Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Εμείς που κλέψαμε το Όνειρο

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 31 Ιανουαρίου 2011.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Από τη σκλαβιά στην ελευθερία. Από την τυραννία των Ανθρώπων που τους εκμεταλλεύονται και τους βασανίζουν στην αγκαλιά της δικής τους φυλής. Είναι η αρχή του ονείρου ή μήπως η επανάληψη του εφιάλτη;

    Εμείς που κλέψαμε το Όνειρο
    James Tiptree, Jr. (Alice B. Sheldon)
    Τίτλος πρωτότυπου: We Who Stole the Dream (1978)
    Μετάφραση: Μαρίνα Λώμη
    Εκδόσεις: Πάρα Πέντε / In Orbit, 1996

    Τα παιδιά δεν μπορούσαν να ζήσουν παραπάνω από δώδεκα μινίμ μέσα στα σφραγισμένα κιβώτια.

    Η Τζιλσάτ έσπρωξε όσο πιο γρήγορα τολμούσε το βαρύ βαγόνι στο σκοτάδι, παρακαλώντας μέσα της να περάσει απαρατήρητη από τον Γήινο σκοπό όταν θα έφθανε κοντά του, κάτω από τους προβολείς. Την προηγούμενη φορά είχε γυρίσει και την είχε κοιτάξει με τα αλλόκοτα ξέθωρα μάτια του. Τη φορά αυτή το βαγόνι της μετέφερε μόνο κιβώτια ζύμωσης γεμάτα με καρπούς αμλάτ.

    Τώρα κουλουριασμένος μέσα σ' ένα από αυτά τα κιβώτια κρυβόταν ο μοναχογιός της ο Τζεμνάλ. Τέσσερα μινίμ τουλάχιστον είχαν ξοδευτεί στα υπόστεγα φορτώματος και ζυγίσματος. Ακόμα τέσσερα ή πέντε θα χρειαζόταν για να σπρώξει το φορτίο της ως το πλοίο όπου θα το φόρτωναν οι δικοί της στον αναβατήρα. Κι άλλος χρόνος ακόμα ώσπου να βρουν οι δικοί της στο πλοίο τον Τζεμνάλ και να τον σώσουν. Η Τζιλσάτ έσπρωξε πιο δυνατά, ενώ τα αδύναμα γκριζωπά ανθρωπόμορφα πόδια της έτρεμαν.

    Καθώς έφτανε στη φωτισμένη πύλη, ο Γήινος γύρισε το κεφάλι και την είδε.

    Η Τζιλσάτ τραβήχτηκε πίσω, ζαρώνοντας ακόμα πιο πολύ το σώμα της, βάζοντας τα δυνατά της να μην τρέξει. Αχ, γιατί δεν είχε βγάλει τον Τζεμνάλ μ' ένα προηγούμενο φορτίο; Οι άλλες μητέρες είχαν πάρει όλες τα παιδιά τους. Εκείνη όμως είχε φοβηθεί. Την τελευταία στιγμή η πίστη της λύγισε. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως αυτό που σχεδίαζαν τόσον καιρό, αυτό που είχαν προετοιμάσει με τόσα βάσανα θα γινόταν επιτέλους, πως ο λαός της, οι φτωχοί, αδύναμοι, μικροσκοπικοί Τζοϊλάνι θα νικούσαν και θα εξουδετέρωναν τους πανίσχυρους Γήινους μέσα σ' αυτό το πλοίο. Κι όμως το μεγάλο πλοίο στεκόταν μπροστά της πάνω στον λαμπερό κώνο των φώτων του, φαινομενικά ήρεμο. Το απίστευτο κατόρθωμα πρέπει να πραγματοποιηθεί, αλλιώς θα είχε ακουστεί κάποια φασαρία. Τα άλλα μικρά πρέπει να ήταν ασφαλισμένα. Ναι - τώρα μπορούσε να διακρίνει άδεια βαγόνια κρυμμένα στα σκοτάδια. Αυτοί που τα έσπρωχναν πρέπει να είχαν ήδη ανεβεί στο πλοίο. Ηταν αλήθεια, είχε αρχίσει πραγματικά η μεγάλη απόδραση προς την ελευθερία - ή το θάνατο… Και τώρα η Τζιλσάτ προσπερνούσε το φρουρό, είχε σωθεί σχεδόν.

    «Αλτ!»

    Εκανε πως δεν άκουσε το άγριο γαύγισμα του Γήινου, βίασε το βήμα της. Αλλά εκείνος με τρείς γιγάντιες δρασκελιές βρέθηκε μπροστά της αναγκάζοντάς την να σταματήσει.

    «Κουφή είσαι;» ρώτησε στη γήινη διάλεκτο της εποχής και της χώρας του. Η Τζιλσάτ μόλις που κατάλαβαινε τα λόγια του. Ηταν εργάτρια στα μακρινά χωράφια του αμλάτ. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ο χρόνος που χανόταν ανεπίστρεπτα καθώς εκείνος χτυπούσε τα δοχεία με τη λαβή του όπλου του χωρίς να την αφήνει από τα μάτια του. Τα μεγάλα τζοϊλάνι μάτια της με τις σκοτεινές βλεφαρίδες τον ικέτευαν βουβά, μέσα στιν τρόμο της ξέχασε τις προειδοποιήσεις και το μικρό γκρίζο πρόσωπό της παραμορφώθηκε από τη σύσπαση αγωνίας που οι Γήινοι ονόμαζαν «χαμόγελο». Με έκπληξη τον είδε να χαμογελάει σαν να υπέφερε κι αυτός.

    «Εγώ δουλειά, κύριε» κατάφερε να τραυλίσει. Ενα μινίμ είχε κιόλας περάσει, σχεδόν δύο. Αν δεν την άφηνε να φύγει αμέσως, το παιδί της ήταν σίγουρα χαμένο. Της φαινόταν πως άκουγε κιόλας ένα αχνό νιαούρισμα σαν το ναρκωμένο μωρό της να προσπαθούσε ν' ανασάνει.

    «Εγώ, φύγει κύριε. Αντρες πλοίο, θυμώσουν!» Το χαμόγελό της πλάτυνε από την αγωνία, δίνονας αθέλητα στο πρόσωπό της μια προκλητική έκφραση.

    «Ασ΄ τους να περιμένουν. Το ξέρεις πως για Τζούλου μούλι δεν είσαι και τόσο άσχημη;» Ο σκοπός έβγαλε ένα περίεργο ήχο χάνχα απ' το λαιμό του. «Είναι καθήκον μου να κάνω έρευνα στους ιθαγενείς για όπλα. Βγάλ' το αυτό», είπε σπρώχνοντας το λερωμένο της τζελμάχ με την κάννη του όπλου του.

    Τρία μινίμ. Η Τζιλσάτ τράβηξε το τζελμάχ αποκαλύπτοντας το κοντόχοντρο γκρίζο κορμί της με τους διπλούς μαστούς και το φουσκωτό θύλακα. Λίγες ανάσες ακόμα και θα 'ταν πολύ αργά, Ο Τζεμνάλ θα ήταν νεκρός. Μπορούσε ακόμα να τον σώσει - μπορούσε να ανοίξει τους σφιχτήρες και να βγάλει το καπάκι που τον έπνιγε. Ο γιος της ήταν ακόμα ζωντανός εκεί μέσα. Αν το έκανε όμως αυτό θ' αποκάλυπτονταν όλα, θα πρόδιδε όλη την υπόθεση. Τζαϊλασανάθα, προσευχήθηκε μέσα της. Δώσ' μου το θάρρος της αγάπης. Ω, αγαπημένοι μου Τζοϊλάνι, δώστε μου τη δύναμη να τον αφήσω να πεθάνει. Τώρα πληρώνω για την απιστία μου.

    «Γύρνα».

    Τον υπάκουσε χαμογελώντας με πόνο και φρίκη.

    «Ετσι είναι καλύτερα, μοιάζεις σχεδόν με γυναίκα. Αχ, θεέ μου, κοντεύω να ξεχάσω πώς ήταν. Ελα πιο κοντά». Ενιωσε τα χέρια του στους γλουτούς της. «Σε διασκεδάζει ε; Πώς σε λένε, μούλι;"

    Είχε περάσει και το τελευταίο μινίμ. Τρελή από απελπισία η Τζισάτ ψιθύρισε μια φράση που σήμαινε Μητέρα του Νεκρού.

    «Καλά, ασ' το-» Η φωνή του άλλαξε ξαφνικά. «Μπα! Μπα! Από που ξεφύτρωσες εσύ;»

    Πολύ αργά, πολύ αργά: η Λάλ, η κατεστραμμένη θηλυκιά τους πλησίασε κουνώντας προκλητικά το σώμα της. Το πρόσωπό της ήταν ξυρισμένο και βαμμένο ροζ και κόκκινο, άνοιξε με μια κίνηση το ζωηρόχρωμο τζελμάχ της αποκαλύπτοντας ένα σώμα κωμικοτραγικά μπογιατισμένο και σφιγμένο έτσι που να θυμίζει τις εικόνες που λάτρευαν οι Γήινοι. Το πρόσωπό της συσπάστηκε σ' ένα μελετημένο χαμόγελο.

    «Εγώ Λαλ». Εστριψε τα δάχτυλά της αναδίνοντας το άρωμα λουλουδιών που άρεσε τόσο στους Γήινους. «Θέλει φικ-φικ εγώ εσένα;»

    Μόλις ένιωσε η Τζιλσάτ τη ματιά του φρουρού να φεύγει από πάνω της, έσπρωξε με όλη της τη δύναμη το βαρύ βαγόνι και όρμησε γυμνή οδηγώντας το μέσα στο απέραντο διαστημοδρόμιο, παραπατώντας, με την ανάσα κομμένη. Το ήξερε πως ήταν πολύ αργά, αλλά δεν μπορούσε να μην ελπίζει. Γύρω της, μέσα στα σκοτάδια οι τελευταίοι φορτωμένοι Τζοϊλάνι βάδιζαν προς το πλοίο. Πίσω τους ο φρουρός άφηνε τη Λαλ να τον παρασύρει στο στεγασμένο φυλάκιο.

    Την τελευταία στιγμή έριξε μια ματιά πίσω του και συνοφρυώθηκε.

    «Ε, τι δουλειά έχουν όλοι αυτοί οι Τζούλου να μπαίνουνε μέσα στο πλοίο!»
    «Ανθρωποι, είπε έρθουν. Είπε κουβαλήσει κιβώτια». Η Λαλ άπλωσε το χέρι και του χάιδεψε το λαιμό, γλίστρησε τα επιδέξια τζοϊλάνι δάχτυλά της στα διεγερμένα γεννητικά όργανα του ξένου. «Φικ-φικ», γουργούρισε, χαμογελώντας ακατανίκητα. Ο φρουρός ανασήκωσε τους ώμους και ξαναγύρισε κοντά της γελώντας.

    Το πλοίο στεκόταν αφύλαχτο. Ηταν ένα γέρικο φορτηγό μεταφοράς αμλάτ, ένα ιπτάμενο εργοστάσιο, επιλεγμένο ακριβώς επειδή τα ευρύχωρα αμπάρια του διέθεταν θέρμανση και υπερσυμπίεση για τη ζύμωση καθ΄ οδόν των καρπών, έτσι που το ένζυμο που ενδιέφερε τους Γήινους να είανι έτοιμο όταν το πλοίο έφτανε στο προορισμό του. Αυτά τα αμπάρια μπορούσαν να κατοικηθούν και ο καρπός του αμλάτ μπορούσε να πολλαπλασιαστεί αμέτρητες φορές στο μεταλλακτήρα τροφής. Αλλωστε το πλοίο αυτό ήταν ο πιο συχνός επισκέπτης εδώ. Μέσα στις δεκαετίες που πέρασαν οι Τζοϊλάνι καθαριστές κατάφεραν συλλέγοντας τη μια λεπτομέρεια μετά την άλλη , να συναρμολογήσουν μια σχεδόν πλήρη εικόνα των οργάνων χειρισμού.

    Το σκάφος ήταν παλιό και φθαρμένο. Το Αστρο της Γήινης Αυτοκρατορίας καθώς και τα άλλα σήματα αναγνώρισηςείχαν ξεβάψει. Από το όνομα του η πρώτη λέξη είχε σβηστεί αφήνοντας μόνο τα ξένα γράμματα… ΝO ΟΝΕΙΡΟ. Κάποιο γήινο όνειρο άλλοτε, τώρα το όνειρο των Τζοϊλάνι.

