας διακοπές;»

    Έξυσε το κεφάλι του σκεπτικός. «Όχι ακριβώς,» μου απάντησε και κάθισε στον καναπέ σταυρώνοντας τα πόδια του. «Θα έρθουν οι γονείς μου μια εβδομάδα στις αρχές Αυγούστου, αλλά δεν έχουν έρθει ποτέ Ελλάδα.» Έκανε μια παύση, κοιτάζοντας το ταβάνι. «Έλεγα φέτος να κάτσουμε Αθήνα, και να πάμε σε καμιά κοντινή παραλία,» μου εξήγησε. Μετά χαμογέλασε. «Μου έχουν πει ότι η Αθήνα τον Αύγουστο είναι όμορφη!»

    «Ναι, άδεια είναι αρκετά όμορφη!» του απάντησα. Πήρα βαθιά ανάσα και ένιωσα τις παλάμες μου να ιδρώνουν ελαφρά «Maurice… θα… θα ήθελες να πάμε και μαζί μερικές μέρες;» τον ρώτησα διστακτικά με φωνή που έτρεμε και την ψυχή στα πόδια.

    Τα μάτια του γούρλωσαν τόσο πολύ που νόμιζα θα πεταχτούν από τις κόγχες τους. Σηκώθηκε μισός από τον καναπέ. «Θέλεις;» με ρώτησε με προσμονή και μια δόση έκπληξης που με έκανε να νιώσω πεταλούδες στο στομάχι μου.

    Πετάχτηκα προς το μέρος του και έπιασα τα χέρια του. «Φυσικά και θέλω αρκούδι μου!» του είπα τρυφερά, σφίγγοντας τα χέρια του. «Και θα δοκιμάσεις και Κρητικά σουβλάκια!» Τα μάτια μου έλαμψαν από ενθουσιασμό. «Σου είπα ότι έχω καταγωγή από Κρήτη, θα έχουμε και δικό μας σπίτι!»

    Πετάχτηκε όρθιος τόσο απότομα που παραλίγο να με ρίξει. «SOLD!!!» μου είπε με παιδιάστικο ενθουσιασμό που με έκανε να γελάσω. «Just say when!»

    «When!» του απάντησα αμέσως, χαχανίζοντας.

    Αυτό κέρδισε μια παιχνιδιάρικη στο δεξί κωλομέρι μου που με έκανε να πεταχτώ και να χαχανίσω ακόμα πιο δυνατά. Γύρισα και του έδωσα ένα ψεύτικα αυστηρό βλέμμα, τρίβοντας θεατρικά το σημείο.

    Μετά σοβάρεψα για λίγο και κάθισα στο μπράτσο του καναπέ. «Εγώ άδεια παίρνω συνήθως τέλη Αυγούστου με μέσα Σεπτέμβρη.» Τον κοίταξα ερωτηματικά, παίζοντας με μια τούφα από τα μαλλιά μου. «Σου κάνει αυτό το διάστημα;»

    «Ναι!» μου απάντησε με τόσο ενθουσιασμό που σχεδόν φώναξε. Τα χέρια του έκαναν μια κίνηση σαν να ήθελε να με αγκαλιάσει αλλά συγκρατήθηκε.

    «Έκλεισε!» του είπα και δεν συγκρατήθηκα εγώ. Σκαρφάλωσα πάνω του σαν κοάλα για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ, τυλίγοντας τα χέρια και τα πόδια μου γύρω του. Τον κάτσιασα στα φιλιά, σε όλο του το πρόσωπο—μέτωπο, μάγουλα, μύτη, πιγούνι, παντού!

    «Και τώρα σουβλάκια, έχω λυσσάξει!» του δήλωσα όταν με άφησε προσεκτικά κάτω, σκουπίζοντας το πρόσωπό του παιχνιδιάρικα με το μανίκι του.

    Πήρα το τηλέφωνο και παρήγγειλα με αυτοματοποιημένες κινήσεις—το νούμερο το ήξερα απ’ έξω. Τρία για εκείνον και δύο για μένα. Εγώ ένα τρώω συνήθως, αλλά το άλλο το κράτησα καβάντζα για το αρκούδι μου. Χαμογέλασα πονηρά καθώς έκλεινα το τηλέφωνο—στον βραχυπρόθεσμο προγραμματισμό δε με πιάνει κανείς

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 7ο - Βραδιά όπερας

    Έχοντας μόλις παραγγείλει τα σουβλάκια, έκλεισα το τηλέφωνο και γύρισα στον καναπέ. Ο Maurice είχε ακουμπήσει πίσω, τα χέρια του ανοιχτά σε πρόσκληση. Δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη. Κουλουριάστηκα στην αγκαλιά του αρκούδου μου, νιώθοντας τη ζεστασιά του σώματός του να με τυλίγει.

    Το κεφάλι μου βρήκε τη θέση του στον ώμο του, τα πόδια μου διπλώθηκαν στο πλάι. Τα χέρια του με αγκάλιασαν απαλά, το ένα γύρω από τους ώμους μου, το άλλο ακουμπισμένο στη μέση μου.

    Και σαν να μην ήθελε να μείνει απ’ έξω, ο Μπλάκι εμφανίστηκε από το πουθενά. Με ένα κομψό άλμα προσγειώθηκε στην κοιλιά μου, έκανε δύο-τρεις στροφές για να βρει την ιδανική θέση και θρονιάστηκε στη δική μου αγκαλιά. Τα πράσινα μάτια του μισόκλεισαν από ικανοποίηση και άρχισε να γουργουρίζει σαν μικρή μηχανή. Αγκαλιτσεception που λένε!

    Ξαφνικά, η ειδυλλιακή στιγμή διακόπηκε απότομα. Το κινητό μου άρχισε να χτυπάει με τον ήχο που είχα βάλει ειδικά για τη μητέρα μου—το κυρίως θέμα από την ταινία Ψυχώ. Κοίταξα την οθόνη και η καρδιά μου σταμάτησε για μια στιγμή. Η Ευτύχω!

    Πετάχτηκα από τη θέση μου σαν να με χτύπησε ρεύμα, τα μάτια μου γούρλωσαν. Η απότομη κίνησή μου τάραξε το ζεν του Μπλάκι, ο οποίος με ένα αγανακτισμένο «Μιάου!» πήδηξε στο τραπεζάκι. Γύρισε και μου έριξε μια ματιά γεμάτη γατήσια αποδοκιμασία—τα αυτιά του πίσω, η ουρά του να χτυπάει ρυθμικά το τραπέζι.

    «Η μαμά μου!» είπα στον Maurice με μια δόση πανικού που δεν μπορούσα να κρύψω. Τα χέρια μου έτρεμαν ελαφρά καθώς κρατούσα το κινητό, κοιτάζοντάς το σαν να ήταν χειροβομβίδα. Το πρόσωπό μου πρέπει να ήταν τόσο κωμικό που τον έκανε να χαχανίσει. Έβαλε το χέρι του μπροστά στο στόμα του προσπαθώντας να πνίξει το γέλιο του.

    Πραγματικά έκανα σαν δεκαεξάχρονη που την έπιασαν στα πράσα να φασώνεται με το γκόμενο! Πήρα δύο-τρεις βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμήσω, ίσιωσα τα μαλλιά μου με μια νευρική κίνηση και απάντησα.

    «Ευτύχω μου!» της έκανα με τη πιο γλυκουλινιάρικη φωνή που μπορούσα να βγάλω, προσπαθώντας να την τουμπάρω από την αρχή. Είχαμε να μιλήσουμε από την Πέμπτη το βράδυ και ήξερα ότι θα ήταν έτοιμη για μάχη.

    «Μη με καλοπιάνεις εμένα, γαϊδάρα!» ξεκίνησε να μου τα χώνει με το που απάντησα στο τηλέφωνο. «Αν δεν σε πάρουμε εγώ ή ο πατέρας σου τηλέφωνο…» συνέχισε να με γκαζώνει.

    Τράβηξα το ακουστικό από το αυτί μου, κρατώντας το σε απόσταση ασφαλείας, και άρχισα να κάνω βόλτες στο σαλόνι. Άφησα τη φωνή της να αντηχεί στο χώρο όσο μου τα έχωνε. Τα χέρια μου κινούνταν δραματικά στον αέρα, μιμούμενη τις κινήσεις της μητέρας μου που ήξερα ότι έκανε από την άλλη μεριά της γραμμής, κάνοντας τη ζωή δύσκολη στο Maurice, που προσπαθούσε να κρατήσει τα γέλια του χαμηλά.

    Μετά από ένα τρίλεπτο που φάνηκε σαν αιώνας, βρήκα ένα κενό για να μιλήσω. «Εντάξει, τα έβγαλες από μέσα σου;» της έκανα χαβαλέ, σηκώνοντας το ένα μου φρύδι παιχνιδιάρικα παρόλο που δεν μπορούσε να με δει. Ο τόνος της φωνής μου όμως ήταν τέτοιος—χαρούμενος—που την τούμπαρε αμέσως.

    Έκανε μια σύντομη παύση που την ακολούθησε στεναγμός. «Νιώθω άλλος άνθρωπος!» μου απάντησε ειρωνικά, αλλά από το ύφος της κατάλαβα ότι χαμογελούσε. Την ήξερα τη μάνα μου—τα νεύρα της ήταν σαν καλοκαιρινή μπόρα, έντονη αλλά σύντομη.

    Ακούμπησα στον τοίχο και χαλάρωσα λίγο. «Τι κάνετε; Τι κάνει ο μπαμπάς;»

    Και εκεί άρχισε νέος κύκλος γκρίνιας. Η φωνή της ανέβηκε πάλι καθώς ξεκίνησε το παράπονο για την αχάριστη κόρη που μένει πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο από το πατρικό της και έχει κάνει τους γονείς της να τη βλέπουν πιο σπάνια από τον αδερφό της που σπουδάζει στην Αμερική. Κούνησα το κεφάλι μου με απόγνωση και έκανα ένα θεατρικό facepalm.

    Ο αρκούδος μου στο μεταξύ είχε βολευτεί στον καναπέ και προσπαθούσε να συγκρατήσει τα χάχανά του, βλέποντάς με να κάνω μορφασμούς απελπισίας—πότε να γυρνάω τα μάτια μου, πότε να κάνω πως τραβάω τα μαλλιά μου, πότε να μιμούμαι σιωπηλά τα λόγια της μητέρας μου.

    Ξαφνικά σηκώθηκε, πήγε στην τσάντα του και έβγαλε το κινητό του. Πληκτρολόγησε κάτι γρήγορα και μου το έδειξε, κρατώντας το ψηλά για να το διαβάσω: “I feel you! I had the same conversation with mom on Friday!”

    Του χαμογέλασα κι εγώ με ένα βλέμμα που έλεγε «βλέπεις τι τραβάω;», ενώ η Ευτύχω είχε πάρει φόρα και μου τα έχωνε σαν να μην υπάρχει αύριο. Άκουγα φράσεις όπως «έτσι είναι τα παιδιά σήμερα», «εμείς στην ηλικία σου» και «δεν σέβεστε τίποτα».

    «Αυτό έχω μόνο να σου πω!» μου είπε τελειώνοντας το Φιλιππικό της με μια δραματική ανάσα.

    Ναι, δεν κατάλαβα τι ακριβώς είχε να μου πει γιατί είχα σταματήσει να προσέχω κάπου στη μέση. Ξεροκατάπια και κοίταξα τον Maurice που μου έκανε ενθαρρυντικά νοήματα με τα χέρια του. Αποφάσισα να της πετάξω τη βόμβα—αν την άφηνα να συνεχίσει θα μου τα έχωνε μέχρι το πρωί.

    Πήρα μια βαθιά ανάσα και υιοθέτησα το πιο μετανιωμένο ύφος που μπορούσα. «Δίκιο έχεις!» της είπα με φωνή βαθιάς μετάνοιας, χαμηλώνοντας το κεφάλι μου παρόλο που δεν με έβλεπε. Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε ν’ ακούσει. «Την Τετάρτη το απόγευμα, που δεν έχει και ιατρείο ο μπαμπάς, θα έρθω να σας δω, στο υπόσχομαι!»

    «Τέλος πάντων…» είπε στενάζοντας βαθιά. Την άκουσα να κάθεται κάπου—μάλλον στην αγαπημένη της πολυθρόνα. «Πού χάθηκες εσύ τόσες μέρες;» συνέχισε με πιο ήρεμη φωνή.

    Χαμογέλασα πονηρά και ετοιμάστηκα. «Με το αγόρι μου!» της είπα πετώντας τη βόμβα με την ψυχραιμία βομβιστή.

    Σιωπή. Και μετά…

    «ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΟΝ;» ρώτησε έκπληκτη. Η φωνή της ανέβηκε τρεις οκτάβες και με έκανε να χαχανίσω. Την φαντάστηκα να σηκώνεται απότομα από την πολυθρόνα, τα μάτια της γουρλωμένα.

    «Θα σας τα πω αναλυτικά την Τετάρτη,» της υποσχέθηκα, κάνοντας μια στροφή στο σαλόνι. Κοίταξα τον Maurice που με παρακολουθούσε διασκεδασμένος. «Τώρα δεν μπορώ… δεν είμαι μόνη!»

    «Αχ, θα με πεθάνει αυτό το κορίτσι!» την άκουσα να λέει με απελπισία. Σίγουρα είχε βάλει το χέρι της στην καρδιά της με το κλασικό δραματικό της στυλ.

    Σταμάτησα τις βόλτες μου και στάθηκα στη μέση του δωματίου. «Μαμουλίνι μου, κράτα αυτό!» της είπα με τρυφερότητα. «Η Σόφη σου πέρασε ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο!»

    Αμέσως η φωνή της σκλήρυνε. «Δεν φαντάζομαι να γύρισες πάλι σ’ αυτόν;» με ρώτησε ανήσυχη. Η λέξη «αυτόν» βγήκε από το στόμα της σαν να έφτυνε κάτι πικρό, αναφερόμενη στον ακατονόμαστο πρώην μου.

    Έκανα μια γκριμάτσα αηδίας που ευτυχώς δεν μπορούσε να δει. «Όχι, καμία σχέση! Μπρρρρ!» της έκανα, τινάζοντας όλο μου το σώμα σαν να προσπαθούσα να διώξω κάτι αηδιαστικό από πάνω μου, καθησυχάζοντάς την. «Και για να ησυχάσεις ακόμα περισσότερο,» πρόσθεσα με νόημα, «μέχρι και η Μαίρη ενέκρινε!»

    Αυτό ήταν το ατού μου. Η μητέρα μου ήξερε τη σφοδρή αντιπάθεια που είχε η Μαίρη για τον Αργύρη. Και σάμπως ήταν και η μόνη που τον αντιπαθούσε; Πέρα από εμένα—που τον ανεχόμουν για λόγους που ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω—τον Μπλάκι, και τα αδέσποτα που τάιζε, νομίζω πως δεν τον χώνευε ούτε η ίδια του η μάνα! Λόγο!

    «Χμμμ…» ήταν η απάντηση που έλαβα στο τηλέφωνο καθώς επεξεργαζόταν την πληροφορία.

    Αποφάσισα να κλείσω τη συζήτηση πριν αρχίσει νέος γύρος ανακρίσεων. «Μαμά, θα σας τα πω αναλυτικά την Τετάρτη,» επανέλαβα με σταθερή φωνή, «αλλά όπως σου είπα δεν είμαι μόνη, και περιμένουμε και σουβλάκια!»

    Η αντίδρασή της ήταν άμεση. «Σουβλάκια θα τον ταΐσεις τον άνθρωπο;» με ρώτησε με απελπισία. Σχεδόν άκουγα τα χέρια της να πετάγονται στον αέρα.

    Την έκοψα πριν αρχίσει και δεύτερος γύρος για τη φιλοξενία και τι εντύπωση θα σχηματίσει για μένα. «ΜΑΜΑ!» της είπα με αυστηρή φωνή, προσπαθώντας να τη συμμαζέψω. Χτύπησα ελαφρά το πόδι μου στο πάτωμα για έμφαση, παρόλο που δεν με έβλεπε.

    Ακολούθησε ένας βαθύς αναστεναγμός ήττας. «Καλά, θα τα πούμε την Τετάρτη!» μου υποσχέθηκε με φωνή που έδειχνε ότι είχε ήδη αρχίσει να ετοιμάζει τη λίστα με τις ερωτήσεις.

    Κλείσαμε με τα πολλά το τηλέφωνο και αυτή τη φορά χοροπήδησα πάνω του και τον άρπαξα πάλι σαν κοάλα πάνω σε ευκάλυπτο. Πέρασε τα χέρια του από πίσω μου και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στο στόμα.

    «Πώς πήγε;» με ρώτησε προσπαθώντας να μη χαχανίσει.

    «Όπως τ’ άκουσες!» του απάντησα με δραματικό ύφος. «Μη γελάς ρε κάθαρμα!» του είπα καθώς έβαλε τα γέλια.

    «Την Παρασκευή με το που κλείσαμε γιατί είχα αργήσει, με πήρε τηλέφωνο η μάνα μου,» μου είπε και το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Είχαμε να μιλήσουμε από τη Δευτέρα, οπότε τελικά έφυγα με καθυστέρηση μισή ώρας. Κι εγώ μπορεί να είμαι …αρκούδι!» μου έκανε δείχνοντας τον εαυτό του «αλλά η Martine είναι honey badger!» συνέχισε, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    «Ποιος είδε το Θεό και τον δεν φοβήθηκε, ε;»

    «Τον Θεό δεν τον φοβάμαι!» μου δήλωσε και έβαλε και πάλι τα γέλια. «Η Martine από την άλλη είναι τελείως διαφορετική κουβέντα!»

    «Ξέρεις κάτι;» τον ρώτησα διστακτικά. «Έχω ακούσει για τους βορειοευρωπαίους ότι…» είπα και σταμάτησα. Με κοίταξε ερωτηματικά. «Να… ότι από μια ηλικία και μετά η σχέση τους με τα παιδιά τους είναι…» συνέχισα ψάχνοντας να βρω τις σωστές λέξεις. «Πιο… πιο τυπική!»

    Ο Maurice με κοίταξε για μια στιγμή σιωπηλός, με ένα βλέμμα σαν να τον άγγιξε πιο βαθιά απ’ όσο περίμενε. Χαμογέλασε απαλά και έγειρε λίγο το κεφάλι του στο πλάι, σαν να έψαχνε να βρει τις λέξεις.

    «Ξέρεις… έχεις δίκιο. Αυτό λένε. Και ναι, σε πολλές περιπτώσεις ισχύει. Οι γονείς μας μεγαλώνουν με την ιδέα ότι, όταν τα παιδιά ενηλικιωθούν, πρέπει να σταθούν μόνα τους. Ότι η ανεξαρτησία είναι το απόλυτο ζητούμενο. Και κάπου εκεί, η σχέση γίνεται πιο… θεσμική. Πιο “πώς είσαι; όλα καλά;” και λιγότερο “σε νιώθω, είμαι εδώ”.»

    Παίρνει μια ανάσα και συνεχίζει, πιο ήρεμα, πιο προσωπικά:

    «Αλλά δεν είναι όλοι έτσι. Η Martine… μπορεί να είναι αυστηρή, μπορεί να είναι control freak, μπορεί να με κάνει να νιώθω σαν να είμαι ακόμα δώδεκα όταν με ρωτάει αν έφαγα πρωινό—αλλά είναι εκεί. Πάντα ήταν.»

    Χαμογέλασε σαν κάτι να θυμήθηκε. «Όταν είχα φύγει για Erasmus στην Ισπανία, μου έστελνε γράμματα. Όχι email—γράμματα. Με το χέρι της. Και κάθε φορά που μιλάμε, ακόμα κι αν ξεκινάει με “γιατί δεν απαντάς στα μηνύματά μου;”, πάντα καταλήγει με “σ’ αγαπώ, να προσέχεις”.»

    Με κοίταξε στα μάτια, με εκείνο το βλέμμα που δεν χρειάζεται να φωνάξει για να ακουστεί. «Οπότε ναι, μπορεί να μην είναι όπως οι τυπικές Ελληνίδες μαμάδες…»

    «Πώς ξέρεις πώς είναι οι τυπικές Ελληνίδες μαμάδες;» τον ρώτησα απορημένη και μην μπορώντας να κρατηθώ, διακόπτοντάς τον.

    «Από Έλληνες συμφοιτητές μου στο Imperial που έκανα το Msc μου,» μου απάντησε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. «Ναι, δεν είναι η μαμά που θα σου γεμίσει τα μπαγκάζια με τάπερ με σπιτικό φαγητό,» συνέχισε χαχανίζοντας στην ανάμνηση, «Αλλά είναι μάνα. Και είναι εκεί. Με τον δικό της τρόπο. Και αυτό, για μένα, είναι αρκετό.»

    «Ο πατέρας σου;» τον ρώτησα χαϊδεύοντας του τρυφερά τα μαλλιά. «Πες μου για τον πατέρα σου,» τον ενθάρρυνα.

    «Ο πατέρας μου…» είπε και σταμάτησε, σαν να έψαχνε μέσα του μια εικόνα, μια ανάμνηση. «Είναι πολύ πιο διαχυτικός, πιο ζεστός.»

    Χαμογέλασε, και το βλέμμα του μαλάκωσε.

    «Δάσκαλος. Δεκαετίες τώρα. Λατρεύει τα παιδιά, και λατρεύει τη δουλειά του. Είναι από αυτούς που θυμούνται τα ονόματα όλων των μαθητών τους, ακόμα και μετά από είκοσι χρόνια. Και εκείνοι τον θυμούνται. Του στέλνουν κάρτες, φωτογραφίες, γράμματα…»

    Έκανε μια μικρή παύση, σαν να ένιωθε τη συγκίνηση να τον πλημμυρίζει.

    «Όχι ότι η μητέρα μου είναι ψυχρή…» βιάστηκε να συμπληρώσει, κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Απλά… είναι πιο κλειστή. Πιο μαζεμένη. Πιο… εσωτερική. Και πιο τσαμπουκαλού!» πρόσθεσε γελώντας ζεστά, γεμάτος αγάπη.

    «Εκείνη είναι που θα σηκώσει το τηλέφωνο για να διαμαρτυρηθεί αν κάτι δεν πάει καλά. Εκείνη που θα οργανώσει τα πάντα, που θα φροντίσει να μη λείψει τίποτα. Αλλά ο πατέρας μου…»

    Έγειρε λίγο προς τα πίσω, σαν να έβλεπε μια σκηνή μπροστά του.

    «Ο πατέρας μου είναι αυτός που θα σου φέρει ένα βιβλίο και θα σου πει “σκέφτηκα ότι θα σου άρεσε αυτό”. Που θα σου πει “είμαι περήφανος για σένα” χωρίς να χρειάζεται αφορμή. Που θα σε πάρει αγκαλιά χωρίς να το σκεφτεί.»

    Με κοίταξε ξανά, πιο ήρεμος τώρα. «Είναι σαν να είναι οι δύο τους οι δύο πόλοι μου. Η μητέρα μου με έμαθε να στέκομαι στα πόδια μου. Ο πατέρας μου με έμαθε να μην ξεχνάω να νιώθω.»

    Δεν πρόλαβα να του απαντήσω καθώς εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι, είχαν έρθει τα σουβλάκια. Και εγώ ακόμα μόνο με το κάτω εσώρουχο, καλά είχε πάει αυτό. «Στον τρίτο,» είπα στο θυροτηλέφωνο πατώντας το κουμπί για να ανοίξει η κάτω πόρτα και έτρεξα πανικόβλητη στο δωμάτιο να ντυθώ πρόχειρα για να μην φλασάρω τον ντελιβερά, ένα φανελάκι και ένα σορτσάκι δηλαδή.

    Με τον φύλακα του σπιτιού να μπλέκεται στα πόδια μου άνοιξα την πόρτα και εκείνη τη στιγμή βγήκε και ο ντελιβεράς από το ασανσέρ. Πλήρωσα, του άφησα και πουρμπουάρ και με τον Μπλάκι ακόμα να μπλέκεται στα πόδια μου πήγα στην κουζίνα. Έβγαλα από το ψυγείο δύο κουτάκια μπύρα και έπλυνα και μετά έβγαλα και ένα δίσκο με δυο πιάτα.

    Όταν πήγα στο σαλόνι ο Maurice είχε μαζέψει την κονσόλα έχοντας βρει χώρο να τη στριμώξει στο έπιπλο. Τον κοίταξα με απορία.

    «Εδώ θα την αφήσεις;»

    «Το Wii είναι για δύο!» μου είπε αδιάφορα. «Τι να το κάνω στο σπίτι μου;» συνέχισε, κάνοντας την καρδιά μου να κάνει άλλες τρεις κωλοτούμπες. Παράτησα το δίσκο όπως-όπως στο τραπέζι και του όρμισα εκ νέου.

    Ξεχάσαμε τα σουβλάκια, ξεχάσαμε τις μπύρες, τα ξεχάσαμε όλα. Σε χρόνο dt μείναμε αμφότεροι με την αδαμιαία περιβολή μας, και αρπάζοντάς τον από το χέρι τον …έσουρα στο δωμάτιο διά τα περαιτέρω.

    Προκαταρκτικά; Ποια προκαταρκτικά; Ο Maurice είχε …βγάλει το ρόπαλο κι εγώ ήμουν πιο υγρή και από rainforest την εποχή των μουσώνων. Πέσαμε στο κρεβάτι, με ξάπλωσε ανάσκελα, ανέβηκε πάνω μου, και φύγαμε για τελικό. Όταν μπήκε μέσα μου ήταν τόσο έντονη η αίσθηση που δάγκωσα τον πήχη του αριστερού μου χεριού για να μη με ακούσει όλη η πολυκατοικία. Και μπορεί η χοντρή να μην το είχε εύκολο το τραγούδι, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι το ευχαριστιόταν λιγότερο.

    Δεν ξέρω… Ίσως επειδή ήμουν ερωτευμένη; Ο Maurice με γέμιζε λες και είχε γεννηθεί κατά παραγγελία, λες και είχαμε φτιαχτεί ο ένας για τον άλλον. Αφήνοντας στην άκρη τη βραδυφλεγία μου, οι άντρες με τους οποίους πραγματικά είχα απολαύσει το σεξ ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Μα όλοι, όλοι, είχαν κάποιο κουσούρι.

    Ο Πάνος ήταν κωλοπαιδαράς. Ο Λευτέρης ήταν ακατοίκητος. Ο Γιάννης ήταν παντρεμένος και μου το είχε κρύψει. Ο Αργύρης ήταν φασιστόμουτρο και ρατσιστής.

    Καλά το είχα πει. Την Παρασκευή δεν είχα πιάσει απλά το τζάκποτ στο Τζόκερ, είχα κερδίσει ταυτόχρονα και το ΠΡΟΤΟ!

    Άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Και τα δικά του μάτια ήταν ανοιχτά αλλά κοίταζαν στο πουθενά. Ήταν… ήταν υπέροχος. Νιώθοντας το τέλος να πλησιάζει, έκοψε απότομα το ρυθμό για να το παρατείνει περισσότερο. Και δεν το έκανε για εκείνον, το έκανε για μένα. Εκείνη τη στιγμή τον ερωτεύτηκα λίγο παραπάνω.

    “Let yourself go, babe” του είπα τρυφερά.

    “Not yet!” μου δήλωσε ορθά κοφτά.

    “Babe…” ξεκίνησα αλλά μου έκλεισε το στόμα με το δάχτυλό του.

    “Not yet!” μου επανέλαβε.

    Τραβήχτηκε από μέσα μου και έσκυψε ανάμεσα στα πόδια μου. Ένιωσα τη γλώσσα του και τα χείλη του στην κλειτορίδα μου και μου ξέφυγε ένα ηδονικό βογγητό. Άρχισε να με παίζει ταυτόχρονα με το δάχτυλό του και το στόμα του και η αίσθηση ήταν πέραν πάσης περιγραφής.

    Και τότε έκανε κάτι που δεν το περίμενα. Χωρίς να σταματήσει να με περιποιείται με το στόμα του, έβαλε δάχτυλο πίσω μου. Το έκανε θαρρετά, χωρίς δισταγμό. Και… λες και ήξερε από ένστικτο, πόσο αργά και σε πόσο βάθος έπρεπε να το βάλει.

    “Do you want to take me the other way?” τον ρώτησα διστακτικά. Ναι, ήταν μεγαλούτσικος, ναι, στην αρχή θα μ’ έκανε να βελάξω, αλλά θα του τον έδινα την ίδια στιγμή που τον ζητούσε.

    “Not now, babe!” μου είπε συνεχίζοντας το έργο του.

    Και στη δήλωσή του, το «όχι τώρα,» που υπονοούσε ότι αργά ή γρήγορα θα μ’ έπαιρνε με αυτό τον τρόπο, ένιωσα το πρώτο jolt, που έκανε το σώμα μου να τεντωθεί λες και με χτύπησε το ρεύμα. Ο Maurice διάβασε την αντίδρασή του σώματός μου και συνέχισε με περισσότερο ενθουσιασμό. Το δάχτυλό του, που μέχρι στιγμής ήταν ακίνητο πίσω μου, άρχισε να κάνει ελαφρές κυκλικές κινήσεις, σα να προσπαθούσε να με ανοίξει, και εκεί ήρθε και το δεύτερο jolt. Και μετά το τρίτο.

    Για δεύτερη φορά σε δυο μέρες, η χοντρή τραγούδησε. Και αυτή τη φορά ο οργασμός μου ήταν δυνατός, πολύ πιο δυνατός από αυτόν που είχα χθες το πρωί στο ντουζ.

    “Yes baby!” τον άκουσα να λέει λαχανιασμένος από την προσπάθεια. “Cum for me… cum for me!”

    «Μόρις μου,» ξεφώνισα δυνατά καθώς τα jolts διαδέχονταν το ένα το άλλο. «Μωρό μου… μωρό μου… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ μωρό μου!» φώναξα ακόμα πιο δυνατά ενώ το σώμα μου έκανε ανεξέλεγκτους σπασμούς.

    ΤΗΝ ΑΚΟΥΣΑ ΣΤΕΡΕΟ!

    Το ορκίζομαι σε ότι πιο ιερό έχω, ήταν από τους πιο δυνατούς οργασμούς που είχα στα δεκατέσσερα χρόνια που κάνω σεξ. Όταν με άφησε σχεδόν του όρμισα και τον ξάπλωσα στο κρεββάτι. Του έβγαλα το προφυλακτικό και τον πήρα μέσα μου μέχρι το λαιμό. Μέχρι που το πρόσωπό μου βρήκε πάνω του.

    “Ooooh, babe!” του ξέφυγε ένα βογγητό, κάνοντάς με να συνεχίσω με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη, και αυτή τη φορά σπάσαμε τα κοντέρ. Ούτε δυο λεπτά δεν είχαν περάσει όταν με έπιασε από τα μαλλιά και με κράτησε ακίνητη με το όργανό του ν’ αδειάζει στο στόμα μου και άρχισα να καταπίνω για να μην πνιγώ. Τελειώνοντας, και αφού του τον έκανα λαμπίκο, ανέβηκα και χώθηκα στην αγκαλιά του.

    “You are surely a man of your word!” του είπα χαχανίζοντας. “You made the fat lady …scream!”

    “My lady is not fat!” μου είπε με τόνο που με έκανε να λιώσω. Τα μάτια του με κοίταζαν με τέτοια τρυφερότητα που ένιωσα τα γόνατά μου να λυγίζουν. Και μετά, το πρόσωπό του άλλαξε, πήρε μια πειρακτική έκφραση και πρόσθεσε: “And don’t call me Shirley!”

    Διπλώθηκα από τα γέλια, κρατώντας την κοιλιά μου. Η αναφορά στο Airplane! ήταν τόσο απρόσμενη που δάκρυσα. Έπεσα στον κρεββάτι δίπλα του, ακόμα γελώντας, προσπαθώντας να πάρω ανάσα. Αφού δεν έπαθα έμφραγμα από τα γέλια, το λες και win!

    Μετά από λίγα λεπτά που προσπαθούσαμε να συνέλθουμε—κάθε φορά που κοιταζόμασταν ξεσπούσαμε πάλι σε γέλια—καταφέραμε να σηκωθούμε. Ντυθήκαμε στα γρήγορα, εγώ πετώντας πάνω μου ένα μεγάλο t-shirt και αυτός φορώντας το μποξεράκι του που το είχε πετάξει κοντά στην πόρτα. Τα μαλλιά μας ήταν ανάκατα, τα πρόσωπά μας κόκκινα, αλλά χαμογελούσαμε σαν χαζοί.

    Επιστρέψαμε στο σαλόνι με γρήγορα βήματα πριν κρυώσουν τα σουβλάκια μας. Η μυρωδιά του γύρου και του τζατζικιού είχε γεμίσει το χώρο και το στομάχι μου γουργούρισε δυνατά. Καθίσαμε στο πάτωμα μπροστά στο τραπεζάκι του σαλονιού, όπου είχα απλώσει τα σουβλάκια, τις πατάτες και τις σάλτσες.

    Ο Μπλάκι, που μας είχε κάνει τη χάρη να μας αφήσει να βγάλουμε τα μάτια μας με την ησυχία μας—πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για τα δεδομένα του—εμφανίστηκε με μαγικό τρόπο με το που ξετυλίξαμε το πρώτο σουβλάκι. Ήταν σαν να είχε ραντάρ για φαγητό. Από το πουθενά, σαν μικρός Νίντζα με γούνα, πετάχτηκε από πίσω από τον καναπέ.

    «Νιάου!» μας έκανε εμφατικά, πηδώντας με χάρη που μόνο τα αιλουροειδή διαθέτουν πάνω στο τραπέζι. Προσγειώθηκε ακριβώς ανάμεσα στα πιάτα μας, σαν να είχε υπολογίσει με μαθηματική ακρίβεια το σημείο. Άρχισε να μυρίζει τα σουβλάκια με έντονο ενδιαφέρον, η μικρή ροζ μύτη του δούλευε υπερωρίες.

    «Καλώς τον ζήτουλα!» έκανα χαχανίζοντας. Έκοψα ένα μικρό κομμάτι γύρο από το σουβλάκι μου—προσέχοντας να μην έχει πολλά μπαχαρικά—και του το έδωσα, βάζοντάς το σε ένα μικρό πιατάκι που κρατούσα ειδικά για αυτόν.

    Ο Μπλάκι έσκυψε πάνω από το πιάτο με την επισημότητα επιθεωρητή τροφίμων. Το μύρισε προσεκτικά, γύρισε το κεφάλι του δεξιά, μετά αριστερά, ξαναμύρισε. Μετά, με μια κίνηση που μόνο οι γάτες μπορούν να κάνουν, άρχισε να το σπρώχνει με το πόδι του προς τη μια μεριά του πιάτου, μετά προς την άλλη, σαν να έπαιζε χόκεϊ. Το κρέας γλιστρούσε πάνω στο πιάτο κάνοντας μικρούς κύκλους, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να το φάει.

    Σήκωσε το κεφάλι του και μας κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε «Σοβαρά τώρα;». Η πλάτη του έκανε νευρικά τινάγματα και η ουρά του χτυπούσε ρυθμικά το τραπέζι.

    Έσκυψα προς το μέρος του και του μίλησα απαλά. «Δικό σου είναι αγορίνα μου, δε θα στο πάρει κανείς!» του είπα τρυφερά, χαϊδεύοντας ελαφρά το κεφάλι του.

    Με κοίταξε για μια στιγμή σαν να με αξιολογούσε, μετά έσκυψε πάλι και μύρισε το κομμάτι του κρέατος με ακόμα μεγαλύτερη καχυποψία, λες και ήταν νάρκη έτοιμη να εκραγεί. Το έσπρωξε άλλη μια φορά με το πόδι του, αυτή τη φορά πιο δυνατά, και το κρέας σχεδόν έπεσε από το πιάτο.

    «Δε θα το φάει;» με ρώτησε ο Maurice, παρακολουθώντας τη σκηνή με γουρλωμένα μάτια. Είχε σταματήσει να τρώει και κοιτούσε τον Μπλάκι με απορία.

    Ανασήκωσα τους ώμους μου χαμογελώντας. «Δεν του αρέσει η μυρωδιά και η γεύση των μπαχαρικών!» του απάντησα. «Είναι πολύ επιλεκτικός ο κύριος.»

    Ο Maurice έγειρε το κεφάλι του μπερδεμένος. «Τότε γιατί του έδωσες;» με ρώτησε, δείχνοντας τον Μπλάκι που τώρα είχε αρχίσει να παίζει με το κρέας σαν να ήταν ποντίκι—το χτυπούσε, το έπιανε, το άφηνε, το ξαναχτυπούσε.

    Του έκλεισα το μάτι συνωμοτικά. «Για να μας αφήσει να φάμε με την ησυχία μας!» του απάντησα χαχανίζοντας. «Αλλιώς θα μας ζάλιζε όλη την ώρα για φαγητό. Τώρα θα παίζει με αυτό για τουλάχιστον δέκα λεπτά!»

    Ο Maurice έβαλε τα γέλια, κουνώντας το κεφάλι του με θαυμασμό. «Έξυπνο!» είπε και γύρισε πάλι στο σουβλάκι του.

    Αφήσαμε τον Μπλάκι να συνεχίσει το θέατρό του με το κομμάτι του γύρου—το είχε σπρώξει τώρα κάτω από μια χαρτοπετσέτα και προσπαθούσε να το «κυνηγήσει»—και συνεχίσαμε να τρώμε.

    Πήρα μια μεγάλη μπουκιά από το σουβλάκι μου και έκλεισα τα μάτια από ευχαρίστηση. Το σουβλατζίδικο από το οποίο είχα κάνει την παραγγελία έχει τον καλύτερο γύρο της περιοχής—ζουμερός, καλοψημένος, με τέλεια μπαχαρικά. Οι πίτες του είναι σεβαστού μεγέθους, μαλακές και ζεστές, και το τζατζίκι… ω, το τζατζίκι ήταν ποίημα. Άρπαξα μια χούφτα πατάτες—τηγανητές, χρυσαφένιες, με λιωμένο τυρί και κόκκινη σάλτσα που έτρεχε—και τις έχωσα στο στόμα μου με έναν ήχο ευχαρίστησης.

    «Μμμμμ,» έκανα με το στόμα γεμάτο, κλείνοντας τα μάτια.

    Ο Maurice με κοίταξε προσπαθώντας με πολύ κόπο να κρατηθεί σοβαρός. «Καλό;» ρώτησε, παρόλο που η απάντηση ήταν προφανής.

    Κατάπια και κούνησα το κεφάλι μου ενθουσιωδώς. «Το καλύτερο!» Πήρα μια γουλιά από τη μπύρα μου για να κατεβάσω το φαγητό και επιτέθηκα με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη στο σουβλάκι.

    Βάλε και τη μερίδα με τις τηγανητές πατάτες με τυρί και σάλτσα—εξίσου σεβαστού μεγέθους που θα μπορούσε να χορτάσει μια μικρή οικογένεια—βάλε και την μπύρα που κατέβαινε σαν νεράκι με τη ζέστη, όταν τέλειωσα το σουβλάκι μου ήμουν έτοιμη to call it a day, που λένε και οι Αμερικάνοι. Ακούμπησα πίσω στον καναπέ, βάζοντας το χέρι μου στην κοιλιά μου που είχε φουσκώσει ικανοποιητικά.

    Ο αρκούδος μου βέβαια δεν είχε τέτοιους περιορισμούς. Είχε ήδη εξαφανίσει δύο σουβλάκια και είχε ορμίσει στο τρίτο σα να μην υπήρχε αύριο. Για αρκούδο, τον λες και κροκόδειλο! Τον άφησα στο σαλόνι να συνεχίσει το γεύμα του και σηκώθηκα με έναν μικρό στεναγμό.

    Πήγα στην κουζίνα σέρνοντας λίγο τα πόδια μου από το φαγητό και άνοιξα το ψυγείο. Έβγαλα ένα παγωμένο κουτάκι μπύρα, το έπλυνα γρήγορα στο νεροχύτη και γύρισα στο σαλόνι. Η πρώτη μπύρα του είχε ήδη τελειώσει—είχε πάει υπέρ πίστεως με το που την άνοιξε, σαν να εξατμίστηκε, κλασσικός Βέλγος δηλαδή.

    «Ορίστε!» του είπα, δίνοντάς του το κουτάκι.

    Σήκωσε το βλέμμα του από το σουβλάκι και το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Σ’ ευχαριστώ μωρό μου,» μου είπε με το στόμα μισογεμάτο. Άνοιξε το δεύτερο κουτάκι με έναν ικανοποιητικό ήχο τσς και ήπιε, αυτή τη φορά πιο αργά, απολαμβάνοντας την παγωμένη μπύρα.

    Κάθισα δίπλα του στο πάτωμα και τον χτύπησα ελαφρά στον ώμο. «Έχω και άλλες μέσα,» του απάντησα χαμογελώντας του με νόημα. «Όλο το ψυγείο είναι γεμάτο.»

    «Nice to know!» μου απάντησε, παίζοντας με τα φρύδια με νόημα, κάνοντάς με να χαχανίσω και πάλι. Μετά, χωρίς να χάσει χρόνο, ρίχτηκε στο τρίτο σουβλάκι με ανανεωμένο ενθουσιασμό.

    Ξαφνικά σταμάτησε στη μέση της μπουκιάς και με κοίταξε για μερικές στιγμές. Τα μάτια του στένεψαν ελαφρά, παρατηρώντας το άδειο μου πιάτο. «Εσύ δε θα φας άλλο;» με ρώτησε με ανησυχία στη φωνή του.

    Κούνησα το κεφάλι μου χαμογελώντας και χάιδεψα το μπράτσο του. «Όχι μωρό μου, εγώ είμαι καλά με μια πίτα.» Έδειξα το δεύτερο σουβλάκι που περίμενε ακόμα τυλιγμένο. «Για σένα το πήρα και το άλλο,» του είπα τρυφερά.

    Άφησε το σουβλάκι του για μια στιγμή, σκούπισε τα χέρια του σε μια χαρτοπετσέτα και έσκυψε προς το μέρος μου. Με φίλησε απαλά, ένα γλυκό, τρυφερό φιλί που όμως είχε τον μεθυστικό συνδυασμό αρώματος τζατζικιού και κρεμμυδιού. Γέλασα μέσα στο φιλί και τον τράβηξα πιο κοντά, αγνοώντας τις γευστικές «λεπτομέρειες».

    Μετά από άλλα δέκα λεπτά επικής μάχης με το τρίτο του σουβλάκι, ο Maurice ακούμπησε πίσω και άφησε έναν ικανοποιημένο αναστεναγμό. «Ουφ, δεν ξέρω αν θα το καταφέρω το τέταρτο,» μου είπε χαϊδεύοντας το στομάχι του που είχε στρογγυλέψει εμφανώς. Η μπλούζα του τεντώθηκε λίγο πάνω από την κοιλιά του. «Είχες δίκιο, είναι αρκετά μεγάλα!»

    Τον χτύπησα παιχνιδιάρικα στον ώμο. «Όσο φας,» του έκανα καθησυχαστικά. «Δεν είναι διαγωνισμός!» Κοίταξα το άδειο του κουτάκι. «Θες να σου φέρω κι άλλη μπύρα;»

    Αντί απάντησης, μου έπαιξε τα μάτια του με εκείνον τον χαριτωμένο τρόπο που είχε—σήκωνε και κατέβαζε τα φρύδια του γρήγορα. Χαχάνισα και σηκώθηκα πάλι, κουνώντας το κεφάλι μου με ψεύτικη αποδοκιμασία.

    «Γυμναστή δεν είχαμε, γυμναστή βρήκαμε!» του είπα καθώς πήγαινα στην κουζίνα. Άκουσα το γέλιο του πίσω μου.

    Γύρισα με το τρίτο κουτάκι μπύρας και τον βρήκα να έχει ξετυλίξει το τέταρτο σουβλάκι και να το κοιτάζει σκεπτικός, σαν στρατηγός που μελετάει το πεδίο της μάχης. Του έδωσα τη μπύρα και κάθισα στον καναπέ, βάζοντας τα πόδια μου πάνω.

    Ο αρκούδος μου, με ηρωική προσπάθεια, κατάφερε να φάει και το τέταρτο πιτόγυρο. Τον παρακολουθούσα με δέος καθώς κατάπινε την τελευταία μπουκιά. Βάλε και ότι τα κουτάκια της μπύρας ήταν του μισού λίτρου και όχι τα συνηθισμένα των 330 γραμμαρίων—ουσιαστικά είχε πιει ενάμιση λίτρο μπύρα και είχε φάει τέσσερα σεβαστού μεγέθους πιτόγυρα.

    Με το που κατάπιε την τελευταία μπουκιά, άφησε έναν βαθύ, ικανοποιημένο αναστεναγμό και έγειρε και εκείνος στον καναπέ. Άπλωσε τα χέρια και τα πόδια του σαν αστερίας, η κοιλιά του ανεβοκατέβαινε με την αναπνοή του. Έμοιαζε με μικρό—έστω τεράστιο—Βέλγο Βούδα, με ένα μακάριο χαμόγελο στο πρόσωπό του και τα μάτια μισόκλειστα από ικανοποίηση.

    Ο Μπλάκι, που είχε εγκαταλείψει το παιχνίδι του με τον γύρο—το κρέας είχε καταλήξει κάτω από τον καναπέ—ανέβηκε με ένα άλμα και κουλουριάστηκε πάνω στην αυτοκρατορική στρογγυλότητα του αρκούδου μου. Άρχισε να γουργουρίζει δυνατά, σαν να είχε βρει το τέλειο μαξιλάρι.

    «Τι θα κάνουμε αύριο;» με ρώτησε. Ναι, χρησιμοποίησε το πρώτο πληθυντικό, κάνοντας να λερώσω τα βρακιά μου ακόμα περισσότερο.

    Και όχι τίποτε άλλο, δε φορούσα καν βρακί, μόνο τη μπλούζα!

    «Ό,τι θέλεις εσύ μωρό μου,» του απάντησα με το στόμα μου να στάζει μέλι… με άρωμα τζατζίκι.

    «Τετάρτη δουλεύεις από το σπίτι, αν θυμάμαι καλά!» μου είπε και του έγνεψα καταφατικά. «Άρα μπορούμε να κάτσουμε λίγο παραπάνω. Ξέρω ένα καταπληκτικό ιταλικό, θέλεις;»

    «Πολύ!» του απάντησα με το χαμόγελό μου από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.

    «Ωραία!» μου είπε ανταποδίδοντας μου το χαμόγελο. «Και μετά πάμε για ένα χαλαρό ποτάκι!»

    «Και Τετάρτη που θα πας να φας το ξύλο σου από τους γονείς σου, εγώ έχω 5x5, μια χαρά μας έκατσε το πρόγραμμα!»

    «Τουλάχιστον κάποιος θα περάσει καλά,» του είπα αναστενάζοντας. «Εσύ με τη μπάλα σου, κι εγώ με τον Ιεροεξεταστή!» συνέχισα με προσποιητή απόγνωση, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια, και ταράζοντας το ζεν του Μπλάκι, που με ένα αγριοκοίταγμα έβαλε τον Maurice στη θέση του.

    «Μου την είπε τώρα;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

    «Για να μην ξεχνιέσαι!» του απάντησα στο ίδιο ύφος.

    Καθίσαμε στο πάτωμα ακουμπισμένοι στον καναπέ, σαν δράκοι Κομόντο σε καταληψία για κανένα μισάωρο ακόμα και εκεί μου ζήτησε και τέταρτη μπύρα, γιατί διψούσε.

    «Πού στο καλό τις βάζεις, μου λες;» τον ρώτησα με πραγματική απορία.

    «Πάντα υπάρχει χώρος για μια μπύρα ακόμα!» μου απάντησε σκανταλιάρικα.

    Σηκώθηκα να πάω να του φέρω τη μπύρα του και ο Maurice χαλώντας τη Νιρβάνα του Μπλάκι, πήγε στην τουαλέτα. Εμ τόση μπύρα που ήπιε λογικό ήταν, πρέπει να κατούραγε πάνω από λεπτό. Όταν γύρισα στο σαλόνι ο Μπλάκι είχε ανέβει στην πιο ψηλή πλατφόρμα του γατόδεντρου του και το είχε ρίξει στην καθαριότητα.

    Έσπρωξα ελαφρά τον καναπέ και έπιασα το κομμάτι με το γύρο που είχε πετάξει από κάτω ο Μπλάκι και το έβαλα στο δίσκο. Θα τα μάζευα αργότερα, τώρα βαριόμουν να κουνηθώ. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και ο Maurice, και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ, σφίγγοντάς με πάνω του.

    «Τι θα κάνουμε τώρα;» με ρώτησε.

    «Εσύ θα απολαύσεις τη μπύρα σου,» του απάντησα, βγάζοντας τη μπλούζα μου και μένοντας και πάλι γυμνή. Έπιασα πρόχειρα τα μαλλιά μου πίσω, κατέβηκα από τον καναπέ και γονάτισα μπροστά του.

    “Oh boy!” μου είπε με ενθουσιασμό που με έκανε να χαχανίσω. Ανασηκώθηκε ελαφρά για να με βοηθήσει να του κατεβάσω το μποξεράκι.

    «Κάνω δίαιτα, απαγορεύεται να φάω παγωτό!» του είπα σκανταλιάρικα, κάνοντάς τον να χαχανίσει, και του όρμισα εκ νέου.

    Αυτή τη φορά ξεκίνησα πιο απαλά, πιο αισθησιακά. Σήκωσα λίγο τα μάτια μου και τον κοίταξα, είχε γείρει πίσω στον καναπέ κρατώντας τη μπύρα στο χέρι και απολάμβανε την περιποίησή μου. Την πρώτη φορά—τότε στα δεκάξι μου—που ο Πάνος μου είχε ζητήσει να τον πάρω στο στόμα μου, είχα φρικάρει.

    Από την άλλη, ούσα peoples pleaser, δε μου άρεσε να χαλάω χατίρι σε κανέναν, και έτσι, παρά τους δισταγμούς μου, τον είχα πάρει στο στόμα μου. Και εκεί διαπίστωσα ότι μου άρεσε. Μου άρεσε πολύ. Από την άλλη είχε τελειώσει στο στόμα μου χωρίς να με προειδοποιήσει—υπενθυμίζω ότι μιλάμε για μεγάλο κωλοπαιδαρά—και είχαμε γίνει μπίλιες. Όπως και να έχει όμως, από εκείνη τη βραδιά και μετά οι πίπες είχαν μπει στο ερωτικό μου ρεπερτόριο.

    Και, όχι να το παινευτώ, αλλά είμαι καλή, πολύ καλή. Μπορώ να πάρω ακόμα και μεγάλα μεγέθη πλήρως μέσα στο στόμα μου και ποτέ δεν τους κόβω, τους αφήνω να τελειώνουν στο στόμα μου. Και επιπλέον ποτέ δεν είχα την απαίτηση να με φιλήσουν μετά την πίπα. Δεν ξέρω, μου φαινόταν λίγο υποκριτικό. Εννοώ… το κάνεις για τον άλλον, δεν το κάνεις; Άμα ζητάς επιτακτικά να σε φιλήσουν μετά, δεν ξέρω… είναι σα να απαιτείς να σου πουν ευχαριστώ.

    Ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ.

    Ένιωσα τα χέρια του πάνω στο κεφάλι μου και αφέθηκα στο ρυθμό που ήθελε. Δε βιαζόταν, αλλά ούτε κι εγώ βιαζόμουν. Ήθελα να το απολαύσει, ήθελα να του δείξω με τον τρόπο μου πόσο ευγνωμονούσα ήμουν που είχε μπει στη ζωή μου. Γιατί πρώτα και κύρια νοιαζόταν, νοιαζόταν πραγματικά. Του είχα ζητήσει να αφεθεί, να μην παιδεύεται άλλο.

    Και όχι απλά δε με είχε ακούσει, αλλά μου πρόσφερε μετά από πολύ καιρό τον πρώτο μου πραγματικά δυνατό οργασμό. Η διαφορά του με τον μαλάκα τον ακατανόμαστο, ήταν ότι ο Maurice δεν το έκανε για να τονώσει τον εγωισμό του, το έκανε γιατί πραγματικά ήθελε να με κάνει να νιώσω όμορφα.

    Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα πέρασε, ο αρκούδος μου με πήγαινε με το πάσο του και εμένα από ένα σημείο και πέρα το μυαλό μου είχε αδειάσει.

    “Use your hand, babe” τον άκουσα να μου ψιθυρίζει και του τον αγκάλιασα με το αριστερό μου χέρι και άρχισα να του τον παίζω απαλά, με τη χούφτα μου να κάνει απαλές κυκλικές κινήσεις. “Oh, God…” του ξέφυγε, δίνοντάς μου ακόμα μεγαλύτερη ώθηση.

    Μπορεί πριν να είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, αλλά με το που μπήκε η χείρα βοηθείας, δεν πρέπει να πέρασε ούτε δίλεπτο μέχρι που ένιωσα τους πρώτους σπασμούς μέσα στο στόμα μου. Χωρίς να σταματήσω να τον παίζω, έμεινα ακίνητη και λίγες στιγμές αργότερα ένιωσα τον πρώτο πίδακα. Κάθε σπασμός του και ένα βογγητό, κάθε βογγητό του και ένας πίδακας.

    Εννοείται ότι και πάλι τα κατάπια όλα, με τον Maurice δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να φτύσω τα κουκούτσια, που λένε. Τον καθάρισα προσεκτικά με τη γλώσσα μου από τα όποια υπολείμματα και σάλια, και σήκωσα το βλέμμα μου πάνω του.

    Μου έκανε νόημα με τα χέρια του να έρθω προς το μέρος του. Σκαρφάλωσα πάνω του χωρίς δεύτερη σκέψη, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Τα χέρια του με τύλιξαν και με τράβηξαν επιτακτικά πάνω του, και πριν προλάβω να πω ή να σκεφτώ οτιδήποτε, τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου.

    Το φιλί δεν ήταν βιαστικό, δεν ήταν φλογερό με την έννοια της επιθυμίας—ήταν βαθύ, ήσυχο, γεμάτο. Ένα φιλί που δεν ζητούσε τίποτα, μόνο ήθελε να είναι εκεί. Χαθήκαμε μέσα του, σαν να μην υπήρχε χρόνος, σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από αυτή τη στιγμή, αυτό το άγγιγμα, αυτή την ανάσα.

