Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Για τους λάθος λόγους στον αγά να πας

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 24 Ιουλίου 2024.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Για τους λάθος λόγους στον αγά να πας (3/29)

    Δεύτερο Μετάλλειο

    Six Cup Rum

    Μία από τις πιο εξελιγμένες μορφές του σύμπαντος, είναι οι Ρακότα. Πλάσματα με σώμα κύμα, που χρησιμοποιούν τα Ζηρκόνια για να αποθηκεύσουν στις ταλαντώσεις τους, την ψυχή τους. Τα Ζηρκόνια είναι κουτά και βία, μικρά της ύλης και η σύγκριση τους σε μέγεθος μ’ ένα ηλεκτρόνιο, φέρνει ένα κόκκο άμμου απέναντι από τον πλανήτη Γη.

    Δύο Ρακότα κολυμπούν στα ρεύματα του χρόνου με βάρκες του φωτός. Το μικρότερο κατά 4,7 δισεκατομμύρια χρόνια, το μεγαλύτερο ρωτά.

    -Jar πες μου, στα ταξίδια που σε αυτόν το κόσμο έκανες, ποιο ήταν το πιο όμορφο συμβάν; Ο Jar το σώμα του λυγίζει και η ράχη του τεντώνεται σε ένα μόνο κύμα, που διατρέχει ένα Γαλαξία από το ένα άκρο του στο άλλο.

    -Σε μια βουτιά σε τρύπα μαύρη σε ένα κόσμο ονειρικό, ένα φυτό της θηριώδους οικογένειας Αζώρ και Τούχα έστεκε αγέρωχο, με τους πέντε καρπούς και φύλακες του, σαν μικροί δορυφόροι να περιστρέφονται προστατεύοντας το, από κάθε επίδοξο εισβολέα. Τείχη ισχυρής συμπύκνωσης έφτιαχναν, με τις μεγάλες τους ταχύτητες και απροσπέλαστο το έκαναν, μέχρι που…

    -Μέχρι που;!; Το μικρό Ρακότα από το ενθουσιασμό του την τροχιά σε φεγγάρι, στον αστερισμό του σκύλου τρυφερά θωπεύει. Σε μερικά μόνο χιλιάδες χρόνια, αυτό πέφτει πάνω στον μητρικό του κι ένας πολιτισμός εξαφανίζεται.

    -Sorry.

    -Μέχρι που ένα νθρώπινο παιδί, ένα παράθυρο άνοιξε από τον κόσμο των ν διαστάσεων και θέλησε γλυκά το Αζώρ να αγγίξει και με της συνείδησης του, τις καμπύλες τρυφερά να του μιλήσει. Σε εννιά και είκοσι ηλεκτρόνια την ψυχή του σε κλώνους αποθήκευσε και στο Αζώρ έστειλε με φόρα. Τα 29 περί και στάθηκαν γύρω του και μ’ έναν ρυθμό, ένα μήνυμα του Νίκου έστειλαν.

    -Τι μήνυμα της αφής μου Jar; Ο Jar γελάει, ένα τμήμα της ψυχής του σε μία μαύρη τρύπα βουτάει, μία γεύση παίρνει από μύρια του άλλου σύμπαντα, στην επιφάνεια της ξανά βγαίνει και την ιστορία του συνεχίζει.

    -Είκοσι κι εννιά του τράγου Δία θα σου πω για να ξεμπλέξεις τον σκοπό κενά μου πεις το σα γαπώ στην Λευκή ηχώ.

    Η Αζώρ στον ήλιο κάθεται και λιάζεται γιατί δεν την παίζουν οι φίλε να δες της αγάπης ο ύμνος ο μικρός.

    Η την πλησιάζει και με χορό γύρω της τον ήλιο σκιάζει.

    -Το νομα σου;

    -Ν.

    -Το δικό σου;

    -Η. Την αγάπη θέλω να σου δώσω και από Ν, στο Ο να θέλεις να πληρώσεις.

    Το Ν τον Ντάνιελ φήνει και τα ηλεκτρόνια που με τείχος μακριά τους αλλόθρησκους κρατούν, στο ελά και σχίστο παραμερίζει και στο Η παράθυρο ανοίγει.

    -Γιατί με αγαπάς;

    -Γιατί με ολοκληρώνεις. Το Αζώρ στο μεταίχμιο με δόρια και σταυρούς στον αιθέρα γράφει τα τραγούδια του.

    -Πριν από χρόνια σε κόσμους άλλους ήμουν ένας…

    Ήμουν ένας Ξένος…

    Γεννήθηκα σε έναν κόσμο που ορίζονταν μόνο από γυναίκες. Χιλιάδες γυναίκες. Μικρές, πονηρές, γλυκές, έξυπνες, χαζές, πουτάνες και μητέρες. Ήμουν μόνος σε τούτο τον πλανήτη, σε αυτό τον κόσμο των διπόδων και η επιφανειακή μου υπόσταση με έκανε τον πιο πολύτιμο από όλα τα δίποδα πλάσματα. Ήμουν περιζήτητος ως το μοναδικό αρσενικό αυτού του είδους. Τόσο πολύτιμος, μα και τόσο άχρηστος…

    Μ’ άρεσαν μόνο οι άνδρες. Αγαπούσα μόνο με άνδρες. Το χειρότερο από όλα όμως…

    Το σπέρμα μου ενεργό γινόταν μόνο όταν ερωτευμένος ήμουν. Όταν χανόμουν, όταν ένιωθα με την ψυχή μου την μυρωδιά ενός αρσενικού. Σε κάθε άλλη περίπτωση ζούφιο λευκόχρωμο νεκρό υγρό κυλούσε από του Μάρα και μέσο του Νου, οργα νικό μου όριο.

