Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

«Η Απογύμνωση της Αθηνάς»

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 13 Απριλίου 2023.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    “Η γνώση είναι ένα αναγκαίο, για έναν πεπερασμένο, προσεγγιστικό σφάλμα”

    Message in the Bottle 9th/“Το Κάστρο”/Day 97/“Ο Θάνατος των Θεών”

    Πριν η ιστορία φτάσει στην Αφροδίτη και στην Αθηνά και καθώς οι δύο θεές προς τον Όλυμπο μετά τη γέννηση τους βάδιζαν, η Αθηνά ένα παράξενο ταξίδι έγραφε με μικρές πληγές στις γυμνές της…

    -Θυμάμαι τις νύχτες που κοχύλια πληγωμένα…

    …πατούσες.

    Η Θεά πετά. Στον αέρα κάποτε, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας πότε και άλλοτε από σημείο σε σημείο δίχως συνεχή ροή, μετά, τηλέ, τώρα και φέρεται στον πριν γυμνή ή όχι;

    Στο δρόμο της τέρατα της επιτίθενται, ληστές και αρματολοί. Τα όπλα τα περίφημα που στα χέρια της κρατά, αλλά και το πιο κρυφό και φοβερό, που στο τσ ήθος της φωλιάζει. Να πάρουν θέλουν και όλα τη ζωή τους προσφέρουν, ασυλλόγιστα για αυτό. Η Αθηνά, δίχως σκέψη, φόβο σταγόνα, με τα θεριά του πνεύματος της, κομματιάζει τις ψυχές τους. Τα σώματα ακολουθούν αστήρικτα πια από το φάντασμα στο κέλυφος και το χώμα το διψασμένο ποτίζει με τα θερμά υγρά τους. Δάκρυα, αίμα, ουρά οι αναμνήσεις…

    Στα σύννεφα, δράκοι, άνθρωποι και βιαστές τα χέρια τους απλώνουν, την παρθενιά από τη Αθηνά να πιάσουν. Να σκίσουν, λάβαρο για μία επανάσταση ακόμη, για ένα σύνθημα, για ένα παραμύθι δίχως τέλος…

    Δράκοι δίχως πόδια, άκρα χωρίς καρδιά, και της βιας οι αστές δίχως της συκής το φύλο. Ντροπή καθόλου καθώς από ψηλά τα παρατούν ηττημένοι και με δύναμη στο έδαφος καρφώνονται. Μνημεία ανώνυμα και αγνώστου πατρός της Αθηνάς στολίδια. Την απείραχτη παρθενιά της λεκιασμένη με το ανόθευτο λευκό του δέρματος να μοστράρει. Η της Θεάς η ξιπασιά δέος για τους θνητούς, αλλά για τους…

    Η ιδέα είναι ένα λουλούδι που περαστικά πουλιά φυτεύουν. Πουλιά που ποτέ δεν τραγουδούν, αλλά για τον θάνατο που έρχεται ξανά ουρλιάζουν. Ένα τέτοιο από τα μάτια μου περνά και τον σπόρο αφήνει…

    Πατέρας και δημιουργός θνητός, μάνα και θεά αθάνατο γλυπτό και υιός ο…

    Η Αθηνά σε λίμνη σταματά καθώς το φως των αστεριών τους δραπέτες της ημέρας φυγαδεύει. Νιώθει βρώμικη, η σκόνη και ο ήλιος λεκέδες επέτρεψαν να ορίσουν χωριά μικρά στο λευκό κορμί της. Τον μαν δύα αφήνει στο έδαφος να πέσει.

    Ίχνη που στο αψεγάδιαστο δεν στέκουν, το στήθος αποκαλύπτουν. Γεμάτα φεγγάρια που το διάστημα ποτέ δεν είδαν. Τα στέρια για πρώτη τους φορά. Πενήντα πέντε στο στερέωμα πεθαίνουν αφήνοντας λαμπρές ουρές από τον έρωτα που για την θεά γεννήθηκε, θέριεψε, πάλεψε, πολέμησε για αυτήν και πέθαναν για χάρη της.

    Το κράνος της πάνω στην ασπίδα αφήνει. Τα μαλλιά της στη θάλασσα των αέριων μορίων ίπτανται. Τη βαρύτητα δεν ακολουθούν, στον άνεμο που ανάσα δεν τολμά να πάρει χορεύουν, κύκλους διαγράφουν και στο απαλά το σώμα της αγκαλιάζουν με λαγνεία. Οι άκρες τους στο τρίγωνο της θεάς φτάνουν.

    Φύλακας δυνατός των κλειδιών ο αυτοκράτορας τις άκρες μακριά διώχνει από την πύλη. Από μέσα οσμή μεθυστική διαφθείρει τα παιδιά της λίμνης. Από το νερό υπνωτισμένα βγαίνουν και στα πόδια της θεάς, με τα άκρα τους ψηλά προσκυνούν και περιμένουν.

    Μία της λέξη μονάχα, το κορμί της με τα υγρά τους βλαστάρια να καθαρίσουν.

    Η Αθηνά τα βλέπει, χαμογελά και το κεφάλι να θυμίσει στην κατάφαση, το νόημα της επιτρέπει.

    Της λίμνης τα παιδιά με τα λουλούδια τους, τα μικρούς, μα πολύ μικρούς χωμάτινους μικρούς από απόβλητα του άνθρακα διαμάντια σβώλους καθαρίζουν. Με τα φύλλα που μοιάζουν φύκια πλατιά σαν παλάμες πράσινες, στα νερά βουτούν και την υγρασία στης θεάς το κορμί απλώνουν.

    Ιεροτελεστία μυστική, μαγική, μουσική που δεν ακούγεται, χορός που μάτια κρυμμένα στις σκιές, απολαμβάνουν με τα χέρια τα δοξάρια να παίζουν στις βιόλες ανάμεσα στα πόδια τους. Το μπάνιο της η θεά κάποτε τελειώνει και της λίμνης τα παιδιά, θανατώνουν τα πιο παχιά και τρυφερά κομμάτια τους εαυτού τους.

    Στρωσίδια και στρώμα μαλακό για τη θεά, στο έδαφος να πλώσουν. Η θεά ξαπλώνει ανάσκελα, το κεφάλι της στο κράνος και τα πόδια της μισάνοιχτα. Προς τα στέρια η θωριά της καθώς τα δάχτυλα της απαλά τα χείλη της ανοίγουν.

