Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Νάντια, στην σκιά της ελπίδας.

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος bas, στις 25 Αυγούστου 2025 at 08:50.

  1. bas

    bas Τέλος του παιχνιδιού - Πλήρης

    Πρώτο κεφάλαιο από ένα μυθιστόρημα που έχω γράψει.

    Σημείωμα – Αποποίηση Ευθύνης
    Το παρόν έργο είναι αποκλειστικά προϊόν ελεύθερης λογοτεχνικής δημιουργίας.
    Όλοι οι χαρακτήρες, τα γεγονότα και οι διάλογοι που περιγράφονται είναι μυθοπλαστικά.
    Οποιαδήποτε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα ή πραγματικά περιστατικά είναι εντελώς συμπτωματική και δεν αντανακλά την πραγματικότητα.

    Το κείμενο δεν έχει σκοπό να προσβάλει, να συκοφαντήσει ή να αποδώσει ευθύνες σε οποιονδήποτε.
    Δεν παρέχει νομικές, ιατρικές ή ψυχολογικές συμβουλές, ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τέτοιο υποκατάστατο.
    Η ευθύνη για κάθε ερμηνεία ή χρήση του περιεχομένου ανήκει αποκλειστικά στον αναγνώστη.

    Πρόλογος – ΜΕ ΑΓΟΡΑΣΑΝ
    [Αθήνα - Στο σπίτι - 11η ημέρα, 01:14

    Η Βάσια στο κρεβάτι με τον εαυτό της...]

    Η λάμπα στο κομοδίνο τρεμόπαιζε. Ένα σχεδόν αθέατο ρεύμα αέρα διέσχιζε το δωμάτιο, αναδεύοντας τις γωνίες των χαρτιών που ήταν σκορπισμένα γύρω της. Η Βάσια δεν κοιμόταν. Εδώ και μέρες, δεν κοιμόταν.

    Στα δάχτυλά της κρατούσε ένα τσαλακωμένο φύλλο Α4, κι ας το είχε ισιώσει δέκα φορές.
    Διάβαζε ξανά, και ξανά. Ήξερε κάθε γραμμή. Μα τα μάτια της δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από μία μόνο πρόταση, εκείνη τη φράση που ερχόταν κάθε βράδυ και κάθιζε πάνω στο στήθος της σαν βρεγμένο πανί.

    ΜΕ ΑΓΟΡΑΣΑΝ.

    Δίπλα, ο μη εμπιστευτικός υπηρεσιακός φάκελος για την Νάντια παρέμενε σφραγισμένος. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της δεν θα τον άνοιγε. Όχι ακόμα.

    Όμως είχε ήδη καταλάβει: αυτό δεν ήταν ένα ακόμη «ψυχιατρικό περιστατικό». Δεν ήταν άλλη μια ιστορία για τις νυχτερινές της σημειώσεις.

    Ήταν η αρχή.

    ΜΕΡΟΣ Α΄ – Initium Silentii
    Η Σιωπή που Σπάει

    Κεφάλαιο 1 – Συνθήκη


    Η άρνηση να σωπάσεις

    [Αθήνα — Κέντρο Προσωρινής Φιλοξενίας Ανηλίκων “Αρωγή” — Γραφείο Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης — 1η ημέρα, 09:32]

    Το δωμάτιο είχε το βάρος παλιού κρατητηρίου. Ο αέρας καθαρός — αλλά αποστειρωμένος. Οι τοίχοι μιλούσαν με σιωπές, από αυτούς που είχαν περάσει: παιδιά, μητέρες, ναυάγια. Ο ήχος από τις λάμπες φθορισμού τρεμόπαιζε αργά, σχεδόν υποδόρια. Ψυχρός. Έμοιαζε με νεκροτομείο.

    Ένα παλιό ξύλινο γραφείο. Πλαστικές καρέκλες, με μια απελπισμένη προσπάθεια να ομορφύνουν την ασχήμια: πάνω τους έστεκαν πολύχρωμα, αλλά ξεθωριασμένα και βρώμικα μαξιλάρια.