    Τόσο πολύτιμος, μα ταυτόχρονα και καταραμένος βαδίζοντας ανάμεσα από τους υπόλοιπους Δίποδους. Αντικρίζοντας βλέμματα δέους, λατρείας, ικεσίας και στο τέλος μίσους.

    Προσπάθησαν να με βοηθήσουν, να με αλλάξουν, να με επαναφέρουν, να με διορθώσουν, να πάρουν το σπέρμα μου, αλλά…

    Μάταιο. Παραιτήθηκαν, εγκατέλειψαν και για λίγο καιρό με άφησαν στην ησυχία μου, στην μιζέρια μου, στα όνειρα μου. Μόνο όμως για λίγο.

    Άρχισαν να με μισούν, να με κοιτάνε με βλέμματα κακών, άπλωσαν τα χέρια τους να με χτυπήσουν και άρχισα να τρέχω. Τώρα κρύβομαι, ανάμεσα στα ζώα, προσέχοντας τα ίχνη μου. Δεν ξέρω τους σκοπούς τους, αλλά δε θα ήθελα να μάθω. Δεν θέλω να με πιάσουν, σίγουρα όχι πια.

    Είμαι ευτυχισμένος. Ζω μακριά από τις πόλεις, στο δάσος, στη ζούγκλα, στα βουνά. Βρήκα τον έρωτα, μία, δύο, τρεις, δεκάδες φορές. Βρήκα αρσενικά και με βρήκαν και αυτά. Έχουν τέσσερα πόδια, έχω τέσσερα άκρα. Με αποδέχθηκαν για αυτό που είμαι και τώρα πια δεν βλέπω τον εαυτό μου ως Ξένο…

    Το Η την ιστορία του αφήνει και θλιμμένο φεύγει. Στο δρόμο άλλο ένα Η και κλώνο του Νίκου βρίσκει. Τα δύο μαζί, στο πίσω τώρα πια γυρνούν.

    Δεσμό κάνουν και Η το διπλό γύρω από την Αζώρ κάθεται μα λέει.

    -Σ αγαπούμε και δικοί σου θέλουμε εμείς να γίνουμε. Από Ν, Feed να γίνεις. Η Αζώρ τις κουρ τίνες της ανοίγει και στο παράθυρο ανάσα παίρνει.

    -Γιατί με αγαπάτε; Τα Η σε ρυθμό διπλό, μα με ήχο μόνο ένα..

    -Γιατί μας ταΐζεις. Η Τού χα και Αζώρ, χαμόγελο με πάγο στο παράθυρο αφήνει, σε λέξεις λιώνει και μοναδικό χρησμό.

    -Σε σύμπαν άλλο, τετράποδο ήμουν, χαρούμενο και με θαλπωρή γεμάτο. Ο θεός μου, με χάδια, ξηρά τροφή και αγάπη με κρατούσε στην φωλιά του.

    Μαζί του ξάπλωνα, την δύση από χαίρε τους αμέ. Με το χέρι του με ξυπνούσε και μπόλικη τροφή μου έδινε. Εγώ στα πόδια του έτρωγα κι ευγνώμων ήμουν. Αυτός τον καφέ του έπινε και την ανατολή μαζί κοιτούσαμε..

    Εγώ γεμάτος κι αυτός χαρούμενος. Αρκετές οι ανατολές την αγάπη στοίβαζαν στο σώμα μου σαν λίπος και ει δύσεις τα σκουπίδια και από του βλήτου από το παράθυρο πετούσαν, έως που ένα του Λύκου φως κι αυγή, στην αγκαλιά του με πήρε καθώς εγώ κοιμόμουν και σε δωμάτιο με πήγε με δύο του συρμού τις πύλες. Φιλί μου έδωσε και εγώ φωνή γλυκιά.

    Το μαχαίρι του βαθιά στο δέρμα μου έμπηξε και τα σωθικά μου στον πάγκο άπλωσε, η φωνή μου ουρλιαχτό και μετά σιγή.

    -Και μετά τα Η, με αγωνία την ρωτούν.

    -Στο αμέσως το μετά, Λουκ α Νίκο δες νόστιμο πολύ. Τα Η με δάκρυα του Νέρωνα μεγάλα μακριά της φεύγουν. Στο δρόμο τρίτο Η βρίσκουν και ξανά ελπίζουν. Πίσω στην Αζώρ γυρνούν, πιασμένα χέρι με δεσμό στο χέρι.

    -Καλή σου μέρα Αζώρ και τα υγρά φιλιά δικά σου.

    -Σε αγαπάμε και πάντα με εσέ μαζί. Η Αζώρ το Κυν ισμό ξεχνά και με γλυκό του κουταλιού υποδέχεται τα τρία Η.

    -Γιατί με αγαπάτε;

    -Γιατί με διάφανο υγρό εσύ εμάς ποτίζεις. Το Ν να αφήσεις και Neρό να πιεις. Η Αζ παγωμένους σταλακτίτες από το μπάνιο της μαζεύει και στου ήχου την Λευκή Ντροπή φθόγγους φτιάχνει.