    Δεν ήταν όμως το όνειρο της Λαλ. Η Λάλ δεν θα συναντούσε στο δρόμο της παρά πόνο και θάνατο. Ηταν άχρηστη για την αναπαραγωγή. Οι στενοί διπλοί γεννητικοί της πόροι είχαν σκιστεί από τα μεγάλα σκληρά όργανα των Γήινων και οι ευαίσθητοι σπογγώδεις ιστοί που αποτελούσαν τη μήτρα των Τζοϊλάνι είχαν καταστραφεί ανεπανόρθωτα. Ετσι η Λαλ διάλεξε την πιο μεγάλη αγάπη, να υπηρετήσει το λαό της με μια τελευταία θυσία. Στο λουλούδι των μαλλιών της κρυβόταν το δηλητήριο που θα της επέτρεπε να πεθάνει όταν το Ονειρο θα βρισκόταν πια ασφαλισμένο, μακριά.

    Ακόμα δεν ήταν ασφαλισμένο. Πέρα από τον όγκο του ξένου που βάραινε πάνω της η Λαλ μπορούσε να διακρίνει τα φώτα του άλλου πλοίου στο διάδρομο, του περιπολικού του σταθμού. Κατά κακή τους τύχη ετοιμαζόταν για την περιοδική του υπερπλανητική αναγνώριση.

    Για κακή μας τύχη όταν φορτώθηκε το Ονειρο, το Γήινο πολεμικό ήταν έτοιμο για απογείωση κι αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσε να μας πιάσει πριν προλάβουμε να ξεφύγουμε μπαίνοντας σ' αυτό που η Γήινοι ονόμαζαν διάστημα-ταυ. Αυτό ήταν αποτυχία.

    Ο γέρο Τζαλούν τρίκλισε όσο μπορούσε πιο γρήγορα προς την πτέρυγα της Περιπόλου της διαστημικής βάσης. Φορούσε το λευκό σακάκι και το γυναικείο τζελμάχ με τα οποία έντυναν οι Γήινοι τους υπηρέτες της καντίνας και κρατούσε ένα κρατούσε ένα μικρό αντικείμενο τυλιγμένο σε μια πετσέτα. Στον ουρανό τρία μικρά φεγγάρια ταξίδευαν γρήγορα συγκλίνοντας και ρίχνοντας τριπλές σκιές γύρω από το αδύναμο σώμα του. Το φως τους ξεθώριασε καθώς ο Τζαλούν έφτασε στη φωτισμένη είσοδο του περιπολικού.

    Ενας μεγαλόσωμος Γήινος διόρθωνε κάτι στην ασφάλεια της θύρας. Καθώς ανέβαινε με κόπο τα γιγάντια σκαλοπάτια ο Τζαλούν παρατήρησε ότι ο αστροναύτης ήταν οπλισμένος. Καλό αυτό. Μετά τον αναγνώρισε και ένα κύμα μίσους ανάξιο για έναν Τζοϊλάνι έκανε τη δίδυμη καρδιά του να χτυπήσει πιο γρήγορα. Ηταν ο Γήινος που είχε βιάσει την εγγονή του Τζαλούν και που τσάκισε τη ραχοκοκαλιά του αδερφού της με μια κλωτσιά, όταν το αγόρι έτρεξε να τη σώσει. Ο Τζαλούν προσπάθησε να συγκρατήσει τα συναισθήματά του, κάνοντας μια γκριμάτσα πόνου. Τζαϊλασανάθα, βοήθησέ με να μην αμαρτήσω ενώπιον της Μοναδικότητας.

    «Που νομίζεις ότι πηγαίνεις, Γελάκια; Τι είναι αυτό που κρατάς;»

    Δεν αναγνώρισε τον Τζαλούν. Για τους Γήινους όλοι οι Τζοϊλάνι ήταν ίδιοι.

    «Διοικητής είπε για σένα. Είπε, γιορτάσει. Είπε πρώτα αξιωματικοί».

    «Για να δούμε».

    Τρέμοντας ολόκληρος στην προσπάθεια του να κρατηθεί και χαμογελώντας πλατιά από την αγωνία του, ο Τζαλούν ανασήκωσε την άκρη της πετσέτας.

    Ο αστροναύτης έσκυψε και σφύριξε. «Αν αυτό είναι αυτό που νομίζω, δόξα στ' αστέρια της πατρίδας! Υπολοχαγέ!» φώναξε σπρώχνοντας τον Τζαλούν μέσα στο πλοίο. «Κοίτα τι μας έστειλε το αφεντικό!»

    Στο καρρέ των αξιωματικών ο υπολοχαγός κι ένας άλλος αστροναύτης κάνανε το τελευταίο τσεκάρισμα στους μικροεστιακούς χάρτες. Ο υπολοχαγός φορούσε κι αυτός οπλική ζώνη - καλό και πάλι. Στήνοντας το αυτί του ο Τζαλούν διαπίστωσε χάρη στην ιδιαίτερα οξυμένη ακοή των Τζοϊλάνι πως κανένας άλλος Γήινος δεν βρισκόταν μέσα στο διαστημόπλοιο. Υποκλίθηκε βαθιά εκδηλώνοντας μ' ένα πλατύ χαμόγελο το μίσος του και ξετύλιξε το πακέτο του μπροστά στον υπολοχαγό.

    Στο κέντρο της χιονάτης πετσέτας έλαμπε μια μικρή φιάλη από αμέθυστο, οβάλ σαν δάκρυ.

    «Διοικητής είπε εσένα. Είπε πιες τώρα, είναι ανοιχτό».

    Ο υπολοχαγός σφύριξε με τη σειρά του κι αυτός και σήκωσε τη φιάλη ευλαβικά: «Ξέρεις τι είναι αυτό, γέρο-Γελάκια;»

    «Οχι, κύριε», είπε ψέματα ο Τζαλούν.

    «Τι είναι, κύριε», ρώτησε ο τρίτος αστροναύτης. Ο Τζαλούν πρόσεξε πως ήταν πολύ νέος.

    «Αυτό, νεαρέ μου είναι το πιο φανταστικό, το πιο πολύτιμο, το πιο εξαίσιο ποτό που θα γνωρίσει ποτέ ο ουρανίσκος σου. Δεν άκουσες ποτέ για τα Δάκρυα των Αστεριών;»

    Ο νεαρός κοίταξε τη φιάλη και το πρόσωπό του σκοτείνιασε.

    «Ο Γελάκιας τα είπε σωστά», συνέχισε ο υπολοχαγός. «Μόλις ανοιχτεί πρέπει να το πιείς αμέσως. Ετσι και αλλιώς νομίζω πως τελειώσαμε γι' απόψε. Σπουδαίο δώρο μας έκανε το αφεντικό. Δεν μου λες Τζούλουν, γιατί είπες πως το στέλνει;»

    «Γιορτή, κύριε. Είπε γιορτή, μέρα δικιά του».

    «Ποιος ξέρει τι γιορτάζει. Τέλος πάντων, μια φορά γίνονται τα θαύματα. Τζον φέρε μας τρία ποτήρια. Καθαρά!»

    «Αμέσως!». Ο μεγαλόσωμος αστροναύτης έχωσε το χέρι του στα ντουλάπια πάνω στο κεφάλι του.

    Χαμένος ανάμεσα στους πελώριους Γήινους ο Τζαλούν ένιωσε ακόμα μια φορά να συντρίβεται από την αντίθεση ανάμεσα στο μέγεθος, τη δύναμη και την τελειότητά τους και το δικό του μικροσκοπικό, εύθραυστο σώμα με τα αδύναμα μέλη και τους κυρτούς ώμους. Ανάμεσα στους δικούς του περνούσε για δυνατός και γεροδεμένος όταν ήταν νέος, ακόμα και τώρα τον θεωρούσαν ακόμα ικανό. Αλλά μπροστά στους πανίσχυρους Γήινους η δύναμη των Τζοϊλάνι ήταν αστεία. Ισως να είχαν δίκιο, ίσως να ανήκε σε μια κατώτερη ράτσα, ικανή να βγάζει μόνο δούλους…

    Θυμήθηκε τότε όλα όσα ήξερε και όρθωσε την κοντή ραχοκοκαλιά του. Ο νεαρός αστροναύτης έμενε σιωπηλός.

    «Κύριε υπολοχαγέ, ξέρετε, αν είναι πραγματικά Δάκρυα των Αστεριών, δεν μπορώ να το πιω».

    «Δεν μπορείς να το πιείς; Και γιατί;»

    «Εχω δώσει υπόσχεση. Εχω, χμ, ορκιστεί».

    «Εχεις υποσχεθεί ένα τόσο παράλογο πράγμα;»

    «Στη - στη μητέρα μου», είπε αμήχανος ο νεαρός.

    Οι άλλοι δύο ξέσπασαν σε γέλια.

    «Βρίσκεσαι μίλια μακριά από το σπίτι σου, παιδί μου», είπε με καλοσύνη ο υπολοχαγός. «Μα τι λέω Τζον; Με μεγάλη ευχαρίστηση θα πίναμε το μερίδιό σου. Απ' την άλλη όμως δεν αντέχω να βλέπω κάποιον να χάνει το πιο ωραίο πράγμα στη ζωή, το πιο ωραίο χωρίς καμμιά εξαίρεση. Ξέχνα λοιπόν τη μαμάκα και ετοίμασε την ψυχή σου για την απόλυτη μακαριότητα. Είναι διαταγή… Ελα, Γελάκια, δώσ' το. Ισα μερίδια. Κι αν σου χυθεί έστω και μια στα σταγόνα θα σου τα ντικω και τα δυο σου μικρά πνονκ, κατάλαβες;»

    «Μάλιστα, κύριε». Προσεκτικά ο Τζαλούν έχυσε το μισητό υγρό στα μικρά ποτήρια.

    «Το 'χεις δοκιμάσει ποτέ, Τζούλου;»

    «Οχι, κύριε».

    «Κι ούτε θα το δοκιμάσεις. Αντε τώρα, στρίβε. Ααα… Λοιπόν, ας πιούμε στον επόμενο σταθμό μας ακόμα και αν έχει ζωντανά τέρατα πάνω του».

    Ο Tζαλούν προχώρησε σιωπηλά προς τα σκοτάδια της γέφυρας αποβίβασης και στάθηκε εκεί που μπορούσε να διακρίνει τους αστροναύτες να σηκώνουν τα ποτήρια τους και να πίνουν. Το μίσος και η αηδία τού 'κόψαν την ανάσα, παρ' όλο ότι το θέαμα αυτό το είχε δει πολλές φορές: τους Γήινους να πίνουν λαίμαργα τα Δάκρυα των Αστεριών. Ηταν το σύμβολο της αδιάφορης θηριωδίας τους, της πτώσης τους από την Τζαϊλασανάθα. Δεν είχαν τη δικαιολογία της άγνοιας, πολλοί ήταν αυτοί που είχαν εξηγήσει στον Τζαλούν πώς φτιάχνονταν τα Δάκρυα των Αστεριών. Δεν ήταν ακριβώς δάκρυα αλλά οι σωματικές εκκρίσεις μιας φυλής όμορφων φτερωτών πλασμάτων από ένα πολύ μακρινό κόσμο. Κάτω από σωματικό ή ψυχικό πόνο οι αδένες τους έβγαζαν το υγρό αυτό που το έβρισκαν οι Γήινοι τόσο εξαίσια μεθυστικό. Για να το αποκτήσουν έπιαναν δύο ζευγάρωμένα τέτοια πλάσματα και τα βασάνιζαν αργά ως το θάνατο, μπροστά στα μάτια το ένα του άλλου. Ο Τζαλούν είχε ακούσει φρικτές λεπτομέρειες που δεν ήθλε καν να τις θυμάται.

    Τώρα παρακολουθούσε τους Γήινους, απορώντας πως δεν τον είχε προδώσει το μίσος που έκαιγε στα μάτια του. Ηταν σίγουρος πως το ναρκωτικό ήταν άγευστο και δεν έκανε κακό, προσεκτικές δοκιμές για πολλά χρόνια το είχαν αποδείξει. Το πρόβλημα ήταν ότι απαιτούσε από δύο έως πέντε μινίμ για να δράσει. Ο τελευταίος Γήινος που θα αισθανόταν την ενέργειά του μπορούσε να σημάνει συναγερμό. Ο Τζαλούν θα πέθαινε προκειμένου να εμποδίσει κάτι τέτοιο - αν μπορούσε.

    Τα πρόσωπα των τριών αστροναυτών είχαν αλλάξει, τα μάτια τους έλαμπαν.

    «Βλέπεις νεαρέ;», ρώτησε βραχνά ο υπολοχαγός.

    Ο νεαρός έγνεψε ναι με το συνεπαρμένο βλέμα του χαμένο στο άπειρο.

    Ξαφνικά ο μεγαλόσωμος αστροναύτης που λεγόταν Τζον τινάχτηκε πάνω και τραύλισε «Τι…;» πριν να σωριαστεί με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τεντωμένο χέρι του.

    «Ε, Τζον, τι τρέχει!» Ο υπολοχαγός σηκώθηκε, σκύβοντας προς το μέρος του. Κι αυτός όμως σωριάστηκε βαριά πάνω στο τραπέζι. Δεν έμενε παρά μόνο το αγόρι με τα χαμένα μάτια.

