Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Είναι να μη βραχείς

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 9 Μαρτίου 2018.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Ένα ρεμάλι ήμουν, ένας ρεμπεσκές.

    Πουλούσα το σώμα μου και την ψυχή μου σε όποιον αγόραζε για να τα φάω από και από κει εδώ και με όσα μου μένουν να συντηρώ και να περιφέρω χωρίς σκοπό το σαρκίο μου.

    Εύκολα λεφτά.

    Το είχα ανακαλύψει στα 18 μου με ένα γείτονα, απόστρατο συνταγματάρχη που του άρεσαν τα αγοράκια. Όπως και τώρα έτσι και τότε έδειχνα μικρότερος από την ηλικία μου. Φυσικά και ήξερα τι έλεγαν για λόγου του και φυσικά και ήξερα τι με περίμενε όταν επιτέλους με ξεμονάχιασε. Δε γαμιέται είχα πει, θα του ρίχνω εγώ τους πούτσους μου και αυτός θα ρίχνει τα γκαφρά.

    -"Αν είσαι καλός μαζί μου, ό,τι θες θα το έχεις".

    Ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε και άρχισε να με χαϊδεύει. Με φίλησε και το ανταπέδωσα καταφέρνοντας να μην ξεράσω. Μου χάιδεψε τον πούτσο αλλά αυτός δεν έλεγε να σηκωθεί.

    Δεν χρειάστηκε. Ο μπάρμπας δεν γούσταρε να τον πηδάνε αγοράκια, γούσταρε να τα πηδάει αυτός.

    -"Χάιδεψέ με κι εσύ".

    Άρχισα να τον χαϊδεύω χωρίς όρεξη και τον ένιωσα να καυλώνει. Έκανε μια κίνηση και τον έβγαλε έξω.

    -"Ρούφα τον".

    Τον κοίταξα παγωμένος.

    -"Ρούφα τον, τι τον κοιτάς; Τι περίμενες αγοράκι, πως θα με γαμήσεις; Ρούφα τον".

    Μου έριξε μια σφαλιάρα τόσο δυνατή που γύρισε το κεφάλι μου. Μου έριξε και δεύτερη.

    -"Ρούφα τον ρε μαλακισμένο, ρούφα τον".

    Είχα χεστεί πάνω μου, πραγματικά. Και τότε το μυαλό μου πήρε στροφές.

    Άρχισα να του τον χαϊδεύω.

    -"Θα είμαι καλός μαζί σου" του είπα.

    -"Κι εγώ θα στο ανταποδώσω" μου υποσχέθηκε.

    Τον πήρα στο στόμα μου και δεν ήξερα τι να τον κάνω. Με καθοδήγησε εκείνος. Καθώς τον τσιμπούκωνα ευχόμενος να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα τον άκουσα να μου λέει σχεδόν βογγώντας.

    -"Τα καλά αγοράκια καταπίνουν".

    Αυτό έκανα. Και αφού έγινε η αρχή ήρθε και η συνέχεια.

    Την υπόσχεσή του όμως την κράτησε. Ήταν γενναιόδωρος, όπως το είχε υποσχεθεί, και σχεδόν πάντα η τσέπη μου ήταν γεμάτη από λεφτά. Τα έτρωγα χωρίς να καταλαβαίνω και γύρναγα ξανά σε αυτόν για να τον τσιμπουκώνω και να με γαμάει και ο κύκλος επαναλαμβανόταν.

    Έγινα κανονικά η πουτάνα του, είναι να μη βραχείς. Με τα κονέ του πέρασα ζάχαρη στο στρατό, στο σπίτι μου -ο θεός να το κάνει- που λέει ο λόγος.

    Ένα βράδυ άφραγκος πήγα στο σπίτι του αλλά ήταν κι άλλος εκεί. Μου άνοιξε σα να μη συνέβαινε τίποτα. Μπήκα μέσα και όταν έφτασα στο σαλόνι που κάθονταν, γύρισε και μου είπε "καλώς το πουτανάκι μου" και δείχνοντάς με είπε στον άλλο μπάρμπα "αυτός είναι που σου έλεγα"

    -"Ρε άντε και γαμήσου, σκατόγερε" του είπα.

