Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Αιώρηση…


    Σε κοιτούσα σιωπηλός
    είχες δεσμεύσει ένα τεταρτημόριο αυγής
    και μια χούφτα πλούσιο χώμα αλήθειας
    αλλά δίσταζες
    δίσταζες πολύ να το προσφέρεις…

    Σε κοιτούσα σιωπηλός
    αλλά ούρλιαζα στο υπόγειο της ψυχής μου
    ένα βλέμμα εμπρός
    μια λέξη πίσω
    ένα ίσως ή ένα πως
    τα χείλη σου υγρά
    αναποφάσιστα όμως…

    Τα δάχτυλά σου
    μικρά παιδιά του ήλιου
    έμπαιναν στα σωθικά μου
    και αιφνίδια
    λευτέρωναν τις αιχμάλωτες ανάσες μου…

    Δεν το’ξερα αγάπη μου
    τυφλός περπατούσα
    στο καταχείμωνο της νύχτας μου
    με τα χέρια στις τσέπες του ορίζοντα

    Δεν το’ξερα

    πριν από τούτη την αιώρηση
    στο αντάμωμα του αιώνιου
    με το φθαρτό
    σε κείνη την αδιόρατη αιχμή
    που ίσα χωρά η στερεότητα
    μιας ολόκληρης στιγμής
    πως δεν υπήρξα ακέραιος ποτέ μου
    ποτέ μου στ’αλήθεια

    Ζωντανός…D.P.
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    " Βραδινή μοναξιά "

    Είναι η ώρα που ολονώνε η ζωή βαραίνει την ψυχή μου.


    Στο πλαϊνό γιαπί ένας εργάτης στήθηκε
    ανάμεσα σε δυο φωτάκια ολοκόκκινα.
    Μόλις που βλέπει.
    Και ξαναρχίζει χτυπητό το πάφλασμα της λάσπης.
    Και το σκάψιμο… Να πάρει μέσα κάποιονε…

    Ώρα πολύ.

    Κουράστηκα, μαζί του…
    Φεύγει κι αυτός μέσ’ στη βροχή,
    σα ν’ άφησε τον κόσμο ατέλειωτο.

    Δε βλέπω πια παρά το γέρο αντίκρυ,
    ακίνητο στη θέση του.
    Και μ’ όλα του τα όνειρα,
    εκεί που είναι ζει,
    σαν τον όποιον άνθρωπο,
    σαν όλους τους απόψε.
    Καθένας τη δική του τη ζωή,
    εκεί που είναι.

    Κάπου. Κάπως.
    Έτσι πεθαίνουν ολοένα.
    Κι όλοι τους μαζί σα να μη το ‘νιωσαν ποτές,
    όχι μονάχα ένας,
    όλοι τους μαζί…

    Λες κι έφταιξα. Φουντώνω από ντροπή.

    Ένα περπάτημα.
    Το κάθε βήμα, εγερτήριο,
    που θα τα ζωντανέψει όλα,
    και μένανε θα σώσει.

    Μα η συμπόνοια ξένη πάντα.
    Δυνάμωσε και πέρασε αφήνοντας την πίκρα και το μίσος.

    Αγριεμένα ψάχνουνε τα μάτια μου.

    Ας πέρναγε τώρα ένα μοναχά ταξί.
    Θα πρόφταινα να δω θαμπά στο μουσκεμένο φως του…
    Μ’ ακούω μακριά το βραχνασμό του,
    σαν ο δικός μου ο λαιμός να σφίγγεται μέσα στο χέρι του σωφέρ.

    Μαζί με τη θυσία μου και το χαμό μου.

    Μέσ’ στο σκοτάδι
    που ξανάσβησε το δρόμο τον απόμερο της πόλης,
    κανένας άλλος ζωντανός.
    Ολόγυρα στους τοίχους μαυρίζουν τα παράθυρα
    σαν τάφοι, σηκωμένοι, όλοι μονομιάς.
    Και μέσα τρυπωμένοι σκελετοί.
    Κοντά τους είναι κι η ζωή, όπως κι αλλού,
    ξαφνιάζει κάποιονε, και φεύγει,
    τραβηγμένη από κάποια πονηράδα μεγαλύτερη.

    Ξέχασαν όλοι πια πως τη ζητάνε.

    Ολομόναχος, τρομάζω, νιώθοντας όλο μου τον όγκο,
    και μπρος μου, αμίλητη την ύπαρξή μου, ολόρθη.
    Αυτή που είναι το κενό.
    Γεμάτο φόβο.

    Σα να μην έχω ζήσει παρά τότε.

    Οι θύμησες μου, αλλουνού.
    Μα όχι. Ποτέ δεν έτυχε να είμαι γω σε κάποιο μέρος.
    Είμαι παντού με όλους, και πιο πολύ παντού.

