Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος DocHeart, στις 27 Σεπτεμβρίου 2010.

  1. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Το χέρι μου είναι παρκαρισμένο πάνω στο γυμνό της κώλο. Κοιμάται μπρούμυτα, κρύβοντας τα ανοιξιάτικα βυζιά της. Τα χείλη της, κόκκινα σαν αίμα, φιλάνε τη λευκή μαξιλαροθήκη. Μαύρα σγουρά μαλλιά χύνονται γύρω τους.

    Το τηλέφωνο χτυπάει, χτυπάει, χτυπάει, μέχρι να μου διακόψει το όνειρο που έβλεπα. Ήταν ένα παράξενο όνειρο, με έναν ουρανό πράσινο, σχεδόν σμαραγδί, αλλά και σκούρα γκρίζα σύννεφα.

    «Τηλέφωνο, μπαμπά,» μουρμουράει στον ύπνο της.

    Η Ξένια μου, η γυναίκα της ζωής μου.

    Τρεις παρά τέταρτο.

    Το ακουστικό είναι παγωμένο στο αυτί μου. Η επιμονή της να σβήνουμε τη θέρμανση πριν κοιμηθούμε (Είναι σπατάλη, αγάπη μου, και ξεραίνει τον αέρα, θα σκάσουμε) δε με ενοχλεί όσο είμαι δίπλα της στο κρεβάτι – είναι πάντα ζεστή, αχνιστή, λεία στην αγκαλιά μου.

    Όταν πρέπει να σηκωθώ, το παγωμένο διαμέρισμα με καταθλίβει. Το κρύο ακουστικό στ’αυτί μου με ανατριχιάζει.

    «Ποιος;»

    «Αντρέας.»

    Είμαι ακόμα ο μισός στον κόσμο του ύπνου. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου. Οι τοίχοι του δωματίου γυρίζουν στο σκοτάδι.

    «Τι θες;»

    «Αισθανόμουν μοναξιά και είπα να σε πάρω να μιλήσουμε λίγο… ξέρεις, νιώθω σα να έχουμε απομακρυνθεί συναισθηματικά τώρα τελευταία...»

    «Γαμήσου ρε μαλάκα, τι θες;»

    «Σήκω, πλύσου, παρφουμαρίσου και έλα Στάικου 38, στο Κουκάκι. Η φίλη σου ξανάπιασε δουλειά. Ρήγας μπαστούνι. Είναι εδώ και ο Στεργίου. Αυτός μου είπε να σε πάρω.»

    Ντύνομαι κάνοντας όσο λιγότερο θόρυβο μπορώ. Η Ξένια δεν κινείται, φαίνεται να κοιμάται βαθιά. Της φιλάω την πλάτη. Μιλάει με άρθρωση που δεν ανήκει σε αγουροξυπνημένο άνθρωπο και με ξαφνιάζει: «Η γυναίκα με τα τραπουλόχαρτα πάλι;»

    «Σόρρυ, προσπάθησα να μην κάνω φασαρία,» της ψιθυρίζω φιλώντας το μάγουλό της ανάμεσα στης μαύρες μπούκλες. «Ξανακοιμήσου. Θα γυρίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ.»

    «Αυτή είναι πάλι, μπαμπά;»

    «Δεν ξέρω, καλή μου.»

    Ανακαθίζει στο κρεβάτι. Με κοιτάει κατάματα μέσα στο σκοτάδι.

    «Φοβάμαι αυτά που κάνεις στη δουλειά σου, μπαμπά. Φοβάμαι πως σε παίρνουν μακριά μου.»

    «Μωρό μου…» Ανάβω το πορτατίφ στο κομοδίνο. Την αγκαλιάζω. Χώνει το πρόσωπό της στο στήθος μου. «Τά’χουμε συζητήσει αυτά. Μπάτσος είμαι. Ασχολούμαι με άσχημα πράγματα. Αλλά είμαι πολύ, πολύ προσεκτικός. Στο υπόσχομαι.»

    «Σε παρακαλώ, συνέχισε να είσαι,» αναστενάζει πάνω στο πουκάμισό μου.

    Τη φιλάω. «Τίποτα δε μπορεί να με πάρει μακριά σου. Τίποτα. Το κατάλαβες;»

    Κουνάει το κεφάλι της καταφατικά. Το παγωμένο δωμάτιο στέλνει ένα ρίγος στους ώμους και την πλάτη της. Την ξαπλώνω και την σκεπάζω. «Να σου ανάψω τη θέρμανση;»

    «Όχι. Θα σκάσω εδώ μέσα.»