    Όταν τραβήχτηκα ελαφρά, με κοίταξε με εκείνο το χαμόγελο που δεν είναι απλώς τρυφερό—είναι οικείο. Το χαμόγελο που λέει “σε βλέπω, σε νιώθω, είμαι εδώ”. Με μια απλή κίνηση, μου έσπρωξε στην άκρη την ατίθαση τούφα που είχε πέσει στο πρόσωπό μου, τα δάχτυλά του χάιδεψαν για μια στιγμή το μάγουλό μου, και μετά έμειναν εκεί, σαν να ήθελαν να κρατήσουν τη στιγμή λίγο παραπάνω.

    Δεν μιλήσαμε. Δεν χρειαζόταν. Τα μάτια μας είχαν ήδη πει όλα όσα καμιά γλώσσα δεν μπορεί να εκφράσει. Και μέσα στα δικά του μάτια είδα αυτό που ένιωθα κι εγώ: Χαρά. Συντροφικότητα. Ευγνωμοσύνη. Και κάτι ακόμα, πιο βαθύ, πιο ήσυχο, πιο αληθινό. Μια υπόσχεση—όχι με λόγια, αλλά με παρουσία. Είμαι εδώ. Μαζί σου.

    “Maurice… Μη φύγεις σε παρακαλώ,” του είπα σχεδόν παρακλητικά. «Μείνε μαζί μου το βράδυ…»

    Ναι, το ξέρω… θα έπρεπε να του δώσω το χώρο του, θα έπρεπε να είμαι πιο ανεξάρτητη, να μην δείχνω ότι κολλάω πάνω του σα στρείδι, να μην τον τρομάξω… να μην το ένα, να μην το άλλο…

    Αλλά τον είχα ανάγκη. Ήθελα και πάλι να κοιμηθώ στην αγκαλιά του και να ξυπνήσω στην αγκαλιά του.

    Ο Maurice με κοίταξε για μια στιγμή, και στα μάτια του δεν είδα ούτε δισταγμό, ούτε φόβο, ούτε εκείνη τη σκιά που φοβόμουν ότι ίσως φανεί. Είδα μόνο εκείνο το γνώριμο, ζεστό φως—το φως που ανάβει όταν κάποιος νιώθει ότι τον θέλεις όχι από ανάγκη, αλλά από αλήθεια.

    “I thought that you’d never ask,” μου είπε με εκείνο το σκανταλιάρικο χαμόγελο που με κάνει να λιώνω κάθε φορά, κάνοντάς με να τσιρίξω σαν πεντάχρονο που του έταξαν παγωτό.

    Δεν με ένοιαζε πια αν φαινόμουν προσκολλημένη, αν έπρεπε να κρατήσω αποστάσεις, αν έπρεπε να είμαι πιο cool. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήθελα να τον κρατήσω κοντά μου εκείνο το βράδυ. Να τον νιώθω δίπλα μου. Να ξυπνήσω με την ανάσα του στο μαξιλάρι μου.

    “Though we have to wake up early,” πρόσθεσε, και η φωνή του είχε εκείνη τη χροιά του ανθρώπου που δεν παραπονιέται—απλώς σου θυμίζει την πραγματικότητα με ένα χαμόγελο.

    «Θα χωθούμε κάτω από το κρύο νερό και θα ξυπνήσουμε!» του είπα γελώντας, και τον ένιωσα να με σφίγγει ακόμα περισσότερο.

    «Θα είσαι φρόνιμη;» με ρώτησε με αυτό τον πλέον γνώριμο, πειρακτικό, παιχνιδιάρικό του τόνο!

    “No promises!” του απάντησα, και η φωνή μου βγήκε πιο απαλή απ’ όσο περίμενα. Σφίχτηκα πάνω του, χώνοντας το πρόσωπό μου εκεί που ενώνεται ο λαιμός με τον ώμο του, ανασαίνοντάς την ανδρική του μυρωδιά, που μυρίζει… δεν ξέρω… σαν σπίτι… σαν ασφάλεια… σαν κάτι που δεν ήξερα ότι μου έλειπε μέχρι που το βρήκα.

    Δεν είπαμε τίποτα άλλο. Δεν χρειαζόταν. Το σώμα μου είχε ήδη βρει τη θέση του πάνω του, και η ανάσα μου συγχρονίστηκε με τη δική του. Και για πρώτη φορά μετά από καιρό, ένιωσα ότι δεν ήμουν απλώς με κάποιον—ήμουν ακριβώς εκεί που ήθελα να είμαι.

    Το τηλέφωνό μου βούιξε από κάπου κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ με το χαρακτηριστικό βουητό της δόνησης. Ο ήχος με έκανε να σηκώσω το κεφάλι μου από τον ώμο του Maurice, όπου είχα γείρει. Δεν ήθελα να φύγω από τη θέση μου—ένιωθα υπέροχα χωμένη στην αγκαλιά του—αλλά περίμενα μήνυμα από τη Μαίρη.

    Έπρεπε να δω αν ήταν εντάξει. Παρόλο που τα σαδομαζοχιστικά της παιχνίδια τα έκανε μόνο με τρία άτομα που τα γνώριζε και τα εμπιστευόταν απόλυτα, πάντα στο τέλος μου έστελνε ένα μήνυμα για να μου πει ότι όλα είναι καλά και για να μην ανησυχώ. Ήταν ο κώδικάς μας.

    Προσπάθησα να τεντωθώ για να φτάσω το κινητό, αλλά ήταν πολύ μακριά. Τα χέρια μου δεν έφταναν και δεν ήθελα να σηκωθώ. Γύρισα το κεφάλι μου και τον κοίταξα ικετευτικά.

    «Μωρό μου,» του είπα, ακόμα γαντζωμένη πάνω του σαν κοάλα σε ευκάλυπτο. Τα χέρια μου ήταν τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του και τα πόδια μου διπλωμένα στο πλάι του. «Μπορείς να μου πιάσεις το κινητό; Περιμένω μήνυμα από τη Μαίρη.»

    Χαχανίζοντας με τη θέση μας—ήμουν κυριολεκτικά κολλημένη πάνω του—έσφιξε το ένα του χέρι γύρω από τη μέση μου για να με κρατήσει σταθερή. Με το άλλο χέρι άρχισε να ψαχουλεύει ανάμεσα στα μαξιλάρια. Το σώμα του τεντώθηκε και εγώ μαζί του, κρεμασμένη σαν ανθρώπινο περιδέραιο. Τα δάχτυλά του ψάχνουν, σκάβοντας ανάμεσα στις χαραμάδες του καναπέ.

    «Το βρήκα!» ανακοίνωσε θριαμβευτικά, τραβώντας το κινητό από τα βάθη του καναπέ. Το σήκωσε ψηλά σαν τρόπαιο και μου το έδωσε με ένα πλατύ χαμόγελο.

    Το άρπαξα με τα δύο χέρια και το ξεκλείδωσα στα γρήγορα. Η οθόνη φώτισε το πρόσωπό μου και τα μάτια μου σάρωσαν το μήνυμα.

    «ΑΑΑΑΧ… δε θα μπορώ να κάτσω για μια εβδομάδα! Σήμερα ο βόρειος είχε κεφάκια! Και ΠΟΥ και ΞΥ! Έτοιμη να κερδίσω το Τζόκερ! » μου έγραψε, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια με το υπονοούμενο.

    Τα δάχτυλά μου πετούσαν πάνω στην οθόνη καθώς πληκτρολογούσα την απάντησή μου, χαμογελώντας σαν χαζή: «Εγώ είμαι σκαρφαλωμένη πάνω στον αρκούδο μου και κάνω το κοάλα! Θα κοιμηθούμε και πάλι αγκαλίτσα. Και… είχε και άρια! Δυνατή! Κάλλας μ’ έκανε ο γλυκούλης μου!»

    Περίμενα λίγα δευτερόλεπτα και ήρθε η απάντηση. Το τηλέφωνο δόνησε στα χέρια μου.

    «Θα μου τα πεις αύριο! XOXO» μου απάντησε.

    Της έστειλα κι εγώ μια σειρά από emojis με φιλάκια και καρδούλες, χαμογελώντας ικανοποιημένη. Η Μαίρη ήταν καλά, είχε περάσει καλά, όλα ήταν τέλεια στον κόσμο.

    «Κατά τα φαινόμενα δεν ήμασταν οι μόνοι που περάσαμε καλά,» είπα στον Maurice. Με μια θεατρική κίνηση πέταξα το κινητό μου στην άλλη άκρη του καναπέ, όπου προσγειώθηκε με έναν απαλό γδούπο ανάμεσα στα μαξιλάρια.

    Ο Maurice σήκωσε το ένα του φρύδι με ενδιαφέρον, τα χέρια του ακόμα γύρω από τη μέση μου. «Έπαιξε και η Μαίρη Wii;» με ρώτησε πειρακτικά.

    «Όχι, της Μαίρης της αρέσουν άλλου είδους παιχνίδια!» του είπα χαχανίζοντας και παίζοντας τα βλέφαρά μου με νόημα.

    «Oh!» είπε στην αρχή, τα μάτια του ελαφρώς γουρλωμένα. Μια παύση. Και μετά, καθώς το μυαλό του έκανε τις συνδέσεις: «Ooh!» συνέχισε χαχανίζοντας, το πρόσωπό του φωτίστηκε από κατανόηση. Είχε πιάσει το υπονοούμενο και τα μάτια του γυάλισαν από διασκέδαση.

    Καθίσαμε για λίγη ώρα έτσι, απολαμβάνοντας τη σιωπηλή οικειότητα. Τα δάχτυλά του έπαιζαν απαλά με τα μαλλιά μου, τυλίγοντάς τα γύρω από το δάχτυλό του. Ένιωθα την αναπνοή του να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά, τη ζεστασιά του σώματός του. Μετά από λίγο όμως, τα πόδια μου άρχισαν να μουδιάζουν από τη στάση.

    Με έναν μικρό αναστεναγμό κατέβηκα από πάνω του, ξετυλίγοντας τα άκρα μου σαν γάτα που ξυπνάει από ύπνο. Κάθισα δίπλα του στον καναπέ, τεντώνοντας τα πόδια μου για να επανέλθει η κυκλοφορία. Έπιασα το τηλεχειριστήριο από το τραπεζάκι και το κούνησα ερωτηματικά.

    «Netflix;» ρώτησα.

    «Ό,τι θέλεις εσύ,» απάντησε, ανοίγοντας το χέρι του σε πρόσκληση.

    Άνοιξα το Netflix και άρχισα να σκρολάρω αδιάφορα στις επιλογές. Τίποτα δεν φαινόταν ενδιαφέρον—ίσως επειδή το μυαλό μου ήταν αλλού. Τελικά διάλεξα κάτι τυχαίο, μια κωμική σειρά που είχα δει ήδη, περισσότερο για να έχουμε κάτι στο βάθος. Έγειρα στην αγκαλιά του, το κεφάλι μου βρήκε τη θέση του στον ώμο του. Το χέρι του με αγκάλιασε, τραβώντας με πιο κοντά. Ένιωθα τόσο άνετα, τόσο ασφαλής, που τα μάτια μου άρχισαν να βαραίνουν σχεδόν αμέσως.

    Ο Μπλάκι, που μέχρι τώρα μας παρακολουθούσε από το γατόδεντρό του με μισόκλειστα μάτια, είδε την ευκαιρία και την άρπαξε. Με ένα αθόρυβο άλμα κατέβηκε και πλησίασε τον καναπέ. Μας κοίταξε για μια στιγμή, υπολογίζοντας το καλύτερο σημείο εισόδου. Μετά, με χειρουργική ακρίβεια, τρύπωσε ανάμεσα στα πόδια μου.

    Τον ένιωσα να κάνει τις συνηθισμένες του στροφές—μία, δύο, τρεις—μέχρι να βρει την τέλεια θέση. Κουλουριάστηκε σε μια μικρή γούνινη μπάλα, με την ουρά του τυλιγμένη γύρω του. Το γουργούρισμά του άρχισε αμέσως, χαμηλό και σταθερό, σαν μακρινή μηχανή.

    Τα μάτια μου έκλειναν. Η τηλεόραση έπαιζε στο βάθος, αλλά δεν πρόσεχα. Η ζεστασιά του Maurice, το βάρος του Μπλάκι στα πόδια μου, η γεμάτη κοιλιά μου… όλα συνωμοτούσαν για να με στείλουν στην αγκαλιά του Μορφέα. Το κεφάλι μου βάρυνε, γέρνοντας όλο και περισσότερο.

    Και εκεί έπεσε ο γενικός. Δεν κατάλαβα από πού μου ήρθε—το ένα λεπτό ήμουν ξύπνια, το επόμενο είχα χαθεί.

    Ένιωσα ένα απαλό σκούντημα στο πλευρό μου. «Babe?» Η φωνή του Maurice ακουγόταν μακρινή, σαν να ερχόταν μέσα από ομίχλη.

    «Τι;» πετάχτηκα ξαφνιασμένη, τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Κοίταξα γύρω μου μπερδεμένη, προσπαθώντας να θυμηθώ πού ήμουν. Η απότομη κίνησή μου τρόμαξε τον Μπλάκι που πετάχτηκε από τα πόδια μου με ένα παραπονιάρικο «μιάου».

    Ο Maurice έβαλε τα γέλια, το στήθος του τραντάχτηκε κάτω από το κεφάλι μου. «Σε πήρε ο ύπνος!» μου είπε τρυφερά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου. Στην τηλεόραση είχαν παίξει ήδη δύο επεισόδια που δεν είχα δει. «Άντε, πάμε μέσα να ξαπλώσουμε!»

    Σηκώθηκα με δυσκολία, τρίβοντας τα μάτια μου με τις παλάμες μου σαν μικρό παιδί. Τα πόδια μου ήταν ακόμα μουδιασμένα και παραπάτησα λίγο. Ο Maurice με έπιασε από τον αγκώνα για να με σταθεροποιήσει, γελώντας απαλά.

    Μαζέψαμε τα πιάτα από το τραπεζάκι—λερωμένα με σάλτσες και ψίχουλα—κάνοντας μια στοίβα. Τα χέρια μου κινούνταν αυτόματα, ακόμα μισοκοιμισμένη. Τα κουβαλήσαμε στην κουζίνα όπου τα παράτησα όπως ήταν στο νεροχύτη με ένα δυνατό γδούπο. Πλύσιμο αύριο—τώρα ήταν ώρα για ύπνο.

    Στο υπνοδωμάτιο και με δάχτυλα που ακόμα δεν συνεργάζονταν πλήρως, κατάφερα με τα πολλά να βάλω το ξυπνητήρι μία ώρα νωρίτερα από το συνηθισμένο μου. Θα χρειαζόμουν έξτρα χρόνο το πρωί—για ντους, για να ετοιμαστώ, για να φτιάξω καφέ για δύο.

    Γλίστρησα κάτω από το σεντόνι με έναν ικανοποιημένο αναστεναγμό. Το δροσερό ύφασμα ένιωθα υπέροχο στο δέρμα μου μετά τη ζέστη της ημέρας. Γύρισα στο πλάι, κοιτάζοντάς τον να ετοιμάζεται.

    Ο Maurice ήρθε στο κρεβάτι και ξάπλωσε δίπλα μου. Για μια στιγμή μείναμε ακίνητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στο μισοσκόταδο του δωματίου. Μετά έσκυψε και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλάκι—απαλό, αργό, γεμάτο υπόσχεση για αγκαλιές.

    «Καληνύχτα μικρή μου μάγισσα!»

    «Καληνύχτα αρκούδι μου!»

    Γύρισε στο πλάι κάνοντάς μου νόημα. Δεν χρειάστηκε δεύτερη πρόσκληση. Κύλησα προς το μέρος του και κόλλησα πάνω του. Το χέρι του τυλίχθηκε στη μέση του και με τράβηξε ακόμα πιο κοντά, σφίγγοντάς με πάνω του σε κουτάλα. Ένιωσα την ανάσα του να γίνεται πιο βαθιά, πιο ρυθμική.

    Ξαφνικά, μια τρίλια ακούστηκε από την πόρτα. Ο Μπλάκι, που δεν ήθελε να μείνει έξω από το πάρτι, πήδηξε στο κρεβάτι με ένα απαλό «πουφ». Περπάτησε πάνω στο στρώμα, τα βήματά του βυθίζονταν στο μαλακό υλικό, και ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου.

    Με μια κίνηση που είχε τελειοποιήσει με τα χρόνια, γύρισε και μου έδειξε την κοιλιά του. Τα πράσινα μάτια του με κοίταζαν προσδοκώντας, η ουρά του χτυπούσε ελαφρά το στρώμα. Το καθιερωμένο βραδινό του χάδι—δεν κοιμόταν ποτέ χωρίς αυτό.

    Το χέρι μου, βρήκε το μαλακό τρίχωμα της κοιλιάς του και ξεκίνησα να τον χαϊδεύω με αργές, κυκλικές κινήσεις. Το απαλό γουργούρισμά του ξεκίνησε αμέσως, ένας σιγανός, υπόκωφος, νανουριστικός ήχος

    Ανάμεσα στη ζεστασιά του Maurice πίσω μου μου, το απαλό γουργούρισμα του Μπλάκι μπροστά μου, και τη γενική αίσθηση ευτυχίας που με είχε πλημμυρίσει, ο γενικός έπεσε και πάλι σε χρόνο ρεκόρ.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 8ο - Έχω απόψε ραντεβού, λαραλά λαραλά

    Η ιεραρχία των πραγμάτων που θα έκαναν τη Σόφη χαρούμενη ήταν απλή. Τα είχα καταγράψει στο μυαλό μου χίλιες φορές, σαν μάντρα που επαναλάμβανα όταν τα πράγματα πήγαιναν στραβά.

    Να είμαι υγιής εγώ, οι δικοί μου και οι φίλοι μου (λέγε με Μαίρη, μία την έχω και δεν έχω ανάγκη κανέναν άλλον κερατά—ποιότητα, όχι ποσότητα). Να χάσω αυτά τα γαμημένα τα δέκα κιλά που κουβαλούσα σαν σταυρό. Να μη μου σκοτίζουν τα μεταφορικά μου παπάρια στο γραφείο με τις ηλιθιότητές τους. Να βρω κάποιον που να με γεμίζει—όχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά.

    Και δεν ήθελα τίποτα τραβηγμένο. Δεν περίμενα τον κύριο Τέλειο—δεν υπάρχει αυτό το πράγμα, είναι παραμύθι για μικρά κορίτσια. Δε με ενδιέφερε να είναι όμορφος σαν μοντέλο, πλούσιος με τραπεζικούς λογαριασμούς που θα με έκαναν να ζαλιστώ, με απολλώνιο κορμί με six-pack που στο κρεβάτι να κάνει το σώμα μου να τραντάζεται σα να έχω δαγκώσει καλώδιο υπερυψηλής τάσης.

    Να μην του είναι ακατοίκητο το κεφάλι, να έχει χιούμορ και να με κάνει να γελάω. Να νοιάζεται για μένα και να μου το δείχνει με τις πράξεις του, όχι με μεγάλα λόγια και υποσχέσεις. Το να μπορεί να κάνει τη γαμημένη τη χοντρή που και που να τραγουδήσει ήταν added bonus, όχι εκ των ων ουκ άνευ.

    Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι στο κινητό μου—εκείνος ο απαίσιος, διαπεραστικός ήχος που μισώ με πάθος—το χέρι μου τεντώθηκε αυτόματα να το σταματήσει. Τα μάτια μου άνοιξαν με δυσκολία και συνειδητοποίησα πού βρισκόμουν. Με βρήκε στην αγκαλιά του αρκούδου μου—διόρθωση, στην βόας-έχει-αρπάξει-κατσίκι σφιχτή αγκαλιά του αρκούδου μου.

    Το χέρι του ήταν τυλιγμένο γύρω από τη μέση μου σαν σιδερένια λαβή, το σώμα του κολλημένο στην πλάτη μου. Ένιωθα την ανάσα του στο σβέρκο μου, ζεστή και ρυθμική. Και με το τριχωτό μου τέρας να το έχει ρίξει στην ποδολαγνεία—η γλώσσα του Μπλάκι έκανε μικρούς κύκλους στον αστράγαλό μου.

    Αυτό για μένα λέγεται ευτυχία.

    Οκ, θα προτιμούσα να κοιμηθώ δυο-τρεις ώρες ακόμα—το σώμα μου ζητούσε επίμονα επιπλέον ύπνο. Θα προτιμούσα ο Μπλάκι να με αφήνει στην ησυχία μου πρωινιάτικα, ή έστω να μου κάνει κανένα απλό πατουσάκι αντί να μου γλείφει το πόδι σαν να είναι παγωτό. Αλλά δε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας γι’ αυτές τις ασήμαντες λεπτομέρειες!

    Προσεκτικά, για να μην τον ξυπνήσω ακόμα, άρχισα τη διαδικασία απεγκλωβισμού. Πρώτα έπρεπε να ελευθερώσω το χέρι του από τη μέση μου. Το σήκωσα αργά, χιλιοστό προς χιλιοστό, κρατώντας την ανάσα μου. Κάθε φορά που κουνιόταν στον ύπνο του, πάγωνα. Μετά από αυτό που φάνηκε σαν αιώνας, κατάφερα να ξετυλιχτώ από την αγκαλιά του και να γλιστρήσω από το κρεβάτι.

    Τα πόδια μου άγγιξαν το δροσερό πάτωμα και ανατρίχιασα ελαφρά. Ο Μπλάκι σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, η γλώσσα του ακόμα έξω.

    «Θα κάτσεις φρόνιμος ρε ποδολάγνο ρεμάλι;» μάλωσα σιγανά τον Μπλάκι. Γράφοντάς με εκεί που δεν πιάνει μελάνι, τέντωσε τα πόδια του και χασμουρήθηκε δείχνοντας όλα του τα δόντια.

    Σηκώθηκα προσεκτικά, ρίχνοντας μια ματιά στον Maurice που κοιμόταν ακόμα βαθιά. Είχε γυρίσει μπρούμυτα και είχε αγκαλιάσει το μαξιλάρι μου, το πρόσωπό του χωμένο μέσα.

    Ντουζ ήθελα να κάνω με τον Maurice—το είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλον—οπότε θα περίμενα. Με τον Μπλάκι συνοδεία—που με ακολουθούσε σαν κοπρόσκυλο—πήγα στο μπάνιο να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα. Ούτε να κατουρήσω με την ησυχία μου δε μ’ αφήνει ο παπάρας. Στάθηκε μπροστά στην πόρτα του μπάνιου και με κοιτούσε επίμονα, σαν φρουρός.

    «Ιδιωτικότητα, την έχεις ακουστά;» του μουρμούρισα καθώς έπλενα τα δόντια μου. Ο Μπλάκι απάντησε τρίβοντας το κεφάλι του στο πόδι μου.

    Μετά, κουτουλώντας ακόμα από τον ύπνο και παραπατώντας ελαφρά, κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Άνοιξα το ντουλάπι και έβγαλα τον καφέ. Καθώς η καφετιέρα έκανε τους χαρακτηριστικούς ήχους της, σκέφτηκα το πρωινό.

    Προχθές δεν είχαμε φάει πρωινό, απλά είχαμε πιει τα καφεδάκια μας καθισμένοι στο σαλόνι. Από την άλλη, προχθές ήταν και Κυριακή και είχαμε όλο το χρόνο δικό μας. Σήμερα ήταν Τρίτη, είχαμε να πάμε στα γραφεία μας και οι δυο και ο χρόνος έτρεχε.

    Εγώ δεν τρώω πρωινό—το στομάχι μου τις πρωινές ώρες είναι κλειστό για επισκευές. Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν τον είχα ρωτήσει αν εκείνος τρώει. Κοίταξα το ρολόι στον τοίχο—είχαμε χρόνο. Μη θέλοντας να πάει ο αρκούδος μου νηστικός στη δουλειά, αποφάσισα να φτιάξω στα γρήγορα καγιανά.

    Άνοιξα το ψυγείο και έκανα απογραφή. Ντομάτες είχα, πιπεριές είχα, αυγά—μια ολόκληρη δωδεκάδα—είχα. Και το πιο σημαντικό, αυτό που κάνει τη διαφορά, είχα και σπιτικό ξύγαλο από τη θεία μου την Ελένη.

    Έβγαλα και ένα μεγάλο άσπρο κρεμμύδι από το ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη, έβαλα το τηγάνι στη φωτιά και άρχισα να κόβω τα λαχανικά. Τα χέρια μου κινούνταν αυτόματα—έκοψα δυο ντομάτες σε μικρούς κύβους και το κρεμμύδι σε λεπτές φέτες, και τεμάχισα και την πιπεριά. Το τσιτσίρισμα του λαδιού στο τηγάνι γέμισε την κουζίνα, ακολουθούμενο από τη μυρωδιά του κρεμμυδιού που σωταριζόταν.

    Ο Μπλάκι κάθισε δίπλα στα πόδια μου, παρακολουθώντας κάθε κίνηση με ενδιαφέρον. Η ουρά του κουνιόταν αργά πέρα-δώθε.

    Έσπασα έξι αυγά στο μπολ—γενναιόδωρη μερίδα για τον αρκούδο μου—και τα χτύπησα με το πιρούνι. Το κίτρινο και το άσπρο ανακατεύτηκαν σε μια κρεμώδη μάζα. Ούτε δέκα λεπτά αργότερα, τα καγιανά ήταν έτοιμα. Το ξύγαλο είχε λιώσει πάνω τους, δημιουργώντας μικρές λιμνούλες λευκής νοστιμιάς. Το πρωινό του αρκούδου μου ήταν έτοιμο!

    Έβαλα τα καγιανά σε ένα μεγάλο πιάτο, έκοψα δύο φέτες ψωμί και τις έψησα στη φρυγανιέρα. Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού γέμισε την κουζίνα. Τακτοποίησα τα πάντα στο τραπέζι—πιάτο, μαχαιροπίρουνα, χαρτοπετσέτα—και πήγα να τον ξυπνήσω.

    Στο υπνοδωμάτιο, ο Maurice είχε αλλάξει πάλι θέση. Τώρα κοιμόταν ανάσκελα, το ένα χέρι πάνω από το κεφάλι του, το άλλο στην κοιλιά του. Τα χείλη του ήταν ελαφρώς ανοιχτά και ροχάλιζε απαλά.

    Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, προσέχοντας να μην κάνω απότομες κινήσεις. Το χέρι μου άγγιξε απαλά το μάγουλό του, χαϊδεύοντάς το με το δάχτυλό μου. Μετά χάιδεψα τα μαλλιά του, περνώντας τα δάχτυλά μου ανάμεσά τους. Ήταν μαλακά και λίγο ανακατεμένα από τον ύπνο.

    «Μωρό μου,» ψιθύρισα. «Ώρα να ξυπνήσεις.»

    Τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν. Άνοιξε πρώτα το ένα μάτι, μετά το άλλο. Με κοίταξε μπερδεμένος για μερικά δευτερόλεπτα, το βλέμμα του θολό. Του πήρε λίγο να θυμηθεί ποιος είναι, πώς τον λένε, πού βρίσκεται, ποιο είναι το νόημα της ζωής και τα ρέστα. Τον είδα να επεξεργάζεται τις πληροφορίες—τα μάτια του εστίασαν σιγά-σιγά, το πρόσωπό του χαλάρωσε.

    Και μετά μου χάρισε το νυσταγμένο του χαμόγελο—εκείνο το αργό, τεμπέλικο χαμόγελο του πρωινού που έκανε τα μάτια του να ζαρώσουν στις άκρες.

    “Good morning, babe!” μου είπε με βραχνή φωνή καθώς τεντωνόταν σαν γάτα. Τα χέρια του πήγαν πάνω από το κεφάλι του και άκουσα τις αρθρώσεις του να κάνουν κρακ.

    “Good morning teddy-bear!” του απάντησα γλυκουλινιάρικα, νιώθοντας το πρόσωπό μου να ζεσταίνεται. Έσκυψα και του έδωσα ένα πεταχτό φιλάκι στο στόμα—γρήγορο, απαλό, πρωινό. “I… I made you breakfast!” συμπλήρωσα ντροπαλά.

    Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Σηκώθηκε απότομα στους αγκώνες του και με κοίταξε σαν να του είχα πει ότι κέρδισε το λαχείο. “Ok, it’s official, I’m in love!” μου είπε χαμογελαστός.

    Η καρδιά μου έκανε ένα σάλτο και μετά άρχισε να χορεύει τσάρλεστον μέσα στο στήθος μου. Τα μάγουλά μου έγιναν κατακόκκινα και δάγκωσα τα χείλη μου προσπαθώντας να συγκρατηθώ και να μην χαμογελάω σαν το χαζό. Ναι, καλή τύχη.

    “Join the club, Mister!” του απάντησα χαμογελώντας σαν ηλίθια. Δεν πρόλαβα να πω τίποτα άλλο.

    Με μια γρήγορη κίνηση που δεν περίμενα από άνθρωπο που μόλις ξύπνησε, με άρπαξε από τη μέση. Με τράβηξε πάνω του και με γύρισε, ρίχνοντάς με στο κρεβάτι. Το στρώμα βούλιαξε κάτω από το βάρος μας και πριν προλάβω να αντιδράσω, τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου.

    Με φίλησε με πάθος, σαν να ήθελε να μου ρουφήξει την ψυχή από το στόμα. Ήταν ένα ατελείωτο φιλί που με έκανε να ζαλιστώ. Τα χέρια του με κρατούσαν σφιχτά, το ένα στο πρόσωπό μου, το άλλο στη μέση μου. Όταν τελικά χωριστήκαμε, και οι δύο ήμασταν λαχανιασμένοι.

    Ξαφνικά, το πρόσωπό του άλλαξε. Τα μάτια του γούρλωσαν και πετάχτηκε όρθιος. “I’m gonna pee myself!” μου είπε πανικόβλητος, κρατώντας επιδεικτικά το καβάλο του. Εμ, δύο λίτρα μπύρα είχε πιει χθες το πουλάκι μου.

    Γέλασα με την απότομη αλλαγή. “Go!” του είπα, σπρώχνοντάς τον ελαφρά. “Don’t take a shower yet, breakfast comes first!”

    Σήκωσε το χέρι του στον αέρα σε ένδειξη όρκου. “Pinky promise!” μου έκανε χαχανίζοντας, κουνώντας το μικρό του δάχτυλο. Μετά έφυγε τρέχοντας για το μπάνιο, κρατώντας τα πόδια του κλειστά με κωμικό τρόπο. Δεν είχε κάνει δύο βήματα στο διάδρομο όταν άκουσα την έκπληκτη φωνή του.

    “Hey, Blackie is following me!” μου διαμαρτυρήθηκε.

    Άκουσα την πόρτα της τουαλέτας να κλείνει με έναν δυνατό γδούπο. Ναι, καλή του τύχη. Δεν είχα προλάβει να μετρήσω μέχρι το τρία όταν άκουσα ένα απαλό κλικ. Ο Blackie, με την ευελιξία ενός νίντζα, είχε ρίξει ένα σάλτο και είχε πιάσει το πόμολο με τα πόδια του, ανοίγοντας την πόρτα.

    “Hey!” Η διαμαρτυρία του Maurice ακούστηκε από μέσα, ακολουθούμενη από έναν ήχο παραίτησης.

    “Get used to it!” του φώναξα χαχανίζοντας από το δωμάτιο. «It’s part of the deal!”

    Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στην κουζίνα για να τον περιμένω, παίρνοντας μαζί και το δίσκο. Κάθισα στην καρέκλα μου και πήρα την κούπα με τον καφέ μου στα χέρια. Η ζεστασιά διαπέρασε τις παλάμες μου και πήρα την πρώτη γουλιά. Ο δυνατός καφές με ξύπνησε οριστικά.

    Ήρθε μερικά λεπτά αργότερα, με τον Μπλάκι να τον ακολουθεί σα σκιά. Τα μαλλιά του ήταν ακόμα ανάκατα και το πρόσωπό του λίγο πρησμένο από τον ύπνο. Στάθηκε στην πόρτα της κουζίνας και κοίταξε το τραπέζι.

    «Εσύ δε θα φας;» με ρώτησε, παρατηρώντας ότι υπήρχε μόνο ένα πιάτο στο τραπέζι.

    Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά, πίνοντας άλλη μια γουλιά καφέ. «Όχι μωρό μου, το πρωί δεν μπορώ να φάω τίποτα,» του είπα. «Το στομάχι μου δεν δουλεύει πριν τις δέκα.» Έδειξα την τσάντα μου στην καρέκλα. «Αλλά παίρνω μαζί μου ένα φρούτο στο γραφείο, μπανάνα συνήθως, και έχω αφήσει κι εκεί από εχθές ένα γιαούρτι.»

    Κάθισε στην καρέκλα του και πήρε το πιρούνι. Κοίταξε το πιάτο με περιέργεια, μετά με κοίταξε εμένα, μετά πάλι το πιάτο. Πήρε μια πιρουνιά και τη έβαλε στο στόμα του.

    Η αντίδρασή του ήταν άμεση. Τα μάτια του γούρλωσαν, σταμάτησε να μασάει για μια στιγμή και μετά: “Oh my God!” έκανε με γεμάτο στόμα. Κατάπιε βιαστικά. “This is not just scrambled eggs!”

    Χαμογέλασα περήφανα, νιώθοντας τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν ελαφρά. «Όχι, είναι καγιανά,» του είπα, ακουμπώντας πίσω στην καρέκλα μου. «Ντομάτα, κρεμμύδι, πιπεριά και…» έκανα μια δραματική παύση, «σπιτικό ξύγαλο! Από τη θεία μου την Ελένη. Γιατί τα πρώτα τα βρίσκεις και αλλού, το τελευταίο όχι!»

    “It tastes like heaven!” μου είπε ο αρκούδος μου, επιτιθέμενος στο πιάτο με ανανεωμένο ενθουσιασμό.

    Τον παρακολουθούσα να τρώει με ένα χαζό χαμόγελο στα χείλη. Μόνο το πιάτο δεν έφαγε—καθάρισε τα πάντα, ακόμα και τα ψίχουλα του ψωμιού. Και τα καγιανά τα είχα φτιάξει με έξι αυγά, δεν είχα κάνει τσιγκουνιές. Ο άνθρωπός μου ήξερε να εκτιμάει το καλό φαγητό.

    Όταν τελείωσε, ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του με έναν ικανοποιημένο αναστεναγμό και χάιδεψε την κοιλιά του. Το πρόσωπό του είχε την έκφραση απόλυτης ευτυχίας. Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του απολαμβάνοντας τη γεύση του.

    «Κανονικά ο καφές είναι μετά την πρώτη μπύρα!» μου απάντησε και χαχάνισε βλέποντας με να τον κοιτάζω με απορία.

    «Πρωινιάτικα μπύρα;» τον ρώτησα με γουρλωμένα μάτια.

    Ανασήκωσε τους ώμους του με αδιαφορία και άνοιξε τα χέρια του σε μια χαρακτηριστική χειρονομία. «Μωρό μου, εμείς την μπύρα την πίνουμε αντί για νερό!» μου είπε διασκεδάζοντας με την αντίδρασή μου.

    «Και φοράτε κάλτσες με πέδιλα!» τον μάλωσα τρυφερά. Αναστέναξα. «Θες να σου βγάλω μια μπύρα;» τον ρώτησα υποχωρώντας.

    «Όχι!» μου απάντησε κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι του με έμφαση. “When in Rome, yada-yada-yada!”

    «Ναι βρε μωρό μου αλλά αυτό πάει στα πέδιλα!» επέμεινα, σκύβοντας προς το μέρος του. «Αν διψάς, να σου βγάλω μια μπύρα! Έχω στο ψυγείο από χθες.»

    «Δε χρειάζεται,» μου έκανε, το χέρι του βρήκε το δικό μου πάνω στο τραπέζι και το χάιδεψε τρυφερά. Τα δάχτυλά του έκαναν μικρούς κύκλους στην παλάμη μου. Μετά σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα, που έτριξε από την κίνηση. «Λοιπόν… πάμε για ντουζάκι;»

    Σηκώθηκα κι εγώ, αλλά σταμάτησα και τον κοίταξα με σοβαρό ύφος. «Ναι, αλλά να είσαι φρόνιμος,» άρχισα, σηκώνοντας το δάχτυλό μου προειδοποιητικά, «γιατί αν περιμένεις πρωινιάτικα ότι θα κάνεις τη χοντρή να τραγουδήσει και πάλι…» Σταμάτησα δραματικά στη μέση της πρότασης.

    Με κοίταξε ερωτηματικά, το κεφάλι του γερμένο στο πλάι σαν σκύλος που προσπαθεί να καταλάβει. Πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα με απόλυτα deadpan ύφος

    «Καλύτερα να πάρουμε μαζί μας και καμιά καρέκλα!»

    Η αντίδρασή του ήταν άμεση. Διπλώθηκε από τα δυνατά γέλια, κρατώντας την κοιλιά του. Ο ήχος γέμισε την κουζίνα και με έκανε κι εμένα να χαμογελάσω πλατιά.

    Όταν κατάφερε να ηρεμήσει, σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του και με κοίταξε με πονηρό γελάκι.

    «Προχθές τραγούδησε, όμως!» μου υπενθύμισε, κουνώντας τα φρύδια του με νόημα.

    Έβαλα τα χέρια μου στη μέση μου και πήρα στάση δασκάλας. «Προχθές ήταν Κυριακή,» άρχισα να απαριθμώ στα δάχτυλά μου, «ήταν έντεκα το πρωί, και μετά θα πηγαίναμε θάλασσα.» Έκανα μια παύση για έμφαση. «Σήμερα είναι Τρίτη, είναι εφτά, και μετά έχει γραφείο!» του υπενθύμισα με αυστηρό τόνο. «Ή όπως λέμε στην Ελλάδα,» και εκεί άλλαξα γλώσσα, «δεν είναι κάθε μέρα του αγιαννιού!» Γύρισα πάλι στα αγγλικά για την εξήγηση: «Δεν είναι όλες οι μέρες οι ίδιες!»

    Τα μάτια του έχασαν λίγο τη λάμψη τους και άφησε έναν θεατρικό αναστεναγμό. «Έχεις ένα δίκιο,» μου απάντησε με ύφος παιδιού που του αρνήθηκαν γλυκό. Μετά ίσιωσε τους ώμους του και χαμογέλασε πάλι. «Λοιπόν, πάμε;»

    «Ναι, πάμε!» του είπα με ενθουσιασμό.

    Τσιτσιδωθήκαμε αμφότεροι σε χρόνο ρεκόρ και πήγαμε στο μπάνιο σχεδόν τρέχοντας και γελώντας σαν παιδιά. Αυτή τη φορά, χωρίς τον Μπλάκι, που με κάποιο μαγικό τρόπο πάντα καταλάβαινε πότε άνοιγε το ντους.

    Θυμήθηκα τη μέρα που είχε βρει ο Αργύρης τον Μπλάκι και τα αδέρφια του. Ήταν πεταμένα μέσα σε σκουπιδοτενεκέ, μουσκεμένα και βρώμικα. Τα είχαμε κάνει μπουγάδα και τα εφτά—τι περιπέτεια ήταν αυτή!

    Νύχια, δόντια, νιαουρίσματα, γρατζουνιές. Και τι καλά που είχαν περάσει και αυτά και εμείς… Τρεις μέρες είχα τα χέρια μου τυλιγμένα με επιδέσμους. Δεν είναι να απορείς που άκουγε νερό να τρέχει και εξαφανιζόταν πιο γρήγορα και από το δώρο των Χριστουγέννων.

    Το ζεστό νερό έπεσε πάνω μας και αναστέναξα από ευχαρίστηση. Αλλά έπρεπε να είμαστε γρήγοροι και συγκρατημένοι. Καταφέρνοντας με τα χίλια ζόρια να μείνουμε φρόνιμοι—και οι δύο—παρά τον πειρασμό του ζεστού νερού και της γυμνής σάρκας, κάναμε γρήγορα το ντουζάκι μας. Τα χέρια μας άγγιζαν μόνο για πρακτικούς λόγους—να δώσουμε το σαπούνι, να πλύνουμε την πλάτη. Σε δέκα λεπτά είχαμε τελειώσει αμφότεροι, στεγνοί και έτοιμοι.

    Μιας και ο αρχικός σκοπός όταν είχε έρθει χθες δεν περιλάμβανε διανυκτέρευση—ποιος το περίμενε ότι θα καταλήγαμε έτσι;—δεν είχε φέρει μαζί του ρούχα για τη δουλειά. Μόνο ένα t-shirt και μια βερμούδα που είχε αφήσει στο σάκο του. Θα έπρεπε αναγκαστικά να περάσει από το σπίτι του να αλλάξει, να φορέσει κάτι πιο επίσημο για το γραφείο.

    Στην πόρτα, παρόλο που βιαζόμασταν και οι δύο—το ρολόι έδειχνε ήδη επτά και σαράντα—σταματήσαμε. Με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που έκανε τα γόνατά μου να λυγίζουν. Το φιλί που ανταλλάξαμε πριν αποχαιρετιστούμε δεν ήταν ξεπέτα. Καθόλου.

    Για την ακρίβεια, από αρκούδος έγινε και πάλι ευκάλυπτος για ένα-δυο λεπτά. Πήρα φόρα και σκαρφάλωσα πάνω του σαν απελπισμένο κοάλα, τυλίγοντας τα πόδια μου γύρω από τη μέση του. Με κράτησε σφιχτά, τα χέρια του κάτω από τους μηρούς μου, και με φίλησε με πάθος που δεν ταίριαζε σε πρωινό αποχαιρετισμό. Όταν τελικά χωριστήκαμε ήμασταν και οι δυο λαχανιασμένοι.

    «Θα τα πούμε το βράδυ,» ψιθύρισε στο αυτί μου πριν με αφήσει κάτω.

    «Στις οχτώ;» ρώτησα, ακόμα ζαλισμένη από το φιλί.

    «Στις οχτώ,» επιβεβαίωσε και με ένα τελευταίο γρήγορο φιλί, έφυγε.

    Όταν έκλεισε η πόρτα, ακούμπησα πάνω της για μια στιγμή. Άφησα έναν βαθύ αναστεναγμό—σαν τυφώνας σε μικρογραφία—που ήρθε από τα βάθη της ψυχής μου. Ο άνθρωπος αυτός με είχε γυρίσει ανάποδα σε δύο μέρες.

    Τινάζοντας το κεφάλι μου για να συνέλθω, πήγα στο μπάνιο να στεγνώσω τα μαλλιά μου. Το πιστολάκι ούρλιαζε καθώς δούλευα μεθοδικά, τραβώντας τις τούφες με τη βούρτσα. Στην κουζίνα, έβαλα στον Μπλάκι την υγρή του τροφή—εμφανίστηκε σαν από το πουθενά με το που άκουσε το άνοιγμα της κονσέρβας. Τον είδα να τρώει με όρεξη και μετά πήγα να ντυθώ.

    Στο υπνοδωμάτιο, άνοιξα την ντουλάπα και κοίταξα τις επιλογές μου. Σήμερα έκανε λιγότερη ζέστη—το ένιωθα από τον αέρα που έμπαινε από το παράθυρο. Οπότε αποφάσισα να φορέσω ένα γουστόζικο καλοκαιρινό σετάκι που είχα και καιρό να βάλω. Ένα αμάνικο πλισέ γιλέκο σε απαλό μπεζ χρώμα με την ασορτί παντελόνα του—έδειχνε επαγγελματικό αλλά όχι βαρετό—και χαμηλές ανοιχτές γόβες που δεν θα με σκότωναν μέχρι το βράδυ.

    Καθώς έβαζα το κραγιόν μου, ο Μπλάκι άρχισε το καθιερωμένο του. Κάθισε μπροστά στην πόρτα και άρχισε να νιαουρίζει παραπονιάρικα, η ουρά του χτυπούσε το πάτωμα με ένταση. Όπως κάθε Δευτέρα και Τρίτη που πήγαινα στο γραφείο, προσπαθούσε να με κάνει να νιώσω ένοχη.

    «Ούτε εγώ έχω όρεξη να πάω στο γραφείο, μη με κοιτάζεις έτσι!» τον ψευτομάλωσα και κοιτάζοντάς με μέ μισόκλειστα μάτια, σαν να μην με πίστευε, συνέχισε τη γκρίνια σε μορφή αποδοκιμαστικού νιαουρίσματος.

    Κατέβηκα χωρίς ιδιαίτερη όρεξη στο αυτοκίνητο, ακόμα ένα πρωινό που έπρεπε να κατέβω γραφείο. Σε αντίθεση ωστόσο με τα υπόλοιπα τέτοια πρωινά, το χαμόγελο στα χείλη μου που δεν έλεγε να φύγει.

    Η τύχη με ήθελε σήμερα. Βρήκα να παρκάρω κοντά στο σταθμό—θαύμα για τα δεδομένα της περιοχής—και στο τρένο, θαύμα θαυμάτων, βρήκα μέχρι και θέση να κάτσω. Ακούμπησα στο παράθυρο και άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει στη χθεσινή βραδιά.

    Στο γραφείο, ο χρόνος αποφάσισε να με βασανίσει. Μέχρι τη μία που με πήρε τηλέφωνο η Μαίρη, κύλησε με την ταχύτητα πηχτής μελάσας. Κάθε λεπτό φαινόταν σαν ώρα, κάθε ώρα σαν αιώνας. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά να βλέπεις τη θάλασσα από το παράθυρο του γραφείου σου—γαλάζια, ήρεμη, προκλητική—ενώ ταυτόχρονα να τρέχεις what-if σενάρια και projections σε Excel και SPSS, δεν είναι και ο ορισμός της διασκέδασης.

    Από την άλλη, το ότι είχα αφιερώσει χρόνο να μάθω το SPSS στο πανεπιστήμιο ξεπλήρωσε τελικά περισσότερο από το ρημάδι το MBA. Ποιος το περίμενε ότι η στατιστική ανάλυση θα μου ήταν πιο χρήσιμη από όλα τα μαθήματα στρατηγικής μάνατζμεντ;

    Και όχι τίποτα άλλο, αλλά μαθαίνοντας το SPSS δεν είχα πάρει και δέκα κιλά! Το MBA από την άλλη, με όλο το στρες και τις ατελείωτες ώρες στη βιβλιοθήκη…

    Το κινητό μου δονήθηκε πάνω στο γραφείο. Μήνυμα από τον Maurice. Αντάλλασσα που και που κανένα μήνυμα μαζί του, που και εκείνος ήταν πνιγμένος στη δουλειά, αν έκρινα από το ότι αργούσε να απαντήσει. Μην θέλοντας να τον ενοχλήσω περισσότερο, αποφάσισα να στείλω μια καλημέρα στη Μαίρη και της είπα αν θέλει να με πάρει κατά τη μία που θα έκανα το διάλειμμά μου.

    Όταν ήρθε η ώρα του διαλείμματος, σηκώθηκα από την καρέκλα μου τεντώνοντας τη μέση μου που είχε πιαστεί. Ήθελα να πιώ και ένα φρέντο—η ανάγκη για καφεΐνη ήταν επιτακτική—αλλά αντί να τον παραγγείλω από το e-food όπως συνήθως, αποφάσισα να πάω να τον πάρω από μια κοντινή καφετέρια. Χρειαζόμουν να ξεμουδιάσω και λιγάκι, να δω κόσμο που δεν ήταν συνάδελφοι.

    Μόλις βγήκα από το κτίριο και ο ήλιος χτύπησε το πρόσωπό μου, το τηλέφωνο χτύπησε. Το ringtone που είχα για τη Μαίρη—Το Minnie the Moocher του Calloway—αντήχησε δυνατά. Χαμογέλασα και το σήκωσα.

    «Βρε, βρε, as I live and breathe,» της απάντησα στο τηλέφωνο.

    «Σου έλειψα μικρό μου πόνυ;» με ρώτησε πειρακτικά. Άκουγα το χαμόγελο στη φωνή της.

    Σταμάτησα στη σκιά ενός δέντρου και ακούμπησα στον τοίχο. «Πολύ!» της απάντησα κάνοντας μια εμφατική παύση για δραματικό εφέ. «Από την άλλη, εσύ δε με κάνεις να τραγουδάω όπερα, οπότε… όχι ιδιαίτερα!» συνέχισα χαχανίζοντας.

    «Κάνε φίλες, σου λέει!» μου απάντησε κοροϊδευτικά.

    «Πώς τα πέρασες χθες;» τη ρώτησα, αλλάζοντας θέμα.

    «Δε θα μπορώ να κάτσω για μια εβδομάδα!» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Καλά έχει πάει η μέρα μου μέχρι στιγμής στο γραφείο!» συνέχισε. «Στέκομαι όρθια στο γραφείο μου λες και η καρέκλα έχει πρόκες!»

    Γέλασα με την εικόνα. «Ναι, κάπως δε νομίζω ότι η θέση σου κινδυνεύει. Ποιος θα απολύσει την κόρη του ιδιοκτήτη;»

    «Η θέση μου όχι,» συμφώνησε, «η σωματική μου ακεραιότητα σίγουρα, αν ο εν λόγω ιδιοκτήτης μάθει ποτέ τις πομπές της κόρης του!» Την άκουσα να κάνει μια μικρή παύση. «Μπορείς να φανταστείς την έκφραση του μπαμπά αν μάθαινε;»

    «Ναι, εκεί θα πέσει ξύλο με τρόπο που δε σου αρέσει!» συνέχισα στο ίδιο ύφος, φανταζόμενη τον κύριο Φεδρινό να μαθαίνει τα χαΐρια της μονάκριβης κόρης του.

    «Και ο γλυκούλης μου αυτή τη φορά δεν είχε όρεξη μόνο για ξύλο,» συνέχισε η Μαίρη, η φωνή της έπεσε σε συνωμοτικό τόνο. «Διάνοιξη μου έκανε, είναι και προικισμένο το αγόρι…» μου είπε χαχανίζοντας τελείως ξεδιάντροπα.

    Σταμάτησα απότομα στη μέση του πεζοδρομίου. «Τι αγόρι μωρή; Πενηνταφεύγα δε μου έχεις πει ότι είναι ο βόρειος;»

    «Χθες δεν του φάνηκε πάντως!» μου απάντησε. Την φαντάστηκα να χαμογελάει μέχρι τα αφτιά με το πονηρό της χαμόγελο. «Άλογο με έκανε, σου λέω! Χειρότερος και από καυλωμένο εικοσάχρονο!»

    Πώς στο διάολο τους άντεχε, έτσι μικροκαμωμένη που ήταν; Μιλάμε για τη Μαίρη, ένα εξήντα με τα χέρια σε ανάταση και πενήντα κιλά με βρεγμένα ρούχα. Δεν λέω, κι εγώ έδινα που και που τον απαυτό μου, αλλά από ένα μέγεθος και πέρα ήταν κόκκινη γραμμή. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά ο Maurice μου πλησίαζε αυτό το μέγεθος, και τι ωραία που θα περνούσα…

    Μου ξέφυγε ένας στεναγμός χωρίς να το καταλάβω. Γιατί εννοείται πως το «ρε δεν πας να δεις αν έρχομαι;» ήταν απάντηση που δεν σκόπευα να δώσω στον αρκούδο μου αν μου ζήταγε τρελλίτσες με την όπισθεν.

    «Τι αναστενάζεις μωρή;» με ρώτησε η Μαίρη αμέσως. Όταν της εξήγησα τι σκεφτόμουν έβαλε τα γέλια. «Σάλιο και υπομονή, Σοφάκι μου, σάλιο και υπομονή!» μου είπε σε ύφος φιλοσόφου που εξηγεί στο μαθητή του το νόημα της ζωής. Άκουσα να παίρνει μια ανάσα και μετά χαχάνισε και πάλι. «Ας τους άφηνες να στον κάνουν κι εσένα τρομπόνι να μην παραπονιόσουν!»

    «Μμμ…» της έκανα ειρωνικά, συνεχίζοντας το περπάτημά μου προς την καφετέρια.

    «Μη μου μουγκανίζεις εμένα, δε τη μιλώ τη μητρική σου,» μου απάντησε το όργιο, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Είχε κέφια σήμερα, φαινόταν.

    Μπήκα στην καφετέρια και παρήγγειλα το φρέντο μου, τετραπλό, μέτριο με μαύρη ζάχαρη. Πήρα το ποτήρι και βγήκα έξω, ψάχνοντας σκιά. Βρήκα ένα παγκάκι κάτω από ένα δέντρο και κάθισα, πίνοντας τον καφέ μου και χαζολογώντας με τη Μαίρη. Όπως πάντα τα είπαμε και οι δύο με το νι και με το σίγμα—κάθε λεπτομέρεια, κάθε στιγμή, κάθε συναίσθημα.

    Μεταξύ μας, δε θα με χαλούσε καθόλου αν παρέλειπε κάποιες λεπτομέρειες από τα σαδομαζοχιστικά της όργια. Κάμποσες από αυτές με έκαναν να ανατριχιάσω—ειδικά όταν περιέγραφε συγκεκριμένα… εργαλεία. Αλλά αν δεν τα έλεγε σε μένα, σε ποιον θα τα έλεγε; Χώρια που ήταν βασική μας αρχή: μυστικά δεν κρατάμε.

    Της είπα και για τα δικά μου—το πρωινό, το ντους, το αποχαιρετιστήριο φιλί. Της περιέγραψα και το session με τον ιεροεξεταστή που με περίμενε το βράδυ της Τετάρτης. «Η μάνα μου θα με ανακρίνει χειρότερα κι από την ασφάλεια,» της είπα.

    «Κουράγιο!» μου απάντησε γελώντας. Αφού μου ευχήθηκε καλή τύχη, καλό βόλι, καλά κρασιά, καλό μπάρκο και καλά κούλουμα—ναι, όλα τα παραπάνω, με αυτή τη σειρά—κλείσαμε για να επιστρέψουμε στις δουλειές μας. Θα επέστρεφε από Θεσσαλονίκη με τη βραδινή πτήση, οπότε θα τα λέγαμε και πάλι την άλλη μέρα.

    Γύρισα στο γραφείο με βήμα λίγο πιο ελαφρύ. Η καφεΐνη και η κουβέντα με τη Μαίρη με είχαν φτιάξει. Άλλες επτά ώρες μέχρι να δω τον Maurice, και πώς στο διάολο θα περνούσαν, μου λες;

    Όταν με τα πολλά μπήκα στο σπίτι, λίγο μετά τις έξι και μισή, στην προοπτική του ότι σε μια ώρα θα έβλεπα πάλι τον αρκούδο μου, η κούραση πήγε περίπατο. Βέβαια θα άφηνα τον Μπλάκι μόνο του—αν δεν έχω κάτι να φαγωθώ με τα ρούχα μου δεν ευχαριστιέμαι ρε παιδί μου—οπότε κάθισα μαζί του παίζοντας με το laser για κανένα δεκάλεπτο, να ξελυσσάξει και του λόγου του.

