Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Εν Σοφία εποίησεν

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 22 Ιουνίου 2025 at 23:07.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 1ο - Do the right thing-y

    Βγήκα από το μπάνιο και σκουπίστηκα προσεκτικά, αφήνοντας την πετσέτα να απορροφήσει την υγρασία από το δέρμα μου που είχε κοκκινίσει από το καυτό νερό. Ο ατμός είχε σκεπάσει όλες τις γυάλινες επιφάνειες του μπάνιου με ένα λεπτό στρώμα υγρασίας.

    Τύλιξα την πετσέτα των μαλλιών στο κεφάλι μου, σαν τουρμπάνι, περιστρέφοντάς την με έναν τρόπο που είχα μάθει από μικρή και που πάντα με έκανε να νιώθω λίγο πιο εξωτική απ’ ότι πραγματικά ήμουν. Στάθηκα γυμνή απέναντι από τον καθρέφτη με τα μάτια μου κλειστά, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για αυτό που θα ακολουθούσε.

    «Δεν θα αρέσεις σε κανέναν αν δεν αρέσεις πρώτα στον εαυτό σου,» μουρμούρισα μόνη μου, επαναλαμβάνοντας τη φράση που είχα διαβάσει σε κάποιο άρθρο περιοδικού για την αυτοεκτίμηση. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι κάπως θα έπρεπε να μου αρέσει αυτό που θα έβλεπα, παρόλο που βαθιά μέσα μου ήξερα ότι αυτή η θετική ψυχολογία δεν θα άλλαζε τίποτα από αυτά που με ενοχλούσαν.

    Δεν ήμουν καθόλου σίγουρη ότι θα μου άρεσε αυτό που θα αντίκριζα. Μια συνηθισμένη κοπέλα, με συνηθισμένα μαλλιά καστανά που δεν είχαν ποτέ το βάθος χρώματος που ήθελα, με συνηθισμένο πρόσωπο που δεν είχε τα έντονα χαρακτηριστικά που θα το έκαναν να ξεχωρίζει σε ένα πλήθος, και με συνηθισμένο σώμα που δεν ταίριαζε με κανένα από τα ιδανικά που έβλεπα στις οθόνες και τα περιοδικά.

    Αναστέναξα βαθιά, αφήνοντας τον αέρα να βγει αργά από τους πνεύμονές μου σαν να μπορούσε να πάρει μαζί του και τη δυσαρέσκεια. Υποθέτω ότι δε μπορείς να με πεις άσχημη, αλλά δεν μπορείς να με πεις και όμορφη. Ήμουν κάπου στη μέση, σε εκείνη την ασφαλή αλλά βαρετή ζώνη της καθημερινής κοπέλας.

    Το πιο συνηθισμένο κομπλιμέντο που άκουγα ήταν «είσαι γλυκούλα,» μια φράση που πάντα με έκανε να νιώθω σαν μικρό κορίτσι και όχι σαν μια γυναίκα που άγγιζε τα τριάντα.

    Βάλε και τα δέκα κιλά που είχα πάρει προς το τέλος του MBA και που δεν έλεγαν να φύγουν με τίποτα, παρά τις αμέτρητες προσπάθειες με δίαιτες που άρχιζα με ενθουσιασμό και εγκατέλειπα με απογοήτευση, και ήρθε και έδεσε το γλυκό. Εκείνα τα κιλά είχαν εμφανιστεί σιγά σιγά, σχεδόν ανεπαίσθητα στην αρχή—ένα γεύμα έξω εδώ, μια σοκολάτα της στιγμής εκεί, το άγχος των εξετάσεων που με οδηγούσε στο φαγητό ως παρηγοριά, και μέχρι να το καταλάβω είχα βρεθεί στο συν δέκα.

    Είμαι αρκετά ψηλή—thank God for small favors—ώστε να μην γίνονται εμφανή με τρόπο που θα έβγαζε μάτι, αλλά δε βαριέσαι; Το ήξερα εγώ και αυτό αρκούσε για να με κάνει να νιώθω άβολα με το σώμα μου.

    Πήρα μια βαθιά ανάσα, γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με τον ζεστό, υγρό αέρα του μπάνιου, και άνοιξα τα μάτια μου αργά, σαν να ανοίγω κουρτίνα σε μια θεατρική παράσταση που δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να δω. Καθάρισα τον καθρέφτη από την υγρασία που είχε μαζευτεί και κοίταξα μέσα του το είδωλό μου. Κουρασμένο πρόσωπο και κουρασμένα μάτια με σκιές από κάτω που μαρτυρούσαν τις αϋπνίες των τελευταίων εβδομάδων.

    Το καυτό νερό δε με είχε βοηθήσει ιδιαίτερα να χαλαρώσω. Αντίθετα, το κοκκίνισμα έκανε τις τσακισμένες γραμμές γύρω από τα μάτια μου πιο εμφανείς, και τα χείλη μου έμοιαζαν ξερά παρά τη νωπή υγρασία που μόλις είχα βγει.

    Η αλήθεια είναι ότι τα καταραμένα αυτά κιλά είχαν βοηθήσει στο στήθος μου, που τώρα ήταν μεγαλύτερο απ’ όσο όταν ήμουν στα κιλά μου. Μέτριου μεγέθους συνολικά, βάλε και ότι ήμουν ένα μέτρο εβδομήντα δύο στο ύψος, πάντα μου φαινόντουσαν αταίριαστα πάνω μου—όσον αφορά στο μέγεθος τουλάχιστον—σαν να ανήκαν σε κάποια άλλη.

    Από την άλλη—και πριν πάρω αυτά τα ρημαδιασμένα τα κιλά—είχα να το παινευτώ ότι έκαναν κωλοδάχτυλο στη βαρύτητα, ή τέλος πάντων, στεκόντουσαν αξιοπρεπώς χωρίς να χρειάζομαι κάποιο ιδιαίτερο στήριγμα.

    Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

    Αν και δεν πίστευα ποτέ ότι θα εξακολουθούσαν και στα τριάντα μου να αψηφούν τη βαρύτητα, όπως στα είκοσι μου όταν νόμιζα ότι το σώμα μου θα παρέμενε αιώνια νεανικό, βάλε και το έξτρα κιλά, βάραιναν περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα. Κάθε πρωί που ντυνόμουν ένιωθα αυτό το βάρος, όχι μόνο φυσικά αλλά και ψυχολογικά.

    Αναστέναξα και πάλι, αυτή τη φορά πιο θεατρικά, και άρχισα να απλώνω κρέμα προσώπου σε μια απελπισμένη προσπάθεια να νιώσω αναζωογόνηση. Η κρέμα ήταν κρύα στο δέρμα μου και άφηνε ένα λευκό στρώμα που έκανε το πρόσωπό μου να φαίνεται ακόμα πιο χλομό.

    Όπως άπλωνα την κρέμα σε κυκλικές κινήσεις, όπως είχα διαβάσει ότι πρέπει να κάνω για να ενεργοποιήσω την κυκλοφορία, χαχάνισα με το θέαμα. Ήμουν σα φάντασμα, μια γυναίκα που έμοιαζε να έχει χάσει όλο το χρώμα και τη ζωντάνια από το πρόσωπό της.

    Καλά, το λες και πταίσμα μπροστά σε αυτό που είχα πάθει τις προάλλες, που βαμμένη και έτοιμη για έξοδο με έπιασαν τα ορμονικά μου και είχα πέσει στα πατώματα και έκλαιγα σαν παιδάκι που του πήραν το γλυκό από τα χέρια.