    ***

    Πέρα απ’την εξώπορτα της πολυκατοικίας ο κόσμος έχει αλλάξει απ’την τελευταία φορά που τον είδα. Όταν γύρισα σπίτι χθες το βράδι ο ουρανός ήταν καθαρός και ήρεμος. Τώρα έχει μαυρίσει, έχει κατέβει χαμηλά, και ορδές από τεράστιες σταγόνες σκάνε με θόρυβο στα τσιμέντα και τα μέταλλα.

    Βρέχει τόσο δυνατά που δρόμος σχεδόν δε φαίνεται. Η Σταδίου μια πλατιά θολούρα, η Συγγρού μια μουτζούρα από νερό και πολύχρωμα φώτα στις εισόδους στριπτηζάδικων. Οι υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονται με τέτοιο ζήλο που όταν με πιάνει φανάρι νιώθω όλο το αυτοκίνητο να λικνίζεται δεξιά-αριστερά.

    Τσαντίζομαι. Πετάω το τσιγάρο μου απ’το παράθυρο με δύναμη, η βροχή το παίρνει κάπου αλλού.

    ***

    Το χειμώνα του 2008 ήμουνα στα χαρακώματα. Έτοιμος για την επόμενη κίνησή της, καλοδιαβασμένος, υποψιασμένος και οπλισμένος. Δεν ένιωθα απλώς ότι πλησίαζα, ένιωθα ότι η ανάσα μου ήταν στο σβέρκο της.

    Είχα ανακαλύψει το παλιό της διαμέρισμα στην Ομήρου, το κοριτσίστικο αυτοκίνητό της παρατημένο στο Καλαμάκι. Είχαμε και τα αποτελέσματα του DNA, και τα δακτυλικά της αποτυπώματα. Ακόμα και τρίχες απ’το κεφάλι της, ακόμα και ένα παλιό κινητό τηλέφωνο γεμάτο μηνύματα από πελάτες της. Νόμιζαν ότι αγόραζαν ένα γαμήσι, αλλά στην πραγματικότητα το τηλεφώνημά τους προς αυτή (άλλοτε Τζούλι, άλλοτε Ηλέκτρα, άλλοτε Κατερίνα) ήταν μια πρόσκληση για φόνο.

    Τρεις φόνοι σε δυο βδομάδες. Τόσο ξέφρενος ήταν ο ρυθμός της.

    Ο μεγαλοδικηγόρος Μαρίνος Ταχτσίδης είχε βρεθεί άσπρος, χωρίς πέος και χωρίς αίμα. Είχε αιμορραγήσει μέχρι θανάτου από την πληγή του άγριου χειρουργείου της. Αυτή είχε αδειάσει το αμερικάνικο ψυγείο του εντελώς, πετώντας κρέατα, τυριά και αναψυκτικά στο πάτωμα, και τον είχε στριμώξει εκεί μέσα. Δεν κατάφερε ποτέ να κλείσει καλά την πόρτα, τη στερέωσε βάζοντας ένα σφυρί ανάμεσα στο πόμολο και τον τοίχο δίπλα του.

    Ο Αντρέας έβγαλε τις φωτογραφίες από τα ίχνη των παπουτσιών της μέσα και γύρω από τις λίμνες αίματος στο διαμέρισμά του στην Τσακάλωφ. Εγώ έβαλα σε πλαστική διάφανη σακούλα το τραπουλόχαρτο που του είχε βάλει στο στόμα. 10 κούπα.

    Ένας υποψήφιος καθηγητής στην Καλών Τεχνών, ο Σταύρος Καλιάτης, ήταν ο επόμενος. Ήταν κομμένος από το λαιμό μέχρι τον αφαλό, ανοιγμένος. Η καρδιά του έλειπε. Στη θέση της, μούσκεμα στο αίμα, ο βαλές σπαθί.

    «Πάει για κέντα,» είχε πει χασκογελώντας ο Αντρέας, κρατώντας με μια λαβίδα το κοκκινισμένο τραπουλόχαρτο.

