Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αναμνήσεις

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Εμπειρίες' που ξεκίνησε από το μέλος slave32, στις 12 Σεπτεμβρίου 2025 at 02:09.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    1η Ανάμνηση

    Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που μου ανακοίνωσε πως θα έρθουν οι γονείς της να μείνουν για ένα διάστημα μαζί μας.
    «Που θα κοιμούνται;» το σπίτι μου μέναμε τότε ήταν μικρό. Πενήντα τετραγωνικά ισόγειο. Μία κάμαρα.
    «Στο δωμάτιο μου, εγώ στον καναπέ»
    Σχεδόν κλαψούρισα.
    «Εσύ στον καναπέ μαζί μου ή στο πάτωμα» απάντησε και ήταν ότι πιο φυσιολογικό. Δεν είχαμε παντρευτεί ακόμη τότε. Ούτε είχαμε πολύ καιρό μαζί. Περίπου πέντε μήνες, οι γονείς της ήξεραν πως είμαι δέκα χρόνια μικρότερος της κι εργάζομαι σε τομέα έρευνας. Τίποτα άλλο. Ήξεραν πως, η Κυρία, αρέσκονταν στις σχέσεις με νεότερους. Δεν ήξεραν φυσικά πως είμαι υποτακτικός της. Είχα αγχωθεί πολύ.

    Δεν θα μπορούσα να μιλάω πληθυντικό σε Εκείνη. Δεν θα ήμουν γυμνός, δεν θα γονάτιζα.
    «Φοβάμαι» της είπα. Με έκανε αγκαλιά.
    «Όλα θα πάνε καλά» Με φίλησε στο στόμα, ήταν κι εκείνη γυμνή. Έκατσε πάνω στο πρόσωπό μου. Την έγλειφα για ώρες.
    «Πόσο καιρό σε έχω κλειδωμένο;»
    »91 μέρες, Κυρία» γέλασε. Με ξεκλείδωσε. Το πήρε στα χέρια της, έπαιξε μαζί του, το οδήγησε μέσα της. Κάναμε έρωτα.
    «Ναι μπορείς» είπε. Ένιωσα μια αγαλίαση που δύσκολα περιγράφεται.

    Όταν ξύπνησα το πρωί, εκείνη κοιμόνταν δίπλα μου. Την φίλησα. Πήγα να την προετοιμάσω. Ξύπνησε. Σήμερα θα έρχονταν οι δικοί της.
    «Έχω εφημερία σήμερα. Θα φροντίσει εσύ» διέταξε δεν ζήτησε. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Την πήγα πρώτα στη δουλειά. Πήγα σούπερ μάρκετ. Μου ζήτησε να φτιάξω παστίτσιο και να γυρίσω. Το σπίτι γυάλιζε ήδη, αλλά μου ανέθεσε να είναι περισσότερο.
    «Το απόγευμα, όταν οι γονείς μου θα πίνουν τον καφέ που θα τους έχεις σερβίρει. Θέλω να πλύνεις τα πατζούρια και να καθαρίσεις σφουγγαρίσεις μέσα το σπίτι. Το σφουγγάρισμα κάνε το με τη πετσέτα, γονατιστός»

    Οι γονείς της ωραίοι τύποι. Ο μπαμπάς της λίγο αυστηρός, η μαμά της χαλαρή. Με ρώτησαν τα πάντα για εμένα. τους τα είπα όλα αναλυτικά, ενώ τρώγαμε το παστίτσιο.

    «Δεν σε πειράζει που η κόρη μου είναι μεγαλύτερη σου;» με ρώτησε ο πατέρας της.
    «Όχι ίσα ίσα μπορώ να την ..» έκανα μια παύση παραλίγο να πω υπακούω.
    »Την ακούω περισσότερο, να την ακολουθώ»
    «Χαρά στο κουράγιο σου, η κόρη μου είναι δύσκολη»
    «Και αυστηρή» συμπλήρωσε η μητέρα της.

    Μάζεψα τα πιάτα, έβγαλα φρούτα. Ενώ έτρωγαν έπλυνα τα πιάτα.
    «Είσαι νοικοκύρης» σχολίασε η μαμά της. Την ευχαρίστησα, χαμογέλασα.
    «Θα πάρετε τη κρεβατοκάμαρα εσείς, σας πειράζει να δείτε λίγο τηλεόραση μέχρι να τακτοποιήσω τα πράγματά σας στη ντουλάπα;»
    Έμειναν και οι δύο έκπληκτοι.
    «Θα τα κάνω εγώ» είπε η μητέρα της.
    «Μα σας παρακαλώ, θέλετε να επιβλέπετε και να μου λέτε πώς να τα βάζω;» χαμογέλασε. Συμφώνησε. Ο πατέρας της έβαλε να δει την «Περίμετρο» στη τηλεόραση.