    Θα άπλωνε το χέρι; Θα άρπαζε το μικρόφωνο; Ο Τζαλούν σφίχτηκε έτοιμος να ορμήσει, ξέροντας πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε παραπάνω από το να πεθάνει ανάμεσα στα δυνατά χέρια του.

    Το αγόρι όμως επανέλαβε μόνο «Τι;… Τι;»βυθίσμένο σ' ένα δικό του όνειρο, έγειρε πίσω, γλίστρησε κάτω και άρχισε να ροχαλίζει.

    Ο Τζαλούν όρμησε και άρπαξε τα όπλα από τα δύο πελώρια σωριασμένα σώματα. Μετά ανέβηκε τρέχοντας στο χειριστήριο, φέρνοντας στο μυαλό του όλη τη γνώση που είχε συλλέξει και απομνημονεύσει αυτά τα ατελείωτα χρόνια. Ναι - αυτός ήταν ο πομπός. Κατάφερε να τον ξεσκεπάσει και άρχισε να τον πυροβολεί με μανία.

    Η εκπυρσοκρότηση του όπλου τον τρόμαξε αλλά συνέχισε να πυροβολεί ώσπου κάηκε και έλιωσε ο πομπός.

    Το κομπιούτερ πτήσης τώρα. Εδώ δυσκολεύτηκε να τον κάψει, γρήγορα όμως τον έβγαλε εκτός χρήσης. Μια μεταλλική θήκη δίπλα, στερεωμένη σ' αυτό που ήταν τώρα το ταβάνι, τον έβαλε σε δισταγμό. Δεν συμπεριλαμβάνονταν στις οδηγίες του - γιατί οι Τζοϊλάνι δεν είχαν μάθει για τα νέα εφεδρικά συστήματα του περιπολικού. Ο Τζαλούν έριξε ένα γρήγορο πυροβολισμό και στράφηκε στην κονσόλα οπλισμού.

    Συγκινήσεις που δεν είχε ξανααισθανθεί ποτέ ως τώρα ξεσπούσαν μέσα του και του σκοτείνιαζαν την όραση και τη λογική. Αρχισε να ρίχνει στην τύχη πάνω στον πίνακα, συγκεντρώνοντας τα πυρά του πάνω σ' οτιδήποτε μπορούσε να εκραγεί ή να λιώσει, παραβλέποντας ότι είχε αφήσει τις συνδέσεις του βαριού οπλισμού σχεδόν άθικτες. Τις καρφιτσωμένες φωτογραφίες των γελοίων Γήινων θηλυκών, που είχαν κάνει τόσο κακό στο λαό του, τις είδε να καίγονται μέχρι που έγιναν στάχτη.

    Μετά έκανε το πιο παράλογο πράγμα. Αντί να βιαστεί να βγεί απ' το πλοίο περνώντας πάλι απ' το καρρέ, έμεινε να κοιτάζει το χαλαρωμένο πρόσωπο του αστροναύτη που είχε κακοποιήσει τη μικρή του. Το όπλο έκαιγε στο χέρι του. Μια τρέλα συνεπήρε τον Τζαλούν και με μιας τίναξε στον αέρα το εχθρικό πρόσωπο και το κρανίο. Το καταπιεσμένο ανίσχυρο μίσος μιας ολόκληρης ζωής τον συνεπήρε σαν μια πανίσχυρη φλόγα. Εξω πια από κάθε λογαριασμό σκότωσε τους άλλους δύο Γήινους τον έναν μετά τον άλλον και βιάστηκε να κατέβει.

    Ηταν πια τρελλός από μανία και αυτό-αποστροφή όταν έφτασε στην αίθουσα του αντιδραστήρα. Ξεχνώντας τις ατελείωτες ώρες που είχε περάσει απομνημονεύοντας τη χρήση των μηχανικών βραχιόνων, όρμησε προς τις στήλες μέσα από τη θύρα ασφαλείας. Εδώ άρχισε να τραβάει τις απορροφητικές ράβδους σαν να ήταν ένας Γήινος ντυμένος με την ειδική στολή. Αλλά η δύναμη ενός Τζοϊλάνι δεν αρκούσε και μόλις που κατάφερνε να τις κουνήσει. Εξω φρενών πυροβόλησε πάνω στο σωρό, δοκίμασε πάλι να την τραβήσει εκθέτοντας το σώμα του στην πλήρη δύναμη της ακτινοβολίας.

    Οταν τελικά το υπόλοιπο πλήρωμα των Γήινων μπήκε μέσα στο πλοίο, βρήκε ένα ζωντανό πτώμα να ρίχνεται ξέφρενα πάνω στις στήλες. Είχε τραβήξει μόνο τέσσερις ράβδους, αντί για τη γενική καταστροφή που επιδίωκε δεν είχε πετύχει απολύτως τίποτα.

    Ο μηχανικός έριξε μια ματιά στον Τζαλούν μέσα από το βιτρέξ και στρέφοντας το βαρύ μηχανικό βραχίονα τον έλιωσε πάνω στον τοίχο. Μετά ξανατοποθέτησε τις ράβδους, έλεγξε τα όργανά του και έδωσε το σήμα: Ετοιμος για απογείωση.

    Υπήρχε ακόμα ο μεγάλος κίνδυνος μήπως οι Γήινοι στείλουν σήμα σε ένα από τα πανίσχυρα πολεμικά τους πλοία, τα μόνα που μπορούν να εκτοξεύσουν ένα βλήμα μέσα στο διάστημα-ταυ. Επρεπε να γίνει μια πράξη ανόσια.

    Ο Πρεσβύτης Τζαγιακάλ μπήκε στο θάλαμο επικοινωνιών τη στιγμή ακριβώς που ο Γήινος χειριστής ολοκλήρωνε την τακτική του μετάδοση. Ολα είχαν σχεδιαστεί προσεκτικά. Κατ΄ αρχάς θα εξασφάλιζαν το μεγαλύτερο δυνατό χρονικό διάστημα πριν να ειδοποιηθούν οι άλλοι σταθμοί. Αλλωστε οι Τζοϊλάνι δεν είχαν καταφέρει να βρουν τρόπο εισόδου στο θάλαμο όταν δεν ήταν εκεί ο χειριστής.

    «Τι τρέχει, Παππού, που νομίζεις ότι πας; Δεν το ξέρεις ότι απαγορεύεται εδώ; Στρίβε!»

    Ο Τζαγιακάλ χαμογέλασε πλατιά μέσα στην οδύνη της καρδιάς του. Αυτός ο Γήινος, ο Σεργκαν, είχε φερθεί καλά στους Τζοϊλάνι παρά τους άξεστους τρόπους του. Με ευγένεια και σεβασμό. Τους ήξερε με τα μικρά τους ονόματα και δεν είχε ειχτεί ποτέ στα θηλυκά τους. Τρεφόταν καθαρά και δεν έπινε ποτέ το μίασμα. Είχε μάλιστα ζητήσει να πληροφορηθεί, με τον απαιτούμενο σεβασμό, για τις ιερές αρχές: την Τζαϊλασανάθα, την Συν-βίωση-με-τιμή, την Μοναδικότητα-της-Αγάπης. Τα εύκαμπτα οστά στα μάγουλα του γερο-Τζαγιακάλ υψώθηκαν σ' ένα πλατύ μορφασμό βαθιάς ντροπής.

    «Ω, ευγενικέ φίλε, έρχομαι να μεθέξω μαζί σου», είπε τελετουργικά.
    «Ξέρεις πως δεν τα πολυκαταλαβαίνω τα λόγια σου. Τώρα πάντως πρέπει να φύγεις».

    Ο Τζαγιακάλ δεν ήξερε καμμία Γήινη λέξη για τη μέθεξη. Ισως να μην υπήρχε καμμία.

    «Φίλε, φέρνω εσένα πράγμα».

    «Εντάξει, τότε φέρ' το μου έξω». Βλέποντας πως ο γέρος Τζοϊλάνι δεν κουνιόταν, ο χειριστής σηκώθηκε να τον σπρώξει προς την έξοδο. Κάτι όμως άστραψε μέσα στη μνήμη του, άρχισε να υποπτεύεται το πραγματικό νόημα αυτού του χαμόγελου.

    «Τι συμβαίνει Τζαγιακάλ; Τι κρατάς αυτού;»

    Ο Τζαγιακάλ άπλωσε μπροστά τα χέρια του με το βαρύ φορτίο.

    «Θάνατο».

    «Τι - πού το βρήκες αυτό; για όνομα του Θεού, πάρ' το αμέσως! Αυτό το πράγμα είναι οπλισμένο! Η περόνη είναι βγαλμένη-»

    Ο κλεμμένος και κρυμμένος με τόσες δυσκολίες εκρηκτικός μηχανισμός είχε συναρμολογηθεί τέλεια. Ο επικρουστήρας είχε συνδεθεί σωστά. Μέσα στην έκρηξη που ακολούθησε τα συντρίμμια του συστήματος επικοινωνίας ανακατεμένα με τ' απομεινάρια του Τζαγιακάλ και του Γήινου φίλου του έπεσαν σαν βροχή πάνω στις εγκαταστάσεις των Γήινων και πιο πέρα στα χωράφια του αμπλάτ.

    Αστροναύτες και προσωπικό βάσης πετάχτηκαν έξω από τα φυλάκια του σταθμού, μην ξέροντας στην αρχή τι να κάνουν μέσα στο σκοτάδι. Μετά είδαν πυρσούς ν' ανάβουν και να σαλεύουν γύρω από τα υπόστεγα των μετασχηματιστών. Μικρές γκρίζες φιγούρες έτρεχαν, πηδούσαν, ούρλιαζαν και πετούσαν φλεγόμενα βλήματα.

    «Αυτοί οι βρωμο-Τζούλου επιτέθηκαν στον ηλεκτρικό υποσταθμό! Γρήγορα!»

    Είχαν προγραμματιστεί και άλλες ενέργειες αντιπερισπασμού. Τα ονόματα των Γερόντων και των κατεστραμένων θηλυκών που πέθαναν έτσι για μας είναι γραμμένα στους ιερούς κυλίνδρους. Ευχόμαστε μόνο ο θάνατός τους να ήταν γρήγορος και σπλαχνικός.

    Η οπλική ζώνη του διοικητή της βάσης κρεμόταν σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. Οσο κρατούσαν οι πράξεις του πόνου και της ντροπής η Σοσαλάλ είχε καρφωμένα τα μάτια πάνω της, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Αν τουλάχιστον μπορούσε να έρθει ο Μπισλάτ, ο υπηρέτης του διοικητή, να τη βοηθήσει! Δεν μπορούσε όμως γιατί ήταν απαραίτητος στο πλοίο.

    Ο πόθος του διοικητή δεν είχε χορτάσει ακόμα. Κατάπιε μερικές γουλιές από το άθλιο ροζ μπουκαλάκι και έστρεψε με νόημα τα στενά Γήινα μάτια του πάνω της. Η Σοσαλάλ χαμογέλασε και του πρόσφερε άλλη μια φορά το βασανισμένο, γελοία παραμορφωμένο σώμα της. Ομως όχι: αυτή τη φορά ήθελε να τον ερεθίσει. Η Σοσαλάλ άρχισε να δουλεύει με τα ευαίσθητα χέρια της, με το τρεμάμενο στόμα της, ελπίζοντας πως δεν θα αργούσε ο ήχος που περίμενε, παρακαλώντας μέσα της να ζωντανέψει ξαφνικά ο δέκτης του διοικητή μεταδίδοντας ότι η απόπειρα είχε αποτύχει. Γιατί, αχ γιατί, αργούσαν τόσο πολύ; Πόσο θα ήθελε να 'βλεπε για μια τελευταία φορά τη μεγάλη μαγική αστρική προβολή των Γήινων που έδειχνε σε μια μακρινή ακρούλα τα ευλογημένα, απίστευτα σύμβολα του λαού της. Κάπου εκεί μακριά, αφάνταστα μακριά, ήταν το διάστημα των Τζοϊλάνι - και ίσως ακόμα, σκέφτηκε απεγνωσμένα καθώς το σώμα της μοχθούσε στο βασανιστικό του έργο, ίσως η αυτοκρατορία των Τζοϊλάνι!

    Τώρα ο Γήινος ήθελε να μπει μέσα της. Η Σοσαλάλ δεν πονούσε πια σχεδόν καθόλου. Το κατεστραμένο της σώμα είχε γιατρευτεί σύμφωνα με τις επιθυμίες των Γήινων. Ηταν η τέταρτη από τα «κορίτσια» του διοικητή. Είχαν προϋπάρξει κι άλλοι διοικητές, άλλος καλύτερος, άλλος χειρότερος και αμέτρητα «κορίτσια», όσο θυμούνταν τα αρχεία των Τζοϊλάνι. Τα «κορίτσια» σαν κι αυτήν και οι υπηρέτες σαν τον Μπισλάτ ήταν οι πρώτοι που είχαν δει τα τα μεγάλα τρισδιάστατα φωτεινά πλήθη των αστεριών στο ιδιαίτερο δωμάτιο του διοικητή - αυτοί μετέφεραν πρώτοι στο λαό τους τα απίστευτα νέα: υπήρχε ακόμα κάπου στο διάστημα η πατρίδα των Τζοϊλάνι.