    Η αίθουσα συνεδρίας ήταν άδεια από οτιδήποτε θα μπορούσε να πληγώσει. Σωματικά. Ούτε γωνίες, ούτε καθρέφτες, ούτε πολύχρωμες αφίσες. Ένα χαλί, δυο καρέκλες, ένα τραπεζάκι με ξύλινα παιχνίδια που κανένα παιδί δεν είχε πιάσει από μόνο του.

    Στους τοίχους: άσπροι λεκέδες εκεί όπου κάποτε κρεμόταν κάτι. Οι οδηγίες ήταν σαφείς: δεν τα αφήνουμε πολύ. Γιατί δεν ήταν παιδικές ζωγραφιές χαράς. Ήταν τρόμος.

    Κάθε καρέκλα είχε απορροφήσει την αγωνία του προηγούμενου σώματος. Το ξύλο στο πάτωμα, ποτισμένο με απολυμαντικό και αποτυπωμένες παγωμένες παρουσίες. Κι όμως, κάτω απ’ όλα αυτά, οι μυρωδιές κρατούσαν: υγρασία, ιδρώτα, δάκρυα και σκόνη.

    Η κυρία Βάσια Καλούδη, η ψυχολόγος, καθόταν ήδη στο γραφείο της, ίσια, αμίλητη. Η επαγγελματική της στολή ήταν ένα είδος πανοπλίας — ψυχρής, αδιαφανούς. Είχε μάθει πια να μην κουβαλάει τα παιδιά στο σπίτι. Ή έτσι νόμιζε.

    Η πόρτα άνοιξε με τριγμό. Ένας κοινωνικός λειτουργός εμφανίστηκε, νεύοντας ήσυχα. Δεν χρειάστηκε να πει πολλά.

    «Νάντια.»

    Το κορίτσι μπήκε αργά, σαν να φοβόταν να ακουμπήσει το πάτωμα. Στάθηκε για λίγο, μετά κάθισε στην άκρη της καρέκλας — τόσο στην άκρη που φαινόταν έτοιμη να σηκωθεί με το παραμικρό.

    Ήταν δεκατεσσάρων — έτσι έγραφε ο φάκελος που κρατούσε στα χέρια της. Αλλά το βλέμμα της δεν είχε ηλικία. Το πρόσωπό της ακίνητο — όχι από ηρεμία, αλλά από αδιανόητη κούραση. Παραίτηση.

    Φορούσε μια βρώμικη κουκούλα και ένα φούτερ που μύριζε υγρασία, κάπνα και κάτι ακόμα — ένα ίχνος μεταλλικό, σάπιο, γνώριμο. Μια μυρωδιά που είχε περισσότερο σχέση με το δέρμα, παρά με το ύφασμα.

    Η τσάντα της — ένα παιδικό σακίδιο με σκισμένη ραφή — έγερνε στο πλάι. Από μέσα της γλίστρησε ένα τσαλακωμένο χαρτί.

    Από τον διάδρομο απέξω, παρόλο που η πόρτα ήταν κλειστή, ακούστηκε μουσική. Shakira. Και κοριτσίστικες φωνές που προσπαθούσαν να ακολουθήσουν το τραγούδι.

    Η έφηβη το έχωσε γρήγορα πίσω, στην μέσα θήκη, την πιο κρυφή…

    Η γυναίκα πίσω από το γραφείο δεν ρώτησε τίποτα. Δεν σχολίασε. Δεν έκανε καν τη βιαστική κίνηση να τη βοηθήσει. Μόνο ακούμπησε το βλέμμα πάνω της — για λίγο, όσο κρατάει μια ανάσα — και το πήρε πίσω. Χωρίς ερώτηση.

    Το πλάσμα απέναντι της την κοίταξε για μια στιγμή, σχεδόν δοκιμαστικά. Ύστερα κατέβασε ξανά τα μάτια στα χέρια της — κλειστά, πλεγμένα, σαν να κρατούσαν κάτι που δεν έπρεπε να φύγει.

    «Εδώ είναι… καλά;» ψιθύρισε τελικά.

    Η φωνή της ακατέργαστη, με προφορά, βαριά, σλάβικη, γερασμένη. Μια λέξη που ζύγιζε τον χώρο — όχι για να πάρει απάντηση, αλλά για να δει αν έχει συνέπειες.