    Η φωνή της θηλυκή βαριά ή του αρσενικού ασθενική;

    -Πείτε μου, εσείς που τα πάντα στο σύμπαν αυτό τηρείτε. Ποια γνώση, κόρη της σοφίας θα προσφέρετε ξερά κλαδιά στης φωτιάς το οργασμό μου; Η Αθηνά τους αστερισμούς παρατηρεί. Αυτοί, αυτήν. Το στόμα της ανοίγει μία συλλαβή ακόμα…

    -Σοβαρά τώρα; Άλογο μεσαίο, λευκό στη νύχτα φέγγει, στη λίμνη από μονοπάτι αριστερά της Αθηνάς βγαίνει.

    -Αριθμοί; Τι τραύμα μεγάλο να έχει η ψυχή των ανθρώπων ώστε στις εικόνες του μυαλού τους σύμβολα να βάζουν, να διακρίνουν και ποτέ να μη ξεχάσουν;

    -Η μνήμη τους αδύναμη και ο ένας στο μυαλό του άλλου να μπουν δεν γίνεται. Μαύρο Άλογο, στο μέγεθος του άλλου, στη νύχτα ξεχωρίζει, γιατί τίποτε πιο μαύρο από αυτό δεν είναι. Το Λευκό γυρνά προς το Μαύρο. Μάτια δεν έχει, άνοιγμα μεγάλο από εκεί που τα αυτιά ενός κανονικού θα βρίσκονταν, ελάχιστα πιο κάτω. Πύλη θολή, ρευστή, τις εικόνες, ήχους, οσμές, μέσα παγιδεύει.

    -Γιατί; Ανίκανοι;

    -Όχι, οι πρώτοι φοβήθηκαν και για πάντα το έκρυψαν το μυστικό και χάρισμα, πίσω από ψέματα, αλήθειες και βέβαιη αβεβαιότητα. Το Μαύρο προς το Λευκό, αλλά το δεύτερο σημασία δεν του δίνει. Η αντιληπτική του ομίχλη, χρώματα να αλλάζει, ίσως φως, κάποιον να διστάζει, ίσως κανείς.

    -Και εσύ ποια είσαι; Προς την Αθηνά κοιτά και το Μαύρο το κεφάλι του γυρνά, τον κορμό του όχι. Η θεά αλλόκοτα πλάσματα πολλά σε αυτό το σύμπαν έχει δει, αλλά σαν κι αυτά κανένα…

    Το όνομα του τρόμου μέσα της στον κύκλωπα φωνάζει. «Κανένας». Να σηκωθεί κάνει και με μία αέρινη κίνηση τα δύο της μέτρα ορθώνει, άγαλμα γυμνό, σταγόνες που κρέμονται από τις υγρές πτυχές της, τα μικρά τους δάχτυλα να ανοίξουν και το σώμα της να αφήσουν, δε θέλουν. Εκεί μένουν, μέχρι να στεγνώσουν. Τα’ λογα κοιτά, αλλά στη λίμνη εμπρός δεν είναι. Ξαφνιάζεται και τα όπλα της να πιάσει κάνει, μα…

    -Νόστιμο δεν είναι και της Αίγας προβιά μυρίζει. Το Λευκό τη τελευταία μπουκιά από την ασπίδα της καταπίνει. Το Μαύρο το σπαθί της ρεύεται και τα δύο του κράνους με ουράνιο ποτίζουν. Το μέγεθος τους άλλο. Γρήγορος ο υπολογισμός, αλλά σίγουρος. Η Αθηνά μετρά και ψελλίζει.

    -Δύο και μισό το καθένα από εσάς του λόγου και της σκιάς μου, τις γραμμές τεντώνουν και οι δύο μαζί…

    -Εφτά!!! Και τα δύο άλογα μαζί και συγχρονισμένα της αποκρίνονται. Η θεά ανυπεράσπιστη, ανάμεσα σε δύο των άκρων τα θεριά. Οι αξίες πεινασμένες…

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    Κάθε τμήμα από ένα σύνολο, ένα σώμα, περιέχει τις πληροφορίες για το που βρίσκεται το υπόλοιπο.

    Message in the Bottle 9th/“Το Κάστρο”/Day 98/“Ο Θάνατος των Θεών”

    «Η Απογύμνωση της Αθηνάς» (2)

    Η Αθηνά στα τέσσερα. Η δύναμη αυτή για τη βαρύτητα της γης δεν μοιάζει, ίσως ενός ηλίου ή μιας τρύπας μελανής, τι ΩΣ πΛΟ ικανό μία θεά να λυγίσει, την βέργα από χάλυβα της σπονδυλικής στήλης, στο μέσο της καμπύλης από τους ώμους ως τα ασημάδευτα οπίσθια. Τα τρυφερά βουνά ψηλά σηκώνονται, το σκοτεινό παράθυρο απροστάτευτο, έρμαιο στον κάθε αποστάτη ή απόστρατο που το δόρυ θα ήθελε, βαθιά, πολύ βαθιά στη θεά να μπήξει…

    -Και αυτό το θεωρούν ελκυστικό; Το Λευκό άλογο με το πόδι ή πλοκάμι, οπλή ή όπλο αυτό που πάχους είκοσι και οκτώ εκατοστών, τη αθέατη από εμπρός πρωκτική της πύλη, με λάσπες μαλακώνει. Η θεά βογκάει, μακριά σκουλήκια, λάθος οι κορφές από πλοκάμια, ξεγλιστρούν από το στόμα της. Η αρχή τους στο άλογο το Μαύρο.

    Από εκεί μία δεξιά στροφή και στο κέντρο ίσα, τον κόλπο εξαρθρώνουν σαν μάγοι, της θεάς το πιο ακριβό μνημείο. Μέσα της ψαχουλεύουν, την κάθε σπιθαμή, υπόγειο, θαλάμη ή κρύπτη και από το στόμα και την μύτη, οι άκρες ξεπροβάλλουν.

    -Βρήκες τίποτα;

    -Μπα μόνο, του Αιγαίου την Κόπρα να δες και δόντια βρεφικά από ελέφαντα και άνθρωπο κρυμμένα με τάξη μέσα της.

    -Άνθρωπος; Το Λευκό παρ Άλογο, χέρια με δώδεκα δάχτυλα στο καθένα βγάζει και το κεφάλι της Αθηνάς, αναγκάζει στην αντιληπτική του ομίχλη να κοιτάξει.

    Η Αθηνά, βλέπει σε μία έκταση λίγων εκατοστών μονάχα, ένα μικρό σύμπαν από τρισεκατομμύρια γαλαξίες στοιβαγμένους. Μεταξύ τους μάχονται και οι δυνάμεις που απελευθερώνονται τιτάνιες. Ο ένας τον άλλον τρώει, χώρος μόνο για το ένα. Για πρώτη της φορά, νιώθει το Δέος.