    Ο άλλος ο μπάρμπας γέλασε.

    -"Τι γελάς εσύ ρε ψοφίμι;" του είπα. "Καλύτερος περνιέσαι;"

    -"Ζόρικο το πουτανάκι".

    -"Μα την πίστη μου, πέσε γονατιστός ζήτα μου συγχώρεση γιατί σε βλέπω στον Έβρο να κάνεις το γιουσουφάκι στους Τουρκαλάδες μπας και βγάλεις κανένα φράγκο."

    -"Ρε σάλτα και γαμήσου" του είπα. "Σάλτα και γαμήσου κι εσύ και ο φιλαράκος σου. Γαμηθείτε μεταξύ σας" είπα και έφυγα διαολισμένος.

    Μεγάλα λόγια.

    Τρεις μέρες αργότερα ήμουν στα τέσσερα και τσιμπούκωνα τον έναν και με γαμούσε ο άλλος. Και μετά άλλαζαν.

    Ο άλλος ήταν πιο ζόρικος. Και τα πόδια του είχα γλείψει και τον κώλο του είχα γλείψει και τον καλύτερο εαυτό μου είχα δώσει στο πρώτο τσιμπούκι που του πήρα αλλά δεν έφτανε.

    Γνώρισα τη ζώνη του στα κωλομέρια μου. Κι εγώ κάθισα και τον άφησα να με χτυπάει ξανά και ξανά και ξανά. Με γάμησε έτσι όπως ήταν χωρίς καλά καλά να με σαλιώσει.

    Πουτανάκι...

    Σάματις εγώ ήμουν καλύτερος από τους κωλόγερους;

    Από τη μια έκανα -όχι, δεν έκανα, ήμουν η πουτάνα στα δυο ραμολιμέντα και από την άλλη ξέσπασα στην Έφη, μια συνομήλικη μου αρραβωνιασμένη με ένα παπάρα η οποία είχε την ατυχία ένα βράδυ μεθυσμένη μετά από ένα πάρτι να μου ζητήσει να τη συνοδέψω σπίτι της.

    Ωραίο κομμάτι το Εφάκι. Μέτρια στο πρόσωπο αλλά με τσιμπουκόχειλα, ελαφρά γεματούλα με τουρλωτό κωλαράκι και βυζί μιάμιση χούφτα, όπως διαπίστωσα εκείνο το βράδυ χαμουρεύοντάς την.

    Την άλλη μέρα στο δρόμο έκανε ότι δε μ' ήξερε αλλά εγώ είχα ανάγκη να ξεσπάσω.

    -"Το απόγευμα σπίτι μου αλλιώς θα κελαηδήσω στο δικό σου και καλά ξεμπερδέματα."

    Σπίτι μου...

    Ένα στενάχωρο δυάρι κληρονομιά από τους γέρους μου που με είχαν αφήσει χρόνους. Το συντηρούσε το στόμα μου και ο κώλος μου.

    Το μεσημέρι ο γέρος με είχε πηδήξει πολύ άγρια και είχα τα νεύρα μου. Την είχα ξεχάσει την Έφη μέχρι που μου χτύπησε την πόρτα υπακούοντας στον εκβιασμό μου.

    Της άνοιξα και μπήκε μέσα διστακτικά. Τη χούφτωσα στον κώλο και της είπα να προχωρήσει μέσα.

    Κάθισα εγώ στο καναπεδάκι και αυτή όρθια.

    -"Τράβα φτιάξε μου ένα καφέ" τη διέταξα. "Μέτριο, χωρίς γάλα"

    Η Έφη πήγε αμίλητη, βρήκε τον καφέ και τα ποτήρια, τον χτύπησε, έβαλε κρύο νερό και μου τον έφερε.

    -"Παγάκια" της είπα

    Η εξουσία που ασκούσα πάνω της με είχε καυλώσει απίστευτα.

    Όταν επέστρεψε είχε τα παγάκια.