    Του έβαλα την ξηρά τροφή του, την οποία την κοίταξε με απάθεια βουδιστή καλόγερου και πετώντας τα ρούχα που φορούσα μπήκα στο ντουζ. Αν και προτιμούσα χίλιες φορές να κάνω ντουζ με παρέα, η μοναξιά είχε και τα καλά της, μπορούσα να το βάλω στη θερμοκρασία που ήθελα. Γέλασα σα βλαμμένο στην ανάμνηση του “Are you a hell spawn or something?” που με είχε ρωτήσει ο Maurice με γουρλωμένα μάτια όταν του είχα δείξει σε τι θερμοκρασία προτιμώ το νερό.

    Θα περνούσε να με πάρει στις οκτώ, δεν ήξερα αν θα προλάβαινα να ετοιμαστώ καθώς ήθελα να βάλω και μαλακτική για να μη θυμίζουν τα μαλλιά μου σκαντζόχοιρο που έχει πάθει ηλεκτροπληξία. Δε βαριέσαι, το πολύ-πολύ θα του έλεγα να ανέβει πάνω να με περιμένει.

    Τώρα για το κατά πόσο θα φεύγαμε στην ώρα μας αν ανέβαινε πάνω είναι άλλη συζήτηση σκέφτηκα μέσα μου χαχανίζοντας πονηρά.

    Μπήκα στο μπάνιο με αποφασιστικότητα. Είχα μία ώρα και δέκα λεπτά μέχρι να έρθει και ήθελα να είμαι θεά, έστω και με τη βουδιστική έννοια—γαμώ τα δέκα μου παραπάνω κιλά, γαμώ. Έριξα το κεφάλι κάτω από το ντους και άφησα το νερό να με ξυπνήσει. Ξεκίνησα με δύο χέρια σαμπουάν και συνέχισα με άπλετη μαλακτική από τη μέση και κάτω. Έκανα το γνωστό κόλπο με τα δάχτυλα για να ξεμπλέξω τους κόμπους, παλεύοντας σαν ψάρι που μπλέχτηκε σε δίχτυα.

    Μετά σειρά είχε το σώμα. Scrub με άρωμα βανίλια και καρύδα για να κάνω το δέρμα μου να μοσχοβολάει και μετά ξέπλυνα τη μαλακτική με κρύο νερό για να κλείσουν οι πόροι, νιώθοντας περίπου σα Φιλανδός που μετά τη σάουνα βούτηξε στην τρύπα στο πάγο. Μασχάλες και πόδια είχα κάνει το Σάββατο, οπότε συνέχισα στα υπόλοιπα.

    Ακολούθησε το layering. Στο σώμα, άπλωσα body lotion με shimmer—ήθελα να γυαλίζω διακριτικά, όχι σαν την φαλάκρα του Τσάκωνα στο “Μάθε παιδί μου γράμματα.” Στο πρόσωπο, πέρασα serum με υαλουρονικό, μετά ενυδατική και τέλος primer. Σοβάντισμα, που έλεγε και ο μπαμπάς. Τέλος, για τα μαλλιά, leave-in conditioner και λίγο λάδι στις άκρες. Τα τύλιξα σε τουρμπάνι σαν Ινδός Μαχαραγιάς και πήγα στο δωμάτιο να διαλέξω τι θα φορέσω.

    Άνοιξα τη ντουλάπα και την κοίταξα με απόγνωση. Τίποτα δεν μου άρεσε, κλασσικά εικονογραφημένα. Χωρίς να το κουράσω περισσότερο πήρα τηλέφωνο να ζητήσω τη βοήθεια του κοινού.

    «ΔΕΝΕΧΩΤΙΝΑΦΟΡΕΣΩ!» είπα με απόγνωση στη Μαίρη με το που απάντησε το τηλέφωνο.

    «Μωρή, δεν είμαι η μαμά σου να σε ντύνω κάθε φορά λες και είσαι κοριτσάκι!» με μάλωσε. Ναι, έτσι πάντα έκανε και μετά μου ζήταγε να ανοίξω κάμερα. «Άνοιξε κάμερα!»

    Τελικά η διαβούλευση κατέληξε σε ένα απλό φλοράλ που άφηνε τους ώμους έξω και με διακριτικά-αδιάκριτο ντεκολτέ. Βέβαια εξίσου αδιάκριτα στα μάτια μου τόνιζε και την προσωπική μου καμπύλη ευμάρειας, και παρά τη γκρίνια μου—όταν το πρόβαρα—η Μαίρη επέμεινε ότι είμαι μια χαρά, και με να με συγχωρέσει η χάρη μου αλλά είχε και ένα αεροπλάνο να προλάβει, και άντε μη μου πάρει κανένας γερό-διάολος ό,τι έχω και δεν έχω.

    «Κι εγώ σ’ αγαπάω!» της είπα χαχανίζοντας και μετά από ένα «ΓΚΡΡΡΡ» το οποίο όπως πάντα συνοδεύτηκε από μια καταιγίδα «ΜΑΤΣ ΜΟΥΤΣ» κλείσαμε το τηλέφωνο.

    Ώρα για μακιγιάζ. Ελαφρύ foundation—δεν ήθελα να φαίνομαι σαν βαμμένη μούμια—και concealer κάτω από τα μάτια γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς, ο Θεός συγχωρεί, το SPSS όχι. Λίγη σκιά σε γήινους τόνους, eyeliner με μικρή ουρίτσα γιατί η μεγάλη πάντα καταλήγει σε δράμα, και μάσκαρα. Ρουζ, highlighter για λάμψη και κραγιόν σε nude ροζ, και φύγαμε για τελικό.

    Έβγαλα το τουρμπάνι και πήρα το πιστολάκι να στεγνώσω το μαλλί, υπό την υψηλή εποπτεία—και το αποδοκιμαστικό βλέμμα, γιατί την ανθίστηκε ότι θα τον αφήσω μόνο του το υπόλοιπο βράδυ—του Μπλάκι.

    Αποσμητικό είχα βάλει μετά το μπάνιο αλλά παραλίγο να ξεχάσω να ψεκαστώ για δάκο και μουχρίτσα, είδες τι πήγαμε να πάθουμε στα καλά καθούμενα; Έπιασα το μπουκαλάκι με το καλό μου και πανάκριβο άρωμα—πρόταση της Μαίρης, που μου είχε στοιχήσει ένα νεφρό και τον πρωτότοκο—και έβαλα πίσω από τα αφτιά, στο μπούστο και στους καρπούς.

    Πάνω στην ώρα χτύπησε το τηλέφωνο με το ringtone που είχα βάλει για τον αρκούδο μου: Mein Herz brennt, στο σημείο που ο Lindemann ξεσπάει με εκείνο το πρώτο, φλογισμένο “Mein Herz brennt!”. Είναι να μην το έχει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες—εγώ δεν ερωτεύομαι απλά, γίνομαι παρανάλωμα. Ναι, υπερβολικό yada-yada-yada… sue me!

    «Αρκούδι μου!» του απάντησα σχεδόν τσιρίζοντας. «Ήρθες;»

    «Μωρό μου!» μου απάντησε με ανάλογο ενθουσιασμό. «Από κάτω είμαι!»

    «Κατεβαίνω!» του είπα και παίρνοντας την τσάντα μου έκανα να φύγω με το Μπλάκι να με κοιτάζει σα δυστυχισμένη δυστυχία.

    Τα μεγάλα μέσα, λοιπόν σκέφτηκα. «Θέλεις να έρθεις κι εσύ με τη μαμά;» τον ρώτησα και έσκυψα και τον πήρα στην αγκαλιά μου, κάνοντας ότι θα τον πάρω μαζί.

    Ο Μπλάκι ξέχασε τη λυπημένη θλίψη και με κοίταξε με το γνωστό του ύφος λες και του είχα προτείνει να πάμε διακοπές με τον κτηνίατρο και το σκύλο του γείτονα. Έριξε ένα σάλτο και έφυγε από την αγκαλιά μου, τρέχοντας προς το γατόδεντρό του λες και τον κυνηγούσε η εφορία, να πούμε!

    Έφυγα χοροπηδώντας σαν κατσίκι και στο ενδιάμεσο έριξα και τα μπινελίκια μου στο ασανσέρ που ήρθε με το πάσο του. Κοιτάχτηκα για μια τελευταία φορά στον καθρέφτη και πήρα βαθιά ανάσα για να συμμαζέψω τον εαυτό μου και να μην κάνω σαν δεκαπεντάχρονο.

    Εμένα μου λες; Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και τον είδα. Στεκόταν στην είσοδο, ακουμπισμένος χαλαρά στον τοίχο. Φορούσε σακάκι—navy blue που του πήγαινε τέλεια—με ένα πολύ ανοιχτό ροζ πουκάμισο από κάτω. Τα γυαλάκια του γυάλιζαν στο φως, το περιποιημένο μουσάκι και μουστάκι του τον έκαναν να μοιάζει με καθηγητή πανεπιστημίου. Και στο χέρι του, φυσικά, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Όταν με είδε, ίσιωσε και χαμογέλασε, με εκείνο το χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα μάτια του.

    Ξέχασα ότι είμαι 30 χρονών γαϊδάρα, ξέχασα ότι είμαστε σε δημόσιο χώρο, τα ξέχασα όλα. «ΜΩΡΟΥΛΙΝΙ ΜΟΥ!» τσίριξα στα ελληνικά και έτρεξα να χωθώ στην αγκαλιά του, και πάλι καλά να λέμε που είχα αρκετή αυτοσυγκράτηση να μην τον κάνω για ακόμα μια φορά ευκάλυπτο.

    Με έπιασε στον αέρα, τα χέρια του γύρω από τη μέση μου, και με σήκωσε ελαφρά από το έδαφος. Με έσφιξε πάνω του τόσο δυνατά που ένιωσα τα πλευρά μου να διαμαρτύρονται, αλλά δεν με ένοιαζε. Τα χείλη μας συναντήθηκαν σε ένα βαθύ φιλί που μ’ έκανε και πάλι να ξεχάσω για μερικές στιγμές το όνομά μου. Ο κόσμος γύρω μας εξαφανίστηκε, υπήρχαμε μόνο εμείς.

    Όταν τελικά χωρίσαμε και με άφησε κάτω, τον κοίταξα καλύτερα. Ήταν μια γιγάντια βελγική ζωγραφιά—ψηλός, επιβλητικός, κομψός. Και μύριζε... ω θεέ μου, μύριζε σαν μπισκοτάκι που έχει βγει από το φούρνο. Ένας συνδυασμός από το άρωμά του και κάτι γλυκό που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Αααααχ, που θα έλεγε και η Γεωργιάδου.

    “Someone is happy to see me!” μου είπε με εκείνο το πονηρό του χαμόγελο, δίνοντάς μου και το τριαντάφυλλο που κρατούσε στο χέρι του. Τα δάχτυλά μας άγγιξαν καθώς το έπαιρνα και ένιωσα το γνώριμο ρεύμα.

    Έφερα το τριαντάφυλλο στη μύτη μου και το μύρισα θεατρικά, κοιτάζοντάς τον πάνω από τα πέταλα. «Γιατί, είχες αμφιβολίες αρκούδι μου;» τον ρώτησα με το δήθεν αυστηρό μου ύφος, σταυρώνοντας τα χέρια μου και σηκώνοντας το ένα μου φρύδι. «Άντε μη σε βιάσω!» συνέχισα ατάραχη, σαν να μιλούσα για τον καιρό.

    Η αντίδρασή του ήταν ανεκτίμητη. Το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο σε χρόνο ρεκόρ—από το λαιμό μέχρι τα αυτιά—και ταυτόχρονα έβαλε τα γέλια. Ένα νευρικό, έκπληκτο γέλιο που τον έκανε να μοιάζει με μαθητή που τον έπιασαν να αντιγράφει.

    «Τέτοιο κακό μη με βρει!» μου απάντησε προσπαθώντας να ακουστεί ειρωνικός, αλλά η φωνή του έτρεμε λίγο. Και μετά, για να σπάσει την αμηχανία του, έκανε ένα μεγαλοπρεπέστατο «BRRRRRRRRRRR». Ολόκληρο το σώμα του τραντάχτηκε από το τρέμουλο, σαν μεγάλο αρκουδάκι που τινάζει το νερό από πάνω του. Τριάντα τριών χρονών μαντράχαλος και έκανε σαν πεντάχρονο.

    Αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε.

    Χαχανίζοντας και οι δύο σαν χαζοχαρούμενα—εγώ κρατώντας το τριαντάφυλλο, αυτός ακόμα κόκκινος—μπήκαμε στο αυτοκίνητό του με μικρές σπρωξιές και πειράγματα, και κινήσαμε να πάμε να το παίξουμε Ιταλοί. Για σήμερα τα κοπάδια από τα αμνοερίφια θα ήταν ασφαλή—είχαμε άλλα σχέδια.

    Η τρατορία ήταν σε ένα στενό του Κολωνακίου, με τραπεζάκια έξω και κεριά που τρεμόπαιζαν στο απαλό αεράκι. Όμορφο μαγαζί, με vintage διακόσμηση και απαλή μουσική. Το φαγητό από την άλλη... not so much. Καλά το λέει το ανέκδοτο: «Αρχικά θα πάμε σε γκουρμέ. Και μετά; Μετά θα πάμε να φάμε!»

    Κοίταξα το πιάτο μου—αν μπορούσα να το πω πιάτο. Πέντε ραβιόλια σε τέλεια γεωμετρική διάταξη, με τρεις σταγόνες σάλτσας τοποθετημένες καλλιτεχνικά και ένα φύλλο βασιλικού στην κορυφή. Το φαγητό ναι μεν ήταν νόστιμο—δεν μπορούσα να το αρνηθώ—αλλά οι μερίδες ήταν μεγέθους που θα άφηναν πεινασμένο ακόμα και ανορεξικό σκίουρο.

    Ο Maurice κοίταξε το δικό του πιάτο—οχτώ κομματάκια ριζότο με θαλασσινά διακοσμημένα με εδώδιμα λουλούδια—και μετά με κοίταξε εμένα. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση απόλυτης απελπισίας.

    «Παϊδάκια και πάλι παϊδάκια,» μου είπε ξεφυσώντας απογοητευμένος. Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του και έβαλε το χέρι του στην κοιλιά του που γουργούριζε ακόμα. «Το να έρχεσαι να φας και να φεύγεις πιο πεινασμένος, με ξεπερνάει!» Η φωνή του ήταν γεμάτη απόγνωση, σαν παιδί που του πήραν το παγωτό.

    Δεν μπόρεσα να μην χαμογελάσω με την αντίδρασή του. Έγειρα προς το μέρος του συνωμοτικά. «Μη μου σκας μωρό μου,» του είπα χαμηλόφωνα, «θα σε πάω μετά για βρώμικο!»

    Επειδή τη λέξη «βρώμικο» την είπα στα ελληνικά, σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με απορία. Τα φρύδια του σούφρωσαν προσπαθώντας να καταλάβει.

    “Street food,” του εξήγησα. Και μετά, επειδή είδα ότι ακόμα δεν καταλάβαινε την επιλογή της λέξης, ξεκίνησα ολόκληρη ανάλυση. Ακούμπησα τους αγκώνες μου στο τραπέζι και έσκυψα προς το μέρος του.

    «Όπως έλεγαν και οι παλιοί,» του έκανα χαχανίζοντας, κάνοντας τη φωνή μου να ακουστεί σαν γέρο-σοφού, «αν η ψησταριά δεν είναι μέσα στη λίγδα και το νύχι του μάγειρα πράσινο από τη μπίχλα...»

    Σταμάτησα για δραματικό εφέ, κάνοντας έναν υπερβολικό μορφασμό αηδίας, «τότε δεν έχει τη σωστή γεύση!»

    “Oh my God,” έκανε, με το πρόσωπό του ένα μείγμα γέλιου και αηδίας. Κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά, προσπαθώντας να διώξει την εικόνα από το μυαλό του.

    Αλλά εγώ δεν είχα τελειώσει. Σήκωσα το δάχτυλό μου διδακτικά. «Είναι σαν το κοκορέτσι μωρό μου...» Έκανα μια παύση για να τον κοιτάξω στα μάτια. «Άλλη γεύση έχει το πλυμένο άντερο, άλλη το...» δραματική παύση, «άπλυτο!» συνέχισα χωρίς έλεος.

    Τον είδα να επεξεργάζεται αυτό που μόλις είχα πει. Το πρόσωπό του πέρασε από διάφορες φάσεις—σύγχυση, κατανόηση, φρίκη. Με κοίταξε για μια στιγμή με γουρλωμένα μάτια και τότε του ήρθε.“Shit!”

    “My point exactly!” του απάντησα χαχανίζοντας με νόημα.

    Αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Έβαλε δυνατά γέλια που έκαναν τους διπλανούς να γυρίσουν να μας κοιτάξουν. Το σώμα του τραντάχτηκε, τα μάτια του δάκρυσαν, και στο τέλος τον έπιασε βήχας. Τον κοιτούσα χαμογελώντας, απολαμβάνοντας την αντίδρασή του.

    Ναι, σίγουρα ταιριάζαμε.

    «Χριστούλης, Χριστούλης, μη μου μείνεις κιόλας!» του είπα σε άπταιστα ελληνικά χτυπώντας τον στην πλάτη. Εννοείται ότι δεν κατάλαβε λέξη αλλά το έπιασε το νόημα.

    “First the water in the shower and now this! Are you trying to kill me?” με ρώτησε γελώντας, για να αρπάξει ένα δυνατό ping στη μύτη, πιο νευριασμένο απ’ όσο σκόπευα αρχικά.

    “Do you see me laughing, lover boy?” τον ρώτησα με σοβαρό ύφος για να τον κάνω να συμμαζευτεί, άντε γιατί το κάναμε αμέρικαν μπαρ, το κάναμε!

    Με κοίταξε προσεκτικά προσπαθώντας να καταλάβει αν σοβαρολογώ ή όχι. “Are you serious?”

    «Σαν έμφραγμα του μυοκαρδίου!» του απάντησα στον ίδιο τόνο, σαν μαμά που έπιασε το αγοράκι της με τα χέρια στο βάζο με τα μπισκότα.

    “But…”

    “No buts, or so help me God, I will spank yours right here, right now!” του δήλωσα απειλητικά. Και μετά έβαλα τα γέλια με την εικόνα ενός δίμετρου μαντράχαλου όπως ο αρκούδος μου ξαπλωμένου πάνω στα γόνατά μου με τα παντελόνια κατεβασμένα για να του τις βρέξω.

    Του ξέφυγε ένα ροχαλητό, μάλλον το έκανε και εκείνος εικόνα στο μυαλό του. Και μετά το ροχαλητό έγινε γέλιο, και για δεύτερη φορά σηκώσαμε το μαγαζί κακαρίζοντας σαν δεκάχρονα.

    «Δε θα μας αφήσουνε να ξανάρθουμε!» του είπα όταν με τα πολλά ηρέμησα από τα γέλια. Σκούπισα τα δάκρυα από τις άκρες των ματιών μου με την πετσέτα, προσέχοντας να μην χαλάσω το μακιγιάζ μου. «Θα μας διώξουν με τις πέτρες!»

    Σήκωσε τα χέρια του ψηλά σε ένδειξη παράδοσης. «Θα το ξεπεράσω!» μου έκανε με θεατρική απελπισία, βάζοντας το χέρι του στην καρδιά του σαν τραγική ηρωίδα. Το πρόσωπό του πήρε μια υπερβολικά δραματική έκφραση που με έκανε να ροχαλίσω και πάλι από τα γέλια.

    Χαζολογήσαμε για λίγη ώρα ακόμα, με τα κεφάλια μας γερμένα το ένα προς το άλλο πάνω από το μικρό τραπέζι. Τα δάχτυλά μας έπαιζαν με τα πόδια των ποτηριών καθώς τελειώναμε το κρασί μας—το οποίο οφείλω να παραδεχτώ ότι ήταν εξαιρετικό. Ένα Ασύρτικο που είχε επιλέξει ο Maurice και που κύλησε στο λαιμό σαν μετάξι. Παρόλα αυτά, ακόμα πεινασμένοι—θέλαμε και γκουρμεδιές τρομάρα μας—σηκωθήκαμε να φύγουμε για να πάμε να φάμε σαν άνθρωποι.

    Άφησε ένα γενναιόδωρο φιλοδώρημα που έκανε τον σερβιτόρο να χαμογελάσει από αυτί σε αυτί, και βγήκαμε στο δρόμο. Η βραδινή αύρα ήταν δροσερή και ευχάριστη. Του έπιασα το μπράτσο και τον οδήγησα προς το αυτοκίνητο.

    «Πού πάμε τώρα;» με ρώτησε καθώς ξεκλείδωνε το αυτοκίνητο.

    «Έκπληξη!» του απάντησα με ύφος γεμάτο μυστήριο. «Ευκαιρία να κάνουμε και τη βόλτα μας στη θάλασσα!»

    Σκόπευα να τον πάω στην καντίνα του Μερακλή, στο παλιό Φάληρο. Ήταν θρύλος του είδους του—τα καλύτερα λουκάνικα της Αττικής, και μερίδες που χόρταιναν και τον πιο πεινασμένο αρκούδο.

    Όταν φτάσαμε, όποια έκπληξις, γινόταν της πανικοτρίφυλλης. Η ουρά ήταν τεράστια—τουλάχιστον είκοσι άτομα περίμεναν μπροστά μας. Παιδιά με μηχανάκια, ζευγάρια, παρέες. Όλοι είχαν την ίδια ιδέα με εμάς. Σάλιο και υπομονή λοιπόν. Στάθηκα στις μύτες των ποδιών μου προσπαθώντας να δω πόσο είχε ακόμα, ενώ ο Maurice με κρατούσε από τη μέση για να μην πέσω.

    Με τα πολλά—μετά από είκοσι λεπτά αναμονής που φάνηκαν σαν αιώνας—ήρθε και η σειρά μας.

    Ο Maurice κοίταξε τον κατάλογο που ήταν γραμμένος με κιμωλία σε έναν μαυροπίνακα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τα ελληνικά. «Τι να πάρω;» με ρώτησε, γυρίζοντας προς το μέρος μου με ένα χαμένο βλέμμα.

    Του έπιασα το χέρι και το έσφιξα. «Θα παραγγείλω εγώ για σένα!» του απάντησα ορθά-κοφτά. Τα σκυλιά δεμένα—δεν δεχόμουν αντιρρήσεις.

    “Ok!” μου απάντησε χαμογελώντας, σηκώνοντας τα χέρια του σε ένδειξη παράδοσης.

    Γύρισα προς τον ταμία, έναν μεσήλικα με ποδιά γεμάτη λάδια και το πιο πλατύ χαμόγελο. «Δύο ποικιλίες αλλαντικών με λουκάνικο και πέντε μπύρες,» είπα αποφασιστικά. Για μένα μία μπύρα, για τον αρκούδο μου τις τέσσερις—ήξερα τις ανάγκες του.

    Καθώς περιμέναμε την παραγγελία, γύρισα προς τον Maurice που κοιτούσε προς το πάρκο. «Maurice,» τον ρώτησα, αγγίζοντας το μπράτσο του για να τραβήξω την προσοχή του, «θέλεις να κατέβουμε προς Σούνιο και να σταματήσουμε να φάμε και να πιούμε τις μπύρες μας με ησυχία;»

    Τα μάτια του έλαμψαν από ενθουσιασμό. «Αμέ!» μου απάντησε, χρησιμοποιώντας την ελληνική λέξη που του είχα μάθει.

    «Παραγγελία έτοιμη!» φώναξε ο ταμίας.

    Και μετά μας έδωσαν τα σάντουιτς. Ήταν τεράστια—κυριολεκτικά κτήνη του πολέμου. Το καθένα ήταν τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και ζύγιζε τουλάχιστον μισό κιλό. Η μυρωδιά που έβγαινε ήταν ουράνια—αλλαντικά, χωριάτικο λουκάνικο, μουστάρδα, ντομάτα, κρεμμύδι, όλα ανακατεμένα.

    Ο Maurice πήρε το δικό του στα χέρια, το ζύγισε σαν να ήταν νεογέννητο μωρό, και μετά με κοίταξε. Βλέποντας το κτήνος του πολέμου και όντας πεινασμένος, το πρόσωπό του πήρε την πιο ικετευτική έκφραση. Με κοίταξε σαν κουτάβι που ζητάει φαγητό, τα μάτια του μεγάλα και παρακλητικά, το κάτω χείλος του ελαφρώς προτεταμένο. Προσπαθούσε να μου αλλάξει γνώμη για το να περιμένουμε.

    Εκπαιδευμένη από τον Μπλάκι που έκανε ακριβώς το ίδιο κόλπο, κούνια που τον κούναγε! Σήκωσα το χέρι μου αυστηρά.

    “I have spoken!” του απάντησα με τον πιο σοβαρό τόνο που μπορούσα να βγάλω. Και για να τον πειράξω περισσότερο, του έκανα ένα ελαφρύ ping στη μύτη με το δάχτυλό μου.

    Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση υπερβολικής υποταγής. “Si, padrone!” μου απάντησε, λες και μιλούσε στον Vito Corleone. Αλλά τα μάτια του συνέχιζαν να με κοιτάζουν με το βλέμμα της λυπημένης δυστυχίας, προσπαθώντας ακόμα να με τουμπάρει.

    Έβαλα τα χέρια μου στη μέση και τον κοίταξα αυστηρά. «Ρε μπες στο αυτοκίνητο και μη με κοιτάζεις σαν κουτάβι!» του είπα κουνώντας απειλητικά το δάχτυλο μπροστά στη μύτη του.

    Χαχανίζοντας, έκανε μια απότομη κίνηση με το στόμα του σαν να πάει να δαγκώσει το δάχτυλό μου. Τα δόντια του έκλεισαν στον αέρα με έναν παιχνιδιάρικο ήχο «κλαπ». Τράβηξα το χέρι μου πίσω θεατρικά.

    «Κάτσε καλά βρε κοπρόσκυλο!» του είπα βάζοντας τα γέλια με τα καμώματά του. Τον έσπρωξα ελαφρά προς την πόρτα του αυτοκινήτου.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο—εγώ κρατώντας προσεκτικά τη σακούλα με τα σάντουιτς στην αγκαλιά μου σαν θησαυρό—και πήραμε την παραλιακή. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά και ο αέρας της θάλασσας μπήκε μέσα, ανακατεμένος με τη μυρωδιά από τα σάντουιτς. Η μυρωδιά είχε γεμίσει όλο το αυτοκίνητο και μου είχε σπάσει τη μύτη.

    Με το στομάχι μου να διαμαρτύρεται έντονα σάμπως να άρχισα να αναθεωρώ τις προτεραιότητές μου—ίσως να μην ήταν και τόσο κακή ιδέα να φάμε στο αυτοκίνητο. Αλλά που να σταματήσεις στην Ποσειδώνος με όλη αυτή την κίνηση;

    Γαμώ την κίνησή μου μέσα γαμώ! σκέφτηκα καθώς περνούσαμε το ένα φανάρι μετά το άλλο χωρίς να μπορούμε να σταματήσουμε πουθενά.

    Ευτυχώς, μετά το Ελληνικό ο δρόμος άνοιξε. Η κίνηση αραίωσε και μπορούσαμε επιτέλους να τρέξουμε. Ο Maurice οδηγούσε με το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο ακουμπισμένο στο παράθυρο, απολαμβάνοντας τη διαδρομή. Εγώ είχα γυρίσει προς το μέρος του, παρατηρώντας το προφίλ του στο φως των φαναριών που περνούσαν.

    Περίπου μισή ώρα αργότερα—μια ευχάριστη διαδρομή με μουσική και αστεία—ήμασταν κάπου μεταξύ Λαγονήσι και Σαρωνίδας. Άρχισα να κοιτάω προσεκτικά το τοπίο, ψάχνοντας για ορόσημα. Η καβάντζα που γνώριζα—και στην οποία είχα βγάλει κάμποσες φορές τα μάτια μου όταν ήμουν μικρή και τριανταφυλλένια—ήταν κάπου μετά τη Σαρωνίδα. Ένα κρυφό μέρος που ελάχιστοι ήξεραν, με θέα που έκοβε την ανάσα.

    Είχα κάμποσα χρόνια να έρθω και ήλπιζα να αναγνωρίσω το μέρος, αλλιώς μας έβλεπα να φτάνουμε Σούνιο και ακόμα να ψάχνουμε. Τα μάτια μου σάρωναν κάθε στροφή, κάθε ανοιχτό χώρο δίπλα στο δρόμο.

    Χα! Εκεί ήταν! Η καρδιά μου πήδηξε από χαρά. Καλά το θυμόμουν—η συστάδα των δέντρων, ο μικρός χωματόδρομος που φαινόταν σαν τίποτα. «Εδώ θα μπεις δεξιά!» του είπα, δείχνοντας με το χέρι μου.

    Ο Maurice επιβράδυνε και κοίταξε προς την κατεύθυνση που έδειχνα. Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση σύγχυσης και ελαφριού πανικού. «Εδώ, πού;» με ρώτησε με απελπισία, βλέποντας μόνο χώμα και ψηλά χορτάρια. «Δεν υπάρχει δρόμος!»

    Έβαλα το χέρι μου πάνω στο δικό του που κρατούσε το τιμόνι. “Trust me, I know what I’m doing!” του απάντησα με σιγουριά που δεν ένιωθα εντελώς. Στο μυαλό μου προσευχόμουν να μην βρούμε κανένα άλλο ζευγάρι στο μέρος που είχα υπόψη, δε θα είχε πλάκα…

    Με έναν αναστεναγμό παραίτησης, έστριψε το τιμόνι και μπήκαμε στο χωματόδρομο. Το αυτοκίνητο αναπήδησε ελαφρά στις λακκούβες και τα χέρια μου σφίχτηκαν γύρω από τη σακούλα με τα σάντουιτς για να μην πέσουν.

    Μετά από λίγα μέτρα, ο δρόμος άνοιξε σε ένα μικρό ξέφωτο με θέα τη θάλασσα. Το φεγγάρι ήταν σχεδόν γεμάτο και έριχνε ένα ασημένιο μονοπάτι πάνω στα κύματα. Ερημιά και ο χάρος! Κανένα άλλο αυτοκίνητο, κανένας άνθρωπος. Μόνο εμείς, η θάλασσα και ο ήχος των κυμάτων.

    «Εδώ σταματάς!» του είπα θριαμβευτικά.

    Σταμάτησε το αυτοκίνητο και με κοίταξε καχύποπτα.

    Του έκλεισα το μάτι πονηρά και άρχισα να τραγουδάω: “Those were the days my friend!” Η φωνή μου ήταν γεμάτη νοσταλγία και υπονοούμενα για τις παλαιότερες πομπές μου.

    «Αλλά πρώτα φαγητό, νηστικό αρκούδι δε χορεύει!» του δήλωσα σε άπταιστα Ελληνικά και του έδωσα το σάντουιτς του.

    Το έπιασε το υπονοούμενο! Lol!

    Σε παλιότερες εποχές θα έκλαιγα το μισό σάντουιτς που δεν κατάφερα να φάω. Εντάξει, λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα, συνήθως έτρωγα το υπόλοιπο την άλλη μέρα. Σήμερα ωστόσο είχα τον αρκούδο μου ο οποίος κέρδισε επάξια και το δικό μου μισό.

    «Δε θα φας άλλο;» με ρώτησε με γνήσια απορία ζωγραφισμένη στα μάτια, αδυνατώντας να χωρέσει στο μυαλό του πώς μπορούσε να υπάρχει άνθρωπος που θα άφηνε αυτό το αριστούργημα στη μέση.

    «Όχι μωρό μου,» του απάντησα. «Φά’το εσύ να μου έχεις και δυνάμεις!» συνέχισα χαχανίζοντας πονηρά.

    “Nah!” μου απάντησε. “I will eat it on general principle!” συνέχισε χαχανίζοντας ελαφρά και μετά σοβάρεψε και έγινε πιο τρυφερός “I will always have energy for you, pinky promise!”

    “You’d better, lover boy, or else…” του απάντησα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν ξεκούρδιστη και το χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.

    Τρώγοντας το μισό δικό μου άνοιξε και το τρίτο κουτάκι με τη μπύρα, κάνοντάς με να μετανιώσω που δεν είχα πάρει μια δωδεκάδα να έχω το κεφάλι μου ήσυχο, ο αρκούδος μου έπινε τη μπύρα σα νεροφίδα. Και όχι τίποτε άλλο αλλά είναι και οι ελαφρές οι ελληνικές, τι να του πουν του φουκαρά του Βέλγου μου που είχε αρχίσει να πίνει μπύρα από την εποχή του μπιμπερό;

    «Χόρτασες μωρό μου;» τον ρώτησα όταν τέλειωσε.

    «Όχι ότι δεν έχω χώρο για ακόμα λίγο!» μου είπε χαϊδεύοντας την κοιλιά του και κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    «Θες να βγούμε να περπατήσουμε λίγο;» τον ρώτησα χαϊδεύοντάς του το χέρι.

    “Screw walking!” μου είπε και με τράβηξε πάνω του…

    …και τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται!

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 9ο - Bates motel

    Γύρω στα μεσάνυχτα σταματήσαμε κάτω από το σπίτι μου, και βγήκε να με συνοδέψει μέχρι την πόρτα. Σταμάτησε και με κράτησε και από τα δυο χέρια χαμογελώντας μου τρυφερά.

    Στην πόρτα της πολυκατοικίας σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος μου. Με κράτησε και από τα δύο χέρια, τα δάχτυλά του χάιδευαν απαλά τις παλάμες μου. Το πρόσωπό του ήταν φωτισμένο από το φως της εισόδου και μου χαμογελούσε τρυφερά.

    «Σ’ ευχαριστώ για την υπέροχη βραδιά μικρή μου μάγισσα!» ξεκίνησε με απαλή φωνή. Μετά τα μάτια του πήραν μια σκανταλιάρικη λάμψη και η φωνή του έγινε παιχνιδιάρικη. «Στο υπόσχομαι, ποτέ ξανά ιταλικό!»

    Γέλασα και του ανταπέδωσα το χαμόγελο. Τράβηξα τα χέρια μου από τα δικά του με μια απότομη κίνηση και—χωρίς προειδοποίηση—πήδηξα πάνω του. Ξαναέγινα κοάλα! Τα πόδια μου τυλίχτηκαν γύρω από τον κορμό του, τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του.

    Ο Maurice αιφνιδιάστηκε για μια στιγμή, έκανε ένα βήμα πίσω για να κρατήσει την ισορροπία του, και μετά χαχάνισε. Τα χέρια του πήγαν αυτόματα κάτω μου για να με κρατάει σταθερά.

    Έσφιξα την αγκαλιά μου και ακούμπησα το μέτωπό μου στο δικό του. «Μ’ αγαπάς πολύ-πολύ-πολύ, αρκούδι μου;» τον ρώτησα γλυκουλινιάρικα. Η φωνή μου βγήκε ψιλή και παιδιάστικη, σαν ερωτευμένο δεκαπεντάχρονο. Δεν κρατήθηκα—ήθελα να το ακούσω.

    Τα μάτια του μαλάκωσαν και με κοίταξε με τέτοια τρυφερότητα που ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται. «Πολύ-πολύ-πολύ, μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε με εκείνο το χαμόγελο—αυτό το χαμόγελο που με έκανε να μετατρέπομαι σε υγρή μορφή κάθε φορά.

    Σφίχτηκα ακόμα πιο πολύ πάνω του, κολλώντας σαν γραμματόσημο. «Δεν κατεβαίνω από εδώ!» του δήλωσα αποφασιστικά. Το πιγούνι μου σηκώθηκε ψηλά και τα χείλη μου σούφρωσαν σαν πεισμωμένο παιδάκι.

    Τον έκανα να χαχανίσει ακόμα πιο δυνατά. Το στήθος του τραντάχτηκε από το γέλιο και με κούνησε μαζί του. Εγώ απάντησα τυλίγοντας ακόμα πιο σφιχτά χέρια και πόδια γύρω του, σαν χταπόδι που έχει πιάσει το θήραμά του.

    Μπελά που βρήκε ο άνθρωπος! σκέφτηκα με ικανοποίηση. Η ερωτευμένη Σοφία ήταν force to be reckoned with, και να ψοφήσουν οι οχθροί μας!

    Καρκινάκι με ωροσκόπο Παρθένο εγώ, Ταυράκι με ωροσκόπο Καρκίνο ο αρκούδος μου. Θυμάμαι πόσο είχε απορήσει όταν τον ρώτησα τι ώρα γεννήθηκε—με είχε κοιτάξει σαν να του είχα ζητήσει τον αριθμό της πιστωτικής του. Αλλά σύμφωνα με την «επιστήμη» (λέγε με Μαίρη), κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

    Έσκυψε το κεφάλι του και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί. Απαλό, γλυκό, γεμάτο υπόσχεση. Κατέβηκα από πάνω του αλλά δε με άφησε να φύγω, με τράβηξε και πάλι στην αγκαλιά του. Τον σβέρκωσα κι εγώ, χώνοντας το πρόσωπό μου στο λαιμό του, εισπνέοντας τη μυρωδιά του.

    Θα μέναμε έτσι όλη νύχτα αν δεν άνοιγε εκείνη τη στιγμή η πόρτα της εισόδου. Μια γειτόνισσα—η κυρία Τασία από τον τρίτο—εμφανίστηκε κρατώντας μια σακούλα σκουπιδιών, κακό χρόνο να ‘χει η γρουσούζα. Ίσιωσα το φόρεμά μου, που είχε ανέβει, κάνοντας ότι δεν την είδα.

    Ο Maurice με τράβηξε για ένα τελευταίο φιλί—γρήγορο αυτή τη φορά, αλλά εξίσου γλυκό. «Καλή σου νύχτα, μωρό μου.»

    «Να με πάρεις τηλέφωνο όταν μπεις σπίτι!»

    «Ναι, μαμά!»

    Του έκανα ένα ping στη μύτη, του έδωσα ένα τελευταίο πεταχτό φιλάκι και τον άφησα να φύγει. Μπήκα μέσα αλλά δεν ανέβηκα αμέσως. Στάθηκα πίσω από την είσοδο και γύρισα να τον δω από το τζάμι της πόρτας. Περπατούσε προς το αυτοκίνητό του με αργά βήματα, τα χέρια του στις τσέπες. Γύρισε μια φορά και με είδε να τον κοιτάζω. Μου έστειλε ένα φιλί με το χέρι του και εγώ ανταπέδωσα την κίνηση.

    Όταν μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε, έκανα μεταβολή να πάω κι εγώ πάνω. Είχα να κάνω χαρούλες στο Μπλάκι μου και να πάρω τηλέφωνο την αχαΐρευτη. Η Μαίρη θα είχε επιστρέψει σπίτι της από τη Θεσσαλονίκη και το καλό που της ήθελα είναι να μην έχει πέσει για ύπνο!

    Ο Μπλάκι, όπως πάντα, με κατάλαβε από τα βήματα μόλις βγήκα από το ασανσέρ. Τον άκουσα να νιαουρίζει πριν καν ανοίξω την πόρτα. Με το που μπήκα, τον βρήκα να με περιμένει στην είσοδο. Καθόταν με την πλάτη ίσια, την ουρά τυλιγμένη γύρω από τα πόδια του, και μου μπαστακώθηκε με εκείνο το βλέμμα που έλεγε ξεκάθαρα: «Πού γύρναγες πάλι εσύ; Αυτά θα έχουμε κάθε βράδυ;»

    Έβγαλα τα παπούτσια μου και τα πέταξα στη γωνία. Μετά έσκυψα μπροστά του με τα χέρια στη μέση. «Εγώ σε ρώτησα αν θέλεις να σε πάρω μαζί μου και μου έγινες λαγός, ας πρόσεχες!» του είπα με ύφος που έλεγε «φταις εσύ». Έσκυψα περισσότερο και άνοιξα τα χέρια μου. «Έλα εδώ να σε πάρω αγκαλίτσα.»

    Σε αντίθεση με το απόγευμα που είχε εξαφανιστεί τρέχοντας σαν να τον κυνηγούσαν, τώρα δεν κουνήθηκε. Ήξερε ότι γύρισα σπίτι για να κάτσω, ότι δεν θα τον εγκατέλειπα ξανά. Με άφησε να τον σηκώσω στην αγκαλιά μου και άρχισε αμέσως να γουργουρίζει. Το σωματάκι του δονούνταν από την ένταση του γουργουρίσματος.

    Με τον μούργο μου στην αγκαλιά, σαν μωρό, πήγα στο δωμάτιο. Τον κρατούσα με το ένα χέρι και με το άλλο άνοιγα τα φώτα καθώς προχωρούσα. Τον άφησα απαλά στο κρεβάτι, πάνω στο σεντόνι, και άρχισα να ξεντύνομαι.

    Έβγαλα φόρεμα και σουτιέν και τα πέταξα σε μια καρέκλα. Με το που έμεινα με το κάτω εσώρουχο έφυγα τρέχοντας για το μπάνιο, κόντευα να τα κάνω πάνω μου.

    Ο Μπλάκι παραδόξως αυτή τη φορά δε με ακολούθησε. Συνήθως ήταν η σκιά μου στο μπάνιο, αλλά τώρα έμεινε στο δωμάτιο. Όταν γύρισα μετά από λίγο—αφού έπλυνα και τα δόντια μου—τον βρήκα να κάνει ανάκριση διά της μύτης στο φόρεμα.

    Ξάπλωσα κάτω από το σεντόνι και με το που βολεύτηκα ήρθε και ο κύριος. Περπάτησε πάνω στο στρώμα με προσοχή, έκανε δύο κύκλους, και χώθηκε στην αγκαλιά μου. Κουλουριάστηκε ακριβώς δίπλα στο στήθος μου, με το κεφάλι του κάτω από το πιγούνι μου.

    Με το ένα μου χέρι άρχισε να τον χαϊδεύει αφηρημένα, κάνοντας μικρούς κύκλους πίσω από τα αυτιά του, πήρα το κινητό μου στο άλλο μου χέρι και κάλεσα τη Μαίρη.

    «Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα,» μου απάντησε αντί για καλησπέρα.

    «Ναυτάκι δε με λες αλλά από ζουμπουρδουλίαση άλλο τίποτα…» της είπα τρολλάροντας τον εαυτό μου. «Πώς ήταν το ταξίδι σου;»

    «Περιπετειώδες, βλέπεις στο αεροπλάνο δε μπορούσα να κάτσω όρθια!» μου είπε χαχανίζοντας, κάνοντας και μένα να γελάσω.

    «Μόνο και μόνο για λίγες σταγόνες ευτυχίας, πήρες μια νύχτα το δρόμο της καταστροφής. Τα κροπς και οι βίτσες σου φέρνουν μονάχα δυστυχία, στον κάνει μωβ και ούτε κάτω να κάτσεις μπορείς!» αυτοσχεδίασα αλά Γιώργος Αιγύπτιος.

    «Μωρή! Ήπιες τίποτα καλό σήμερα;» με ρώτησε ξεκαρδισμένη στα γέλια.

    «Δεν το λες ακριβώς ποτό!» της είπα κάνοντάς τη να βάλει ξανά τα γέλια με το υπονοούμενο.

    «Για ιταλικό δε θα πηγαίνετε; Πού στο διάολο τρύγησες το άγουρο κορμί του μωρή λυσσάρα, στην τουαλέτα;»

    «Στα αγαπημένα μου κατσάβραχα στη Σαρωνίδα!» της είπα. «Πρώτα είχε γκουρμέ, και όπως καταλαβαίνεις φύγαμε νηστικοί!» ξεκίνησα να της εξηγώ. «Μετά κατεβήκαμε στο Νέο Φάληρο για βρώμικο, γιατί εννοείται ότι είχαμε λυσσάξει στην πείνα…» συνέχισα και της Μαίρης της έφυγε ένα ροχαλητό, «και του πρότεινα να πάμε να φάμε τα σάντουιτς κάπου με την ησυχία μας.»

    «Τα σάντουιτς;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

    «Ο Maurice ναι. Εγώ… και το σάντουιτς!» της απάντησα ξεδιάντροπα.

    «Καλά που ορκιζόσουν πως δε θα το ξανακάνεις σε Autobianchi!» μου είπε χαχανίζοντας.

    «Το αυτοκίνητό του δεν είναι Autobianchi,» της απάντησα με deadpan ύφος. «Είναι ένα από αυτά τα τερατώδη SUV που οι μπροστινές και οι πίσω ρόδες βρίσκονται σε διαφορετικό ταχυδρομικό κωδικό!» συνέχισα αυτή τη φορά χαχανίζοντας.

    «Κατάλαβα… εγκαινιάσατε το πίσω κάθισμα;»

    «Ούτε καν!» της απάντησα. «Ο πρώτος γύρος έγινε εις τας εξοχάς,» της απάντησα χαχανίζοντας πονηρά.

    «Είχε και δεύτερο;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.

    «Αμέ! Αλλά εκεί αλλάξαμε σκηνικό, αντί για το καπό έσκυψα σ’ ένα δέντρο και παίξαμε μακριά γαϊδούρα… τρόπο τινά!» συνέχισα, κερδίζοντας ακόμα ένα γύρο γέλιου. «Και είναι και μακριά η γαϊδούρα, αν μ’ εννοείς!»

    «Ώπα! Την έτριξες την όπισθεν στο δέντρο; So proud!»

    «Όχι-όχι,» βιάστηκα να τη διορθώσω. «Κανονικά. Κι εκεί είχαμε και ένα ατυχηματάκι, έτσι όπως με κοπάναγε τρύπησε η καπότα,» της απάντησα ξεφυσώντας. «Ευτυχώς το κατάλαβε εγκαίρως και δεν είχαμε εγκεφαλικά!»

    «Πάλι καλά,» συμφώνησε η Μαίρη.

    «Και κάπως έτσι, μετά το γκουρμέ και το μισό σάντουιτς, πήρα και το συμπλήρωμα πρωτεϊνών!» της είπα παίζοντας πονηρά τα μάτια μου, κι ας μη με έβλεπε.

    «Μη στάξει και μη βρέξει τον έχεις τον κύριο!»

    «Είναι ο αρκούδος μου! Καλά κάνω! Και τον ρώτησα αν μ’ αγαπάει πολύ-πολύ-πολύ και μου απάντησε ότι μ’ αγαπάει πολύ-πολύ-πολύ,» της έκανα με την ίδια φωνή με την οποία είχα κάνει την ερώτηση στον αρκούδο μου!

    «Άει, άει… το έχει χάσει αυτή!» μου είπε αλλά από τη φωνή της κατάλαβα ότι χαμογελούσε.

    «Και δεν είμαι η μόνη,» της απάντησα με ονειροπαρμένη φωνή. Μετά ξεφύσυξα καθώς θυμήθηκα ότι την επόμενη είχα και την Ιερά εξέταση.

    «Γιατί στενάζεις μωρή; Θες να με πλευριτώσεις μέσω τηλεφώνου;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

    «Γιατί αύριο έχει ανάκριση από την Ευτύχω!» της απάντησα με φωνή γεμάτη απελπισία.

    «Δεν ντρέπεσαι μωρή, τριάντα χρονών γαϊδάρα να φοβάσαι τη μαμά σου;» συνέχισε μην έχοντας σταματήσει ούτε στιγμή να χαχανίζει.

    «Γκούχου-γκούχου!» της έκανα με νόημα, καθώς δεν ήμουν η μόνη που έτρωγε «ξύλο» από τη μητέρα της.

    «Τώρα μιλάμε για σένα!» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Τι φοβάσαι βρε χαζούλα,» με ρώτησε αυτή τη φορά με πιο μαλακή φωνή. «Ο αρκούδος σου δεν είναι σαν τον μαλάκα.»

    «Το ξέρω ρε Μαίρη… αλλά την ξέρεις τώρα την Ευτύχω. Θα φαγωθεί να τον γνωρίσει και δεν θέλω να τον βάλω σε τέτοιο τριπάκι από τώρα, ούτε πέντε μέρες δεν είμαστε μαζί.»

    Η απάντησή της δεν ήταν αυτή που περίμενα. Εννοώ ότι ήμουν σίγουρη ότι θα συμφωνήσει μαζί μου αλλά αντιθέτως η Μαίρη, πολύ σοβαρή με ρώτησε ένα απλό «Γιατί;»

    Δεν το περίμενα αυτό. Μια φράση, ένα «Γιατί;», κι ένιωσα σα να με τράβηξε κάποιος απ’ το γιακά και με κοίταξε στα μάτια.

    «Τι γιατί μωρή;» τη ρώτησα όταν κατάφερα να ξαναβρώ τη φωνή μου.

    «Γιατί να μην τον γνωρίσεις στους δικούς σου; Δεν είναι θα ότι θα έρθει να δώσει και λόγο στον Αλοϊζάκη Sr!»

    «Μαίρη μου, τι λες;» τη ρώτησα μη μπορώντας να πιστέψω τι έλεγε το στόμα της. «Μήπως από το πολύ κοπάνισμα που έφαγες χθες σου λάσκαρε καμιά βίδα;»

    «Σοβαρά μιλάω!» μου είπε μαλακά και σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα σα να έψαχνε να βρει τις σωστές λέξεις.

    «Σόφη μου, ο Maurice είναι Βέλγος—έχει μεγαλώσει αλλιώς. Δεν κουβαλάει τα δικά μας πατροπαράδοτα μπαγκάζια…» είπε και έκανε σύντομη παύση, και μετά συνέχισε με ύφος δασκάλας που μιλάει στη μαθήτριά της.

    «Για εκείνον το να γνωρίσει τους γονείς σου είναι απλώς αυτό: μια συνάντηση, όχι ότι ήρθε να ζητήσει το χέρι σου!»

    Εκείνη τη στιγμή δε μπορούσα να το διαχειριστώ. «Δεν ξέρω ρε Μαίρη…» είπα στενάζοντας. «Θα δούμε…»

    Δεν επέμεινε.

    «Δε μου λες τώρα, την Πέμπτη θα σε δούμε ή θα είσαι στη σπηλιά του αρκούδου σου;»

    «Δε σκοπεύω να εγκαταλείψω τα εγκόσμια,» της είπα και το εννοούσα. Όσο και αν την είχα δαγκώσει με τον Maurice, δεν είχα καμία διάθεση να επαναλάβω τα παλιά μου λάθη. «Απλά, και επειδή οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους, οι παλιές μέρες του ξέφρενου clubbing μας τελείωσαν οριστικά!»

    «Τι clubbing μωρή;» μου είπε βάζοντας τα γέλια. «Η μόνη σχέση σου με το clubbing είναι τα club sandwich!»

    «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» της έκανα, γεμίζοντας το κινητό μου σάλια, και κερδίζοντας το χαχανητό της. Μετά σοβάρεψα και πάλι. «Σε κάθε περίπτωση ναι, ισχύει για την Πέμπτη!» της είπα και έκανα παύση. «Θα με χάσετε από Παρασκευή ως Κυριακή!» συμπλήρωσα πονηρά.

    «Θα τον ρέψεις;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

    «Τα πόδια του δε θα μπορεί να πάρει!» της είπα σκανταλιάρικα. «Δε μου λες, θες την Κυριακή να πάμε για κανένα μπανάκι;»

    «Αυτό το Σ/Κ δε θα μπορέσω!» μου έκανε. «ΜΥΚΟΝΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΣ!»

    Φράγκα να φάνε και οι κότες είχε, οικογενειακή βίλλα στη Μύκονο είχε, διάθεση είχε—για τη Μαίρη μιλάμε, έτσι;—οπότε γιατί όχι;

    «Θα έχεις ξεμπλαβίσει μέχρι τότε;» τη ρώτησα σε ουδέτερο ύφος.

    “Who cares?” μου απάντησε χωρίς καμιά ντροπή.

    «Ο πατήρ Φεδρινός, αν γίνεις και πάλι πρωτοσέλιδο σε καμιά φυλλάδα! Αν επιβιώσεις, βέβαια, από την κυρία Φεδρινού!» της είπα γελώντας.

    «Θα φορέσω μακρύ φόρεμα το βράδι!»

    «Δε θα πας για κανένα μπάνιο;»

    «Δε θα βγούμε από το σπίτι παρά μόνο για clubbing!» μου απάντησε σα να μην τρέχει κάστανο.

    «Με ποιον θα πας μωρή;» τη ρώτησα γελώντας.

    «Με ένα πιτσιρικά… αχ… εικοσιπέντε χρονών… και το είκοσι-κάτι δεν είναι μόνο στην ηλικία!» μου απάντησε δίχως ίχνος ντροπής.

    «Πού τον πρόλαβες μωρή; Για δουλειά και τον βόρειο δεν υποτίθεται ότι είχες πάει Θεσσαλονίκη;»

    «Είμαι multitasker, τι να πω!»

    «Μωρή πότε πρόλαβες και έμαθες ανατομικές του λεπτομέρειες;»

    «Sexting! Και το καλό που του θέλω να μη μου έχει στείλει dick-pic αλλουνού, θα τον πνίξω στην πισίνα!» μου είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου.

    Ξέρετε κάτι; Την πίστευα ότι θα το κάνει! Καλά, στην πισίνα μπορεί να μην τον έπνιγε αλλά μην ξεχνάμε ότι η Μαίρη έχει και τρία νταν. Στην καλύτερη θα του τα έφερνε στο κεφάλι. Στη χειρότερη θα τον έκανε μπαλάκι και θα τον έστελνε ταχυδρομικώς στη Θεσσαλονίκη.

    «Αν σου έχει πει ψέματα θα τον κλάψει η μάνα του. Αν σου έχει πει την αλήθεια, πάλι θα τον κλάψει η μάνα του!»

    «Χαχαχα, κάπως έτσι!»

    «Μονά-ζυγά, χαμένος, δηλαδή!»

    «Στην δεύτερη περίπτωση θα είναι αποκλειστικά δικό του πρόβλημα,» μου απάντησε με ένα πονηρό γελάκι. «Αν ζήσει, έζησε!»

    «Ανακεφαλαιώνοντας!» είπα και έκανα μια δραματική παύση. «Στην καλύτερη περίπτωση θα φύγει από το νησί μισός.» Σταμάτησα και πάλι. «Στη χειρότερη, πακεταρισμένος με κορδέλα για Θεσσαλονίκη, με courier!»

    «Σιγά που θα του βάλω και κορδέλα!» μου έκανε αδιάφορα. «Θα τον ταχυδρομήσω όπως-όπως!»