    Πήρα της βαλίτσες τους και της πήγα στο δωμάτιο. Ήρθε και η μητέρα της ιδιοκτήτριας μου.
    Έβγαλα προσεκτικά τα ρούχα κι άρχισα να τα τοποθετώ ανά είδος στη ντουλάπα. Η μητέρα της μου έλεγε σε ποια σειρά θέλει. Τα δίπλωνα προσεκτικά. Μας πήρε περίπου μισή ώρα.

    «Θέλετε να ξαπλώσετε, φαίνεστε κουρασμένη;» της είπα ενώ μέσα ακούστηκε ροχαλητό από τον πατέρα της Κυρίας. Πήγα τον βοήθησα να ξαπλώσει, τον σκέπασα. Επέστρεψα στο δωμάτιο.

    «Θα ήταν καταχρηστικό αν σου ζητούσα να τρίψεις λίγο τα πόδια μου;» μου είπε κι εγώ ενώ ντρεπόμουν πολύ δεν σταμάτησα να λέω στον εαυτό μου ποια είναι η θέση μου.

    «Όχι καθόλου» της απάντησα. Την βοήθησα να ξαπλώσει κι άρχισα να τρίβω τα πόδια της. Δεν σταμάτησα αφού κοιμήθηκε. Είχα ένα ρολόι από πάνω μου. Η Κυρία μου έστειλε μήνυμα. Της είπα και ότι έτριβα τα πόδια της μαμάς της. Γέλασε. Μου είπε να είμαι απόλυτα υπάκουος, αν ακούσει οποιοδήποτε παράπονο θα με τιμωρήσει. Ακουγόνταν απόλυτα σοβαρή.

    Πέρασαν δυο ώρες. Τα χέρια μου πονούσαν. Η μητέρα της ξύπνησε.
    «Ακόμα με τρίβεις;» ένευσα θετικά. Γέλασε.
    «Ευχαριστώ πολύ» Σηκώθηκε της έκανα καφέ. Ο πατέρας της Κυρίας είχε ξυπνήσει κι εκείνος του έφτιαξα κι εκείνου καφέ και σέρβιρα.

    «Ο δικός σου καφές;» με ρώτησε ο πατέρας της.
    «Έχω δουλειές να κάνω» του απάντησα και νόμιζε θα πήγαινα μέσα στο γραφείο. Πήρα τα καθαριστικά και το λάστιχο με το νερό, αφού πότισα τα λουλούδια ξεκίνησα να πλένω τα πατζούρια. Τα έκανα πεντακάθαρα.

    «Αν μη τι άλλο βοηθάς πολύ την κόρη μας» διαπίστωσε η μητέρα της.
    «Τις δουλειές του σπιτιού της έχω αναλάβει όλες» της απάντησα. Τους είδα που κοιτάχτηκαν, δεν είπαν κάτι άλλο.
    Αποσύρθηκα στο εσωτερικό του σπιτιού. Σκούπισα, τακτοποίησα και πήρα τον κουβά με το απορρυπαντικό και την πετσέτα. Γονάτισα κι άρχισα να τρίβω το πάτωμα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, ένιωθα τις ματιές τους πάνω μου. Σε κάποια στιγμή μπήκε ο πατέρας της, ήθελε να κατουρήσει.

    «Μπείτε, θα το ξανακάνω» του είπα.
    «Γιατί δεν παίρνεις την σφουγγαρίστρα;»
    «Η D (φυσικά είπα το όνομά της) δεν επιτρέπει. Εννοώ προτιμά με πετσέτα γιατί καθαρίζω καλύτερα»
    Εκείνος χαμογέλασε. Πήγε στη τουαλέτα. Επέστρεψε.
    «Έμαθα τρίβεις τα πόδια πολύ ωραία»
    «Ναι όποτε θέλετε να σας τρίψω» του είπα ενώ είχε έρθει πολύ κοντά μου. Όρθιος από πάνω μου, φορούσε παντόφλες εγώ ήμουν γονατιστός έπλενα το πάτωμα. Ηλεκτρίστηκα. Παρά λίγο να του φίλήσω τα πόδια.

    Τελείωσα τις δουλειές. Ετοίμασα το βραδυνό για τους γονείς της και την Κυρία. Τους σέρβιρα.
    «Θα πεταχτώ μέχρι την Ντι να της δώσω φαγητό» έμειναν έκπληκτοι για άλλη μία φορά.