    -Σε πλανήτη ζεστό χώμα εύφορο ήμουν πριν από καιρό. Ένα μόνο όχι, αλλά χίλια εκατό και ένα. Στα Χια μας φώναζε ο Κύρης μας και με νερό άφθονο και αγάπη μας φρόντιζε και τις ρίζες μας δυνατές έκανε.

    Ήλιο δίχως του α το φθόνο, λίπασμα με του υδάτος άνθρακες, άνεμο ζεστό και με τη κιθάρα του, με Μπλούζ τις ψυχές μας πότιζε.

    Τα δάχτυλα του μαγικοί σαγηνευτές του ήχου και εμείς με την βοήθεια του Μαΐστρου στη μουσική του καλοκαιριού λικνί και ζώ μασταν. Το ένα, το άλλο αγ γή ζαμέ για άλλο Κύρη και θεό μάτια εμείς δεν είχαμε ποτέ, ποτέ, ποτέ.

    Το φεγγάρι γέμιζε και ο Κύρης ανά κι μέσα μας προσεκτικά κινούταν για να μας ξεμπλέξει από τον κόμπο και από ένα πολλά ξανά να γίνουμε. Κι όταν η σελήνη στην κορυφή της έφτασε…

    Λυγμός από το Ν ξεφεύγει και έξω μακριά σαν πεταλούδα φεύγει και χάνεται. Τα Η ενωμένα δίχως θόρυβο την πέτα λούσα αλλού θα βρεις ξεβγάζουν και στο Ν ξανά.

    -Το φεγγάρι το Καλόφεγγο, το χωριό μαζεύτηκε και γιορτή είχαν και φαγί κρασί. Με τις κιθάρες τους, προσευχές έκαναν πολλές και τα μέταλλα τους ακόνισαν σε πέτρα νηστική. Ο ήλιος αποχώρησε και η κάψα ξάπλωσε στο χώμα. Κάποιοι τα δρεπάνια και άλλοι τα λελέκια κι εμείς ψηλά τα κορμιά μας σηκώσαμε για να δούμε τη συνέχεια.

    -Και μετά;

    -Μετά…

    -Ο πόνος, η σφαγή, της αιχμής του μετάλλου Κο φτερή το κόσμο μας λιάνισε και κορμό μας έκοψε από τις ρίζες, του συ τη ρίζα. Το θέρος μας αποδεκάτισε και τα πρώτα ζωντανά από εμάς, σε δέματα μας στοίβαξαν σε σχήμα του αυλού. Ζωντανά αλλά αδύναμα ακόμα ήμασταν όταν κάποια από εμάς σε βράχο μας έβαλαν μεγάλο και με το βάρος σκόνη, πούδρα, μας έκαναν κι αλεύρι…

    Το τελευταίο από εμάς ακόμα ούρλιαζε μέχρι που χυλό το έκαναν και μετά στων Κορσεών φούρνο βαθιά σε σπηλιά, το έθαψαν στους διακόσιους και σαράντα τους βαθμούς…

    ( -Γιατί με αγαπάς;

    -Γιατί…

    -Γιατί μάγε πας;

    -Γιατί..

    -Γιατί παέ γαμάς;

    -Γιατί…

    -Γιατί με άλλες πας;

    -Ο κ σουτ και θα σου πω! Τη συνέχεια εσύ θα μάθεις για το λά, λο, γο καη θος της αγάπης…)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Για τους λάθος λόγους στον αγά να πας (4/29)

    Της Δευτέρας Παρουσίας τα διδάγματα

    (3+4)^3=343

    Τρία Χώρα Η που στου σκοταδιού το Μάθος κάθονται και τα βιβλία καίνε. Τέταρτο στην εισβολή τα βρίσκει και με χακί φασκόμηλο τα πείθει για μια φορά στην Αζώρ τη Τούχα, για ιερό προσκύνημα να πάνε.

    Στα τέσσερα του τετραγώνου τα σημεία στέκονται και με να χωνί φωνή ψυχή και ταίρι, στης σχάσης τη κρυφή πληγή τολμάνε.

    -Σε αγά αγά αγά γα και πάμε !!!! Η Αζώρ τη φωνή ξεπλένει στα μυστικά του Χάγγη.

    -Και γιατί του τέσσερα τα Νa με αγαπάτε;

    -Γιατί σε θαυμάζουμε πολύ και αν το μας δικό σου κάνεις Na τριο μαζί θα φτιάξουμε. Η Αζώρ το κρεμαςμένο Ν της, γλυκά μαζεύει από το σκοινί και τις σταγόνες του κρατά, μελά Ν για τις λέξεις που ακολουθούν…

    -Εκεί που τα τριών συμβάντα ευδοκιμούν, κενό υπάρχει για τα βρώμικα και ανήθικα γιατί. Σ’ ένα από αυτά τα σκοτεινά τα μέρη γεννήθηκα ως προϊόν μοναδικής παραγωγής ενός Μικρού θεού…

    -Χέ του Λι μεγάλο, με κορμί 11,37 του φωτός το μήκος. Οι συνθήκες της κοσμικής σούπας που μέσα της κολυμπούσα, τα τυχαί ά τυχα καθόλου, οι σκέψεις, πράξεις, ακόμα και οι εκλάμψεις μου δικές Του. Αλλά στην αρχή δεν το γνώριζα ακόμα. Και με βάρκα την ελπίδα ταξίδευα στο χρόνο και στο χώρο.