    -Όχι, πολύ πιο ισχυρός από άνθρωπος. Μπορεί να μεταμορφώνεται, με τις μεγάλες μάζες σαν παιδί που βώλους παίζει, να διαχειρίζεται κάποιες από τις δυνάμεις, να τηλεμεταφέρεται, αλλά μόνο σε αυτό το σύμπαν. Το Λευκό πλησιάζει το ρευστό και νεφελώδη μέτωπο του πιο κοντά στην Αθηνά. Η θεά βλέπει μία απίστευτα δυνατή λάμψη. Η κατάρρευση ενός πανίσχυρου άστρου. Σχεδόν ακούει το πλήθος των φωνών των ζωντανών που πεθαίνουν στη σκιά του.

    -Άκρο;

    -Μέση. Ισχυρή, αλλά μακριά από τα άκρα. Το Μαύρο από μέσα της, τους εισβολείς αφαιρεί, αλλά το Λευκό πλησιάζει ακόμα πιο κοντά.

    -Τι είσαι εσύ; Μία φωνή, σαν σπόρος από ήχο στο κύμα ταξιδεύει. Από το στόμα της εισχωρεί και στα δύο μοιράζεται. Τα δύο στα τέσσερα και αυτός ο διπλασιασμός, πέρας αργεί να έχει. Η φωνή του απλώνεται σε όλη τη διαδρομή του εσωτερικού της κόσμου και ένα μικρό…

    …Άλογο Λευκό κάθε της απόληξη, κύτταρο και αυτόνομο μικροσωματίδιο, με τα χέρια του αρπάζει και το ρωτά…

    -Τι είσαι εσύ; Να αντισταθεί θα μπορούσε, αν απέναντι της είχε μερικές χιλιάδες φωνές, άντε μύρια. Αλλά εδώ, στο τώρα;

    Το με αρχή και τέλους μήκος της, έχει διαιρεθεί σε σημεία που το πλήθος στο άπειρο τείνει, καθώς αυτά στο μηδέν βαδίζουν.

    Δίχως, παρά, τη θέληση της, κάθε σημείο παραδίνεται. Φωνές που ακούγονται και ενώνονται όλες μαζί. Φωτιές που απλώνονται στη πιο μεγάλη της παράγκας Πόλη.

    -Η Αθηνά…

    -Η θεά…

    -Του Δία η κόρη…

    -Του πατέρα των θεών..

    -Της Σοφίας η θεά…

    -Η θεά…

    -Η Αθηνά…

    Το Λευκό του παρά το άλογο, με βία τινάζει το πόδι και το κορμί της Αθηνάς, σαν μικρό του καρυδιού το τσόφλι, περιδίνεται και στις λάσπες, το χρώμα της βρωμιάς αποκτά. Στα πόδια του Μαύρου φτάνει και δύναμη, το κεφάλι της ψηλά να σηκώσει δεν μπορεί. Αδύναμη. Διψά. Τη γλώσσα της απλώνει και την υγρασία από τη λάσπη να μαζέψει προσπαθεί. Το Μαύρο με το πόδι τη γλώσσα παγιδεύει. Αυτή τινάζεται και με την ευλυγισία της πείρας να ξεφύγει παλεύει. Αποτυχία.

    -Και χα κε ρι και τεντωμένη. Τα άλογα γελούν. Τυφώνας ξεσπά και την περιοχή ισοπεδώνει. Τα πάντα λήγουν, λειώνουν, αποσυντίθενται και χτίζονται από την αρχή. Ένα πλέγμα τεράστιο, με ιστό από φως και κενά τεράστια από Έρεβος, σηματοδοτεί τον Νέο χώρο. Η Αρεία ανυψώνεται.

    Η Αθηνά όρθια και στημένη. Τα χέρια της με τον κορμό της κάθετα. «Τ» να σηματοδοτούν, δίχως κεφάλι. Το κεφάλι του φιδιού γερμένο, νικημένο, αλλά όχι πεθαμένο. Στο κενό καρφωμένη, με τα πόδια της πηγές από ροζ και γαλάζιο, ποτάμια να δημιουργούν. Ένας Νείλος; Ένας Τίγρης ή ένας Ευφράτης;

    -Είσαι θεά, νομίζεις; Το Λευκό χαρούμενο χοροπηδά. Μικρό μηδέν που με το άπειρο μπάλα παίζει.

    Το Μαύρο νομίσματα παντού σκορπά, ίσως αστέρια και φώτα μικρά, ίσως μάτια που κρυφά το στερέωμα φωτίζουν…

    Και οι δύο μαζί…

    -Δείξε μας!!



     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    Message in the Bottle 9th/“Το Κάστρο”/Day 99/“Ο Θάνατος των Θεών”

    «Η Απογύμνωση της Αθηνάς» (3)

    Η φύση, λόγω απόλυτης και ανεξέλεγκτης αναγκαιότητας, μας αναγκάζει να κρίνουμε, όπως επίσης να αναπνέουμε και να αισθανόμαστε. Χιουμ.

    Η αγωνία είναι η ζάλη της ελευθερίας. Κίρκεγκωρ

    Ο άνθρωπος μπορεί να βρει τη γαλήνη και σε ένα μπουντρούμι, αλλά αρκεί αυτό για να θέλει να ζήσει εκεί; Ρουσσώ…


    Η Αθηνά το μαύρο βλέπει και λέει…

    -Μαύρο. Αλλά το μαύρο, σίδερα, κλουβί, σε φυλακή και η ελευθερία χρώματος Λευκού;

    -Λευκό. Δυνάστης το Λευκό που τη δήλωση, τη θέση και την άποψη, σαν βρωμιά μακριά τις απωθεί.

    -Λευκό ή Μαύρο ή και ή κανένα από τα δυο;

    -Είσαι θεά; Το Λευκό άλογο, αθώα φάτσα παιδική, όσο παιδί μπορεί να μοιάζει, στα μικρά μολυβένια στρατιωτάκια, το παιδί που μαζί τους παίζει…

    -Θε ή θα; Το άλογο το Μαύρο το πυρσό κρατά και στη μολυβένια Αθηνά, κοντά το φέρνει. Μολύβι υγρό, μολύβι λειψό, σταγόνες από τα χείλη της.

    -Ναι είμαι. Σύννεφο Λευκό, σύννεφο του Μαύρου, δύο πλάσματα μαζί, με ταχύτητα ή του φωτός μικρή, το ένα με το άλλο, να περιστρέφονται. Η Αθηνά στον άνεμο που δημιουργείται, έναν γαλαξία να χάνεται για πάντα βλέπει. Αντιστέκεται με όλο της το σθένος και στη θέση στέκει.