    Είχα περάσει δύο ώρες να προετοιμάζομαι, είχα διαλέξει το καλύτερό μου φόρεμα, αυτό το μαύρο που έκρυβε τις περιττές καμπύλες και τόνιζε τις λίγες καλές που είχα, είχα αφιερώσει χρόνο στο μακιγιάζ μέχρι που να νιώσω ικανοποιημένη, και ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, όλα κατέρρευσαν.

    Και η πλάκα είναι ότι παρόλο το κλάμα που είχα ρίξει—και το κλάμα ήταν αυθεντικό, με λυγμούς που με έκαναν να τρέμω ολόκληρη—ήταν το κοίταγμά μου στον καθρέφτη που μου έφτιαξε τη διάθεση.

    Εκείνη τη στιγμή, με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα και το μακιγιάζ να έχει κατέβει σε παράξενα σχέδια, είχα φανεί πιο αστεία παρά δραματική.

    «Πήγαινέ με στον αρχηγό σου, λευκό πρόσωπο! Ουγκ!» είπα βλέποντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη και βάζοντας τα γέλια με τη θέα του προσώπου μου που έμοιαζε με μάσκα καρναβαλιού. Το γέλιο ήταν απελευθερωτικό, σαν να έσπαζε τη σοβαρότητα της στιγμής και με έφερνε πίσω στη πραγματικότητα.

    Ακριβώς τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Η Μαίρη με είχε πάρει ανήσυχη, με εκείνη την γνώριμη υπερπροστατευτική διάθεση που έπαιρνε όταν ανησυχούσε για μένα. «Πού είσαι εσύ μωρή;»

    «Με έπιασαν τα ψυχομουνικά μου,» της είχα απαντήσει με ειλικρίνεια, καθώς έψαχνα με το βλέμμα μια καρέκλα για να καθίσω. «Δεν είμαι για να βγω έξω σήμερα!» Η φωνή μου ακουγόταν κουρασμένη ακόμα και στα δικά μου αυτιά.

    «Ακόμα τον κλαις τον μακαρίτη;» με ρώτησε με απελπισία στη φωνή, αναφερόμενη στο μαλάκα τον Αργύρη με έναν τρόπο που έκανε φανερό ότι είχε βαρεθεί αυτό το θέμα συνομιλίας. Της Μαίρης της είχε πάρει χρόνο να καταλάβει γιατί είχα μείνει τόσο πολύ με τον Αργύρη, και ακόμα περισσότερο να καταλάβει γιατί με είχε επηρεάσει τόσο πολύ ο χωρισμός.

    «Ούτε καν…» της απάντησα και έλεγα την αλήθεια. Μπορεί να είχε τσούξει σα διάολος στις αρχές, εκείνες τις πρώτες εβδομάδες όταν κάθε τραγούδι στο ραδιόφωνο μου θύμιζε κάτι από τη σχέση μας και κάθε μέρος στην πόλη είχε κάποια ανάμνηση, αλλά είχαν περάσει πάνω από έξι μήνες και η οδύνη είχε μετατραπεί σε κάτι πιο αμβλύ και διαχειρίσιμο.

    Αλήθεια λέω, μετά από τον πρώτο μήνα που έκλαιγα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, ήμουν έτοιμη για φρέσκα, για κάτι καινούριο που θα με έκανε να νιώσω ξανά γυναίκα και όχι σκιά του εαυτού μου, αλλά τι τα θες; It takes two to tango, και προς το παρόν μας έλειπε ο δεύτερος.

    Είχα προσπαθήσει να βγω, είχα δεχτεί προσκλήσεις από φίλες, είχα ακόμα πάει σε κάνα δυο ραντεβού που είχε κανονίσει η Μαίρη, αλλά δεν είχε «κολλήσει» τίποτα.

    «Τότε;» επέμεινε η Μαίρη, περιμένοντας πιο ικανοποιητική απάντηση από ένα απλό «ψυχομουνικά.»

    «Δεν ξέρω ρε Μαίρη. Μ’ έπιασε στα ξαφνικά, αφού να φανταστείς είχα ντυθεί και είχα βαφτεί όταν μ’ έπιασε το ανάποδο.»

    Θυμήθηκα εκείνη τη στιγμή, πώς κοιτούσα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και ξαφνικά όλα μου φάνηκαν χωρίς νόημα. Το φόρεμα, το μακιγιάζ, η προσπάθεια να φανώ ελκυστική για ανθρώπους που στην πραγματικότητα δεν με ένδιαφεραν ιδιαίτερα.

    «Είσαι καλύτερα τώρα;» ρώτησε η Μαίρη με γνήσια ανησυχία.

    «Μωρέ καλύτερα είμαι, αλλά δεν είμαι για έξω,» της απάντησα αναστενάζοντας. «Ξέρεις πως είμαι τώρα;» τη ρώτησα χαχανίζοντας στην σκέψη. «Σα να μου έχει χαϊδέψει το πρόσωπο παιδάκι που βούτηξε τα χέρια του στις μπογιές!» συνέχισα χωρίς να περιμένω απάντηση.

    «Και τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησε η Μαίρη, με έναν τρόπο που έδειχνε ότι περίμενε να πω κάτι πιο παραγωγικό από το να κλαφτώ στον καναπέ.

    «Αρχικά θα ξεβαφτώ,» της απάντησα μηχανικά, ήδη σκεπτόμενη τη διαδικασία του καθαρισμού. «Μετά, ξέρω γω; Ίσως δω καμιά σειρά στο Netflix.» Ασφαλής επιλογή, κάτι που δεν απαιτούσε κοινωνική αλληλεπίδραση ή προσπάθεια.

    «Καλώς,» μου απάντησε η Μαίρη με έναν τρόπο που έδειχνε ότι δεν ήταν πείστηκε τελείως, αλλά καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να με πιέσει περισσότερο. «Αύριο το απόγευμα ισχύει;»

    «Ναι, ισχύει!» τη διαβεβαίωσα με περισσότερη ενεργητικότητα απ’ όση ένιωθα. «Λοιπόν, πήγαινε κι εσύ μη σε κρατάω μέσα και τα λέμε αύριο.»

    «Μη το ρίξεις πάλι στην καταθλιπτική μουσική μωρή!» με προειδοποίησε με μητρικό τόνο.

    «Μη φοβάσαι, δεν είμαι για τέτοια!» τη διαβεβαίωσα, αν και βαθιά μου ήξερα ότι ίσως να κατέληγα ακριβώς εκεί.

    Έκλεισα το τηλέφωνο και έμεινα μόνη με τις σκέψεις μου. Ο σιωπή του σπιτιού έπεσε πάνω μου σαν κουβέρτα, ταυτόχρονα παρηγορητική και πνιγηρή.


    Εμένα μου λες; Πλάνταξα στο κλάμα εκείνο το βράδυ, χωρίς καλά-καλά να ξέρω για τι στο διάολο έκλαιγα. Ήταν ένα κλάμα που είχε συσσωρευθεί εδώ και μέρες, ίσως και εβδομάδες, και είχε βρει τέλος την ευκαιρία να βγει. Κάθε λυγμός έφερνε μαζί του κάτι διαφορετικό—απογοήτευση, μοναξιά, ανησυχία για το μέλλον, φόβο ότι αυτή θα ήταν η ζωή μου.