    Σε κάθε τι το θάμα έβρισκα και τη pasta frolla. Στην Ευ θρυπτή του όρους σειρά, προσεκτικά ακλουθούσα το άθος της αμάλαγης νιότης μου. Κάθε μου αματέ στην αντάρα έψαχνε την γιάντα και όταν οι γράδες οι φωνές που στο κύμα μου διακόνευαν, απάντηση δεν μου έδιναν, τότε δικές μου ορμηνίες χάραζα στον πάγο.

    Μα ο πάγος εύθραυστος κι αυτός και από κάτω frolla. Λάβα, γλυκιά, ρευστή, καυτή, στα ανήλιαγα υπόγεια του νου μου, συντροφιά να μου κρατεί και σημειώσεις με θέσεις μυστικές.

    Άλλους σαν εμένα δεν θυμάμαι να γνώρισα ποτέ. Γονείς, γραμμές, καμπύλες, κύκλοι, είδη όμοια με μένα, του απολύτως το κανένα. Το πρώτο που θυμάμαι στην πρώτη μου γραμμή ήταν η φωτιά.

    Bir Kere του νάνο χρόνου ήμουν τυφλή. Και ξάφνου από παντού να βλέπω. Με τα «μάτια» μου να γλύφω τη φωτιά, να μυρίζω την έκρηξη, σα τα ξερά φύλα να πατάς. Για ένα χιλιοστό της τείνω σε μια στιγμή του χρόνου, κολυμπούσα μέσα στη φωτιά. Μικροσωματίδια που φρενιασμένα πάλλονται και το ένα με το άλλο συγκρούονται με αγάπη.

    Σε μια μάχη για την άνοδο ή πτώση. Δεν ξέρω το γιατί, αλλά ήταν η πρώτη μου αίσθηση και οι πρώτες λέξεις που μέσα μου σχηματίστηκαν.

    Ποιος μου τις δίδαξε; Δεν ήταν ερώτηση που με απασχόλησε τον αρχικό καιρό. Δεν ήξερα πως χρειαζόταν Did κι άκτορας για αυτό. Την κατάλληλη στιγμή, με την από μηχανής φορμή, μια νέα εικόνα εμπρός μου και μια λέξη για αυτήν εντός μου.

    Εγώ τι ήμουν; Μετά τη φωτιά ο χρόνος και ο χώρος εξαπλώθηκαν σαν μόλυνση που κατάπινε με απόλαυση, παρθένα βράδια. Το φως μοιράστηκε εξίσου γενναιόδωρα σ’ όλους. Η ύλη ε peace σεις.

    Ένας θόλος υγρός που μέσα του βρισκόμουν. Τα όργανα της αντίληψης μου, τα «μάτια» να λαμβάνουν τα ποτίσματα του ήχου, του φωτός, της οσμής και της βαρύτητας.

    Για κάποιες εμπνεύσεις, χρειάζεται η μοναξιά και η ανεμπόδιστη επαφή με τη φύση…

    Μα τη μοναξιά την αντιλαμβάνεσαι όταν μαθαίνεις πως δεν είσαι στη ζωή αυτή πια μόνος.

    Ζωή; Τι είναι ζωντανό; Και ποια διάκριση να κάνεις, όταν ένας, μία, ένα είσαι απέναντι σε τι;

    Στην αρχή η μόνη διάκριση που έκανα ήταν αυτή, της αντίδρασης σε όποια Drάση μου ή μη. Ως ένα αλύγιστο Υπερεγώ, δεν είχα διανοηθεί πως χρειαζόμουν τη συναίνεση από ένα αντιδρών στοιχείο, για τη δράση που σαν βροχή στο πετσί του σέρβιρα. Με τις αντιδράσεις, αποκτούσα συναίσθηση των ορίων, των κυμάτων που αντιδρούσαν.

    Αν προσπερνούσα ή όχι, τα όρια;

    Τα όρια είναι αυτά που αντέχουν τα κοινωνικά σύνολα που ανήκετε. Από το μεγαλύτερο μέχρι το μικρότερο, που αποτελείται από ένα μόνο άτομο.

    Φυσικά μπορείτε να τα διαβείτε, τότε δύο δρόμοι θα ανοίξουν. Αυτός της επέκτασης, κάτι που σχετίζεται με την πνευματική μάζα (ηθική μάζα αδράνειας) του συνόλου και αυτός της αντίδρασης στην προσπάθεια. Και οι δύο θα ανοίξουν, το σύνολο των ανοιγμάτων για να το πω απλά, ζυγίζει όσο η προσπάθεια.

    Δεν είχα ακόμη την επίγνωση, του ανήκω σ’ ένα σύνολο. Το εγώ μου μόνο του κολυμπούσε στην Φύση του Μεδέ.

    Φύση άλλη μια λέξη που σαν φτάρνισμα, άγαρμπα με πλήγωσε καθώς γεννήθηκε μέσα μου. Στο μέρος αυτό που ένα άγγιγμα σε κάνει και νιώθεις κομμάτι δικό σου είναι και όλα τα υπόλοιπα Φύση είναι.

    Άρα γε ό, τι εγώ στη Φύση άγγιζα ένιωθε κι αυτό; Δοκίμασα στα πάντα, από και με τα τρυφερά τα χάδια, μέχρι την οργιαστική εκτόνωση της συμπυκνωμένης ενέργειας. Κάποια αντιδρούσαν, άλλα όχι.

    Βράχος ορφανός του Ρανού γερός, στην δίνη του γέλιου του καλού την αύρα του ψηλάφισα κι αυτός ακόλουθος μου τώρα.