    -"Γδύσου" τη διέταξα και αυτή με κοίταξε. "Μη μου κάνεις τη ζόρικη, αν δε θες εκεί είναι η πόρτα και χαιρετισμούς στον αρραβωνιαστικό" την απείλησα.

    Υπάκουσε.

    Κατέβασα το παντελόνι μου και την έβαλα να με τσιμπουκώσει.

    Οι δικοί της, φτωχομπάσταρδοι με τρία κορίτσια, δεν έχασαν την ευκαιρία να την ξεφορτωθούν στα 16 της όταν γιάλυσε σε ένα γουρούνι που είχε μάντρα με οικοδομικά υλικά. Δύο χρόνια μαζί του, ένα αρραβωνιασμένη, νόμιμη και προορισμένη για κρεμάλα δόξη και τιμή, την είχαν κάνει εξπέρ.

    Τσιμπούκωνε καλύτερα από εμένα, εγώ δεν μπορούσα να τον πάρω όλο. Η Έφη μπορούσε.

    Τελείωσα στο στόμα της αλλά δεν τον έβγαλα έξω, την έβαλα να συνεχίσει μέχρι που μου έγινε κάγκελο και πάλι. Την έβαλα να κάτσει στα τέσσερα, δεν ήθελα μουνί, ήθελα να γαμήσω αυτό που έδινα κι εγώ.

    Τον σάλιωσα και τον κάρφωσα μέσα της αλλά εκείνη δεν έβγαλε μιλιά. Της έριξα χαστούκι στον κώλο, τα ίδια.

    Τραβήχτηκα.

    "Χτύπα ρε" μου είπε. "Με λυπάσαι; Μη με λυπάσαι ρε, δε θέλω να με λυπούνται. Νομίζεις ότι αλλάζει κάτι από το ένα γουρούνι στο άλλο;"

    Μαλάκα μου θόλωσα. Έβγαλα τη ζώνη και την έκανα μωβ, βαρούσα χωρίς να βλέπω, όπου να 'ναι...στον κώλο, στην πλάτη, στα πόδια. Είχα αφρίσει, τη χτύπησα μέχρι που πιάστηκε το χέρι μου.

    Και όμως η ρουφιάνα δεν είχε κουνηθεί ρούπι.

    Της τον ξανάβαλα και την γάμησα άγρια.

    Μα όταν έχυσα μέσα της τότε... τότε έγινε το πιο περιέργο πράγμα. Έβαλε τα κλάματα.

    Ταράχτηκα. Την είχα κάνει άλογο με τη ζώνη και δεν είχε βγάλει άχνα. Της είχα ξεσκίσει τον κώλο και δεν είχε βγάλει τσιμουδιά.

    Εκείνο το απόγευμα εγώ ήμουν που είχα ρίξει το ξύλο, εγώ ήμουν είχα ρίξει τον πούτσο αλλά στο τέλος του εγώ ήμουν που είχα γίνει περισσότερο κουρέλι.

    Ένα ρεμάλι ήμουν, ένας ρεμπεσκές. Η Έφη ήταν ένα κοριτσάκι που οι γέροι της αποφάσισαν να την πουλήσουν στον πρώτο που άνοιξε και τους έδειξε το πορτοφόλι του.

    Μου είπε για το κτήνος με το οποίο ήταν αρραβωνιασμένη, που την βίαζε και την κακοποιούσε, για τους γέρους της που δεν νοιάζονταν που ο κόρη τους ήταν σκλάβα -με την ευχή τους!!!!- ενός καθικιού που γούσταρε να βγάζει τα κόμπλεξ του στους αδύναμους.

    ...ακριβώς όπως είχα κάνει κι εγώ εκείνο το απόγευμα.

    Την πήρα αγκαλιά μου και την κράτησα και την κανάκεψα και τη χάιδεψα και αυτή έκλαιγε με λυγμούς που μαχαίρωναν τη λερωμένη μου ψυχή.

    Το ίδιο βράδυ, πριν κλείσει η μάντρα, πήγα εκεί χωρίς να με δει κανείς και έστησα καραούλι. Τον τσάκισα στο ξύλο μέχρι που έμεινε σέκος και μετά τον έσουρα και τον πέταξα στο λάκκο με τον ασβέστη.