    Θα φύγω αμέσως κι από δω.
    Να μη σταθώ ποτέ.
    Σε ξένους ήλιους και δροσιές,
    στου καθενός το στολισμένο τίποτα, καμαρωμένο,
    να ξεπεράσω τη δική μου την ψευτιά.

    Ούτε κι εκεί.

    Στο δρόμο,

    εξω,
    περπατάτε.
    Κοντά στο χώμα και στον ουρανό.
    Πάντα πηγαίνετε. Ποτέ μη σταματάτε.
    Κι εγώ ίσα γραμμή στο πλοίο το μικρό,
    μονάχος με τον κίνδυνο
    που όλα αυτός τα βλέπει.
    Στα κύματα, με τη μεγάλη τη ζωή. Ατέλειωτα.
    Κάπου κει και πιο μακριά. Δεν ξέρω.
    Μακρύτερα απ’ όλους σας.
    Πάντα ορθός, αλύγιστος,
    ριγίζοντας στον άνεμο το σκοτεινό
    που θα παγώνει τα φλογισμένα μάτια μου,
    τον τελευταίο πυρετό της σάρκας θα δροσίζει.
    Όλο θα πηγαίνω, ίσαμε να πέσω – μια φορά.
    Όχι πάντοτε, σαν όλους σας που ζείτε κάπου απόψε,
    έτσι κάπως.

    Λεφτερωμένος απ’ τη δική σας τη ζωή.

    ______________

    ( Θεόδωρος Ντόρρος, 1895-1954 )
     
  3. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    Υπήρχε κάτι πένθιμο
    σε τούτη τη σιωπή
    σαν το χαρταετό
    που κόβεται απότομα το νήμα του
    αυτό που τον συνδέει με τον άνθρωπο
    αυτό που τον συνδέει με το χαμόγελο
    και ταξιδεύει για λίγο
    όσο να ψελλίσεις ένα
    ‘μα, πως… πως γίναμε τόσο σιωπηλοί;’
    κι ύστερα…
    γκρεμίζεται στη γη
    Ναι
    υπήρχε κάτι πένθιμο
    στο τρόπο που έλεγες ‘καλημέρα’
    στο τρόπο που έστρωνες το τραπεζομάντηλο
    στο τρόπο που ξάπλωνες στο κρεβάτι
    για να με υποδεχθείς ερωτικά
    Κι αυτός δεν ήταν έρωτας
    ήταν μια πρόσκαιρη συμμαχία
    με το εγώ μας
    μια θορυβώδης παράσταση σκιών
    τόσο ώστε να μη μας ξεκουφαίνει
    η κραυγή της θλίψης
    Εσύ να δώσεις στο γκρι
    μια απόχρωση γαλάζιου
    να δώσω εγώ στο σκοτάδι
    μια ρυτίδα από φως…
    Κι όταν δεν θα’χω;
    αναρωτιόμουν
    όταν δεν θα’χω πια;
    εσύ μου απαντούσες με κείνο το δειλό
    σα ρωγμή στον κατάλευκο τοίχο


    πένθιμο χαμόγελό σου......D.P.
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    " Αφιέρωμα "

    Να μια ζωή που πριν να ζήσει ακόμα θα πεθάνει,
    Μέσα στο μάκρος των λευκών θαλάμων, θλιβερά
    Κάτ’ απ’ το φως το αδύναμο, που η μέρα το’ χει υφάνει
    Λευκό για να σκεπάσει τόσα μάτια θαμπερά,
    Πριν έρθει ακόμα ο θάνατος χλομός ναν τα χλομιάνει.

    Νεκρή ζωή που ακόμα ζεις σε κάποια μάτια ακόμα
    Θαμπά, Σα φως όπου πέρνα βαθύχρωμα γιαλιά.
    Που ό, τι σου μένει ζωντανό σε θάμπος ή σε χρώμα
    Είναι τα μάτια σου, κι αυτά θα σβήσουν Σα φιλιά,
    Θα σβήσουν όπως έσβησε κι όλου σου τα’ άλλο σώμα.

    Φτωχά παιδιά, τι αναμνήσεις σας δέρνουνε τη μέρα,
    Τις ώρες που κουράζεται κι ο θάνατος αυτός,
    Να παραστέκει γύρω σας σαν αδελφή ή μητέρα,
    Τις ώρες που κάποιας πληγής ο πόνος ο φριχτός
    Περνάει με κάποια πρόσωπα που ζουν μες στον αέρα.

    Και σας σκεπάζει την καρδιά η πιο μεγάλη λύπη,
    Κάποιου θανάτου – αλίμονο!- που ίσως σε λίγο ρθεί
    Να σβήσει ένα παράπονο και κάποιο καρδιοχτύπι
    Για μια ζωούλα, που έσβησε χωρίς να μαραθεί,
    Σα δέντρο που το ρίξανε του ξυλοκόπου οι χτύποι.