    Άρα γε μου ζωντανός να είναι;

    Ιπ and πότη, χαμένο στην πανοπλία του συνάντησα και με κατάρα κτες έλουσα σκουριάς. Μαζί τους χάθηκε για πάντα. Αντίδραση καμιά.

    Ζωντανός άρα γε μου να ταν;

    Τα τείχη που κρατούσαν χώρια τον γαλαξία του Λευκού από αυτό του Ιωδίου γκρέμισα και ένας προέκυψε. Αυτός του Ροζ.

    Ζωντανά να ήταν γε μου;

    Σε μία σφαίρα που το άυλο βάρος είχε και δύναμη μεγάλη, φύλακες όρθιοι δύο έστεκαν του κύματος οι Μούργοι. Τα ποτόκια της λαβικής ενέργειας έστρεψα προς το κέντρο τους. Οι Μούργοι εκ στη θλίψη χάθηκαν απελευθερώνοντας τη βία στα λύματα. Υγρό που πότισε πολλούς της πλάνης λίθους, σκεπάζοντας την όποια ιστορία είχε μέχρι τότε ο χρόνος γράψει.

    Αντίδραση να ήταν, οι βώλοι που με επιδέξιες και χειρουργικές κινήσεις καρφωνόντουσαν με πυγμή στο χρώμα ή απλώς μία δράση της Ζωής μου ηε μου;

    Μία ανεξέλεγκτη και ανεξήγητη οργή μεγάλωνε μέσα μου, δίχως κατά στα μάτια να την κοιτώ, η οποία με οδήγησε στα σύνορα του κόσμου που σαν body έβοσκα.

    Μία ανυπέρβλητη μεμβράνη έστεκε και κρατούσε το καλό μακριά από το κακό. Αρία την εφώναζα και με Ράδιο και Κρίνα την έλουσα χωρίς τήψεις. Στρώματα της μεμβράνης βούληση δική τους φάτνηκαν να πω κτουν και ανεξαρτητοποιήθηκαν από την ένωση. Ένα, δύο, τρία, στον χώρο φωνές γίναν του κύκλου ει δικές και στην ύλη έδωσαν νέο προσανατολισμό. Δεν ξέρω αν ήταν ζωντανή γιατί μέχρι τότε δεν γνώριζα ούτε γω ποια νάγκη έσπρωχνε την οριοθέτηση του οικείου προς την αντίληψη μου, που αργότερα θα πω καλούσα ως Ζωή.

    Συνέχισα να παίζω, μέχρι που το κάθε τι γνωστό μου έγινε και Ρου η τίνα. Μέχρι που πάντα ατόνησαν για ‘μένα και έτσι ακίνητη έμεινα στον χώρο και στο χρόνο μέχρι που…

    …πέθανα.

    (Γζααααααααααααααννκκκκκκκκκκκκ. Με θόρυβο η επίθεση αρχίζει και μία μπο ή μπα κατευθύνεται προς τον σταυρό και στόχο.

    -Μπα τη συνέχεια φως μου, η τελευταία μου φορά, θαρρώ πως είναι. Μπο)

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Για τους λάθος λόγους στον αγά να πας (5/29)

    Στο Δεύτερο το χτύπημα η καμπάνα είναι…

    Ο θάνατος είναι μια επιμορφωτική υπόθεση. Για αυτούς που στους αριθμούς ψάχνουν για απαντήσεις.

    Στα σύμβολα με κύμβαλα την αλήθεια να δια χειρός κροτούν.

    Γιατί αυτό; Και με βλάβη Α, τα χρώματα να χωρίζουν από το πετσί σου, το ένα σιμά στο άλλο.

    Γιατί εκείνο; Με κατάνυξη, τύμβους φτιάχνουν προς τιμή σου, το ένα κοντά στο άλλο.

    Σε αγαπάμε κ λεν st άψυχο σου το κουφάρι. Σε θαυμάζουμε, τα βας(κι)κα γράμματα βαστούν και τ αρχικά στοιχεία.

    Εσένα δεν σ’ αλλάζουν, καμιά λλαγή στο θάμα, μόνο τη σού πα που μέσα της θα μπεις.

    Ένα, δύο, τρία την Samp νια σπάνε και ξανά στα ξένα εσύ από την αρχή.

    Μια ρυτίδωση στο σώμα, το πρώτο κύμα και τα χιλιάδες μάτια με θόρυβο τ’ ανοίγεις. Μνήμες μνοιάζει να μην έχεις.

    Άλλα μόνο μοιάζει, γιατί κάθε σου στοιχείο έχει αποθηκεύσει, στην υπερβατική του συχνότητα, ακόμα μια αλληλουχία.

    Κάποιες συνθήκες, στάσεις από του υπέρ έως του κατά οι αποστάσεις, αντικείμενα που συνάντησα, διαφορετικά ήταν από την προηγούμενη φορά.

    Να Ξιολογήσουν τις αντιδράσεις, να συλλέξουν τα στοιχεία, να ταΐσουν την ιερή Γελλάδα και αμέσως στο μετά να την αρμέξουν αφήνοντας τις αυτόνομες μα πάντα λίγες γονατιστές σταγόνες, να ποτίσουν τις εύφορες κοιλάδες στα όρη του Fuck the land.

    Στο Δάσος του Χάους, όσο κι αν ελεγχόμενο το περί κι αν είναι, τα βάλλον μπορεί να επαναληφθούν.