    Η Ντι ήταν πολύ κουρασμένη, χάρηκε που με είδε. Της είπα τα πάντα. Με πήγε στο δωμάτιο εφημερίας. Μου κατέβασε το παντελόνι, φίμωσε το στόμα μου με το κιλοτάκι της. Έβγαλε τη ζώνη από το παντελόνι μου και μου έδωσε ένα πολύ γερό μάθημα. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Δεν ρωτούσα γιατί πλέον.

    «Αυτό είναι μια υπενθύμιση για το τι μου είσαι» μου είπε πριν μου αστράψει ένα χαστούκι. Έπεσα στα γόνατα, έκλαιγα. Ήξερα ότι δεν είχα κάνει κάτι λάθος, αλλά ότι απλά ήθελε να με δείρει. Μου αρέσει πολύ όταν το κάνει αυτό.
    «Γύρνα με τα πόδια, το αυτοκίνητο άφησε το εδώ» με διέταξε. Το σπίτ απείχε μισή ώρα.

    Γύρισα. Είχαν φάει. Η μητέρα της είχε καθαρίσει.

    «Δεν έπρεπε, θα τα έκανα εγώ» της είπα. Χαμογέλασε. Ο πατέρας της Ντι κοιμόνταν ήδη στο κρεβάτι μέσα. Η μαμά της κάθισε να δει τηλεόραση.
    «Θέλετε να σας τρίψω τα πόδια όπως το μεσημέρι;» της είπα, ενώ ο κώλος μου έτσουζε αρκετά.
    «Όχι, κάθισε μαζί μου» πήγα δίπλα της. Είδαμε τους ''Απαράδεκτους''. Έφθασε η ώρα να πάει για ύπνο. Έκανε ένα μπάνιο πριν, ντύθηκε με το μπουρνούζι και βγήκε από το ντουζ. Γύρισα από την άλλη. Γέλασε.
    «Μη ντρέπεσαι, είμαι μια μεγάλη γυναίκα» μου είπε κι εγώ της απάντησα
    «Είστε μια υπέροχη Κυρία όπως η κόρη Σας» χαμογέλασε σίγουρα δεν κατάλαβε τίποτα.


    2η Ανάμνηση

    Η μητέρα της Κυρίας θα έμενε ένα διάστημα μόνη της στο εξοχικό. Ο πατέρας της είχε πάει στην αδελφή της Κυρίας.
    Πλέον είμαστε παντρεμένοι.
    «Θα πάμε στης μητέρας μου για δύο εβδομάδες» μου έστειλε ένα μήνυμα.


    Την άλλη μέρα φθάσαμε. Ξεφόρτωσα το αυτοκίνητο. Τακτοποίησα. Η Κυρία μου έδειξε που είναι τα καθαριστικά και με έβαλε να κάνω γενική. Η μητέρα της έφερε αντιρρήσεις, αλλά ήξερε πως έκανα ότι ζήταγε η Ντι. Οι δυο τους έμειναν στο μπαλκόνι, έβλεπαν την θάλασσα. Τους σέρβιρα φαγητό που είχε φτιάξει η πεθερά μου. Έφαγα κι εγώ μαζί τους. Έπλυνα τα πιάτα συνέχισα τις δουλειές, εκείνες ξάπλωσαν για μεσημέρι. Ξανά ξύπνησαν τους έκανα καφέ και περίπου έξι είχα τελειώσει. Είχα εξουθενωθεί.

    «Κάνε ντουζ» μου είπε η Κυρία και μου έδειξε το λάστιχο στον κήπο. Κατάλαβα γιατί μου είχε ζητήσει να φοράω μαγιό. Η μαμά της σάστισε για λίγο. Δεν μίλησε. Με κοίταγαν, τις άκουγα.

    «Δεν του φέρεσαι κάπως σκληρά;»
    «Δεν έχεις δει τίποτα» της είπε και γέλασε. Η Κυρία τα είχε σχεδιάσει όλα. Ήταν περισσότεροι από δύο μήνες που είχα μαστιγωθεί στη πλάτη. Δεν είχα σημάδια.
    «Αλλά δες ένα σωματάκι που έχει το μικρό μου» σχολίασε η Κυρία. Γέλασαν.
    Έκανα το ντουζ. Με έβαλε να τις πλησιάσω.