    Κάνοντας μεγάλο τόλμημα ένα «κορίτσι» είχε ρωτήσει κάποτε γι' αυτά τα σύμβολα των Τζοϊλάνι. Ο διοικητής της είχε ανασηκώσει τους ώμους- «Αυτά! Είναι στου διαβόλου τη σκούφια, στην άλλη άκρη του συστήματος. Θέλεις τη μισή σου ζωή για να πας μέχρι εκεί. Δεν ξέρω τίποτε γι΄αυτά. Ισως και να τα κόλλησε κάποιος εκεί. Πάντως δεν είναι Τζούλου, αυτό είναι σίγουρο».
    Κι όμως έλαμπαν εκεί τα σύμβολα, μικρογραφίες του αρχαίου Ηλιου-της-Λαμπρότητας των Τζοϊλάνι. Μόνο ένα πράγμα μπορούσαν να σημαίνουν: ότι ο παλιός μύθος ήταν αλήθεια. Ο μύθος που έλεγε ότι δεν κατάγονταν απ' αυτό τον πλανήτη αλλά ότι ήταν απόγονοι μιας αποικίας εγκατεστημένης από τους Τζοϊλάνι που ταξίδευαν στο διάστημα όπως και οι Γήινοι. Και πως αυτοί οι σπουδαίοι Τζοϊλάνι ζούσαν ακόμα!

    Αν μπορούσαν μόνο να τους βρουν! Πως όμως, πώς;

    Να έστελναν ένα μήνυμα; Αυτό ήταν αδύνατο. Αλλά ακόμη κι αν τα κατάφερναν, πως θα μπορούσαν οι δικοί τους να τους σώσουν ανάμεσα από τα χέρια των πανίσχυρων Γήινων;

    Οχι. Οσο και αν φαινόταν ανέλπιδο έπρεπε μόνοι τους να ξεφύγουν και να φτάσουν στο διάστημα των Τζοϊλάνι χάρη στις δικές τους δυνάμεις.
    Ετσι το μεγάλο σχέδιο γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα σε πολλές γενιές. Με χίλιες δυο πονηριές και κόπους οι Τζοϊλάνι υπηρέτες, οι σερβιτόροι των μπαρ, οι καθαριστές των διαστημοπλοίων και οι φορτωτές του αμλάτ εντόπισαν κομματάκι κομματάκι και απομνημόνευσαν τους μαγικούς αριθμούς και το νόημά τους: τις συντεταγμένες του διαστήματος-ταυ που θα τους μετάφερε σ' αυτά τ' αστέρια. Από πεταμένα βιβλία οδηγιών, από τις κουβέντες των αστροναυτών, συνέθεσαν την ασύλληπτη έννοια του ίδιου του διαστήματος-ταυ. Κάποτε-κάποτε ένας μεγαλόσχημος Γήινος έβρισκε διασκεδαστική κάποια ερώτηση ενός Τζοϊλάνι και απαντούσε. Αυτοί που είχαν την άδεια να μπαίνουν μέσα στα πλοία έφερναν λεπτομέρειες της λειτουργείας της Γήινης μαγείας. Οι Τζοϊλάνι που ήταν ταπεινοί υπηρέτες την ημέρα και «κορίτσια» της νύχτας, έγιναν κρυφοί σπουδαστές και δάσκαλοι, συναρμολογώντας τα αποσπασματικά μυστήρια των κυρίων τους, μετατρέποντας τη μαγεία σε κατανόηση. Οργανώνοντας τα πάντα, σχεδιάζοντας και τις παραμικρές λεπτομέρειες, με μοναδικό οδηγό την παράλογη, παράτολμη ελπίδα, προετοιμάζονταν για το απίστευτο, επικό ταξίδι τους.

    Και τώρα η πολυπόθητη στιγμή είχε φτάσει.

    Η μήπως όχι; Γιατί αργούσαν τόσο πολύ; Υποφέροντας, όπως έιχε τόσες φορές υποφέρει χαμογελώντας, η Σοσαλάλ άρχιζε να απελπίζεται. Σίγουρα τίποτε δεν θα άλλαζε, δεν μπορούσε να αλλάξει. Ηταν όλα ένα όνειρο, τα πράγματα θα συνέχιζαν όπως πάντα, ο εξευτελισμός και ο πόνος… Ο διοικητής διατύπωσε τώρα νέες επιθυμίες, μουδιασμένη από την αγωνία η Σοσαλάλ υπάκουσε.

    «Πρόσεχε!» Τη χτύπησε στο κεφάλι τόσο δυνατά που τα μάτια της θόλωσαν.

    «Συγνώμη κύριε!»

    «Τα δόντια σου παραμάκρυναν, Σόσι». Αυτό ήταν αλήθεια, τα δόντια των ενηλίκων Τζοϊλάνι ήταν μεγάλα. «Είναι ώρα ν' αρχίσεις να εκπαιδεύεις μια μικρότερη μούλι. Η να τα βγαλεις».

    «Μάλιστα, κύριε».

    «Αν με ξαναπονέσεις θα στα βγάλω μόνος μου - Αγιε Τζεμπουλιμπάρ, τι είναι πάλι αυτό;»

    Μια αστραπή μπήκε από το παράθυρο φωτίζοντας το δωμάτιο κι αμέσως ένας δυνατός κρότος έκανε τους τοίχους να τρίξουν. Ο διοικητής την έκανε πέρα και έτρεξε να κοιτάξει έξω.

    Επιτέλους! Ηταν αλήθεια! Γρήγορα. Η Σοσαλάλ έτρεξε στην καρέκλα.

    «Θεέ και Κύριε, φαίνεται πως τινάχτηκε στον αέρα ο πομπός. Τι-»
    Γύρισε προς τον ασύρματό του, προς τα ρούχα του και βρέθηκε απέναντι στην κάννη του ίδιου του όπλου του που το κρατούσαν τα τρεμάμενα χέρια της Σοσαλάλ. Η έκπληξή του ήταν τόση που δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Οταν η Σοσαλάλ πάτησε κο κουμπί, ο Γήινος σωριάστηκε κάτω με το στήθος κομματιασμένο και την απορία ζωγραφισμένη ακόμα στο πρόσωπό του.
    Κι η Σοσαλάλ ήταν κατάπληκτη, ένιωθε σαν να ζει σ' ένα όνειρο. Είχε σκοτώσει. Είχε σκοτώσει πραγματικά ένα Γήινο. Ενα ζωντανό πλάσμα. «Ερχομαι να μεθέξω», ψιθύρισε τελετουργικά. Με τα μάτια καρφωμένα στο δυνατό φως του παραθύρου έστρεψε το όπλο στο κεφάλι της και πάτησε το κουμπί.

    Τίποτα δεν έγινε.

    Τι έφταιγε; Το όνειρο σκορπίστηκε αφήνοντάς την μέσα στη φρικτή πραγματικότητα. Τρελή από αγωνία άρχισε να πιέζει και να στριφογυρίζει το περίεργο αντικείμενο. Μήπως υπήρχε κάποιος μηχανισμός όπλισης; Δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τη σημασία της κόκκινης κηλίδας φόρτισης - ο διοικητής είχε παραμελήσει να ξαναγεμίσει το όπλο του μετά από το τελευταίο κυνήγι του. Τώρα ήταν άδειο.

    Η Σοσαλάλ πάλευε ακόμα με το όπλο όταν άνοιξε η πόρτα με ορμή και ένιωσε να την αρπάζουν και να τη χτυπούν αφήνοντάς την σχεδόν αναίσθητη. Μέσα στις κλωτσιές και τις βρισιές οι αδένες των καρπών της έχυσαν τα κόκκινα δάκρυα των Τζοϊλάνι, καθώς σκέφτηκε τον αργό και βασανιστικό θάνατο που την περίμενε.

    Είχαν μόλις αρχίσει να την ανακρίνουν όταν άκουσε αυτό που περίμενε: ένα βαθύ υπόκωφο θόρυβο ενός πλοίου που απογειωνόταν. Το Ονειρο είχε ξεφύγει - ο λαός της τα είχε καταφέρει, είχαν σωθεί! Μέσα στον πόνο της άκουσε ένα Γήινο να φωνάζει: «Η Τζουλούπολη έχει αδειάσει! Ολα τα παιδιά είναι μέσα στο πλοίο». Κάτω από τα χτυπήματα των βασανιστών της η δίδυμη καρδιά της σκίρτησε από χαρά.

    Μια στιγμή αργότερα όμως η χαρά της έσβησε καθώς άκουσε το δυνατότερο ήχο του Γήινου περιπολικού να υψώνεται στον ουρανό. Το Ονειρο είχε αποτύχει λοιπόν: θα τους καταδίωκαν και θα τους σκότωναν. Απελπισμένη πίεσε τον εαυτό της να πεθάνει στα χέρια των Γήινων. Μα η ζωή της αντιστάθηκε και το συντριμμένο σώμα της έζησε αρκετά ώστε να αντιληφθεί τη βροντερή έκρηξη στον ουρανό που σήμαινε σίγουρα την καταστροφή της φυλής της. Πέθανε πιστεύοντας πως κάθε ελπίδα ήταν νεκρή. Παρ' όλα αυτά δεν είπε τίποτε στους βασανιστές της.

    Μεγάλοι κίνδυνοι περίμεναν αυτούς που προσπαθούσαν να απογειώσουν το Ονειρο.

    «Αν το πιθηκίσιο μυαλό σας έχει αποφασίσει στα σοβαρά να απογειώσει αυτό το πλοίο, ρυθμίστε πρώτα το μοχλό ζυγοστάθμισης αλλιώς θα σκοτωθούμε όλοι».

    Μιλούσε ο Γήινος πιλότος - ο τρίτος που είχε πιαστεί και έτσι δεν χρειάστηκε να του κλείσουν το στόμα.

    «Εμπρός, κατεβάστε το μοχλό! Τώρα βρίσκεται στη θέση προσγείωσης, ναι, αυτός ο κόκκινος. Δεν έχω καμμία διάθεση να γίνω κομμάτια».

    Ο νεαρός Τζιβάντ, αθέατος σχεδόν μέσα στο πελώριο κάθισμα του κυβερνήτη προσπαθούσε απεγνωσμένα να φέρει στο μυαλό του ολόκληρη την κοπιαστικά αποκτημένη μνημονική εγγραφή των οργάνων διακυβέρνησης του πλοίου. Κόκκινος μοχλός, κόκκινος μοχλός… Οχι, δεν ήταν σίγουρος. Γύρισε, πίσω και κοίταξε τους αιχμαλώτους. Ηταν απίστευτο να βλέπεις τα τρία πελώρια σώματα δεμένα και ανίσχυρα., ακουμπησμένα στον τοίχο που σε λίγο τηα γινόταν πάτωμα. Στο διπλανό του κάθισμα ο Μπισλάτ τους σημάδευε με το όπλο του. Ηταν ένα από τα δύο κλεμμένα Γήινα όπλα που είχαν κρύψει εδώ και πολύ καιρό γι' αυτή, τη πιο κρίσιμη στιγμή του έργου τους: την εξουδετέρωση των Γήινων πάνω στο Ονειρο. Ο πρώτος αστροναύτης νόμιζε πως αστειεύονταν μέχρι που ο Τζιβάντ του έκαψε τα πόδια μέσα απ' τις μπότες του.

    Τώρα κείτονταν βογγώντας πού και πού μέσα από το φιμωμένο στόμα του. Οταν έπιασε τη ματιά του Τζιβάντ, κούνησε έντονα το κεφάλι επιβεβαιώνοντας την προειδοποίηση του πιλότου.

    «Τον έχω αφήσει στη θέση προσγείωσης», επανέλαβε ο πιλότος. «Αν δοκιμάσεις να το απογειώσεις στη θέση αυτή θα σκοτωθούμε όλοι!» Ο τρίτος αιχμάλωτος έγνεψε και αυτός καταφατικά.

    Το μυαλό του Τζιβάντ σάρωνε απεγνωσμένα ξανά και ξανά τη μνημονική εικόνα. Το Ονειρο ήταν ένα παλιό πλοίο, όχι ακόμα τυποποιημένο. Ο Τζιβάντ συνέχισε τη διασικασία ανάφλεξης χωρίς ν' αγγίζει τον κόκκινο μοχλό.

    «Κατέβασέ τον, βλάκα!» φώναξε ο πιλότος. «Θεέ και Κύριε, θέλεις να σκοτωθείς;»

    Ο Μπισλάτ κοίταζε ανήσυχος πότε τον Τζιβάντ και πότε τους Γήινους. Είχε μάθει κι αυτός τους πίνακες του φορτηγού μεταφοράς αμλάτ αλλά όχι τόσο καλά.