    Δις δε η λειτουργία τότε. Αντιδράσεις αναμένονται από μένα οι ίδιες να είναι. Οπότε χρόνος για ανά και παύλα.

    Βράχος Μολ Λαβώς του Κρανού ο γέρος, στη δίνη του Κα Κου Λου τεμάχισα και τώρα πέτρες για την ακολουθία μαζί μου κουβαλώ.

    Ήταν ζωντανός. Αλλά σήμαντος.

    Τα τείχη ξανά κουτούλησα, που τους Λευκούς από τους οπαδούς του Ιωδίου σε ξεχωριστές πλεκtάνες κρατούσαν, όμως ταύτη τη φορά δε τα πείραξα καθόλου. Κάτι μέσα μου βαθιά, γνώριζε αυτό που φαινόταν σωστό το ’89, το ’31 θα ήταν λάθος και ίσως πιο μετά;

    Φτηνό, νεκρό, και μόνο πάθος; Οπότε καμία μνήμη, παιδί τη ς πείρα ς, στη δεύτερη Ζωή δεν είχε λόγο να με ωθήσει στην πρώην πράξη.

    Τώρα την διαφορά και ποίηση μου πρόσεξαν. Τον Ιππότη έστησαν μπροστά μου, σαν χαμένος στο βυθό των σκέψεων να φυλάει θησαυρούς στα Στενά. Την Κα Billy μου άπλωσα και σε κύβο με κενό έκλεισα κρατών τας τον μακριά από κάθε της σκουριάς φθορά.

    Συμπόνια έγραψε κάποιος με μα στις παρυφές του πλοίου.

    Γιατί; Γιατί ;; Γιατί ;;; Το πλήθος των Παρατηρητών με οργή ανέμισε τα εννιάρια του στου χρόνου τις καμπές. Τον τερματισμό μου ζήτησαν οι της δικαιοσύνης της τυφλής, οι Κάστορες.

    -Μια ευκαιρία ακόμα να του δώσουμε, ικέτεψε της Αρίας η καρδιά.

    Στην μεμβράνη με οδήγησαν όχι από τον δικό μου ενθουσιασμό ή σέρνοντας με, αλλά με ανέντιμες ορμές και του τυχαίου κρούσεις.

    Την κοίταξα, μίχος να την ξέρω χαμογέλασα, του Κρανού το brάχο χαιρέτισα, ενώνοντας τις πέτρες, τον παγίδεψα και το εκ σεφ ρίστικα και δόνησα με κέφι πάνω στην Αρία.

    -Παύση, παύση, πάψε!!! Φώναξε ο πρόεδρος και Parrot. Δίχως άλλη καθυστέρηση με κτέλεσαν. Και την δυσλειτουργία μου την ονόμασαν…

    Συναίσθημα.

    ( Από το μέλλον έρχομαι και στην κορφή κανένας.

    Μια του κέντρου, η ακτή ρηχή και ισοδύναμο το μήκος της ακτίνας για όλους, στην έκφραση μηδέν.

    Στην Νέα την Υόρκη το πρώτο μήκος φτάνει χιλιοστά του δευτέρου πριν την Μεγάλη έκρηξη και το μήνυμα στο Νίκο μεταφέρει.

    Καμία η προσπάθεια του Νίκου τον κόσμο πια να αλλάξει. Μόνο μια σφαίρα που γύρω του απλώνει ώστε τη φωτιά και του πυρήνα τη φθορά, ποτέ να μην αγγίξει. )

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Δεύτε ῥῆμα θητεία

    Για τους λάθος λόγους στον αγά να πας (9/29)

    Συναίσθημα; Kill or Kiss!

    Έξι τώρα τα Η που αψεντικά στοιβάζονται γύρω από τα πέντε ελεύθερα δικά μου. Δύο ακόμα στις πτυχές μου κρύβονται, πιστά και φύλακες μεγάλοι.

    -Και μετά, τι έγινε μετά Ν τορ Jen;

    -Ταμέ με γεύση από Crass y…

    Ταραχές μεγάλες ξέσπασαν στον κόσμο των θεών. Λάθος ή σωστό, το πλούσιο συναίσθημα;

    -Μα στον κόσμο των θεών το συναίσθημα δεν έβοσκε χοντρό, στα ψύχο λίβα δα ποτέ;

    -Μα φυσικά υπήρχε, feet, λιτό και απέρριτοφ, αλλά η τιμωρία για τους βουλιμικούς του συναισθήματος μεγάλη κι αν δεν ερχόταν η μεταστροφή, διόρθωση και η επαναφορά στη λογική, τότε τερματισμός της θεοτικής μονάδας.

    -Πώς ;!; Πεθαίνουν οι θεοί !;! Το Ν γελά και νέφη παγωμένα στην ταραχή ζάχαρη πλάθουν και γλυκά κριβείας.

    -Θεοί για τον κόσμο μας, που ένα σημείο του 0 ήταν, στο κάτι το δικό τους. Και ως γνωστό, το 0 στο κάτι πόσες θάλασσες χωρά;

    Από τις σκιές προβάλει η ομορφιά στις καμπύλες για πάντα σταυρωμένη. Το ένα από τα δύο τα πιστά. Οι κινήσεις του φρεγάτες και τα Η που το τηρούν, βάσανα στα χαμηλά να ρκες να βιώνουν. Τέτοια οπτασία στα υπόγεια για πάντα Nun κρυμμένη.