    Το Μαύρο και Λευκό, Γκρίζο πολύεδρο με έδρες που συνεχώς αυξάνονται. Την ισορροπία αναζητούν, το χάος φέρνουν. Ταλάντωση, σταγόνα αργυρή, ελικοειδής συμμετρική διαστολή, συστολή, μία σφαίρα, ίσως αμέτρητες, το γκρίζο σε λευκό και μαύρο, ξανά διαχωρίζεται. Ασύμμετρα, του εύπλαστου η μύξα που φουσκώνει και Άλογα ξανά.

    -Ποιου; Μία λέξη, δύο στόματα, δύο λέξεις, ένα στόμα;

    Η Αθηνά, τα δόντια σφίγγει και τα πόδια της στο στέρεο ξανά, το Α φαιρεί και το Λόγο παίρνει. Σαν σπαθί στα χέρια της, τη γέννηση δεν φοβήθηκε ποτέ, το θάνατο γιατί; Και άρα ό,τι άλλο τι;

    -Της σοφίας! Τα άλογα χιονονιφάδες του κωΧ λίγο πριν το άπειρο χύνουν στο σεντόνι Φιν.

    -Άρα εσύ θα ξέρεις τα πάντα;

    -Εσύ τα πάντα έριξες στις ξέρες; Η Αθηνά να απαντήσει τι; Νιώθει ήδη πολύ μικρή, του απείρου το ελάχιστο, απέναντι σε κάτι το τόσο ισχυρό. Αλλά πως το πανίσχυρο, ασόβαρο και ανώριμο να είναι; Είναι το τέρμα μία φάρσα ακόμα για του χαζού παρ τα άλογα; Τα άλογα ταλάντωση ξανά και τα χρώματα μπερδεύουν. Καρό μαύρου και λευκού το σχέδιο ή Ζέρβες; Σαν μαθητές εμπρός και πίσω, μέσα της και έξω και ολόγυρα της.

    -Πες μας Κυρία και θεά και του Παν μητέρα, αν το ένα με το μηδέν διαιρεθεί τι μέσα του θα δείξει;

    -Το άπειρο; Σημεία μήκους μέτρα και αγόρασε μηδέν, ατέρμονα χωράνε;

    -Τίποτα; Μηδέν; Στο κάτι το τίποτα χώρο δε κατέχει, το ανύπαρκτο τι φόρο στην ύπαρξη να δώσει; Η Αθηνά τον βομβαρδισμό του παραλόγου παρακολουθεί και περιμένει. Τη λύτρωση, την ήττα ή τη νίκη; Οι ρουκέτες που τον ουρανό στολίζουν δεκάδες…

    -Όχι :!: Το βρήκα. Μία φορά χωρά και σε χώρα η φόρα Μία.

    -Σε κόσμο ποιον λάθος και σε ποιον σωστό; Κενό το σύνολο που κανένα από τα δύο ρίζες να μην έχει;

    -Νόημα να δώσουμε στη ζωή να έχει, Μα η ζωή καλύτερη αν νόημα δεν έχει.

    -Η αμφιβολία δεν είναι η ευχάριστη, η Αθηνά ξερνάει. Τα άλογα την θέα σε σβούρα πλάθουν με καπάκι ανοιχτό και μέσα της σελίδες χιλιάδες με γνώση σπρώχνουν. Η Αθηνά μπουκώνει, τα στήθια της τεράστια, ματώνουν και γράμματα από τις ρώγες σε ρεύμα τρέχουν τα καράβια να προλάβουν. Η Αθηνά άλλο δεν αντέχει και από το στόμα, κόλπο, πρωκτό, μύτη και αυτιά ξερνάει, στίχους τρελούς και ασύμμετρους. Τα άλογα το χορό τους συνεχίζουν…

    -Σωστό αδερφή και καυλωμένε της σοφίας εραστή, δύο φορές χωράει. Ένα πριν την ερώτηση και ακόμα ένα μετά την απάντηση.

    -Τρία!!! Το παρόν να μη ξεχνάμε.

    -Και αν το παρόν, μία του μηδέν στιγμή και στο λεπτό το ένα, άπειρες οι στιγμές βροχής, τότε γιατί μικρή μου Αθηνά γερνάς. Με μαχαίρι οξύθυμο, το δέρμα της Αθηνάς ανοίγουν, μέσα της για ραγάδες ψάχνουν και για ίχνη της Γριάς.

    -Όχι, όχι δεν γερνά. Την ράβουν, τη δεξιά τη ρώγα στα στραβά, καινούρια η Αθηνά και πάλι.

    Η Αθηνά αβέβαιη. Η βεβαιότητα παράλογη, αλλά δίχως προσανατολισμό το τέλος από πού θα έρθει; Ανεύρυσμα αυτό που τα δύο άλογα θα της στερήσει ή η ίδια η Ζωή;

    Τους αριθμούς εγκαταλείπει σαν ύστατη της επέλασης την κόρη. Βροχή από σύμβολα που συμπυκνώνονται σε μία θλιμμένη και του φθινοπώρου θάλασσα Ναικρά. Η καταιγίδα ξεσπάει θυμωμένα, μουντζουριές και σπλατς στην άσφαλτο. Σωστό ή λάθος; Τα κινητά με φόρα τις μουντΖουριές απλώνουν και τον δρόμο Ζέβρα κάνουν.

    Η Αθηνά το σμήγμα από μολύβι από το στόμα φτύνει, αίμα που άφθονο από τον Κόλπο τρέχει. Η Θηνά με την παλάμη δέντρο αρπάζει και με κίνηση απότομη, σε τεμάχια μικρά, λεία, τρυφερά, αποφλοιωμένα από συναίσθημα και πινέλο στα χέρια της στο τώρα.

    -Ουά και άου. Τα άλογα φτερά βγάζουν και αυτά σε μία θύελλα από χνούδια τον κόσμο κρύβουν. Καλό ή κακό, το δήθεν και ορθό, αγκυροβόλι ψάχνει, σε χώμα να σταθεί. Είναι η αλήθεια και το ψέμα μύθος της ανάγκης ενός πεπερασμένου όντος, στο χώρο και στο χρόνο την ταυτότητα του να δηλώσει;

    Με το πινέλο η θεά κύκλο ζωγραφίζει. Τέλειος θυμίζει, πλάσμα σε αυτό το σύμπαν, τη λογική την ικανή δεν έχει, κάτι διαφορετικό να δει. Οι γαλαξίες, ανακατεύονται και σε κοχλία, δείχνουν την απόφαση τους. Σε κύκλο να τελειώσουν. Ατέλεια θνητός κανένας να μην μπορεί να καταχωρίσει.