    Πάντως δεν ήταν όλα μαύρα, οφείλω να παραδεχτώ ότι είχα αφήσει τον εαυτό μου να ξεσπάσει και μετά ένιωσα πιο ανάλαφρη, σαν να είχα ξεφορτωθεί ένα βάρος που κουβαλούσα στους ώμους.

    Μου είχε λείψει η ανδρική αγκαλιά περισσότερο απ’ ότι περίμενα. Όχι απλά το σεξ—αν και αυτό φυσικά—αλλά η αίσθηση της προστασίας, της οικειότητας, του να νιώθεις ότι ανήκεις κάπου. Και δεν είναι ότι δεν θα μπορούσα να βρω κάποιον να βγάλω τα μάτια μου, αλλά εγώ δεν ήμουν σαν την Μαίρη που μπορούσε να κάνει το ίδιο just for the fun of it.

    Τη ζήλευα πραγματικά που μπορούσε να το κάνει αυτό, την ικανότητά της να διαχωρίζει το σώμα από τα συναισθήματα, μακάρι να μπορούσα κι εγώ, αλλά τι τα θες; Ο καθένας μας είναι διαφορετικός, και εγώ αυτό το πράγμα δεν το είχα με την καμία.

    Όχι γιατί δεν το είχα προσπαθήσει πάντως. Αλλά όταν ερχόταν η στιγμή, όταν τα πράγματα γίνονταν πιο σοβαρά, κάτι μέσα μου έκλεινε. Το “wham, bam, thank you ma’am” δεν ήταν για μένα και το λέω μετά λόγου γνώσης. Είχα προσπαθήσει κάμποσες φορές να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορούσα και η κατάληξη ήταν πάντα μια τρύπα στο νερό.

    Δεν είμαι καμιά που το παίζει μυξοπαρθένα, σεξ κάνω από τα δεκάξι μου και το έχω κάνει με όλους τους άνδρες με τους οποίους πίστευα ότι υπάρχει κάποια προοπτική. Κάποιες φορές είχα κάνει λάθος στην εκτίμησή μου για τις προοπτικές, κάποιες φορές οι ίδιοι είχαν αλλάξει γνώμη μετά, αλλά πάντα είχα πιστέψει ότι κάτι θα μπορούσε να προκύψει.

    Δεν έχω γράψει τα χιλιόμετρα της Μαίρης, η οποία με περηφάνια ανακοίνωνε ότι είχε χάσει το μέτρημα μετά τον πεντηκοστό, αλλά δεν είμαι και η Μαλάμω η χωριάτα που περιμένει τον πρίγκιπα.

    Αναστέναξα και πάλι, στην ανάμνηση των ερωτικών μου εμπειριών. Να πεις τουλάχιστον ότι το ευχαριστιόμουν και με όλη μου την ψυχή, πάει στο διάολο. Δεν εννοώ ότι ήταν δυσάρεστο—ευτυχώς δεν είχα κανένα τέτοιο βίωμα που θα με στιγμάτιζε—αλλά οι περισσότεροι ήταν απλά meh.

    Σαν να έκανες κάτι που έπρεπε να κάνεις, όχι κάτι που επιθυμούσες. Βάλε και το γεγονός ότι είμαι και βραδύκαυστη σε βαθμό που αρκετές φορές δεν το καταφέρνω ούτε μονάχη μου—παρά τις επίμονες προσπάθειες και τα διάφορα βοηθήματα που είχα αποκτήσει κατά καιρούς—ήρθε και έδεσε το γλυκό.

    Θέλοντας και μη το μυαλό μου γύρισε και πάλι στον Αργύρη, και αυτή τη φορά δεν προσπάθησα να το σταματήσω. Μαλάκας ξε-μαλάκας από άποψη χαρακτήρα και αντιλήψεων, αλλά στο σεξ ήταν πολύ καλός. Όχι απλά καλός—εξαιρετικός. Είχε καταφέρει κάμποσες φορές να με κάνει να ξεφωνίζω σαν τραγουδίστρια όπερας που έφτανε στο μεγάλο φινάλε—και όπως είπα και πριν, δεν το είχα και εύκολο. Ήταν σαν να είχε χάρτη του σώματός μου και ήξερε ακριβώς που να πατήσει κάθε φορά.

    Από την άλλη, όσο καλός και αν ήταν στο σεξ σε σύγκριση με προηγούμενους παρτενέρ που κυρίως σκέφτονταν τη δική τους ικανοποίηση, άλλο τόσο μαλάκας ήταν σε όλα τα υπόλοιπα. Μακάρι το πάνω του το κεφάλι να ήταν το ίδιο υπέροχο όπως το κάτω του, σκέφτηκα και ένιωσα τον εαυτό μου να υγραίνεται στην ανάμνηση.

    Θεέ μου τι υπέροχο πούτσο είχε αυτός ο άνθρωπος. Ούτε μεγάλος σε τέτοιο βαθμό που να σε φοβίζει, ούτε μικρός που να σε απογοητεύσει, ούτε λεπτός, ούτε χοντρός. Είχε το ιδανικό μέγεθος και σχήμα για όλες μου τις σωματικές κοιλότητες, σαν να είχε φτιαχτεί ειδικά για μένα.

    Αν και δεν είμαι από αυτές που σιχαίνονται τις πίπες—αντίθετα, μπορεί να πω ότι τις ευχαριστιέμαι αρκετά—τον Αργύρη τον είχα ξεζουμίσει για τα καλά. Όχι ότι τον χαλούσε, μάλιστα φαινόταν να το απολαμβάνει τόσο πολύ που με έκανε να αισθάνομαι περισσότερο επιθυμητή.

    Τον απαυτό μου δεν τον έδινα συχνά—ήταν κάτι που κρατούσα για ιδιαίτερες περιστάσεις και άνδρες που εμπιστευόμουν—αλλά με τον Αργύρη μου είχε γίνει κυριολεκτικά τρομπόνι. Αφενός ήταν πάντα προσεκτικός και υπομονετικός, δεν πήγαινε ποτέ βουρ και στον πατσά χωρίς προετοιμασία, και αφετέρου είχε και το κατάλληλο μέγεθος. Μέχρι και εκεί με είχε καταφέρει να έχω οργασμό κάποιες σπάνιες φορές, πράγμα που με είχε αφήσει τελείως μαλάκα!

    Βάλε και το γεγονός ότι του άρεσε να ρίχνει ξυλιές στα καπούλια μου—κάτι που στην αρχή με είχε σοκάρει αλλά σταδιακά είχα ανακαλύψει ότι με πηγαίνει στον παράδεισο—και ακόμα περισσότερο ήξερε με πόση ακριβώς δύναμη και σε ποια στιγμή να βαρέσει, δεν είναι να απορείς που κοντά του είχα βρει τη σεξουαλική νιρβάνα.

    Για να μην αναφέρω την αιδοιολειξία του, που ήταν κάτι μεταξύ τέχνης και λατρείας. Κάποιοι άνδρες το κάνουν σαν υποχρέωση, άλλοι σαν πρόκληση, αλλά ο Αργύρης το έκανε σαν να ήταν η αγαπημένη του ασχολία. Μπορούσε να περνάει ώρες εκεί κάτω, και το ότι είχε την ικανότητα να με παίζει με τα δάχτυλά του—ή ακόμα και με δονητή—καλύτερα απ’ ότι τα κατάφερνα η ίδια με την πάρτη μου ήταν κάτι που δεν είχα ξαναζήσει.