    Το επόμενο Σάββατο ήταν η σειρά του Δημήτρη Μούτση. Ο πρόσφατα διαζευγμένος τεχνικός σύμβουλος μηχανογράφησης του Δήμου Αθηναίων βρέθηκε σε ένα χωράφι στο Καματερό, δηλητηριασμένος με χλωρίνη και με το πάνω μισό του κρανίου του πριονισμένο και απών. Το μεγαλύτερο κομμάτι του εγκεφάλου του είχε, και αυτό, κλαπεί. Στην τσέπη του θαλασσί πουκαμίσου του, η ντάμα καρό.

    Μπροστά στο Στεργίου όλοι ένιωθαν μικροί. Απείχε πολύ από το να γίνει το νούμερο ένα της αστυνομίας. Δεν πλησίασε και δε θα πλησιάσει ποτέ, για μια σειρά από λόγους. Αλλά από μόνο του το ύψος του σε βάζει σε μειονεκτική θέση. Το αγέλαστο πρόσωπό του σε σοβαρεύει. Η ικανότητά του να βρίσκεται πάντα εκεί πρώτος, ότι ώρα και να είναι, όπου και να είναι η σκηνή, σε κάνει να τον σέβεσαι.

    Δυσκολευόταν να κρατήσει τους δημοσιογράφους μακριά. «Με πήραν απ’το υπουργείο,» μου είχε πει. «Άστη γάτα μέσα στο σακί. Πες τους ότι μαλακία σου κατέβει, μόνο μην τους πεις για τα τραπουλόχαρτα.»

    Έτσι κι αλλιώς, πάνω στην ώρα ήρθε η δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Η Αθήνα έστρεψε το βλέμμα της στη φωτογραφία του χαμογελαστού πιτσιρικά που βρέθηκε στη λάθος κοινωνία, στη λάθος στιγμή. Ανάμεσα στα δάκρυα και την οργή, η γυναίκα με τα τραπουλόχαρτα δεν πήρε ποτέ τη δημοσιότητα που ίσως επιθυμούσε. Η πόλη πήρε φωτιά, και έκαψε την όποια σημαντικότητα των πράξεών της.

    Οι μέρες πέρναγαν κι εμείς περιμέναμε το ρήγα. Τον παπά. Εδώ παπάς, εκεί παπάς. Πέρασαν μήνες. Ένας χρόνος και βάλε. Πουθενά ο παπάς. Οι φόνοι σταμάτησαν λες και η γυναίκα με τα τραπουλόχαρτα, η Τζούλι, η Ηλέκτρα, η Κατερίνα, είχε αλλάξει ξαφνικά γνώμη. Λες και πήγε πάσο στο άνοιγμα του τέταρτου φύλλου, λες και το μέγεθος του πονταρίσματος την είχε τρομάξει.

    Αλλά όχι. Ποτέ δεν είχε ξεστομίσει «πάσο». Απλά, εδώ και δεκαοχτώ μήνες, κοίταζε τα χαρτιά της και έπαιζε με τις μάρκες της πριν συνεχίσει να τα χώνει.

    ***

    Βγήκα απ’το ασανσέρ της πολυκατοικίας και βρήκα φάτσα μπροστά μου τον Αντρέα. Μόνιμο ειρωνικό χαμόγελο, έτσι θα τον φώναζαν αν ήταν ινδιάνος. Ήταν μικροκαμωμένος, καραφλός, γεμάτος ενέργεια.

    Στο δεξί του χέρι η τετράγωνη άκαμπτη βαλίτσα του. Η βαλίτσα που θα κουβαλούσε κάποιος που φεύγει για ένα σύντομο επαγγελματικό ταξίδι. Η βαλίτσα που, στην πραγματικότητα, ήταν γεμάτη συμπεράσματα αίματος, ιχνών, ινών και υγρών θανάτου.

    «Έχω τα αποτυπώματα, έχω τις τρίχες, έχω τις φωτογραφίες. Τελείωσα. Πάω να παίξω μια μαλακία και να ξανακοιμηθώ.»

    «Περίμενε. Ο τύπος;»

    «Γουίλιαμ Στάνσον, υπάλληλος στην πρεσβεία της Ιρλανδίας. 58, τέως διευθυντής σπουδών στο τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του πανεπιστημίου του Δουβλίνου, μαλάκα. Ο τύπος θα μπορούσε να σου αραδιάζει Σαίξπηρ μέχρι να πεθάνεις.»