    Τα άλογα στην αντιληπτική τους ομίχλη, μάσκα βάζουν. Γαλαξίες που κρυώνουν και πίσω από το τζάμι, ήλιους ανάβουν για να ζεσταθούν.

    -Είναι;

    -Ναι;

    -Ή όχι;

    -Και αν το ναι, λάβαρο αυτής της επανάστασης, το εμβαδόν ακριβώς το ποιο; Να το τετραγωνίσουμε ή να το κυβίσουμε; Στο τέλος και τα δύο άλογα συμφωνούν και τη συμφωνία τους σφραγίζουν με ένα φιλί Σταλινικό.

    -Ναι και νε.

    -Εσύ, ναι εσύ κατάφερες στου π τα άπειρα ψηφία την τελεία σου να βάλεις.

    -Λάθος ή σωστό; Τα άλογα το ένα στο άλλο μπαίνουν και μία λούπα δίχως ελπίδα φτιάχνουν. Η Αθηνά το πινέλο της πετά και επιτίθεται.

    -Το 79 ο πρώτος τους λέει.

    -Γιατί το δίχως τέλος, το ένα για αρχή να έχει;

    -Του Οίλερ, ο αριθμός τους απαντά και ζωντανούς πολιτισμούς που αυξάνουν εκθετικά από την μήτρα της σερβίρει.

    -Αν κοιτάς τον δεύτερο και όχι το νομα του πρώτου, θα τυφλωθείς. Αν όχι το φως θα δεις. Λαοί που εξεγείρονται και ως θυσία τα παιδιά τους στη φωτιά του κτήνους προσφέρουν. Η Αθηνά τις στάχτες τους τινάζει από την επίπεδη κοιλιά της, με νυστέρι από τα μαλλιά της κόβει και όπλο φτιάχνει.

    -Το τελευταίο του Φερμά το θεώρημα το σφαχτό που σας προσφέρω. Τα άλογα το σφαχτό λαίμαργα στο στομάχι τους και κυβικές κονσέρβες με κόπρανα επιστρέφουν.

    - Πiφe Άγκυρα!!!

    -Η επιφάνεια του τετραγώνου με αγόρι τρία, αυτή του τετραγώνου με κορίτσι τέσσερα ερωτεύθηκε και ερμαφρόδιτο τετράγωνο με κανιά του πέντε γέννησαν, είπε ο Πυθαγόρας. Ο Φερμά στον όγκο των κύβων για να συμβεί αυτό κουτσά παιδιά θα πρέπει να είναι, αλλά…

    -Γιατί ζευγάρι και τρίο όχι; Αυτό το έκρυψε ο φερμά από την κοινωνία των ανθρώπων. Κύβος του 3, με κύβο του 4 και ακόμα ένα του πέντε, σε όργιο μυστικό γαμήθηκαν και παιδί…

    Η Αθηνά αφήνεται, υποκύπτει και με τα ανοίγματα ανοιχτά, την διείσδυση βαθιά βιώνει.

    -Κύβος του έξι. 6χ6χ6, του διαβόλου το παιδί, αποφάνθηκαν οι γνώστες και τη συνουσία αυτή για πάντα έκρυψαν. Η Θεά τα άλογα μέσα της νιώθει, κύβους με τα νεύρα, τις απολήξεις της να πλέκουν καθώς τραγούδι παιδικό από το πέος χλιμιντρίζουν…

    -Τα μα θήμα τικά και αυτά, πληρώνουν ή τα πληρώνεις μικρή μου Αθηνά; Ο Βόλγας ποτάμι από σπέρμα, που ασβεστώνει κάθε της φυγή. Γυμνή και μόνη σε ένα πεδίο με μέλη από σώματα που σπαρτά φωνάζουν. Μία θάλασσα από βαλάνους κύκλων, πυραμίδων, σφαιρών και όποιων γεωμετρικών σχημάτων μπορεί κάποιος να ή να μη φανταστεί.

    Το καθένα από αυτά από τις πέντε αρχές οπές περνάει. Σταυρό και σύμβολα αφήνει με κάρβουνο στις πύλες που ασέλγησε και οι οργασμοί οι θεοί του πέντε στη θεά. Γκρεμίζουν και ξαναχτίζουν από την αρχή. Μία μνήμη ακόμα από το μέλλον στέκεται και αρχόντισσα την Αθηνά από το χέρι παίρνει.

    Εκεί στον αφρό την Διττή σημασία να ψάχνει…

    …να ποθεί..

    ..και σαν κολασμένη στα γόνατα της να εκλιπαρεί..

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    “Η Απογύμνωση της Αθηνάς” (4)

    Ημέρα 99th

    Όσο και μακριά κι αν πας, πάντα στο ίδιο σημείο θα ‘σαι.

    -Πες μου Βράχε, θεός υπάρχει;

    -Εσύ τι θέλεις Αθηνά;

    -Την αλήθεια.

    -Ξεκίνα να μετράς και όταν στο τέλος φτάσεις, θα υπάρξει…

    Η Αθηνά σε Πτώση βρίσκεται. Σε ένα πηγάδι δίχως πάτο. Γύρω της στροβιλίζονται, ότι σα γνώση, τη στήριζε τα χρόνια που υπήρχε. Δίχως ρίζες, στον αέρα χρώματα να αλλάζουν και σώματα να ψάχνουν, να φορέσουν. Καμπύλες κλειστές, δίχως παράθυρα, πόρτες, εισόδους ή εξόδους.

    Ένας άνθρωπος ηλικίας μετρημένος, στο κενό και αυτός παλεύει από κάπου να πιαστεί, σε κάτι να πιστεύει…

    -Μα Βράχε στο τέλος ποτέ δε πρόκειται να φτάσω, το άπειρο τερματισμό δεν έχει.

    -Και ποιο το πρόβλημα μικρή μου κολασμένη;

    -Εγώ το θεό ψάχνω, να βαφτίσω, να μετρήσω και σπίτι να του φτιάξω.

    -Τότε αδύναμη θνητή παραίτηση, μπορείς να σταματήσεις.

    -Που;

    -Εκεί που κουράγιο και δύναμη άλλο δε θα έχεις. Εκεί που θα λυγίσεις και θέλεις την δική σου ύπαρξη να τερματίσεις, εκεί σταμάτα!

    Και ο αριθμός αυτός θα είναι ο θεός σου.