    «Είσαι σίγουρος, Τζιβάντ;»

    «Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Νομίζω πως στα παλιά πλοία υπάρχει ένας μηχανισμός ασφαλείας που αλλοιώνει ή αδειάζει τα καύσιμα ώστε να μην μπορεί να γίνει ανάφλεξη. Είναι αυτό που ονομάζουν ματαίωση. Βλέπεις το Γήινο σύμβολο μ;»

    Ο πιλότος είχε πιάσει την κουβέντα τους.

    «Δεν είναι ματαίωση, είμαι μετάταξη! Μ σημαίνει μετάταξη, ηλίθιε πίθηκε. Κατέβασε το μοχλό αλλιώς θα τιναχτούμε στον αέρα».

    Οι άλλοι δύο κουνούσαν τα κεφάλια τους γνέφοντας ναι.

    Ολόκληρο το σώμα του Τζιβάντ είχε γίνει μπλε και έτρεμε από την υπερένταση. Οι μνήμες του έμοιαζαν να υποχωρούν, να θολώνουν, να διαλύονται. Ποτέ ως τώρα ένας Τζοϊλάνι δεν είχε αμφισβητήσει, δεν είχε παρακούσει τη διαταγή ενός Γήινου. Βάζοντας όλη του τη δύναμη κρατήθηκε από το ξεθωριασμένο ξεφτίδι ενός κιτρινισμένου πίνακα που ανέμιζε μέσα στο μυαλό του.

    «Νομίζω πως δεν είναι έτσι», είπε αργά.

    Παίρνοντας στα λεπτά του δάκτυλα τη ζωή όλου του λαού του πίεσε το κουμπί ανάφλεξης και απογείωσης.

    Διαδοχικά κλικ - ένα τρίξιμο μετάλλων - ένα βραχνό σφύριγμα που γρήγορα μετατράπηκε σ' ένα αφόρητο μουγκρητό από κάτω τους. Το παλιό φορτηγό έτριξε, ζορίστηκε, κουνήθηκε δυσάρεστα. Θα τιναζόταν όλο στον αέρα; Η ψυχή του Τζιβάντ πέθανε χίλιες φορές.

    Ο ορίζοντας γύρω τους όμως παρέμεινε επίπεδος. Το Ονειρο υψωνόταν τρέμοντας ολόκληρο, ανεβαίνε κερδίζοντας όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα καθώς ορμούσε με τινάγματα και τραντάγματα προς το διάστημα. Ολα τα ορόσημα χάθηκαν πίσω τους. Βρίσκονταν εν πτήσει! Ο Τζιβάντ, ακινητοποιημένος στο κάθισμα θριάμβευε. Δεν είχαν συντριφτεί! Είχε δίκιο, ο Γήινος έλεγε ψέματα.

    Οι εξωτερικοί θόρυβοι χάθηκαν ένας - ένας. Το Ονειρο είχε ξεφύγει από την ατμόσφαιρα και ταξίδευε προς τ' αστέρια!

    Οχι μόνο του όμως.

    Τη στιγμή που η πίεση χαλάρωνε και η χαρά άρχισε να συνεπαίρνει ολόκληρο το πλοίο, τη στιγμή που ο πρώτος από τους συντρόφους του ερχόταν να του πει πως κάτω όλα πήγαιναν καλά και ο Θεραπευτής πλησίαζε τον Γήινο για να περιποιηθεί το καμένο πόδι του - μια δυνατή Γήινη φωνή εισέβαλε μέσα στην καμπίνα.

    «Εσείς απ΄ το Ονειρο, σταματήστε. Αντιστρέψτε πορεία. Μπείτε αμέσως σε τροχιά για πλεύρισμα αλλιώς θα σας ρίξουμε».

    Οι Τζοϊλάνι τινάχτηκαν πίσω. Ο Τζιβάντ είδε πως η φωνή προερχόταν από τον ασύρματο που είχε μπει σε λειτουργία μαζί με τις άλλες διαδικασίες απογείωσης.

    «Αυτό είναι το περιπολικό» τους είπε ο Γήινος πιλότος. «Μας καταδιώκουν. Τώρα είσαι υποχρεωμένος να παραδοθείς πίθηκε. Αλλιώς θα μας τινάξουν πραγματικά στο διάστημα».

    Ενα ξερό κροτάλισμα ακούστηκε από ένα όργανο στα δεξιά του Τζιβάντ. Δείκτης Εγγύτητας Μάζας, διάβασε. Αθέλητα γύρισε προς τον Γήινο πιλότο.

    «Δεν είναι τίποτε, ένα απ' αυτά τα καταραμένα φεγγάρια. Κοίτα, πρέπει πραγματικά να κάνεις πίσω. Αυτή τη φορά δεν σε κοροϊδεύω. Θα σου πω τι να κάνεις».

    «Μπείτε σε τροχιά έτοιμοι για πλεύρισμα», αντήχησε πάλι βροντερή η φωνή.
    Ο Τζιβάντ όμως είχε στραφεί κι έκανε κάτι άλλο. Δεν ήταν σωστό. Σίγουρα θα σκοτώνονταν όλοι - ήξερε όμως πως αυτό θα προτιμούσε ο λαός του.

    «Τελευταία προειδοποίηση. Τώρα θα σας ρίξουμε», είπε ψυχρά η φωνή του καταδρομικού.

    «Δεν αστειεύονται!» ούρλιαξε ο Γήινος πιλότος. «Για όνομα του Θεού, αφήστε με να τους μιλήσω, αφήστε να δηλώσω λήψη!» Οι άλλοι Γήινοι κοίταζαν αγριεμένοι, παλεύοντας μέσα στα δεσμά τους. Ο φόβος τους ήταν αληθινός, διαπίστωσε ο Τζιβάντ, πολύ διαφορετικός απ' ό,τι πρωτύτερα. Αυτό που είχε να κάνει δεν ήταν δύσκολο αλλά χρειαζόταν χρόνο. Τα δάχτυλά του βρήκαν το κουμπί του ασυρμάτου, το άνοιξε και άρχισε να μιλάει αγνοώντας τη φρίκη που ζωγραφιζόταν στα μάτια του Μπισλάτ.

    «Θα σταματήσουμε. Παρακαλώ περιμένετε. Είναι δύσκολο».

    «Ετσι μπράβο!» Η ανάσα του πιλότου έβγαινε λαχανιαστή από την ανακούφιση. «Εντάξει τώρα. Βλέπεις αυτόν τον υπολογιστή δέλτα-V, κάτω από το δείκτη ώσεως; Μπα, είναι δύσκολο να σου δώσω να καταλάβεις. Ασε με να το κάνω εγώ, δεν θα πάθεις τίποτε».

    Ο Τζιβάντ τον αγνόησε και συνέχισε το μοιραίο έργο του. Γεμάτος σεβασμό τροφοδότησε στον υπολογιστή τις συντεταγμένες, τις ιερές συντεταγμένες που είχαν χαραχτεί στο μυαλό του από την παιδική ηλικία, τους αριθμούς που θα μπορούσαν, αν τα είχαν κάνει όλα σωστά, να τους ταξιδέψουν μέσα από το διάστημα-ταυ στα άστρα των Τζοϊλάνι.

    «Σου δίνουμε τρία μινίμ να συμμορφωθείς», είπε η φωνή.

    «Κοίτα, το λένε σοβαρά!» φώναξε ο πιλότος. «Μα τι κάνεις; Αφησέ με να σε βοηθήσω!».

    Ο Τζιβάντ συνέχισε το έργο του. Ο δείκτης εγγύτητας μάζας κροτάλιζε πιο δυνατά, τον αγνόησε κι αυτόν. Οταν στράφηκε προς τη μικρή κονσόλα ταυ, ο πιλότος ξαφνικά κατάλαβε.

    «Οχι! Οχι!» ούρλιαξε. «Για τ' όνομα του Θεού, μην το κάνεις αυτό! Δεν καταλαβαίνεις βλάκα πως αν μπεις στο ταυ τόσο κοντά στο πλανήτη θα συντριβούμε πάνω στη μάζα του;» Η φωνή του είχε γίνει ένα δυνατό ουρλιαχτό. Οι άλλοι δύο μούγκριζαν ακατάληπτα και πάλευαν με τα δεσμά τους.

    Σίγουρα είχαν δίκιο, σκέφτηκε θλιβερά ο Τζιβάντ. Η δόξα μιας στιγμής - και τώρα το τέλος.

    «Σ' ένα μινίμ πυροβολούμε», ακούστηκε η άχρωμη φωνή του περιπολικού.

    «Σταμάτα! Οχι! Μη!» ούρλιαξε ο πιλότος.

    Ο Τζιβάντ κοίταξε τον Μπισλάτ που είχε καταλάβει τώρα τι γινόταν. Χαμογέλασε με το πραγματικό τζοϊλάνι χαμόγελο των σουφρωμένων χειλιών και έκανε το τελετουργικό νεύμα της Αποδοχής-του- τέλους. Οι Τζοϊλάνι που περίμεναν στο διάδρομο κατάλαβαν αμέσως, μια σιωπή ταξίδεψε σαν αναστεναγμός σ' ολόκληρο το πλοίο.

    «Βολή πρώτη», ανήγγειλε η φωνή του περιπολικού.

    Ο Τζιβάντ πάτησε αποφασιστικά το κουμπί του ταυ.

    Μια σειρήνα ούρλιαξε και σταμάτησε, τα χρώματα χάθηκαν, ένας τρελλός κραδασμός συγκλόνισε την υφή του διαστήματος, καθώς, χάρη σε μια τύχη που συναντιέται μόνο μια φορά στο εκατομμύριο, τα τρία μεγαλύτερα κοντινά φεγγάρια απέκρυψαν το ένα το άλλο σε συνδυασμό με τις χαμηλές πρόσθετες ενέργειες του περιπολικού και του εκτοξευμένου βλήματός του με τέτοιο τρόπο που για ένα μικρό-μικρό-μινίμ το Ονειρο βρέθηκε σε μηδενική σχεδόν απόσταση από την πλανητική μάζα. Μέσα σ' αυτή την ελάχιστη στιγμή τίναξε προς τα έξω το πεδίο-ταυ του, τύλιξε γύρω του τις κανονικές διαστάσεις και εκσφενδονίστηκε σαν ζουληγμένο κουκούτσι μέσα στην ασυνέχεια του όντος που είναι το διαστημα-ταυ.

    Ο κοντινός χωροχρόνος συγκλονίστηκε ολόκληρος από την έκρηξη. Το κύμα συνεπήρε τα φεγγάρια και τον πλανήτη από κάτω. Τόσο ξυστά πέρασε το Ονειρο στην αστραπιαία διαφυγή του που μια λάμα αστραφτερού μετάλλου από το περιπολικό κι ένας βράχος με χώμα και χορτάρια βρέθηκαν αργότερα αξεδιάλυτα ενσωματωμένα στην ύλη του αμπαριού της πρύμνης, προς μεγάλη κατάπληξη των Τζοϊλάνι.

    Στο μεταξύ η χαρά τους ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσε να εκφραστεί παρά με ένα και μόνο τρόπο: σ' ολόκληρο το πλοίο οι Τζοϊλάνι ύψωσαν τις φωνές τους στον ιερό ύμνο.

    Ηταν ελεύθεροι! Το Ονειρο είχε μπει στο διάστημα-ταυ όπου κανείς εχθρός δεν μπορούσε να τους βρει! Είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους.



    Εδώ αρχίζει το ημερολόγιο της πορείας του Ονειρου μέσα από το διάστημα -ταυ που αν και άχρονο το ίδιο, απαιτούσε συγκεκριμένο χρόνο…

    Ο Τζατκάν άφησε την πολύτιμη παλιά περγαμηνή να τυλιχτεί μόνη της και την απόθεσε προσεκτικά πλάι για ν' αγγίξει το χέρι ενός συντρόφου. Ηταν ένα από τα βρέφη που μπήκαν κρυμμένα στα δοχεία του αμλάτ, μερικές φορές του φαινόταν πως θυμόταν τη μεγάλη νύχτα της απόδρασής τους. Πάντως θυμόταν σίγουρα την αίσθηση της απέραντης χαράς, την ανακούφιση της απαλλαγής από το φοβερό εφιάλτη.

    «Η αναμονή είναι μακριά», είπε ο μικρότερος σύντροφός του, που μόλις είχε βγει από την παιδική ηλικία. «Πες μας ξανά για τα Γήινα τέρατα».