    Εκείνη τη στιγμή άκουσα και το χαρακτηριστικό ping του μηνύματος από τον Maurice που είχε φτάσει σπίτι του.

    «Μισό, να στείλω μήνυμα στο μωρουλίνι μου!» της είπα και την άφησα να χαχανίζει με τα σιρόπια που μου έτρεχαν.

    Του έστειλα μήνυμα στο messenger συνοδευόμενο από ένα σκασμό καρδούλες και φιλάκια και μου απάντησε με το gif ενός αρκούδου με καρδούλες.

    Φυσικά και το είπα στη Μαίρη, και φυσικά έπεσε το δούλεμα της αρκούδας, όχι που θα με άφηνε. Κλείσαμε κανένα δεκάλεπτο αργότερα, έχοντας δώσει ραντεβού για ποτάκι την Πέμπτη το βράδυ. Με τον Μπλάκι να τον έχει πάρει ο ύπνος για τα καλά, άφησα με προσοχή το τηλέφωνο στο κομοδίνο μου για να μην τον ξυπνήσω. Ούτε που κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος.

    Μιας και από Τετάρτη μέχρι Παρασκευή ήμουν Home Office, το ξυπνητήρι βάρεσε στις 08:45, ίσα δηλαδή για να προλάβω να κάνω την πρωινή μου ρουτίνα και να φτιάξω—ή, όταν βαριόμουν, να παραγγείλω—καφέ. Σηκώθηκα και πήγα κουτουλώντας στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου.

    Όταν με τα πολλά τελείωσα πήγα στο δωμάτιο-γραφείο (το οποίο υποτίθεται ότι στο μέλλον θα γινόταν παιδικό δωμάτιο) και μέχρι να ανοίξει και το laptop παράγγειλα στα γρήγορα καφέ από το e-food. Εννοείται βέβαια ότι με το που κάθισα στο γραφείο ήρθε και ο μαύρος σίφωνας και θρονιάστηκε στο γραφείο, ακριβώς στο κατάλληλο σημείο για να με εμποδίζει να κουνάω το mouse.

    «Ρε θα με αφήσεις να κάνω καμιά δουλειά πρωινιάτικα;» τον μάλωσα.

    Εμένα μου λες; Μου γύρισε την κοιλάρα του και αν δεν τον χάιδευα κανένα πεντάλεπτο δε θα με άφηνε στην ησυχία μου. Όταν τελειώσαμε την πρωινή μας τελετή, γύρισε και άρχιζε να καθαρίζεται εκεί που τον είχα χαϊδέψει λες και είχα βουτήξει πριν το χέρι μου στο βόθρο. Κατάλαβες το μαλακιστήρι;

    Έστειλα μια καλημέρα στον γλυκούλη μου απαντώντας στην καλημέρα του, και άνοιξα το outlook για να διαβάσω τα e-mails μου. Εκεί έπεσε το πρώτο μπινελίκι της ημέρας, καθώς ένα βραδινό report δεν είχε τρέξει. Άνοιξα το teams και κάλεσα το IT support για να τους ξηγήσω το όνειρο. Κάθε φορά τα ίδια ρε φίλε, business είμαι, εγώ θα έπρεπε να καταλαβαίνω κάθε φορά ότι τα κωλοσυστήματά τους δεν έπαιζαν;

    Πάνω που είχα πάρει φόρα και γκάζωνα το ΙΤ—ο Θεός να το κάνει—helpdesk, ήρθε και η παραγγελία μου. Μωβ ακόμα από τα νεύρα πήγα να ανοίξω σαν την κυρία, και παραλίγο να φλασάρω τον ντελιβερά καθώς ήμουν μόνο με το κάτω εσώρουχο. Καλά είχε ξεκινήσει η μέρα.

    Τα σπασμένα—περισσότερο για την ανάκριση που με περίμενε στο τέλος της ημέρας παρά για το report που δεν είχε τρέξει—τα πλήρωσε ο φουκαράς που έκανε το λάθος να απαντήσει στο teams. Νιώθοντας αρκετά καλύτερα, πήγα και έτρεξα το report με τη μέθοδο ΜΤΧ (με το χέρι, για τους αμύητους.)

    Αν δεν υπήρχε και αυτό το ρημάδι το ΜΤΧ, ο κόσμος μας θα είχε καταρρεύσει στο πρώτο βοριαδάκι—αυτό έχω να δηλώσω.

    «Τι κάνεις εσύ αρκούδε μου;» έστειλα μήνυμα στον Maurice. «Εγώ τσακώνομαι με το IT, εσύ;»

    Λίγη ώρα αργότερα άκουσα το ping της απάντησης. «Εδώ εγώ που *είμαι* IT και τσακώνομαι με το IT, εσύ θα γλύτωνες;»

    Του απάντησα αμέσως. «Λέγε ποιος σε πείραξε να τον κλάψει η μάνα του!»

    «Όχι… άστο… θυμάσαι που σου έλεγα ότι το ικρίωμα είναι κακή ιδέα για το server room γιατί θα τους μπουν ιδέες; Κάτι τέτοιο!»

    Χαμογελώντας στην ανάμνηση του απάντησα. «Αρκούδι μου, θα σε αφήσω στην ησυχία σου, έχω συνάντηση!» το οποίο συνοδεύτηκε από δυο-τρεις τόνους καρδούλες, φιλάκια, gifs και τα ρέστα.

    «Σου απαγορεύω να με αφήνεις στην ησυχία μου! I have spoken!» μου απάντησε, κάνοντάς με να του στείλω πάλι ό,τι χαρουμενιάρικο emoji και gif κυκλοφορούσε.

    Γύρω στις 12:00 μου έστειλε μήνυμα και η Μαίρη, η οποία υποτίθεται ότι ήταν σε ένα σοβαρό call, αλλά με το μυαλό της στη ΜΥΚΟΝΟΟΟΟΟΟΟ και στον πιτσιρικά που θα έφευγε από εκεί, είτε μισός, είτε ταχυδρομικώς, βαριόταν τη ζωή της.

    Πάνω που ετοιμαζόμουν να της απαντήσω, είχαμε μουσικώς πάλι τη σκηνή του μπάνιο από το Ψυχώ, καθώς με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου.

    «Καλημέρα!» μου είπε.

    «Καλημέρα μαμά!» της απάντησα. «Που βοσκάς;»

    «Στο σχολείο είμαι, που ήθελες να είμαι;» μου απάντησε αναστενάζοντας.

    «Ξέρω γω; Σε κανένα λιβάδι να τρέχεις και να τραγουδάς σαν την Μαρία φον Τραπ;» της απάντησα πειρακτικά, κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια. «Τι κάνεις;»

    «Πήρα να επιβεβαιώσω ότι θα έρθεις το βράδυ!» μου απάντησε.

    «Ε, αφού τα είπαμε! Θα έρθω!» της απάντησα ελαφρά αγανακτισμένη.

    «Trust but verify, που λες κι εσύ όλη την ώρα!» μου απάντησε, κάνοντάς με να χαμογελάσω.

    «Μη μου σκας μαμουλίνι μου, σου είπα ότι θα έρθω και θα έρθω!»

    «Μη με καλοπιάνεις εμένα! Γαϊδούρ! Μ’λάρ!» μου είπε τρυφερά, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Τι θες να μαγειρέψω;»

    «Τίποτα!» της απάντησα χαμογελώντας. «Πριν μια εβδομάδα είχα τάξει στο μπαμπά κοκκινιστό!» συνέχισα και έκανα παύση. «Μπορεί να είμαι γαϊδούρ και μ’λαρ, αλλά το λόγο μου τον κρατάω! Και μπράβο μου!»

    «Εμένα μου λες; Ένα μήνα έκανες να τον σουτάρεις τον αχαΐρευτο από τότε που μου είχες πει ότι δεν τον αντέχεις άλλο!» με μάλωσε.

    «Για το παιδί το έκανα!» της απάντησα εννοώντας τον Μπλάκι και με τον κίνδυνο να εισπράξω κανένα τηλεφωνικό κεραυνό.

    «Θα σού ‘λεγα τώρα τίποτα βαρύ…» μου απάντησε σε χρόνο dt.

    «Να μην πεις! Να δείξεις ανωτερότητα!» της είπα χαχανίζοντας.

    «Μη ζορίζεις την τύχη σου μικρή!» μου έκανε σε μαμαδίσιο ύφος.

    “Si, padrone!” της απάντησα, κλέβοντας στην ψύχρα την ατάκα του Maurice.

    Και κάπου εκεί, επικαλούμενη το επόμενο call που ερχόταν ποδοβολώντας, την έκλεισα αφήνοντάς την ακόμα να μουρμουράει.

    Και εκεί θυμήθηκα ότι δεν είχα βγάλει το μοσχάρι να ξεπαγώσει—μου είχαν μείνει μυαλά με τον αρκούδο μου;—και πήγα τρέχοντας να βγάλω το κρέας από την κατάψυξη. Κοίταξα το ρολόι μου και αποφάσισα να μεταχειριστώ τα μεγάλα μέσα, κοινώς βούτηξα την αεροστεγώς κλειστή σακούλα με το κρέας μέσα σε μια γαβάθα με χλιαρό νερό.

    Δύο ώρες αργότερα, και με το μυαλό κουδούνι από το SPSS και τα Crystal Reports, πήγα να δω αν έχει ξεπαγώσει το κρέας ώστε να ξεκινήσω την προετοιμασία του φαγητού που είχα τάξει στον Αλοϊζάκη Sr. Είχε ξεπαγώσει και μπράβο του! Το άφησα μέσα στο νερό και γύρισα στο γραφείο μου να συνεχίσω, θα γύριζα ξανά γύρω στις πέντε για να ξεκινήσω το μαγείρεμα.

    Χαζολόγησα για λίγο με τη Μαίρη στο τηλέφωνο, και μετά με βαριά καρδιά επέστρεψα στο laptop μπας και κάνω και καμιά δουλειά. Που και που αντάλλασσα μηνύματα με τον αρκούδο μου αλλά και πάλι ο χρόνος είχε κολλήσει. Δυο μέρες υποκειμενικού χρόνου αργότερα πήγε επιτέλους πέντε το απόγευμα.

    Το μοσχάρι ήταν σπάλα, μαλακό και με αρκετό λίπος, ακριβώς όπως το ήθελε ο μπαμπάς μου—“να λιώνει στο στόμα, όχι να θες ν’ αλλάξεις δόντια!” Έκοψα το κρέας σε κομμάτια και καθάρισα και δυο κρεμμύδια που δαγκώνουν, ρίχνοντας το ανάλογο κλάμα. Πέταξα το κρέας στο τηγάνι μέχρι να πάρει αυτή την καφετιά κρούστα. Όταν έγινε το πέταξα στη χύτρα με μια κουταλιά πελτέ, και μετά ασχολήθηκα με τη σάλτσα.

    Όταν ήταν όλα έτοιμα, έβαλα και το alarm μην έχουμε κανένα ατύχημα, και γύρισα στο γραφείο μου να συνεχίσω τη δουλειά μου. Από τη στιγμή που θα άρχιζε να σφυρίζει η χύτρα, ήθελε κανένα εικοσπεντάλεπτο ως μισάωρο, οπότε είχαμε ακόμα λίγη ώρα.

    Γύρω στις έξι, όταν έγινε και το κρέας, έκλεισα το laptop και πήγα να ετοιμάσω τα μακαρόνια. Με το που έβρασαν τα πέταξα και αυτά στην κατσαρόλα με το κρέας, εμείς τα μακαρόνια δεν τα σερβίρουμε χώρια! Έκλεισα το καπάκι ξανά για να κρατήσουν θερμοκρασία όσο περισσότερο γινόταν, και αφού παρενόχλησα διά τηλεφώνου τον αρκούδο μου, πήγα να κάνω ένα ντουζάκι να έρθω στα ίσια μου.

    Με το Μπλάκι να με κοιτάζει με το βλέμμα «Τι θα γίνει με την πάρτη σου, θα κάτσεις καθόλου τον κώλο σου σπίτι;» και με την κατσαρόλα στα χέρια, κατέβηκα στο αυτοκίνητο για να πάω στο πατρικό μου, στην κάτω Κηφισιά. Δέκα λεπτά αργότερα έβαλα το αυτοκίνητό μου στην πυλωτή, κλείνοντας το SUV του μπαμπά, και κατέβηκα.

    Ποτέ δε μου άρεσαν τα μεγάλα αυτοκίνητα, εγώ είχα το πεντακοσαράκι μου και δεν το άλλαζα με τίποτα. Και ακόμα και με αυτό τράβαγα το διάολό μου να βρω να παρκάρω κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Νέο Ηράκλειο, που δηλαδή να είχα να οδηγήσω θηρίο σαν αυτό του μπαμπά ή του Maurice.

    Αν και είχα κλειδιά, χτύπησα το κουδούνι, όπως έκανα κάθε φορά από τη μέρα που έφυγα από το πατρικό μου, όταν πήρα το πτυχίο μου απ’ τη σχο-λή. Το διαμέρισμα που έμενα ήταν «προίκα» της μαμάς, είχαν δώσει το πα-τρικό της αντιπαροχή και είχαν πάρει δύο διαμερίσματα, το τριάρι που έμενα εγώ και ένα δυάρι στον πρώτο, το οποίο αυτό το καιρό το νοίκιαζε ένα παλι-κάρι από την εξωτική Λάρ’σα.

    Το πατρικό και μια γκαρσονιέρα, στην ίδια πολυκατοικία, θα πήγαινε στον αδερφό μου, ενώ σε εμένα έγραψαν τα δύο διαμερίσματα στην πολυκατοικία στη Λυκόβρυση. Αρχικά η πρόθεσή τους ήταν διαφορετική, να πάρω εγώ το πατρικό και το δυάρι στη Λυκόβρυση και ο Παναγιώτης να πάρει τη γκαρσονιέρα στο πατρικό και το διαμέρισμα που μένω.

    Θέλοντας να έχω την ανεξαρτησία μου, το οποίο σημαίνει ότι η γκαρσονιέρα στο πατρικό ήταν εκτός συζήτησης, ζήτησα στους γονείς μου να αλλάξει το deal. Και στην τελική δεν τον έριξα τον αδερφό μου, το πατρικό μου από μόνο του έχει μεγαλύτερη αντικειμενική αξία από ολόκληρη την πολυκατοικία στη Λυκόβρυση.

    Η Ευτύχω είχε στήσει καραούλι και με περίμενε στην είσοδο. Στεκόταν ακριβώς μπροστά από το ασανσέρ, τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της. Με το που άνοιξαν οι πόρτες και βγήκα, το πρόσωπό της φωτίστηκε.

    «Καλώς το μου,» μου έκανε τρυφερά, ανοίγοντας τα χέρια της διάπλατα. Κάνοντας αεροπλανικά—στριφογυρίζοντας γύρω μου καθώς κουβαλούσα μαζί μου και τη χύτρα—κατάφερε με κάποιο μαγικό τρόπο να με πάρει αγκαλιά. Με τράβηξε κοντά της και με φίλησε και στα δύο μάγουλα με ηχηρά «μουτς».

    Από κάτω της, χοροπηδώντας στα πίσω πόδια του λες και είχε καταπιεί σούστα, ήταν ο Morty, το μαλτεζάκι μας. Πηδούσε ψηλά προσπαθώντας να φτάσει τα γόνατά μου, γαυγίζοντας με τη χαρακτηριστική τσιριχτή του φωνή. Η ουρά του κουνιόταν τόσο γρήγορα που όλο το πίσω μέρος του σώματός του ακολουθούσε την κίνηση.

    «Σιγά βρε τέρας!» του είπα γελώντας. Έδωσα τη χύτρα στη μάνα μου—που την πήρε προσεκτικά με τα δύο χέρια—και έσκυψα να πάρω τον Morty αγκαλιά. Τον σήκωσα και αμέσως άρχισε την επίθεση. Η μικρή ροζ γλώσσα του δούλευε υπερωρίες, γλείφοντάς με σε όλο μου το πρόσωπο—μάγουλα, μύτη, μέτωπο, όπου έβρισκε. Με έκανε σύχρηστη σε δευτερόλεπτα.

    «Σου έλειψα αγόρι μου;» τον ρώτησα τρυφερά, κρατώντας τον λίγο μακριά για να σταματήσει το γλείψιμο. Τι το ήθελα;

    Η μάνα μου ακούμπησε το ένα χέρι στη μέση της—η χύτρα στο άλλο—και με κοίταξε με αυστηρό βλέμμα. «Ε δε θα του έλειψες; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε!»

    Εντωμεταξύ τους βλέπω μια φορά την εβδομάδα, μόνο την προηγούμενη είχε κάτσει η στραβή και δεν είχα καταφέρει να πάω να τους δω.

    Σήκωσα το ένα μου φρύδι και της έριξα το γνωστό μου βλέμμα. «Έλα ρε μαμά λες και πήγα στα καράβια!» της απάντησα με το «ώχου τώρα» ύφος, ανασηκώνοντας τους ώμους μου. «Εντάξει, δεν ήρθα την προηγούμενη εβδομάδα αλλά δε μετακόμισα και στη Μογγολία!»

    Σήκωσε το δάχτυλό της προειδοποιητικά. «Αυτό που σου λέω!» μου έκανε πεισμωμένη, σφίγγοντας τα χείλη της. Και βγάζεις άκρη μαζί της;

    Με τον Morty στην αγκαλιά μου—που συνέχιζε να προσπαθεί να με γλείψει—πέρασα μέσα στο σπίτι. Τα νύχια του γρατζουνούσαν ελαφρά το μπράτσο μου καθώς προσπαθούσε να σκαρφαλώσει πιο ψηλά. Πήγα στο καθιστικό όπου με περίμενε ο μπαμπάς.

    Καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα, με ένα βιβλίο στα χέρια που έκλεισε μόλις με είδε. Σηκώθηκε αμέσως, ανοίγοντας τα χέρια του.

    «Μπαμπακουλίνι μου!» του φώναξα σχεδόν τσιρίζοντας. Άφησα τον Morty κάτω—που αμέσως άρχισε να τρέχει γύρω από τα πόδια μας—και σχεδόν έτρεξα να χωθώ στην αγκαλιά του.

    Ντερέκι και του λόγου του, λίγο πιο κοντός από τον Maurice, δεν είναι να απορείς που πάντα μ’ άρεσαν τα ντερέκια—imprinting λέγεται αυτό και το λέει κι η επιστήμη! Γκριζαρισμένος υπέροχα—ρε παιδί μου μερικοί άνδρες όσο γερνάνε γίνονται ομορφότεροι—και με τα λεπτά του γυαλιά ήταν σαν καθηγητής! Που είναι δηλαδή, στο ΕΚΠΑ.

    «Κοριτσάκι μου,» μου απάντησε. Τα χέρια του με τύλιξαν και με έσφιξε στην αγκαλιά του, φιλώντας με τρυφερά στα μαλλιά. «Τι κάνεις;»

    Σήκωσα το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω, χωρίς να φύγω από την αγκαλιά. «Μια χαρά είμαι μπαμπακουλίνο μου, και αν κερδίσω το Τζόκερ και δεν έχω ανάγκη να πηγαίνω στο γραφείο θα είμαι ακόμα καλύτερα!»

    Το στήθος του τραντάχτηκε από το γέλιο. «Γιατί, παίζεις;» με ρώτησε, τα μάτια του έλαμπαν πίσω από τα γυαλιά του. Ήξερε πολύ καλά την άποψή μου για τα τυχερά παιχνίδια: Έμμεση φορολογία για τους ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν μαθηματικά.

    Τον κοίταξα σαν κουτάβι, κάνοντας του τα γλυκά μάτια. «Όχι, αλλά παίζεις εσύ! Αν κερδίσεις, έτσι θ’ αφήσεις το κοριτσάκι σου;» του απάντησα γλυκουλινιάρικα.

    Αυτό κέρδισε επαξίως ένα ανακάτεμα στα μαλλιά, το χέρι του πέρασε πάνω από το κεφάλι μου κάνοντάς μου το μαλλί μαντάρα—και είχα τρομάξει να φτιάξω. Δε βαριέσαι, στον Ανέστη το επιτρέπω.

    Τον σκούντηξα παιχνιδιάρικα με τον αγκώνα μου. «Και σου έφτιαξα και το κοκκινιστό που σου αρέσει, αυτό που το πας; Ε; Ε;» Κούνησα το κεφάλι μου με κάθε «Ε» για έμφαση.

    Με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που έχουν οι μπαμπάδες όταν η κόρη τους τους έχει τυλίξει στο δαχτυλάκι της. «Είσαι εσύ μία...» μου είπε και σταμάτησε εκεί, κουνώντας το κεφάλι του. Το «καρακαηδόνα» παραλήφθηκε ως ευκόλως εννοούμενο…

    Η Ευτύχω είχε τουλάχιστον την καλοσύνη να περιμένει να τελειώσουμε το φαγητό πριν γυρίσει στο mode «Αστυνόμος Θεοχάρης, μίλα κάθαρμα!» Ακούμπησε το πιρούνι της στο πιάτο με μια αργή, σχεδόν τελετουργική κίνηση και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά της.

    «Για πες μας τώρα και για το αμόρε σου!» είπε, γέρνοντας ελαφρά μπροστά.

    «Ποιο αμόρε;» ρώτησε ο πατέρας μου. Το κεφάλι του τινάχτηκε προς το μέρος μου και τα μάτια του γούρλωσαν. Ένας τόνος πανικού χρωμάτισε τη φωνή του—είχε φοβηθεί ότι γύρισα και πάλι στον ακατανόμαστο. «Δεν πιστεύω…» ξεκίνησε να λέει, σηκώνοντας το χέρι του, αλλά τον έκοψα.

    «Όχι, όχι τον Αργύρη!» Κούνησα τα χέρια μου μπροστά μου σαν να διώχνω κακό πνεύμα. «Φρέσκος, του κουτιού, μόλις το Φλεβάρη τον παραλάβαμε από τις Βρυξέλλες!»

    «Ε;» Η μητέρα μου ανασήκωσε το κεφάλι της απότομα σμίγοντας τα φρύδια της με απορία. «Από το Φλεβάρη τα έχετε και μας το λες τώρα;»

    «Όχι βρε μαμά!» της είπα βάζοντας τα γέλια. «Ο Maurice, έτσι τον λένε, είναι Βέλγος και είναι από το Φλεβάρη στην Αθήνα,» της εξήγησα, κάνοντας κυκλικές κινήσεις με το χέρι μου για έμφαση. «Ούτε μια βδομάδα δεν τα έχουμε!»

    «Βέλγος;» Ο πατέρας μου έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Και πώς και στην Ψωροκώσταινα;»

    «Δουλεύει—ή μάλλον, είναι εξωτερικός συνεργάτης—της Accenture. Τρέχουν κάποιο μεγάλο έργο με το δημόσιο και ο Maurice είναι…» Σταμάτησα, δάγκωσα ελαφρά το χείλος μου προσπαθώντας να βρω τρόπο να το πω σωστά. «Η λέξη είναι architect αλλά δεν είναι αρχιτέκτονας από αυτούς που σχεδιάζουν κτίρια. Πληροφορικής.»

    «Και πού τον γνώρισες, στη δουλειά;» Η μητέρα μου έσκυψε το κεφάλι της στο πλάι, τα μάτια της στένεψαν ελαφρά.

    «Όχι ρε μαμά, τι σχέση έχουμε εμείς με δημόσια έργα;» Ανασήκωσα τους ώμους μου.

    «Τότε;» συνέχισε επιμένοντας. Τα δάχτυλά της έπαιζαν ντραμς με το τραπέζι—και πώς της λένε για το tinder;

    «Στα social media!» της απάντησα χωρίς να δώσω περισσότερες εξηγήσεις και κοιτάζοντας αλλού.

    Και εννοείται ότι στέναξε βαθιά, τα χέρια της σηκώθηκαν και έπεσαν στο τραπέζι, λες και της έπεσαν έξω τα καράβια. Τυπική Ευτύχω. Ο πατέρας μου από την άλλη δεν είπε κάτι, απλά με παρατηρούσε.

    «Η ουσία είναι ότι γνωριστήκαμε από κοντά και κολλήσαμε από το πρώτο ραντεβού,» τους είπα, παραλείποντας να αναφέρω ότι την πεσιματική την έκανα εγώ σε ένα φανάρι. Ένιωσα το πρόσωπό μου να ζεσταίνεται και χαμογέλασα σαν χαζό.

    «Είναι υπέροχος! Ψηλός, γεματούλης…» Άνοιξα τα χέρια μου για να δείξω το μέγεθος. «Είναι σαν γιγάντιο λούτρινο αρκούδι!»

    Μπα, δεν συγκινήθηκαν. Τα πρόσωπά τους παρέμειναν ανέκφραστα. Συνέχισα, γέρνοντας προς το μέρος τους.

    «Δεν είναι απλά μορφωμένος, είναι βαθύτατα καλλιεργημένος. Ο πατέρας του είναι δάσκαλος και η μητέρα του καθηγήτρια σε πανεπιστήμιο, χημικός μηχανικός.»

    Οκ, είδα μια μικρή αλλαγή στην έκφραση της μητέρας μου. Τα φρύδια της ανασηκώθηκαν ελαφρά. Κάτι πάει να γίνει. Έλα, το ‘χουμε!

    Γύρισα προς τον πατέρα μου, τα μάτια μου έλαμπαν από ενθουσιασμό. «Του αρέσει πολύ η rock και η metal, μπαμπά έχετε τα ίδια σχεδόν μουσικά γούστα. Τον πήγα και στην Κρύπτη και αναγνώρισε το Φλογοδόντη, έκανε άμεσα τη σύνδεση με τις τοιχογραφίες με τον Έλρικ, με τον οποίο έχει έρωτα!» Τα λόγια βγήκαν σχεδόν με μια ανάσα, τα χέρια μου κινούνταν ζωηρά καθώς μιλούσα.

    Εγώ εντωμεταξύ αν δεν μου το είχε πει ο πατέρας μου δε θα είχα ιδέα ότι ο δράκος στην Κρύπτη είχε ονοματεπώνυμο και ΑΦΜ.

    «Χμμμ…» έκανε ο πατέρας μου. Οι άκρες των χειλιών του ανέβηκαν σε ένα αδιόρατο χαμόγελο. Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του με ενδιαφέρον. Οκ τον έχω. Η Ευτύχω από την άλλη δεν εντυπωσιάστηκε.

    «Έπρεπε να τον ακούσεις πως μου μιλούσε για τον Έλρικ και τον Moorcock μπαμπά,» έκανα, γυρίζοντας προς τον ελπίζω νεοαποκτηθέντα σύμμαχο.

    «Πόσο χρονών είναι;» Η Ευτύχω με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, χωρίς να μασήσει.

    «Τριαντατριών,» της απάντησα, σηκώνοντας λίγο το πιγούνι μου. «Όταν τον γνωρίσετε θα δείτε, καμία σχέση με τον άλλον!» Το πρόσωπό μου σκλήρυνε όταν είπα τη λέξη «άλλον», σχεδόν φτύνοντάς τη.

    Μεταξύ μας δεν την αδικούσα την Ευτύχω για την επιφυλακτικότητά της. Οι μέχρι τώρα επιλογές μου στους άνδρες—ή τουλάχιστον αυτούς τους οποίους είχε γνωρίσει—δεν ήταν και οι καλύτερες.

    «Καλώς,» απάντησε ουδέτερα. Δίπλωσε τη πετσέτα της με προσοχή και την άφησε δίπλα στο πιάτο της. Και αυτό σήμαινε ότι πρώτα θα τον γνώριζε και μετά θα έβγαινα από την τιμωρία.

    Βοήθησα τη μαμά να μαζέψουμε το τραπέζι, στοιβάζοντας τα πιάτα προσεκτικά το ένα πάνω στο άλλο. Πήρα τα μαχαιροπίρουνα με μια χούφτα και τα κουβάλησα στην κουζίνα, ενώ εκείνη μάζευε τα ποτήρια. Μετά γυρίσαμε να κάτσουμε στο σαλόνι, εγώ βολεύτηκα στη γωνία του καναπέ τραβώντας τα πόδια μου από κάτω.

    Δεν κάναμε άλλη συζήτηση για τον Maurice, και γύρω στις έντεκα ο μπαμπάς έβγαλε το κινητό του και έστειλε ένα μήνυμα στον αδερφό μου αν μπορεί να μιλήσει. Στο Σαν Φρανσίσκο ήταν μία το μεσημέρι. Μπορούσε, σπίτι του ήταν σήμερα, και έτσι δύο λεπτά αργότερα βούιξε το messenger του.

    Άνοιξα το laptop του μπαμπά και το τοποθέτησα στο τραπεζάκι μπροστά μας. Οι γονείς μου κάθισαν δίπλα μου, η μαμά έγειρε λίγο προς το μέρος μου για να βλέπει καλύτερα.

    «Μπα-μπα; Μας θυμήθηκες;» μου είπε με το που απάντησε την κλήση. Το πρόσωπό του γέμισε την οθόνη, χαμογελώντας πλατιά, κάνοντας κόμμα με τη μάνα του το μαλακισμένο.

    «Έχω όριο στο πόσες φορές την εβδομάδα μπορώ να βλέπω την ασχημόφατσά σου,» του απάντησα με όλη μου την αγάπη, κάνοντάς του το χαιρετισμό με το μεσαίο δάχτυλο, και εισπράττοντας έτσι και ένα κεραυνό από την Ευτύχω.

    Εντωμεταξύ ο αδερφός μου είναι κουκλί ζωγραφιστό. Nerdy μεν, αλλά κουκλί, έχοντας πάρει τα καλύτερα χαρακτηριστικά από το μπαμπά και τη μαμά: από το μπαμπά τα γαλάζια του μάτια και τα χαρακτηριστικά του προσώπου και από τη μαμά το ανοιχτό ξανθό της μαλλί.

    Εγώ γιατί βγήκα καστανομάλλα και καστανομάτα και μέτριας εμφάνισης, μου λέτε; Γαμώ τα γονίδιά μου μέσα γαμώ!

    Ο Παναγιώτης ήταν όλα όσα θα μπορούσαν να κάνουν τη μεγάλη αδερφή να σκάσει από τη ζήλια της. Δεν ήταν μόνο όμορφος, μου έριχνε χαλαρά καμιά τριανταριά IQ points, και το δικό μου είναι 137! Είχε τελειώσει το μαθηματικό του ΕΚΠΑ σε δύο χρόνια και το Stanford μόνο πίπες δεν του είχε κάνει για να συνεχίσει εκεί για μεταπτυχιακά.

    Και ήταν ΚΑΙ εξαιρετικός πιανίστας, ΚΑΙ εξαιρετικός σκακιστής. Καλά, ούτε το ένα με ενδιέφερε, ούτε το άλλο, αλλά το μόνο εξαιρετικό που είχα πάνω μου ήταν η φωνή μου, αυτό όλοι μου το λένε. Κατά τα άλλα, και με εξαίρεση το μυαλό μου, ήμουν ο ορισμός του μέσου όρου.

    Και μεταξύ μας όχι ότι και αυτό δούλευε στο peak του όταν δάγκωνα τη λαμαρίνα. Ούσα φοβερά συναισθηματική, μια και μόνη φορά στη ζωή μου το έβαλα το ρημάδι να δουλέψει στα ερωτικά μου, όταν παρά την καψούρα μου αποφάσισα ότι enough is enough με τον Αργύρη.

    Που και πάλι—αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου—αν δε μου είχε σπάσει τα νεύρα εκείνο το βράδυ, μπορεί η ιστορία να είχε κυλήσει διαφορετικά…

    Αυτό δε σημαίνει ότι δεν το αγαπούσα το μαλακισμένο το αδερφάκι μου, το λάτρευα, ήμουν πάντα η περήφανη μεγάλη αδερφή, αλλά η αλήθεια είναι ότι ένα αίσθημα κατωτερότητας μου το γεννούσε. Ειδικά όταν ακόμα στο λύκειο καταλάβαινε τα μαθηματικά της σχολής μου καλύτερα από εμένα—και η σχολή μου έχει πολύ ζόρικα μαθηματικά.

    Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το βράδυ που πάλευα με το θηρίο, τρίτο έτος εγώ, δεκαπέντε χρονών εκείνος. Καθόμουν στο γραφείο μου με το κεφάλι στα χέρια, τραβώντας τα μαλλιά μου από την απόγνωση.

    «Θα χρειαστεί να κάνεις παρεμβολή ελαχίστων τετραγώνων,» μου είχε πει με αδιάφορο ύφος, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο μου το τετράδιό μου για μόλις πέντε δευτερόλεπτα, λες και μιλούσε για απλή μέθοδο των τριών.

    Και εδώ που τα λέμε τα μαθηματικά τα καταλάβαινε καλύτερα και από τους καθηγητές του στο πανεπιστήμιο, τι ελπίδα να είχε η αφεντιά μου; Και κάπως έτσι ο Παναγιώτης ήταν μια μόνιμη πηγή υπερηφάνειας, εκνευρισμού και αίσθησης κατωτερότητας.

    Έγειρα προς την οθόνη. «Τι κάνει το μαγευτικό Palo Alto?» τον ρώτησα.

    Ανασήκωσε τους ώμους του με αδιαφορία. «Όπως τα ξέρεις,» μου απάντησε λες και ξημεροβραδιαζόμουν στο Stanford. Μια φορά είχα πάει όλη κι όλη στο San Francisco, μαζί με τους δικούς μου, όταν πήγαμε για να βρούμε σπίτι.

    Συνεχίσαμε το videochat για κανένα μισάωρο, εγώ κουνούσα το κεφάλι μου καταφατικά ενώ μου εξηγούσε κάτι για το thesis του που εννοείται ότι δεν καταλάβαινα ενώ οι γονείς μας έκαναν τις συνηθισμένες ερωτήσεις. Και μετά, ευγενικά μεν, επιτακτικά δε, σήκωσε το χέρι του και μας έκλεισε «για να κάνω και καμιά δουλειά!»

    Έκλεισα το laptop με μια απότομη κίνηση. Τον καταλαβαίνω, το διδακτορικό του ήταν σχεδόν στο τέλος του και στο άγχος ήταν ίδιος με τη μεγάλη του αδερφή.

    Με τη διαφορά ότι του λόγου του δεν είχε πάρει δέκα κιλά, ίσα-ίσα που είχε αδυνατήσει κιόλας.

    ΤΑ ΧΑΠΙΑ ΜΟΥ!

    Κάπου εκεί, μιας και η επόμενη ήταν Πέμπτη, άρα εργάσιμη, πήρα τη χύτρα που στο μεταξύ είχε πλυθεί στο πλυντήριο πιάτων. Ήταν ακόμα ζεστή και την κράτησα προσεκτικά με μια πετσέτα. Η μάνα μου με ακολούθησε μέχρι την πόρτα, κουνώντας το δάχτυλό της.

    «Μη χαθούμε πάλι,» μου είπε με τη γνωστή γκρίνια, πιάνοντάς με από τον ώμο πριν προλάβω να φύγω.

    Αποχαιρέτησα μαμά και μπαμπά με φιλιά, και τον Morty που στεκόταν στα πίσω πόδια του γρατζουνώντας το παντελόνι μου. Έκανε λες και του βούτηξα το κόκαλο, γαυγίζοντας παραπονιάρικα και ακολουθώντας με μέχρι την πόρτα. Κίνησα για το σπίτι με τη χύτρα στο ένα χέρι και την τσάντα μου στο άλλο.

    Με το που μπήκα πάνω, ο Μπλάκι με περίμενε στην είσοδο. Έκανε δύο βήματα προς το μέρος μου, σταμάτησε απότομα και σήκωσε τη μύτη του στον αέρα. Τα μάτια του στένεψαν. Με πλησίασε αργά, σαν ντετέκτιβ που εξετάζει ύποπτο, και άρχισε να μυρίζει το παντελόνι μου εκεί που είχε ακουμπήσει ο Morty.

    Η ουρά του άρχισε να χτυπάει το πάτωμα με ένταση. Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε ξεκάθαρα «Με απάτησες!» Μου γύρισε την πλάτη δραματικά σαν απατημένος εραστής και έφυγε προς το σαλόνι με αργά βήματα.

    Τι αμαρτίες πληρώνω, μου λέτε;

    Άφησα τη χύτρα στην κουζίνα και έτρεξα στο δωμάτιο. Άρπαξα το laptop και βολεύτηκα στο κρεβάτι, ακουμπώντας την πλάτη μου στα μαξιλάρια. Έκανα κατευθείαν βίντεο κλήση στον αρκούδο μου, ο οποίος απάντησε από το laptop σχεδόν αμέσως.

    Το πρόσωπό του εμφανίστηκε στην οθόνη. Τα γυαλιά του ήταν λίγο χαμηλά στη μύτη του, τα μαλλιά του ανακατεμένα σα να είχε βγει από το ντουζ χωρίς να χτενιστεί, και είχε το βλέμμα του τρελού επιστήμονα.

    «Βρε, δεν έπεσες να ξαπλώσεις ακόμα;» τον ρώτησα αντί για καλησπέρα, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι.

    Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Σε περίμενα!» μου απάντησε. Μετά έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του με ένα ένοχο ύφος. «Και μεταξύ μας, έγραφα και κώδικα,» παραδέχτηκε ντροπαλά.

    Σηκώθηκα λίγο στο κρεβάτι. «Δούλευες μέχρι τώρα;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον με γουρλωμένα μάτια.

    «Όχι-όχι,» βιάστηκε να απαντήσει κουνώντας το χέρι του μπρος-πίσω σαν να διώχνει την ιδέα. «Γράφω ένα παιχνίδι, είμαι λίγο retro gaming freak!»

    Έσμιξα τα φρύδια μου με πραγματική απορία. «Τι παιχνίδι γράφεις;»

    Τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν με εκείνον τον τρόπο που έχουν οι άνθρωποι όταν μιλάνε για το πάθος τους. Έγειρε πιο κοντά στην κάμερα. «Ένα platform game με parallax scrolling στα 50 FPS για Amstrad CPC. Τους έχεις ακουστά;»

    Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Δεν μπορώ να πω ότι τους είχα. Αυτό ήταν το σήμα που χρειαζόταν. Τα χέρια του άρχισαν να κινούνται ζωηρά και έφαγε ένα δεκάλεπτο να μου εξηγεί με ενθουσιασμό τον έρωτά του για δαύτους. Εντωμεταξύ αυτοί οι υπολογιστές είχαν κυκλοφορήσει στα μέσα του ‘80 και ο Maurice ήταν γεννημένος το 1992, άρα δεν τους είχε γνωρίσει.

    «Πώς και τους ξέρεις τότε;» τον ρώτησα, ακουμπώντας το πιγούνι μου στο χέρι μου.

    «Είχε αγοράσει ο μπαμπάς μου έναν 6128 το 1986,» μου εξήγησε. Το βλέμμα του πήρε μια νοσταλγική χροιά. «Μπορεί να είμαι κι εγώ παιδί του 21ου αιώνα, αλλά η πρώτη μου επαφή με υπολογιστή ήταν ο Amstrad του πατέρα μου! Και…» Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα, ψάχνοντας τις σωστές λέξεις. «Ήταν και αυτό που μου έσπειρε το ζιζάνιο της πληροφορικής!»

    Ίσιωσα την πλάτη μου και κοίταξα γύρω του στην οθόνη. «Και πού τον έχεις; Δεν τον είδα στο γραφείο σου!»

    Αυτό κέρδισε και πάλι το γέλιο του. Κούνησε το κεφάλι του διασκεδάζοντας με το απορημένο βλέμμα μου. «Δεν τον έχω φέρει μαζί μου στην Ελλάδα, μωρό μου. Τον κώδικα τον γράφω στο laptop μου, σε σύγχρονο περιβάλλον και κάνω cross-compile για Z80. Τα αποτελέσματα τα βλέπω σε emulator.»

    Όσα καταλάβατε εσείς άλλα τόσα κατάλαβα κι εγώ. Αν μου τα είχε γράψει αυτά σε αρχαία σουμεριακά, έπαιζε να έχω πιάσει κάτι. Τουλάχιστον τα σφηνοειδή σύμβολα έχουν κάποια οπτική λογική.

    Έβαλε και πάλι τα γέλια βλέποντάς με να τον κοιτάζω με άδειο βλέμμα—εκείνο το βλέμμα που παίρνεις όταν προσπαθείς να καταλάβεις κάτι αλλά ο εγκέφαλός σου έχει κάνει blue screen. Το πάθαινα και με τον Παναγιώτη αυτό, αν και για τελείως διαφορετικούς λόγους.

    Πήρε μια βαθιά ανάσα και ίσιωσε τα γυαλιά του. «Οκ, ας το πάρουμε από την αρχή,» είπε υπομονετικά, λες και μιλούσε σε πεντάχρονο. Τα χέρια του άρχισαν να κάνουν μικρές χειρονομίες καθώς εξηγούσε. «Φαντάσου ότι γράφω οδηγίες σε μια γλώσσα που καταλαβαίνει ο υπολογιστής…»

    Κούνησα το κεφάλι μου ενθαρρυντικά και τουλάχιστον αυτή τη φορά το κατάλαβα. Καλά, όχι ότι έφτασα να τον συνερίζομαι κιόλας, αλλά δε βαριέσαι; Ο καθένας έχει τα χούγια του.

    «Και τι ακριβώς προσπαθείς να κάνεις;» ρώτησα, προσπαθώντας να δείξω ενδιαφέρον.

    Τα μάτια του άναψαν ξανά. Άρχισε να μιλάει γρήγορα, τα χέρια του πετούσαν στον αέρα. «Προσπαθώ να κάνω pixel perfect horizontal scrolling με double buffering, αλλά το θέμα είναι ότι πρέπει να συγχρονίσω τα interrupts με το H-SYNC για να πετύχω σωστά raster splits, αυτό που λέμε “Rupture”. Το πρόβλημα είναι ότι όταν θες να κάνεις parallax scrolling με πολλαπλά layers και ταυτόχρονα να διατηρήσεις 50fps, πρέπει να μετράς κάθε κύκλο του Z80. Και μην αρχίσω για το color cycling στα sprites όταν έχεις mode 0 με hardware limitations στα 16 χρώματα από παλέτα 27…»

    Νομίζω κάπου εκεί το μυαλό μου έκανε εντελώς check out. Ήταν σαν να άκουγα κάποιον να απαγγέλλει επική ποίηση στα ακκαδικά. Τα χείλη του κινούνταν, έβγαιναν ήχοι, αλλά το νόημα; Το νόημα είχε χαθεί κάπου ανάμεσα στο H-SYNC, τα interrupts και τα raster splits.

    Αν το αρκούδι μου ήθελε να γράφει κώδικα σε Z80 παλεύοντας με το H-SYNC για τα raster splits—ό,τι στο διάολο και αν ήταν αυτά—ποια είμαι εγώ να του πω τι να κάνει;

    «Δεν κατάλαβες τίποτα, ε;» με ρώτησε χαμογελώντας.

    Κοίταξα αλλού, νιώθοντας το γνώριμο σφίξιμο στο στομάχι. «Δε βαριέσαι,» ξεφύσησα, η φωνή μου βγήκε πιο κουρασμένη απ’ ό,τι ήθελα. «Τα ίδια πάθαινα και με τον Παναγιώτη όταν του ζητούσα βοήθεια στα μαθηματικά!»

    «Κάτσε, δεν είναι έξι χρόνια μικρότερός σου;» με ρώτησε με απορία.

    Μου ξέφυγε ένα πικρό γέλιο και τράβηξα τα γόνατά μου στο στήθος μου, αγκαλιάζοντάς τα σφιχτά. «Έξι χρόνια νεότερος και καμιά 30αριά IQ points πιο έξυπνος…» Η φωνή μου έσπασε λίγο στο τέλος.

    Ξεκίνησα να του λέω τις ιστορίες τρόμου που είχα ζήσει με τον αδερφούλη μου. Το πιγούνι μου ακούμπησε στα γόνατά μου καθώς μιλούσα, τα μάτια μου καρφωμένα σε ένα σημείο στον τοίχο.

    «…Παναγιώτης για τον οποίον το “ρε συ, εδώ χρειάζεσαι αλλαγή μεταβλητής, θέτεις u=arctan(x) και κοίτα πόσο απλό γίνεται το ολοκλήρωμα!” ήταν το ίδιο προφανές όσο η απλή μέθοδος των τριών.» Έκανα μια παύση, καταπίνοντας τον κόμπο στο λαιμό μου. «Δεκαπέντε αυτός, εικοσιένα εγώ. Πρώτη λυκείου αυτός, τρίτο έτος στη σχολή εγώ.»

    «Γουάο!» είπε εντυπωσιασμένος. «Είναι τόσο καλός;»

    Σήκωσα το κεφάλι μου και προσπάθησα να χαμογελάσω. «Όχι,» του είπα, η φωνή μου τρέμοντας ανάμεσα στην υπερηφάνεια και κάτι άλλο, πιο σκοτεινό. «Είναι ακόμα καλύτερος!» Τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν γύρω από τα πόδια μου. «Εντάξει, μου δημιούργησε ένα κόμπλεξ κατωτερότητας αλλά τι να τον κάνω που τον αγαπάω;»

    «Ανοησίες,» μου είπε κουνώντας το χέρι του. «Τι κόμπλεξ κατωτερότητας ρε Σόφη; Νιώθεις κόμπλεξ κατωτερότητας με τον Einstein;»

    Ένιωσα κάτι να σπάει μέσα μου. Τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν.

    «Δε μεγάλωσα με τον Einstein 15 χρονών να με διορθώνει σε πανεπιστημιακά μαθηματικά,» του απάντησα ξεφυσώντας. Η φωνή μου ήταν γεμάτη με χρόνια συσσωρευμένης πίκρας. «Μεγάλωσα με τον Παναγιώτη, που με ό,τι καταπιανόταν ήταν μια κατηγορία μόνος του. Πιάνο;» Σήκωσα ένα δάχτυλο. «Σκάκι;» Δεύτερο δάχτυλο. «Μαθηματικά;» Τρίτο δάχτυλο, και το χέρι μου έπεσε βαριά στο κρεβάτι.

    «Ναι, ο αδερφός σου είναι στο 0.001% του ανθρώπινου πληθυσμού και εμείς στο υπόλοιπο 99.909%, και;» με ρώτησε απαλά. «Ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και έχει τα δικά του χαρίσματα.»

    Κούνησα το κεφάλι μου, νιώθοντας το πρώτο δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό μου. Το σκούπισα απότομα με την ανάστροφη του χεριού μου. «Το ξέρω, μωρό μου, λες να μην το ξέρω;» Η φωνή μου έσπασε. «Απλά καμιά φορά…» Δίστασα, δάγκωσα το χείλος μου τόσο δυνατά που πόνεσε. «Νιώθω σα να με αδίκησαν τα γονίδια…»

    Οι λέξεις βγήκαν σαν ψίθυρος, ξεφουρνίζοντάς του επιτέλους την πηγή των ανασφαλειών μου. Και δεν ήταν το μυαλό μου—όχι μόνο αυτό τουλάχιστον.

    Ήταν τα υπόλοιπα. Όλα τα υπόλοιπα. Άρχισα να μετράω με πίκρα, σαν να απαριθμούσα τις αποτυχίες μου. «Γαλανομάτης ο πατέρας μου, καστανομάτα η μητέρα μου, καστανομάτα εγώ.» Ένα ξερό γέλιο. «Ξανθιά η μητέρα μου, καστανομάλλης ο πατέρας μου, καστανομάλλα εγώ.» Τα χέρια μου έκαναν μια κίνηση απόγνωσης. «1,70 στο ύψος η μητέρα μου, με σωστές αναλογίες στο στήθος, 1,72 με μικρότερα στήθη για το ύψος μου εγώ.»

    Σταμάτησα, έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά. Η φωνή μου ήταν μόλις που ακουγόταν όταν τελείωσα: «Όμορφοι γονείς, όμορφος αδερφός, μέτρια στην εμφάνιση εγώ.»

    Το σώμα μου είχε μαζευτεί σε μια μικρή μπάλα στο κρεβάτι, σαν να προσπαθούσα να εξαφανιστώ. Έσφιγγα τα γόνατά μου με τα χέρια, το κεφάλι μου χωμένο ανάμεσά τους, σαν παιδί που είχε κάνει αταξία και φοβόταν την επίπληξη. Στην πραγματικότητα όμως, δεν περίμενα καμία επίπληξη. Περίμενα μόνο…μακάρι και να ‘ξερα τι περίμενα…

    «Έρχομαι από εκεί,» μου δήλωσε αποφασιστικά, και στην οθόνη είδα το βλέμμα του να αλλάζει, σκοτείνιασε και ταυτόχρονα γλύκανε.

    «Maurice μου δε…» πήγα να πω, σκουπίζοντας άτσαλα τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού μου, μα με έκοψε απότομα.

    “I HAVE SPOKEN!” είπε θεατρικά, σηκώνοντας το δάχτυλο σαν παλιός Ρωμαίος συγκλητικός. Το ύφος του ήταν τόσο σοβαρό που για μια στιγμή με ψάρωσε τελείως. Τελείως όμως. Τον κοίταξα σα χαμένη, και μετά ξέσπασα σε ένα μικρό, ειλικρινές γελάκι.

    «Σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί!» συνέχισε.

    «Μάλιστα,» του απάντησα μηχανικά, σχεδόν σαν στρατιωτάκι. “I mean, ok!” διόρθωσα ρουφώντας απαλά τη μύτη μου.

    «Θες παγωτάκι;» με ρώτησε αυτή τη φορά με παιχνιδιάρικη φωνή, σκύβοντας λίγο προς την κάμερα και κλείνοντάς μου το μάτι.

    Τα μάτια μου έλαμψαν και το πρόσωπό μου μαλάκωσε. Εντάξει, στο μυαλό μου ήταν!

    «Ναι, θέλω! Θέλω πολύ!» του είπα με ενθουσιασμό, ξεχνώντας σχεδόν σε μια στιγμή την κακή μου διάθεση. Το σώμα μου ξεδιπλώθηκε σαν ελατήριο, και σηκώθηκα λίγο πιο όρθια στο κρεβάτι, με το πρώτο αυθεντικό χαμόγελο μετά από ώρα.

    “Whatever my Princess wants!” μου είπε με απίστευτα γλυκό τρόπο, και ήταν σαν να μ’ αγκάλιασε μέσα από την οθόνη. Χαχάνισα σαν δεκαπεντάχρονη, κρύβοντας το πρόσωπό μου πίσω από τις παλάμες μου για ένα δευτερόλεπτο.

    “Your princess is running to the shower!” του είπα.

    “Nope,” έκανε εκείνος, κουνώντας το κεφάλι του αυστηρά, “my princess and I will take the shower together! And she is to be punished for thinking lowly of herself!”

    Χμμμ…

    «Αλλά πρώτα παγωτό,» πρόσθεσε, γελώντας.

    “I love you!” του ξεφούρνισα, δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Το είπα έτσι, όπως λες κάτι που δεν χωράει πια μέσα σου και πρέπει να βγει.

    “You’d better, or your cute butt will get even redder!” μου είπε γελώντας, κι εγώ έβαλα πάλι τα γέλια και σήκωσα το μαξιλάρι να του το πετάξω, ξεχνώντας για μια στιγμή ότι μας χώριζε μια οθόνη. “Love you too, my little sorceress!” συμπλήρωσε με εκείνη τη φωνή που είχε μόνο για μένα.

    Και πάρ’την κάτω και πάλι τη δικιά σου. Ξεχασμένη η πίκρα, ξεχασμένο το σφίξιμο στο στομάχι, ξεχασμένα όλα. Υπήρχε μόνο εκείνος.

    …και το παγωτάκι!

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
    Last edited: 27 Ιουλίου 2025
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 10ο - Heaven is a place on Earth

    Κάθε φορά που ερωτευόμουν, κάθε φορά που είχα αγαπήσει όσους είχα αγαπήσει, ήμουν πρόθυμη να πέσω στη φωτιά για εκείνους. Η Μαίρη μου τα έχωνε—μου έλεγε ότι γίνομαι θύμα, ότι εκμεταλλεύονται την ανάγκη μου να δίνω τα πάντα στον άνθρωπο που αγαπάω. Δεν μπορούσα να συμφωνήσω μαζί της, όσο κι αν στο τέλος βρισκόμουν πάλι εγώ εκείνη που μάζευε τα κομμάτια της από το πάτωμα.

    Αυτό δεν είναι η αγάπη; Να θέλεις να τα δώσεις όλα;

    Ποτέ δεν έψαχνα τα “κακά” παιδιά. Δε με συγκινούσε ο κωλοπαιδισμός. Ο μόνος αυθεντικός κωλοπαιδαράς της ζωής μου ήταν ο Πάνος—αλλά τότε ήμουν δεκάξι χρονών, ανυποψίαστη και με τον ρομαντισμό στο φουλ. Δεν υπήρξε άλλος. Προσπαθούσα να φυλάγομαι, να παίζω το γαμημένο το πόκερ των σχέσεων… αλλά ποτέ δεν μου έβγαινε. Πάντα κατέληγα να τρώω εγώ τη χλαπάτσα. Πάντα εγώ να χρειάζεται να πάρω την απόφαση να το τελειώσω, όταν πια δεν έπαιρνε άλλο.

    Τον Maurice δεν τον ήξερα καλά-καλά ούτε μια εβδομάδα. Μέσα σε δύο μέρες είχα ήδη προλάβει να τον ερωτευτώ με τα μπούνια, με πλήρη επίγνωση ότι κινδύνευα να πέσω με φόρα πάνω στον τοίχο που λέγεται “πραγματικότητα”—εκεί όπου θάβονται όλες οι προσδοκίες.

    Και η αντίδρασή του πριν λίγο…

    Με είδε να με έχει πάρει από κάτω και η πρώτη του αντίδραση ήταν να έρθει σπίτι μου. Δεν το σκέφτηκε καν! Και όχι για να με “σώσει.” Για να είναι απλώς… μαζί μου. Μαζί μου! Και αντί για ανούσιες παρηγοριές και ηθικολογίες, πέταξε μια χαβαλεδιάρικη απειλή για “spanking” και ένα «θες παγωτάκι;» Ήταν τόσο μικρό, τόσο απλό—κι όμως, μέσα σε μισό λεπτό, μού είχε ήδη αλλάξει τη διάθεση.

    Μέχρι και ο δήθεν απατημένος, τριχωτός μου εραστής άλλαξε διάθεση. Έριξε με τη γατήσια χάρη του ένα σάλτο κι ανέβηκε στο κρεβάτι, τρίβοντας το κεφάλι του πάνω μου σαν να ζητούσε συγχώρεση.