    Η Αθηνά τα δόντια σφίγγει. Τα λειψά υγρά τους, στέκονται και κυλάνε από το πηγούνι. Τον άντρα βλέπει που εγκαταλείπει. Μία καμπύλη κλειστή πιάνει και ρούχο τη φοράει. Για κύκλος μοιάζει και πολλά υπόσχεται. Πολύγωνό σύντομα και ο άντρας χαίρεται. Στο βήμα ανεβαίνει και το Δήμο αντικρίζει. Μάτια πεινασμένα, για ασφάλεια και λίγο φόβο.

    -Εγώ σας είπα πως ένα Ξέρω… Το πολύγωνο 20 γωνίες τώρα να μετρά. Αιχμηρές οι κορυφές, μόνο ένας να χωρά. Στο σώμα του άνδρα καρφώνονται και αίμα ή κρασί αυτό που από τις φλέβες του κυλά;

    -Πως τίποτε δε ξέρω… Το πολύγωνο σε δέκα και πέντε αρχές το νομα του ορίζει. Ο χώρος στενός, ο άντρας τα άκρα του χάνει και στρογγυλεύει.

    -Μα τώρα ξέρω… Δέκα, τα μάτια του στις κορυφές του πολυγώνου βρίσκουν και χύνουν τα νερά τους σε δρόμους βρώμικους. Ο άντρας τυφλός, ο πόλεμος μεγάλος, ο πόνος ακόμα μεγαλύτερος, αλλά όρθιος στέκει και με πείσμα συνεχίζει.

    -Ένας. Τετράγωνο. Κομμάτια οι σάρκες του, η μάνα που το πλήθος θα ταΐσει.

    -1. Ευθεία ή ευθύγραμμο το τμήμα που τον άνθρωπο στα δύο κόβει; Το ένα κομμάτι αριστερά και το άλλο δεξιά. Το ένα πάνω και το άλλο κάτω, στο παράδεισο ή στην κόλαση; Φίλος ή εχθρός; Η Αθηνά βλέπει το ένα δύο να γίνεται και τα δύο τέσσερα…

    Ναυτία ανακατεύει τα σωθικά της ή μήπως Φαλλός Αλόγου;

    -Βράχε μία ερώτηση και ας είναι η τελευταία. Να μετρήσω θέλω και να φτάσω, ώστε ο θεός ύπαρξη να αποκτήσει, αλλά πες μου, σε παρακαλώ πολύ και μία αρχή μονάχα φώς μου.

    -Από που θα ξεκινήσω να μετράω;

    Το σκηνικό υγροποιείται και η Αθηνά γυναίκα νεαρή, γυμνή και στα υγρά πνιγμένη, στο έδαφος στη λάσπη για νομίσματα χρυσά να ψάχνει. Τα Άλογα εμπρός της, γελούν και φτηνά τη φτύνουν και τα δύο μαζί, μα η φωνή τους πάντα μία.

    -Και τι θα μας δώσεις για αυτό, μικρή χαμένη;

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    Αρχή και τέλος έχουν μόνο τα τμήματα.

    “Η Απογύμνωση της Αθηνάς” (5)

    Ημέρα 100th

    Στο σύμπαν αυτό υπάρχουν κάτι παραπάνω από ένα δισεκατομμύρια πλανήτες με ζωή. Από αυτούς σχεδόν 33 εκατομμύρια έχουν εξελιχθεί σε προηγμένους πολιτισμούς. Από αυτούς μονάχα οι 2046 την ώρα αυτή, έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από το βράχο που γεννήθηκαν και αποικίες να κοσμήσουν σε βράχους νέους.

    Τρεις από αυτούς στην κορυφή της ζωής. Τη συνείδηση τους έχουν μεταφέρει σε φωτόνια και ταξιδεύουν στις εσχατιές του σύμπαντος καβάλα σε ακτίνες από φως…

    Ταξιδιώτες και από τους τρεις στέκονται περιμετρικά, μίας παράξενης δημιουργίας. Να διεισδύσουν δεν μπορούν και ας νιώθουν, πως εκεί κάτι πάρα πολύ σημαντικό συμβαίνει.

    Τέσσερις ήλιοι, φύλακες σκληροί, με την βαρυτική ενέργεια κρατούν φυλακισμένο ένα τεράστιο πεπλατυσμένο πλανήτη ανάμεσα τους. Βράχος που πάνω του δεσπόζουν τρεις λίμνες, σε κύκλους του τέλειου σχεδόν. Με κέντρο ίδιο.

    Ο εσωτερικός, μαύρο κατράμι το χρώμα του, από νερό δεν είναι. Η λίμνη αυτή λιμνάζει δίχως να αναμιγνύεται πάνω σε μία μεγαλύτερη ιριδίζον. Στο φως που τώρα πέφτει ανοιχτή γαλάζια. Και οι δύο ξαπλωμένες, η μία πάνω στην άλλη, σε μία τρίτη μεγαλύτερη, από υδράργυρο. Και οι τρεις, ρευστές, από μέταλλα βαριά και υγρά. Στέκονται και στηρίζουν, αλλά δεν ανακατεύονται η μία με την άλλη.

    Στο κέντρο της εσωτερικής η Αθηνά των θεών του δώδεκα, όρθια καταφέρνει να βαδίσει. Το υγρό το σώμα της αγγίζει, την σάρκα προσπαθεί να καταστρέψει, αλλά η Αθηνά κοινή δεν είναι. Ανήκει σε αυτά τα πλάσματα τούτου το κόσμου, που την δύναμη κατέχουν, την ύλη να προστάζουν και σώμα τους να κάνουν. Προβληματισμένη δείχνει. Στο κενό και γύρω της ψηλά, τα Άλογα πετούν ή πλέουν; Το χώρο και το χρόνο σκίζουν ή από την αρχή συνθέτουν; Το χρώμα του ενός Λευκό και του άλλου Μαύρο.

    Οντότητες ανώτερες από κάθε πλάσμα που ύπαρξη κατέχει σε αυτόν τον κόσμο. Αλλά οι ανώτατες όχι, καθώς ο κόσμος από όπου προέρχονται και το σύμπαν αυτό σαν σημείο περιέχει, σημειακός και εκείνος είναι σε σύνολο άλλο.

    Τα Άλογα γελούν ή κλαίνε; Σοβαρά μιλούν ή την Αθηνά χλευάζουν;

    -Τι θα μας δώσεις Αθηνά, την αρχή να σου δείξουμε, ώστε κάποτε το τέλος σου να βρεις;

    -Το έχει ανάγκη;

    -Να μετράει;

    -Αρχή να βάζει και τα σημεία της σε τάξη.

