Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ελίνα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος prodigal sub, στις 28 Αυγούστου 2016.

  1. prodigal sub

    prodigal sub ΠαΝούργα Premium Member

    Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν έφτασαν. Το σπίτι ήταν αρκετά χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Η Ελίνα κρύωνε από ώρα, ζούσε χρόνια στο νότο και είχε ξεσυνηθίσει την δροσιά του βορρά.
    Περπάτησαν στον χωματόδρομο, ο Αφέντης μπροστά κι εκείνη τον ακολουθούσε, φορούσε το κολάρο της και περπατούσε ξυπόλυτη. Ο Αφέντης άφησε τα λιγοστά πράγματα που κρατούσε και πήγε κοντά της, κράτησε στα χέρια του το όμορφο πρόσωπό της και της χαμογέλασε
    - Επιτέλους οι δυο μας...
    Ήταν η πρώτη φορά που θα περνούσαν ολόκληρο βράδυ μαζί και ήταν ενθουσιασμένη. Ένιωσε το χέρι του να γλιστράει ανάμεσα στα πόδια της καθώς την είχε αρπάξει από τα μαλλιά και και έχωνε την γλώσσα του μέσα στο στόμα της.
    - Θα είναι όμορφα απόψε, ζώο μου...
    - Είμαι σίγουρη, Αφέντη μου
    Τη χαστούκισε πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά, σχεδόν δάκρυσε και η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά μόλις αντίκρισε το σκληρό του βλέμμα
    - Κομμένα τα "μου", δεν είμαι ιδιοκτησία σου, ζώο. Πάρε τα πράγματα από το τραπέζι και πάμε
    - Που θα πάμε;
    - Δε ρωτάς, ακολουθείς
    Έφτασαν μπροστά σε μία πόρτα, ήταν σκοτεινά και δεν έβλεπε τίποτα, μόλις άναψε το φως, είδε τα σκαλιά κι εκείνος κατέβηκε πρώτος, η Ελίνα κοντοστάθηκε λίγο, φόβος είχε αρχίσει να την επισκέπτεται, ήταν μόνοι, τον ήξερε μόνο λίγους μήνες και βρισκόταν μαζί του σε ένα σπίτι στο βουνό και έπρεπε την κατέβαζε στο υπόγειο, ποιος θα την άκουγε; Ποιος θα την έβρισκε εκεί πάνω; Ο φόβος της προκαλούσε μεγαλύτερη υγρασία στο μουνί και αυτό την τρόμαζε ακόμα περισσότερο. Κατέβηκε τις σκάλες και περίμενε την εντολή του κοιτάζοντας γύρω γύρω.
    Το πάτωμα ήταν σκέτο χώμα, η ατμόσφαιρα υγρή, ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, μία ντουλάπα, ένα ψυγείο και στο κέντρο ένας χοντρός πάσσαλος με χοντρές αλυσίδες και χοντρές σιδερένιες δέστρες για τα χέρια και τα πόδια. Αυτό ήταν όλο.
    Ο χώρος της έφερνε οργασμό, αν δεν ήξερε πόσο θα τον θύμωνε, θα ήταν ικανή να χύσει επιτόπου.
    - Σαν καυλωμένη σκύλα κοιτάζεις
    Η Ελίνα τον κοίταξε και χαμογέλασε
    - Μου αρέσει πολύ, Αφέντη!
    - Ελπίζω να φύγεις από δω με ευχάριστες αναμνήσεις
    Έβαλε το χέρι του στο μουνί της και άρχισε να το γαμάει με τα δάχτυλα
    - Χύσε
    Η Ελίνα κρατούσε την ανάσα της, ξαφνικά της έκλεισε το στόμα με το άλλο του χέρι και επανέλαβε την εντολή
    - Χύσε, τώρα!
    Ένιωσε στο χέρι του τους σπασμού της, σπαρταρούσε στα χέρια του και δεν έβγαζε άχνα, η καρδιά της κόντευε να βγει από το στήθος. Άφησε το στόμα της και την έπιασε από τον λαιμό, την κρατούσε μέχρι να πέσουν οι σφυγμοί της και μόλις συνήλθε τις έδωσε στο στόμα τα δάχτυλά του για να τα καθαρίσει.