    «Δεν ήταν τέρατα, μόνο πολύ διαφορετικοί», διόρθωσε με καλοσύνη ο Τζατκάν το παιδί. Η ματιά του συνάντησε τα μάτια της Σαλασβάτι που απασχολούσε τους νεαρούς συντρόφους της στο φιλιστρίνι του μικροσκοπικού αρχειοφυλακίου. Του ήρθε στο μυαλό πως όταν η Σάλας κι αυτός γερνούσαν θα ήταν οι τελευταίοι Τζοϊλάνι που είχαν δει με τα μάτια τους ένα Γήινο. Και οπωσδήποτε θα ήταν οι τελευταίοι που θυμούνταν τη δύναμη τους, τον τρόμο που σκορπούσαν και τους εξετευλισμούς της δουλείας που σημάδεψαν τις ψυχές των γονιών τους. Βέβαια αυτό είναι καλό, σκέφτηκε, δεν είναι όμως κατά κάποιο περίεργο τρόπο, κι ένα χάσιμο;

    «-κοκκινωποί, ή καμιά φορά κίτρινοι ή καφετιοί, σχεδόν άτριχοι με μικρά λαμπερά μάτια», έλεγε στο παιδί. «Και πολύ ψηλοί, περίπου ως το φινιστρίνι εκεί κάτω. Και μια μέρα που επέτρεψαν στους στρεις που ήταν μέσα στο Ονειρο να βγουν να γυμναστούν, αυτοί όρμησαν μέσα στο χειριστήριο και άλλαξαν τη γυροσκοπική ρύθμιση και το πλοίο άρχισε να στριφογυρίζει όλο και πιο γρήγορα έτσι που πέσαμε όλοι κάτω και κολλήσαμε στους τοίχους. Λογάριαζαν στη μεγαλύτερη δύναμή τους, βλέπεις».

    «Ετσι θα καταλάμβαναν το Ονειρο και θα έβγαιναν από το διάστημα-ταυ, ανάμεσα στα Γήινα αστέρια!» Οι δύο θηλυκές σύντρόφισσές του απάγγειλαν μαζί. «Αλλά ο γερο-Τζιβάντ μας έσωσε».

    «Ναι. Τότε όμως ήταν νέος ο Τζιβάντ. Για μεγάλη μας τύχη βρισκόταν στον κεντρικό διάδρομο, εκεί ακριβώς που ήταν φυλαγμένα τα παλιά όπλα που δεν τα είχε αγγίξει κανείς από πολλές εκαντοντάδες μέρες».

    Μια συντρόφισσα χαμογέλασε: «Η τύχη των Τζοϊλάνι».

    «Οχι», τη διόρθωσε ο Τζατκάν. «Δεν πρέπει να γινόμαστε προληπτικοί. Ηταν μια απλή σύμπτωση».

    «Και τους σκότωσε όλους!» ξέσπασε μ' ενθουσιασμό το παιδί.

    Μια σιωπή ακολούθησε.

    «Ποτέ μη χρησιμοποιείς τη λέξη αυτή τόσο επιπόλαια», είπε αυστηρά ο Τζατκάν. «Σκέψου τι σημαίνει, μικρέ. Η Τζαϊλασανάθα-»

    Καθώς νουθετούσε το παιδί, το μυαλό του κατέγραψε γι' άλλη μια φορά το παράδοξο της κουβέντας του: Ο «μικρός» ήταν ήδη τόσο ψηλός όσο κι ο ίδιος που ήταν με τη σειρά του πιο ψηλός και πιο γεροδεμένος από τους γονείς του. Αυτό δεν μπορούσε να οφείλεται παρά στο γεγονός ότι τα παιδιά έτρωγαν τη Γήινη τροφή, όσο λίγη κι αν ήταν, από τον ανακυκλωτή του πλοίου. Οταν οι γεροντότεροι είδαν πόσο μεγάλωναν τα παιδιά, θυμήθηκαν άλλον ένα παλιό μύθο: ότι οι πρόγονοί τους κάποτε ήταν γίγαντες που είχαν ατροφήσει από κάποια έλλειψη στο έδαφος του πλανήτη. Θα αποδεικνύονταν εξίσου αληθινοί όλοι οι παλιοί μύθοι και θρύλοι;

    Στο μεταξύ προσπαθούσε να εξηγήσει ακόμη μια φορά στο παιδί και τους άλλους, πόσο φοβερή ήταν η απόφαση που αναγκάστηκε να πάρει ο Τζιβάντ, καθώς και το ύψος της αγωνίας όταν τον εμπόδισαν να εξιλεωθεί αυτοκτονώντας. Η μέρα αυτή είχε σημαδέψει βαθιά τη μνήμη του Τζατκάν. Πρώτα το τίναγμα πάνω στους τοίχους, η σύγχυση - οι εκρήξεις - η σωτηρία τους, και μετά οι ατελείωτες ώρες τελετουργικής συζήτησης, η προσπάθεια να πείσουν τον Τζιβάντ ότι οι γνώσεις του για το πλοίο ήταν υπερβολικά πολύτιμες για να χαθούν. Ο πόνος στη φωνή του Τζιβάντ καθώς εξομολογιόταν. «Εκανα και την εγωιστική σκέψη ότι θα μας έμενε το νερό τους, η τροφή τους, ο αέρας τους».

    «Γι' αυτό δεν τρώει ποτέ κανονική μερίδα και κοιμάται πάνω στο γυμνό ατσάλι».

    «Και γι' αυτό είναι πάντα λυπημένος», είπε το παιδί σμίγοντας τα φρύδια στην προσπάθειά του να καταλάβει πραγματικά.

    «Ναι». Μα ο Τζατκάν ήξερε ότι ποτέ δεν θα καταλάβαινε πραγματικά, πως να καταλάβει, όποιος δεν είχε δει τη φρίκη του βίαιου θανάτου της σάρκας που ήταν κάποτε ζωντανή, ακόμα κι αν ήταν ξένη και εχθρική. Τα τρία πτώματα είχαν τοποθετηθεί με το απαιτούμενο τελετουργικό στις δεξαμενές ανακύκλωσης, όπως γινόταν και με τα δικά τους. Τώρα πια όλοι οι Τζοϊλάνι πρέπει να περιείχαν στο σώμα τους κάποια μόρια που ήταν κάποτε Γήινα,

    Περίεργη ειρωνεία.

    Μια σκέψη σκίασε το μυαλό του. Πριν από μερικές μέρες ήταν σίγουρος πως τα παιδιά αυτά, και τα παιδιά των παιδιών τους, δεν θα χρειάζονταν ποτέ να μάθουν τι σήμαινε να σκοτώνεις. Τώρα πια δεν ήταν τόσο σίγουρος… Εδιωξε μακριά τη σκέψη αυτή.

    «Το ημερολόγιο κρατήθηκε κανονικά ως σήμερα;» ρώτησε η Σαλασβάτι από το παράθυρο.

    Σαν τον Τζατκάν δυσκολευόταν κι αυτή να κρατήσει φρόνιμους τους μικρούς συντρόφους της στη διάρκεια της επίσημης αυτής αναμονής.

    «Βέβαια».

    Τα δάχτυλα του Τζατκάν φυλλομέτρησαν απαλά τις πολύχρωμες σελίδες του τελευταίου ημερολογίου πάνω στο αναλόγιο. Ηταν μια συρραφή από οτιδήποτε χαρτιά και χάρτες είχαν μπορέσει να βρουν. Η καθαρή γραφή των Τζοϊλάνι άστραψε μπροστά του, από σελίδα σε σελίδα: «Πείνα… μείωση των μερίδων… σπασμένο, το νερό λιγοστό… επισκευές… μείωση πάλι στις μερίδες των ενηλίκων… το οξυγόνο χαμηλό… τα παιδιά… μείωση νερού… τα παιδιά χρειάζονται… πόσον καιρό ακόμα θα μπορέσουμε να… όπου νάναι τελειώνει, όχι αρκετό… όταν…»

    Ναι , αυτή ήταν όλη η ζωή τους, οι ζωές όλων: μια αυξανόμενη έλλειψη μέσα σ' έναν περιστρεφόμενο κύλινδρο που ήταν ο κόσμος τους. Και η αδυσώπητη αβεβαιότητα: Θα 'βγαιναν ποτέ από το ταυ; Και αν ναι, πού θα 'βγαιναν; Η μήπως θα συνέχιζαν αιώνια μέχρι να πεθάνουν όλοι εδώ μέσα στο άχρονο, σκοτεινό κενό;

    Και τα σπάνια αλλόκοτα συμβάντα, τα πράγματα που διέκριναν φευγαλέα, όπως το περίεργο φωτεινό πλοίο-φάντασμα που άνθισε ξαφνικά δίπλα τους με τα ασύλληπτα αλλόμορφα πλάσματα να κοιτάζουν απ' τα παράθυρα - και χάθηκε το ίδιο ξαφνικά.

    Κάπου, μέσα στους μαγικούς υπολογιστές του Ονείρου, τα κυκλώματα δούλευαν κατευθύνοντας το διαστημόπλοιο προς τις συντεταγμένες του προορισμού τους, κανείς όμως δεν ήξερε πως να ελέγξει την πορεία του προγράμματος, ούτε και αν λειτουργούσε ακόμα. Η ανελέητη αναμονή είχε αφήσει τα σημάδια της με διαφορετικό τρόπο πάνω στον καθένα καθώς οι κύκλοι των εκατό ημερών περνούσαν στις χιλιάδες. Μερικοί έπαψαν εντελώς να μιλούν, άλλοι ψιθύριζαν ατελείωτα τελετουργικά. Αλλοι προσπαθούσαν ν' απασχοληθούν με ασήμαντες ασχολίες. Ο γέρο-Μπισλάτ ήταν ο αρχηγός τους εδώ, το θάρρος και το κέφι του ήταν αδάμαστο. Αλλά ο Τζιβάντ ήταν εκείνος που παρά την αποτρόπαιη πράξη του, παρά τη σιωπή και την απομόνωση που είχε επιβάλλει στον εαυτό του, εξακολουθούσε πάντα να είναι το σύμβολο της πίστης τους. Δεν ήταν επειδή είχε απογειώσει το Ονειρο, επειδή τους είχε σώσει, όχι μία αλλά δύο φορές, ήταν για την αληθινή αγνότητα της καρδιάς του… Ο Τζατκάν σκέφτηκε, γυρίζοντας τις σελίδες, πως ίσως όλα να ήταν πιο εύκολα για τα παιδιά που δεν είχαν γνωρίσει άλλη ζωή από την προσμονή της Ημέρας.

    Κι ύστερα - η αλλαγή στο γράψιμο της τελευταίας σελίδας μιλούσε από μόνη της - είχε έρθει το θαύμα, η πρώτη από τις Ημέρες. Εντελώς απρόσμενα, εκεί που ετοιμάζονταν για την τρισχιλιοστή και κάτι περίοδο ύπνου, το πλοίο άρχισε να τρέμει, και πρωτάκουστοι μηχανικοί ήχοι αντήχησαν γύρω τους. Τινάχτηκαν όλοι ξαφνιασμένοι, σαστισμένοι. Τρομακτικά τριξίματα ακολούθησαν σαν να δοκιμάζονταν τα μέταλλα πέρα από κάθε αντοχή και το γέρικο πλοίο αποδέσμευε το πεδίο ταυ του, αναπτύσσοντας τον όγκο του στο κανονικό διάστημα.

    Ποιό διάστημα όμως! Αστέρια - οι ήλιοι του θρύλου -έλαμπαν σε κάθε φινιστρίνι, άλλα πάνω στο βαθύ μαύρο σκοτάδι, άλλα στεφανωμένα με αστραφτερά φωτεινά νέφη! Παιδιά και μεγάλοι έτρεξαν παραζαλισμένοι από παράθυρο σε παράθυρο, φωνάζοντας από θαυμασμό και χαρά.

    Η συνειδητοποίηση άργησε αλλά ήρθε: βρίσκονταν ακόμα μόνοι μέσα στο απέραντο, αδειανό, άγνωστο διάστημα, ανάμεσα σε άγνωστα όντα και δυνάμεις με όλο και μεγαλύτερες ελλείψεις στα απαραίτητα για την επιβίωση.
    Οι από χρόνια πολλά προσχεδιασμένες ενέργειες έγιναν. Ο πομπός ρυθμίστηκε να στέλνει το σήμα κινδύνου των Τζοϊλάνι, στη μεγαλύτερη δυνατή εμβέλεια κατά τη γνώμη του γερο-Τζιβάντ. Ενα γενναίο απόσπασμα βγήκε έξω φορώντας απίθανα μεταποιημένες διαστημικές στολές των Γήινων. Μουντζούρωσαν το άσχημο Γήινο άστρο, μετατρέποντάς το στον τεράστιο Ηλιο-της-Λαμπρότητας. Πάνω από τις Γήινες λέξεις έγραψαν την λέξη που σήμαινε Ονειρο στη γλώσσα των Τζοϊλάνι. Αν βρίσκονταν ακόμα στη Γήινα αυτοκρατορία θα ήταν διπλά χαμένοι.

    «Η μητέρα μου βγήκε έξω», είπε ο μεγαλύτερος σύντροφος του Τζατκάν με περηφάνια. «Ηταν μια δουλειά επικίνδυνη και πολύ τολμηρή και δύσκολη».