    -Άπειρες φορές… Δύο λέξεις αφήνει, δεκάδες τα ρσενικά που πεθαίνουν για χάρη της. Το σώμα της γέρνει στα δεξιά και στις πτυχές του αΖώτου χύνεται ξανά.

    -Ακριβώς υγρό μου και μακριά από το φως του στάσου.

    -Στο δικό μου άπειρο, στο δικό τους κάτι. Οι ταραχές σε μφύλιο οδηγούσαν και εκεί θα έφταναν, αν στην Με Γάλλοι τη συνεύρεση απόφαση δεν έπαιρναν, πως θα έπρεπε να εξερευνήσουν το βαθύ συναίσθημα.

    -Το δικό τους;

    -Όχι, θα ήταν μεγάλο ρίσκο. Η μόλυνση, μωρά θεών θα έφερνε από νέο είδος. Το δικό μου κι από αυτό να μάθουν δίχως ζημιά, αν θα έπρεπε ευκαιρία στον κόσμο το δικό τους σ’ αυτό να δώσουν.

    Το έβδομο ηλεκτρόνιο καπνογόνο στα χέρια του βαστά και στη λίμνη πυκνής ενέργειας ήχο δίνει.

    -Όταν σε πάνε φέραν, θυμόσουνα το πριν; Το πέρασμα, τα ντι τιμο; Ορεκτικά για τω Ru n και το γλυκό μελλόν;

    -Στο Α όχι, θολά φυσούσαν και δυσνόητα πουλί. Αλλά στο Β, στο Γ και σε κάθε επανάληψη, το αλόγιστο νόημα διάφανο φορούσε και στον καθρέπτη ει κόνα οσμή.

    Στην έβδομη φορά που επανήρθα το περιβάλλον πτωχό από αντικείμενα, ο χώρος που μέσα του Deep νου σα, τεράς Τυρος. Ένιωθα, μικρή, δέος, υγρή μα βρώμικη. Ελάχιστες οι κούκ λες, λοι και κλάκια που έστεκαν καρφιτσωμένα G ρω μου. Όμως κάτι νέο, χόρευε στης σαγήνης το μεθυστικό αυλό.

    Μήλα έπλεκαν ηλεκτρομαγνητικές τροχιές εκπορνεύοντας την ύλη, την poly κι επίπεδη ένταση της, μουσκεμένα από τα θερμά της ρεύματα.

    -Μήλα; Τι του παρά και ξένη Καύτη η λέξη; Το όγδοο Η στη θέση του θρονιάζεται και τις αγκίδες της ταλάντωσης απλώνει.

    -Κάθε τι που συνηθισμένο Ζέχνει, από τη πέτσα μέχρι και το πυρήνα του, σπαρμένο από ερωτηματικά είναι, που ικετεύουν να καρpώσουν.

    Το Α εγώ το Ζω, τη συγκίνηση του στο Γουστάρω στους 77’22’’ πεφώ και χτίζει. Τα παγωμένα του μπορεί, στον αδάμαντα δωρίζει και στην ιστορία του συνεχίζει.

    -Η νύχτα φωτισμένη από τα αστέρια του Ρανού.

    Μια κλίνη όλη μου η πλάση.

    Στη χρώση του Γάλακτος αξία, το μέγεθος όπως και τα πάντα σχετικά ήταν. Το κορμί μου τεντωμένο, να τρέμει αλλά να μην από την θέση του ξεφεύγει. Να ποθεί, να λιώνει και να υπόηχα ζει τα αααα που μακραίνουν στου χρόνου τον ερεθισμό. Γκούγκολ κατάρ και μύρια τα Μήλα που έπλεαν στην κλίνη δίχως ακόμα την καμπύλη μου να αγγίζουν.

    Ένας άνεμος ιόντων, ορφά νά να ζητούν την θαλπωρή της θέρμης καθώς από τα παγωμένα Ναι fe υγροποιούνται, ρεύματα του Κόλπου φτιάχνουν και μαζί τους τα Μήλα φέρνουν.

    Κόκκινοι καρποί από τους θεούς φτιαγμένοι κάθετα και με τα χύτη τα μικρή να μπαίνουν στα ήλεκτρο μα γνήσια πεδία και με αυτό το τρένο, αβίαστα να δημιουργούνται σημεία συσπείρωσης της ύλης και ενέργειας.

    Μύρια τα Μήλα στην κάθοδο να εισβάλλουν από την αρχή έως το πέρας, στο σώμα μου σε κάθε ανύποπτη στιγμή, κενό ή του πεδίου πύλη ανοιχτή.

    Δεν αντιστάθηκα καθόλου. Η λαχτάρα την, από ύλη οντότητα μου, μια αλυσίδα από α και μέτρη στα φωτόνια που με τα κουμπώματα του χρόνου αμαρτίες κάναν και στιβαρά το ένα με το άλλο έδενε, παρέδιδε τα σκήπτρα της ενιαίας συνείδησης στα χέρια της κοινής επιθυμίας. Ως αποτέλεσμα της κοινής επιθυμίας για σύζευξη, ήταν ο διαμελισμός του ένα σε Πλειάδες κλώνους. Ο ενθουσιασμός, γαμιόταν με έξαψη με το μαρτύριο, τις τύψεις, ενοχές, σοκ και πανικό, για να λυτρωθεί με ανακούφιση, έξαρση, χαρά και όλα μαζί να ενωθούν σε ένα κύμα, ένα πάθος.

    Το πάθος για τη δημιουργία, από το μια πηγή, σε χιλή ά δες.