    - Γδύσου και κάτσε στην καρέκλα
    Η Ελίνα έβγαλε αμέσως το μικροσκοπικό φόρεμα που φορούσε και κάθισε στην καρέκλα. Τα πόδια της γυάλιζαν από τον ιδρώτα και τα υγρά της, δεν ένιωθε πια τη δροσιά.
    Ο Αφέντης πήγε κοντά της και άρχισε να τη δένει με σχοινιά, τα χέρια πίσω από την πλάτη της καρέκλας και τα πόδια σταθερά το καθένα σε ένα πόδι της καρέκλας, της έβγαλε το κολάρο και πέρασε από το λαιμό της μία λεπτή μεταλλική κλωστή που ήταν περασμένη στην καρέκλα και κρατούσε το κεφάλι της σταθερά πίσω, η παραμικρή προσπάθεια να κοιτάξει μπροστά θα έκανε σημάδι στο λευκό της λαιμό.
    Την είχε ακινητοποιήσει εντελώς, μόνο τα μάτια της μπορούσε να κουνήσει και ο Αφέντης αυτό το ήθελε για να την κάνει να φοβάται περισσότερο. Έφερε ένα κουτί από το ψυγείο και κάθισε στη καρέκλα ακριβώς μπροστά της.
    ο Αφέντης άρχισε να χαστουκίζει και να τσιμπάει τις ρώγες της, τις τραβούσε και τις έστριβε με τα δάχτυλα
    - Μου αρέσουν οι μεγάλες σου ρώγες, αλλά θέλω να τις κάνω πιο όμορφες, λέω, πως λείπουν λίγα στολίδια από πάνω τους
    Πήγε ένα παγάκι χάιδεψε την ερεθισμένη της ρώγα, ύστερα ένα δεύτερο, η ρώγα είχε μουδιάσει, η Ελίνα δεν μπορούσε να δει, το βλέμμα της έφτανε μόνο μέχρι τα γκρίζα του μαλλιά και τα μάτια του, όταν εκείνος τα σήκωνε για να ανιχνεύσει την καύλα στο πρόσωπό της. Ο πόνος διαπέρασε όλα της τα κύτταρα, ήταν στιγμιαία οξύς και καθώς υποχωρούσε έμενε τσούξιμο, είχε περάσει την πρώτη βελόνα στη ρώγα της, έπρεπε να υπομένει κι άλλες, ήθελε να κάνει τις ρώγες της να μοιάζουν με μαργαρίτες, τις στόλισε με έξι βελόνες την κάθε μία, τα δάκρυα έτρεχαν βουβά από τα μάτια της και κατέληγαν στο στεγνό χώμα του υπογείου. Μετά από κάθε βελόνα που περνούσε, χάιδευε απαλά το μουνί της και της έλεγε πόσο τον κάνει περήφανο που δεν κουνιέται καθόλου, χαμογελώντας σαρκαστικά...
    - Είσαι τόσο όμορφη στολισμένη! Έτσι το θέλω το ζώο μου!
    Την έλυσε και την σήκωσε, άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας και την έβαλε να σταθεί μπροστά στον
    καθρέφτη που ήταν κρεμασμένος στην μέσα πλευρά της πόρτας. Την κρατούσε από τα μαλλιά και χάζευε το είδωλό της
    - Δεν είναι όμορφα; σου πηγαίνουν τόσο πολύ!
    Η Ελίνα κοίταξε τον εαυτό της, τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και πρησμένα από το κλάμα, η μεταλλική κλωστή είχε αφήσει μία λεπτή, κόκκινη γραμμή στον λαιμό της, οι ρώγες της ήταν γεμάτες βελόνες και μικρές κηλίδες αίματος, ήταν πραγματικά όμορφες. Κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη τα μάτια του, την κοιτούσαν αχόρταγα, γεμάτα ικανοποίηση και ένα παράξενο σκοτεινό φως...
    Ο πόνος στις ρώγες είχε δώσει τη θέση του σε ένα μόνιμο τσούξιμο.