    Μετά σα να μην τρέχει τίποτα πήγα σπίτι της και αν οι γέροι της ζουν ακόμα το οφείλουν στη μικρότερη αδερφή της που ήταν εκεί.

    "Αν ξανακάνετε τέτοιο πράγμα στην Έφη ή στις άλλες δυο σας κόρες, θα σας κόψω κομματάκια και θα σας πετάξω στα σκυλιά."

    Χάραξα και τους δύο με το μαχαίρι. Αυτή ήταν η υπόσχεσή μου.

    15 χρόνια είπε ο δικαστής.

    15 χρόνια. Μπορεί να τη λύτρωσα εκείνο το βράδυ αλλά για όσα της έκανα πριν, εκείνο το απόγευμα, τα 15 και λίγα ήταν.

    Αλλά είπαμε, είναι να μη βραχείς...

    (συνεχίζεται)
     
  2. no_Taboo

    no_Taboo Αείκαυλος

  3. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Δεν έχω λόγια…
     
  4. red&black

    red&black Ότι δεν είναι "ξεκάθαρο" μας γίνεται "εμμονή"...

  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    έτσι δεν την πατάμε πάντα φιλαράκο; όλοι μπορούν να γαμήσουν αλλά μόνο οι πραγματικά απάνθρωποι δεν έχουν σταματημό
     
  6. brenda

    brenda FU very much

    Έχεις μία διάφανη ψυχή... 
     
  7. Ξανά και ξανά.
     
  8. . . . Ουφ . .
     
  9. cadpmpc

    cadpmpc Contributor

    Judge Dread mutant...
     
  10. yannouli

    yannouli busy mind

    απο που να πιαστεις..... 
     
  11. Yianni

    Yianni Master Y

    Πολύ πολύ καλό, συγχαρητήρια 
     
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Of Mans First Disobedience, and the Fruit
    Of that Forbidden Tree, whose mortal tast
    Brought Death into the World, and all our woe,
    With loss of Eden, till one greater Man
    Restore us, and regain the blissful Seat,
    Sing Heav'nly Muse

    John Milton, Paradise Lost

    Με λένε Άγγελο. Με λένε Άγγελο αλλά είμαι οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Ήμουν ένα ρεμάλι, ένας ρεμπεσκές. Έγινα και φονιάς.

    Μία και μοναδική καλή πράξη έκανα στη ζωή μου και ακόμα και αυτή ήταν έγκλημα. Όχι, δε το μετάνιωσα για το φόνο του γουρουνιού που κακοποιούσε την Έφη. Όπως δε μετάνιωσα το φόνο που έκανα στη φυλακή και έφαγα άλλα δέκα χρόνια στην πλάτη μου.

    Η φυλακή είναι περίεργο μέρος και όμως τόσο οικείο. Πάτα για να μη σε πατήσουν, σφάξε να μη σε σφάξουν, γάμα μη σε γαμήσουν.

    Το τελευταίο δεν ήταν πρόβλημα για μένα. Όπως έδινα τον κώλο μου και το στόμα μου κάνοντας το πουτανάκι στο συνταγματάρχη και το φίλο του, το έκανα και μέσα. Γιουσουφάκι, πουτανίτσα, ψωλαρπάχτρα, πάτος... όλα μειωτικά και όλα χωρίς νόημα για έναν σαν εμένα που έβγαζε το παντεσπάνι του πουλώντας ψυχή, σώμα και περηφάνια.

    Στη φυλακή δε βιάζουν για το σεξ, βιάζουν για τη δύναμη. Εγώ είμαι ο πιο δυνατός. Εγώ είμαι ο πιο γαμήκουλας. Εντάξει, είσαι. Γονάτιζα υπάκουα, έστηνα τον κώλο μου υπάκουα και σταματούσα να είμαι ο στόχος.