    «Μπα, με θυμήθηκες εσύ;» τον ρώτησα, χωρίς να μπορώ να κρύψω το χαμόγελό μου. Αντί για απάντηση, μου έγλειψε το χέρι με την τραχιά του ροζ γλωσσίτσα. «Τι θα σε κάνω, μου λες;» συνέχισα, ενώ εκείνος χώθηκε με φόρα στην αγκαλιά μου και με κουτούλησε με την κλούβια του κεφάλα, απαιτώντας χάδια.

    Και χαλάω εγώ χατίρι στ’ αγόρια που αγαπάω;

    Δεκαπέντε λεπτά αργότερα χτύπησε το τηλέφωνό μου. “Still don’t know what your apartment buzzer is!” μου είπε χαχανίζοντας.

    «Έρχομαι σου ανοίξω,» του απάντησα, και καθώς ήμουν μόνο με το κάτω εσώρουχο, έβαλα πάνω μου ένα φανελάκι και συνοδεία του μαύρου εξολοθρευτή πήγα στο θυροτηλέφωνο και πάτησα το κουμπί για να ανοίξει η είσοδος.

    Ένα λεπτό αργότερα βγήκε από το ασανσέρ κρατώντας στο χέρι του δυο σακούλες. Η μία ήταν σκούρα και δεν κατάλαβα τι είχε, αλλά η άλλη ήταν από το περίπτερο, είχε πάρει οικογενειακό παγωτό!

    Είναι να μην τον λατρεύω;

    Με το που πέρασε μέσα, και αγνοώντας τις σακούλες που είχε στο χέρι, όρμισα πάνω του σε κοάλα mode. Χαχανίζοντας άφησε τις σακούλες να πέσουν και βάζοντας τα χέρια από κάτω μου με κράτησε στην αγκαλιά του!

    «Αρκούδι μου!» πρόλαβα να του πω πριν του ορμίσω κολλώντας τα χείλη μου στα δικά του, και με την καρδιά μου να χτυπάει …τρακοσάρια από τη χαρά της. Δε βαριέσαι, μπαμπά καρδιολόγο έχω, θα μου βγει και φτηνό!

    Και μόνο εκείνη τη στιγμή πρόσεξα ότι στην πλάτη του κουβαλούσε και ένα σακίδιο.

    «Όχι ότι θέλω να κατέβεις, αλλά θα λιώσει το παγωτό!» μου είπε με πειρακτική φωνή, και με άφησε απαλά κάτω. Στο μεταξύ ο Μπλάκι είχε χωθεί ολόκληρος μέσα στην σκούρα σακούλα και έκανε ανάκριση τρίτου βαθμού στα περιεχόμενά της!

    «Έφερες και το Play Station;» τον ρώτησα πειρακτικά.

    «Όχι, έφερα ρούχα για αύριο και το laptop μου!» μου δήλωσε. Μετά, πιο διστακτικά συμπλήρωσε «Μου είχες πει ότι από Τετάρτη ως Παρασκευή κάνεις home office… και… έλεγα αύριο… αν… αν θέλεις…» συνέχισε έχοντας κοκκινήσει ελαφρά.

    “I DO! I DO!” τσίριξα ενθουσιασμένη και τον αγκάλιασα από το σβέρκο και τον τράβηξα για να του δώσω ακόμα ένα βαθύ φιλί.

    Έβαλα το παγωτό στην κατάψυξη και μετά πήγαμε στο δωμάτιο, όπου άδειασε τη σακούλα στο κρεβάτι και μου ζήτησε μια κρεμάστρα για το πουκάμισο και τη γραβάτα.

    “Dress code,” μου εξήγησε. «Για τα calls που γίνονται με ανοιχτή κάμερα.»

    Και τότε μου ήρθε η ιδέα. Το απόγευμα είχα φτιάξει κοκκινιστό για τους δικούς μου, αλλά δεν το είχα πάει όλο· είχα κρατήσει και μια μερίδα για αύριο.

    «Μωρό μου, έχεις φάει;» τον ρώτησα. «Έφτιαξα κοκκινιστό σήμερα για τους δικούς μου, αλλά κράτησα λίγο και για μένα. Θες να σου το ζεστάνω;»

    Με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που λες και του ‘χα προσφέρει θησαυρό.

    «Κι εσύ;»

    «Θα φάω κάτι άλλο, δεν πειράζει!» του είπα χαμογελώντας τρυφερά.

    «Έτσι όπως το θέτεις…» μου έκανε χαμογελώντας ντροπαλά. «Λέω ποτέ όχι στο καλό φαγητό;»

    «Πάω να στο ζεστάνω!» του είπα, κι έπειτα πρόσθεσα απαιτητικά: «Φιλάκι πρώτα!»

    «ΧΑΧΑΧΑ!» γέλασε με την καρδιά του. Μου έδωσε ένα φιλάκι, μετά μια απαλή στα μεριά, κι εγώ, χαμογελώντας σαν το βλαμμένο, πήγα στην κουζίνα να ζεστάνω φαγητό στον αρκούδο μου. Του έκοψα και μια σαλάτα στα γρήγορα, γιατί, έτσι θα τον άφηνα;

    Χμμμ… έπρεπε να πάρω μπύρες. Είχαν μείνει μόλις τρεις, και για τον αρκούδος μου οι τρεις είναι για το καλησπέρα. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, αλλά άρχισα να τραγουδάω την ώρα που ετοίμαζα το φαγητό—και δεν το συνηθίζω!

    Ooh, baby, do you know what that’s worth?
    Ooh, Heaven is a place on Earth!
    They say in Heaven love comes first.
    We’ll make Heaven a place on Earth!
    Ooh, Heaven is a place on Earth!

    “Woah!” άκουσα τον Maurice πίσω μου—δεν τον είχα πάρει χαμπάρι ότι είχε σταθεί στην πόρτα της κουζίνας και με κοιτούσε. “Woah!” επανέλαβε, αυτή τη φορά ακόμα πιο έντονα.

    “Wait until you taste it!” του απάντησα, νομίζοντας ότι μιλούσε για τη μυρωδιά του κοκκινιστού που ζεσταινόταν στο μάτι.

    “I’m talking about your voice, babe!” μου είπε κοιτάζοντάς με σα να του είχα κάνει μάγια. “I swear to you, my dad is going to fall in love with you when he hears you singing!”

    Και ξανά σε υγρή μορφή η δικιά σου!

    Ο Maurice ήρθε από πίσω μου αθόρυβα. Τα χέρια του γλίστρησαν γύρω από τη μέση μου και με τράβηξε κοντά του, το στήθος του ακούμπησε στην πλάτη μου. Με αγκάλιασε σφιχτά και έσκυψε το κεφάλι του, φιλώντας με τρυφερά στα μαλλιά. Τα χείλη του έμειναν εκεί για μια στιγμή πριν ψιθυρίσει: «Μη σταματάς, συνέχισε!» μου είπε τρυφερά.

    Ξαφνικά ένιωσα όπως τότε, στο σχολείο, που με βάζανε να τραγουδάω μπροστά σε όλους στις γιορτές. Το στομάχι μου σφίχτηκε από το τρακ, παρόλο που ξέρω ότι έχω όμορφη φωνή—«Αλοϊζάκη ή τέφρα» συνήθιζε να λέει αστειευόμενη η κυρία Παπαδοπούλου, η αγαπημένη μου φιλόλογος στο λύκειο.

    Πήρα μια βαθιά ανάσα, έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή. Ακόμα κόκκινη, με τα μάγουλά μου να καίνε, ξεκίνησα να του τραγουδάω.

    When the night falls down
    I wait for you, and you come around

    Η φωνή μου ήταν διστακτική στην αρχή, τρεμάμενη. Τα χέρια του σφίχτηκαν ελαφρά γύρω μου, ενθαρρυντικά.

    And the world’s alive
    With the sound of kids on the street outside

    Άρχισα να χαλαρώνω, να αφήνομαι στη μελωδία.

    When you walk into the room
    You pull me close, and we start to move
    And we’re spinnin’ with the stars above
    And you lift me up in a wave of love

    «Το υπόλοιπο το άκουσες πριν,» του είπα πειρακτικά. Σταμάτησα απότομα και γύρισα μέσα στην αγκαλιά του να τον κοιτάξω. Το πρόσωπό μου ήταν ακόμα κόκκινο αλλά χαμογελούσα.

    Τα χέρια του ανέβηκαν αργά και με χάιδεψαν τρυφερά στο πρόσωπο, κρατώντας το και στα δύο του χέρια σαν να κρατούσε κάτι πολύτιμο. Οι παλάμες του ήταν ζεστές στα μάγουλά μου. Ένιωσα τον εαυτό μου να χάνεται και πάλι στα μάτια του—εκείνα τα γκριζογάλανα μάτια που με κοιτούσαν σαν να ήμουν το κέντρο του σύμπαντος.

    «Μακάρι να μπορούσες να σε δεις μέσα από τα δικά μου μάτια,» είπε, επαναλαμβάνοντας αυτό που μου είχε πει και προχθές.

    Δεν απάντησα. Δεν μπορούσα. Συνέχισα να τον κοιτάζω, τα χέρια μου ακούμπησαν πάνω στα δικά του που κρατούσαν το πρόσωπό μου. Η φωνή του έγινε πιο απαλή, σχεδόν ψιθυριστή, και κάθε λέξη ήταν σαν χάδι.

    «Μακάρι να μπορούσες να καταλάβεις πόσο όμορφη είσαι!» ξεκίνησε. Ένιωσα τις άκρες των χειλιών μου να ανεβαίνουν άθελά μου, το πρόσωπό μου άρχισε να χαμογελάει παρά τα δάκρυα που ένιωθα να μαζεύονται. «Μακάρι να μπορούσες να δεις πως λάμπει το πρόσωπό σου όταν χαμογελάς.»

    Έσκυψε αργά και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στη μύτη, τόσο απαλό που μόλις το ένιωσα. Το χαμόγελό μου πλάτυνε ακόμα περισσότερο, δεν μπορούσα να το συγκρατήσω.

    «Μακάρι να μπορούσες να ακούσεις το γέλιο σου που κάνει τον κόσμο πιο όμορφο!»

    Και εκεί έσπασα. Από χαμογελαστή που ήμουν, με πήραν ξαφνικά τα ζουμιά. Καλά, όχι ότι τα έχω και δύσκολα. Το σώμα μου διπλώθηκε και έγειρα πάνω του, χώνοντας το πρόσωπό μου στο στήθος του. Έκλαιγα του καλού καιρού, η μπλούζα του του βράχηκε από τα δάκρυά μου, αλλά ήταν όμορφο κλάμα. Ήταν χαράς.

    Ο αρκούδος μου με έσφιξε στην αγκαλιά του, τα χέρια του με τύλιξαν ολόκληρη. Το ένα του χέρι χάιδευε την πλάτη μου με αργές, κυκλικές κινήσεις, το άλλο κρατούσε το κεφάλι μου στο στήθος του. Με κράτησε σφιχτά, αφήνοντάς με να ξεσπάσω χωρίς να πει λέξη. Μόνο το χάδι του και η ζεστασιά του.

    Όταν τελικά ηρέμησα—μετά από πόσο, δεν ξέρω—σήκωσα το κεφάλι μου. Ρούφηξα τη μύτη μου δυνατά και καθόλου ρομαντικά. Σκούπισα τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού μου.

    «Κάτσε να σου βάλω να φας, αρκούδι μου!» του είπα τρυφερά, η φωνή μου ακόμα λίγο βραχνή από το κλάμα.

    Εκείνος σήκωσε τα χέρια του και μου σκούπισε απαλά τα βρεγμένα μου μάγουλα με τους αντίχειρές του. Τα δάχτυλά του ήταν απίστευτα τρυφερά. Έσκυψε και μου έδωσε ένα ακόμα φιλάκι, αυτή τη φορά στο μέτωπο, και με άφησε. Πήγε και κάθισε στο τραπέζι, τραβώντας την καρέκλα.

    Και φυσικά, σαν να είχε ραντάρ, εκεί έσκασε μύτη και ο Μπλάκι. Εμφανίστηκε από το πουθενά, μύρισε τον αέρα με τη μύτη του ψηλά, και ήρθε για να κάνει την καθιερωμένη του τράκα. Με ένα χαριτωμένο άλμα, πήδηξε πάνω στο τραπέζι. Προσγειώθηκε ακριβώς δίπλα στο πιάτο του Maurice και κάθισε, η ουρά του τυλιγμένη γύρω από τα πόδια του.

    «Νιαρ!» μας έκανε, κοιτάζοντας το φαγητό με λαχτάρα.

    Έβαλα τα χέρια μου στη μέση και τον κοίταξα αυστηρά. «Αφού δε σ’ αρέσουν τα μπαχάρια βρε παπάρα!» τον μάλωσα στα ελληνικά, κουνώντας το δάχτυλό μου μπροστά του.

    Ο Maurice έβαλε τα γέλια, μπορεί να μην κατάλαβε τι είπα στον Μπλάκι, αλλά κατάλαβε το πνεύμα.

    Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του και με κοίταξε με σκεπτικό ύφος. «Δεν μπορώ να αποφασίσω ποιος από τους δυο σας είναι ο Statler και ποιος ο Waldorf,» μου είπε.

    Ίσιωσα την πλάτη μου και σήκωσα το πιγούνι μου ψηλά. «Ο Waldorf είναι πιο κοντός και έχει μουστάκι! Έχω εγώ μουστάκι;» τον ρώτησα δήθεν παρεξηγημένη, δείχνοντας το πρόσωπό μου.

    Σήκωσε τα χέρια του σε ένδειξη παράδοσης. “I stand corrected, my Lady!” μου απάντησε χαχανίζοντας. Άρπαξε το κουτάκι της μπύρας και το έφερε στα χείλη του, πίνοντας με μια ρουφηξιά σχεδόν το μισό. Μετά πήρε το πιρούνι του και έφαγε την πρώτη πιρουνιά. Τα μάτια του γούρλωσαν. “Oh my god!” είπε με γεμάτο το στόμα, ξεχνώντας τους καλούς του τρόπους.

    Έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι. «Απαίσιο, ε;» τον ρώτησα πειρακτικά.

    Κατάπιε βιαστικά και με κοίταξε με υπερβολικά σοβαρό ύφος. «Δράμα!» μου απάντησε. «Αλλά θα θυσιαστώ για σένα και θα φάω το υπόλοιπο, μόνο και μόνο για να σε προστατέψω!» συνέχισε χαχανίζοντας και παίρνοντας άλλη μια τεράστια μπουκιά.

    “Do you like shrimps?” τον ρώτησα από το πουθενά.

    Το πιρούνι του σταμάτησε στη μέση της διαδρομής προς το στόμα του. «I love them!» μου απάντησε με ενθουσιασμό.

    Έπαιξα με νόημα τα φρύδια μου, ανεβοκατεβάζοντάς τα. “You are in for a treat, then!”

    Ακούμπησε το πιρούνι στο πιάτο και έγειρε προς το μέρος μου. «Τι εννοείς;» με ρώτησε μην έχοντας καταλάβει που το πάω.

    Άνοιξα τα χέρια μου θεατρικά. «Θα φτιάξω γαριδομακαρονάδα αύριο!» του είπα με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. «Με φέτα, σάλτσα ντομάτας και ούζο! Ελληνική συνταγή!»

    Τα φρύδια του σηκώθηκαν. «Μα αφού δουλεύεις!» μου είπε με απορημένο βλέμμα.

    Τίναξα αδιάφορα τους ώμους μου. «Τα καλά του home office!» του απάντησα. «Δεν έχω όλη την ώρα calls, και άλλωστε είναι και εύκολο φαγητό!»

    Το πρόσωπό του μαλάκωσε. «You are spoiling me!» μου έκανε χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό του αρκουδίσιο χαμόγελο.

    «Καλά σου κάνω!» του απάντησα και σηκώθηκα από την καρέκλα μου. Πήγα στο ψυγείο, έβγαλα άλλο ένα κουτάκι μπύρα, το ξέπλυνα καλά κάτω από τη βρύση και του το έδωσα. «Σιγά-σιγά, γιατί έχει μείνει μόνο άλλη μία και θα μου γκρινιάζεις αύριο!» του είπα πειράζοντάς τον.

    Πήρε το κουτάκι και το κοίταξε σαν να ήταν πολύτιμος θησαυρός. «Σιγά μην περιμένω να έρθει το αύριο,» μου είπε. «Θα αρχίσω να γκρινιάζω από τώρα…»

    Έκανε δραματική παύση και μετά έδωσε και πάλι παράσταση. Έσκυψε το κεφάλι του, τα χέρια του ακούμπησαν στο τραπέζι. Με βαθιά φωνή και μιμούμενος καταπληκτικά τον Marlon Brando ξεκίνησε το δραματικό του μονόλογο.

    “I’ve seen horrors… horrors that you’ve seen. But you have no right to call me a drinker. You have the right to serve me tap water. You have a right to do that… but you have no right to judge me.”

    Έκανε παύση, σήκωσε αργά το κεφάλι του και ατένισε το άπειρο ενώ εγώ είχα ήδη αρχίσει να γελάω σαν υστερική.

    “It’s impossible for words to describe what is necessary… to those who do not know what thirst means. Thirst. Thirst has a face…”

    Γύρισε και με κοίταξε, τα μάτια του γυάλιζαν με ψεύτικη ένταση.

    “And you must make a friend of thirst. Thirst… and moral hangover… are your friends. If they are not… then they are enemies to be feared. They are truly enemies.”

    Πήρε το κουτάκι με αργές, σχεδόν τελετουργικές κινήσεις. Το άγγιξε με τα δάχτυλά του, το χάιδεψε με σεβασμό.

    “I remember… one night we had a whole pack of Coronas. Twelve soldiers. Twelve friends. We laughed. We believed we were invincible. The next morning… only the lime wedges remained.”

    Έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω, κοιτάζοντας το ταβάνι με τραγική έκφραση.

    “The horror… the horror…”

    Είχα διπλωθεί από τα γέλια, τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου. «Θες να με πεθάνεις;» τον ρώτησα όταν βρήκα τις ανάσες μου. Με είχε πιάσει βήχας από τα γέλια και χτυπούσα το χέρι μου στο τραπέζι.

    Το πρόσωπό του άλλαξε αμέσως, από τραγικό σε τρυφερό. “No… I just love your laughter,” μου απάντησε απαλά. “I can’t have enough of it!”

    Προσπάθησα να σοβαρευτώ, δείχνοντάς του με το δάχτυλο. “Stop goofing around and eat your dinner!” τον μάλωσα τρυφερά, ακόμα χαμογελώντας σα βλαμμένο.

    Ίσιωσε την πλάτη του και χαιρέτησε στρατιωτικά. “Sir, yes, Sir!” μου απάντησε χαχανίζοντας και επέστρεψε στο φαγητό του. Έκοψε ένα κομματάκι κρέας και το έδωσε στον Μπλάκι, που έχοντας φάει το πρώτο τον κοίταζε με μεγάλα παρακλητικά μάτια σαν κουτάβι, το κοπρόγατο!

    Έγειρα πίσω στην καρέκλα μου, σταύρωσα τα χέρια μου και κοίταζα τα αγόρια μου. Το μικρό τριχωτό μου κάθαρμα με την ουρά σαν κεραία, έπαιζε με τα πόδια του το κομματάκι κρέας που του είχε βάλει το μεγάλο, σαφώς πιο άτριχο αγόρι, που είχε πέσει στο κοκκινιστό και τη σαλάτα σα να μην υπάρχει αύριο. Πάει και η δεύτερη μπύρα σε χρόνο ρεκόρ.

    Χαχανίζοντας σηκώθηκα, πήγα στο ψυγείο και έβγαλα το τελευταίο κουτάκι. Αφού το ξέπλυνα προσεκτικά, του το έδωσα με θεατρική χειρονομία.

    “The last one!” του είπα σοβαρά.

    Πήρε ένα σκεπτικό ύφος και με κοίταξε αθώα. “Do you think it’s late to knock on a neighbor?” με ρώτησε, κάνοντάς με και πάλι να πνιγώ στα γέλια, ο κερατάς είναι απίθανος! Απίθανος!

    Πήρε τη μπύρα και κατέβασε τη μισή με μιας. Η αλήθεια είναι ότι το κοκκινιστό ήταν spicy—καλά, όχι ότι χρειαζόταν κάποια ιδιαίτερη δικαιολογία να πιει ένα καφάσι μπύρες, για Βέλγο μιλάμε!

    Τέλειωσε με το φαγητό του, σκούπισε το στόμα του με την πετσέτα και σηκώθηκε να μαζέψει τα πιάτα για να τα πλύνει.

    Σήκωσα το χέρι μου αυστηρά. «Στο πλυντήριο!» του είπα σε τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις και σηκώθηκα από την καρέκλα. «Λοιπόν, πάω να βάλω κανένα σορτσάκι να πάμε να πάρουμε μπύρες!»

    Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Γι’ αυτό σ’ αγαπάω!» μου απάντησε. Γύρισε απότομα και με πήρε στην αγκαλιά του, σηκώνοντάς με ελαφρά από το πάτωμα.

    Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα, κάνοντας μουτράκια. «Μόνο γι’ αυτό;» τον ρώτησα δήθεν παραπονιάρικα.

    «Και για πολλά-πολλά-πολλά άλλα!» μου απάντησε χαμογελώντας. Έσκυψε αργά και κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του, τα δάχτυλά μου χάιδεψαν τα μαλλιά του, και όπως κάθε φορά, για λίγες στιγμές έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου.

    Ο Maurice φορούσε ήδη σορτσάκι και μπλουζάκι αλλά το φανελάκι μου παραήταν αποκαλυπτικό για να βγω έτσι έξω. Έτρεξα στο δωμάτιο, φόρεσα στα γρήγορα ένα μπλουζάκι και ένα σορτσάκι και κατεβήκαμε κάτω να πάμε να βρούμε περίπτερο.

    Στην πυλωτή, έδειξα το αυτοκίνητό μου. «Μωρό μου, άσε το τανκ σου, πάμε με το δικό μου,» του είπα.

    Κοίταξε το πεντακοσαράκι μου με απελπισία. Είχε πλάκα όπως στριμώχτηκε για να μπει—πρώτα έβαλε το ένα πόδι, μετά έσκυψε το κεφάλι του, προσπάθησε να διπλώσει το σώμα του. Δε χώραγε καλά-καλά, ακόμα και με το κάθισμα τέρμα πίσω τα γόνατά του ακουμπούσαν σχεδόν στο ταμπλό.

    “The things we do for beer!” μου είπε με θεατρική απελπισία, προσπαθώντας να βολευτεί.

    Έβαλα μπροστά γελώντας και ξεκινήσαμε να βρούμε ανοιχτό περίπτερο νυχτιάτικα. Τελικά φτάσαμε μέχρι το Ηράκλειο, στο περίπτερο δίπλα στον Αλέκο, που παρά την ώρα γινόταν της τρελής.

    Ο Maurice κοίταξε γύρω του με έκπληξη τον κόσμο που είχε μαζευτεί. «Γιατί έχει τόσο κόσμο;» με ρώτησε απορημένος.

    Έδειξα την καντίνα δίπλα. «Η καντίνα του Αλέκου, από την ώρα που ανοίγει μέχρι και την ώρα που κλείνει γίνεται σκοτωμός!» του απάντησα. «Δε φαντάζομαι να πεινάς κι’ άλλο, έτσι;»

    Έξυσε το κεφάλι του με ένοχο ύφος. “Well…” ξεκίνησε.

    Τον χτύπησα παιχνιδιάρικα στο μπράτσο. «Βρε αρκούδα είσαι εσύ ή κροκόδειλος;» τον πείραξα.

    Σήκωσε τα χέρια του ψηλά γελώντας. “Nah, I’m yanking your chain!” μου είπε σκανταλιάρικα, κερδίζοντας ένα μεγαλοπρεπέστατο «BRRRRRRRR» στα μούτρα για να έχει να πορεύεται.

    Ο φουκαράς ο περιπτεράς έπαθε ντιριντάχτα όταν μας είδε να ανοίγουμε το ψυγείο και να αρχίζουμε να μαζεύουμε μπύρες σαν να ετοιμαζόμαστε για πόλεμο. Τα μάτια του γούρλωσαν βλέποντας τη στοίβα που μαζεύαμε.

    «Έγινε ποτοαπαγόρευση και δεν το έμαθα;» ρώτησε τον Maurice χαχανίζοντας.

    Ο Maurice τον κοίταξε μπερδεμένος. “Pardon me?”

    Γύρισα προς τον περιπτερά εξηγώντας: «Είναι Βέλγος, δεν καταλαβαίνει ελληνικά.» Μετά του χαμογέλασα καθησυχαστικά. «Και όχι, δεν έγινε ποτοαπαγόρευση, μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος.»

    Βγήκα έξω, άνοιξα το πορτμπαγκάζ και έβγαλα δύο από τις τσάντες για τα super market. Γυρίσαμε μέσα και βάλαμε τις μπύρες στις τσάντες, με τον περιπτερά ακόμα να σταυροκοπιέται βλέποντας την ποσότητα.

    Καθώς τακτοποιούσαμε τις μπύρες, γύρισα προς τον Maurice. «Ας πούμε ότι κλέβαμε 100 ευρώ από τον περιπτερά και μετά χρησιμοποιώντας τα 100 ευρώ αγοράζαμε 90€ σε μπύρες και μας έδινε ρέστα 10 ευρώ!» Με κοίταξε στραβά, χωρίς να καταλαβαίνει που το πάω. «Ποια θα ήταν η συνολική απώλεια του περιπτερά;»

    Geek ήταν, τα λάτρευε κάτι τέτοια! Τα μάτια του άναψαν. «Εκατό ευρώ,» μου απάντησε μετά από λίγη σκέψη. «Τα 10€ που πήρε μαζί του και τα 90€ που κάνουν οι μπύρες!»

    Κούνησα το δάχτυλό μου. «Κοντά έπεσες,» του απάντησα χαχανίζοντας.

    Τα φρύδια του σούφρωσαν. «Τι;» με ρώτησε απορημένος. «Μείον εκατό συν ενενήντα, δέκα ευρώ η χρηματική απώλεια. Σε αυτά προσθέτουμε και τα 90 ευρώ που κάνουν οι μπύρες!»

    Σήκωσα το δάχτυλό μου με δασκαλίστικο ύφος. «Αρκούδι μου, τις μπύρες τις πουλάει 90 ευρώ, δεν τις αγόρασε 90 ευρώ, ξέχασες το περιθώριο κέρδους!» του εξήγησα.

    Κοπάνησε το μέτωπό του με την παλάμη του, κάνοντας έναν δυνατό ήχο. “Damn, you’re right! 10 euros plus the money he paid to buy the beer sold for 90 euros!”

    Ανασήκωσα περήφανα τους ώμους μου. «Οικονομολογία: Η επιστήμη που θα σου εξηγήσει του χρόνου γιατί οι περσινές προβλέψεις που είχε κάνει για φέτος έπεσαν έξω!» του είπα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

    Όταν φτάσαμε στο σπίτι και παρκάραμε στην πυλωτή ο αρκούδος μου, κρατώντας και τις δύο σακούλες στο ένα χέρι—σηκώνοντάς τες ψηλά σαν τρόπαια—και το άλλο χέρι του σηκωμένο σε πόζα δύναμης, φώναξε: “I’m the beer bearing bear!» κάνοντας με να βάλω τα γέλια. Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά μου, εγώ χαχανίζοντας ακόμα και εκείνος συνεχίζοντας το σόου του με μικρά γρυλίσματα.

    Ο Μπλάκι είχε στήσει καραούλι στην είσοδο. Καθόταν ακριβώς μπροστά στην πόρτα, με την πλάτη ίσια και την ουρά τυλιγμένη γύρω από τα πόδια του. Μόλις ανοίξαμε, σηκώθηκε στα πίσω πόδια του και άρχισε το κήρυγμα με έντονα νιαουρίσματα. Μας την έλεγε που σηκωθήκαμε και βγήκαμε έξω βραδιάτικα—τα αυτιά του ήταν πίσω, η ουρά του χτυπούσε το πάτωμα με ένταση. Τι το κάναμε εδώ, ξενοδοχείο;

    Στην κουζίνα, άνοιξα το ψυγείο και κοίταξα μέσα με απόγνωση. «Που θα τις βάλουμε όλες αυτές τις μπύρες, μου λες;» ρώτησα, γυρίζοντας προς τον Maurice με τα χέρια ανοιχτά σε ένδειξη απελπισίας.

    Άφησε τις σακούλες στον πάγκο και έτριψε τα χέρια του με ενθουσιασμό. “No worries, my Lady! Tetris champion here!” μου είπε χαχανίζοντας. Έσκυψε μπροστά στο ψυγείο και άρχισε την επιχείρηση. Με κάποιο μαγικό τρόπο—μετακινώντας πράγματα δεξιά κι αριστερά, στοιβάζοντας κουτιά το ένα πάνω στο άλλο—και παραβιάζοντας στην ψύχρα δύο-τρεις νόμους της φυσικής, κατάφερε και στρίμωξε όλες τις μπύρες εκτός από δύο κουτιά.

    Ίσιωσε την πλάτη του θριαμβευτικά και κράτησε ψηλά τα δύο εναπομείναντα κουτιά. “Well… we can’t leave them out of the fridge!” μου είπε σκανταλιάρικα, κουνώντας τα φρύδια του.

    Ανασήκωσα τους ώμους μου με θεατρική παραίτηση. “I guess we can’t!” του απάντησα. Πήρα τα κουτάκια από τα χέρια του και τα έπλυνα κάτω από τη βρύση. Δε γαμιέται, θα έπινα κι εγώ μια μπύρα!

    Ανοίξαμε τα κουτιά με έναν ικανοποιητικό ήχο «τσακ». Ήπια μια γουλιά—το κρύο υγρό έκαψε ελαφρά το λαιμό μου—ενώ ο Maurice σήκωσε το δικό του κουτί και το κατέβασε μονορούφι και άφησε κάτω το άδειο κουτί με ένα στεναγμό ευχαρίστησης.

    Κούνησα το κεφάλι μου αργά δεξιά-αριστερά και με το ύφος «τι θα σε κάνω;» του έδωσα και το δικό μου κουτί που ήταν ακόμα σχεδόν γεμάτο. «Πιες κι αυτό μωρό μου, εγώ δεν ήθελα έτσι κι αλλιώς μπύρα!»

    Πήγα στην κατάψυξη και έβγαλα το παγωτό—ένα μεγάλο οικογενειακό κουτί. Πήρα δύο κουτάλια του γλυκού από το συρτάρι και το σιρόπι φράουλα από το ντουλάπι. Έριξα το σιρόπι όπως ήταν κατευθείαν στο παγωτό, αφήνοντάς το να τρέξει πάνω στις τρεις γεύσεις.

    Του έδωσα το ένα κουτάλι με μια θεατρική υπόκλιση. “Straight from the source!” του είπα χαχανίζοντας. Καθίσαμε στο τραπέζι και πέσαμε και οι δύο με τα μούτρα στο παγωτό—σοκολάτα, βανίλια, φράουλα.

    Ο Maurice έφαγε μερικές κουταλιές με προσοχή, σταματώντας να απολαύσει κάθε γεύση. Μετά ακούμπησε το κουτάλι του και έγειρε πίσω ικανοποιημένος. Εγώ όμως είχα πέσει στο παγωτό σαν τον δάκο. Έσκαβα με το κουτάλι μου με μανία, παίρνοντας τεράστιες μπουκιές, γλείφοντας το κουτάλι θορυβωδώς. Ένιωθα πολύ άνετα μαζί του, και ο τρόπος που έτρωγα σαν κανίβαλος—χωρίς να νοιάζομαι για τρόπους ή εμφάνιση—ήταν ο δικός μου τρόπος να το δείχνω.

    Με τα χίλια ζόρια σταμάτησα τον εαυτό μου πριν φάω το μισό δοχείο. Το κουτάλι μου σταμάτησε στον αέρα και κοίταξα το παγωτό που είχε μείνει. Με έναν αναστεναγμό παραίτησης, σηκώθηκα και έβαλα το παγωτό πίσω στο ψυγείο.

    Γύρισα προς τον αρκούδο μου, σκουπίζοντας το στόμα μου με την ανάστροφη του χεριού μου. «Πάμε για ντουζάκι;»

    Έκανε ένα μορφασμό και με κοίταξε με μεγάλα παρακλητικά μάτια σαν κουτάβι. «Να το κάνουμε το πρωί;» με ρώτησε. «Αν κάνω ντους τώρα δε θα μπορώ να κοιμηθώ μετά!»

    Σταύρωσα τα χέρια μου και του έριξα ένα πονηρό βλέμμα. «Μου είχες τάξει spanking!» του έκανα χαχανίζοντας.

    Αντί απάντησης, σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα. Με μια γρήγορη κίνηση με άρπαξε και με πέταξε πάνω από τον ώμο του σαν σακί με πατάτες. Ξεκίνησε για το δωμάτιο και μέχρι να φτάσουμε εκεί με έκανε άλογο στις παιχνιδιάρικες σφαλιάρες στα μεριά μου. Κάθε βήμα συνοδευόταν από ένα ελαφρύ χτύπημα, εγώ γελούσα και προσπαθούσα να του ξεφύγω χωρίς επιτυχία. Άλλο που δεν ήθελε η δικιά σου.

    Στο δωμάτιο με άφησε απαλά στο κρεβάτι. Άνοιξα το air-condition—ο δροσερός αέρας γέμισε αμέσως το δωμάτιο. Έβγαλα τα ρούχα μου μένοντας με το κάτω εσώρουχο, εκείνος έμεινε με το μποξεράκι του. Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι, το σεντόνι δροσερό κάτω από το δέρμα μας.

    Άνοιξε την αγκαλιά του, τα χέρια του απλωμένα σε πρόσκληση. Χώθηκα μέσα της χωρίς δεύτερη σκέψη, κουλουριάζοντας δίπλα του. Έχωσα το κεφάλι μου κάτω από το πιγούνι του, ανασαίνοντάς τον βαθιά. Η μυρωδιά του με τύλιξε—ζεστή, οικεία, δική μου.

    Ήμουν στη φωλιά μου. Στη φωλιά μου! Τα χέρια του με τύλιξαν, κρατώντας με σφιχτά αλλά τρυφερά. Κρατώντας με εκεί που ένιωθα ζεστή και ασφαλής…

    Μα, πάνω απ’ όλα, επιθυμητή.

    «Όνειρα γλυκά μικρή μου μάγισσα,» μου είπε δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά.

    «Όνειρα γλυκά αρκούδι μου,» του είπα και ανασηκώθηκα ελαφρά και του έδωσα ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Μετά γύρισα και με πήρε και πάλι στην αγκαλιά του σε κουτάλα.

    Και εκεί ήρθε και ο Μπλάκι δίπλα μου γιατί αν δεν την χάιδευα στην κοιλιά την ντροπή των αιλουροειδών δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Άρχισα να τον χαϊδεύω τρυφερά και το μοτεράκι πήρε μπρος με τη μία. Mε την ανάσα του Maurice στο σβέρκο μου και το γουργουρητό του Μπλάκι ούτε που κατάλαβα για πότε έπεσε ο γενικός.

    Με ξύπνησε ο ήχος του ξυπνητηριού. Το χέρι μου ψαχούλεψε στο κομοδίνο μέχρι να βρει το κινητό και να το κάνει να σταματήσει. Ο Maurice ξεκινούσε την τηλεργασία στις 09:30 αλλά εγώ ξεκινούσα στις 09:00, οπότε συμφωνήσαμε να το βάλουμε στις 08:00. Θέλαμε να έχουμε το χρόνο μας να κάνουμε το ντουζάκι μας, να φάμε το πρωινό μας και να πιούμε και το καφεδάκι μας πριν ξεκινήσουμε να βγάλουμε το παντεσπάνι της ημέρας.

    Όπως και προχθές το πρωί, ο αρκούδος μου με κρατούσε στη σφιχτή αρκουδίσια αγκαλιά του. Το ένα του χέρι ήταν τυλιγμένο γύρω από τη μέση μου, το άλλο κάτω από το μαξιλάρι μου. Το στήθος του ανέβαινε και κατέβαινε ρυθμικά πίσω από την πλάτη μου και ροχάλιζε ελαφρά—ένας απαλός, σχεδόν μελωδικός ήχος. Ο Μπλάκι δεν ήταν στο κρεβάτι, κάπου τριγύριζε το ρεμάλι.

    Με πολλή προσοχή για να μην τον ξυπνήσω, άρχισα την επιχείρηση απόδραση. Πρώτα σήκωσα αργά το χέρι του από τη μέση μου, κρατώντας την ανάσα μου. Μετά γλίστρησα εκατοστό-εκατοστό προς την άκρη του κρεβατιού, σταματώντας κάθε φορά που έκανε κάποια κίνηση. Τελικά κατόρθωσα να βγω από την αγκαλιά του και να κάτσω καθιστή στο κρεβάτι.

    Ο αρκούδος μου έσφιξε το μαξιλάρι εκεί που ήμουν πριν, κάτι μουρμούρισε στον ύπνο του—κάτι που ακουγόταν σαν το όνομά μου—και γύρισε πλευρό, τραβώντας το σεντόνι μαζί του. Χαμογέλασα τρυφερά βλέποντάς τον να κουλουριάζεται και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Τα πόδια μου ήταν λίγο μουδιασμένα και παραπάτησα ελαφρά από τη νύστα, πιάνοντας τον τοίχο για στήριγμα καθώς πήγαινα τουαλέτα.

    Και φυσικά εκεί μου έκανε την τιμή και το κοπρόγατο. Μόλις κάθισα στη λεκάνη—ούτε τα βρακιά μου δεν πρόλαβα να κατεβάσω καλά-καλά—και τσουπ! Ο Μπλάκι πήδηξε στα γόνατά μου από το πουθενά.

    «Ρε θα μ’ αφήσεις να κατουρήσω;» τον ψευτομάλωσα, σπρώχνοντάς τον ελαφρά με το χέρι μου.

    Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με αυτό το γατίσιο, μισό απαξιωτικό, μισό ψαρωτικό ύφος. Τα μάτια του μισόκλειστα, η ουρά του να κουνιέται αργά, σα να μου έλεγε «Πάλι με γκρίνια ξύπνησες; Σ’ εμποδίζω εγώ να κατουρήσεις;»

    Βγάζεις άκρη μαζί του; Δε βγάζεις. Σκουπίστηκα με τον Μπλάκι ακόμα στα γόνατά μου—που είχε αρχίσει να γουργουρίζει θριαμβευτικά—και σηκώθηκα αναστενάζοντας βαθιά σα να κουβαλούσα τις αμαρτίες του κόσμου. Τον κατέβασα απαλά στο πάτωμα, έβαλα το εσώρουχό μου στα άπλυτα, και πήγα στο νιπτήρα να πλύνω δοντάκια.

    Με το που άκουσε την βρύση ν’ ανοίγει—τον χαρακτηριστικό ήχο του νερού που πέφτει στο νιπτήρα—ο μαύρος τριχωτός Χουντίνι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή τρίβονταν στα πόδια μου, έκανε τα μαγικά του και με μια κίνηση εξαφανίστηκε από την πόρτα του μπάνιου λες και τον έψαχνε ο λοχίας για αγγαρεία.

    Καθώς βούρτσιζα τα δόντια μου, το μυαλό μου πήγε στο πρωινό. Βαριόμουν να φτιάξω καφέ και έτσι αποφάσισα να παραγγείλω και για τους δύο μας από το e-food. Πρωινό ο αρκούδος μου θα έτρωγε από τα χεράκια μου, τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Σταμάτησα να βουρτσίζω τα δόντια μου, κρατώντας την οδοντόβουρτσα στον αέρα, και έπεσα σε περισυλλογή. Του είχα φτιάξει δύο φορές ομελέτα και το πολύ το κύριε ελέησον, που λένε.

    Σημειώνοντας νοερά να μην ξεχάσω να βγάλω τις γαρίδες από την κατάψυξη—σήκωσα το δάχτυλό μου στον αέρα σαν να έγραφα υπενθύμιση—συνέχισα να βουρτσίζω τα δόντια μου χωρίς να έχω καταλήξει τι πρωινό θα του φτιάξω.

    Όταν τελείωσα, έπλυνα το πρόσωπό μου με κρύο νερό για να ξυπνήσω και επέστρεψα στο δωμάτιο στις μύτες των ποδιών. Συνειδητοποίησα ότι ούτε καν κάτω εσώρουχο δε φορούσα. Τέλος πάντων, άνοιξα αθόρυβα το συρτάρι, έβγαλα μπλουζάκι και το φόρεσα βιαστικά.

    Πήγα στην κουζίνα με γρήγορα βήματα. Άνοιξα την κατάψυξη, έβγαλα τη σακούλα με τις γαρίδες—που ήταν σκληρή σαν πέτρα—και την άφησα στο νεροχύτη να ξεπαγώσει. Στάθηκα για λίγο μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο, ακουμπώντας το χέρι μου στο πηγούνι σκεπτική, και τελικά αποφάσισα να του φτιάξω τρία τοστάκια. Για τον Maurice μιλάμε, ένα-δύο δεν έφταναν.

    Τοστάκια λοιπόν, αλλά όχι απλά τοστάκια. Μόνο εγώ έλειπα από μέσα. Άνοιξα όλα τα ντουλάπια και το ψυγείο και άρχισα να στοιβάζω υλικά στον πάγκο: διπλό τυρί, bacon που το έψησα γρήγορα στο τηγάνι μέχρι να γίνει τραγανό, φέτες ντομάτα που έκοψα με προσοχή, ομελέτα—όχι που θα τη γλύτωνε, χτύπησα δύο αυγά και τα έριξα στο τηγάνι—και τέλος βραστή γαλοπούλα σε φέτες.

    Για τη σάλτσα, έβγαλα ένα μπολάκι και άρχισα να ανακατεύω: κέτσαπ, μουστάρδα, μαγιονέζα και λίγο κρητικό ελαιόλαδο από τον μπάρμπα μου το Σήφη. Γαμώτο, σκέφτηκα δοκιμάζοντας τη σάλτσα με το δάχτυλο, η θεία μου η Ελένη μου είχε στείλει και σπιτική στάκα αλλά την εξαφάνισα σε χρόνο dt.

    (Και μετά αναρωτιόμουν γιατί δε χάνω κιλά… Χάνονται αν τρως ένα δοχείο στάκα στην καθισιά σου; Μισή κουταλιά αλείφεις, ένα κιλό παίρνεις, χώρια που μετά θες και τουμποφλό για τις αρτηρίες…)

    Με αυτές τις ευχάριστες σκέψεις, έφτιαξα τα τοστ στον αρκούδο μου. Τα έβαλα στην τοστιέρα και πάνω στην ώρα χτύπησε και το κουδούνι. Το πήδημα που έκανα! Είχαν έρθει οι καφέδες. Κοίταξα κάτω τον εαυτό μου πανικόβλητη—εντωμεταξύ εγώ με τη μπλούζα και από κάτω σκωτσέζα.

    Την τράβηξα προς τα κάτω όσο μπορούσα, τεντώνοντας το ύφασμα μέχρι τα όριά του. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα την πόρτα με συνοπτικές διαδικασίες, κρύβοντας το μισό μου σώμα πίσω από αυτή. Ο άνθρωπος—ένας νεαρός ντελιβεράς—με είδε και ξεροκατάπιε. Τα μάτια του γούρλωσαν, το βλέμμα του πήγε από το πρόσωπό μου στα γυμνά μου πόδια και πάλι πίσω. Η μπλούζα ίσα που κάλυπτε τον… «ακάλυπτο».

    «Ευχαριστώ!» είπα βιαστικά, αρπάζοντας τους καφέδες από τα χέρια του και κλείνοντας την πόρτα πριν προλάβει να πει κουβέντα.

    Λίγο πιο κόκκινη απ’ ότι συνήθως πήγα και άφησα τους καφέδες στην κουζίνα. Τα τοστ είχαν ψηθεί τέλεια, μύριζαν υπέροχα. Τα έβαλα σε ένα μεγάλο πιάτο και μετά θυμήθηκα τον Μπλάκι. Άνοιξα μια κονσέρβα, άδειασα το περιεχόμενο στο μπολάκι του—μπας και γίνει κανένα θαύμα και δεν μας κάνει το ζήτουλα. Και καλή μας τύχη.

    Με το πιάτο στο ένα χέρι και τους καφέδες στο άλλο, πήγα στο δωμάτιο να ξυπνήσω τον αρκούδο μου. Άφησα τα πράγματα στο κομοδίνο και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού. Τον χάιδεψα ελαφρά στο μπράτσο, τα δάχτυλά μου έκαναν μικρούς κύκλους στο δέρμα του. Τίποτα. Τον χάιδεψα λιγότερο ελαφρά, τραντάζοντας ελαφρά τον ώμο του. Μουρμούρισε κάτι και έχωσε το κεφάλι του πιο βαθιά στο μαξιλάρι.

    Είχε πέσει σε ελαφρά καταληψία, αλλά με τα πολλά—με περισσότερο τράνταγμα και ένα φιλάκι στο μάγουλο—κατάφερα να τον ξυπνήσω.

    «Καλημέρα μωρό μου!» του είπα τρυφερά, συνεχίζοντας να του χαϊδεύω απαλά το χέρι.

    Όπως και προχθές, του πήρε λίγη ώρα να θυμηθεί ποιος είναι και πού βρίσκεται. Τα μάτια του άνοιξαν σιγά-σιγά, ανοιγόκλειναν προσπαθώντας να εστιάσουν. Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου, μισοκλείνοντας τα μάτια από το φως.

    Αλλά όταν τα κατάφερε—όταν με αναγνώρισε—το πρόσωπό του φωτίστηκε και μου χάρισε αυτό το χαμόγελό του που με κάνει να λιώνω. Δε φορούσε τα γυαλιά του, και όπως προσπαθούσε να εστιάσει, μισοκλείνοντας τα μάτια του και σουφρώνοντας ελαφρά τη μύτη του, ήταν μια βέλγικη γλύκα.

    «Καλημέρα μικρή μου μάγισσα!» μου έκανε με βραχνή φωνή. Σηκώθηκε στους αγκώνες του, τεντώθηκε σαν γάτα και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στη μύτη.

    «Έχουν έρθει οι καφέδες, και σου έχω φτιάξει και το πρωινό σου!» του είπα, δείχνοντας με το χέρι μου το πιάτο στο κομοδίνο.

    Και εκεί είχαμε επανάληψη του προχθεσινού. Το χέρι του πήγε πίσω από το λαιμό μου και με τράβηξε πάνω του. Έπεσα πάνω στο στήθος του με μια μικρή κραυγή έκπληξης. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου και μου ρούφηξε την ψυχή με το φιλί του. Τα δάχτυλά του χάιδευαν τον σβέρκο μου, το άλλο του χέρι με κρατούσε σφιχτά από τη μέση.

    Αααααχ…

    Όταν τελικά με άφησε να ανασάνω, κάθισα και του έδωσα το πιάτο. Και φυσικά είχα προνοήσει—εκτός από τον καφέ του είχα βγάλει και μια μπύρα. Την είδε δίπλα στον καφέ και χαχάνισε, τα μάτια του έλαμψαν σαν μικρού παιδιού. Πριν φάει καν την πρώτη δαγκωνιά από το τοστ, άρπαξε το κουτάκι, το άνοιξε και το κατέβασε μονορούφι, ο λαιμός του κινούνταν ρυθμικά καθώς κατάπινε.

    «Δίψαγα!» μου δικαιολογήθηκε, σκουπίζοντας το στόμα του με την ανάστροφη του χεριού του.

    Και τι να τον κάνω το μούργο; Σηκώθηκα κουνώντας το κεφάλι μου και πήγα στην κουζίνα. Άνοιξα το ψυγείο—που θύμιζε διαφήμιση μπύρας όπως ήταν γεμάτο με κουτιά από δαύτη—και έβγαλα ακόμα ένα κουτί. Το ξέπλυνα κάτω από τη βρύση, το στέγνωσα με την πετσέτα και γύρισα στο δωμάτιο. Μέχρι να το κάνω αυτό, είχε προλάβει και είχε φάει το πρώτο τοστ ο κροκόδειλος!

    «Μα είναι υπέροχο!» μου είπε μπουκωμένος με το δεύτερο και μασουλώντας μ’ ενθουσιασμό.

    Έβαλα τα γέλια βλέποντάς τον. Είχε πασαλειφθεί από τη sauce. Πήρα μια χαρτοπετσέτα και έσκυψα να του σκουπίσω το πρόσωπο. «Έλα εδώ,» είπα τρυφερά, κρατώντας το πιγούνι του με το ένα χέρι και σκουπίζοντας με το άλλο.

    Χαμογέλασε ντροπαλά, τα μάτια του κοίταξαν κάτω για μια στιγμή λες και ήταν μικρό παιδί που έκανε αταξία. Μετά σήκωσε το βλέμμα του, μου έκλεισε το μάτι πονηρά και πάτησε άλλη μια τεράστια δαγκωνιά που θύμιζε καρχαρία. Το μισό τοστ εξαφανίστηκε μονομιάς.

    Αυτά είναι!

    Καθάρισε με συνοπτικές διαδικασίες και τα άλλα δύο τοστ—τα δάχτυλά του μάζευαν και τα τελευταία ψίχουλα από το πιάτο—και άδειασε και το δεύτερο κουτάκι από τη μπύρα με δύο μεγάλες γουλιές. Ακούμπησε το άδειο κουτί στο κομοδίνο με έναν αναστεναγμό απόλαυσης.

    «Τώρα μπορώ να πιώ τον καφέ μου σαν άνθρωπος!» μου είπε, παίρνοντας το ποτήρι του καφέ στα χέρια του. Το μύρισε πρώτα, κλείνοντας τα μάτια του για μια στιγμή, και μετά ήπιε μια μικρή γουλιά. «Βρε, καλώς τον,» συνέχισε, το βλέμμα του στράφηκε προς την άκρη του κρεβατιού.

    Ο Μπλάκι είχε εμφανιστεί από το πουθενά. Με ένα χαριτωμένο σάλτο—λυγίζοντας το σώμα του σαν ελατήριο—ανέβηκε στο κρεβάτι και προσγειώθηκε ακριβώς ανάμεσά μας. Κάθισε με την πλάτη ίσια, η ουρά του διπλωμένη γύρω από τα πόδια του, και μας κοίταξε και τους δύο. Πρώτα γύρισε το κεφάλι του προς εμένα, μετά προς τον Maurice, και πάλι σε μένα. Και τότε άρχισε την καντάδα.

    «Νιαρ!» έκανε δυνατά, με έμφαση, κοιτάζοντας πότε εμένα, πότε τον αρκούδο μου.

    «Νιαρ στα μούτρα σου!» του απάντησα στο ίδιο ύφος στα ελληνικά κάνοντας το Maurice, που φυσικά δεν κατάλαβε λέξη από αυτά που είπα, να χαχανίσει με το ύφος μου.

    Άπλωσα το χέρι μου να χαϊδέψω τον Μπλάκι ανάμεσα στα αυτιά. Αμέσως γύρισε την κεφάλα του προς το χέρι μου και μου το έγλειψε με την τραχιά του γλώσσα—μια, δύο, τρεις φορές—λες και ήταν κανένα κοπρόσκυλο να πούμε.

    Ικανοποιημένος από την προσοχή μου, στράφηκε προς τον Maurice. Τον κοίταξε επίμονα, σήκωσε λίγο το κεφάλι του με ύφος που έλεγε ξεκάθαρα: «Τι θα γίνει με την πάρτη σου, μπάρμπα;»

    Ο Maurice πιάνοντας το υπονοούμενο—τα γατίσια μηνύματα είναι παγκόσμια—άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε και εκείνος τον Μπλάκι ανάμεσα στ’ αυτιά, με τον ίδιο τρυφερό τρόπο. Ο τελευταίος δεν έχασε την ευκαιρία, γύρισε το κεφάλι του και του χάρισε ένα μεγαλοπρεπέστατο γλείψιμο στο χέρι.

    “I love you too!” είπε ο Maurice στον Μπλάκι ο οποίος αφού πήρε τη δόση του από χάδια και έδειξε σε όλους ποιος είναι το αφεντικό, σηκώθηκε με αργές, αξιοπρεπείς κινήσεις, περπάτησε στην άκρη του κρεβατιού—κάθε βήμα μετρημένο—και κάθισε εκεί. Τύλιξε την ουρά του γύρω από τα πόδια του και πήρε το ύφος «από μακριά κι αγαπημένοι!»

    Κοίταξα τον Maurice και του έκλεισα το μάτι. «Λοιπόν, πάμε για ντουζάκι;» τον ρώτησα ακαδημαϊκά. Και με μια κίνηση—σε χρόνο ρεκόρ—έπιασα την άκρη της μπλούζας μου και την πέταξα πάνω από το κεφάλι μου. Προσγειώθηκε κάπου στο πάτωμα. Έμεινα τσίτσιδη μπροστά του, με τα χέρια στη μέση.

    Τα μάτια του γούρλωσαν για μια στιγμή και μετά κοίταξε κάτω αμήχανα. «Εχμ, θέλω να πάω τουαλέτα πρώτα,» μου είπε. Ξεροκατάπιε και το πρόσωπό του κοκκίνισε ελαφρά. «Και άντε να δω πως θα κατουρήσω!» συνέχισε χαχανίζοντας νευρικά.

    Κοίταξα κάτω και κατάλαβα το πρόβλημα. Όπως τσιτσιδώθηκα μπροστά του, είχαμε έπαρση σημαίας. Το μποξεράκι του ήταν σαν σκηνή που προσπαθεί να κρύψει κατάρτι.

    Αναστέναξε βαθιά, κούνησε το κεφάλι του με παραίτηση και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Το κατάρτι παρέμενε ορθωμένο κάτω από το μποξεράκι του, δημιουργώντας μια κωμική εικόνα. Αν δεν τον λυπόμουν που κατουριόταν θα τον είχα αρπάξει και ξαπλώσει πάνω μου διά τα περαιτέρω.

    Περπάτησε προς το μπάνιο με προσεκτικά βήματα, σαν να προσπαθούσε να μην κάνει την κατάσταση χειρότερη. Δεν του έφταναν τα… πρωινά υδραυλικά προβλήματα, είχε και τον Μπλάκι που προφανώς τον είχε ακολουθήσει και δεν τον άφηνε σε ησυχία. Άκουγα περιστασιακά νιαουρίσματα και τη φωνή του Maurice που προσπαθούσε να τον διώξει. Κλασσικά εικονογραφημένα δηλαδή.