    Και μες στο βράδυ το βαρύ που χύνεται απ΄ τα πλατιά
    Μές απ’ των παραθύρων τα χρωματιστά γιαλιά,
    Σας βλέπω να πεθαίνετε στα κάτασπρα κρεβάτια,
    – Νιάτα γιομάτα!- σαν πουλιά
    Ενώ οι αχτίδες οι στέρνες σας κλείνουνε τα μάτια.

    ( Μήτσος Παπανικολάου, 1900-1943 )
     
  5. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    Απρόσαπτη πόλη

    Ωραία η πόλη
    η απρόσαπτη πόλη
    έχει βγάλει πλοκάμια
    και πνίγει τους ανθρώπους
    τους ζεσταίνει πρώτα
    μέσα στο πύο της νύχτας
    κι έπειτα
    με άφατη στοργή
    τους μαραζώνει
    και τους πνίγει...

    Χαμογελάει η ανείδεη πόλη
    χωρίζει τους εκλεκτούς
    απ'τους γονείς τους
    θρέφει τις νεκροκόμες θυγατέρες
    με όνειρα
    κλείνει στο ρυπαρό της πέπλο
    όσα δεν αρμόζουν στο λυγμό της

    Αργοπεθαίνουν όλοι
    ευτυχισμένοι

    δηλητηριασμένοι
    όχι από θάνατο
    αλλά από ζωή

    από την πρώτη ώρα
    που το λαιμητόμο τραύμα
    τους σημαδεύει στο υπογάστριο
    από την πρώτη στιγμή
    που το ακόντιο του Δολιοφθορέα
    τους διαπερνά κατάστηθα

    από την πρώτα ανάσα
    στο τοξικό της αίμα

    αργοπεθαίνουν

    μολυσμένοι όχι από θάνατο
    D.P.
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    " Ο νεκρός της οθόνης "

    Έτσι όπως έγυρε στην τελική του πτώση
    αρπάχτηκε από την οθόνη που έπεσε κι αυτή μαζί από πάνω
    του
    μανδύας διάτρητο σκοτάδι.
    Τρέξαμε τον σηκώσαμε και στα κρυφά περάσαμε στην έξοδο
    κινδύνου
    έμπαζε από παντού αναφυλλητό
    η νύχτα της Αθήνας ξέβραζε ναυάγια τραγουδιών και σάπια
    φώτα
    κι η σκάλα φρέαρ στο πουθενά.

    Ίλιγγοι και στροφές η κάθοδος.
    Χυμούσε από ψηλά να μας τον πάρει ο ουρανός
    και κάτω μας λυσσομανούσαν υποχθόνια πνεύματα
    κάθε σκαλί μάς σκαμπανέβαζε σαν κύμα
    – κι η σκάλα ανέβαινε; κατέβαινε; –
    μα εμείς γερά κρατούσαμε
    παληοί της συντεχνίας
    μανουβραδόροι σε λιμάνια και σταθμούς
    σε αναχωρήσεις και αφίξεις
    για τα μεγάλα βάσανα και τα βαριά τα πένθη
    βαστάζοι των αβάσταχτων κι ασήκωτων του κόσμου.

    … Αγέρωχος, αγαλματένιος μες στην πίκρα του
    άσπρα κοράλλια οι ξεραμένοι αφροί στα χείλη του
    η θάλασσα απ’ τα μάτια του φευγάτη
    ολόσωμος μέσα στη νύχτα φωσφορίζων
    σήματα κρυπτογραφικά απόκοσμα μηνύματα.

    Όχι, θα τον αφήναμε στον έλεο του κοινού
    σε ασθενοφόρους κριτικούς και περιπολικούς
    δημοσιογράφους
    για την των παθημάτων κάθαρση…
    Aσ’ τους να ψάχνονται οι περίοπτοι θεατές στην αίθουσα
    όταν ανάβουνε τα φώτα κι ασβεστώνονται οι ψυχές.
    Ίσαμε εδώ η μέθεξη.
    Μας παίξατε, κύριοι, στην τέχνη και μας χάσατε.

    … Κι έτσι, τρεκλίζοντας, αγκαλιαστά μπουκάραμε
    απρόσκλητοι
    στο Poetry Bar.
    Κονιάκ!… και μη μου λες εμένα “κλείνουμε” παλιορουφιάνα
    Ποτήρι και στον φίλο μας… Και μακριά τα χέρια απ’ τον
    συναγερμό.
    Τώρα θα δεις τι θα πει μεθύσι των νεκρών.
    Δεν είμαστε ποιήματα για απαγγελία και πώληση αλλά για
    αυτοπυρπόληση.

    Κάθε πρωί εξαφανίζουνε τις στάχτες μας.

    ( Βύρων Λεοντάρης )