    Και είχε και αντοχές που έφταναν στα όρια του υπερφυσικού. Υπήρχαν φορές δεν είχα κλείσει μπούτι όλη νύχτα—που λέει και το ανέκδοτο—με τον Αργύρη να με παίρνει με όλους τους δυνατούς και αδύνατους τρόπους από παντού, και το πρωί να σηκώνομαι πιο κουρασμένη από το σεξ παρά από την αϋπνία.

    Και αν θέλω να είμαι και πλήρως ειλικρινής, το μαλάκας δεν είχε να κάνει με τον τρόπο που μου συμπεριφερόταν αλλά με τα μυαλά που κουβάλαγε. Ή—για να είμαι πιο ακριβής—με τα μυαλά που δεν κουβάλαγε. Δεν μπορούσα να τον ακούω να μου μιλάει με αληθινό θαυμασμό για τον Βελόπουλο και τις θεωρίες του και να έχει εικόνισμα τον Trump.

    Ακόμα περισσότερο δεν μπορούσα να ανεχτώ τις ρατσιστικές και σεξιστικές του απόψεις, που και μόνο που τις άκουγα έβγαζα καπνούς απ’ τ’ αφτιά. Η Μαίρη με είχε κράξει για αυτή την επιλογή μου, αλλά τι τα θες; Ο κερατάς ήταν ομορφάντρας και στο σεξ ένας μικρός θεούλης.

    Αναδρομικά, θα έπρεπε να έχουν βαρέσει συναγερμοί στο ραντάρ μου όταν τον γνώρισα, αλλά έλα που ήταν από τους πιο όμορφους άντρες που είχα γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου. Ψηλός, μπρούντζινος, με μάτια που έμοιαζαν να αλλάζουν χρώμα ανάλογα με το φως, ένα του χαμόγελο αρκούσε για να σου κάνει τα πόδια ζελέ.

    Είχα κολακευτεί τρομερά από την προσοχή που μου είχε δείξει από την πρώτη κιόλας στιγμή που με είδε. Η αλήθεια είναι δεν ήμουν συνηθισμένη να τραβάω την προσοχή ανδρών τόσο ωραίοι όσο εκείνος. Έκανα τα στραβά μάτια και έκλεινα τα αφτιά μου στα εσωτερικά μου κουδούνια που βαρούσαν σα διαβολεμένα αλλά από ένα σημείο και πέρα δε μπορούσα να συνεχίσω χωρίς να χάσω πλήρως τον σεβασμό στον εαυτό μου.

    Εγώ ήμουν που τον χώρισα, εγώ ήμουν που είχα πάρει αυτή την απόφαση μετά από μια τελευταία καβγά για τα δικαιώματα των gay ζευγαριών—μόνο πιάτα δεν του είχα πετάξει στο κεφάλι—και εγώ ήμουν που είχα πέσει μετά για κανένα μήνα στα πατώματα.

    Ο ίδιος, στην ψωλάρα του, τελείως όμως! Το περνούσε σαν άλλη μια από τις σχέσεις του που είχε τελειώσει, χωρίς να φαίνεται καθόλου επηρεασμένος. Εντάξει, δεν περίμενα να πάει ως άλλος Μιμίκος να φουντάρει από την Ακρόπολη ή να μου στέλνει λουλούδια και παρακλήσεις, αλλά για όνομα ρε παιδί μου, αυτός ο σταρχιδισμός του με πλήγωσε ακόμα πιο βαθιά από τον ίδιο τον χωρισμό.

    Θα μου πεις, «τι γκρινιάζεις ρε μαλάκα; Εσύ δεν τον έτζασες;»

    Still…

    Τι τα θες, κλασσικός καρκίνος με ωροσκόπο παρθένο. Ούτε αυτά δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, δηλαδή τι ελπίδα να έχω η δόλια;

    Αυτό δηλαδή μου έλεγε η Μαίρη που είχε τρέλα με δαύτα, μεταξύ μας δεν τα έπαιρνα στα σοβαρά. Από την άλλη πάλι, έπεφτε σε πολλά μέσα, οπότε την άκουγα με συγκρατημένο σκεπτικισμό. Θα μου πεις το ίδιο δεν πίστευα και για το μάτι;

    Έλα όμως που το ξεμάτιασμα έπιανε. Δεν ξέρω πώς διάολο να το εξηγήσω, αλλά κάθε φορά που είχα ξαφνικό πονοκέφαλο ένα τηλέφωνο στη γιαγιά μου για ξεμάτιασμα αρκούσε για να εξαφανιστεί ο πονοκέφαλος ως διά μαγείας.

    Χαμογέλασα στη σκέψη της γιαγιάς μου. Είχε κάνει τη μητέρα μου στα είκοσι, και η μητέρα μου είχε κάνει εμένα στα εικοσιδύο. Εβδομήντα-δύο χρονών η κυρά-Σοφία και ώρες-ώρες ένιωθα ότι έχει μεγαλύτερη ζωντάνια από την μεγαλύτερη της—και συνονόματη—εγγόνα, και εννοώ την αφεντιά μου.

    Αναστέναξα και πάλι. Το πρόβλημα του ξεματιάσματος μπορεί να το είχα λυμένο, στο αυτό του να μου πεταχτούν τα μάτια έξω ήταν το πρόβλημα από τότε που έστειλα τον Αργύρη στη μάνα του. Και τι να σου κάνουν τα ρημαδιασμένα τα εργαλεία, εδώ είναι που χρειάζεται μια ξένη γλώσσα—που έλεγε και η Λουκριτία του Αρκά.

    Και όχι μόνο γλώσσα! Χρειάζεται και το πλήρες πακέτο—τεχνική, φαντασία, κι ας πούμε και λίγη από τη συναισθηματική σύνδεση που είχα με τον Αργύρη και που έκανε ακόμα και το απλό χάδι να νιώθω σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Χωρίς αυτό, τα εργαλεία είναι απλά κομμάτια σιλικόνης που πιάνουν χώρο στο κομοδίνο.

    Στέγνωσα τα μαλλιά μου με το πιστολάκι για να μην είμαι μετά σαν την τρελή—εκείνη η εικόνα των μαλλιών να στέκονται προς όλες τις κατευθύνσεις σαν να με χτύπησε κεραυνός—και φόρεσα από κάτω ένα απλό εσώρουχο, ένα από αυτά τα βαμβακερά που αγοράζεις σε πακέτα των τριών και που έχουν τόση σχέση με τη θηλυκότητα όσο ο Φάντης με το Ρετσινόλαδο. Από πάνω ένα κάποτε σέξι φανελάκι που πια είχε ξεθωριάσει από τα πολλά πλυσίματα.

    Η εβδομάδα είχε τον ατελείωτο αλλά το βράδυ της Παρασκευής ήταν από μόνο του μια υπόσχεση για κάτι καλύτερο. Εκείνη η στιγμή όταν κλείνεις τον υπολογιστή και νιώθεις ότι οι επόμενες σαράντα οκτώ ώρες σου ανήκουν—ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι η ελευθερία συχνά σημαίνει περισσότερη μοναξιά.