    Όταν τελικά άκουσα το καζανάκι να τρέχει—ο ήχος της λύτρωσης—σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα κι εγώ στο μπάνιο. Άνοιξα την πόρτα τη στιγμή ακριβώς που ο Maurice στεκόταν μπροστά στο νιπτήρα και έπλενε τα δόντια του, ενώ ο Μπλάκι που άκουσε νερό να τρέχει είχε γίνει μπουχός. Η οδοντόβουρτσα κινούνταν ρυθμικά, το κεφάλι του ήταν σκυμμένο πάνω από το νιπτήρα.

    Πλησίασα αθόρυβα από πίσω του, τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση του και έγειρα στην πλάτη του, κολλώντας το γυμνό μου στήθος πάνω της. Ένιωσα τους μύες του να σφίγγουν για μια στιγμή και μετά να χαλαρώνουν και πάλι.

    «Σ’ αγαπάω!» του είπα, σηκώνοντας το κεφάλι μου για να το ψιθυρίσω στο αυτί του. Και μετά τρίφτηκα πάνω του σα γάτα, κινώντας το σώμα μου αργά πάνω-κάτω στην πλάτη του.

    Έφτυσε γρήγορα την οδοντόκρεμα και ξέπλυνε το στόμα του με νερό. Σκούπισε τα χείλη του με την πετσέτα και γύρισε προς τη μεριά μου μέσα στην αγκαλιά μου. Τα χέρια του ακούμπησαν στη μέση μου.

    «Κι εγώ μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε με φωνή γεμάτη τρυφερότητα. Έσκυψε το κεφάλι του και με φίλησε τρυφερά στο στόμα—ένα γλυκό, αργό φιλί που μύριζε δυόσμο από την οδοντόκρεμα.

    Μπήκαμε στο ντουζ και έφαγα χαχανίζοντας τις πέντε καθιερωμένες μου ξυλιές στα μεριά μου μέχρι να φτιάξω το νερό σε θερμοκρασία που δεν θα τον έκανε να νιώθει σα βραστό κοτόπουλο. Ήταν το δικό μας παιχνιδιάρικο «τράβα μαλλί ανεβαίνουμε!» Χωθήκαμε και οι δύο κάτω από το χλιαρό για τα μέτρα μου νερό και κάτσαμε ακίνητοι για πάνω από πέντε λεπτά, αφήνοντάς το να πέφτει πάνω μας για να μας ξυπνήσει.

    «Όπλισες πάλι;» τον ρώτησα χαχανίζοντας, νιώθοντας τον ερεθισμό του να γιγαντώνεται και πάλι όπως τα γυμνά μας σώματα ήταν κολλημένα.

    “Get down on your knees!” με διέταξε, και ο επιτακτικός τόνος της φωνής του μου έκανε μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου τα μυαλά πουρέ και τον ερεθισμό μου να χτυπήσει κόκκινα.

    Γονάτισα υπάκουα και παρόλο που ήξερα πολύ καλά τι θέλει, απλά σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα με προσμονή. Μου χαμογέλασε και μου χάιδεψε τρυφερά τα βρεγμένα μου μαλλιά. “Take me into your mouth,” ήταν η επόμενη διαταγή.

    Τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους όταν τα χείλη μου αγκάλιασαν το όργανό του. Έπαιξα για λίγες στιγμές το κεφαλάκι του με τη γλώσσα μου, κάνοντάς τον Maurice να ανατριχιάσει, και μετά αργά και με σιγουριά τον πήρα όλο μέσα στο στόμα μου. Μου άρεσε να κάνω στοματικό αλλά όταν το έκανα σε κάποιον με τον οποίο ήμουν και ερωτευμένη, η αίσθησή μου απογειωνόταν.

    Αλήθεια σας το λέω, δεν θα είχα πρόβλημα να του τον ρουφάω μέχρι να πάθει κράμπα το σαγόνι μου.

    Συνέχισα σε αργό, αισθησιακό ρυθμό χωρίς να βιάζομαι. Είχαμε ακόμα αρκετή ώρα μπροστά μας, ο αρκούδος μου—κρίνοντάς από τους ηδονικούς του στεναγμούς—το απολάμβανε, και το απολάμβανα κι εγώ. Το χέρι βοήθειας δεν το έβαλα για να τον κάνω να τελειώσει πιο γρήγορα, το έκανα γιατί είχα καταλάβει ότι έτσι του αρέσει περισσότερο.

    Με το χέρι μου να έχει αγκαλιάσει τη βάση του και να τον παίζει με αργές κυκλικές κινήσεις, με το κεφάλι μου να κουνιέται μπρος πίσω παίρνοντάς τον μέσα στο στόμα μου όλο το υπόλοιπο μήκος, και με τη γλώσσα μου να τον χαϊδεύει, τα βογγητά του πολλαπλασιάστηκαν, τόσο σε συχνότητα, όσο και σε ένταση.

    Δεν ανέβασα ρυθμό, ήθελα να κρατήσει όσο περισσότερο γινόταν, να το απολαύσει στο μέγιστο, αλλά ο Maurice είχε πάρει το δρόμο της μη επιστροφής, και ένιωσα τα πρώτα προσπερματικά του υγρά. Μετά το πρώτο ελαφρύ τίναγμα, μετά το δεύτερο και εκεί κράτησα το κεφάλι μου ακίνητο, μόνο το χέρι μου εξακολουθούσε να τον παίζει στη βάση του.

    Τα τινάγματα έγιναν σπασμοί. Κάθε σπασμός και ένα δυνατό βογγητό, κάθε δυνατό βογγητό και μια ριπή. Αρχικά ήθελα να τα κρατήσω στο στόμα μου για να του τα δείξω, αλλά ήταν τέτοια η ποσότητα που ήταν αδύνατο να το κάνω, οπότε αναγκαστικά άρχισα να καταπίνω.

    Κατάφερα πάντως να κρατήσω λίγο στο στόμα μου, και όταν τραβήχτηκα σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα με το στόμα μου ανοιχτό. Μου ένευσε και κατάπια επιδεικτικά για τελευταία φορά, και μετά τον ξαναπήρα στο στόμα μου για να τον καθαρίσω σχολαστικά από τα όποια υπολείμματα και σάλια.

    “Good girl,” μου είπε σα να μιλούσε σε σκυλάκι αλλά δεν ένιωσα ούτε για μια στιγμή ταπείνωση, ίσα-ίσα η καρδιά μου έκανε πάλι δέκα κωλοτούμπες μέσα στα στήθη μου.

    Με βοήθησε να σηκωθώ και με πήρε και πάλι στην αγκαλιά του και μου έδωσε ένα αργό, βαθύ φιλί. Τον αγκάλιασα από το σβέρκο και παραδόθηκα και έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου όσο τα χείλη και οι γλώσσες μας χόρευαν μεταξύ τους, πότε στο δικό μου, πότε στο δικό του στόμα.

    Ένιωσα και πάλι το όργανό του να φουσκώνει, αλλά μήπως εγώ ήμουν καλύτερη; Πύραυλος είχα γίνει και ας μην ήταν άμεσα ορατό. Το χέρι του κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια μου και αν ήμουν μια φορά μούσκεμα πριν, έγινε δέκα. Μου ξέφυγε ένα ηδονικό βογγητό καθώς ο Maurice άρχισε να με παίζει με απίστευτη τέχνη, αλήθεια σας το λέω, τέτοια τεχνική στα δάχτυλα δεν είχε ούτε ο ακατανόμαστος.

    “Go get the condoms,” με διέταξε και τσακίστηκα να υπακούσω. Βγήκα έξω και σκουπίστηκα όπως-όπως και έτρεξα στο δωμάτιο να φέρω το κουτί με τα προφυλακτικά. Έβγαλα ένα και έκανα να του το δώσω αλλά με σταμάτησε. «Φόρεσέ το μου εσύ,» με διέταξε.

    Μπορεί να μην είμαι η Μαίρη αλλά πρωτάρα δεν είμαι με την καμία, του το φόρεσα με τέχνη και με γύρισε και με έβαλε να σκύψω στον τοίχο. Και να στήνομαι ήξερα, είχα καταλάβει από νωρίς ότι αν η πλάτη καμπούριαζε με λάθος τρόπο για τα αγόρια ήταν ξενερωτικό. Και όταν λέμε «καταλάβει,» ο Πάνος μου είχε κάνει με πολύ άσχημο τρόπο φανερή τη δυσαρέσκειά του την πρώτη φορά που κάθισα στα τέσσερα—είπαμε, μεγάλο κωλόπαιδο.

    Κωλόπαιδο ή όχι, τουλάχιστον ήταν αυτός που με έμαθε να στήνομαι σωστά και να μπορώ να πάρω όλο το όργανό του στο στόμα μου, και μπορεί να μην ήταν Maurice ή ακόμα χειρότερα Μάρκος (θεέ μου, αυτουνού ήταν πάνω από είκοσι εκατοστά, σας το ορκίζομαι) αλλά μικρό δεν τον έλεγες. Γενικά ο Πάνος ήταν ο πρώτος μου σε όλα. Από αυτόν έχασα την παρθενιά μου μπρος και πίσω. Αυτός ήταν ο πρώτος που έκανα πίπα και αυτός ήταν ο πρώτος στον οποίο κατάπια.

    Και με δαύτον η πρώτη φορά που διαπίστωσα ότι ο έρωτας χωρίς μια γερή δόση κυνισμού είναι συνταγή για καταστροφή. Έχω πάει με καμιά τριανταριά άντρες στη ζωή μου, οι πρώτοι δέκα ήταν στην προσπάθειά μου να ξεπεράσω τον Πάνο, κάνοντας σεξ ακόμα και σε σχέσεις της μίας εβδομάδας. Και εκεί έφαγα τη δεύτερή μου χλαπάτσα με το Γιάννη, ο οποίος ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, παντρεμένος και με τρία παιδιά.

    Και ήμουν και στην Τρίτη λυκείου τότε, το σκηνικό είχε γίνει δυο-τρεις μήνες πριν τις πανελλήνιες. Δεν ξέρω, ίσως τελικά και να βοήθησε, γιατί την καταθλιψάρα που είχα φάει την γύρισα σε διάβασμα μέχρι τελικής πτώσης και κατάφερα και πέρασα στη σχολή που ήθελα με τα τσαρούχια, νομίζω ότι είχα περάσει πέμπτη.

    «Συγκεντρώσου μωρή!» μάλωσα άηχα τον εαυτό μου, κοίτα ρε κάτι ταξίδια που πάει και κάνει το μυαλό στις πιο άκυρες στιγμές. Άδειασα το μυαλό μου και αφέθηκα στην αίσθηση. Ο Maurice με κρατούσε από τη μέση και με τα δυο του χέρια και κινούνταν μέσα μου με αργές κινήσεις, γεμίζοντάς με μέ όλους τους δυνατούς τρόπους που θα μπορούσα να γεμίσω.

    Να τραγουδήσει η χοντρή δεν υπήρχε περίπτωση, ειδικά μετά το τριπάκι στο οποίο είχα πέσει, αλλά η αίσθηση ήταν πολύ όμορφη. “Let yourself go, babe,” του είπα για να μην τον αφήσω να παιδεύεται.

    “No!” μου είπε κοφτά και έφαγα την πρώτη δυνατή σφαλιάρα στα βρεγμένα μου κωλομέρια και η μείξη πόνου και ηδονής με έκανε να μου ξεφύγει ένα δυνατό βογγητό. Και μετά έπεσε και δεύτερη… και τρίτη… και τελικά έχασα το μέτρημα.

    “Who da boss?” με ρώτησε κάνοντας ένα διάλειμμα στις σφαλιάρες στα κωλομέρια που ένιωθα να έχουν πιάσει φωτιά.

    “You, Sir!” του απάντησα. “You da boss!”

    “I’ll give you five minutes to cum. If you don’t, I will take you from behind” μου δήλωσε.

    Η “απειλή” ότι θα με έπαιρνε από πίσω μου έφερε το πρώτο jolt, κάνοντάς με να ξεφωνίσω. Συνέχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου με αυξανόμενο ρυθμό, χωρίς να σταματήσει να μου ρίχνει στα μεριά μου που τα ένιωθα να έχουν πιάσει φωτιά.

    Ήταν η απειλή; Ήταν ο τρόπος του; Ήταν το ψαρωτικό του ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις; Τα jolts άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και πριν καν φτάσει η διορία το σώμα μου έτρεμε λες και είχα πέσει σε ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα, ο οργασμός μου ήταν ακόμα πιο έντονος από τον προχθεσινό. Σας το ορκίζομαι ένιωσα τα μάτια μου να γυρίζουν μέσα στις κόγχες τους.

    “Yes, babe! Cum for me! Cum for your Maurice”

    “AAAAAAAAAAAAH AAAAAAAAAAAH MAURICE!!! AAAAAAAAAAH” ούρλιαξα στην αποκορύφωση του οργασμού μου, και αν δε με άκουσε όλη η πολυκατοικία πρωινιάτικα, να μη με λένε Σόφη! Δεν ήταν απλά οργασμός, ήταν ο πιο έντονος που έχω βιώσει στα τριάντα χρόνια που είμαι σ’ αυτό τον πλανήτη.

    Κάπου εκεί ο Maurice αφέθηκε και εκείνος και βρεθήκαμε να ουρλιάζουμε και οι δύο σαν ξαναμμένα σκυλιά, και να δω με τι μούτρα θα αντικρύσω τους γείτονες. Όταν τραβήχτηκε, πέταξε το προφυλακτικό στον κάδο, και χωρίς να μου το ζητήσει γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου για να του τον κάνω λαμπίκο.

    Ακόμα γονατισμένη, τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τα πόδια του και τον αγκάλιασα σφιχτά. Έγειρα πάνω του, ακουμπώντας το μάγουλό μου στον μηρό του. Τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν πίσω από τα γόνατά του, κρατώντας τον σαν να φοβόμουν ότι θα εξαφανιστεί. Σήκωσα αργά το κεφάλι μου και τον κοίταξα γεμάτη ευγνωμοσύνη—ένα βλέμμα που προσπαθούσε να πει όσα δεν μπορούσαν οι λέξεις.

    «Σ’ αγαπάω!» του είπα. Η φωνή μου βγήκε σχεδόν σαν ψίθυρος, τρέμοντας από το συναίσθημα.

    Έσκυψε και έπιασε τα χέρια μου, τα ξετύλιξε απαλά από τα πόδια του. Με βοήθησε να σηκωθώ, με τράβηξε κοντά του, με πήρε στην αγκαλιά του και με κόλλησε πάνω του. Το ένα χέρι του γλίστρησε στη μέση μου, κρατώντας με σταθερά, το άλλο ανέβηκε στο σβέρκο μου. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν απαλά τα βρεγμένα μου μαλλιά.

    «Κι εγώ!» μου είπε, κοιτάζοντάς με βαθιά στα μάτια. Έσκυψε και με φίλησε απαλά στα χείλη—ένα τρυφερό, σχεδόν αιθέριο φιλί. «Μπούφο!» συνέχισε όταν χωρίσαμε, χαμογελώντας μου τρυφερά.

    Ένιωσα να λιώνω και πάλι. Τα γόνατά μου λύγισαν ελαφρά και έπρεπε να κρατηθώ πιο σφιχτά πάνω του.

    «Εμένα λες μικρή μάγισσα,» του είπα. Το χαμόγελό μου πλάτυνε τόσο που πόνεσαν τα μάγουλά μου—χαμογελούσα σαν το βλαμμένο. «Αλλά εσύ είσαι ο μάγος. Να σου μείνω κόντεψα!» Το χέρι μου ανέβηκε και ακούμπησε στο στήθος μου, εκεί που η καρδιά μου ακόμα χτυπούσε γρήγορα. «Maurice, στο ορκίζομαι σε ότι έχω ιερό, ήταν ο εντονότερος οργασμός της ζωής μου!»

    Το χέρι του που ήταν στο σβέρκο μου κατέβηκε και χάιδεψε το μάγουλό μου. Ο αντίχειράς του πέρασε απαλά κάτω από το μάτι μου. «Δεν χρειάζεται να μου ορκίζεσαι, μικρή μου μάγισσα,» μου απάντησε τρυφερά. «Σε πιστεύω!»

    Κοίταξα κάτω για μια στιγμή, μετά ξανά πάνω στα μάτια του. Δάγκωσα ελαφρά το κάτω χείλος μου. «Και…» ξεκίνησα διστακτικά. Τα δάχτυλά μου έπαιζαν νευρικά με τις τρίχες στο στήθος του. «Δε χρειάζονται παιχνίδια για να με πάρεις με… με τον άλλο τρόπο…» συνέχισα και η φωνή μου έγινε ακόμα πιο χαμηλή, σχεδόν ντροπαλή.

    «Αρκεί να μου το ζητήσεις…» του είπα. «Δε χρειάζεται τίποτα περισσότερο… μόνο να μου το ζητήσεις.»

    Με τράβηξε πιο κοντά, και τα δύο του χέρια με αγκάλιαζαν τώρα. «I know!» μου είπε, χαϊδεύοντάς με την πλάτη. Οι παλάμες του έκαναν μικρούς κύκλους που με ηρεμούσαν. «Αλλά ξέρεις κάτι; Με το παιχνίδι γίνεται ακόμα πιο όμορφο!»

    Σήκωσα το ένα φρύδι μου και του έριξα ένα πονηρό βλέμμα. Θυμήθηκα ξαφνικά τη χθεσινή μας συζήτηση και αποφάσισα να τον πειράξω. «Με parallax scrolling, raster splits και H-SYNC;» τον ρώτησα, παπαγαλίζοντας αυτά που μου είχε πει χθες το βράδυ.

    Έπαιξε πονηρά τα βλέφαρά του, ανεβοκατεβάζοντάς τα γρήγορα. «It’s called ‘Rupture’ for a reason!» μου είπε με φωνή γεμάτη υπονοούμενα.

    Μου πήρε ένα δευτερόλεπτο να καταλάβω το λογοπαίγνιο—rupture, ρήξη—και όταν το κατάλαβα, ξέσπασα. Διπλώθηκα από τα γέλια, το κεφάλι μου έπεσε στο στήθος του. Για ακόμα μια φορά από τότε που τον γνώρισα—είχα χάσει πια το μέτρημα—μ’ έπιασε βήχας από το γέλιο.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 11ο - Εισαγωγή στην Ακκαδική ποίηση

    Παρά το γεγονός ότι δουλεύαμε και οι δύο, ο χρόνος μαζί του πέρασε με ταχύτητα αστραπής. Οι ώρες κύλησαν σαν λεπτά—ούτε που κατάλαβα για πότε πήγε μεσημέρι. Του είχα παραχωρήσει το γραφείο μου, το μεγάλο με την άνετη καρέκλα, ενώ εγώ είχα στήσει το δικό μου «γραφείο» στη γωνία. Είχα φέρει από την αποθήκη ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι—που έτριζε επικίνδυνα κάθε φορά που ακουμπούσα τους αγκώνες μου—και είχα ακουμπήσει εκεί το laptop μου.

    Κάθε τόσο γυρνούσα και τον κοίταζα, προσπαθώντας να μην ξεσπάσω σε γέλια. Είχε πλάκα όπως είχε κάτσει στο γραφείο—η στάση του επαγγελματική από τη μέση και πάνω, φορώντας το γαλάζιο πουκάμισό του και μια σκούρα μπλε γραβάτα. Από τη μέση και κάτω όμως ήταν άλλη ιστορία: σορτσάκι πέδιλα, η επιτομή του remote working dress code.

    Και φυσικά ο Μπλάκι, που είχε δύο ανθρώπους να ταλαιπωρεί αντί για έναν, είχε βρει την προσωπική του Νιρβάνα. Περπατούσε από το ένα γραφείο στο άλλο με αργά, υπολογισμένα βήματα. Πότε ερχόταν και τριβόταν στα πόδια μου νιαουρίζοντας—ακριβώς όταν ήμουν στη μέση μιας σημαντικής σύσκεψης—και πότε πήγαινε στον Maurice.

    Το ακόμα καλύτερο ήταν όταν, στη μέση ενός teams call, ο Μπλάκι αποφάσισε ότι η ώρα ήταν κατάλληλη για επίδειξη. Με ένα χαριτωμένο άλμα πήδηξε στο γραφείο, περπάτησε μπροστά από την κάμερα με την ουρά του σηκωμένη σαν περισκόπιο. Κάθισε ακριβώς μπροστά στην οθόνη και η μαύρη του αφεντομουτσουνάρα γέμισε όλο το καρέ.

    Ο Maurice, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, σήκωσε το χέρι του σε στρατιωτικό χαιρετισμό. «Αρχηγού παρόντος!» είπε σε σπαστά ελληνικά, με έντονη προφορά.

    Άκουσα εκρήξεις γέλιων από το ηχείο του laptop—όλοι οι παρευρισκόμενοι στο call είχαν ξεσπάσει. Μέχρι κι εγώ δεν άντεξα και έβαλα τα γέλια, σκύβοντας το κεφάλι μου για να μην ακουστώ στο δικό μου meeting.

    Γύρω στη μία, όταν ήρθε το διάλειμμά μου, σηκώθηκα αθόρυβα από το τραπεζάκι. Ο Maurice ήταν βυθισμένος σε ένα άλλο call, κουνώντας το κεφάλι του και μιλώντας με σοβαρό ύφος. Του έκανα νόημα ότι πάω στην κουζίνα και εκείνος μου έκλεισε το μάτι.

    Συνοδεία του Μπλάκι—που με ακολούθησε αμέσως μόλις κατάλαβε ότι πάω προς την κουζίνα—ξεκίνησα να ετοιμάζω τη γαριδομακαρονάδα. Πρώτα έδεσα τα μαλλιά μου πρόχειρα σε κότσο, χρησιμοποιώντας ένα λαστιχάκι που είχα στον καρπό μου. Μερικές τούφες ξέφυγαν αμέσως και έπεσαν στο πρόσωπό μου.

    Οι γαρίδες που είχα βγάλει το πρωί είχαν ξεπαγώσει τέλεια. Τις έβγαλα από το νεροχύτη και άρχισα τη διαδικασία. Πήρα την πρώτη γαρίδα, την κράτησα σταθερά με το ένα χέρι και με το άλλο τράβηξα προσεκτικά το κέλυφος. Τα δάχτυλά μου δούλευαν γρήγορα και μεθοδικά—πρώτα το κέλυφος, μετά η μαύρη φλέβα κατά μήκος της πλάτης. Φρόντισα να αφήσω απείραχτα τα κεφάλια—εκεί είναι όλη η γεύση.

    Τελειώνοντας με το καθάρισμα—τα χέρια μου μύριζαν θάλασσα—άρχισα να μαζεύω τα υπόλοιπα υλικά, στοιχίζοντάς τα στον πάγκο σαν στρατιώτες: ντομάτες κονκασέ που έκοψα σε μικρούς κύβους, φρέσκο σκόρδο που το έκοψα σε λεπτές φέτες, ξερό κρεμμύδι ψιλοκομμένο, το μπουκάλι με το ούζο Πλωμαρίου—το καλό, όχι μαϊμού—ρίγανη, μπούκοβο σε ένα μικρό μπολάκι, κρητικό ελαιόλαδο από το μπάρμπα μου το Σήφη, και ένα κομμάτι φέτα Κεφαλλονιάς. Το ζυμαρικό είχε ήδη αποφασιστεί: σπαγγέτι νούμερο έξι, λεπτό για να μην καπελώσει τις γαρίδες.

    Με το που άναψε το μάτι και άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο «τσσσς», ο Μπλάκι έριξε ένα σάλτο και κάθισε δίπλα στον πάγκο. Η ουρά του τυλίχτηκε γύρω από τα πόδια του, τα μάτια του καρφωμένα στο τηγάνι με το βλέμμα «αν δεν πέσει γαρίδα στο πάτωμα, θα υπάρξουν συνέπειες.» Τον έγραψα εκεί που δεν πιάνει μελάνι και έριξα μια γενναία δόση λάδι στο τηγάνι—το είδα να αρχίζει να τσιτσιρίζε—και ξεκίνησα τη διαδικασία.

    Πρώτα το κρεμμύδι. Το έριξα και ανακάτεψα με την ξύλινη κουτάλα, περιμένοντας να γυαλίσει και να γίνει διάφανο. Μετά το σκόρδο—όχι πολύ, δύο σκελίδες μόνο. Μετά οι γαρίδες. Τις έριξα προσεκτικά στο τηγάνι—πιτσιλιές λαδιού πετάχτηκαν και έκανα ένα βήμα πίσω. Για ένα γρήγορο σοτάρισμα, τόσο όσο να ροδίσουν και να πάρουν χρώμα. Τις γύριζα μία-μία με την κουτάλα, προσέχοντας να μην τις αφήσω να ψηθούν πολύ.

    Και τότε ήρθε η μεγάλη στιγμή: το ούζο. «Κάνε πέρα Μπλάκι!» του είπα γελώντας, σπρώχνοντάς τον ελαφρά με το χέρι μου.

    Πήρα το μπουκάλι, το ξεβίδωσα και άδειασα μια γενναία δόση κατευθείαν στο τηγάνι. Η φλόγα ανέβηκε ψηλά για μια στιγμή—ο Μπλάκι πήδηξε πίσω τρομαγμένος—και η κουζίνα γέμισε άρωμα. Γλυκάνισος και θάλασσα, Ελλάδα σε ένα τηγάνι. Το άφησα να εξατμιστεί, κουνώντας ελαφρά το τηγάνι με το χερούλι.

    Μετά έριξα τις ντομάτες—τσιτσίρισαν όταν έπεσαν στο καυτό λάδι—και τη ρίγανη. Τα φύλλα της άρχισαν να χορεύουν στη σάλτσα. Λίγο αλάτι από ψηλά, λίγο μπούκοβο για να δώσει ζωή, και το άφησα να σιγομαγειρευτεί. Χαμήλωσα τη φωτιά και άφησα τη μαγεία να γίνει.

    Γέμισα μια μεγάλη κατσαρόλα με νερό και την έβαλα στη φωτιά. Τα μακαρόνια μπήκαν μέσα όταν το νερό έβρασε δυνατά. Στο μεταξύ, η σάλτσα είχε δέσει υπέροχα—είχε πάρει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα και είχε πήξει ακριβώς όσο έπρεπε.

    Λίγο πριν κατεβάσω τα μακαρόνια, έριξα τις γαρίδες ξανά μέσα στη σάλτσα για να πάρουν τη νοστιμιά τους. Τους έδωσα δυο-τρεις στροφές με την κουτάλα, προσεκτικά για να μην σπάσουν. Και τέλος, η φέτα—την έκοψα σε κύβους με το μαχαίρι, όχι τριμμένη. Θες να τη βρίσκεις στο πιρούνι, να λιώνει στο στόμα σου, όχι να την ψάχνεις.

    Στράγγισα τα μακαρόνια—ο ατμός ανέβηκε και θόλωσε τα γυαλιά μου για μια στιγμή—και τα πέταξα μέσα στο τηγάνι. Πήρα το τηγάνι από τα δύο χερούλια και άρχισα να το κουνάω κυκλικά, ανακατεύοντας τα μακαρόνια με τη σάλτσα. Έπειτα συνέχισα με την ξύλινη κουτάλα, γυρίζοντας την στο τηγάνι σαν τη γριά μάγισσα στο καζάνι.

    Το άρωμα της θάλασσας και της Ελλάδας ολόκληρης πλημμύρισε την κουζίνα. Ο ατμός ανέβαινε από το τηγάνι, κουβαλώντας μαζί του όλες τις μυρωδιές—ούζο, σκόρδο, γαρίδες, ρίγανη. Δεν πέρασε πολλή ώρα και εμφανίστηκε ο αρκούδος μου στην πόρτα της κουζίνας. Στάθηκε εκεί για μια στιγμή, μυρίζοντας τον αέρα σαν κυνηγόσκυλο.

    “It smells like heaven!” μου είπε. Ήρθε από πίσω μου με αθόρυβα βήματα και με αγκάλιασε, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τη μέση μου. Το πιγούνι του ακούμπησε στον ώμο μου.

    “Wait until you taste it!” του απάντησα, σβήνοντας το μάτι. Γύρισα εντελώς μέσα στην αγκαλιά του και τον κοίταξα. Είχε ακόμα τη γραβάτα αλλά την είχε χαλαρώσει και τα πρώτα δύο κουμπιά του πουκαμίσου ήταν ανοιχτά. «Το φαγητό είναι έτοιμο, ό,τι ώρα θέλεις τρώμε!»

    “How about now?” με ρώτησε γεμάτος προσμονή. Τα μάτια του έλαμπαν σαν μικρού παιδιού μπροστά σε βιτρίνα ζαχαροπλαστείου. “I have my lunch break; can you manage to pull it off?”

    Χαμογέλασα πλατιά. «Μπορώ αρκούδε μου, δεν έχω άλλα calls για σήμερα!» του είπα, ήδη ανοίγοντας τα ντουλάπια.

    Έβγαλα το ψωμί και έκοψα τέσσερις φέτες—μία για μένα και τρεις για τον αρκούδο μου. Τις έβαλα στην τοστιέρα να ψηθούν ελαφρά, μέχρι να πάρουν χρυσαφί χρώμα. Στο μεταξύ άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα τρεις παγωμένες μπύρες. Τις πήρα στο νεροχύτη και τις έπλυνα προσεκτικά με κρύο νερό, τρίβοντας με το σφουγγαράκι για να φύγει οποιοδήποτε υπόλειμμα.

    Σαλάτα δεν έκοψα—η γαριδομακαρονάδα δε θέλει καπέλωμα στη γεύση! Πρέπει να είναι αυτή η πρωταγωνίστρια του τραπεζιού. Κοίταξα την ποσότητα στο τηγάνι και σκέφτηκα ότι αν ήμουν μόνη μου, θα μου έφτανε να τρώω μεσημέρι-βράδυ για δύο μέρες. Αλλά του Βέλγου μου παρόντος, αμφιβάλλω αν θα μου έμενε έστω και λίγη για το βράδυ.

    Oh, well, who cares?

    Του σέρβιρα μια γενναιόδωρη μερίδα—σχεδόν ξεχείλισε από το πιάτο—φροντίζοντας να βάλω και πολλές γαρίδες. Η φέτα είχε λειώσει δημιουργώντας μικρές λιμνούλες στη σάλτσα. Έφερα τα πιάτα στο τραπέζι και κάθισα απέναντί του.

    “Cheers!” του είπα, ανοίγοντας τις πρώτες δύο μπύρες και σήκωσα το κουτί μου προς το δικό του.

    “Cheers!” μου απάντησε με ενθουσιασμό. Χτύπησε το κουτί του με το δικό μου και, όπως το είχα σωστά υπολογίσει, η πρώτη μπύρα του Maurice άδειασε πριν καν αγγίξει το πιάτο του. Τρεις μεγάλες γουλιές και το κουτί ήταν άδειο. Το άφησε στην άκρη με ένα στεναγμό γεμάτο απόλαυση και άνοιξε το δεύτερο κουτί.

    Πήρα το μύλο με το πιπέρι και πασπάλισα έξτρα και στα δύο πιάτα—μου αρέσει να καίει λίγο. Ο Maurice με παρατηρούσε καθώς έστριβα τον μύλο, χαμογελώντας. Του έδωσα το πιρούνι του και ξεκινήσαμε να τρώμε.

    Τύλιξε την πρώτη πιρουνιά με προσοχή, φροντίζοντας να πάρει λίγο από όλα—μακαρόνια, σάλτσα, μια γαρίδα, ένα κομματάκι φέτα. Την έφερε στο στόμα του και μόλις δάγκωσε, τα μάτια του γούρλωσαν. Σταμάτησε να μασάει για μια στιγμή, έκλεισε τα μάτια και ένας ήχος ευχαρίστησης βγήκε από το στήθος του.

    “OH! MY! FUCKING! GODS!” Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και με κοίταξε σαν να με έβλεπε για πρώτη φορά. “I DIED AND I AM IN HEAVEN!”

    Η καρδιά μου φούσκωσε από υπερηφάνεια. Ένιωσα τόση χαρά που παραλίγο να χοροπηδήσω στην καρέκλα μου. Λέρωσα τα βρακιά μου από τη χαρά μου—κυριολεκτικά ένιωσα μια υγρασία εκεί που δεν έπρεπε.

    «Τι σ’ αρέσει πιο πολύ, αυτό ή τα παϊδάκια;» τον ρώτησα παιχνιδιάρικα, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι.

    Είχε ήδη βάλει άλλη μια τεράστια πιρουνιά στο στόμα του. Τα μάγουλά του ήταν φουσκωμένα και προσπαθούσε να μασήσει και να μιλήσει ταυτόχρονα. «Αυτό με παϊδάκια!» μου απάντησε μπουκωμένος, σκεπάζοντας το στόμα του με το χέρι του.

    Ξέσπασα σε γέλια. «Δεν πάει ρε όργιο!» του απάντησα ξεκαρδισμένη, χτυπώντας το χέρι μου στο τραπέζι. Κατάπιε με κόπο την μπουκιά του και ήπιε μια γουλιά μπύρα για να τη βοηθήσει να κατέβει.

    «Νομίζεις!» μου είπε με πονηρό ύφος. Αμέσως μετά τύλιξε πάλι μια τεράστια πιρουνιά μακαρόνια γύρω από το πιρούνι του—η κίνηση του καρπού του ήταν τόσο εξασκημένη που έμοιαζε με τέχνη. Με κοίταξε στα μάτια και το πρόσωπό του πήρε μια ξαφνικά σοβαρή έκφραση παρά το γεγονός ότι τα μάτια του έλαμπαν σκανταλιάρικα. “Is it too early to ask you to marry me?”

    Παρόλο που ήξερα ότι το έλεγε πειρακτικά, η καρδιά μου σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο και μετά έκανε δεκαπέντε κωλοτούμπες—το πιρούνι μου έμεινε στον αέρα, στα μισά της διαδρομής προς το στόμα μου.

    “Wait until you meet Ευτύχω!” του είπα χαχανίζοντας, προσπαθώντας να κρύψω πόσο γρήγορα χτυπούσε η καρδιά μου. “You may change your mind!”

    Ακούμπησε το πιρούνι του και ίσιωσε την πλάτη του. Σήκωσε τις γροθιές του και άρχισε να χτυπάει το στήθος του σαν γορίλλας—μπαμ, μπαμ, μπαμ. “I’m up for the challenge!” φώναξε με θεατρική φωνή. “I’m the beer bearing bear! Don’t you ever forget that; just say when!”

    Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ, “When!” του απάντησα σχεδόν αμέσως, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.

    Το πρόσωπό του φωτίστηκε. “It’s a date then!” μου απάντησε θριαμβευτικά. Και χωρίς να χάσει ούτε δευτερόλεπτο, έσκυψε και ρίχτηκε πάλι στη γαριδομακαρονάδα σα να μην υπήρχε αύριο.

    Που, μεταξύ μας, για τη γαριδομακαρονάδα δεν υπήρξε!

    Άφησα το πιρούνι μου στο πιάτο με μια αργή κίνηση. Τα χέρια μου ακούμπησαν στο τραπέζι και έγειρα ελαφρά μπροστά. Τον κοίταξα στα μάτια—εκείνα τα απίστευτα γκριζογάλανά του μάτια που με κοιτούσαν με περιέργεια. «Σοβαρά τώρα, Maurice, θα ήθελες να γνωρίσεις τους δικούς μου;»

    Σταμάτησε να μασάει. Το πιρούνι του έμεινε ακίνητο στον αέρα και με κοίταξε με την απορία ζωγραφισμένη στα μάτια. Τα φρύδια του σούφρωσαν ελαφρά, το κεφάλι του γύρισε λίγο στο πλάι.

    «Γιατί να μη θέλω να γνωρίσω τους δικούς σου;» Η φωνή του ήταν γεμάτη ειλικρινή έκπληξη. Ακούμπησε το πιρούνι του και σκούπισε το στόμα του με την πετσέτα. «Κι εγώ θέλω να γνωρίσεις τους δικούς μου!» μου είπε με τόση φυσικότητα που ήταν σαν να μου έλεγε ότι ο ουρανός είναι γαλάζιος.

    Και πάρ’ την κάτω και πάλι τη δικιά σου.

    Το συναίσθημα με χτύπησε σαν κύμα. Από το πουθενά, ένιωσα τα μάτια μου να τσούζουν. Προσπάθησα να το συγκρατήσω, να το καταπιώ, αλλά ήταν αργά. Τα πρώτα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά μου. Με πήραν τα ζουμιά—είπαμε τα έχω εύκολα, sue me!

    Ο φουκαράς ταράχτηκε. Το πρόσωπό του άλλαξε από έκπληξη σε ανησυχία σε ένα δευτερόλεπτο. Άφησε κάτω τα μαχαιροπίρουνα με βιασύνη—έπεσαν στο πιάτο με έναν δυνατό ήχο—και σηκώθηκε τόσο γρήγορα που η καρέκλα του παραλίγο να πέσει. Με δύο βήματα ήταν δίπλα μου. Γονάτισε δίπλα στην καρέκλα μου και έσκυψε από πάνω μου.

    «Τι είναι μωρό μου; Γιατί κλαις;» με ρώτησε τρυφερά. Η φωνή του ήταν απαλή, γεμάτη ανησυχία. Το ένα του χέρι ανέβηκε και σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλό μου.

    Έπιασα τα χέρια του και τα έσφιξα δυνατά. Τα δάκρυα έτρεχαν πιο γρήγορα τώρα, αλλά χαμογελούσα. Ένα μεγάλο, πλατύ, ηλίθιο χαμόγελο που έκανε τα μάγουλά μου να πονάνε.

    “I’m happy!” του απάντησα μέσα στους λυγμούς μου. Η φωνή μου έσπασε αλλά δεν με ένοιαζε. Αγκάλιασα τα χέρια του σφιχτά, τραβώντας τα κοντά στο στήθος μου. “I AM HAPPY! I AM HAPPY!” φώναξα δυνατά.

    Ήθελα να το ακούσει όλος ο κόσμος. Ήθελα οι γείτονες να βγουν στα μπαλκόνια τους. Ήθελα τα πουλιά να σταματήσουν να κελαηδούν για να ακούσουν. Εκείνη τη στιγμή ήμουν ευτυχισμένη και ήθελα να το μάθει όλο το σύμπαν.

    «Σ’ αγαπάω, μικρή μου κλαψιάρα μάγισσα!» μου είπε σκουπίζοντάς μου τρυφερά τα μάτια.

    «Πολύ-πολύ-πολύ;» τον ρώτησα ρουφώντας δυνατά τη μύτη μου—ο ρομαντισμός θα με φάει.

    «Πολύ-πολύ-πολύ!» μου έκανε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι. «Κι αν μ’ αφήσεις να φάω τη γαριδομακαρονάδα χωρίς να μου ξαναβάλεις τα κλάματα, ακόμα περισσότερο!» συνέχισε πειρακτικά.

    “No promises!” του απάντησα με το κλάμα μου να μετατρέπεται μέσα σε μια στιγμή σε κλαυσίγελο, για να κερδίσω ένα μεγαλοπρεπέστατο BRRRRRR στα μούτρα, που έκανε το γέλιο μου ακόμα πιο δυνατό.

    Τον άφησα να γυρίσει στη θέση του και σηκώθηκα και πήγα στο ψυγείο να βγάλω άλλα δύο κουτιά παγωμένη μπύρα, μπύρα την οποία θα έπρεπε να αρχίσω να αγοράζω σε χονδρική! Χαχάνισα στη σκέψη αυτών που θα άνοιγαν τη σακούλα της ανακύκλωσης η οποία θα ήταν τίγκα γεμάτη στα άδεια κουτιά μπύρας! Θα νόμιζαν ότι έπεσαν σε αλκοολικό!

    “That’s one of the uncountable infinite reasons I love you!” μου πέταξε όταν του έδωσα τα πλυμένα κουτιά.

    «Μη με αρχίσεις στα μαθηματικά! Είδα κι έπαθα να ξεφορτωθώ τον μαλάκα τον αδερφό μου!» του είπα πειρακτικά, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. «Μίλα μου για ruptures, για H-SYNC, για raster splits, αλλά όχι άλλα μαθηματικά!» συνέχισα, με πιο δραματικό ύφος από τον Κούρκουλο στη σκηνή “Όχι άλλο κάρβουνο!”

    “Technically speaking,” δεν άντεξε ο νέρντουλας μέσα του, “rupture is the raster split!”

    “Ok, that’s it… I’ll pivot table you to oblivion!” τον απείλησα!

    “The Horror! The Horror!” μου απάντησε, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια, αλλά αυτή τη φορά με το πιάτο της γαριδομακαρονάδας μπροστά του, δεν είχαμε τρίτη επανάληψη του μονολόγου του συνταγματάρχη Kurtz. Άνοιξε το τρίτο κουτάκι με τη μπύρα και το κατέβασε μονορούφι, κάνοντας ένα απολαυστικό «ΑΑΑΑΑΧ» στο τέλος.

    Να δω μετά πως θα συνέχιζε το home office!

    Το πιάτο του άδειασε σε χρόνο ρεκόρ, και φυσικά του το γέμισα και πάλι, φέρνοντας άλλες δύο μπύρες από το ψυγείο. Πλάκα στην πλάκα, θα έπρεπε να πάω και πάλι σούπερ μάρκετ, οι μπύρες εξαφανιζόντουσαν πιο γρήγορα και από το δώρο του Πάσχα!

    Τέλειωσε και το δεύτερο πιάτο, και ήπιε και την έκτη του μπύρα. «Θέλεις άλλο μωρό μου;» τον ρώτησα, όχι ότι είχε μείνει και τίποτα εδώ που τα λέμε, ίσα που θα μου έφτανε εμένα για το βράδυ, αν το συνόδευα με ένα καρβέλι ψωμί.

    “Nope, I’m good!” μου απάντησε τρίβοντας την κοιλιά του. “Where is Blackie?” ρώτησε ξαφνικά, τον είχαμε χάσει τόση ώρα και δεν είχε έρθει καν για την καθιερωμένη του τράκα.

    “He really doesn’t like ouzo!” του απάντησα, κάνοντας τον να βάλει τα γέλια. Πράγματι, πέρα από το ότι είχε τρομάξει όταν έριξα το ούζο στο τηγάνι, η μυρωδιά δεν του άρεσε καθόλου, οπότε προτίμησε να μας αφήσει στην ησυχία μας να φάμε σαν άνθρωποι.

    Δηλαδή σαν κανίβαλοι φάγαμε και οι δύο, δεν ήταν μόνο ο Maurice που έφαγε τη γαριδομακαρονάδα σα να μην υπήρχε αύριο, το ίδιο έκανα κι εγώ, αν και έμεινα στη μία μπύρα!

    «Τι ώρα θα γυρίσεις το βράδυ;» με ρώτησε ξαπλώνοντας στην καρέκλα, του είχα πει ότι σήμερα θα έβγαινα με τη Μαίρη.

    «Δε θα αργήσω,» του απάντησα ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους μου. «Λογικά κοντά στα μεσάνυχτα, δε θα το ξενυχτήσουμε!»

    «Να της δώσεις τους χαιρετισμούς μου!» μου είπε.

    «Θα της τους δώσω μωρό μου,» τον διαβεβαίωσα. «Θα έχεις κοιμηθεί όταν γυρίσω;»

    «Όχι,» μου απάντησε χαμογελώντας μου τρυφερά. «Δεν πέφτω για ύπνο χωρίς βίντεο κλήση με τη μικρή μου μάγισσα!»

    Ούτε που κατάλαβε για πότε βρέθηκα πάνω στα πόδια του. Σαν το επεισόδιο με τα αγάλματα στο Doctor Who, ένα blink και ήμουν στην καρέκλα μου, επόμενο blink και έχω βρεθεί στην αγκαλιά του, τον έχω αρπάξει από το σβέρκο και τον φιλάω σα να μην υπάρχει αύριο. Πέρασε το χέρι του από πίσω μου και με κράτησε ακόμα πιο σφιχτά.

    “From beer bearing bear to doctor Who in one blink!” μου είπε χαχανίζοντας, δεν ήμουν η μόνη που ήξερε το σχετικό επεισόδιο. Που μεταξύ μας, δεν το ήξερα, το είχα δει σε κάποιο ιντερνετικό meme and being me, είχα κάτσει να το ψάξω για να καταλάβω την αναφορά.

    Εννοείται ότι δεν σηκώθηκα από πάνω του, για τρελές ψάχνετε; «Εσύ τι θα κάνεις μωρό μου;» τον ρώτησα χαϊδεύοντάς του το πρόσωπο.

    «Σήμερα έχει video call με τους δικούς μου, για να μην τ’ ακούσω και πάλι από την Martine!» μου είπε χαχανίζοντας. «Και μετά θα συνεχίσω το παιχνίδι που γράφω, μου ήρθε μια ξαφνική έμπνευση και θεωρώ ότι μπορώ να κερδίσω κάμποσα NOPs»

    “Nopes?” τον ρώτησα με απορία, μην καταλαβαίνοντας γρι.

    “No N-O-P-E” μου είπε χαχανίζοντας, συλλαβίζοντας τα γράμματα ένα-ένα “N-O-P, it’s a Z80 operand that means No Operation, it takes exactly one CPU cycle to be executed, so we use it as cycle counter.”

    “NOPE!” του είπα κουνώντας το κεφάλι μου εμφατικά, κάνοντάς τον να βάλει και πάλι τα γέλια!

    “But why? Removing EX AF,AF’ and using B as counter it helps me save 287 NOPs. Using the same trick, changing LD BC, to LD B, not only I use an 8-bit instead of 16-bit integer, but I’m saving 24 NOPs. Since my structure is 256-bit aligned, INC DE can be changed the same way to INC E, saving me another 144/2=72 NOPs” μου είπε με ενθουσιασμό μικρού παιδιού που μ’ έκανε να γελάσω, παρά το γεγονός ότι μου μιλούσε σε γραμμική-Β.

    “Ok, I’m opening the Excel!” τον απείλησα και με κοίταξε με το βλέμμα του Jonesy όταν είδε το xenomorph να σηκώνεται πίσω από τον Stanton.

    (Εντωμεταξύ 16 χρονών εγώ όταν ο πατέρας μου, casually, μου είπε “έλα να δρούμε ένα θριλεράκι. Δε μπορούσα να κοιμηθώ κανένα δίμηνο, να πούμε!)

    “Please, oh please, mighty Goddess of shrimp pasta, have mercy on my soul!” μου έκανε με θεατρική απελπισία. Σταμάτησε. “…or I won’t make your cute butt redder than usual!”

    “WHAT?” του απάντησα με εξίσου θεατρική οργή. “THIS IS BLACKMAIL!”

    “All’s fair in love and war!” μου είπε.

    “BRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRR” του έκανα στα μούτρα, γεμίζοντάς τον σάλια, και κάνοντάς τον να βάλει και πάλι τα γέλια, και όπως καθόμουν και πάνω στα πόδια του, ένιωσα να τραντάζομαι σα να γινόταν σεισμός 9 ρίχτερ! “That been said, I do love you!”

    “I know!” μου απάντησε με την καλύτερη μίμηση του Han Solo, κερδίζοντας ακόμα ένα μεγαλοπρεπέστατο “BRRRRRRRRR” στα μούτρα.

    Σηκωθήκαμε από το τραπέζι και οι δύο με βαριά καρδιά να επιστρέψουμε στο home office μας. Είχαμε γλείψει και οι δύο τα πιάτα, ούτε καν ξέπλυμα δεν χρειαζόντουσαν πριν τα βάλουμε στο πλυντήριο πιάτων. Στο δωμάτιο-γραφείο μας περίμενε και ο Μπλάκι που είχε ξαπλώσει πάνω στο κλειστό μου laptop σαν πασάς στα Γιάννενα.

    «Σήκω βρε ρεμάλι να κάνουμε και καμιά δουλειά!» του είπα και τον πήρα αγκαλιά και του έσκασα ένα φιλί στη μύτη. Με κοίταξε με το ύφος «ρε πας με τα καλά σου;» και έδωσε ένα σάλτο και έφυγε από την αγκαλιά μου και πήγε να κάτσει δίπλα στο laptop του Maurice. Από εκείνον τουλάχιστον δεν θα κινδύνευε από αγκαλίτσα με το ζόρι και φιλί στη μούρη!

    «Θες ακόμα ένα καφεδάκι μωρό μου;» ρώτησα τον Maurice με το που άνοιξε το laptop του. «Εγώ αν δεν πιώ ακόμα ένα, θα σωριαστώ!»

    «Ναι, όσο πιο παγωμένο γίνεται!» μου απάντησε χαμογελαστός, και μετά σοβάρεψε και επέστρεψε στη δουλειά που είχε αφήσει στη μέση.

    Ναι, δεν ξέρω πως το καταφέρνουν αυτό, τα ίδια κάνει και το αδερφάκι μου. Εμένα, πάλι, αν αφήσω κάτι στη μέση—ειδικά αν μετά ακολουθήσει φαγητό—μου παίρνει αρκετή ώρα μέχρι να καταφέρω να συνεχίσω. Αναστέναξα σα να μου είχαν πέσει έξω τα καράβια που δεν έχω, και έκανα μια γρήγορη παραγγελία στο e-food.

    Εγώ δεν είχα άλλα calls αλλά ο Maurice είχε, οπότε όταν ήρθαν οι καφέδες, σηκώθηκα σιγά-σιγά για να μην κάνω φασαρία, και πήγα στην εξώπορτα και περίμενα τον ντελιβερά. Επέστρεψα πατώντας σχεδόν στα νύχια των ποδιών μου και του άφησα το καφέ στην άκρη. Αγνοώντας ότι ήταν σε call, γύρισε και με κοίταξε για μια στιγμή, και μου χάρισε το πιο γλυκό του χαμόγελο, και μετά σοβάρεψε και πάλι και επέστρεψε στο Γολγοθά του.

    Επέστρεψα κι εγώ στο SPSS, που παρά την αρχική μου γκρίνια για την αναβάθμιση από v26 σε v29, είχα αρχίσει να ερωτεύομαι την τελευταία και με το νόμο. Τι να πιάσεις και τι να αφήσεις; Το command palette που είχες όλες τις λειτουργίες της εφαρμογής στα δάχτυλα χωρίς να χρειάζεται να ψάχνεις σε menus? Τα survival models? Τα violin plots που αν γνώριζες στατιστική καταλάβαινες με μια ματιά τι σου λένε τα δεδομένα;

    Ακόμα θυμάμαι την πρώτη μου μέρα με τη νέα έκδοση. Ήθελα να πω πως πάλι η “αναβάθμιση” είναι για τα μάτια του marketing. Πάλι θα πληρώσουμε για νουμεράκια στο interface και τίποτα ουσιαστικό.

    Αλλά μετά… άνοιξα την εφαρμογή.

    Δεν πρόλαβα να πιώ την πρώτη γουλιά καφέ και το SPSS με κοίταξε στα μάτια. Το search-as-you-type στο πάνω μέρος ήταν σαν να διαβάζει τη σκέψη μου. Πληκτρολόγησα “regression” και αντί να χαθώ σε nested menus, μου εμφάνισε μπροστά μου Lasso, Ridge, Linear… τα πάντα.

    Μετά, ήρθαν τα Survival Models. Κι όχι απλώς Kaplan-Meier, αλλά Accelerated Failure Time με κατανομές που είχαν νόημα για έναν αναλυτή. Weibull, Log-Normal, Log-Logistic… το SPSS είχε κάνει μεταπτυχιακό από μόνο του.

    Τα συμβόλαια των ναυλώσεων που άλλοτε τα έβλεπα σαν πίνακες με ημερομηνίες, τώρα αποκτούσαν συμπεριφορά, ρυθμό, duration με υπόβαθρο. Μπορούσα να προβλέψω πραγματικά και όχι απλώς να παριστάνω την analyst που βγάζει μέσους όρους.

    Και ύστερα το violin plot. Αυτό δεν ήταν απλό γράφημα. Ήταν συμμετρία, ήταν μορφή, ήταν ουσία. Η κατανομή εμφανιζόταν μπροστά μου σαν να κάνει επίδειξη, σαν να λέει “κοίτα πού είμαι πυκνό, κοίτα πού είμαι αραιό”.

    Μια εικόνα χίλιες λέξεις, πραγματικά. Βέβαια, έπρεπε να έχεις την κατάλληλη εκπαίδευση για να καταλάβεις τι σου έλεγε το γράφημα, αλλά άπαξ και την είχες, δεν χρειαζόταν άλλη επεξήγηση, μια ματιά αρκούσε!

    Αν και εγώ συνήθως σταματάω το home office γύρω στις έξι, κάθισα στο γραφείο να κάνω παρέα στον Maurice. Ο φουκαράς είχε μπλέξει σε ένα call που είχε τον ατελείωτο και με το ζόρι κρατούσα τον εαυτό μου να μη βάλει τα γέλια από τις θεατρικές του εκφράσεις ωμής απελπισίας. Με τη Μαίρη έτσι κι αλλιώς είχαμε ραντεβού στις οχτώ, οπότε είχα μπροστά μου πολύ χρόνο.

    Λίγο πριν τις επτά, κατάφερε επιτέλους να απεμπλακεί από το call, και έκλεισε το laptop του με τέτοια ανακούφιση, που αυτή τη φορά δεν μπόρεσα να κρατηθώ, έβαλα τα γέλια.

    «Σε βασανίζουν αρκούδι μου;» τον ρώτησα χαχανίζοντας. «Δώσε μου ονόματα και διευθύνσεις και θα τους κλάψει η μάνα τους!»

    “The horror! The horror!” μου έκανε θεατρικά, βάζοντας και αυτός τα γέλια. «Άλλα έγραψα στους Ινδούς, άλλα κατάλαβαν…»

    «Ινδούς;» τον ρώτησα απορημένη.

    «Ναι, έχουμε ολόκληρο team στην Ινδία. Εξαιρετικοί προγραμματιστές αλλά πιο εύκολα γράφεις assembly σε 6502 παρά συνεννοείσαι μαζί τους,» μου είπε και μετά μου έκανε μια εκπληκτική μίμηση με Ινδική προφορά. Καλά, όχι ότι θα καταλάβαινα ακόμα και αν μου μίλαγε σαν καθηγητής της Οξφόρδης, αλλά η ινδική προφορά ήταν a special level for hell, χειρότερη και από το να φοράς πέδιλα με κάλτσες.