    «Ναι», είπε ο Τζατκάν αγγίζοντας τον με αγάπη.

    «Θα 'θελα να μπορούσα να βγώ έξω τώρα», είπε ο μικρότερος.

    «Θα βγεις. Περίμενε».

    «Πάντα αυτό το 'περίμενε'. Και τώρα περιμένουμε».

    «Ναι».

    Περίμεναν πάντα - αχ ναι, όλο περίμεναν με τις συνθήκες να επιδεινώνονται μέρα τη μέρα και την ελπίδα να σβήνει. Μη γνωρίζοντας άλλη πορεία, τράβηξαν με βήμα χελώνας για το κοντινότερο λαμπερό άστρο. Ελάχιστοι πίστευαν ότι περίμεναν κάτι περισσότερο από το θάνατο.

    Ως τη μέρα εκείνη - τη σπουδαιότερη απ' όλες τις Ημέρες - που μια περίεργη σπίθα άστραψε ξαφνικά μπροστά τους κι όταν μεγάλωσε έγινε ένα τεράστιο διαστημόπλοιο που τους πλησίαζε.

    Και είδαν στην πλώρη του τον Ηλιο-της-Λαμπρότητας.

    Ακόμα και το πιο μικρό παιδί θα το θυμάται αυτό για πάντα.

    Με τρόπο σχεδόν μαγικό το ξένο πλοίο τους πλησίασε, τους έπιασε στις άρπαγές του και παραβίασε την από χρόνια σκουριασμένη κεντρική θύρα. Και οι ταξιδιώτες του Ονείρου είδαν όλα τα όνειρά τους να επαληθεύονται καθώς μέσα σε μια πνοή καθαρού αέρα οι παράξενοι Τζοϊλάνι - μπήκαν στο πλοίο. Ηταν Τζοϊλάνι - αλλά γίγαντες, ψηλοί σαν τους Γήινους, γεροδεμένοι και στητοί, λάμποντας από υγεία, με τα χέρια υψωμένα στον πανάρχαιο χαιρετισμό. Πως στένεψαν τα ρουθούνια τους στον βρώμικο αέρα του Ονείρου! Πως άνοιξαν κατάπληκτοι τα μάτια τους όταν αντήχησε γύρω τους το τραγούδι των ευχαριστιών!

    Κι ανάμεσα σ' όλα αυτά ο αρχηγός τους επανέλαβε υπομονετικά με προφορά λίγο παράξενη, αλλά κατανοητά «Είμαι ο Χανρίντ Τζεμνάλ Βιζάντ. Ποιοί είσαστε εσείς;» Κι όταν μια μικροσκοπική γερασμένη θηλυκιά Τζοϊλάνι όρμησε πάνω του με φύλλα κομμένα από τις υδροκαλλιέργειες και προσπάθησε να τον στεφανώσει φωνάζοντας: «Τζεμνάλ! Τζαμνάλ! Γιε μου χαμένε! Ω γιέ μου, γιέ μου!» Είχε χαμογελάσει αμήχανα και σκύβοντας την αγκάλιασε ονομάζοντάς την «Μητέρα», πριν να την παραμερίσει ευγενικά.

    Μετά ακολούθησαν οι εξηγήσεις, η κατάπληξη καθώς οι μεγαλόσωμοι Τζοϊλάνι σκορπίστηκαν να εξετάσουν το Ονειρο ο καθένας με μια συνοδεία από έκθαμβους θαυμαστές. Εξέτασαν τους παλιούς χάρτες, άνοιξαν και ερεύνησαν το πρόγραμμα ταυ με μεγάλη επιδεξιότητα. Εμοιαζαν κι αυτοί ενθουσιασμένοι. Το Ονειρο είχε πραγματοποιήσει ένα απίστευτο κατόρθωμα. Ενας από τους γίγαντες άρχεισε τις ερωτήσεις: σκοτεινές, ακατάληπτες ερωτήσεις πάνω στα Γήινα πλοία που είχαν δει, τα χρώματα και τα διακριτικά στα ρούχα των Γήινων. «Αργότερα, αργότερα», είχε πει ο Χανρίντ Τζεμνάλ. Και μετά έβαλαν μπρος την πρακτική διαδικασία προμήθειας τροφής και νερού, και της αλλαγής του αέρα.

    «Προγραμματίζουμε την πορεία σας για τη βάση του τομέα», του είπε. «Τρεις δικοί μας θα έρθουν μαζί σας όταν θα είσαστε έτοιμοι».

    Μέσα στο γενικό ενθουσιασμό ο Τζατκάν δεν θυμόταν πότε ακριβώς πρόσεξε ότι οι Τζοϊλάνι σωτήρες τους ήταν οπλισμένοι.

    «Είναι αστροναύτες περιπόλου», είπε διστακτικά ο γέρο-Μπισλάτ. «Το Χανρίντ είναι στρατιωτικός τίτλος. Το πλοίο αυτό είναι πολεμικό, προστάτης της Ομοσπονδίας Κόσμων των Τζοϊλάνι».

    Χρειάστηκε να εξηγήσει στα παιδιά τι σήμαινε αυτό.

    «Σημαίνει ότι δεν είμαστε πια ανίσχυροι!» Τα γέρικα μάτια του έλαμπαν. «Σημαίνει ότι η πίστη μας, η Καλοσύνη-εν-τιμή, ο δρόμος της Τζαϊλασανάθα, ποτέ πια δεν θα εξευτελιστεί από την ωμή βία».

    Ο Τζατκάν καταλάβαινε αν και δεν είχε γνωρίσει τον εξετελισμό. Μια υπέροχη έξαρση γέμισε την καρδιά όλων. Ακόμα και του γέρου Τζιβάντ το πρόσωπο μαλάκωσε λίγο χάνοντας τη συνηθισμένη αυστηρή του έκφραση.

    Μετά ανέβηκαν στο πλοίο μερικές θηλυκιές Τζοϊλάνι - νέα θαύματα. Πανέμορφες γιγάντισες που τους έκαναν περίεργα και συχνά δυσάρεστα πράγματα. Ο Τζατκάν έμαθε καινούριες λέξεις: εμβολιασμός, μόλυνση, αντισηψία. Τους πήραν τα ρούχα και όταν τους τα ξαναγύρισαν έμοιαζαν και μύριζαν διαφορετικά. Ο Τζατκάλ άκουσε τον Χανρίντ Τζεμνάλ να μιλάει σε μία από τις θεές.

    «Το ξέρω, Χανλάλ. Θα 'θελες ν' αδειάσεις ολόκληρο το σκάφος και να πετάξεις τα πάντα εκτός από τα γυμνά τους σώματα στο διάστημα. Πρέπει να καταλάβεις όμως ότι έχουμε μπροστά μας την ίδια την ιστορία. Αυτά τα κουρέλια, αυτό το θλιβερό κοτέτσι, είναι καυτή, ζωντανή ιστορία. Και τεκμήριο, αν το προτιμάς έτσι. Οχι λοιπόν. Καθάρισέ τους, αποστείρωσέ τους. Εμβολίαζε, ξεσκόνιζε και ψέκαζε όσο θέλεις. Ασε όμως τα πάντα εκεί που βρίσκονται».

    «Μα, Χανρίντ…»

    «Είπα όχι».

    Ο Τζατκάν δεν είχε πολύ καιρό να τα σκεφτεί όλα αυτά, ήταν η μέρα της μεγάλης επίσκεψής τους στο θαυμαστό πολέμικό πλοίο. Εκεί είδαν και άγγιξαν θαύματα, όλα σε γιγάντιο μέγεθος. Μετά έφαγαν ένα εξαίσιο γεύμα κι ύστερα τραγούδησαν όλοι μαζί και έμαθαν καινούρια λόγια σε μερικά απο τα τραγούδια των Τζοϊλάνι. Οταν γύρισαν τελικά στο πλοίο το Ονειρο ήταν ποτισμένο ολόκληρο με μια περίεργη μυρωδιά που τους έκανε να φτερνίζονται για μέρες. Σύντομα μετά απ΄αυτό διαπίστωσαν ότι η φαγούρα τους είχε μειωθεί πάρα πολύ, τα ζωύφια που αποτελούσαν μέρος της ζωής τους έμοιαζαν να έχουν φύγει.

    «Τα έδιωξαν», εξήγησε η μητέρα του Τζατκάν. «Φαίνεται πως δεν κάνουν καλό στα πλοία».

    «Τα σκότωσαν», παρατήρησε άχρωμα ο γερο-Τζιβάντ σπάζοντας τη σιωπή του.
    Οι τρεις μεγαλόσωμοι Τζοϊλάνι που θα τους οδηγούσαν με ασφάλεια στη βάση του τομέα ήρθαν στο πλοίο. Ο Χανρίντ Τζεμνάλ έκανε τις συστάσεις. «Και τώρα πρέπει να σας αποχαιρετήσω. Σας περιμένει μια θερμή υποδοχή».
    Οταν τραγούδησαν για χάρη του και για χάρη των άλλων τον ύμνο του αποχαιρετισμού, ήταν τόσο συγκινητικό όσο και την πρώτη μέρα σχεδόν.

    Οι τρεις οδηγητές τους ασχολήθηκαν με μυστήριες διορθώσεις στο μηχανισμό τους Ονείρου. Ο γερο-Μπισλάτ και μερικοί από τους άλλους αρσενικούς παρακολουθούσαν με περιέργεια, προσπαθώντας να καταλάβουν, μα ο Τζιβάντ έμοιαζε να μην ενδιαφέρεται πια. Σε λίγο βυθίστηκαν και πάλι στο διάστημα-ταυ, πόσο διαφορετικά όμως τώρα, με άφθονο αέρα και τρόφιμα για όλους! Σε δέκα μόνο περιόδους ύπνου ο γνωστός πια κραδασμός τράνταξε το Ονειρο και αναδύθηκαν στο φως μ' ένα εκθαμβωτικό γαλάζιο ήλιο στα παραθυρά τους.

    Ενας πλανήτης παρουσιάστηκε μπροστά τους. Ο πιλότος Τζοϊλάνι έστρεψε το πλοίο προς τον ορίζοντα που σκοτείνιαζε και κατέβηκε αργά προς το τεράστιο διαστημικό λιμάνι. Αμέτρητα διαστημόπλοια περίμεναν εκεί, κατάφωτα, και πέρα από το ίδιο λιμάνι απλωνόταν ένα πλατύ δίχτυ με πετράδια, σαν χιλιάδες γήινα αστέρια.

    Ο Τζατκάν έμαθε μια νέα λέξη: πόλη. Η ανυπομονησία του να τη δει στο φως της μέρας ήταν αφάνταστη.

    Αμέσως σχεδόν οι πέντε Πρεσβύτες του Ονείρου οδηγήθηκαν επίσημα με συνοδεία να επισκεφθούν τους Υψηλούς Πρεσβύτες αυτού του θαυμαστού τόπου. Μπήκαν σ' ένα περίεργο πλοίο-εδάφους. Βλέποντάς τους να φεύγουν, οι ταξιδιώτες του Ονείρου παρατήρησαν ότι κάποιο είδος φωτεινού φράχτη είχε τοποθετηθεί γύρω από το πλοίο. Τώρα περίμεναν την επιστροφή τους.

    «Αργούν τόσο πολύ», παραπονέθηκε ο μικρότερος σύντροφος του Τζατκάν. Είχε αρχίσει να νυστάζει.

    «Πάμε να κοιτάξουμε πάλι έξω», πρότεινε ο Τζατκάν. «Αλλάζουμε θέση Σαλασβάτι;»

    «Ευχαρίστως».

    Ο Τζατκάν οδήγησε τη μικρή του συνοδεία στο παράθυρο ενώ η ομάδα της Σαλασβάτι κινήθηκε προς τα πίσω, αδέξια σ' αυτό το ασυνήθιστο βάρος της πρύμνης.

    «Κοίτα, εκεί περά μακριά - περιμένει κόσμος!»

    Ηταν αλήθεια. Ο Τζατκάν είδε ένα απέραντο πλήθος από Τζοϊλάνι μέσα στη νύχτα, εκατοντάδες, χιλιάδες ανοιχτόγκριζα πρόσωπα πίσω από το φράχτη στραμμένα όλα προς το Ονειρο.

    «Είμαστε Ιστορία», επανέλαβε την έκφραση του Χανρίντ Τζεμνάλ.

    «Τι θα πει αυτό;»

    «Ενα σημαντικό γεγονός, νομίζω. Κοιτάξτε - έρχονται οι Πρεσβύτες μας!»
    Μια ταραχή στο πλήθος, ένας διάδρομος άνοιξε ανάμεσα στον κόσμο και το πλοίο-εδάφους που είχε πάρει τους Πρεσβύτες προχώρησε αργά προς τον άδειο χώρο γύρω από το Ονειρο.

    «Ελα να δεις, Σαλασβάτι».