    Βέβαια το σαββατοκύριακο περνούσε τρέχοντας σαν τσιτάχ που του έχουν ρίξει νέφτι στον κώλο, και άντε Γιάννη πάλι τα καράβια. Σάββατο πρωί ξύπνημα από τους γείτονες που έκαναν ανακαίνιση—γιατί όλοι οι γείτονες κάνουν ανακαίνιση τα σαββατοκύριακα;—ψώνια, καθαρίσματα, λίγη τηλεόραση, και ξαφνικά ήταν Κυριακή βράδυ κι εγώ σκεφτόμουν ήδη τη Δευτέρα με την καρδιά μου να βουλιάζει.

    Είχα σπουδάσει οικονομικές επιστήμες, είχα κάνει και μεταπτυχιακό, και όπως τα πήρα τα πτυχία μου, έτσι μου έμειναν—κρεμασμένα στον τοίχο του γραφείου μου σαν βραβεία σε έναν αγώνα που δεν θυμόμουν καν γιατί είχα μπει. Τότε μου φαίνονταν τόσο σημαντικά, κάθε εξέταση ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, κάθε βαθμός μετρούσε για το «μέλλον μου». Τώρα που το μέλλον ήταν παρόν, δεν ήμουν σίγουρη τι ακριβώς περίμενα να συμβεί.

    Εντάξει, ψεύτρα μην είμαι, το MBA—για μένα το πιο άχρηστο και από τα δύο μου μεταπτυχιακά—βοήθησε στο βιογραφικό μου αν μη τι άλλο. Μου άνοιξε πόρτες που αλλιώς θα παρέμεναν κλειστές, μου έδωσε έναν τίτλο που εντυπωσιάζει σε πάρτι όταν ρωτάνε τι δουλειά κάνεις.

    Καλά, μεταξύ μας όχι ότι έμαθα τίποτα χρήσιμο—οι περισσότεροι καθηγητές ήταν θεωρητικοί που δεν είχαν ιδέα από την πραγματική αγορά εργασίας, και οι συμφοιτητές μου ήταν περισσότερο ενδιαφερόμενοι για το networking παρά για τη μάθηση. Περισσότερο επένδυση ήταν παρά κάτι άλλο—επένδυση στο προφίλ μου, στην εντύπωση που θα κάνω στις συνεντεύξεις, στο να μπορώ να πω ότι έχω MBA χωρίς να κοκκινίζω.

    Επένδυση ή όχι, άλλα δύο χρόνια από τη ζωή μου, καθώς με το εργασιακό μου πρόγραμμα δε μου έμενε ελεύθερος χρόνος ούτε για ζήτω. Δούλευα από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις εφτά το απόγευμα, έτρεχα για μαθήματα μέχρι τις δέκα το βράδυ, και τα σαββατοκύριακα τα περνούσα με βιβλία και εργασίες.

    Φίλοι; Τι φίλοι; Σχέσεις; Ανύπαρκτες. Οι μόνοι άνθρωποι που έβλεπα ήταν συνάδελφοι και συμφοιτητές, και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν στο ίδιο καράβι με μένα—κουρασμένοι, στρεσαρισμένοι, και χωρίς χρόνο για οτιδήποτε δεν σχετιζόταν άμεσα με την «καριέρα» τους.

    Όπως και να έχει έφτασα στα εικοσιέξι για να απαλλαγώ από τα διαβάσματα και τις εξετάσεις, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την ανύπαρκτη προσωπική μου ζωή. Σε αυτή την ηλικία που οι περισσότεροι συνομήλικοί μου είχαν ήδη ζήσει, ταξιδέψει, ερωτευτεί, και γενικά είχαν ζήσει σε κάποιο βαθμό τα νιάτα τους, εγώ είχα ακόμα τη ζωή ενός μεταπτυχιακού φοιτητή που τρώει παστίτσιο από το φούρνο και πίνει κρασί κατευθείαν από το μπουκάλι.

    Όχι ότι είχα και συμμαθητές για να μοιραστώ το κρασί—οι περισσότεροι στο MBA ήταν παντρεμένοι και είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν παιδιά, κι εγώ ήμουν η παράξενη που δεν καταλάβαιναν πώς γινόταν να μην έχει ακόμα «τακτοποιηθεί».

    Δεν το μετανιώνω, πάντως, μη σας μπαίνουν λανθασμένες ιδέες. Το πτυχίο μου το πήρα με βαθμό κοντά στο εννιά—οκτώ κόμμα ενενηνταπέντε για την ακρίβεια, όχι ότι μετράει τώρα—είχα αποφοιτήσει τρίτη στη χρονιά μου από τετρακόσιους πενήντα φοιτητές. Το πρώτο μεταπτυχιακό μου, αυτό στη χρηματοοικονομική, μου άρεσε και αυτό πραγματικά.

    Υπήρχε κάτι ικανοποιητικό στο να κατανοώ πώς λειτουργούν οι αγορές, πώς επηρεάζουν οι ψυχολογικοί παράγοντες τις επενδυτικές αποφάσεις, πώς μπορείς να προβλέψεις προσδοκίες βασισμένη σε δεδομένα και όχι σε διαίσθηση. Αλλά κάπου ένιωθα ότι δεν είχα τις δυνάμεις να συνεχίσω για διδακτορικό—η ιδέα να περάσω άλλα τέσσερα χρόνια κολλημένη σε βιβλιοθήκες και να γράφω διπλωματική εργασία για κάτι που ίσως διαβάσουν πέντε άτομα στον κόσμο με τρόμαζε—και έτσι έκανα και το MBA, παίρνοντας ταυτόχρονα δεύτερο master και δέκα κιλά, για να έχω να πορεύομαι.

    Τα κιλά ήταν αυτό που μου είχε μείνει απ’ όλη αυτή τη διαδικασία. Δύο χρόνια με σάντουιτς από τη καντίνα, καφέδες που αντικαθιστούσαν τα κανονικά γεύματα, και στρες που με έκανε να τρώω σοκολάτα σαν να ήταν φάρμακο. Όταν τέλειωσα, είχα ένα πτυχίο που δεν με είχε κάνει πιο σοφή και ένα σώμα που δεν αναγνώριζα.

    Και κιλά που τέσσερα χρόνια δε μπορούσα να ξεφορτωθώ, κάθε φορά που κατάφερνα να χάσω ένα-δύο, επιστρέφανε σε χρόνο ρεκόρ.

    Και πάλι καλά να λέω που δεν επιστρέφανε με τόκο.

    Εκείνο το καλοκαίρι στην Πάρο, πάντα με τη Μαίρη, ήταν και που δοκίμασα για πρώτη φορά και το “wham, bam, thank you ma’am.” Η Μαίρη το είχε προτείνει ως «θεραπεία» για τα χρόνια της αποχής. «Χρειάζεσαι να θυμηθείς ότι είσαι γυναίκα,» μου είχε πει. «Όχι μεταπτυχιακή φοιτήτρια, όχι υπάλληλος, γυναίκα.» Και εγώ, στην απελπισία μου να νιώσω κάτι—οτιδήποτε—πέραν από την κενότητα που ένιωθα μετά το τέλος των σπουδών, της είπα ναι.