    «Το τραπουλόχαρτο;»

    «Δε μου’χεις καθόλου εμπιστοσύνη, πια; Χάρη, δε θέλω να σε πιέσω, αλλά πώς θα σου φαινόταν η ιδέα να δούμε ένα σύμβουλο γάμου;»

    Άνοιξε τη βαλίτσα στο πλατύσκαλο και έφερε μπροστά στα μούτρα μου το πλαστικό σακουλάκι με τη φιγούρα. Ο ρήγας με κοίταξε και με τα τέσσερα μάτια του, τα δυο με είδαν όπως στεκόμουν, τα άλλα δύο ανάποδα.

    «Τι του έκανε;»

    «Χάρη… Χάρη… ξέρεις πόσο δε μ’αρέσει να μπαίνω σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Άλλωστε ο Στεργίου σε περιμένει.» Ξανάχωσε το στοιχείο στη βαλίτσα και μπήκε στο ασανσέρ. «Καλά κουράγια, φίλε.»

    Ο Στεργίου δε με καλημέρισε, ούτε εγώ αυτόν. Δεν περίμενα να δω τίποτα όμορφο. Το πτώμα ήταν ξαπλωμένο στον καναπέ της γαμιστρόνας. Ήταν ένας μπεζ καναπές ο οποίος από τη μέση και κάτω είχε γίνει μαυρο-κόκκινος. Τα χέρια, η μύτη και τα αυτιά του Στάνσον έλειπαν. Στη θέση τους τρύπες που είχαν ήδη αρχίσει να πρασινίζουν με μύκητες.

    «Το έκανε πριν πέντε-έξι μέρες,» είπε ο Στεργίου. «Οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία λόγω της βρώμας. Του έκοψε την καρωτίδα πρώτα, μετά τα υπόλοιπα.»

    Πλησίασα τον νεκρό. Ήταν γυμνός απ’τη μέση και κάτω, το πέος του ζαρωμένο και χαμένο μέσα σε πυκνό καστανό τρίχωμα. Τον κορμό του σκέπαζε μια φανέλα που κάποτε ήταν άσπρη, τώρα κολλημένη πάνω του με τη βοήθεια μιας πηχτής κρούστας αίματος. Γαλάζια ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσαν αδιάφορα το ταβάνι.

    «Γλώσσα;» ρώτησα.

    Ο Στεργίου με κοίταξε χωρίς να μιλήσει. Δυο μέτρα άντρας, χλωμός, κουρασμένος. Ένας άντρας που σίγουρα απόψε είχε ευχηθεί να μην είναι αυτή η ζωή του.

    Κι εγώ το ίδιο.

    Με γυμνά χέρια άνοιξα το στόμα του πτώματος. Τα δόντια όλα ένα σκούρο μπορντώ, σα βαμμένα κάγκελα σε μια πλατεία ειδικά φτιαγμένη για κηδείες. Βαθιά πίσω, ένα κομμάτι απ’αυτό που κάποτε ήταν η γλώσσα του.

    «Του πήρε τις αισθήσεις,» μουρμούρισα. «Όλες, εκτός από την όραση.»

    Είχε τα γεννητικά όργανα, την καρδιά, το μυαλό, την αφή, την όσφρηση, την ακοή και τη γεύση.

    Κάποιος άντρας εμφανιζόταν στους εφιάλτες της και την πρόσταζε να τον ανακατασκευάσει.

    Μόνο τα μάτια έλειπαν από τη συλλογή της. Αυτά θα ήταν ο άσσος. Το πέμπτο φύλλο στο μακάβριο ποντάρισμά της.

    ***

    Η βροχή δεν έχει σταματήσει, και ο ουρανός ίσα που έχει φωτίσει λίγο όταν ξεκινάω για τη ΓΑΔΑ. Η Αλεξάνδρας, όμως, έχει ήδη αρχίσει να γεμίζει με κίνηση. Στη γωνία με τη Σπύρου Τρικούπη βλέπω πιτσιρίκια αδύνατα, καχεκτικά, αξύριστα και βρώμικα να στέκονται και να κοιτάνε τη βροχή κάτω από ένα τσίγκινο υπόστεγο.