    -Το τέλος ψάχνει; Ή μήπως την αρχή;

    -Αρχή και τέλος σίγουρα κατέχει, αλλά ενδιάμεσο καθόλου.

    -Τι θα μας δώσεις για αυτό μωρή; Μωρή! Μωρό! Μωρέ! Η Αθηνά νιώθει τις λέξεις τους να την χτυπούν σα μια βροχή από πέτρες, πως αμαρτωλοί να είναι, αυτοί που ηθική δεν γνώρισαν ποτέ; Της ψυχής της οι σάρκες, κομμάτια που ταΐζουν, τα σκυλιά της αμφιβολίας και στο πάντα το όνομα τους λησμονούν. Η Αθηνά με στωικότητα νέες πλάθει και στη θέση τους μωρά που κλαίνε. Στην καταιγίδα που την σφυροκοπά να ψελλίσει καταφέρνει.

    -Τι θέλετε;

    -Τι δίνεις;

    -Ό,τι.

    -Δίχως κόμμα ή τελεία;

    -Χωρίς καμιά αμφιβολία. Ό,τι σε κόμμα έψαξε και έταξε τα πάντα. Τα Άλογα, την καταιγίδα σταματούν. Αγάλματα που τρομάζουν τον Κανένα. Οι πέτρες ακίνητες στο αέρα να περιμένουν, απόλυτα πειθαρχημένες. Τα αντιληπτικά τους πεδία, μάτια δεν έχουν, αλλά γαλαξίες από απερίγραπτες αισθήσεις που σε χώρο μικρό, συμπυκνωμένες πάνω της εστιάζουν.

    Με στόμα ένα, φωνές δύο ή άπειρες;

    -Τη σπορά σου.

    -Το πρώτο σου αυγό!

    -Το παιδί που πρώτο τον κόλπο σου θα σκίσει, έξω για να βγει και τη θαλπωρή να πιθυμήσει.

    Η Αθηνά ματώνει. Το αίμα της χρώμα γκρίζο, κυλάει και φτάνει στην λίμνη από υδράργυρο.

    -Παιδί; Μα πως; Με γονείς τους ποιους;

    Τα άλογα χορεύουν ή παλεύουν; Τα λόγια της επαναλαμβάνουν, ηχώ; Δέκτες; Ή πομποί;

    -Τέσσερις άμοιρη Θηνά θα είναι οι γονείς. Εμείς κι εσύ, το σάρκινο του σπίτι θα φτιάξουμε και δίχως πνοή θα περιμένει. Η Αθηνά τρέμει, μαζί και τα σωθικά της, που δίχως δική της εντολή, όγκους φτιάχνουν, από σάρκα που μασούν και νέα μορφή της δίνουν.

    -Και όταν τον έρωτα εσύ θα βρεις, από το πιο όμορφο για τη ψυχή σου πλάσμα, το παιδί θα πάρει την πρώτη του πνοή, μέσα στο ναό σου…

     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    Μηδέν ή άπειρο;

    “Η Απογύμνωση της Αθηνάς” (6)

    Ημέρα 101

    Μηδέν η μέρα που γεννήθηκα

    Μηδέν το κρεβάτι που κοιμάμαι

    Μηδέν η θέση που στέκομαι

    Που στεκόμουν και που στο μέλλον ξανά στεκόμουν

    Μηδέν η ώρα που σε γνώρισα και που

    Για τελευταία φορά σε είδα

    Κάθε στιγμή μηδέν και η μικρή ζωή μου

    Ένα απέραντο χωράφι με λουλούδια από μηδέν

    Μηδέν το πλήθος των ατόμων που στην κορυφή μαζί μου χωρούν

    Μηδέν το πλήθος των ατόμων που στον πάτο του βαρελιού μαζί μου θα ‘ναι

    Μηδέν ο χρόνος που μ’ απομένει την ώρα που πεθαίνω…

    Μηδέν η ώρα που γεννιέμαι.

    Η Αθηνά νιώθει μικρά χέρια στα πλευρά της να μαγκώνουν. Δάχτυλα άψυχου ακόμα παιδιού που παγιδεύονται στα κενά που η μάνα επιτρέπει. Τα κόκκαλα του κορμοί μικροί που από τη μήτρα της φυτρώνουν. Φωτιά που τα έντερα της καίει, το σώμα του να δέσει, το αίμα του να πήξει και το χρώμα του εβένου στα μάτια του να φέξει. Το παιδί στα σωθικά της έτοιμο, αλλά με πνοή ακόμα όχι…

    -Πόσες φωνές ακούς πριν το δρόμο επιλέξεις; Τα άλογα ποδιές φορούν και στο δρόμο τρέχουν. Η Αθηνά τα χέρια της απλώνει, αδύναμο πατέρα στα χέρια της να πιάσει.

    Ναι ή όχι; Ναι.

    -Δεκάδες στην αρχή και στο τέλος δύο. Στης αμφιβολίας το πεδίο, δύο πάντα του αντιθέτου οι αρχηγοί. Τα λόγα πριν το τερματισμό το νήμα σβήνουν. Ο δρόμος τα ρούχα του πετά, λεπρός ο χρόνος. Ουλές από προσδοκίες απ’ αλλού φερμένες.

    Τα άλογα στα χρώματα βουτούν και άπειροι οι του μικρού οι αρχηγοί.

    -Και στο τέλος πόσες φωνές ακούς; Τα άλογα πολεμιστές, του παραλόγου μακελάρηδες. Χρώματα και σάρκες σε πεδίο μάχης. Στο τέλος δύο μένουν. Ένα το μαύρο κι ένα το λευκό.

    Το ένα απέναντι στο άλλο. Η Αθηνά διστακτική, ποιο από τα δύο να διαλέξει;

    Ναι ή όχι; Όχι.

    -Μία η φωνή στο τέλος που ανάγκη έχει το Εγώ πιστά να ακολουθήσει. Τα άλογα σπαθιά βγάζουν και στον εαυτό τους στρέφουν. Την καρδιά τους αφαιρούν και με αυτή την ηρωική σημαία βάφουν. Νικητής και χαμένος ο κανένας.

    Είναι ποτέ το ένα ίσο με το άλλο ένα, αν αριθμοί δεν είναι;

    -Το ένα λάθος είναι η σωστό; Το ένα είσαι εσύ ή εσύ το ένα; Τα άλογα καβαλάρηδες και συνάμα του υπό τα πόδια. Τι ικανό το ένα να πράξει απέναντι στο άπειρο;

    Η Αθηνά νιώθει αδύναμη. Αν το ένα της σωστό δεν είναι, τότε ποιο θα μπορούσε ποτέ να είναι;

    Στα δύο πόδια στέκει και στα τέσσερα μετά. Τα άλογα παρέλαση κάνουν σε τούνελ σάρκινο. Η είσοδος στενή και κόπρανα γεμάτη ή έξοδος από το στόμα της, μαζί με λέξη μία.