    Όταν ο Ζήσιμος ήρθε να μου επιβάλει τη δύναμη του εγώ έκανα όπως είχα μάθει. Του το είπα ξερά, δε χρειάζεται να με χτυπήσεις. Θες να με γαμήσεις; Γάμα με. Θες να στον ρουφήξω; Φέρτον μου να τον πάρω στο στόμα μου. Γάμα με αλλά άσε με στην ησυχία μου.

    Το έκανε. Και έγινε μόνιμος. Έγινα το πουτανάκι του και αυτόματα σταμάτησε να μου κολλάει ο οποιοσδήποτε. Παράξενο πράγμα. Μπορεί να έγινα η δούλα του αλλά γνώρισα έναν άλλο Ζήσιμο, που ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχε. Παρά το γεγονός ότι έδινα κώλο για την προστασία ο Ζήσιμος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με έκανε να νιώσω συναισθηματικό ενδιαφέρον γι αυτόν. Και αυτός μου το ανταπέδωσε στο βαθμό που μπορούσε.

    Μόνο η Έφη ερχόταν που και που να με δει. Βρήκε ένα καλό παιδί που την αγαπούσε και τον παντρεύτηκε και έκανε μαζί του και δυο κόρες. Μπορεί η μία και μοναδική καλή πράξη της ζωής μου να ήταν έγκλημα αλλά η λύτρωση της Έφης ήταν η ανταμοιβή μου.

    Δεν την χάρηκα πολύ. Ένα χρόνο μετά τη γέννηση της δεύτερης κόρης της, στο πέμπτο χρόνο που ήμουν μέσα έφυγε από καρκίνο στη μήτρα. Ήρθε ο ίδιος της ο άντρας να μου το πει, δεν τον είχα δει ξανά. Και είχαμε κάτσει δυο μαντραχαλάδες ο καθένας μόνος του από τη δική του πλευρά να κλαίμε σαν κοριτσάκια.

    Και τότε ο Λουκάς από τα μανιάτικα έσφαξε το Ζήσιμο.

    Αυτό σε συνδυασμό με το χαμό της Έφης μου γύρισε τα μυαλά.

    Ο Λουκάς είχε πολύ άσχημο τέλος. Του τον έκοψα, τον ξεκοίλιασα και τον στραγγάλισα με τα ίδια του τα άντερα. Ζούσε ακόμα, ο σκύλος ζούσε ακόμα, με κομμένο πούτσο και ανοιχτή κοιλιά και κομμένα άντερα. Ζούσε ακόμα όταν του τα τύλιξα γύρω από το λαιμό.

    Ο θάνατος ήταν από στραγγαλισμό, αυτό έγραψε το κατηγορητήριο. Όχι ότι θα τη γλίτωνε δηλαδή ακόμα και αν δεν είχα κάνει αυτό που έκανα. Πέντε χρόνια μέσα στη φυλακή ήμουν υπόδειγμα και μου αναγνωρίστηκαν και κάποια ελαφρυντικά. Ωστόσο έφαγα άλλα δέκα χρόνια στην καμπούρα μου.

    Δε βαριέσαι. Είναι να μη βραχείς, μετά δε σε νοιάζει και μούσκεμα να γίνεις.

    Όλα τα υπόλοιπα χρόνια, βγήκα τελικά στα 22, τα πέρασα μονάχος. Δεν μου ξανακόλλησε κανείς, δεν κόλλησα εγώ σε κανέναν και έτσι απόμεινα πάλι μόνος, λες και ξαναζούσα τα παιδικάτα μου. Για να σκοτώσω το χρόνο το έριξα κι εγώ στο διάβασμα. Όχι, δεν έγινα καλύτερος άνθρωπος, δεν άνοιξαν οι ορίζοντές μου. Αυτό το τραίνο είχε χαθεί εδώ και πολλά χρόνια. Μια παρηγοριά ήταν, μια παρέα τις ατελείωτες ώρες της βαρεμάρας κλεισμένος μέσα στην φυλακή και μέσα στον εαυτό μου.