    Την τράβηξε από το μπράτσο απότομα
    - Δεν πρέπει να τα αφήσουμε έτσι, χρειάζονται απολύμανση
    Τη γονάτισε κάτω μπροστά στον πάσσαλο, η Ελίνα έμεινε με τον κορμό όρθιο και τα χέρια πίσω από την πλάτη, Ο Αφέντης την κατούρησε ολόκληρη, ξεκινώντας από τις ρώγες και ύστερα στο πρόσωπο. Όταν τελείωσε, τον καθάρισε απαλά με την γλώσσα και τον ευχαρίστησε.
    Εκείνος κάθισε στην καρέκλα του και άναψε τσιγάρο
    - Φαντάζομαι ότι θα θέλεις σαν τρελή ένα τσιγάρο...
    - Πάρα πολύ Αφέντη!
    - Τα ζώα δεν καπνίζουν
    - Μάλιστα, Αφέντη
    Είχε μείνει να την κοιτάζει και να χαμογελάει, η Ελίνα ένιωθε το βλέμμα του πάνω της και το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως θα έκανε τα πάντα για να τον ικανοποιήσει, είχε ξεχάσει τον πόνο από τις βελόνες και είχε αρχίσει πάλι να καυλώνει με το διαπεραστικό βλέμμα του πάνω της.
    Ο ήχος της πόρτας που άνοιξε και τα βήματα στα σκαλιά, διέλυσαν τον ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα.
    - Ήρθε και η αδερφή σου...
    Η γυναίκα που κατέβηκε ήταν κι αυτή γυμνή, το κεφάλι της ήταν ξυρισμένο και φορούσε κολάρο στον λαιμό και κρίκους στις ρώγες. Γονάτισε στα πόδια του, του είπε πως το ζώο του ήταν στη διάθεσή του για ότι επιθυμούσε, ο Αφέντης της χαμογέλασε και της είπε να δέσει την αδερφή της.
    Την έβλεπε πρώτη φορά, η Ελίνα δεν ήξερε καν πως υπήρχε "αδερφή", γονάτισε δίπλα της και τη ρώτησε τρυφερά αν είναι καλά, η Ελίνα της απάντησε με επιφύλαξη ένα ξερό "ναι".
    Τη βοήθησε να πάει πιο πίσω ώστε να ακουμπήσει η πλάτη στον πάσσαλο και έδεσε τα χέρια και τα πόδια της με τις σιδερένιες δέστρες και κάθισε δίπλα της με το κεφάλι χαμηλωμένο. Ο Αφέντης ήρθε και της φόρεσε ξανά το κολάρο της.
    - Μην στεναχωριέσαι, ούτε η αδερφή σου ήξερε για σένα, θα γνωριστείτε και θα τα πάτε καλά. Όποια από τις δύο κάνει μαλακία θα τιμωρείστε και οι δύο, φροντίστε...
    Όσο ο Αφέντης έκανε τις συστάσεις, το χέρι του ήταν ανάμεσα στα πόδια της και όταν το έβγαλε, έφερε τα δάχτυλά του στο στόμα της αδερφής της για να τα καθαρίσει.
    Η Ελίνα ήταν γονατιστή, με τον κορμό όρθιο τα χέρια δεμένα πίσω και τα πόδια ανοιχτά. Η αδερφή της έφερε τον δίσκο με τα μαστίγια και τον κρατούσε για να διαλέγει ο Αφέντης κάθε φορά όποιο θέλει. Μαστίγωνε το μουνί της και τα μπούτια της για ώρα, η Ελίνα έσταζε από την καύλα, αλλά το ίδιο και η αδερφή της που ήταν γονατισμένη δίπλα της και παρακολουθούσε. Τότε εκείνος έβγαλε τον πούτσο του και τον ακούμπησε στο στόμα της Ελίνας, εκείνη τον αγκάλιασε αμέσως με τα υγρά της χείλη, την άφησε για λίγο να τον ρουφήξει και τραβήχτηκε πίσω απότομα.
    - Ζωάκι, φέρε τον δονητή και παίξε μαζί της
    Το ζώο, την πλησίασε με ντροπή, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή
    - Είσαι καλά; Πονάς;
    Η Ελίνα είχε μαλακώσει το βλέμμα της στην αδερφή της και τότε εκείνη πήρε το θάρρος και την χάιδεψε πριν εκτελέσει την εντολή. Έχωσε τον δονητή με προσοχή στο μουνί της και τον έπαιζε αργά.