    -Μηδέν!

    Τα άλογα κανένα και οι λέξεις μοναχά οι δικές της.

    -Το μηδέν, κύκλο κάνει και άπειρα τα σημεία που δείχνει πως μπορώ να επιλέξω.

    Το μέρος αλλάζει και η Αθηνά στη γη ξανά. Γυμνή και στο έδαφος στημένη.

    -Το μηδέν το μόνο ικανό στο πολλαπλασιασμό του με το άπειρο, Ο ρθιο να μπορεί και να σταθεί.

    Άλογα οι καβαλάρηδες της και το σπέρμα τους, το πλούσιο υγρό που τα σωθικά της τρέφει.

    Στα δύο στέκεται και τώρα πια γνωρίζει. Προς τον Όλυμπο βαδίζει, με ένα μωρό στα σπλάχνα.

    Το χαμόγελο της για πρώτη φορά γεμάτο. Να μετράει ξεκινά τα βήματα της.

    -Μηδέν, ένα, δύο, τρία…


     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    Ο άνθρωπος πίνει με τη σκέψη πως μετά από αυτόν το άπειρο

    “Η Απογύμνωση της Αθηνάς” (7)

    Ημέρα 102th

    -Πώς στο κόσμο αυτό να πορευθείς όταν θεός πια δεν είσαι;

    Η Αθηνά στο δρόμο βαδίζει σα χαμένη. Τα πόδια πληγωμένα στις πέτρες που τώρα φαντάζουν ληστρικές κι από το αίμα της θεάς κλέβουν αίμα και σταγόνες. Τούβλα να φτιάξουν και ναούς.

    Αδύναμη στον κόσμο, άνεμος ανίκητος, η των δέντρων η πνοή, μακριά να την γκρεμίσει. Η Αθηνά γεννήθηκε από τον πατέρα των θεών. Έτσι της είπαν, έτσι πίστευε και τώρα…

    …μία φιγούρα, ένα σκίτσο, μία ζωγραφιά που τα παιδιά να με τα μολύβια παίζουν. Πως ελεύθερη να ήταν μία πρόχειρη μουντζούρα σε τρισδιάστατο καμβά; Νιώθει έρμαιο, φύλο που την σέρνουν και ας αυτή μέχρι τώρα πίστευε πως χιλιάδες σέρνει…

    Βαδίζει στα τυφλά, δίχως να ξέρει που, γιατί και λόγο δικό της έχει. Δίπλα της ζώα την κοιτούν με θάρρος, θράσος και καθόλου φόβο. Τα πόδια δε τη βαστούν. Τις δικές της εντολές ακολουθούν ή των δημιουργών της;

    Και το πάθος; Η χαρά, η λύπη και κάθε συναίσθημα που την καρδιά της γέμιζε, δικά της; Παιχνίδια των παιδιών που με τις πλαστικές κουκλίτσες παίζουν;

    -Εγώ έχω την Αθηνά, εσύ την Άρτεμις, να τις βάλλουμε να μαλώσουν, να δούμε ποια θα κερδίσει;

    -Η δική μου της σοφίας τη δύναμη κατέχει και η δική σου του κυνηγιού. Να φωνάξουν, χαλασμό να κάνουν, να πονέσουν, να ματώσουν…

    Η Αθηνά τώρα πια σέρνεται, δίπλα της ζώα που την κοιτούν αφ υψηλού. Ποια δύναμη ικανή πια να την στυλώσει; Οι σκέψεις δικές της ή δικές τους;

    -Παρθένες και οι δύο κάτω από τα ρούχα τους η ψυχή τους περιμένει ένα σπαθί να σκιστεί ή σκίσει. Η Αθηνά μέσα της νιώθει το άψυχο παιδί. Κι αυτό γιατί; Τι ακριβώς με αυτό να θέλουν; Γιατί λευκές οι σκέψεις της, με άγνοια γεμάτες, αφού μωρά δικά τους είναι;

    -Παίζουν μαζί μου… Τα της ψυχής της, τα τελευταία πανιά και υποδήματα, λεία για αόρατα σκουλήκια που στη φωτιά πετούν και θυσίες κάνουν. Το σώμα της από καιρό γυμνό, τώρα και η ψυχή της. Κάθε τι που από πάνω της περνά, πληγές αφήνει. Πόνος, βαρύς και αβάσταχτος της λογικής της κλέφτης.

    Η Αθηνά αφήνεται και στην κινούμενη τους λάσπη βυθίζεται αργά. Τι νόημα η ανάσα της να έχει πια… Βρίσκει τη δύναμη και Λύκο πιάνει από την αρχή. Με βία το κρανίο του συνθλίβει και από τη γνάθο και τα κοφτερά του δόντια, μαχαίρια φτιάχνει κοφτερά. Στην οργή που της απομένει και στην απελπισία, τα ακονίζει, να πυρώνει και τα πλάθει φοβερά. Με τα έντερα του Λύκου, σκοινιά που στα άστρα και στους γάλους δένει.

    Δύο οι άκρες, πάντα σε αυτόν τον κόσμο δύο, γελά, τα λόγια των Άλογων θυμάται, κλαίει και ξεχνά, το ένα σε Κυπαρίσσι και το άλλο σε Ελιά.

    -Φύλο αδύναμο, χαρτί, μελάνι και οι λέξεις οι δικές σου μόνο. Ψηλά το δένει και το σώμα της ανάποδα κρεμά. Με τα του Λύκου δόντια, βαθιές τομές στο σώμα της, κατά μήκος, πλάτος και μέχρι τα κόκκαλα της βάθος. Το αίμα της Ιχώρ ποτάμι για τη πλάση…

    Τις αισθήσεις αφήνεται να χάσει, δική της η πράξη ή δική τους; Το Ιχώρ χρυσό, λίμνη φτιάχνει, σε μέρος μυστικό, σε καταφύγιο μέσα στο δάσος καλά κρυμμένο. Η μοναξιά της φύλακας, που το κουφάρι προστατεύει. Κουνούπια και φυτά που από τη λίμνη πίνουν, όλα μετά από λίγο, άψυχα νεκρά…

    Κοράκια από ψηλά τη σκηνή κοιτούν και στον Όλυμπο πετούν. Το μήνυμα να μεταδώσουν και την είδηση στους θεούς να φέρουν…

    Η Αθηνά, η της σοφίας η θεά, κρέμεται νεκρή…