    Η γυναίκα με την ψυχρή στολή δεν απάντησε αμέσως. Προσπάθησε να μη δείξει τίποτα — ούτε καν στο πρόσωπο. Το κατάφερα; αναρωτήθηκε. Δεν είπε λόγια τυποποιημένα. Έσκυψε όμως ελαφρά προς τα μπρος. Όχι απειλητικά — αλλά όπως όταν σκύβεις για να ακούσεις καλύτερα μια σιωπή.

    Δεν υπήρχε ακόμη διάλογος. Υπήρχε μόνο παρουσία. Ή ακινησία πριν από το σπάσιμο. Και μια ανάμνηση που σήκωνε κεφάλι — από χρόνια πίσω.

    Ήταν τότε που είχε βρεθεί σε ένα άλλο δωμάτιο και θυμήθηκε μια άλλη έφηβη που μιλούσε, κι όμως κανείς δεν την πίστευε, ούτε την άκουγε. Και είχε μάθει πικρά, από τότε, πως μερικές φωνές είναι ήδη χαμένες — πριν ειπωθούν.

    Δεν ήταν θλίψη αυτό που ένιωσε τώρα. Ήταν θυμός.

    Αλλά αυτό το παιδί δεν θα σωπάσει. Δεν θα μείνει μόνο του.

    Όχι αν την κοιτάζει έτσι.

    Κι έτσι, άλλαξε στάση. Δεν μίλησε. Δεν κατεύθυνε. Δεν οδήγησε.

    Προσφέρθηκε.

    «Νάντια… έτσι δεν σε λένε;»

    Το κορίτσι απέναντι της έγνεψε νευρικά.

    «Θες να μου πεις… πώς είσαι σήμερα;»

    Η φωνή ήρθε σιγανά, σαν από κάποιον που είχε ξεχάσει πώς λέγεται.

    «Καλά είμαι. Δεν έχει πρόβλημα.»

    Η προφορά έσπαγε τις λέξεις. Δεν ήταν ντροπή — ήταν μνήμη άλλης γλώσσας.

    Συνέχισε:

    «Έχω δει πολλά παιδιά. Αλλά εσύ δεν τους μοιάζεις… είσαι, πώς να στο πω; …διαφορετική.»

    Το παιδί σήκωσε το βλέμμα.

    «Διαφορετική πώς;»

    Η φωνή της δεν είχε τόνο.

    Ήταν ήχος. Ξερός. Παγωμένος. Όπως ακούγεται το νερό όταν στάζει σε νεκρό δωμάτιο.

    «Δεν ξέρω ακόμα. Αλλά… νομίζω έχεις κάτι μέσα σου. Που παλεύει ακόμα.»

    Η Νάντια κατέβασε τα μάτια. Στα χέρια της, ένα σημάδι — παλιό κάψιμο, ίσως από τσιγάρο. Η «ειδικός» το είδε, το σημείωσε στο πίσω μέρος του υπηρεσιακού της μυαλού, μαζί με τα άλλα. Αλλά δεν είπε και πάλι λέξη.

    Χαμογέλασε όμως απαλά, από συνήθεια. Δεν περίμενε απάντηση.

    «Θες να πιεις λίγο νερό;»

    Το σπασμένο πλάσμα την κοίταξε με βλέμμα που δεν την έβλεπε.

    Ένα βλέμμα που είχε χτιστεί για να μην αντανακλά τίποτα.

    «Όχι. Δεν θέλω. Όλα καλά.»

    Η γυναίκα απέναντι δεν απάντησε αμέσως. Την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα και έπειτα είπε:

    «Εγώ δεν είμαι αστυνομία. Ούτε δικαστής.
    Δεν θα σου ζητήσω τίποτα. Μόνο να κάτσουμε λίγο μαζί.»

    Η Νάντια δεν άλλαξε έκφραση. Δεν έγνεψε. Αλλά η Βάσια είδε έναν μικρό σπασμό στο πάνω χείλος — σαν κάτι ανεπαίσθητο να χαμήλωσε. Σαν ένα τείχος που, για κλάσμα του δευτερολέπτου, κλονίστηκε.

    Κι ύστερα, ξανά, η εκκωφαντική, απόλυτη σιωπή…
     
    Last edited: 25 Αυγούστου 2025 at 09:02