    - Πιο γρήγορα, ζωάκι, μην την λυπάσαι
    Η Ελίνα το απολάμβανε, είχε αφεθεί στα χέρια της αδερφής της και τα μάτια της είχαν καρφωθεί στα μάτια του Αφέντη. Εκείνος κάπνιζε το τσιγάρο του και απολάμβανε το θέαμα με τα δύο ζώα του να έρχονται πιο κοντά.
    - Δε θέλω να χύσει ακόμα, σταμάτα
    Πήγε μπροστά της και άρχισε να γαμάει το στόμα της αδερφής της ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό της, τα σάλια και τα δάκρυά έπεφταν πάνω στα πόδια της, ήταν σε απόσταση αναπνοής αλλά δεν μπορούσε να τον φτάσει. Όταν τον έβγαλε άρχισε να χτυπάει το πρόσωπο της Ελίνας με τον πούτσο του κι εκείνη προσπαθούσε να τον αγγίξει με την γλώσσα. Έκανε νόημα στο ζώο του να τη λύσει.
    Την τράβηξε από το κολάρο και την έσυρε για να την στήσει πάνω στο τραπέζι, πήρε τη ζώνη του και άρχισε να την χτυπάει, η αδερφή της είχε ανάψει ένα κόκκινο κερί και το έσταζε στην πλάτη της, είχε γεμίσει όλη η σπονδυλική στήλη μέχρι το κόκαλο της ουρίτσας
    - Ελίνα, ξέρεις πως βγαίνει το κερί;
    Ο πόνος από το ξύλο στον κώλο και τις βελόνες στις ρώγες που ακουμπούσαν στο τραπέζι, της είχαν κόψει την αναπνοή
    - Ζωάκι, πως βγαίνει το κερί;
    - Με μαστίγωμα, Αφέντη
    - Έτσι
    Το κερί ξεκολλούσε από το δέρμα της με κάθε χτύπημα που την πονούσε διπλά γιατί σε κάθε τράνταγμα οι ρώγες της πιεζόταν στο τραπέζι, η πλάτη της και ο κώλος της είχαν γεμίσει ακανόνιστες γραμμές από την ζώνη του, όπως ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα, με τα πόδια ανοιχτά και τις μύτες να ακουμπάν στο χώμα, την έπιασε από την μέση και κάρφωσε τον πούτσο του στον κώλο της. Ήταν τόσο δυνατό που δεν μπόρεσε να κρατηθεί για πολύ...
    - Χύσε, ζώο μου
    Η αναπνοή της είχε σταματήσει από ώρα, στη έκρηξη του, έχυσε και εκείνη, ξάπλωσε πάνω της χωρίς να την πιέζει, ίσα ίσα για να νιώσει το σώμα του, τους σπασμούς και την αναπνοή της. Μετά βγήκε και άφησε την αδερφή της να μαζέψει τα χύσια του με τη γλώσσα της.
    Ο αφέντης πήρε το κερί και άρχισε να καίει τη λεπίδα που κρατούσε στο χέρι.
    - Ζωάκι τέλος. Κράτα τα χέρια της
    Η αδερφή της πήγε στην άλλη άκρη του τραπεζιού και κράτησε τα χέρια της Ελίνας σταθερά, εκείνη μόλις είχε βρει την αναπνοή της και την κοίταζε ζαλισμένη ακόμα, η αδερφή της, της χαμογελούσε...
    Η λεπίδα χάραξε βαθιά το δέρμα, ένα μικρό βογγητό πόνου και έκπληξης ξέφυγε από τα χείλη της, η αδερφή της, την φίλησε στον καρπό και της είπε ότι τελείωσε...
    Τώρα είχε κι εκείνη το ίδιο μονόγραμμα στο ίδιο σημείο, τώρα ήταν κι εκείνη δική του.
    Το ζώο, ήταν προστατευτικό με την καινούργια της αδερφή, έβγαλε τις βελόνες από τις ρώγες της Ελίνας με προσοχή και την βοήθησε να πλυθεί.
    Έστρωσαν μαζί το κρεβάτι του Αφέντη και για εκείνες, ήταν στρωμένες στο πάτωμα δύο απαλές, παχιές φλοκάτες, ακριβώς δίπλα στα πόδια του...