    Να πηδηχτώ με τρεις διαφορετικούς άνδρες μέσα σε δέκα μέρες ήταν κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ μέχρι τότε. Ούτε καν είχα φανταστεί ότι θα μπορούσα. Ο πρώτος ήταν ένας Γερμανός—ψηλός, ξανθός, τα κλασικά—που γνώρισα στο μπαρ του ξενοδοχείου. Η Μαίρη με είχε σπρώξει κυριολεκτικά πάνω του όταν τον είδε να με κοιτάζει. Ο δεύτερος ήταν Έλληνας, από τη Θεσσαλονίκη, που είχε κατέβει με παρέα για διακοπές και έμοιαζε να ξέρει όλους τους μπάρμαν στο νησί. Ο τρίτος ήταν ένας Ιταλός που κατάλαβα αργότερα ότι ήταν παντρεμένος.

    Και δε σκοπεύω να επαναλάβω. Όχι επειδή έχω γίνει ξαφνικά συντηρητική, αλλά επειδή η όλη εμπειρία με άφησε πιο κενή απ’ ότι ήμουν στην αρχή. Περίμενα να νιώσω κάτι—ελευθερία, δύναμη, επιβεβαίωση, οτιδήποτε. Αντί αυτού, ένιωσα σαν να κολυμπούσα σε ρηχά νερά.

    Να το είχα ευχαριστηθεί, τουλάχιστον, ας πήγαινε στο διάολο. Αλλά και οι τρεις τους ήταν μια από τα ίδια, ο ενθουσιασμός τους τελείωνε με το που τέλειωναν και οι ίδιοι, και εγώ παρέμενα εκεί με την αίσθηση ότι μόλις είχα χρησιμοποιηθεί από κάποιον που δεν θα θυμόταν καν το όνομά μου την επόμενη μέρα.

    Και όχι μόνο αυτό, ο ένας από αυτούς—ο Ιταλός με τη βέρα—είχε και την απαίτηση να του τα καταπιώ κιόλας λες και του το χρώσταγα!

    Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα;

    Του το είπα κιόλας, πιο ωμά, και αυτός μου κάνει έκπληκτος ότι «όλες το κάνουν». Ποιες όλες, ρε μεγάλε; Η γυναίκα σου στη Ρώμη το ξέρει αυτό;

    Τέλος πάντων, για να επιστρέψω στα δικά μου, μπορεί ο Πάριος να ορκιζόταν ότι «πιο καλή η μοναξιά,» αλλά—σε αντίθεση με μένα—του λόγου του αν είχε να ξαραχνιάσει κάτι θα ήταν το ταβάνι και όχι το χώρο ανάμεσα στα πόδια του. Κι ο Πάριος τουλάχιστον είχε την καριέρα του. Εγώ είχα τον καναπέ μου, το τηλεκοντρόλ και το κινητό.

    «Νυχτερίδες κι αράχνες, γλυκιά μου,» που λέει και το τραγούδι.

    Και αυτές είχαν τουλάχιστον και παρέα οι μεν τις δε.

    Μου ξέφυγε και πάλι ένας βαθύς αναστεναγμός, γιατί καλός ο αυτοσαρκασμός και η ειρωνεία αλλά το κορίτσι ήθελε και παιχνίδι. Και δεν εννοώ μόνο το σεξουαλικό παιχνίδι—αν και αυτό ήταν μέρος του προβλήματος—αλλά το παιχνίδι του φλερτ, της ανακάλυψης, την χαρά του να μαθαίνεις και να σε μαθαίνουν.

    Το παιχνίδι των βλεμμάτων, των αγγιγμάτων που φαίνονται τυχαία αλλά δεν είναι, των συνομιλιών με τα γλυκά υπονοούμενα. Και αυτό σημαίνει ότι το κορίτσι λαχταρούσε ανδρική συντροφικότητα και όχι απλά ένα κομμάτι κρέας για ξαράχνιασμα και λαρυγγοσκόπηση.

    Και μπορεί να έκανα εδώ και ένα εξάμηνο τη γεροντοκόρη—και το «γεροντοκόρη» στα τριάντα ακούγεται και γελοίο αλλά έτσι ένιωθα κάποιες μέρες—αλλά το σώμα μου δε μπορούσα να το κοροϊδέψω, και πόσο εργόχειρο να αντέξω η γυναίκα; Υπάρχει ένα όριο στο πόσο μπορείς να στηρίζεσαι στον εαυτό σου, κι εγώ το είχα φτάσει και το είχα ξεπεράσει.

    Καμιά φορά φλέρταρα με τη σκέψη να πάρω τηλέφωνο τον Αργύρη—ιδίως τα βράδια όταν η μοναξιά γέμιζε σχεδόν σα φυσική παρουσία το δωμάτιο—αλλά κατάφερνα να συμμαζέψω τον εαυτό μου πριν τα κάνω ακόμα πιο σκατά απ’ ότι ήδη ήμουν.

    Γιατί ακόμα και αν δεχτούμε ότι θα ευχαριστιόμουν το σεξ—και ακόμα και μαζί του δεν ήμουν ιδιαίτερα σίγουρη αν γινόταν με αυτόν τον τρόπο—το μόνο που θα κατάφερνα ήταν να γεμίσω το κενό ανάμεσα στα πόδια μου και ταυτόχρονα να μεγαλώσω ακόμα περισσότερο το άλλο στην ψυχή μου, και δεν ήμουν για τέτοια.

    Καλύτερα με τις νυχτερίδες και τις αράχνες μου, ή όπως λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, “the devil you know.” Τουλάχιστον η μοναξιά δεν με εξαπατούσε ότι ήταν κάτι που δεν ήταν. Δεν μου υποσχόταν πράγματα που δεν μπορούσε να κρατήσει. Ήταν αυτό που ήταν—άδεια—αλλά τουλάχιστον ήταν ειλικρινής.

    Ξέρω ότι ακούγομαι σαν απελπισμένη αλλά παρόλο που το σώμα έχει τις δικές του ανάγκες, δεν είναι το σεξ που μου λείπει περισσότερο. Ή τουλάχιστον όχι μόνο το σεξ.

    Είναι αυτή η ανάγκη για μια ανθρώπινη επαφή. Ένα ξαφνικό χάδι “γιατί έτσι,”. Ένα πεταχτό φιλάκι όπως περνάει από δίπλα μου. Ένα χαμόγελο από κάποιον που χαίρεται και μόνο που με βλέπει. Να γείρω σε μια αγκαλιά και να χαζολογήσουμε στην τηλεόραση, σχολιάζοντας σαν τους γέρους του Muppet Show οτιδήποτε βλέπουμε—από ειδήσεις μέχρι διαφημίσεις—και να γελάμε με την καθημερινότητά μας.

    «Νιαρ!» μου έκανε ο Μπλάκι μου, και σαν να είχε ακούσει τις σκέψεις μου και ήθελε να παρηγορήσει, και έριξε ένα σάλτο που θα ζήλευε και ολυμπιονίκης και βρέθηκε στην αγκαλιά μου. Το κάνει αυτό πάντα όταν με βλέπει στεναχωρημένη, σαν να έχει κάποια έκτη αίσθηση για τη διάθεσή μου.

    «Τι θες βρε τέρας;» τον ρώτησα χαϊδεύοντάς τον ανάμεσα στ’ αφτιά, εκεί που ξέρω ότι του αρέσει περισσότερο, και άρχισε αμέσως το γουργούρισμα που ακούγεται σαν μικρό μοτέρ που προσπαθεί να ξεκινήσει.

    Ακόμα μια ανάμνηση από τον Αργύρη, που μπορεί να ήταν ρατσίσταρος και bigot του κερατά, με απόψεις που θα έκαναν τον Χίτλερ να φαίνεται προοδευτικός, αλλά αγαπούσε πραγματικά τα ζώα με μια τρυφερότητα που δεν έδειχνε σε κανέναν άνθρωπο.