    Όταν βγήκα δεν είχα κανένα να με περιμένει. Το μόνο που είχα ήταν το δυαράκι μου, δηλαδή ήλπιζα να υπάρχει ακόμα και να είναι στη θέση του. Η παλιά γειτονιά είχε αλλάξει. Δύο νέες μοντέρνες πολυκατοικίες είχαν υψωθεί εκεί που ήταν δύο σπίτια με μεγάλες αυλές.

    Όταν πήγα στην πολυκατοικία που έμενα διαπίστωσα ότι το εξωτερικό κλειδί είχε αλλάξει. Χτύπησα όλα τα κουδούνια μέχρι που κάποιο μου άνοιξε. Μπήκα μέσα και ανέβηκα τη σκάλα. Αριστερά το διαμέρισμά μου, στη μέση το ανανσέρ, δεξιά η σκάλα και ακόμα πιο δεξιά ένα άλλο διαμέρισμα.

    Δεν ήξερα τι θα έκανα αν το κλειδί μου δεν ταίριαζε παρόλα αυτά ένιωσα τεράστια έκπληξη όταν μπήκε μέσα και άνοιξε λες και σαν να ήταν μόλις εχθές που είχα βγει για τελευταία φορά.

    Άνοιξα την πόρτα. Μηχανικά γύρισα το διακόπτη. Φυσικά δεν είχε φως.

    Και όμως το σπίτι ήταν καθαρό. Δε μύριζε μούχλα. Δεν είχε νερό, δεν είχε φως αλλά ήταν λες και αυτά είχαν κοπεί μόλις χθες. Δεν είχα το κουράγιο και την όρεξη να το ψάξω, η ελευθερία μου μετά από είκοσι χρόνια φυλακής με τρόμαζε και με εξουθένωνε.

    Στην αρχή είχα δοκιμάσει να κάνω τα ίδια αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει και εγώ είχα μεγαλώσει. Ποιος θα πάει να πληρώσει ένα σαραντάρη για σεξ όταν μπορεί να βρει πρόθυμους εικοσάριδες να κάνουν το ίδιο και τσάμπα; Ήμουν ακόμα ωραίος άντρας αλλά πλέον δεν μπορούσα να με πουλήσω.

    Αναγκάστηκα να κάνω διάφορες δουλειές του ποδαριού μέχρι που με λυπήθηκε ένας γείτονας που είχε σουβλατζίδικο και που είχε και αυτός την ατυχία νέος να έχει κάνει φυλακή και ήξερε τι σημαίνει να χτυπάς πόρτες και να μη σου ανοίγει καμία.

    Είχα ρωτήσει τους γείτονες για την κατάσταση που είχα βρει το σπίτι, καθαρό, αερισμένο και περιποιημένο. Μου είχαν πει ότι μια φορά το μήνα ερχόταν μια μεσήλικη γυναίκα και το αέριζε και το καθάριζε και πως αυτό γινόταν τον τελευταίο χρόνο. Που και που τη συνόδευε μια νεαρή κοκκινομάλλα αλλά δεν ήξεραν παραπάνω.

    Πέρασαν έτσι πέντε χρόνια. Είχα κάνει κάποιες περιστασιακές σχέσεις αλλά μετά τα πρώτα ενθουσιώδη γαμήσια ξέφτιζαν. Ήμουν ανίκανος να νιώσω αίσθημα είτε με γυναίκα είτε με άντρα και κανείς δεν άντεχε για πολύ εμένα και το παρελθόν που με βάραινε.

    Είχαν περάσει ακριβώς 27 χρόνια από τη βραδιά που μου άλλαξε τη ζωή. Τα νέα μου γενέθλια, τα παλιά μου είχαν σβήσει και είχαν χαθεί, πεταμένα στα σκουπίδια του χρόνου. Κάθε χρόνο τα τελευταία χρόνια τα γιόρταζα γινόμενος στουπί στο μεθύσι.

    Τα θυμάμαι όλα σα να είχαν συμβεί μόλις χθες.