    Στριμώχτηκαν, τέντωσαν το λαιμό τους και μπόρεσαν να διακρίνουν τους Πρεσβύτες τους και τους γιγάντιους συνοδούς τουςνα βγαίνουν από το πλοίο εδάφους και να αποχαιρετούν θερμά ο ένας τον άλλον.

    «Γρήγορα, θα μας τα διηγηθούν όλα στο Κέντρο!»

    Ηταν δύσκολο να κινηθείς σ' αυτή τη νέα θέση που ήταν το πλοίο κι όλα κρέμονταν ανάποδα. Οι γονείς τους ήταν κιόλας καθισμένοι δεξιά κι αριστερά στις πόρτες του κεντρικού διαδρόμου. Τα παιδιά χώθηκαν σ' ό,τι ανοίγματα και αγκαλιές βρήκαν. Η ομάδα των Πρεσβυτών ακουγόταν ν' ανεβαίνει αργά από κάτω, σκαρφαλώνοντας τις αχρησιμοποίητες από καιρό κεντρικές σκάλες για να φτάσουν εδώ που θα μπορούσαν να μιλήσουν σε όλους.

    Οταν εμφανίστηκαν επιτέλους, ο Τζατκάν παρατήρησε πόσο κουρασμένοι ήταν, πόσο τα σκούρα μάτια τους έλαμπαν από έξαψη, από την έξαρση. Κι όμως μια περίεργη ένταση, ένα σφίξιμο, τέντωνε τα μήλα του προσώπου τους.

    «Μας υποδέχτηκαν πράγματι πολύ θερμά», άρχισε ο γερο-Μπισλάτ όταν έφτασαν όλοι στον κεντρικό διάδρομο. «Είδαμε θαύματα που θα χρειαστούν μέρες ολόκληρες για να σας τα περιγράψουμε. Θα τα δείτε κι εσείς, όλοι, σαν έρθει ο καιρός. Μας πήγαν να γνωρίσουμε τους Υψηλούς Πρεσβύτες εδώ και φάγαμε μαζί». Σταμάτησε για λίγο. «Ενας Πρεσβύτης μας ρώτησε για τους Γήινους που γνωρίσαμε. Φαίνεται πως οι γνώσεις μας αν και παλιές είναι σημαντικές. Οσοι από εσάς θυμόσαστε την προηγούμενη ζωή μας πρέπει να προσπαθήσετε να φέρετε στο μυαλό σας κάθε είδους λεπτομέρεια. Τα χρώματα των στολών των αστροναυτών, τα διακριτικά του βαθμού τους, τα ονόματα και την όψη των διαστημοπλοίων τους που πηγαινοέρχονταν». Χαμογέλασε παράξενα. «Ηταν… περίεργο… ν' ακούς να μιλάνε για τους Γήινους αδιάφορα, σχεδόν περιφρονητικά. Πιστεύουμε τώρα ότι η μεγάλη τους Αυτοκρατορία ίσως να μην είναι τόσο πανίσχυρη όσο νομίζαμε. Ισως να γέρασε πολύ ή να παραμεγάλωσε. «Ο λαός μας» - μίλησε με τα χέρια σταυρωμένα στη στάση των ευχαριστιών - «ο λαός μας δεν τους φοβάται».

    Μια έκπληκτη κραυγή χαράς ξέφυγε από τα χείλη των ακροατών του γύρω στην αίθουσα.

    «Ναι», είπε ο Μπισλάτ, σωπάζοντάς τους. «Και τώρα, τι μας περιμένει στο μέλλον. Πρεπει να καταλάβετε πως είμαστε γι' αυτούς κάτι σαν θαύμα. Η πτήση μας από τόσο μακριά ως εδώ είναι κάτι το αφάνταστο και τους έχει συγκινήσει πολύ. Ταυτόχρονα όμως είμαστε, πως να το πούμε, τόσο διαφορετικοί - σαν να ερχόμαστε από άλλη εποχή. Δεν είναι μόνο το μεγεθός μας. Τα παιδιά τους και μόνο ξέρουν περισσότερα από μας για τα πράγματα της καθημερινής ζωής. Δεν μπορούμε έτσι απλά να βγούμε και να ζήσουμε ανάμεσα στον κόσμο αυτής της πόλης ή τα μέρη που βρίσκονται γύρω, όσο κι αν είναι δικοί μας Τζοϊλάνι, πιστοί σαν κι εμάς. Εμείς οι Πρεσβύτες είδαμε όσα χρειαζόταν για να το καταλάβουμε αυτό και θα το δείτε και εσείς. Ισως κάποιοι από σας να το σκέφτηκαν ήδη, δεν είναι έτσι;»

    Ενας ψίθυρος συγκατάνευσης ακούστηκε ν' απαντά στα λόγια του από πόρτα σε πόρτα. Ακόμα κι ο Τζατκάν συνειδητοποιούσε ότι αναρωτιόταν γι' αυτό σε κάποιο βάθος του μυαλού του.

    «Με τον καιρό, φυσικά, τα πράγματα θα αλλάξουν. Τα παιδιά μας, ή τα δικά τους παιδιά θα είναι σαν κι αυτούς, κι εξάλλου μπορούμε όλοι να μάθουμε».

    Χαμογέλασε βαθιά. Το βλέμμα του Τζατκάν σταμάτησε όμως πάνω στο πρόσωπο του γερο-Τζιβάντ. Ο Τζιβάντ δεν χαμογελούσε. Τα μάτια του ήταν στραμμένα κάτω και η έκφρασή του ήταν σφιγμένη και λυπημένη. Ολοι όμως έμοιαζαν λίγο - πολύ επηρεασμένοι από την ίδια ένταση, ακόμα και ο Μπισλάτ. Τι μπορεί να έφταιγε;

    Ο Μπισλάτ συνέχισε με φωνή δυνατή και χαρούμενη. «Γι' αυτό βρήκαν για μας μια γόνιμη γη, μια γη ακατοίκητη σ΄ έναν όμορφο κόσμο. Το Ονειρο θα μείνει εδώ σαν αιώνιο μνημείο της μεγάλης μας απόδρασης. Εμάς θα μας πάρουν εκεί μ' ένα άλλο πλοίο, μαζί με οτιδήποτε χρειαζόμαστε και με ανθρώπους που θα μείνουν να μας βοηθήσουν και να μας διδάξουν». Τα χέρια του ενώθηκαν και πάλι στη στάση των ευχαριστιών. Η φωνή του αντήχησε ευλαβική. «Ετσι αρχίζει η νέα μας ζωή, θα είμαστε ελεύθεροι, ασφαλείς ανάμεσα στα άστρα των Τζοϊλάνι, ανάμεσα στο λαό μας της πίστης".

    Τη στιγμή ακριβώς που οι ακροατές του άρχισαν να σιγομουρμουρίζουν τον ιερό ύμνο, ο γερο-Τζιβάντ σήκωσε το κεφάλι.

    «Της πίστης, Μπισλάτ;» ρώτησε κοφτά.

    Οι τραγουδιστές σώπασαν απορημένοι.

    «Είδες τους Κήπους της Οδού;». Ο τόνος του Μπισλάτ ήταν περίεργα απότομος. «Είδες τα ιερά μας κείμενα πλούσια διακοσμημένα, είδες τους Διαλογιζόμενους…»

    «Είδα πολλά θαυμαστά μέρη», τον διέκοψε ο Τζιβάντ. «Με αργόσχολους πλούσια ντυμένους».

    «Πουθενά δεν είναι γραμμένο ότι πρέπει να υπηρετούμε την Οδό μέσα στην φτώχεια», διαμαρτυρήθηκε ο Μπισλάτ. «Ο πλούτος είναι απόδειξη της τιμητικής τους θέσης εδώ».

    «Και μπροστά σ' έναν απ' αυτούς τους ιερούς τόπους προσκυνήματος», συνέχισε ανελέητα ο Τζιβάντ, «είδα Τζοϊλάνι γέρους σαν κι εμένα, ντυμένους με κουρέλια φτωχά σαν τα δικά μου, να μοχθούν κάτω από ασήκωτα φορτία. Αυτό δεν το ανέφερες, Μπισλάτ. Κι ακόμα δεν ανέφερες πόσο περίεργα νέοι είναι αυτοί οι Υψηλοί Πρεσβύτες του λαού μας εδώ. Για σκέψου το πάλι. Δεν μπορεί να σημαίνει παρά ότι η αρχαία σοφία δεν είναι αρκετή και ότι νέα πράγματα ετοιμάζονται εδώ που δεν ανήκουν στην Οδό».

    «Μα Τζιβάντ», μπήκε στη μέση ένας άλλος Πρεσβύτης, «συμβαίνουν τόσα πολλά εδώ που ακόμα δεν είμαστε σε θέση να τα καταλάβουμε. Οταν μάθουμε περισσότερα σίγουρα…»

    Είναι πολλά που αρνείται να καταλάβει ο Μπισλάτ», τον έκοψε ο Τζιβάντ. «Παρέλειψε ακόμη να σας πει τι μας πρόσφεραν».

    «Οχι Τζιβάντ! Σε ικετεύω, όχι». Η φωνή του Μπισλάτ έτρεμε τώρα. «Συμφωνήσαμε για το καλό όλων…»

    «Εγώ δεν συμφώνησα».

    Ο Τζιβάντ γύρισε προς τα πλήθη των ακροατών. Το ταραγμένο βλέμμα του γλίστρησε πάνω της σαν να κοίταζε κάπου μακρυά.

    «Αγαπημένε μου λαέ», είπε βαριά, «το Ονειρο δεν γύρισε στην πατρίδα. Ισως η πατρίδα του να μην βρίσκεται πουθενά. Ο τόπος που ήρθαμε είναι η Ομοσπονδία των Κόσμων Τζοϊλάνι, μια μεγάλη αναπτυσσόμενη δύναμη ανάμεσα στα αστέρια. Εδώ είμαστε ασφαλισμένοι, ναι. Αλλά Ομοσπονδία, Αυτοκρατορία, ίσως είναι όλα ίδια τελικά. Ο Μπισλάτ σας είπε πως αυτοί οι αυτοονομαζόμενοι Πρεσβύτες μας έκαναν το τραπέζι. Δεν σας είπε όμως τι μας έδωσε να πιούμε ο Υψηλός Πρεσβύτης».

    «Είπαν πως το είχαν κατάσχει!» φώναξε ο Μπισλάτ.

    «Εχει σημασία αυτό; Οι υψηλοί μας Τζοϊλάνι, ο λαός μας της πίστης…»,
    τα βλέφαρα του Τζιβάντ έκλεισαν με θλίψη, η φωνή του έσπασε σ' ένα βραχνό ψιθύρισμα,

    «Oι δικοί μας Τζοϊλάνι… έπιναν Δάκρυα των Αστεριών».
     
  2. blindfold

    blindfold Contributor

    Απάντηση: Εμείς που κλέψαμε το Όνειρο

    υπέροχο διήγημα ,να φανταστώ λάτρης της sci-fi λογοτεχνίας ;
     
  3. blindfold

    blindfold Contributor

    Απάντηση: Εμείς που κλέψαμε το Όνειρο

    να προσθέσω από Άλφρεντ Μπέστερ το δίτομο μυθιστόρημα "Γκόλεμ 100"

    να παραθέσω και ένα εισαγωγικό

    "Ήταν οκτώ και συναντιόντουσαν στην κυψέλη κάθε βδομάδα για να ζεσταθούν και να ζεστάνουν η μια την άλλη. Ήταν χαριτωμένες κυρίες-μέλισσες, ελκυστικές και με ευχάριστους χαρακτήρες παρά -ή ίσως εξαιτίας- το γεγονός πως ήταν όλες ασφαλείς και γεμάτες αυτοπεποίθηση. (Οι λιγότερο προνομιούχες τάξεις της έλεγαν "βρωμόμουνα πολυτελείας"). Ο υπόλοιπος κόσμος έβλεπε μόνον ισορροπημένες, ελκυστικές γυναίκες που ήταν απομονωμένες από τους κινδύνους που περιέβαλαν την απόκληρη κοινωνία του Γκαφ: φόνοι, ακρωτηριασμοί, βιασμοί, κλοπές... Οι οκτώ κυρίες διατηρούσαν την αξιοπρέπεια και τη γοητεία τους, ζώντας σε σπίτια με ισχυρή προστασία. Έτσι διασκέδαζαν (χωρίς αναστολές) με όσο το δυνατόν πιο συχνές συναντήσεις. Η τελευταία τους διασκέδαση ήταν η δαιμονολατρεία. Και ήταν μια μοιραία επιλογή. Γιατί υπήρχε το ΓΚΟΛΕΜ...
    Αυτό το συγκλονιστικό μυθιστόρημα σημαδεύει την είσοδο στη δεκαετία του '80 του Άλφρεντ Μπέστερ, του κορυφαίου συγγραφέα της ε.φ., μετά από πολλά χρόνια σιγής."
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Απάντηση: Εμείς που κλέψαμε το Όνειρο

    Ω, ναι