    Με τους ανθρώπους είχε πρόβλημα—μεγάλο, χρόνιο, και προφανώς άλυτο. Αλλά με τα ζώα μεταμορφωνόταν σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Τα μιλούσε, τα χάιδευε, τους αγόραζε τα πιο ακριβά φαγητά, και μπορούσε να περάσει ώρες να παρακολουθεί ένα γατάκι να παίζει με μια μπάλα από χαρτί.

    Τον Μπλάκι τον είχε μαζέψει ο ίδιος, μαζί με τα άλλα έξι αδερφάκια του, από ένα σκουπιδοτενεκέ που τα είχε πετάξει κάποιο καθίκι.

    Ήταν ένα βροχερό απόγευμα του Νοέμβρη όταν τα άκουσε να νιαουρίζουν από μέσα στον κάδο της πολυκατοικίας του. Όταν άνοιξε το καπάκι και τα είδε—επτά μικρά ματάκια να τον κοιτάνε γεμάτα απόγνωση, βρεγμένα και παγωμένα—σχεδόν έβαλε τα κλάματα.

    Τα πήρε όλα στο σπίτι του, άναψε το air-condition γιατί δεν είχαν μητέρα να τα ζεστάνει. Μετά τα έφερε και τα επτά στο δικό μου, καθώς έχω υγραέριο και ατομική θέρμανση, και τα ταΐζαμε με μπιμπερό σε βάρδιες για τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Δώσαμε τα έξι σε φίλους και γνωστούς όταν μεγάλωσαν κάπως, αλλά τον Μπλάκι δεν τον ήθελε κανείς.

    Και να πεις ότι ήταν και κανένα ασχημόγατο; Ο πιο όμορφος και ο πιο αγαπησιάρης ήταν και από τα επτά. Μπορεί να ήταν κατάμαυρος αλλά είχε το πιο λαμπερό τρίχωμα που είχα δει ποτέ σε γάτα. Τα μάτια του είχαν το πράσινο του αχάτη, για να μην πω για το χαρακτήρα του. Απλά ήταν μαύρος και δεν τον έπαιρνε κανείς—κι αυτό σε μια χώρα που θα περίμενες ότι οι άνθρωποι θα είχαν ξεπεράσει τέτοιες προκαταλήψεις.

    Για όνομα δηλαδή. Το 2025 και οι άνθρωποι ακόμα πιστεύουν ότι η μαύρη γάτα φέρνει γρουσουζιά. Κι εγώ που νόμιζα ότι αυτές οι δεισιδαιμονίες είχαν μείνει στη γιαγιά μου—που κι εκείνη παρεμπιπτόντως είχε μαύρη γάτα και τη λάτρευε.

    Και κάπως έτσι μας έμεινε. Όταν χωρίσαμε με τον Αργύρη είχαμε και το θέμα της κηδεμονίας, λες και ήταν παιδί μας και όχι γάτα. Όλως παραδόξως, ο Αργύρης ήταν αρκετά λογικός στο θέμα αυτό—ίσως το μόνο θέμα στο οποίο δεν άφηνε το εγώ του να παίρνει τις αποφάσεις.

    «Δεν είναι ότι δεν τον θέλω, αλλά έχει μάθει από την πρώτη μέρα στο σπίτι σου,» μου είχε εξηγήσει την ημέρα που μαζεύαμε τα πράγματά του από το διαμέρισμά μου. «Στις γάτες δεν τους αρέσει να αλλάζουν περιβάλλον. Θα τον στρεσάρω χωρίς λόγο.»

    Είχε δίκιο και το ήξερα. Από τη δεύτερη εβδομάδα που τον είχαμε, ο Μπλάκι είχε επιλέξει το σπίτι μου ως το κέντρο του σύμπαντός του. Είχε τα αγαπημένα του σημεία σε κάθε δωμάτιο, τη ρουτίνα του, τα παιχνίδια του κρυμμένα σε συγκεκριμένες γωνιές.

    Δεν είχα πειστεί ιδιαίτερα για τα κίνητρα του Αργύρη—μπορεί να μην ήθελε απλά τον κόπο ή την ευθύνη—αλλά από την άλλη τον είχα συνηθίσει τον μούργο και δεν ήθελα να τον χάσω και αυτόν πέραν όλων των άλλων που έχανα με το χωρισμό, οπότε έκανα ότι δέχτηκα την εξήγηση του Αργύρη και τον κράτησα χωρίς δεύτερη σκέψη.

    «Δε λες καλά που έχω και ‘σένα;» του είπα τρυφερά τώρα και μου γύρισε την κοιλιά του λες και ήταν κοπρόσκυλο που περιμένει να τον χαϊδέψουν.

    Αυτή η κίνηση της απόλυτης εμπιστοσύνης—το πιο ευάλωτο μέρος του σώματός του εκτεθειμένο—πάντα με συγκινούσε. Και να ήταν μόνο αυτό; Του άρεσε να με γλείφει με αυτή τη τραχιά γλώσσα του, κάτι που νόμιζα ότι άρεσε μόνο στα σκυλιά.

    Μου γλείφει τα χέρια, το πρόσωπο αν του δώσω την ευκαιρία, και μια φορά προσπάθησε να μου γλείψει τα μαλλιά ενώ κοιμόμουν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, με ακολουθεί παντού σαν κουτάβι—από το σαλόνι στην κουζίνα, από την κουζίνα στο υπνοδωμάτιο, και αν αλλάξω δωμάτιο ξαφνικά, τον ακούω να τρέχει από πίσω με τα νυχάκια του να κάνουν τικ-τακ στο παρκέ.

    Μόνο όταν καταλάβαινε ότι θα κάνω μπάνιο εξαφανιζόταν από προσώπου γης με την ταχύτητα του φωτός. Λες και υπήρχε κάποιος αόρατος ανιχνευτής νερού στο εσωτερικό του που τον προειδοποιούσε για την επικείμενη καταστροφή.

    Αν έμπαινα για την ανάγκη μου στην τουαλέτα, όμως, δεν τολμούσα να τον κλείσω απ’ έξω—νιαούριζε με τόσο δράμα λες και τον έσφαζα. Και όχι μόνο αυτό αλλά είχε μάθει να ανοίγει και τις πόρτες κάνοντας σάλτο στο χερούλι, οπότε ακόμα κι αν τον κλείσω, μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα τον έχω δίπλα μου να με κοιτάζει επικριτικά.

    Ευτυχώς δουλεύω τρεις μέρες την εβδομάδα απομακρυσμένα, γιατί η Δευτέρα και η Τρίτη δεν πέφτουν μόνο σε εμένα βαριές. Τον Μπλάκι τον επηρεάζει και εκείνον η αρχή της εβδομάδας—είναι πιο νευρικός, πιο απαιτητικός στη προσοχή, και γενικά συμπεριφέρεται σαν καταθλιπτικός που προσπαθεί να βρει νόημα στη Δευτέρα πρωί.

    Εκείνες τις μέρες που δουλεύω από το σπίτι γίνεται ο σκιά μου—κάθεται δίπλα στον υπολογιστή, με παρακολουθεί να δουλεύω, και κάθε τόσο βάζει τη μια πατούσα πάνω στο πληκτρολόγιο λες και θέλει να συμμετάσχει στη δουλειά.