    Η Έφη να κλαίει με λυγμούς που με μαχαίρωναν. Να τη χαϊδεύω και να προσπαθώ μάταια να την ηρεμήσω. Ήμουν το ίδιο γουρούνι με τον αρραβωνιαστικό της, είχα κακοποιήσει και βιάσει ένα κορίτσι που δε μου είχε φταίξει σε τίποτα μόνο και μόνο για να βγάλω τα δικά μου σπασμένα. Μόνο και μόνο γιατί μπορούσα να το κάνω επειδή η ίδια δεν μπορούσε να αντισταθεί.

    Δεν είχα τίποτα ιερό να της ορκιστώ, τίποτα αντρίκιο πάνω μου για να της δώσω το λόγο μου.

    Της ζήτησα συγνώμη και απλά της δήλωσα τι επρόκειτο να κάνω.

    Οι γέροι της χέστηκαν πάνω τους όταν τους χάραξα και στην αστυνομία το πήρα πάνω μου. Είπα ότι ήμουν ο κρυφός δεσμός του μαντρά και ότι ζήτησε να χωρίσουμε και θόλωσα και έγινε ό,τι έγινε. Κανείς στη γειτονιά που ήξερε τι πάρε-δώσε είχα με το στρατιωτικό δεν είχε να πει κάτι άλλο, το μόνο που αναρωτιόνταν ήταν πως η λούγκρα ο μαντράς είχε καταφέρει να κρατήσει κρυφή τη διπλή ζωή του.

    Σήμερα ήταν η επέτειος. Σήμερα είχα τα δεύτερα γενέθλιά μου. Σκούπισα και σφουγγάρισα και κλείδωσα το μαγαζί. Γύρισα να φύγω και εκεί με περίμενε μια όμορφη, μινιόν Βαλκυρία.

    -"Γεια σου Άγγελε" μου είπε.

    Εκείνη την ώρα ήμουν πολύ κουρασμένος για να θυμηθώ την αναφορά των γειτόνων μου για την κοκκινομάλλα.

    -"Γνωριζόμαστε;"

    -"Κατά κάποιο τρόπο ναι."

    Δεν είχα όρεξη.

    -"Άκου κοριτσάκι μου, δεν ξέρω τι είσαι και τη ζητάς αλλά άσε με στην ησυχία μου."

    -"Κι όμως... σου οφείλω την ύπαρξή μου. Με λένε Αγγελική. Είμαι η μεγάλη κόρη της μακαρίτισσας της μάνας μου, της Έφης"

    -"Κοριτσάκι, δεν αφήνεις το δούλεμα; Την πρώτη κόρη της Έφης την ονόμασαν Μαργαρίτα, από τη μάνα του άντρα της. Δεν ξέρω τι έχεις στο μυαλουδάκι σου και τι σκατά ζητάς από εμένα αλλά άσε με στην ησυχία μου, εντάξει;"

    -"Μαργαρίτα-Αγγελική. Δύο ονόματα. Η μητέρα μου σου είπε το πρώτο, το δεύτερο το ξέρουν μόνο όσοι ήσαν παρόντες στη βάφτιση. Μου έδωσαν το όνομά σου."

    Πάγωσα

    -"Εγώ ήμουν που φρόντισα το σπίτι σου να είναι καθαρό και να σε περιμένει. Πρώτα ο πατέρας μου και μετά εγώ σου πλήρωνα τα κοινόχρηστα όλα αυτά τα χρόνια."

    -"Και τι θέλεις τώρα, απόδειξη; Ξέρεις ποιος είμαι και τι είμαι, τι σκατά παρτίδες θέλεις να ανοίξεις μαζί μου;"

    -"Θέλω να σου ανταποδώσω αυτό που έκανες για τη μητέρα μου" μου είπε ατάραχη και συνέχισε, "Θέλω να σε κάνω άνθρωπο."

    Έμεινα να την κοιτάω αποσβολωμένος. Εκείνη απλά μου έδειξε ένα αυτοκίνητο και μου είπε να μπω μέσα. Έκανε μεταβολή και μπήκε στο αυτοκίνητο χωρίς να περιμένει απάντηση. Μουδιασμένος από το σοκ της αποκάλυψης και χωρίς να ξέρω καλά καλά το γιατί την ακολούθησα.

    (συνεχίζεται)
     
    Last edited: 13 Μαρτίου 2018