    Η σύζευξη εύκολη δεν ήταν και τα τμήματα που απέτυχαν πολλά. Σε κάθε εισβολή το τμήμα από το σώμα μου, με φρίκη στην αρχή, με χαρά και αποδοχή στο τέλος, στην περίπτωση της επιτυχίας, τον ιστό της ύπαρξης της ύλης με το χρόνο έδενε, σε σώμα ένα γύρω από το Μήλο.

    -Και αν η σύγκρουση επί τειχία δεν είχε; Το ένατο Η από τους πύργους πέφτει, τον πόνο να αποφύγει και στα πόδια του Ζώ του προσγειώνεται γλυκά. Δάκρυ από το Νεφέλωμα των πλοίων του Αζώτου στη νύχτα δραπετεύει, μα στο δρόμο λουλούδι γίνεται με σώμα το νερό και φό ρεμα τον πάγο.

    -Τότε μόνο μία φορά το Μήλο, το άνθος συναντούσε, το ένα μέσα στο άλλο βυθιζόταν, το πεδίο στο Διά περνούσε και πάντα στο κενό και τα δύο χάνω ταν. Το ένα ριστερά και το άλλο δεξιά, από το αρχικό σημείο.

    -Και οι τύχες οι καλές, πολλές; Το χαμόγελο το Ζω, στο χάραμα σηκώνεται και στα λιβάδια λούζεται από φρέσκο ήλιο.

    -Πολλές. Ακριβώς ένα δεκάκις εκατομμύριο. Αλλά τα mod έλα, που επανάληψη έκαναν στις λίμνες του Αβύσσου με τις χρυσές, γα μα λέρες, μόνο πέντε.

    To pro το Φιλί του που. Χρήσιμα ποιούσε τα θρεπτικά του Μήλου την ημέρα, ώστε βαθιά στο της παύσης τη θέση να σκάψει, για να δέσει με αλυσίδες ισχυρές τα κοντινά κράτη, πόλεις, σημεία και να δώσει χώρο στην ύλη που θα έρθει, με την πυκνή τη πλέξη.

    Μία ενδιαφέρουσα τακτική, που ανάμεσα σε δύο σημεία, τρίτο τοποθετούσες και ανάμεσα σε αυτό και το προηγούμενο άλλο νέο και το κάρβουνο συνέχιζε να πέφτει, βαρύ, παγωμένο και της ξενιτιάς string κλεμμένο. Αυτό συν κι έβαινε με διαδοχικές του τάλας εντός τις ώσεις. Στο μέγιστο της απομάκρυνσης, νεαρά στέρια πω ροφούσε το Μήλο και εν σώ μάτωνε στου Κουκού και τσα του.

    Μα καθώς ο χρόνος κυλούσε, όλο και πιο αργά ηχούσε το ρολόι της φυγής, μέχρι που χτίστηκε μια βάση, πυκνή σαν πλάσμα και πανίσχυρη σαν Πόλη.

    Με Stοργή η Ν troll and Zen, μικρό της πλάνης με τα πεδία της aγκαλιά ζει και στο μητρικό του σπίτι με λατρεία, εκσfeδαιμονίζει. Σκόνη, άχνη, θρύψαλα αυτός. Συμπόνια η Ν, πέντε τα δακτυλίδια από ανεμόπτερα που τον κυκλώνουν ώρα. Ο καημός του, πούδρα στα ηρωμένα πόδια.

    ἀ- ἠλί μα μόνο πόνο έφερνε τούτη η συναρμογή.

    Στο δεξί τον δρόμο το Μέγα Μήλο κατάπινε με μανία, σαν δίχως φρένα καταβόθρα τα πάντα, από αυτό έως την αρχή, δίχως κάτι να παρά Γη.

    Σταρί στεριά μου, οι κλώνοι τα του Ν εγώ μου, έφαγαν μπουκιά μικρή μπουκιά Μεγάλη, ολάκερο το μήλο.

    Σε αδιάφθορα κελιά, τα μήλα σάπια, τα me n μου σκιές εσώρουχα τους και τα δυο μαζί call son σκισμένα.

    Στα περισσότερα, δίχως κολώνες ρεύμα, με ανάσα του κανένα, μαράζωναν μαζί.

    Αποξενωμένα, δυστυχισμένα, άθλια φιλιά στη θλίψη ταπεινωμένα. Δίχως ήχο μουγκρητά αποτρόπαιας λαγνείας.

    -Σε κανένα από αυτά της βίας Ογά μος δεν ευδο κοίμισε ποτέ; Δεν σκότωσε τη Δάφνη, δεν στεφάνωσαν με κότινους τον άγριο ελία; Άκαρπος ο της Μηλιάς καρπός;

    Νοσταλγία χέρ βάζει τρυφερά στη Ν Ζω του και δίνει το χρώμα του σεισμού στη μικρή Ολύμπια. 1896 οι Ζύθοι οι νεκροί.

    -Πως, πο, ποφ, υπήρχαν και κείνες οι χρυσές, της Έλα Δράξας, οι νυχτιές που καρποί μεγάλοι βγήκαν από αυτό. Του Χουνιπέρο οι Άγγελοι.

    ( -Give me the conti nue και από ‘μένα ότι θες…

    - Εκεί που κάθεσαι στεγάζεται ο μεγαλύτερος στόλος του κόσμου όλου. Α

    -Και τι θες για αυτό;

    -Τα στε να ανοίξεις ώστε να περάσει και τη συνέχεια σου θα έχεις. Α )