    Μην έχοντας τι να κάνω και αφού είχα εξαντλήσει όλες τις σειρές του Netflix που με ενδιέφεραν—και αρκετές που δεν με ενδιέφεραν—άνοιξα το Tinder, ναι και από αυτό είχα. Το είχα κατεβάσει σε μια στιγμή απελπισίας πριν από κάνα δίμηνο, είχα φτιάξει προφίλ με φωτογραφίες που με έδειχναν κάπως καλύτερη απ' ότι είμαι στην πραγματικότητα—ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζα—και το είχα χρησιμοποιήσει δυο-τρεις φορές τις πρώτες μέρες.

    Αλλά τα πεσίματα που μου γινόντουσαν όταν έκανα το λάθος να κάνω swipe right σε κάποιον και γινόταν match μου έκαναν τα άντερα να γυρνάνε από την πρώτη κιόλας εβδομάδα. Και δεν εννοώ dick pics και τέτοια κλασικά μαλακισμένα—αυτά τα περίμενα και είχα προετοιμαστεί ψυχολογικά.

    Όλοι, μα όλοι όμως, που έκανα το λάθος να διαλέξω, έβγαζαν μια απελπισία που με ανατρίχιαζε. Το πρώτο μήνυμα ήταν πάντα υπερβολικά ενθουσιώδες—«Γεια σου όμορφη!», «Τι κάνει μια τόσο όμορφη γυναίκα εδώ;», «Φαίνεσαι υπέροχη στις φωτογραφίες σου»—και μετά από το δεύτερο ή τρίτο μήνυμα άρχιζε να βγαίνει το πραγματικό τους πρόσωπο.

    Αν δεν απαντούσα αμέσως, γινόντουσαν πιεστικοί. Αν απαντούσα πολύ γρήγορα, νόμιζαν ότι ήμουν απελπισμένη. Αν ήμουν φιλική, το εκλάμβαναν ως πρόσκληση για σεξουαλικά σχόλια. Αν ήμουν επιφυλακτική, με κατηγορούσαν ότι είμαι snob.

    Δεν ξέρω… είχα διαβάσει κάπου στο ίντερνετ ότι το 90% των γυναικών προσπαθεί να επιλέξει το 1% των ανδρών και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος της όποιας απελπισίας που ένιωθα από την άλλη πλευρά της οθόνης, αλλά εμένα τα profile pics και τα «βιογραφικά» δε μου έλεγαν τίποτα ουσιαστικό. Οι περισσότεροι είχαν φωτογραφίες στο γυμναστήριο ή με ψάρια που είχαν πιάσει ή σε κάποια εξωτική τοποθεσία με ηλιοβασίλεμα.

    Τα βιογραφικά τους ήταν είτε κενά, είτε γεμάτα clichés τύπου «I love to travel and try new foods» ή «Looking for someone who can make me laugh». Μόνο από κοντά μπορείς να γνωρίσεις κάποιον πραγματικά—το πώς μιλάει, το πώς κινείται, το αν έχει χιούμορ ή αν απλά νομίζει ότι έχει.

    Έτσι είχα σταματήσει να το ανοίγω. Μέχρι απόψε που η βαρεμάρα με έσπρωχνε σε απελπισμένες κινήσεις.

    Για να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε απόψε, σκέφτηκα χαχανίζοντας με τον εαυτό μου ενώ άνοιγα την εφαρμογή και περίμενα να φορτώσει. Εμφανίστηκε το πρώτο προφίλ—ένας τύπος με φωτογραφία στο γυμναστήριο που προσπαθούσε να δείξει τους κοιλιακούς του.

    Swipe left χωρίς δεύτερη σκέψη. Μετά ένας άλλος με φωτογραφία δίπλα σε μηχανή και γυαλιά ηλίου που κάλυπταν το μισό πρόσωπό του. Swipe left και αυτόν. Μετά ένας που είχε γράψει στο βιογραφικό του «Δεν απαντάω σε hi». Swipe left με λίγο παραπάνω δύναμη.

    ΩΠΑ!

    Προσπάθησα να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου, αλλά το στομάχι μου έκανε μια μικρή τούμπα. Μπροστά μου είχα τη φωτογραφία ενός πολύ γλυκούλη ξανθομάλλη περίπου στην ηλικία μου—τριάντα τρία σύμφωνα με το προφίλ του. Είχε ένα πρόσωπο που έβγαζε καλοσύνη, όχι τη μαγκιά που προσπαθούσαν να περάσουν οι περισσότεροι.

    Φορούσε ένα απλό μπλε πουκάμισο, χαμογελούσε φυσικά χωρίς να δείχνει ότι προσπαθούσε πολύ, και στο φόντο φαινόταν κάτι που έμοιαζε με billboard. Η καρδιά μου βούλιαξε όταν είδα την εθνικότητα: Βέλγος.

    Κοίταξα τις υπόλοιπες φωτογραφίες του. Μια όπου κρατούσε ένα σκυλάκι—πόντοι για τη φιλοζωία. Μια στο τι φαινόταν να είναι μουσείο—πόντοι για τον πολιτισμό. Μια με παρέα φίλων σε μπαρ όπου όλοι χαμογελούσαν γνήσια—πόντοι για το ότι έχει φίλους που τον αγαπούν. Μια φωτογραφία που έπαιζε μπάλα. Πόντοι για το ότι δεν ξημεροβραδιαζόταν στο γραφείο μπροστά από ένα υπολογιστή.

    Το βιογραφικό του ήταν σύντομο αλλά όχι κενό: «Software engineer στις Βρυξέλλες. Μου αρέσει η καλή μουσική, τα ωραία βιβλία και οι μακριές συζητήσεις. Στην Αθήνα για δουλειά για μερικούς μήνες. Let's explore the city together.»

    Καλά κρασιά, σκέφτηκα αναφερόμενη στην πατρίδα του—το Βέλγιο φημίζεται και για τα κρασιά του, όχι μόνο για τη μπίρα και τη σοκολάτα—και πήγα να κάνω swipe…

    Στάθηκα εκεί για ένα δευτερόλεπτο που μου φάνηκε αιωνιότητα. Left σκόπευα να κάνω αρχικά—η παλιά μου συνήθεια της υπερπροστασίας, η φοβία του rejection, η ανασφάλεια που μου έλεγε «τι θα θέλει ένας κούκλος όπως δαύτος από ‘σένα». Αλλά το ασυνείδητό μου είχε πάρει απόφαση για μένα. Το χέρι μου κινήθηκε right και άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο του match.

    Τι στο διάολο;

    Για μια στιγμή κοίταξα την οθόνη με απορία. Ο Maurice είχε ήδη κάνει swipe right σε εμένα; Πότε; Γιατί; Προφανώς το προφίλ μου δεν ήταν τόσο χάλια όσο φοβόμουν, ή ίσως οι Βέλγοι έχουν πιο χαλαρά κριτήρια από τους Έλληνες.

    Και έτσι μπήκε ο Maurice στη ζωή μου—με ένα swipe που δεν είχα σκοπό αρχικά να κάνω.

    Ένα match που δεν περίμενα να γίνει, και μια αίσθηση ότι ίσως, …ίσως… το σύμπαν να είχε αποφασίσει να μου κάνει επιτέλους ένα δώρο.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
    Last edited: 24 Ιουνίου 2025 at 01:23