    “No-no, Mr. Mertens, this wasn’t stated in functional specifications!” μου είπε με ινδική προφορά και κούνησε το κεφάλι του με απελπισία. «Λες και δεν είναι αυτονόητο ότι πρέπει να κάνουν bound checking και error handling!»

    «Μα είναι δυνατόν;» ξέσπασα θεατρικά χωρίς να έχω καταλάβει γρι.

    Ο Maurice έβαλε τα γέλια. «Κατάλαβες τι μου είπε;»

    «Όχι!» του απάντησα χαχανίζοντας και σηκώθηκα από την καρέκλα μου, τεντώνοντας το σώμα μου για να ξεπιαστώ.

    «Τι ώρα έχεις ραντεβού με τη Μαίρη;» με ρώτησε καθώς μάζευε το laptop του.

    «Στις οχτώ στο Μαρούσι, έχουμε χρόνο!» του είπα καθησυχαστικά. «Και στην τελική-τελική, αν χρειαστεί την παίρνω ένα τηλέφωνο και της λέω να βρεθούμε μισή ώρα αργότερα!»

    “I really need a smoke!” μου είπε μπαφιασμένος.

    «Κάτσε να σου φέρω ένα τασάκι,» του είπα αλλά δε με άφησε.

    «Δε θέλω να καπνίσω μέσα στο σπίτι!» μου είπε και σηκώθηκε, ζορίζοντάς με ελαφρά, είναι η αλήθεια, καθώς είχα να καθαρίσω το μπαλκόνι από τον καιρό του Νώε.

    «Δεν… δεν έχω καθαρίσει το μπαλκόνι,» του είπα σχεδόν τραυλίζοντας.

    Ήρθε και με πήρε στην αγκαλιά του και έβαλε το δάχτυλό του κάτω από το σαγόνι μου, αναγκάζοντας το κεφάλι μου να σηκωθεί. “I don’t care, babe!” μου είπε τρυφερά. Μετά τα μάτια του έγιναν παιχνιδιάρικα και πάλι. “But since you do, that’s fifteen slaps in each buttock!” συνέχισε, κάνοντάς με και πάλι σε μια στιγμή να χαμογελάω σαν ηλίθια.

    «Κάτσε να δεις το μπαλκόνι και θα γίνουν πενήντα σε κάθε κωλομέρι,» του απάντησα χαχανίζοντας, κάνοντάς τον να βάλει και εκείνος τα γέλια.

    Βγήκαμε στο μπαλκόνι, και άναψε το τσιγάρο που είχε πάρει μαζί του. Έσκυψε κρατώντας απαλά τα κάγκελα κοιτώντας κάτω στο δρόμο και τράβηξε μια ηδονική ρουφηξιά. Πήγα από πίσω του και τον αγκάλιασα από τη μέση, γέρνοντας ελαφρά πάνω του, και προσέχοντας να μην προσθέσω το βάρος μου στο δικό του. Καθίσαμε έτσι μέχρι που κάπνισε το τσιγάρο του και μετά επιστρέψαμε στο σαλόνι.

    «Θες να σου φέρω μια μπύρα;» τον ρώτησα όταν έκατσε στον καναπέ.

    «Όχι,» μου απάντησε και μου χτύπησε τα μπούτια του, κάνοντάς μου νόημα να ανέβω πάνω του. «Έχεις κανονίσει τίποτα για αύριο;» με ρώτησε.

    «Όχι, το τριήμερο ανήκει στον αρκούδο μου!» του απάντησα γλυκουλινιάρικα. «Είπα στη Μαίρη αν θέλει να πάμε για κανένα μπανάκι μαζί την Κυριακή, αλλά θα πάει Μύκονο!»

    «Μύκονο;» με ρώτησε ο Maurice.

    «Ναι, έχει—ή μάλλον, η οικογένειά της έχει—ιδιωτική βίλλα,» του απάντησα και σφύριξε εντυπωσιασμένος. «Στο είχα πει, δεν στο είχα πει; Πλουσιοκόριτσο από τζάκι.»

    “Good for her,” μου είπε. «Εμείς τι θα κάνουμε;»

    «Ό,τι θέλεις αρκούδε μου!» του απάντησα χαϊδεύοντάς του με τα χέρια μου το πρόσωπό του. «Αρκεί αυτό να περιλαμβάνει ότι Παρασκευή και Σάββατο βράδυ θα κοιμηθούμε αγκαλίτσα!» συμπλήρωσα χαχανίζοντας σαν κοριτσάκι.

    «Κυριακή όχι;» με ρώτησε με δήθεν παραπονεμένη φωνή, κάνοντάς με να τσιρίξω και να τον ζουπίσω πάνω μου. Και άλλο που δεν ήθελε, το καυλοράπανο, όπως βρέθηκε με το πρόσωπό του στο στήθος μου.

    «Βρε τέρας!» του είπα χαμογελαστή, νιώθοντας τον ερεθισμό του από κάτω μου.

    “Well… boys… boobies… you know the drill!” μου απάντησε με σκανταλιάρικο ύφος.

    “Say no more, Sir!” του είπα και σε χρόνο ρεκόρ είχα μείνει γυμνή από πάνω, δένοντας τα μαλλιά μου κότσο και γονατίζοντας μπροστά του.

    “Oh boy!” έκανε με ένα χαμόγελο από τη μια μεριά του προσώπου ως την άλλη ενώ εγώ ήμουν ήδη με το στόμα γεμάτο. Αν και δεν το έκανα βιαστικά, φαίνεται ότι είχε φοβερές ορέξεις, γιατί ούτε ένα πεντάλεπτο αργότερα έλαβα τους καρπούς των κόπων μου σε υγρή—πικρούτσικη αυτή τη φορά—μορφή.

    Το πρωί είχε κοντέψει να με πνίξει, μιλάμε για πολύ πράγμα. Το απόγευμα, μια από τα ίδια. Και άντε, το πρωινό να το καταλάβω, είχε μαζευτεί από προχθές, το απογευματινό πότε πρόλαβε και μαζεύτηκε, μου λέτε; Όπως κάθε φορά του τον έκανα λαμπίκο και μετά σήκωσα το βλέμμα μου πάνω του.

    “I hope it was to your liking, Sir!” του είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου πειρακτικά, και για πότε με σήκωσε και με ξάπλωσε στα γόνατά του, και για πότε βρέθηκα ξεβράκωτη, και για πότε άρχισαν να πέφτουν απανωτές χαβαλεδιάρικες σφαλιάρες στα μεριά μου, ούτε που το κατάλαβα.

    Blink and you will miss it, σκέφτηκα χαχανίζοντας.

    «Ορίστε, γελάει η θρασύτατη!» μου έκανε με θεατρική αγανάκτηση. «Τώρα θα δεις!» μου έκανε με προσποιητή απειλή.

    Ναι, αυτή τη φορά δεν ήταν παιχνιδιάρικες σφαλιάρες… ήταν γαργάλημα μέχρι που είπα το δεσπότη Παναγιώτη.

    ΤΟΝ ΛΑΤΡΕΥΩ!

    Με άφησε να βρω τις ανάσες του και σκαρφάλωσα ξανά πάνω του αγκαλιάζοντάς τον σαν κοάλα που το έχουν στρώσει στο κυνήγι όλα τα dingo της Αυστραλίας και γαυγίζουν κάτω από τον ευκάλυπτό του. Έχωσα το κεφάλι μου στο λαιμό του και ρούφηξα την ανδρική του μυρωδιά.

    «Αυτές ήταν για το μπαλκόνι;» του έκανα χαβαλεδιάρικα, και ένιωσα πάλι να γίνεται σεισμός καθώς ο αρκούδος μου τρανταζόταν από τα γέλια.

    “How the hell dig you manage to remain single?” με ρώτησε όταν ηρέμισε από τα γέλια. Με έκανε ελαφρά πίσω για να με βλέπει στα μάτια. “I mean it Sophie! How the hell did you manage to remain single? How the hell I was so lucky?”

    Ένιωσα τα μάτια μου να τσούζουν και πάλι. Δεν τον ρώτησα αν το εννοούσε, το έβλεπα στα μάτια του. Τη συνέχεια μπορείτε να τη φανταστείτε, εγώ να κλαίω με λυγμούς γερμένη στο λαιμό του, και ο Maurice να με χαϊδεύει τρυφερά στα μαλλιά.

    “At least I managed to finish my pasta!” μου είπε όταν ηρέμισα κάπως, και για ν-οστή φορά βρέθηκα από το κλάμα στο υστερικό γέλιο μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου.

    Είναι να μην τον λατρεύω;

    «Αύριο έχουμε επέτειο!» μου είπε κάνοντας την καρδιά μου να χτυπήσει και πάλι σαν ταμπούρλο. «Ξέρω μια καλή ταβέρνα στον Άγιο Στέφανο!» συνέχιζε χαχανίζοντας με νόημα.

    Παϊδάκια, χωριάτικη τίγκα στο κρεμμύδι και τζατζίκι που κάνει το μεξικάνικο να μοιάζει με φιδέ… Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά για μένα αυτός είναι ο ορισμός του ρομαντισμού!

    “I do!” του είπα χτυπώντας παλαμάκια από τον ενθουσιασμό μου, κάνοντάς τον να βάλει ξανά τα γέλια. Μετά το πρόσωπό του έγινε πιο σοβαρό. «Και Σάββατο βράδυ, αν το θες και μπορούν και εκείνοι, γνωρίζω και τους γονείς σου!»

    Η καρδιά μου έκανε πάλι δέκα τούμπες και αυτή τη φορά κατάφερα να μη βάλω τα κλάματα, αντιθέτως το έριξα στο χαβαλέ. «Μωρέ εγώ θέλω, εσύ είσαι σίγουρος ότι ξέρεις που έμπλεξες;»

    “No-no, Madam Aloizaki” μου είπε με ινδική προφορά, λέγοντας το επίθετό μου με κάποια δυσκολία. “I really love souvlakia, I don’t just indulge your beautiful daughter!”

    Το ότι έχω ακόμα συκώτια, το λες και θαύμα.

    Ο Maurice τελικά έφυγε γύρω στις εφτά και μισή, έχοντας δώσει πρώτα τηλεφωνικό ραντεβού για να τα μιλήσουμε όταν γυρίσω από την έξοδό μου με τη Μαίρη και αύριο που θα περνούσε από το σπίτι μου αμέσως μετά που σχολούσε.

    Έστειλα στη Μαίρη ένα μήνυμα να αλλάξουμε το ραντεβού στις οκτώ και μισή για να προλάβω να ετοιμαστώ, εξηγώντας της ότι έγινε για πολύ καλό λόγο και ότι θα της τα πω αναλυτικά από κοντά.

    Είχαμε δώσει ραντεβού στην Τροχαλία. Το παρκάρισμα εκεί κοντά είναι περιπέτεια ακόμα και για το πεντακοσαράκι μου, αλλά στάθηκα τυχερή και βρήκα να παρκάρω μόλις ένα στενό παρακάτω. Η Μαίρη που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του είχε κλείσει τραπέζι, οπότε απλά έδωσα το όνομά της στον υπεύθυνο υποδοχής και με οδήγησαν στον κήπο.

    Παρά το γεγονός ότι ήταν καθημερινή, το μπαρ ήταν γεμάτο από νεαρόκοσμο. Τα γέλια και οι φωνές ανακατεύονταν με τη μουσική που έπαιζε διακριτικά. Διψούσα οπότε παράγγειλα αμέσως να μου φέρουν μια Radler. Το δεκάλεπτο που την περίμενα το πέρασα χαζεύοντας τον κόσμο.

    Στις εννιά παρά εικοσιπέντε, καθυστερημένη όπως πάντα ακριβώς πέντε λεπτά, ήρθε και η λεβέντισσα. Την είδα να περπατάει ανάμεσα στα τραπέζια με εκείνο το χαρακτηριστικό της βήμα—σίγουρο, ελαφρύ, σαν να επέπλεε. Και όπως πάντα, σχεδόν όλα τα κεφάλια γύρισαν να την κοιτάξουν.

    Δεν ήταν ότι φορούσε τίποτα εξεζητημένο ώστε να τραβάει τα βλέμματα. Ένα απλό καθημερινό φόρεμα είχε επιλέξει, όπως κι εγώ. Ωστόσο… δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το εξηγήσω ρε παιδί μου, αλλά υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, όπως η Μαίρη καλή ώρα, που απλά μαγνητίζουν τα βλέμματα.

    Σηκώθηκα από την καρέκλα μου και προχώρησα προς το μέρος της. Φιληθήκαμε σταυρωτά—πρώτα το αριστερό μάγουλο, μετά το δεξί—αυτά τα γελοία, τραβηγμένα αλλά ειλικρινή «ματς-μουτς» μεταξύ φιλενάδων που πραγματικά αγαπάνε η μία την άλλη.

    Έκανα ένα βήμα πίσω και την κοίταξα με πονηρό χαμόγελο. «Μπορείς να κάτσεις;» τη ρώτησα, σηκώνοντας το ένα φρύδι μου.

    Έβαλε το χέρι της στην πλάτη της θεατρικά και έκανε μια γκριμάτσα. «Με κάποια δυσκολία!» μου απάντησε χαχανίζοντας. Η υπερβολή στη φωνή της ήταν προφανής, γιατί μια χαρά κατάφερε να κάτσει. Ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι και έγειρε προς το μέρος μου. «Και τώρα σκάσε και μίλα!» μου έκανε τη γνωστή της εισαγωγή.

    Γέλασα και άνοιξα τα χέρια μου. «Να σκάσω ή να μιλήσω;»

    Με κοίταξε με ψεύτικα αυστηρό βλέμμα. «Γελάω νιάνιαρο;» με ρώτησε, αλλά το χαμόγελό της ήταν από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, προδίδοντάς την. Χτύπησε ελαφρά το χέρι της στο τραπέζι. «Και τώρα μολόγα τα όλα!»

    Πριν προλάβω να ξεκινήσω την αναφορά, ήρθε ένα γκαρσόνι—νεαρό αγόρι με τατουάζ στο χέρι. Η Μαίρη του έδωσε παραγγελία με την άνεση κάποιου που έρχεται συχνά. Εκείνη παράγγειλε κρασί, κάποιο λευκό που δεν άκουσα και μετά γύρισε προς το μέρος μου.

    «Θες να φάμε τίποτα;» με ρώτησε. Το μπαρ σέρβιρε και φαγητό, και μάλιστα πολύ καλό!

    Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Αργότερα, αν είναι!» της απάντησα. Πήρα το ποτήρι μου και ήπια μια γουλιά μπύρα—η δροσιά της ήταν ευλογία μ’ αυτή τη ζέστη. «Λοιπόν,» ξεκίνησα, βάζοντας το ποτήρι κάτω, «η ανάκριση πήγε όπως μπορείς να το φανταστείς.»

    Ένευσε καταφατικά, κουνώντας το κεφάλι της σαν να έλεγε «το περίμενα».

    «Τους το μπουμπούνισα μετά το φαγητό, και για μερικές στιγμές η Ευτύχω μου έμεινε αγαλματάκι ακούνητο και αμίλητο!» Έκανα με τα χέρια μου την κίνηση του αγάλματος, παγώνοντας στη θέση μου.

    Έγειρε ακόμα πιο κοντά. «Τους είπες πού τον γνώρισες;»

    Έβαλα τα γέλια και κούνησα το κεφάλι μου έντονα. «Χαχαχα, για τρελούς ψάχνεις;» της έκανε, χτυπώντας το δάχτυλό μου στον κρόταφο. «Τους είπα ότι τον γνώρισα στα social χωρίς να δώσω περισσότερες λεπτομέρειες!»

    «Και;» με ρώτησε, τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου.

    Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Και τίποτα! Επιφυλάσσονται να τον γνωρίσουν από κοντά!»

    «Χμμμ…» μου έκανε σκεπτική, χαϊδεύοντας το πιγούνι της.

    Αποφάσισα να αλλάξω κουβέντα. Ακούμπησα πίσω στην καρέκλα μου. «Εσύ που χάθηκες μωρή το πρωί;» τη ρώτησα. «Δύο μηνύματα σου έστειλα και μ’ έγραψες στα ανύπαρκτά σου παπάρια!»

    «Τα είδα μωρό μου,» μου απάντησε γλυκουλινιάρικα, βάζοντας το χέρι της στην καρδιά της, «αλλά δε μπορούσα να απαντήσω! Σήμερα είχε αιφνιδιαστική στρατηγική επιθεώρηση από τον πατήρ Φεδρινό, οπότε και τα σκυλιά δεμένα!»

    Έγειρα μπροστά και την κοίταξα με νόημα. «Στο γραφείο καλά είναι!» της είπα. «Κοίτα μη σου κάνει καμιά αιφνιδιαστική στη Μύκονο και σε πετύχει ξεβράκωτη με τον πιτσιρικά!» Σήκωσα το χέρι μου, έκανα την παντομίμα ότι βάζω την κάννη στο στόμα και πατάω τη σκανδάλη. «Μπαμ!»

    «Χαχαχα, φαντάζεσαι;» με ρώτησε. Το πρόσωπό της δεν έδειξε ούτε ίχνος πανικού στη σκέψη, η ξεδιάντροπη. Μετά έγειρε πάλι μπροστά και το γύρισε στα δικά μου. Τα μάτια της έλαμπαν από περιέργεια. «Τα είδα τα μηνύματά σου, πάντως, οπότε…» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πού, πως, πότε, με ποιον και γιατί!» με ρώτησε με μια ανάσα, μετρώντας στα δάχτυλά της.

    Πήρα άλλη μια γουλιά μπύρα για να οργανώσω τις σκέψεις μου και ξεκίνησα. Της είπα τα καθέκαστα—πώς ξεκίνησαν από την εξήγηση του Maurice στα ακκαδικά σχετικά με το παιχνίδι που έγραφε. Έκανα χειρονομίες προσπαθώντας να μιμηθώ πώς μιλούσε, κουνώντας τα χέρια μου στον αέρα. Της εξήγησα πώς αυτό μου έκανε trigger τα συμπλεγματικά μου.

    Σταμάτησα για μια στιγμή, κοιτάζοντας το ποτήρι μου. «Και ξέρεις τι έκανε;» συνέχισα. «Αντί να μου πει κούφιες κουβέντες παρηγοριάς, σηκώθηκε στη μέση της νύχτας και μου έφερε παγωτό.» Σήκωσα το βλέμμα μου. «Και το κυριότερο, έφερε τα πράγματά του για να μείνει μαζί μου όλο το βράδυ.»

    Συνέχισα την αφήγηση—πώς του έβαλα να φάει το κοκκινιστό, πώς πήγαμε και σηκώσαμε ένα περίπτερο μπύρες. Μιμήθηκα τον τρόπο που κρατούσε τις σακούλες φωνάζοντας “I’m the beer bearing bear!” Της περιέγραψα πώς γυρίσαμε, φάγαμε το παγωτό μας κατευθείαν από το κουτί και πέσαμε να κοιμηθούμε αγκαλιά.

    «Άχου τον ο γλυκούλης μου!» είπε η Μαίρη. Το χέρι της πήγε στην καρδιά της και το εννοούσε—δεν το είπε ειρωνικά. Ο Maurice, απλά με το να είναι αυτός που είναι, είχε κερδίσει άλλους εκατό πόντους συμπάθειας.

    Έπαιξα τα βλέφαρά μου με νόημα. «Και που να σου πω τι έγινε το πρωί!»

    Ίσιωσε απότομα στην καρέκλα της. «Τι έγινε;» με ρώτησε με έξαψη, τα μάτια της διάπλατα.

    Έσφιξα και τις δύο μου γροθιές και τις σήκωσα ψηλά λες και είχα κερδίσει το πρώτο βραβείο. «Η χοντρή έριξε την άρια της ζωής της!» Έγειρα πιο κοντά της και χαμήλωσα τη φωνή μου. «Στο ορκίζομαι Μαράκι μου, μού γύρισαν τα μάτια στις κόγχες τους, νόμιζα ότι θα του μείνω!»

    Χτύπησε και τα δύο της χέρια στο τραπέζι. «ΜΟΛΟΓΑ ΤΑ ΟΛΑ, ΜΕ ΤΟ ΣΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΝΙΓΜΑ!»

    Της είπα αναλυτικά όλο το πρωινό σκηνικό, μην παραλείποντας ούτε κόμμα. Χρησιμοποίησα τα χέρια μου για να δείξω μεγέθη και θέσεις, έκανα τις φωνές, μιμήθηκα τις κινήσεις. Δεν ξέρω τι νομίζουν τα αγοράκια ότι λέμε μεταξύ μας τα κοριτσάκια, αλλά σε γνήσια ωμή καφρίλα τα συναγωνιζόμαστε στα ίσια.

    «Rupture? ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!» Η Μαίρη διπλώθηκε από τα γέλια, κρατώντας την κοιλιά της. Κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια με την απίστευτη ατάκα του Maurice. Σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της και με κοίταξε. «Καλά, πόσο μεγάλη είναι;»

    Σήκωσα τα χέρια μου και της έδειξα παραστατικά το μήκος, βάζοντας το αριστερό μου χέρι κάθετα πάνω στο δεξί. Ξεφύσησα θεατρικά. «Μεγαλούτσικος, θα με ζορίσει!»

    Κούνησε το χέρι της αδιάφορα. «Λιπαντικό, κάνει θαύματα!» μου απάντησε με τον πιο φυσικό τόνο, σα να μιλούσε για κρέμα προσώπου.

    Έγειρα πάλι μπροστά και χαμήλωσα τη φωνή μου συνωμοτικά. «Αλλά το καλύτερο δεν στο είπα ακόμα!» της έκανε με ύφος γεμάτο μυστήριο.

    Τα μάτια της γούρλωσαν ακόμα περισσότερο. «Έχει και καλύτερο;»

    «Το μεσημέρι που τρώγαμε, ξέρεις τι μου πέταξε σε μια φάση;» τη ρώτησα κοιτάζοντάς τη κατευθείαν στα μάτια. Έκανα δραματική παύση. Φυσικά δεν περίμενα να μου απαντήσει, οπότε συνέχισα ακάθεκτη. “Is it too early to ask you to marry me?”

    Το ποτήρι που κρατούσε σταμάτησε στη μέση της διαδρομής προς το στόμα της. «ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;» με ρώτησε, γουρλώνοντας ακόμα περισσότερο τα μάτια της.

    Κούνησα τα χέρια μου καθησυχαστικά. «Ρε χαλάρωσε, χαβαλέ έκανε!» της είπα. Ακούμπησα πίσω στην καρέκλα μου και τύλιξα το ποτήρι μου στα χέρια μου. «Απλά, ακόμα και με αυτό τον χαβαλεδιάρικο τρόπο…» Σταμάτησα, ψάχνοντας τις σωστές λέξεις. «Δεν ξέρω ρε Μαίρη… ήταν σα να μου έδειξε με ακόμα άλλον ένα τρόπο πόσα σημαίνω για εκείνον.»

    Με κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε «σε ξέρω καλά». «Πες μου ότι δεν έβαλες τα κλάματα;»

    Σήκωσα το ένα φρύδι μου. «Για ποιαν με πέρασες;» τη ρώτησα. Έκανα μια παύση για δραματικό εφέ. «Φυσικά και τα έβαλα!»

    Έβαλε τα γέλια, κουνώντας το κεφάλι της.

    Συνέχισα, νιώθοντας τη συγκίνηση να ανεβαίνει πάλι. «Και… και μου είπε ότι θέλει να γνωρίσει τους δικούς μου αλλά και ότι θέλει να με γνωρίσει στους δικούς του!»

    “AWWWWWWWW!” έκανε θεατρικά, σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά. Αλλά το πρόσωπό της έλαμπε με γνήσια χαρά για μένα. «Όχι απλά έχετε δαγκώσει τη λαμαρίνα και οι δύο σας, γλυκούλια μου, τσιχλόφουσκες την έχετε κάνει!»

    Ένιωσα τα μάτια μου να τσούζουν. Η φωνή μου έγινε πιο απαλή. «Και… και μετά μου είπε…» Κατάπια, προσπαθώντας να συγκρατήσω τη συγκίνηση. «Ότι δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν δυνατό να ήμουν τόσο καιρό μόνη μου… Ότι δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο τυχερός είχε σταθεί…»

    Σήκωσε προειδοποιητικά το δάχτυλό της. «Μη μου βάλεις τα κλάματα, εγώ δεν είμαι Maurice να σε πάρω αγκαλιά, θα σου πετάξω νερό στη μούρη!» μου δήλωσε.

    Η Μαίρη. Η Μαίρη της οποίας είχα κάνει μούσκεμα κάμποσα από τα πανάκριβά της φορέματα κλαίγοντας στην αγκαλιά της. Ναι… μας έπεισε!

    Είχαμε και οι δύο απίστευτα καλή διάθεση και έτσι τελικά δεν βιαστήκαμε να το διαλύσουμε. Παραγγείλαμε και δεύτερο γύρο, μετά και τρίτο. Κάποια στιγμή έστειλα μήνυμα στον αρκούδο μου ρωτώντας τον αν θέλει να κοιμηθεί. Η απάντηση ήρθε αμέσως—ήθελε να με περιμένει. Χαμογελώντας σα χαζό, συνέχισα την πάρλα με τη Μαίρη και τελικά το διαλύσαμε γύρω στις μιάμιση.

    Μένοντας σχετικά κοντά, και έχοντας και γνώσεις πολεμικών τεχνών—δηλαδή τι γνώσεις, τρία νταν έχει το καμάρι μου—δεν χρειαζόταν σωματοφύλακα. Παρόλα αυτά, την έσουρα σχεδόν από το τσουλούφι προς το αυτοκίνητό μου. Πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν έξω από το σπίτι της. Σταμάτησα απ’ έξω με τα alarms αναμμένα.

    Γύρισα προς το μέρος της. «Τι ώρα θα φύγεις αύριο;» τη ρώτησα.

    Κοίταξε το ρολόι της και μετά εμένα. «Απογευματάκι, εκείνος πετάει λίγο νωρίτερα. Δεν πειράζει, θα με περιμένει στο αεροδρόμιο!»

    «Τσιμπούκια θα πρέπει να σου κάνει, όχι απλά να σε περιμένει!» της είπα χαχανίζοντας και σήκωσα το χέρι μου και άρχισα να μετράω στα δάχτυλα. «Του πλήρωσες τα αεροπορικά, θα περάσει exclusive διήμερο σε βίλλα στη Μύκονο, θα πιει τις ποτάρες του πρώτο τραπέζι στο Namos…»

    Σήκωσε το χέρι της και με σταμάτησε. «Ναι, γενικά τα τσιμπούκια προτιμώ να τα κάνω εγώ!» με διέκοψε χαχανίζοντας η ξετσίπωτη.

    Και πάει και το άλλο νεφρό. Διπλώθηκα πάνω στο τιμόνι από τα γέλια, χτυπώντας το χέρι μου στο ταμπλό.

    «Έχετε βαλθεί να με πεθάνετε εσείς οι δύο!» της είπα όταν βρήκα τις ανάσες μου, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια μου. «Πάνε τα συκώτια, πάνε οι σπλήνες, πάνε τα νεφρά…»

    Έγειρε προς το μέρος μου με σοβαρό ύφος. «Ξέρεις τι σκέφτομαι,» μου είπε σοβαρή-σοβαρή, το χέρι της στο πιγούνι της. «Τώρα που θα αρχίσεις να τρίζεις την όπισθεν μαζί του, είναι ευκαιρία να ξεκινήσεις να παίζεις κανένα Τζόκερ!»

    Και μαζί με την υπόλοιπη συκωταριά, πάνε και τα πνευμόνια. Ο αέρας βγήκε από τα πνευμόνια μου με έναν παράξενο ήχο. Έφτασα να βήχω σαν τη φθισική από το γέλιο, το σώμα μου τραντάχτηκε από τους σπασμούς. Μέχρι και η Μαίρη τελικά τα χρειάστηκε. Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου.

    «Μωρή, είσαι καλά;» με ρώτησε γεμάτη ανησυχία, ενώ εγώ ακόμα πάλευα να βρω τις ανάσες μου.

    Σήκωσα το χέρι μου δείχνοντάς της να περιμένει. «Όπως λέει και ο αρκούδος μου: “Let me die with the Philistines”» της είπα όταν κατάφερα με τα πολλά να βρω τις ανάσες μου, πιάνοντας το στήθος μου. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Βγήκα κι εγώ, γυρίζοντας γύρω από το αυτοκίνητο, και πέσαμε η μία στην αγκαλιά της άλλης, λες και θα μπαρκάραμε, να πούμε!

    Γύρισα στο αυτοκίνητο, της έκανα bye-bye με το χέρι και δέκα λεπτά αργότερα ήμουν στο σπίτι. Ο Μπλάκι με περίμενε ακριβώς πίσω από την πόρτα. Καθόταν με την πλάτη ίσια, την ουρά τυλιγμένη γύρω από τα πόδια του, κοιτάζοντάς με όπως ο Διανέλος την Μαρούδα στον “Κατήφορο”. Μόνο που δε μ’ άρχισε στα χαστούκια φωνάζοντας “δε θα σε κάνω εγώ πουτάνα!”, το κοπρόγατο.

    Τον προσπέρασα τρέχοντας. Πήγα πρώτα τουαλέτα γιατί κόντευα να σκάσω—τα τρία ποτά είχαν κάνει τη δουλειά τους. Γυρίζοντας στο δωμάτιο, πέταξα τα ρούχα όπως-όπως. Το φόρεμα προσγειώθηκε στην καρέκλα, τα παπούτσια κάπου κάτω από το κρεβάτι. Ξάπλωσα στο κρεβάτι με έναν αναστεναγμό ανακούφισης και άνοιξα το air-condition.

    Ο Μπλάκι πήδηξε στο κρεβάτι και ήρθε κατευθείαν στην αγκαλιά μου—κουλουριάστηκε δίπλα μου παρά τη ζέστη, τρομάρα του. Με το ένα χέρι να τον χαϊδεύω, πήρα το κινητό μου με το άλλο και έκανα βίντεο κλήση στον αρκούδο μου.

    «Μωρουλίνι μου!» τσίριξα σαν τζαζεμένο δεκαπεντάχρονο με το που εμφανίστηκε το πρόσωπό του στην οθόνη του κινητού μου. Δεν πρόλαβε καν να πει καλησπέρα ο άνθρωπος με τον κανίβαλο που έμπλεξε!

    Το πρόσωπό του φωτίστηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο. «Μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε τρυφερά. Ίσιωσε τα γυαλιά του που είχαν γλιστρήσει λίγο στη μύτη του. «Πώς τα περάσατε;»

    Ακούμπησα το κεφάλι μου πίσω στο μαξιλάρι. «Ήταν πολύ όμορφα!» του είπα. «Είχαμε και οι δύο πολλά κέφια, οπότε δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε! Εσύ τι έκανες;»

    Έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Αυτά που σου είχα πει,» μου απάντησε. «Μίλησα κανένα μισάωρο με τους γονείς μου…» Σταμάτησε και το πρόσωπό του πήρε μια διστακτική έκφραση. «Α! Θέλω μια χάρη!»

    Σήκωσα λίγο το κεφάλι μου από το μαξιλάρι, σμίγοντας τα φρύδια μου. «Τι χάρη;» τον ρώτησα με επιφύλαξη.

    Κοίταξε κάτω για μια στιγμή και μετά πάλι εμένα. Χαμογέλασε ντροπαλά, τα μάγουλά του ροδίσανε ελαφρά. «Είπα στον πατέρα μου πόσο όμορφη φωνή έχεις… και…» Έκανε μια παύση. «Θέλει να σ’ ακούσει να τραγουδάς!»

    Τα μάτια μου γούρλωσαν τόσο πολύ που φοβήθηκα μην πεταχτούν έξω. Σηκώθηκα απότομα καθιστή, κάνοντας τον Μπλάκι να διαμαρτυρηθεί. «Τι πράγμα;» τον ρώτησα.

    “Pleaaaaaaaaase?” μου έκανε κοιτάζοντάς με σαν κουτάβι.

    Αυτό ήταν. Έγινα και πάλι Sophie shaped pool of goo. Όλη η αντίστασή μου εξατμίστηκε. Αναστέναξα θεατρικά και έπεσα πάλι πίσω στο μαξιλάρι. «Καλά, κάτι θα κάνουμε για εσάς!» του απάντησα, προσπαθώντας να ακουστώ αυστηρή και φυσικά αποτυγχάνοντας παταγωδώς.

    Το χαμόγελό του πλάτυνε τόσο πολύ που φοβήθηκα ότι θα τον πιάσει κράμπα!

    Μιλήσαμε για κανένα μισάωρο ακόμα. Του είπα για τη Μαίρη, για τις τρελές ατάκες της, για το πόσο χάρηκε για μένα. Εκείνος μου είπε για τη συζήτηση με τους γονείς του, για το πόσο ανυπομονούν να με γνωρίσουν.

    Τα βλέφαρά μου άρχισαν να βαραίνουν, τα χασμουρητά γίνονταν πιο συχνά. Και οι δύο είχαμε αρχίσει να κουτουλάμε—οι απαντήσεις μας γίνονταν πιο αργές, τα μάτια μας έκλειναν για δευτερόλεπτα.

    «Νομίζω πρέπει να κοιμηθούμε,» είπε τελικά, τρίβοντας τα μάτια του κάτω από τα γυαλιά.

    «Μμμ,» συμφώνησα νυσταγμένα. «Τα λέμε αύριο απόγευμα;»

    «Ναι, μωρό μου. Όνειρα γλυκά.»

    «Κι εσύ, αρκούδι μου.»

    Κλείσαμε το τηλέφωνο. Άφησα το κινητό στο κομοδίνο, το έβαλα να φορτίζει, και χώθηκα κάτω από το σεντόνι. Ο Μπλάκι, ακόμα στην αγκαλιά μου, άρχισε να γουργουρίζει ρυθμικά. Η καρδιά μου χόρευε fox-trot από τη χαρά που ένιωθα—σκιρτούσε και πηδούσε σαν τρελή και ούτε που κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 12ο - I love Eftycho!

    Με ξύπνησε ο ενοχλητικός ήχος του ξυπνητηριού του κινητού μου—εκείνο το διαπεραστικό μπιπ-μπιπ-μπιπ που σε κάνει να θες να πετάξεις το τηλέφωνο από το παράθυρο. Άπλωσα το χέρι μου στα τυφλά, ψαχουλεύοντας στο κομοδίνο μέχρι να βρω το ρημάδι. Το σήκωσα, μισάνοιξα το ένα μάτι για να δω την οθόνη και το έκλεισα με μια απότομη κίνηση του αντίχειρα.

    Για λίγες στιγμές φλέρταρα με τη σκέψη να ξαπλώσω και πάλι στο μαξιλάρι μου. Το κρεβάτι ήταν τόσο άνετο, το σεντόνι τόσο δροσερό. Αλλά τελικά έσφιξα τα δόντια, πήρα μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκα. Τα πόδια μου ακούμπησαν στο πάτωμα και αμέσως ένιωσα τη δροσιά του.

    Πάνω στην ώρα άκουσα μια τρίλια—ο Μπλάκι που κατάλαβε ότι ξύπνησα ήρθε να μου πει την καλημέρα του. Με ένα χαριτωμένο σάλτο προσγειώθηκε στο κρεβάτι δίπλα μου και άρχισε να με σπρώχνει με το κεφάλι του, ζητώντας επιτακτικά χάδια.

    «Καλημέρα και σε σένα!» του είπα νυσταγμένα, η φωνή μου βραχνή από τον ύπνο. Άπλωσα το χέρι μου και τον χάιδεψα απαλά ανάμεσα στ’ αυτιά, τα δάχτυλά μου έκαναν μικρούς κύκλους στο μαλακό του τρίχωμα. Μετά από λίγα χάδια, έβγαλα το φανελάκι που φορούσα—το πέταξα κάπου στο πάτωμα—και πήγα σκουντουφλώντας στην τουαλέτα.

    Και φυσικά, με το που κάθισα στη λεκάνη—τσουπ! Ο Μπλάκι εμφανίστηκε από το πουθενά και πήδηξε στα γόνατά μου. Γιατί αν δεν άφηνε τη μαμά να κατουρήσει με την ησυχία της, θα έσκαγε το κοπρόγατο.

    «Σοβαρά τώρα;» του είπα κοιτάζοντάς τον. Εκείνος με κοίταξε με αθώο βλέμμα και άρχισε να γουργουρίζει.

    Σηκώθηκα, ακόμα παραπατώντας από τη νύστα. Έβαλα το εσώρουχό μου στα άπλυτα—το καλάθι ήταν ήδη γεμάτο, έπρεπε να βάλω πλυντήριο—και χώθηκα κάτω από το ντους. Άνοιξα τη βρύση και άφησα το νερό να τρέχει μέχρι να πάρει τη θερμοκρασία που ήθελα.

    Win-win!

    Αφενός το χλιαρό νερό—όταν τελικά ζεστάθηκε—κατάφερε να με ξυπνήσει λίγο παραπάνω, και αφετέρου ο Μπλάκι με το που άκουσε το νερό να τρέχει εξαφανίστηκε πιο γρήγορα και από την πρώτη μπύρα του αρκούδου μου.

    Δεν έβρεξα το μαλλί μου—δεν είχα όρεξη για πιστολάκι—και έτσι σκουπίστηκα με συνοπτικές διαδικασίες. Τύλιξα την πετσέτα γύρω μου και γύρισα στο δωμάτιο για να ντυθώ. Το θερμόμετρο στον τοίχο έδειχνε ήδη 28 βαθμούς. Έκανε ζέστη, οπότε αφού άναψα το air-condition, άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα μια μακριά μπλούζα—από αυτές που φτάνουν μέχρι τη μέση των μηρών, και από κάτω σκωτσέζος κομάντο!

    Πήρα το κινητό μου από το κομοδίνο. Η οθόνη έδειχνε 08:43. Άνοιξα το Messenger και έστειλα μήνυμα στον αρκούδο μου: «Καλημέρα μωρό μου! ❤️» Μετά άνοιξα το e-food και παράγγειλα καφέ—freddo cappuccino με έξτρα αφρόγαλα.

    Δεν πρόλαβα καλά-καλά να αφήσω το κινητό στο γραφείο και να ανοίξω το laptop, όταν άρχισε να χτυπάει. Η οθόνη έδειξε τη φωτογραφία του Maurice—εκείνη που του είχα τραβήξει την πρώτη μέρα στην Κρύπτη. Το ringtone του—“Mein Herz Brennt” των Rammstein—γέμισε το δωμάτιο.

    Άρπαξα το τηλέφωνο με ενθουσιασμό. «Αρκούδι μου!» του φώναξα αντί για καλημέρα. Η φωνή μου βγήκε πιο δυνατή απ’ ό,τι ήθελα.

    «Καλημέρα μωρό μου!» άκουσα τη γελαστή φωνή του Maurice. Τον φανταζόμουν να χαμογελάει με εκείνο το πλατύ του χαμόγελο. «Τώρα ετοιμάζομαι να ξεκινήσω για γραφείο και ήθελα να ακούσω τη φωνή σου!»

    Η καρδιά μου έκανε ένα μικρό σάλτο. «Καλά έκανες αρκούδι μου!» του απάντησα ενθουσιασμένη. Έφερα το τηλέφωνο κοντά στα χείλη μου και του έστειλα ένα σκασμό «μουτς-μουτς»—τόσο δυνατά που σίγουρα τον κούφανα. Τον άκουσα να χαχανίζει στην άλλη άκρη της γραμμής. «Εγώ πριν λίγο βγήκα από το ντους, και τώρα περιμένω καφέ!»

    Έκανε μια μικρή παύση και μετά η φωνή του πήρε εκείνον τον σκανταλιάρικο τόνο που ήξερα τόσο καλά. «Τις επόμενες τρεις μέρες θα βγεις με παρέα από το ντους!»

    Ένιωσα τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται. Χαχάνισα σαν το βλαμμένο, εκείνο το χαζό γέλιο που βγαίνει όταν είσαι τόσο ερωτευμένη που δεν μπορείς να το κρύψεις. «Έχεις το σκοπό να με παρενοχλείς για τρία συνεχόμενα πρωινά;» τον ρώτησα, ακόμα χαζογελώντας.

    «Όχι!» μου απάντησε σοβαρός-σοβαρός. Η φωνή του πήρε έναν επίσημο τόνο, σαν να έκανε επαγγελματική παρουσίαση. «Ποιος σου είπε ότι θα σε παρενοχλώ μόνο τα πρωινά;» Συνέχισε χαχανίζοντας τώρα. «Εμείς κυρία μου παρέχουμε υπηρεσία 24x7x365!»

    Σήκωσα το δάχτυλό μου στον αέρα σαν να μπορούσε να με δει. «Το καλό που σου θέλω!» του είπα με απειλητικό ύφος.

    “This is insurrection!” μου είπε με θεατρική αυστηρότητα.

    Πήρα μια βαθιά ανάσα και του έκανα «BRRRRRRRRRRRRRRR!!!!» Ο ήχος βγήκε τόσο δυνατός που ο Μπλάκι, που είχε επιστρέψει και καθόταν στο γραφείο, με κοίταξε ξαφνιασμένος.

    Τον άκουσα να βάζει τα γέλια, εκείνο το βαθύ, ζεστό γέλιο του. «Το σημειώνω εγώ αυτό!» μου είπε, ακόμα χαχανίζοντας.

    «ΑΧΝΕ!» του έκανα στα ελληνικά και μετά έφαγα πέντε ολόκληρα λεπτά να του εξηγήσω τι σημαίνει.

    Η φωνή του έγινε πιο σοβαρή. «Λοιπόν μωρό μου, πρέπει να σε αφήσω.» Ένας τόνος απελπισίας χρωμάτισε τα λόγια του. «Έχω πρωινιάτικο rematch με τους Ινδούς!» συνέχισε αναστενάζοντας βαθιά.

    «Ουφ, καλή δύναμη μωρό μου!»

    Ακολούθησε μια καταιγίδα από «μουτς» και “I love you” που πήγαιναν μπρος-πίσω για ένα λεπτό τουλάχιστον. Κανένας δεν ήθελε να κλείσει πρώτος. Τελικά, με έναν τελευταίο αναστεναγμό, κλείσαμε το τηλέφωνο.

    Ακούμπησα το κινητό στο γραφείο και το κοίταξα για λίγο, χαμογελώντας σαν χαζή. Μετά αναστέναξα, τέντωσα τα χέρια μου ψηλά και άνοιξα το laptop. Η οθόνη άναψε και με χαιρέτησε η γνώριμη επιφάνεια εργασίας με τα εκατομμύρια εικονίδια.

    «Παρασκευή είναι, θα περάσει,» είπα ξεφυσώντας, προσπαθώντας να δώσω κουράγιο στον εαυτό μου. Άνοιξα το Outlook και είδα 17 αδιάβαστα e-mails. Καλά ξεκίνησε η μέρα…

    Τουλάχιστον τα reports είχαν τρέξει κανονικά—το πρώτο πράγμα που τσέκαρα. Όλα πράσινα, όλα ΟΚ. Σήμερα δε θα χρειαζόταν ΜΤΧ. Ένα μικρό θαύμα της Παρασκευής.

    Δέκα λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι. Πήδηξα από την καρέκλα και έτρεξα στην πόρτα. Ο ντελιβεράς—ο ίδιος νεαρός από χθες—στεκόταν με τον καφέ μου στο χέρι. Με είδε με τη μακριά μπλούζα και κοκκίνισε ελαφρά.

    «Ευχαριστώ!» του είπα βιαστικά, άρπαξα τον καφέ και έκλεισα την πόρτα.

    Γύρισα στο γραφείο, άνοιξα το SPSS—που πήρε τα συνηθισμένα 2 λεπτά να φορτώσει—και ξεκίνησα να βγάλω το παντεσπάνι μου. Τουλάχιστον με τον καφέ στο χέρι ήταν πιο υποφερτό.

    Πού και πού αντάλλαζα κανένα μήνυμα με τον Maurice—μου έστελνε updates από το meeting (“Send help”, “I’m dying here!” κλπ.)—και με τη Μαίρη που μου έστελνε φωτογραφίες του πιτσιρικά της—εντάξει, αρχαίος Έλληνας θεός, αν όλα πήγαιναν καλά μπούτι δε θα έκλεινε μέσα στο ΣΚ.

    Γύρω στις δώδεκα, κάλεσα τον Maurice. Απάντησε στο δεύτερο χτύπημα. «Επέζησα!» ήταν το πρώτο πράγμα που είπε.

    Γέλασα. «Μπράβο μωρό μου! Άκου, ήθελα να σε ρωτήσω κάτι…» Δίστασα για μια στιγμή. «Ακόμα θέλεις να γνωρίσεις τους γονείς μου το Σάββατο;»

    «Φυσικά!» απάντησε αμέσως, χωρίς ίχνος δισταγμού. «Γιατί, άλλαξες γνώμη;»

    «Όχι, όχι,» βιάστηκα να πω. «Απλά ήθελα να είμαι σίγουρη. Εφόσον δηλαδή μπορούν και οι ίδιοι.»

    «Μωρό μου, θέλω να τους γνωρίσω. Είναι σημαντικό για σένα, άρα είναι σημαντικό και για μένα.»

    Ένιωσα πάλι εκείνο το σφίξιμο στην καρδιά. Πώς κατάφερνε να λέει πάντα το σωστό πράγμα;

    Μετά από λίγο κλείσαμε και επέστρεψα στη δουλειά μου. Στις μία ακριβώς, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, σήκωσα το τηλέφωνο να πάρω την Ευτύχω. Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές πριν απαντήσει.

    «Καλώς μου το!» Η φωνή της ήταν χαρούμενη, σχεδόν τραγουδιστή.

    «Καλημέρα!!!» της είπα με ενθουσιασμό. Μετά το σκέφτηκα. «Δηλαδή, τι καλημέρα… καλό μεσημέρι!» συνέχισα χαχανίζοντας. «Τι κάνετε;»

    Άκουσα το γέλιο της. «Εδώ, έχουμε βγει στα λιβάδια, μαζεύουμε λουλούδια και τραγουδάμε,» μου απάντησε με θεατρικό τόνο.

    Έβαλα τα γέλια με την απάντησή της. «Λοιπόν, Ευτύχω φον Τραπ,» ξεκίνησα, και την άκουσα να χαχανίζει. «Έχετε κανονίσει τίποτα με τον…» έκανα μια δραματική παύση, «Ναύαρχο αύριο το βράδυ;»

    Μπήκε αμέσως στο παιχνίδι. «Λέγαμε να πάμε Πάρνηθα, στα κατσάβραχα, να κάνουμε πρόβες στη διάσχιση των βουνών!» Η φωνή της ήταν παιχνιδιάρικη. «Μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε που λένε!»

    «Έχω να σας προτείνω κάτι καλύτερο!» της απάντησα με φωνή γεμάτη υπόσχεση και μυστήριο.

    «Θα μας δεις δεύτερη φορά σε μια εβδομάδα; Θα λιποθυμήσω!» μου έκανε με θεατρική δυσπιστία. Σχεδόν μπορούσα να τη δω να βάζει το χέρι της στην καρδιά της.

    Ήρθε η ώρα. Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Έλεγα να σας γνωρίσω τον Maurice…» Η βόμβα έπεσε. Βιάστηκα να διευκρινίσω: «Να τον γνωρίσετε, έτσι; Όχι να ζητήσει το χέρι μου!»

    Νεκρική σιγή.

    «Μαμά;» ρώτησα διστακτικά.

    «Βεβαίως!» μου απάντησε βρίσκοντας επιτέλους τη φωνή της. Από τον τόνο της κατάλαβα ότι χαμογελούσε—εκείνο το ζεστό, μητρικό χαμόγελο. «Βεβαίως να το γνωρίσουμε το παιδί!»

    Ένιωσα τους ώμους μου να χαλαρώνουν. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο σφιγμένη ήμουν. «Ωραία, τι θα λέγατε να πάμε κάπου έξω να φάμε;» τη ρώτησα. Ήθελα η πρώτη τους γνωριμία να γίνει σε ουδέτερο έδαφος—κάπου που όλοι θα νιώθαμε άνετα.

    «Γιατί βρε κορίτσι μου να τρέχουμε έξω, σπίτι δεν έχουμε;» με ρώτησε η Ευτύχω με τον πρακτικό της τόνο.

    Αναστέναξα. Τον Αργύρη τον είχαν γνωρίσει και αυτόν στο σπίτι τους. Βέβαια η αρχική γνωριμία είχε πάει καλά, αφού ο μαλάκας μέσα του δεν είχε αρχίσει να ξεδιπλώνεται… Τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν γύρω από το τηλέφωνο. Αλλά η συνέχεια left things to be desired, που λένε και στο America.

    «Μελιτζάνες τρώει;» με ρώτησε ξαφνικά η Ευτύχω, διακόπτοντας τις σκέψεις μου. «Να φτιάξω μουσακά!»

    Ο μουσακάς της Ευτύχως ήταν θρυλικός. Αλλά… «Μαμά, θα μιλήσω με το Maurice και θα σου πω,» της είπα προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο. Και φυσικά να μην φέρω τον αρκούδο μου προ τετελεσμένου. «Εσείς κανονίστε αύριο να είστε ελεύθεροι το βραδάκι και τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε!»

    «Εντάξει,» έκανε στενάζοντας ελαφρά. Την άκουσα να κάνει έναν ήχο που σήμαινε ότι σκεφτόταν. «Αρκεί να μου το πεις εγκαίρως αν τελικά είναι να έρθετε εδώ!»

    «Μέχρι το βράδυ θα σου πω,» της απάντησα επιφυλακτικά.

    Μιλήσαμε λίγο ακόμα στο τηλέφωνο—με ρώτησε για τη δουλειά, για τον Μπλάκι, για το αν τρώω καλά. Οι συνηθισμένες μαμαδίστικες ερωτήσεις. Μετά από δέκα λεπτά κατάφερα να κλείσω.

    Σηκώθηκα από την καρέκλα, τέντωσα την πλάτη μου που είχε αρχίσει να πονάει και πήγα στην κουζίνα. Άνοιξα το ψυγείο και κοίταξα μέσα. Εκεί, σε ένα μπολ, ήταν ό,τι είχε μείνει από τη γαριδομακαρονάδα. Δεν είχε μείνει και πολλή εδώ που τα λέμε, ο Maurice είχε πέσει χθες πάνω της σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά—την είχε λατρέψει!

    Το έβαλα στο φούρνο μικροκυμάτων και περίμενα τα δύο λεπτά κοιτάζοντας το να γυρίζει. Ο Μπλάκι εμφανίστηκε από το πουθενά—πάντα εμφανιζόταν όταν άκουγε τον ήχο του μικροκυμάτων—και άρχισε να τρίβεται στα πόδια μου.

    «Δεν είναι για σένα,» του είπα προσπαθώντας να το παίξω αυστηρή. Με κοίταξε με το βλέμμα της λυπημένης θλίψης που με τουμπάρει πάντα, οπότε πέρα από την υγρή τροφή του τσίμπησε και δυο γαρίδες. Και δεν είχαν μείνει και πολλές…

    Έφαγα όρθια στον πάγκο της κουζίνας. Δε βαριέσαι, το βράδυ θα είχε κραιπάλη με παϊδάκια. Δε θα πάθαινα τίποτα να φάω λιγότερο το μεσημέρι. Βέβαια το απόγευμα όταν σε κόβει η πείνα τραγουδάς αλλιώς. Τέλος πάντων, θα το αντιμετώπιζα όταν μου ερχόταν.

    Γύρισα στο SPSS και συνέχισα την ανάλυση. Οι αριθμοί άρχισαν να χορεύουν μπροστά στα μάτια μου, οι στήλες να διπλασιάζονται. Λίγη ώρα αργότερα με έπιασε πονοκέφαλος—ένας επίμονος πόνος που ξεκίνησε από τους κροτάφους και απλώθηκε σαν ιστός αράχνης. Έτριψα τα μάτια μου με τις παλάμες μου, προσπαθώντας να εστιάσω.

    Ευκαιρία έψαχνα. Έκλεισα το laptop με μια απότομη κίνηση—η οθόνη έκανε εκείνον τον ήχο «κλικ»—και άπλωσα το χέρι μου στο κινητό. Είχα να μιλήσω στη γιαγιά μου αρκετές μέρες. Σκρόλαρα στις επαφές μέχρι να βρω το όνομά της: «Γιαγιά Σοφία ❤️».

    Και όσο και αν δεν πίστευα ότι μ’ έφαγε κάποιο μάτι, να μου έριχνε και ένα ξεμάτιασμα καλού-κακού!

    Το λέω και το γελάνε αλλά—όσο και αν δεν μπορώ να το εξηγήσω—πιάνει το ρημάδι! Πόσες και πόσες φορές δεν μ’ είχε πιάσει πονοκέφαλος στα καλά καθούμενα—αν και όχι από το SPSS—και ένα τηλεφωνικό ξεμάτιασμα από τη γιαγιά μου είχε πιάσει καλύτερα και από Panadol extra.

    Θέλετε να το πείτε αυθυποβολή; Θέλετε να το πείτε κάτι άλλο; Σημασία είναι ότι είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια ότι πιάνει—και όχι μόνο μια και δύο φορές.

    «Γιαγιάκα!» της είπα πριν προλάβει καν να μου απαντήσει, η φωνή μου γεμάτη ενθουσιασμό. «Τι κάνεις; Τι κάνει το δημοκρατικό Ηράκλειο;»

    «Καλώς το μου!» Η φωνή της ήταν ζεστή, γεμάτη εκείνη τη γιαγιαδίστικη γλύκα που με έκανε να νιώθω αμέσως καλύτερα. «Καλά είμαι κοριτσάκι μου, εδώ, έχω κάτσει σχεδόν κάτω από το αρκουδίσιο»

    Χαμογέλασα με την έκφραση, το air condition ήταν «αρκουδίσιο» για τη γιαγιά. «Έχει ζέστη;» τη ρώτησα, ακουμπώντας πίσω στην καρέκλα μου.

    «Εδώ και μερικές μέρες επέστρεψα στα Ανώγια. Αν έχει τόση ζέστη εδώ, δεν μπορώ να φανταστώ τι θα γίνεται κάτω. Για πες μου, τι κάνεις;»

    Κοίταξα τον Μπλάκι που είχε ανέβει στο γραφείο και είχε ξαπλώσει πάνω στα χαρτιά μου. «Καλά είμαι γιαγιούλα μου! Εδώ, βγάζω τον επιούσιο με το Μπλάκι να με ταλαιπωρεί!»