    «Στάσου στον ήλιο μπροστά μας μέχρι να στεγνώσεις» υπάκουσα δεν απάντησα. Η μαμά της τα είχε χάσει πραγματικά.
    «Μου κάνετε κάποια πλάκα εσείς οι δυο» είπε η μητέρα της. Τα μούτρα μου είχαν γίνει σαν παντζάρι. Δεν είχαμε συζητήσει ότι θα της έλεγε κάτι, αλλά πλέον ήμουν σκλάβος της, δεν θα συζητούσε μαζί μου τις αποφάσεις της.
    «Όχι μαμά καθόλου, κάνει πάντοτε ότι του ζητάω». Η μητέρα της ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ της. Συνέχιζαν να μιλάνε σαν να μην ήμουν εκεί. Αν και η μαμά της με κοίταζε συνέχεια.

    Η Κυρία ζήτησε να πάω κοντά της. Με έπιασε στη πλάτη. Μετά στο μαγιό.
    «Δεν στέγνωσε αυτό ακόμα, βγάλε το» έβαλα τα κλάματα. Η μαμά της έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
    «Μήπως όχι παιδί μου;« της είπε, Εκείνη γέλασε. Γύρισε προς εμένα. Ήξερα τι σημαίνει αυτό.
    «Πήγαινε να φέρεις το μαστίγιο». Έπεσα στα γόνατα και στη κυριολεξία την ικέτευα να μη το κάνει.
    «Γιατί ρε δεν έχεις βγάλει ακόμα το μαγιό σου» μου είπε και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που την είχα δει τόσο θυμωμένη. Δεν φορούσα ζώνη αγνότητας. Έβγαλα το μαγιό μου. Η μητέρα της φρίκαρε.

    «Πάμε μέσα θα μας δει ο κόσμος» δεν πρόκειται να μας έβλεπε κανείς, αλλά τις ακολούθησα γυμνός. Το πρόβλημα ήταν ότι είχα ερεθιστεί πολύ.

    «Τι πράγματα είναι αυτά παιδί μου;» ρώτησε τη κόρη της, με κοίταξε ήμουν καυλωμένος.
    Η Κυρία μου ξαναείπε «Τσακίσου στη ντουλάπα μας και φέρε το μαστίγιο» έτρεξα επάνω. Δεν είχα ιδέα τι μαστίγιο είχε φέρει μαζί της. Άνοιξα τη βαλίτσα. Είχε φέρει το αγαπημένο της single tail. Το πήρα, ενώ όταν το κρατώ καυλώνω πολύ, αυτή τη φορά λειτούργησε αντίθετα. Ντρεπόμουν υπερβολικά. Κατέβηκα κάτω. Γονάτισα και έμεινα σε θέση προσφοράς.

    «Θα σας το έλεγα κάποια στιγμή, αλλά δεν υπάρχουν ομαλοί τρόποι για να το πεις αυτό» της είπε η Κυρία.
    «Είναι σκλάβος μου» η μητέρα της γέλασε.
    «Τι εννοείς;» την ρώτησε η μητέρα της.
    «Κάνει ότι λέω, όποτε λέω» με κοίταξε πολύ αυστηρά η Κυρία.
    «Και αν όχι τον τιμωρώ αυστηρά» άρχισε να με χτυπάει στη πλάτη, πολύ πολύ δυνατά, Δεν κουνιόμουν πολύ, αλλά έβγαζα ελαφριές κραυγές.

    «Σταμάτα παιδί μου, τον πονάς τον άνθρωπο» της είπε.
    «Σκλάβε θες να σε μαστιγώσω;»
    »Μάλιστα Κυρία» της απάντησα. Η μητέρα της έφυγε από το σαλόνι. Η Κυρία με ξάπλωσε μπρούμυτα στο πάτωμα και φρόντισε να με κάνει να ακούγομαι σε όλο το σπίτι. Σταμάτησε πολλή ώρα μετά. Με άρπαξε από το αυτί και με πήγε στο δεύτερο σαλόνι του σπιτιού εκεί που ήταν η πεθερά μου. Γονάτισα μπροστά της.

    «Συγγνώμη Μητέρα» της είπα. Με κοίταξε περιφρονητικά. Η Κυρία μου έδωσε να βάλω ένα εσώρουχο. Είπε τα πάντα στη μητέρα της με κάθε λεπτομέρεια. Όταν τελείωσε αυτό. Με άφησε να τρίψω τα πόδια της μητέρας της. Με ρώτησε: «Την φοβάσαι;» της χαμογέλασα
    «Την αγαπάω, θα πέθαινα για αυτήν»
     
    Last edited: 12 Σεπτεμβρίου 2025 at 02:32