Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

«Η Αφύπνιση»

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Nevato, στις 29 Μαϊου 2025.

  1. Nevato

    Nevato New Member

    «Η Αφύπνιση»


    Δεν τον πρόσεξε αμέσως. Ήταν ένας από εκείνους τους άντρες που δεν κραυγάζουν την παρουσία τους. Είχε εκείνη την επικίνδυνη ηρεμία που δεν σε τρομάζει αμέσως απλώς σε αναγκάζει να τον παρατηρήσεις, όταν πια είναι ήδη αργά για να κοιτάξεις αλλού.


    Η Άννα δεν είχε καμία σχέση με τον κόσμο της υποταγής. Δεν είχε φαντασιωθεί ποτέ κάποιον να την ελέγχει, δεν είχε παίξει με δεσμά, δεν είχε δοκιμάσει πόσο όμορφη μπορεί να είναι η αδυναμία όταν είναι επιλογή. Ή έτσι πίστευε.


    Η πρώτη τους συζήτηση δεν είχε τίποτα το τολμηρό. Μα εκείνος ο «κύριος Σ.» δεν χρειάστηκε να μιλήσει πολύ. Ο τρόπος που την κοιτούσε, σαν να ήξερε ήδη τι υπήρχε κάτω από τις λέξεις της, την αναστάτωνε. Δεν την κολάκευε απλώς. Την διάβαζε.


    Τις επόμενες μέρες της έστελνε μικρά μηνύματα. Μερικές φορές απλώς μια φράση:


    «Φόρα σήμερα κάτι που δεν σε αφήνει να ξεχάσεις πως είσαι γυναίκα.»


    Άλλοτε της ζητούσε να κάνει κάτι που της φαινόταν αθώο:


    «Βγάλε μια φωτογραφία του λαιμού σου και στείλε τη μου. Χωρίς κόσμημα. Μόνο εσύ.»


    Δεν καταλάβαινε γιατί το έκανε. Αλλά κάθε φορά που υπάκουε, ένιωθε κάτι ανάμεσα σε ντροπή και ηλεκτρισμένη διέγερση. Δεν την άγγιζε και όμως ένιωθε σαν να της έβαζε αλυσίδα γύρω από τον αυχένα, από απόσταση.


    Μια νύχτα, της έγραψε:


    «Έχεις ήδη ξεκινήσει να υπακούς χωρίς να καταλαβαίνεις γιατί. Θέλεις να σου δείξω ποια είσαι όταν σταματήσεις να αντιστέκεσαι;»


    Η καρδιά της χτυπούσε πιο γρήγορα. Δεν απάντησε αμέσως. Αλλά ήξερε ήδη πως το ήθελε. Πεινούσε. Για περισσότερο. Για τον έλεγχο του. Για τη σιγουριά εκείνου του βλέμματος. Για την ελευθερία που ένιωθε μόνο όταν άφηνε κάθε επιλογή στα χέρια του.

    Η Άννα δεν ήταν πια απλώς μια γυναίκα χωρίς ερεθίσματα. Ήταν ένα άγραφο σώμα που εκείνος άρχισε να γράφει επάνω του μια ιστορία υποταγής. Μια ιστορία που, στο τέλος, θα ανήκε ολοκληρωτικά σ’ Εκείνον.

    Η Άννα είχε μάθει να ελέγχει. Τη φωνή της, το σώμα της, τις επιθυμίες της. Είχε υψώσει έναν μικρό τοίχο γύρω από την ψυχή της, από εκείνους που φαίνονται κομψοί αλλά είναι χτισμένοι για να μη σε πλησιάζει κανείς πολύ.

    Ο κύριος Σ. δεν τον γκρέμισε. Τον ράγισε. Αθόρυβα. Υπομονετικά.

    Τη δεύτερη φορά που τον συνάντησε, δεν της άγγιξε καν το χέρι. Και όμως, όταν έφυγε, ένιωθε σαν να της είχε λύσει κάτι εσωτερικό, κάτι που δεν ήξερε καν ότι ήταν δεμένο.


    «Την επόμενη φορά θα σε ακουμπήσω. Αλλά μόνο αν με παρακαλέσεις. Και πρέπει να το εννοείς.»

    Η φωνή του έμοιαζε βελούδινη, αλλά μέσα της είχε μέταλλο. Υποσχόταν απόλαυση, μα έκρυβε πίσω της τη γεύση της πειθαρχίας. Αυτό την τρόμαζε… και την ποθούσε.

    Της έστειλε ένα πακέτο. Χωρίς όνομα αποστολέα. Μέσα, ένα λεπτό μαύρο κολάρο, χωρίς διακοσμήσεις. Λίγο δέρμα. Λίγο μέταλλο. Και ένα σημείωμα:


    «Μόνο όταν το φορέσεις μόνη σου, θα αρχίσεις να μου ανήκεις. Όχι από ανάγκη. Από επιλογή.»


    Την πρώτη νύχτα το κοίταξε για ώρες. Δεν το φόρεσε. Τη δεύτερη, το άγγιξε. Την τρίτη, το έδεσε γύρω από το λαιμό της και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη.


    Η ανάσα της κόπηκε. Δεν ένιωθε αδύναμη. Ένιωθε… απελευθερωμένη. Κάτι μέσα της αναστέναξε σαν να της έλεγε επιτέλους. Κι όμως, δεν ήξερε ακόμη τι σήμαινε να ανήκεις. Μονάχα ένιωθε. Και ήθελε κι άλλο.

    Εκείνος της έγραψε το ίδιο βράδυ:

    «Το ένιωσα. Είσαι έτοιμη να πονέσεις λίγο. Να πεινάσεις. Να παραδοθείς. Και μετά… να ξυπνήσεις.»

    Η Άννα δεν ήξερε τι ακριβώς εννοούσε. Αλλά το σώμα της ήδη αντιδρούσε. Ένιωθε συνεχώς σε διέγερση. Στο γραφείο, στο δρόμο, ακόμα και την ώρα που έπλενε τα πιάτα ένιωθε το ύφασμα να ακουμπάει το σώμα της σαν κάτι απαγορευμένο. Το μυαλό της δεν την υπάκουε πια. Τον σκεφτόταν συνέχεια. Όχι σαν άντρα. Σαν Κάτι πιο πάνω. Κάτι που την περίμενε να υποκύψει.


    Και τότε, της ζήτησε το πρώτο της τελετουργικό:

    «Θέλω να σταθείς γυμνή μπροστά στον καθρέφτη, να με κοιτάξεις μέσα από τα μάτια σου και να πεις: Δεν μου ανήκω πια. Σε περιμένω. Θα το καταγράψεις. Θα μου το στείλεις. Ή θα χαθώ.»

    Η Άννα δάγκωσε τα χείλη της. Δεν είχε πει ποτέ φράση πιο επικίνδυνη. Ούτε πιο ειλικρινή.

    Τον ήθελε. Όχι ως εραστή. Ως Κάτοχο.

    Και κάπου βαθιά, εκείνος το ήξερε ήδη