    Την άκουσα να βάζει τα γέλια—εκείνο το απαλό γέλιο που θυμόμουν από παιδί. Είχε και εκείνη κάποτε μια κατάμαυρη γατούλα που τη λάτρευε, τη «Μουτζουρίτσα» της. Όταν πέθανε από βαθιά γεράματα—στα 22 της παρακαλώ—η γιαγιά την είχε κλάψει σαν άνθρωπο!

    «Και δε μου λες,» με ρώτησε, η φωνή της πήρε έναν παιχνιδιάρικο τόνο, «κανένα νέο αμόρε έχεις;»

    Σήκωσα το ένα φρύδι μου αν και δεν μπορούσε να με δει. Προφανώς και της τα είχε προλάβει ο γυιόκας της. Παρά το ερωτηματικό ύφος, έδειχνε να τα ξέρει όλα. Η γιαγιά Reuters!

    «Στα πρόλαβε ο Ανέστης, κυρά-Σοφία;» τη ρώτησα χαχανίζοντας.

    «Ε, δε θα μου τα έλεγε;» απάντησε με ψεύτικη αθωότητα. «Για πες μου τώρα για το Βέλγο σου!» μου έκανε συνωμοτικά. Καλά την λέω πρακτορείο Reuters!

    Χαμογέλασα πλατιά και βολεύτηκα καλύτερα στην καρέκλα μου. Το επόμενο εικοσάλεπτο αναλώθηκε να της λέω για τον Maurice. Της τα είπα όλα—πώς γνωριστήκαμε (και στη γιαγιά είπα την αλήθεια, όλη την αλήθεια).

    «Tinder? Ίντα ‘ν τούτο;» με διέκοψε μπερδεμένη.

    Έφαγα πέντε λεπτά να της εξηγήσω τι είναι το Tinder—«Σαν προξενιό στο κινητό, γιαγιά»—και μετά συνέχισα. Της είπα πώς μόλις μέσα σε μια μέρα με είχε κάνει να τον ερωτευτώ μέχρι τα μπούνια. Τα χέρια μου κινούνταν καθώς μιλούσα, ζωγραφίζοντας στον αέρα.

    «Είναι τόσο γλυκούλης και συνεσταλμένος,» είπα, νιώθοντας το χαμόγελο στο πρόσωπό μου να πλαταίνει, «αλλά και πόσο κτητικός και αποφασιστικός όταν χρειάζεται!» Σταμάτησα για να πάρω ανάσα. «Και δεν είναι απλά μορφωμένος, γιαγιά. Είναι βαθύτατα καλλιεργημένος! Ξέρει για τέχνη, για λογοτεχνία…»

    Συνέχισα ακάθεκτη, της είπα για τους γονείς του—ο πατέρας δάσκαλος, η μητέρα καθηγήτρια πανεπιστημίου. Μέχρι και για την αγάπη του για τον προγραμματισμό της μίλησα.

    «Γράφει κώδικα για παλιούς υπολογιστές, γιαγιά! Κάτι με H-SYNC και raster splits…»

    «H-SYNC; Ίντα ‘ν πάλι τούτο;» με διέκοψε.

    «Ναι, λες και είχα καταλάβει και του λόγου μου!» της είπα και βάλαμε και οι δυο τα γέλια.

    Με εμένα να τιτιβίζω σαν ξαναμμένο σπουργίτι—η φωνή μου ανέβαινε και κατέβαινε από τον ενθουσιασμό—και τη γιαγιά μου να μ’ ακούει υπομονετικά και να χαμογελάει (το ένιωθα από τη φωνή της), δε χρειάστηκε καν ξεμάτιασμα. Ο πονοκέφαλος άρχισε να υποχωρεί σιγά-σιγά, σαν να τον έδιωχνε η ζεστασιά της φωνής της. Μέχρι το τέλος της κουβέντας είχε περάσει ως διά μαγείας.

    «Α, και γιαγιά!» της είπα ξαφνικά, θυμούμενη τις διακοπές. Ίσιωσα στην καρέκλα μου από τον ενθουσιασμό. «Και δεν σου είπα και το καλύτερο!»

    «Για πες μου!» μου έκανε χαμογελαστή, η περιέργεια φανερή στη φωνή της.

    Πήρα μια βαθιά ανάσα για δραματικό εφέ. «Τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτέμβρη θα κατέβουμε στη Λεβεντογέννα! Θα τον γνωρίσεις κι εσύ από κοντά!»

    Η απάντησή της ήταν άμεση και τόσο χαρακτηριστική που με έκανε να γελάσω: «Ποιο είναι το αγαπημένο του φαγητό;»

    «Παϊδάκια!» της είπα γελώντας. Θυμήθηκα το πρώτο μας ραντεβού και χαμογέλασα ακόμα πιο πλατιά. «Δεν ήταν τυχαία η επιλογή για το πρώτο μας ραντεβού!»

    Η γιαγιά έκανε έναν ήχο περιφρόνησης. «Μωρέ θα του φτιάξω εγώ ένα αντικριστό να ξεχάσει τ’ όνομά του!» μου υποσχέθηκε με σιγουριά. Έβαλα τα γέλια, φαντάζοντας τον Maurice να ξερογλείφεται στο πλέγμα. «Τα παϊδάκια είναι μεζές!» συνέχισε η γιαγιά, και τα γέλια μου έγιναν ακόμα πιο δυνατά.

    Σκούπισα ένα δάκρυ από τη γωνία του ματιού μου. «Αυτό του είχα πει κι εγώ όταν μου είπε ότι τρία άτομα έφαγαν δύο κιλά παϊδάκια!» Η φωνή μου ήταν ακόμα τρεμάμενη από το γέλιο. «Τα δύο κιλά παϊδάκια εμείς στο χωριό μου τα λέμε ορεκτικό!»

    Η γιαγιά γέλασε κι εκείνη και μετά άλλαξε θέμα με τη χαρακτηριστική της ευκολία. «Η κουζουλή η φιλενάδα σου, τι κάνει;» με ρώτησε.

    Είχαμε πάει διακοπές μαζί στην Κρήτη πριν δύο χρόνια και η γιαγιά Σοφία την είχε γνωρίσει. Και την είχε λατρέψει από την πρώτη στιγμή. «Κόρη ήθελα εγώ, μαντραχαλάδες μου έκανε ο ανεπρόκοπος ο παππούς σου!» ήταν το μόνιμό της παράπονο. Καθώς εκτός από τον πατέρα μου και το θείο μου το Σήφη, είχε και το θείο μου το Μανώλη (το στερνοπούλι της) ο οποίος—όπως και ο μακαρίτης ο παππούς ο Γιώργης—ήταν ναυτικός, καπετάνιος!

    «Καλά είναι η Μαίρη, γιαγιά,» της είπα. Και μετά, με φωνή γεμάτη υπονοούμενα: «Από σήμερα είναι…» Έκανα δραματική παύση. «ΜΥΚΟΝΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΣ!»

    Της είπα για το ταξίδι της Μαίρης—φυσικά παρέλειψα τις πικάντικες λεπτομέρειες για τον νεαρό συνοδό της, η γιαγιά δεν χρειαζόταν να ξέρει τα πάντα.

    Μετά από τα καθιερωμένα γιαγιαδίστικα—«σ’ αγαπώ κοριτσάκι μου», «να προσέχεις», «να τρως καλά», «να μην κρυώνεις το βράδυ με το αρκουδίσιο»—κλείσαμε το τηλέφωνο.

    Ακούμπησα το κινητό στο γραφείο και έκλεισα τα μάτια μου για λίγο. Ο πονοκέφαλος είχε εξαφανιστεί εντελώς. Η μαγεία της γιαγιάς είχε πιάσει και πάλι.

    Άνοιξα το laptop μου με καλύτερη διάθεση—τέντωσα τα δάχτυλά μου σαν πιανίστρια πριν από συναυλία—και τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν έβλεπα τις κολόνες διπλές. Το λες και πρόοδο. Η οθόνη άναψε χωρίς να με πονάει στα μάτια, τα νούμερα παρέμεναν στη θέση τους.

    Γενικά η υπόλοιπη μέρα πέρασε με μένα να τσακώνομαι με το Excel και το Power Point. Σε κάποια φάση βρέθηκα να χτυπάω το χέρι μου στο γραφείο από την απόγνωση—μια φόρμουλα επέμενε να μην δουλεύει όπως έπρεπε. Αν δεν υπήρχαν Claude και ChatGPT, θα είχε φύγει το laptop από το παράθυρο.

    Γενικά αν και είναι χρήσιμη η βοήθειά τους, προσπαθώ να τα αποφεύγω. Η μισή χαρά είναι στο να λύνω μόνη μου τα όποια puzzles, να νιώθω εκείνη την ικανοποίηση όταν τελικά βρίσκω τη λύση. Αλλά σήμερα δεν την πάλευα με την καμία. Τα δάχτυλά μου τρέμανε πάνω από το πληκτρολόγιο από την εξάντληση.

    Επιπλέον τόσο το SPSS όσο και το νέο Excel μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν python γιατί μερικά πράγματα απλά είναι too complex για να γίνουν φόρμουλες. Κι εγώ δεν είμαι προγραμματίστρια! Κοίταξα την οθόνη με απόγνωση. AIs και πάλι AIs λοιπόν, και ας μου φαινόντουσαν όλα σαν H-SYNC, rupture splits και NOPs—ό,τι στο διάολο και αν ήταν δαύτα.

    Κανονικά κλείνω το laptop γύρω στις έξι, αλλά σήμερα δεν την πάλευα με την καμία. Κοίταξα το ρολόι—πεντέμισι. Αρκετά. Έκλεισα το laptop με μια απότομη, αποφασιστική κίνηση και όποιος ένιωθε μάγκας ας ερχόταν να μου ζητήσει τα ρέστα.

    Άρπαξα το κινητό μου και έστειλα μήνυμα στον αρκούδο μου: «Τελείωσα!  ». Τα δάχτυλά μου πετούσαν πάνω στην οθόνη.

    Εκεί έλαβα μήνυμα από την αχαΐρευτη: «Έφτασα ΜΥΚΟΝΟΟΟΟΟΟΟΟΟ!» με όλα τα κεφαλαία και ένα σωρό emojis—ήλιος, θάλασσα, κοκτέιλ, μπικίνι, και… μια στρουθοκάμηλο. «Μωρή, τι είναι αυτό;» της έγραψα για να πάρω απάντηση «Μεγάλο πουλί!», κάνοντάς τον καφέ να μου βγει από τη μύτη και να κάνω το γραφείο χάλια. Όταν βρήκα τις ανάσες μου τις έστειλα «Κάνε μια βουτιά στην πισίνα και για μένα!»

    Η απάντηση ήρθε αμέσως: «Η ιδέα είναι να κάνω μια βουτιά στον πιτσιρικά!» συνοδευμένη από ένα emoji που κλείνει το μάτι.

    Κούνησα το κεφάλι μου γελώντας. Η Μαίρη είχε ορεξούλες. Πολλή και καλή του τύχη του μικρού—είτε θα κατέληγε ξεζουμισμένος είτε αμπαλαρισμένος για επιστροφή με courier!

    Λίγη ώρα αργότερα το τηλέφωνο δόνησε ξανά. SMS από τον αρκούδο: «Τελειώνω σε λίγο. Θα περάσω από το σπίτι να πάρω μερικά πράγματα και μετά έρχομαι. ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ να κάνεις ντους μόνη σου!!!  »

    Χαχάνισα διαβάζοντας το μήνυμά του, κρατώντας το τηλέφωνο με τα δύο χέρια. As if!

    Μην έχοντας τι να κάνω, και επειδή θα αφήναμε και πάλι το γκρινιάρη μερικές ώρες μόνο του, σηκώθηκα από το γραφείο. Τα πόδια μου είχαν μουδιάσει από το πολύ κάθισμα. Πήγα στο σαλόνι, άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα το λέιζερ—το κόκκινο που τρέλαινε τον Μπλάκι.

    «Έλα εδώ μούργο!» του φώναξα, κουνώντας το λέιζερ.

    Ο Μπλάκι εμφανίστηκε σαν από το πουθενά, τα μάτια του ήδη καρφωμένα στην κόκκινη κουκίδα. Άρχισα να την κινώ στο πάτωμα, στους τοίχους, στο ταβάνι. Ο Μπλάκι πηδούσε, έτρεχε, γλιστρούσε στο παρκέ προσπαθώντας να την πιάσει. Το κάναμε Ναγκόρνο Καραμπάχ—τρέχαμε από δωμάτιο σε δωμάτιο, πηδούσε πάνω στα έπιπλα, κάτω από το τραπέζι.

    Μιλάμε τον ξεθέωσα κανονικά. Καλά, όχι ότι τον χάλασε το μούργο—τα μάτια του ακόμα έλαμπαν από ενθουσιασμό. Όπως και να έχει, κάποια στιγμή αποφάσισε πως «enough is enough». Σταμάτησε απότομα, με κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε «τελείωσα» και ήρθε με αργά, αξιοπρεπή βήματα και θρονιάστηκε δίπλα μου στον καναπέ.

    Γύρω στις επτά παρά με πήρε τηλέφωνο ο αρκούδος μου, είχε φτάσει.

    “You really need to show me what your apartment buzzer is!” Η φωνή του ακουγόταν ελαφρά ταλαιπωρημένη.

    Πετάχτηκα όρθια από τον καναπέ. «Περίμενε, κατεβαίνω να σου δείξω!» του είπα.

    Στη χαρά μου άρχισα να τρέχω προς την πόρτα. Σταμάτησα απότομα στη μέση του διαδρόμου. Κοίταξα κάτω τον εαυτό μου—μόνο με τη μπλούζα, κάτω από την οποία υπενθυμίζω ότι ήμουν ξεβράκωτη. Έκανα μεταβολή, έτρεξα στο δωμάτιο, άνοιξα το συρτάρι και φόρεσα το πρώτο σορτσάκι που βρήκα.

    Κατέβηκα σε χρόνο ρεκόρ στην είσοδο. Από τις σκάλες πήγα—πηδούσα δύο-δύο τα σκαλιά. Ούτε το ασανσέρ δεν περίμενα.

    Άνοιξα την πόρτα της εισόδου με ορμή. Ο Maurice στεκόταν εκεί με το τεράστιο σακβουαγιάζ του—που χωρούσε τη μισή του οικοσκευή—στον ώμο του. Το πρόσωπό του φωτίστηκε μόλις με είδε.

    Ο φουκαράς ίσα που πρόλαβε να αφήσει το σάκο του να πέσει κάτω. Με ένα άλμα πήδηξα πάνω του, τυλίγοντας τα πόδια μου γύρω από τη μέση του και τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του.

    (Και ήταν και ο λόγος για τον οποίο φόρεσα το ρημάδι το σορτσάκι, γιατί έτσι όπως είχα σκαρφαλώσει πάνω του θα βλέπανε οι γείτονες moonlight στις εφτά το απόγευμα!)

    «ΑΡΚΟΥΔΙ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ!» του φώναξα γαντζωμένη πάνω του. Άρχισα να τον φιλάω σε όλο του το πρόσωπο—μέτωπο, μάγουλα, μύτη, πιγούνι. Παντού όπου έβρισκα.

    Γέλασε και με κράτησε σταθερά με τα χέρια του κάτω από τους μηρούς μου. Αντί άλλης απάντησης, έσκυψε το κεφάλι του και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο στόμα—αργό, γλυκό, που με έκανε να λιώσω. Μετά με άφησε απαλά κάτω, τα πόδια μου ακούμπησαν στο πεζοδρόμιο.

    “Now, show me the damned buzzer!” μου είπε χαχανίζοντας, περνώντας το χέρι του στα μαλλιά του.

    Τον έπιασα από το χέρι και τον τράβηξα προς την είσοδο. Του έδειξα το κουδούνι μου—τρίτη σειρά, δεύτερο από αριστερά. «Να, εδώ! Βλέπεις; Γράφει “Σ. ΑΛΟΪΖΑΚΗ”.»

    “Finally!” είπε με ανακούφιση.

    Σήκωσε το σακβουαγιάζ του στον ώμο και ανεβήκαμε πάνω. Ανοίγοντας την πόρτα του διαμερίσματος, μας περίμενε ο Μπλάκι. Καθόταν ακριβώς στη μέση του χολ, με την ουρά του τυλιγμένη γύρω από τα πόδια του.

    «Νιαρ!» μας καλωσόρισε.

    Ο Maurice άφησε τη βαλίτσα κάτω και έσκυψε. “Hello, your majesty!” του είπε, απλώνοντας το χέρι του.

    Και εκεί είχαμε και δεύτερο γύρο πανηγυρικών, αν και οφείλω να ομολογήσω ότι ο γάτος μου ήταν πιο συγκρατημένος από εμένα. Τουλάχιστον αυτός δεν του πήδηξε στην αγκαλιά! Ο Μπλάκι πλησίασε, μύρισε το χέρι του Maurice και μετά—σε μια σπάνια επίδειξη στοργής—τρίφτηκε στα πόδια του.

    «Καρδούλα μου,» μου είπε ο Maurice με το που περάσαμε μέσα. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και ακούμπησε την πλάτη του σ’ αυτήν για μια στιγμή. «Θα σε πείραζε σήμερα να κάτσουμε σπίτι;»

    Τον κοίταξα προσεκτικά. Τα μάτια του ήταν κουρασμένα, οι ώμοι του σκυφτοί. «Όχι μωρό μου, δε με πειράζει!» του είπα καθησυχαστικά, αγγίζοντας το μπράτσο του. «Είσαι κομμάτια, ε;»

    «Δε λες τίποτα,» μου απάντησε ξεφυσώντας.

    Τον έπιασα από το χέρι και τον οδήγησα προς το σαλόνι. «Πήγαινε κάτσε στο σαλόνι, να πάω να σου φέρω μια μπύρα!» του είπα. Το πρόσωπό του φωτίστηκε και σωριάστηκε στον καναπέ κοιτάζοντάς με γεμάτος ευγνωμοσύνη.

    Πήγα στην κουζίνα με γρήγορα βήματα. Άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα δύο κουτάκια μπύρες—ήξερα ότι το πρώτο θα έφευγε με την πρώτη. Τα έπλυνα κάτω από τη βρύση, τρίβοντάς τα με το σφουγγαράκι, και τα σκούπισα προσεκτικά με την πετσέτα.

    Γύρισα στο σαλόνι κρατώντας τα δύο κουτιά. Η εικόνα που αντίκρισα με έκανε να σταματήσω στην πόρτα: ο Maurice ήταν χυμένος στον καναπέ, το κεφάλι του ακουμπισμένο πίσω, τα πόδια του απλωμένα μπροστά. Και στα γόνατά του, σαν βασιλιάς στο θρόνο του, ο Μπλάκι. Τα δυο μου αγόρια μαζί! Χαμογελώντας σαν βλαμμένο πήγα και κάθισα δίπλα τους. Το μαξιλάρι βούλιαξε κάτω από το βάρος μου.

    Του έδωσα τα κουτιά. «Και οι δύο δικές σου είναι!» του είπα χαμογελώντας.

    Τα μάτια του γούρλωσαν. Άφησε τα κουτιά στο τραπεζάκι με μια γρήγορη κίνηση. “This is it; I’m marrying you!” μου είπε. Το χέρι του πήγε πίσω από το λαιμό μου και με τράβηξε πάνω του. Ο Μπλάκι διαμαρτυρήθηκε και πήδηξε κάτω. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου και μου έδωσε ένα βαθύ γλυκό φιλί που με έκανε να λιώσω.

    Όταν χωρίσαμε, τον κοίταξα πειρακτικά. “Wait till you meet my parents, you might change your mind afterwards!”

    Τα χέρια του με κρατούσαν από τη μέση. “Well, until the time comes, they should be tamed!” μου είπε χαχανίζοντας.

    Έβαλα τα γέλια και χτύπησα παιχνιδιάρικα το στήθος του. «Η Ευτύχω είναι η ελληνική εκδοχή της Martine!» του είπα. «Πολύ και καλή σου τύχη,» συμπλήρωσα χαχανίζοντας.

    Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση ψεύτικου τρόμου. «Damn!» μου είπε με χαβαλεδιάρικο ύφος.

    Σήκωσα το δάχτυλό μου για έμφαση. «Και είναι και Ελληνίδα μάνα!» συμπλήρωσα με νόημα. «Άκλαυτος θα πας φουκαρά μου!»

    Ίσιωσε την πλάτη του και χτύπησε το στήθος του με τις γροθιές του σαν γορίλλας—μπαμ, μπαμ, μπαμ. «I’m the beer bearing bear, I’m afraid of nobody!» Μετά το πρόσωπό του άλλαξε, έγειρε κοντά μου και συμπλήρωσε χαμηλόφωνα: “Well, except my mom… and probably yours!”

    Ξέσπασα σε δυνατά γέλια. «Και ξέχασες και την κυρά-Σοφία!» του είπα όταν βρήκα την ανάσα μου. Ίσιωσα και του διηγήθηκα το πρωινό τηλεφώνημα, χρησιμοποιώντας τα χέρια μου για να μιμηθώ τη γιαγιά μου.

    “Antikristo?” με ρώτησε, το πρόσωπό του σούφρωσε καθώς προσπαθούσε να προφέρει το όνομα. «Τι είναι πάλι αυτό;» ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον.

    Χαμογέλασα—το νου του στο φαγητό το κροκοδειλάκι μου. Γύρισα εντελώς προς το μέρος του. «Είναι ο παραδοσιακός τρόπος που ψήνουμε αρνί στην Κρήτη!» του εξήγησα.

    Τα μάτια του γούρλωσαν τόσο που νόμιζα θα πεταχτούν. «WHAT? OH MY GOD! Φέτος το Πάσχα με είχε καλέσει ένας συνάδελφος και έφαγα αρνί σούβλα στο σπίτι του!» μου εξήγησε, κάνοντας κινήσεις με τα χέρια του σαν να γύριζε σούβλα, νομίζοντας ότι οβελίας και αντικριστό είναι το ίδιο.

    Κούνησα το κεφάλι μου. «Maurice μου, καλό το αρνί στη σούβλα, δε λέω, αλλά αν δεν έχεις φάει αντικριστό, δεν έχεις δικαίωμα να πεις ότι έχεις φάει πραγματικό ψητό αρνί στη ζωή σου!»

    Έγειρε προς το μέρος μου με ενδιαφέρον. «Better than ovelias?» με ρώτησε, η γλώσσα του πάλευε με την ελληνική λέξη.

    Έκλεισα τα μάτια μου και έκανα μια έκφραση απόλαυσης. «You have no idea!» τον διαβεβαίωσα.

    Τα μάτια του άστραψαν ακόμα περισσότερο, σχεδόν έβγαζαν σπίθες!

    Σήκωσε τη γροθιά του στον αέρα. “Bring it on then!” μου είπε θαρρετά! “I will be the antikristo eating beer bearing bear!” συμπλήρωσε, χτυπώντας πάλι το στήθος του.

    Έβαλα και πάλι τα γέλια, κρατώντας την κοιλιά μου. «Στην Κρήτη θα δοκιμάσεις και πραγματική ρακή!»

    Σήκωσε το ένα φρύδι του. “Raki? Isn’t this like tsipouro?” με ρώτησε.

    Κούνησα το δάχτυλό μου μπροστά του. “Tsipouro is for the younglings,” του εξήγησα με σοβαρό ύφος.

    Έβαλε τα γέλια, το σώμα του τραντάχτηκε.

    «Και βαράει στο κεφάλι, δεν αστειεύομαι!» πρόσθεσα, κάνοντας την κίνηση του χτυπήματος στο κεφάλι.

    “No worries, my little sorceress!” με διαβεβαίωσε.

    Θυμήθηκα κάτι και τον κοίταξα. «Και μιας και μιλάμε για φαγητό, τις τρως τις μελιτζάνες;»

    «Αμέ!» μου απάντησε με ενθουσιασμό.

    Δάγκωσα το χείλος μου και τον κοίταξα διστακτικά. «Οπότε αύριο… αν θες… θα δοκιμάσεις famous Greek moussaka, φτιαγμένο από τα χεράκια της Ευτυχίας!»

    Πετάχτηκε σχεδόν από τον καναπέ. “WHAT???” με ρώτησε. Τα μάτια του έλαμπαν σαν χριστουγεννιάτικα λαμπάκια.

    «Αν… αν πάμε σπίτι τους να τους γνωρίσεις, η μαμά υποσχέθηκε ότι θα σου φτιάξει μουσακά!»

    Σήκωσε τα χέρια του ψηλά σαν να είχε σκοράρει γκολ. “I LOVE EFTYCHO!” μου είπε, η προφορά του ονόματος της μάνας μου βγήκε λίγο στραβή.

    Έβαλα τα γέλια. ΕΙΝΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ Ο ΑΤΙΜΟΣ!

    Σοβάρεψα λίγο και τον κοίταξα στα μάτια. «Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησα. «Εννοώ ότι αν θέλεις μπορούμε να πάμε να φάμε κάπου έξω!»

    Με κοίταξε σαν να του είχα προτείνει να φάει χώμα. “And lose famous Greek moussaka? Are you serious woman?” Το χέρι του πήγε στην καρδιά του με θεατρική απορία. Μετά το πρόσωπό του σοβάρεψε και έπιασε το χέρι μου. «Σόφη μου, δεν έχω πρόβλημα, πραγματικά!» με διαβεβαίωσε. «Ίσα-ίσα, που στο σπίτι των δικών σου θα είμαστε και πιο άνετα.» Τα μάτια του πήραν πάλι εκείνη τη σκανταλιάρικη λάμψη. «Εκτός και αν είστε καμιά αίρεση που θυσιάζει Βέλγους αρκούδους…»

    Τον χτύπησα παιχνιδιάρικα στο μπράτσο. «Όχι μωρό μου!» τον διαβεβαίωσα χαμογελώντας. «Εντάξει, θα πάρω τηλέφωνο τη μητέρα μου να της το πω!»

    Ο Maurice άνοιξε το δεύτερο κουτάκι—ο χαρακτηριστικός ήχος «τσακ» γέμισε το δωμάτιο. Εγώ πήρα το κινητό μου και σκρόλαρα στις επαφές. Πάτησα το όνομα της μητέρας μου, η οποία απάντησε στο πρώτο χτύπημα. Γούστο έχει να μου έγινε και τηλεπαθητική, χαχάνισα μέσα μου… με φρίκη.

    «Δύο φορές σε μια μέρα; Θα λιποθυμήσω!» μου είπε αντί για καλησπέρα, η φωνή της γεμάτη ειρωνεία.

    Ανασήκωσα τους ώμους μου αν και δεν μπορούσε να με δει. «Καλά, όταν συνέλθεις να κανονίσεις αύριο στη λαϊκή να πάρεις μελιτζάνες!» της είπα χαμογελώντας.

    Άκουσα την ανάσα της να κόβεται. «Θα έρθετε εδώ;» με ρώτησε. Ο ενθουσιασμός στη φωνή της δεν μπορούσε να κρυφτεί.

    «Ναι, θα έρθουμε!» της απάντησα. Το χαμόγελό μου πλάτυνε τόσο που πόνεσαν τα μάγουλά μου. «Να πούμε κατά τις οκτώ;»

    «Ναι αγάπη μου, μια χαρά είναι στις οκτώ!»

    Κοίταξα τον Maurice που είχε ήδη αδειάσει το δεύτερο κουτί. «Μαμά… πάρτε και δυο-τρεις τόνους μπύρες» της είπα χαχανίζοντας. «Οι Βέλγοι την πίνουν αντί για νερό!»

    «Μη μου ανησυχείς, θα έχουμε όλα τα καλά!» με διαβεβαίωσε. Έκανε μια μικρή παύση. «Και η γιαγιά σου μου είπε ότι θα πάτε και Κρήτη!»

    Κούνησα το κεφάλι μου. «Στα πρόλαβε, ε;» τη ρώτησα γελώντας.

    «Ε, την ξέρεις τώρα, μπορεί να έχει επτά εγγόνια αλλά εσύ είσαι η αδυναμία της! Να ξέρεις είναι ο πρώτος γαμπρός, στον οποίο τάζει αντικριστό!»

    Έβαλα τα γέλια, γέρνοντας πίσω στον καναπέ. «Η γιαγιά έτσι κι αλλιώς μόνο νύφες είχε!» της υπενθύμισα. «Χώρια που Βασιλική, Μαρία και Κατερίνα παρά είναι μικρές για να της φέρουν γαμπρό.» Οι ξαδέρφες μου ήταν δεκαεννιά, δεκαεφτά και δεκατεσσάρων χρονών αντίστοιχα. «Αν το έκαναν το πιο πιθανό θα ήταν να τον περίμενε με δίκαννο παρά με αντικριστό!»

    Η μάνα μου έβαλε τα γέλια με τη σειρά της. Αφού μου είπε να δώσω τους χαιρετισμούς της στον Maurice—δεν της είχα πει ότι είναι δίπλα μου, γιατί ικανή την είχα να με βάλει να του μιλήσει—κλείσαμε.

    Άφησα το τηλέφωνο στο τραπεζάκι και γύρισα προς τον Maurice. «Διαθήκη έκανες;» τον ρώτησα με το που έκλεισα το τηλέφωνο, κοιτάζοντάς τον σαν ξερολούκουμο!

    Σήκωσε το ένα φρύδι του. «Κινδυνεύω;» με ρώτησε χαχανίζοντας. Παρά την κούραση, το πρόσωπό του φωτίστηκε με εκείνο το παιδικό του χαμόγελο.

    Αντί απάντησης σηκώθηκα από τον καναπέ. Έπιασα το κάτω μέρος της μπλούζας μου και την έβγαλα με μια αργή, επιδεικτική κίνηση. Την πέταξα κάπου πίσω μου χωρίς να κοιτάξω πού προσγειώθηκε. Σήκωσα τα χέρια μου και έπιασα τα μαλλιά μου σε έναν πρόχειρο κότσο, στρίβοντάς τα γρήγορα.

    Άρχισα να γονατίζω μπροστά του, τα χέρια μου ήδη κατευθύνονταν προς τη ζώνη του, αλλά πριν προλάβω να φτάσω στο πάτωμα, τα χέρια του με έπιασαν από τους ώμους και με σταμάτησε.

    «Μωρό μου δεν έχω κάνει ακόμα ντους!» Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο. «Θες να μου πάθεις καμιά δηλητηρίαση;» με ρώτησε χαχανίζοντας, αλλά η φωνή του είχε και έναν τόνο σοβαρότητας.

    Τον κοίταξα με μισόκλειστα μάτια και ένα πονηρό χαμόγελο. «Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει!» του απάντησα στα ελληνικά χαχανίζοντας.

    «Τι;» με κοίταξε μπερδεμένος. «Τι είπες;»

    Κάθισα στις φτέρνες μου και του εξήγησα: «Είναι έκφραση που σημαίνει ότι οι κακοί άνθρωποι—ή τα κακά πράγματα—δεν πεθαίνουν εύκολα. Σαν το… evil never dies, αλλά πιο… χιουμοριστικό;»

    Την έκφρασή του άλλαξε. Τα φρύδια του σούφρωσαν και το χαμόγελο εξαφανίστηκε από το πρόσωπό του. Με μια γρήγορη κίνηση με τράβηξε και με έβαλε στα γόνατά του, με την κοιλιά μου κάτω. Τα χέρια μου προσγειώθηκαν στον καναπέ για στήριξη.

    «Τι—» άρχισα να λέω αλλά δεν πρόλαβα να τελειώσω, ένιωσα τα δάχτυλά του να αγγίζουν το λάστιχο του σορτς μου και με μια κίνηση το κατέβασε.

    ΠΛΑΤΣ! Το χέρι του προσγειώθηκε στον αριστερό μου γλουτό.

    «Ααα!» Δεν ήταν τόσο ο πόνος όσο η έκπληξη.

    Συνέχισε—πέντε σε κάθε πλευρά. Δεν ήταν απαλές, το χέρι του άφηνε ένα κάψιμο που απλωνόταν σαν φωτιά. Αλλά ταυτόχρονα δεν ήταν και τόσο δυνατές ώστε να πονέσουν πραγματικά. Ήταν… παιχνιδιάρικες αλλά αποφασιστικές.

    Μετά την τελευταία, με σήκωσε και με έβαλε να καθίσω ίσια δίπλα του. Με κοίταξε στα μάτια—η έκφρασή του ήταν σοβαρή, σχεδόν αυστηρή. «Αυτό να μην το ξαναπείς ποτέ!» μου είπε. Ο τόνος του δε σήκωνε αντίρρηση.

    Μιλάμε ψάρωσα τελείως. Το στόμα μου άνοιξε και έκλεισε σαν ψάρι εκτός νερού. Μου έκανε και η Μαίρη καμιά φορά τέτοια—minus το spanking φυσικά—όταν έλεγα κάτι πολύ αυτοκαταστροφικό, και έβαζα την ουρά στα σκέλια σαν δαρμένο σκυλί.

    «Μάλιστα!» του απάντησα, η φωνή μου βγήκε πιο ψιλή από το συνηθισμένο. Κατάπια και διόρθωσα: “I mean… yes Sir!”

    Το “Sir” βγήκε αυθόρμητα, χωρίς να το σκεφτώ. Ο Maurice εκείνη τη στιγμή δεν έπαιζε—το ένιωθα.

    Και εκεί το συνειδητοποίησα. Κάθισα εντελώς ακίνητη, το μυαλό μου προσπαθούσε να επεξεργαστεί τι μόλις είχε συμβεί. Ο Maurice ήταν σα να μου τις «έβρεξε».

    Χέρι πάνω μου δεν είχαν σηκώσει ούτε οι ίδιοι μου οι γονείς—ποτέ. Μπορεί να είμαι δοτική και υποχωρητική στις σχέσεις μου, αλλά χέρι που απλωνόταν πάνω μου το έκοβα σύριζα. Και δεν το λέω στη θεωρία. Ο Πάνος μια φορά μου είχε χώσει χαστούκι σε έναν καβγά και η αντίδρασή μου ήταν αστραπιαία—του μετακόμισα τα μπαλάκια στον οισοφάγο με μια κλωτσιά που τον έστειλε στο πάτωμα να βογκάει.

    Αλλά τώρα… τώρα ήταν διαφορετικά.

    “Maurice?” τον ρώτησα αβέβαια. «Μου τις έβρεξες τώρα;» Το μυαλό μου πάσχιζε ακόμα να βγάλει άκρη με τα συναισθήματα που στροβιλίζονταν μέσα μου.

    “What?” με ρώτησε με γνήσια απορία στο πρόσωπό του.

    Δάγκωσα το κάτω χείλος μου. «Νιώθω σαν…» Σταμάτησα, δίστασα για μερικές στιγμές ψάχνοντας να βρω τα σωστά λόγια. Τα χέρια μου έπαιζαν νευρικά με το τελείωμα του σορτς μου. «Σαν… σαν να τιμωρήθηκα για κάποια αταξία!»

    Η έκφρασή του άλλαξε. Ένα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στις άκρες των χειλιών του και το βλέμμα του σπινθήριζε σκανταλιάρικα. “Well, you did!” μου είπε. “You were a bad girl!”

    «OK!» απάντησα, νιώθοντας ξαφνικά ξελαφρωμένη. Το στήθος μου χαλάρωσε και πήρα μια βαθιά ανάσα. Παιχνίδι ήταν. Φυσικά και ήταν παιχνίδι.

    Έγειρε πιο κοντά μου, το πρόσωπό του έλαμπε παιχνιδιάρικα. «Σου χρωστάω ακόμα πενήντα σε κάθε κωλομέρι για το μπαλκόνι σου, ωστόσο!» συνέχισε χαχανίζοντας. «Για να μην αναφέρω το πρωινό σου insurrection!»

    Τα μάτια μου γούρλωσαν. «Πενήντα; Δεκαπέντε μου είχες πει αρχικά!» διαμαρτυρήθηκα, σταυρώνοντας τα χέρια μου.

    Σήκωσε το δάχτυλό του σαν δάσκαλος που διορθώνει μαθητή. «Και μου είχες απαντήσει, κάτσε να το δω και θα γίνουν πενήντα!» μου απάντησε. Τα μάτια του λάμπανε παιχνιδιάρικα, σχεδόν προκλητικά.

    «Τι πας και θυμάσαι κι εσύ…» του είπα χαχανίζοντας.

    Δεν πρόλαβα να πω τίποτα άλλο. Με άρπαξε και βρέθηκα ξανά πάνω στα γόνατά του, στην ίδια θέση. Αυτή τη φορά δεν περίμενε—πάρε δέκα σε κάθε γλουτό, πιο παιχνιδιάρικες από πριν αλλά αρκετές για να νιώσω τη ζέστη να απλώνεται.

    Και να σου πάλι μούσκεμα η δικιά σου. Ένιωσα την υγρασία ανάμεσα στα πόδια μου να αυξάνεται.

    Όταν τελείωσε, με άφησε να σηκωθώ. Στάθηκα μπροστά του, ανέβασα το σορτς μου και τον κοίταξα με μάτια που έβγαζαν φωτιές. «Κάτσε καλά θα σε βιάσω!» τον απείλησα.

    Γέλασε, ένα βαθύ ζεστό γέλιο. «Καλά, δεν το λες και βιασμό!» μου είπε. Έπιασε το χέρι μου και το οδήγησε πάνω στο παντελόνι του. Το όργανό του ήταν σκληρό σαν πέτρα, κόντευε να τρυπήσει το μποξεράκι του.

    «Βρε καυλοράπανο!» του είπα χαζογελώντας στα ελληνικά. Το χέρι μου έμεινε εκεί, νιώθοντας τη σκληράδα κάτω από το ύφασμα.

    Με κοίταξε με σουφρώνοντας τα φρύδια με απορία που μ’ έκανε να χαχανίζω. “What now?”

    Και άντε πάλι να προσπαθήσω να του εξηγήσω. «Είναι… κάποιος που είναι πολύ καυλωμένος. Σαν… horny radish;» Δεν υπήρχε καλή μετάφραση.

    “Kavolarapano!” μου είπε, η γλώσσα του παιδευόταν με τις συλλαβές. Το πρόσωπό φωτίστηκε και πάλι από αυτό το παιχνιδιάρικό του χαμόγελο. “Now, that’s an interesting word!”

    “No kavolarapano, kavlorapano” τον διόρθωσα χαχανίζοντας.

    “Damn! Kavlo…rapa…no” μου είπε συλλαβιστά. Με κοίταξε με το αιώνιο σκανταλιάρικό του βλέμμα.

    “That’s Greek to me! Literally!” μου έκανε με προσποιητή απελπισία, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    Πήγαμε σχεδόν κουτρουβαλώντας στο ντους, γεμίζοντας τη διαδρομή με ρούχα που βγάζαμε στην πορεία. Προσπαθούσαμε ταυτόχρονα να γδυθούμε και να μη φάμε τα μούτρα μας—ο Maurice σκόνταψε στο χαλάκι του μπάνιου και παραλίγο να με πάρει μαζί του. Τα γυαλιά του τα άφησε προσεκτικά στο νιπτήρα.

    Μπήκαμε στη μπανιέρα με κάποια δυσκολία—δύο άτομα σε μία μπανιέρα δεν είναι πάντα εύκολο. Άνοιξα τη βρύση και έφαγα τις καθιερωμένες μου πέντε στα κωλομέρια—μία για κάθε προσπάθεια μέχρι να βάλω τη σωστή θερμοκρασία στο νερό.

    Τελικά, όταν η θερμοκρασία έγινε ιδανική, χωθήκαμε κάτω από το ντους. Το νερό έτρεχε πάνω μας σαν καταρράκτης. Έγειρα πάνω στο στέρνο του, και με κράτησε σφιχτά πάνω του με τα χέρια του γύρω από τη μέση μου. Αφήσαμε το νερό να μας πάρει στη δροσερή του αγκαλιά.

    Ξεφύσησε βαθιά, το στήθος του ανέβηκε και κατέβηκε. «Το μόνο που δε μπορώ να συνηθίσω είναι αυτή η ζέστη!» μου είπε. Τα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο μέτωπό του.

    «Ναι, το ελληνικό καλοκαίρι τα έχει αυτά…» του απάντησα. Έγειρα λίγο πίσω για να μπορώ να τον κοιτάζω—το πρόσωπό του ήταν κόκκινο από τη ζέστη. «Και τώρα έχουμε και τα air-conditions, φαντάσου πώς ήταν παλιότερα!»

    Τα μάτια του γούρλωσαν με τρόμο. «Αρνούμαι!» μου είπε με πάθος, κουνώντας το κεφάλι του δεξιά-αριστερά.

    Έβαλα τα γέλια και άρχισα το trivia μου. «Η υψηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί στην Ευρώπη, ήταν εδώ, Αθήνα!» Σήκωσα το δάχτυλό μου για έμφαση. «Ήταν το 1978 και ήταν 48 βαθμοί Κελσίου.»

    “Jesus Christ superstar!” μου απάντησε. Τα μάτια του ήταν τόσο ανοιχτά που φοβήθηκα μην του πέσουν.

    «Ναι, τα κάνει κάτι τέτοια κάποια καλοκαίρια,» του είπα στενάζοντας. Το νερό συνέχιζε να τρέχει πάνω μας. «Ξέρεις πότε αρχίσαμε στην Ελλάδα να βάζουμε air-conditions;» τον ρώτησα συνεχίζοντας το trivia.

    Κούνησε το κεφάλι του.

    «Μετά τον μεγάλο καύσωνα του 1987 που πέθαναν πάνω από χίλιοι τριακόσιοι άνθρωποι!»

    “WHAT?” Το στόμα του άνοιξε διάπλατα. Τα μάτια του γούρλωσαν σαν του βατράχου.

    Ένευσα σοβαρά. «Για έντεκα ολόκληρες μέρες, από τις 21 Ιουλίου μέχρι τις 31 Ιουλίου είχε κάθε μέρα 40 με 43 βαθμούς.» Η φωνή μου έγινε πιο σιγανή. «Βάλε και το νέφος, βάλε και ότι ακόμα και τη νύχτα έπεφτε με το ζόρι ελάχιστα κάτω από τους 30 και πέθανε κόσμος σαν τα κοτόπουλα από τη θερμοπληξία.»

    “Damn!” Το πρόσωπό του γέμισε θλίψη. Με κράτησε πιο σφιχτά.

    Κοίταξα κάτω, το νερό που έτρεχε στα πόδια μας. «Τότε χάσαμε και τον παππού τον Παναγιώτη, τον πατέρα της μητέρας μου.» Η φωνή μου έτρεμε λίγο. «Θερμοπληξία που οδήγησε σε καρδιακή ανεπάρκεια και ο παππούς είχε καρδιολογικά…»

    “I’m so sorry, babe” μου είπε ακόμα πιο στεναχωρημένος. Το ένα του χέρι ανέβηκε και άρχισε να χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά μου. Τα χείλη του ακούμπησαν το μέτωπό μου σε ένα απαλό φιλί.

    «Ο πατέρας μου να δεις…» συνέχισα, νιώθοντας το συναίσθημα να με πλημμυρίζει. «Εντάξει, δεν ήταν ο πρώτος του ασθενής που πέθανε, αλλά εκείνη τη φορά το είχε πάρει τελείως προσωπικά.» Σήκωσα το βλέμμα μου να τον κοιτάξω. «Και λογικό είναι, ο πεθερός του ήταν.»

    «Λυπάμαι μωρό μου,» μου επανέλαβε. Τα μάτια του ήταν γεμάτα συμπόνια. Και τι θα μπορούσε άλλωστε να πει;

    «Βέβαια εγώ τότε δεν είχα γεννηθεί, αλλά μου την έχουν πει την ιστορία…» είπα ξεφυσώντας. Προσπάθησα να διώξω τη μελαγχολία. Ανασήκωσα τους ώμους μου και προσπάθησα να χαμογελάσω. «Τέλος πάντων… Οπότε ναι, κλιματιστικό και πάλι κλιματιστικό!» του απάντησα. Έγειρα και πάλι στο στέρνο του, ακούγοντας την καρδιά του να χτυπάει κάτω από το αυτί μου.

    Με κράτησε έτσι για λίγο, κάτω από το νερό που συνέχιζε να μας δροσίζει. Τα χέρια του χάιδευαν απαλά την πλάτη μου, από τον αυχένα μέχρι τη μέση, ξανά και ξανά. Δεν είπε τίποτα—απλά με κρατούσε, με άφηνε να νιώσω τη ζεστασιά του σώματός του, την ασφάλεια της αγκαλιάς του.

    Τελειώσαμε το ντουζάκι μας, αλλά παρόλο που είχαμε μπει με πονηρούς σκοπούς, η αναφορά στον καύσωνα του 1987 και την απώλεια του παππού μου βάρυνε το κλίμα. Η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει—από παιχνιδιάρικη σε μελαγχολική. Οπότε τελικά καθίσαμε φρόνιμοι, απλά κρατώντας ο ένας τον άλλον κάτω από το νερό.

    Βγήκαμε από τη μπανιέρα και σκουπιστήκαμε σιωπηλά. Ο Maurice μου έδωσε την πετσέτα μου με ένα τρυφερό χαμόγελο. Επιστρέψαμε στο δωμάτιο για να ντυθούμε. Εκείνος φόρεσε ένα σορτς και ένα t-shirt ενώ εγώ το κάτω μου εσώρουχο και μια μακριά μπλούζα, ούτε τα μαλλιά δεν έκανα.

    Δε βαριέσαι, ας έμοιαζα με σκαντζόχοιρο που έπεσε σε ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Τα μαλλιά μου είχαν αρχίσει ήδη να φριζάρουν. Έτσι κι αλλιώς μέσα θα μέναμε.

    Επιστρέψαμε στο σαλόνι και κάθισα στον καναπέ. Η κοιλιά μου έκανε έναν ήχο διαμαρτυρίας. «Τι θα φάμε;» τον ρώτησα. Μια πείνα είχε αρχίσει να με πιάνει και δεν θα βγαίναμε για παϊδάκια, όπως είχαμε πει αρχικά. «Σουβλάκια;»

    Ο Maurice κάθισε δίπλα μου και με κοίταξε με ένα διστακτικό χαμόγελο. «Τώρα αν σου πω ότι δε θέλω να φάω κρέας θα το πάρεις ψύχραιμα ή θα μου βάλεις θερμόμετρο;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

    Γέλασα και τον χτύπησα παιχνιδιάρικα στο μπράτσο. «Όχι μωρό μου!» του είπα. Τα μάτια μου φωτίστηκαν με μια ιδέα. «Έχει ένα μαγαζί εδώ που έχει καταπληκτικά θαλασσινά…» συνέχισα ενθουσιασμένη. Σταμάτησα και το σκέφτηκα. «Εντάξει, τυπικά και αυτά κρέας είναι…»

    Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ναι αμέ, γιατί όχι;» Ακούμπησε πίσω στον καναπέ. «Αλλά θα πρέπει να μου προτείνεις εσύ κανένα πιάτο. Εγώ εδώ πρόλαβα να μάθω μόνο γαύρο τηγανητό και καλαμαράκια.» Κούνησε το κεφάλι του. «Στο Βέλγιο… δεν τρως εύκολα φρέσκο ψάρι!»

    «Αμέ!» του απάντησα με ενθουσιασμό. Άρπαξα το κινητό μου και άνοιξα το e-food. Τα δάχτυλά μου πετούσαν στην οθόνη καθώς έψαχνα. Βρήκα το κατάστημα που είχα στο νου μου—«Το Κύμα»—και άρχισα να εξηγώ στον Maurice, δείχνοντάς του την οθόνη.

    «Προτείνω μύδια αχνιστά, θα τα λατρέψεις!» Σκρόλαρα παρακάτω. «Καλαμαράκια, χταποδάκι ψητό με λαδορίγανη…» Ξαφνικά είδα κάτι και πετάχτηκα σχεδόν από τον καναπέ. «ΑΑΑΑΑΑΑ!» φώναξα με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό. «Έχει φρέσκια μαρίδα! Είναι σαν τον γαύρο αλλά μικρότερη!»

    Τα μάτια του έλαμψαν. «Και αυτό, τότε!» μου απάντησε, μοιραζόμενος τον ενθουσιασμό μου. Έγειρε να δει καλύτερα την οθόνη. «Τι άλλα;»

    Συνέχισα να σκρολάρω. «Μπακαλιάρο με σκορδαλιά!» ανακοίνωσα θριαμβευτικά. «Μπακαλιάρο μπορεί να έχεις φάει, αλλά σκορδαλιά αποκλείεται!» του είπα με σιγουριά.

    Σήκωσε το δάχτυλό του με ύφος. «Χα! Νομίζεις!» Χαμογέλασε πλατιά. «Είχαμε βγει για φαγητό με φίλους την 25η Μαρτίου και είχα δοκιμάσει!» Κοίταξε πάλι την οθόνη. «Ταραμοσαλάτα έχει;»

    Έψαξα στο μενού. «Όχι,» είπα γελώντας, «ταραμοσαλάτα δεν έχει το μενού σήμερα.»

    “Damn!” μου απάντησε κουνώντας το χέρι του με θεατρική απογοήτευση. “What else?”

    Τον κοίταξα με ένα φρύδι σηκωμένο. «Μωρό μου, πόσο θα φάμε…» ξεκίνησα να λέω. Μετά είδα τα μάτια του—με κοίταζε σαν κουτάβι που ζητάει φαγητό. «Τι ρωτάω κι εγώ,» συνέχισα χαχανίζοντας. Σκρόλαρα ακόμα παρακάτω. «Θέλεις να πάρουμε και χόρτα; Όλως παραδόξως έχει κρίταμα!» του είπα ενθουσιασμένη.

    Γύρισε το κεφάλι του με απορία. “What is this?”

    «Τα κρίταμα είναι ένα φυτό που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα,» του εξήγησα, κάνοντας χειρονομίες με τα χέρια μου. «Είναι πολύ νόστιμο! Προσωπικά για μένα είναι πιο νόστιμο και από τα σπαράγγια.»

    Τα μάτια του άστραψαν. “Kritama, yes!” μου έκανε με παιδιάστικο ενθουσιασμό. Μετά το πρόσωπό του πήρε μια αθώα έκφραση. «Μπύρες έχουμε;» ρώτησε κοιτάζοντάς με, ενώ ήξερε πολύ καλά ότι τις είχε λιανίσει.

    Κούνησα το κεφάλι μου. «Όχι, αλλά είναι ανοιχτό το συνοικιακό σούπερ μάρκετ εδώ πιο κάτω.» Σηκώθηκα από τον καναπέ. «Κάνουμε την παραγγελία και πάμε να πάρουμε και μπύρες!»

    Πετάχτηκε όρθιος και χτύπησε το στήθος του. “Beer bearing bear!”

    «Ναι, αρκούδι μου!» του είπα χαχανίζοντας.

    Καθίσαμε πάλι και συμπληρώσαμε την παραγγελία. Τελικά παραγγείλαμε και γαρίδες σαγανάκι—«Αυτό είναι με ντομάτα και φέτα» του εξήγησα—και μύδια σαγανάκι, και τηγανητές πατάτες. Η λίστα μεγάλωνε συνεχώς, αλλά δεν ανησυχούσα. Με τον αρκούδο μου δε θα πήγαινε τίποτα χαμένο.

    Πατήσαμε «Ολοκλήρωση παραγγελίας». Η οθόνη έδειξε: «Εκτιμώμενος χρόνος: 40 λεπτά».

    «Τέλεια!» είπα. «Έχουμε χρόνο!»

    Στο ενδιάμεσο ντυθήκαμε πρόχειρα—εγώ φόρεσα ένα σορτς και σνίκερς και εκείνος απλά τα παπούτσια του. Βγήκαμε από το διαμέρισμα και κατεβήκαμε στο δρόμο. Το σούπερ μάρκετ ήταν πέντε λεπτά με τα πόδια, στη γωνία.

    Μπήκαμε μέσα και ο Maurice πήγε κατευθείαν στο τμήμα με τις μπύρες σαν να τον τραβούσε μαγνήτης. Ευτυχώς που είχε μπύρες και στα ψυγεία—οι περισσότερες ήταν ζεστές στα ράφια.

    «Πόσες να πάρουμε;» με ρώτησε, ήδη γεμίζοντας το καλάθι.

    Τον κοίταξα, κοίταξα το καλάθι που είχε ήδη δέκα κουτιά, και γέλασα. «Βέβαια, καλού-κακού πάρε και…» Έδειξα ένα ολόκληρο καφάσι στο ράφι. «Ένα καφάσι που θα το αφήσουμε έξω από το ψυγείο.»

    Τα μάτια του έλαμψαν σαν μικρού παιδιού τα Χριστούγεννα.

    Στο ταμείο η κοπέλα μας κοίταξε περίεργα—δύο άτομα με τρία καλάθια γεμάτα μπύρες. Ο Maurice σήκωσε το καφάσι στον ώμο του σαν να μην ήταν τίποτα, εγώ κρατούσα τις σακούλες με τις παγωμένες.

    Γυρίσαμε στο σπίτι με τον Maurice φορτωμένο σα γαϊδούρι. Καλά, όχι ότι δεν κουβαλούσα κι εγώ σακούλες—τα χέρια μου είχαν αρχίσει να μουδιάζουν από το βάρος.

    Μόλις μπήκαμε μέσα, άφησε το καφάσι κάτω με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. «Και τώρα,» είπε τρίβοντας τα χέρια του, «η πρόκληση!»

    Άνοιξε το ψυγείο και κοίταξε μέσα σαν στρατηγός που μελετάει το πεδίο της μάχης. Εκεί έπιασε δουλειά ο πρωταθλητής Tetris. Έβγαζε πράγματα, τα ανακατάταξε, έβαζε μπύρες, ξανάβγαζε, ξανάβαζε. Κάθε εκατοστό χώρου αξιοποιήθηκε και θα ορκιζόμουν ότι παραβίασε και πάλι δυο-τρεις νόμους της φυσικής, ωστόσο στο τέλος τα κατάφερε.

    «Και τώρα περιμένουμε το φαγητό!» του είπα βγάζοντας το σορτσάκι μου και πετώντας το στο πάτωμα, με τον Μπλάκι να πηδάει από το δέντρο του και να του κάνει ανάκριση.

    «Προλαβαίνεις να με βιάσεις;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

    ΤΙ ΡΩΤΑΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ! ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΑ!

    Η μπλούζα μου βγήκε με συνοπτικές διαδικασίες και από αρκούδος έγινε ευκάλυπτος in the blink of the eye. Με εμένα γαντζωμένη πάνω του σαν απελπισμένο κοάλα, πήγαμε στο δωμάτιο διά τα περεταίρω!

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---