    Δακτυλογραφώ την αναφορά μου. Τα καινούργια Windows με εκνευρίζουν. Πίνω δυο καφέδες, μια κοκα-κολα, καπνίζω. Μεσημεριάζει. Στο κινητό, η Ξένια με καλημερίζει καθυστερημένα. «Πώς είσαι,» με ρωτάει στοργικά, «πώς νιώθεις, μπαμπά;»

    «Τώρα που σου μιλάω είμαι καλά, λατρεία μου. Εσύ;»

    «Μου λείπεις. Θα αργήσεις πολύ;»

    «Όχι γλυκιά μου. Σε δυο ώρες το πολύ. Θέλεις να πάμε κάπου για φαγητό;»

    «Έχω μαγειρέψει. Έλα σπίτι, μόνο. Μόνο αυτό θέλω.»

    Τα μαζεύω όσο πιο γρήγορα μπορώ και σηκώνομαι και φεύγω. Αν αξίζει ένα φράγκο όλο το παραμύθι της θεωρίας για τους σειριακούς δολοφόνους, η γυναίκα με τα τραπουλόχαρτα δε θα κάνει κάτι απόψε. Χρειάζομαι ύπνο. Αν κοιμηθώ, αύριο το πρωί θα την έχω πάλι στο χέρι μου.

    Την είχα το 2008.

    Θα την έχω ξανά. Θα την προλάβω στον άσσο.

    ***

    Χαράματα, πάλι. Λες και είναι γραφτό να μην ξανακοιμηθώ. Ξυπνάω με μια κρύα αίσθηση πάνω απ΄τα μάτια μου. Είναι σαν κάποιος να μου βάζει κομπρέσες, στην αρχή. Κάτι να μου απαλύνει τον πονοκέφαλο. Μόνο που δεν έχω πονοκέφαλο.

    Καθώς οι αισθήσεις μου επανέρχονται σταδιακά, αρχίζω να ορίζω τα πράγματα που ακουμπούν τα μάτια μου. Μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα ήταν μια πετσέτα τυλιγμένη γεμάτη με πάγο. Τώρα, στο αριστερό μου μάτι, βυθίζεται μια βελόνα. Ένα χλιαρό, πηχτό υγρό γεμίζει το βολβό, κάνει τον εγκέφαλό μου να μου πει ότι το μάτι μου θα εκραγεί απ’την πίεση.

    Αν μπορούσα θα πεταγόμουνα σαν ελατήριο, αλλά το κεφάλι μου είναι βαρύ σα σίδερο.

    Περίεργο, γιατί ήπια μόνο ένα ποτήρι κρασί με το φαγητό (κοτόπουλο με ρύζι και λαχανικά) πριν πέσω αποκαμωμένος στο κρεβάτι, με την Ξένια μου να με φιλάει και να με καληνυχτίζει, γυμνή, ζεστή, αχνιστή, δίπλα μου.

    Τι είδους εφιάλτης είναι πάλι αυτός; Θέλω να γυρίσω πλευρό και να αγκαλιάσω το κορίτσι μου. Θέλω να δω το ξημέρωμα να μπαίνει απ’τα πατζούρια με την αίσθηση της γλυκιάς καρδιάς της στο χέρι μου.

    «Καρό, κούπα, μπαστούνι, σπαθί; Δική σου η επιλογή, μπαμπά. Έχεις από τέσσερις άσσους να διαλέξεις.»

    Ξυπνάω κάθιδρος. Τινάζομαι όρθιος. Όλα είναι ήσυχα. Η βροχή έχει σταματήσει. Η Ξένια αισθάνεται το απότομο ξύπνημά μου και γυρίζει πλευρό, φέρνει το πρόσωπό της στο δικό μου, με φιλάει. «Μπαμπά μου,» τιτιβίζει νυσταγμένα.

    Αλλά όχι, δεν είναι έτσι. Απλώς το μυαλό μου θέλει να είναι έτσι.

    ***

    Συνάντησα την Ξένια σε ένα μπαρ στο Νέο Κόσμο. Ήταν εκεί ο Αντρέας, μπεκροπίναμε την προ-παραμονή των Χριστουγέννων. Η Αθήνα ακόμα κάπνιζε από τις φωτιές του Αλέξη.

    Αυτή στην αρχή σέρβιρε, μετά θα σχόλαγε, τώρα, σε μισή ώρα, σε δέκα λεπτά θα αναλάμβανε ο Άκης, το αφεντικό. Ο Άκης ήταν στην ώρα του, άρχισε να βάζει ποτά. Η Ξένια δε βγήκε από πίσω απ’το μπαρ, έμεινε και έπινε μαζί μας. Ο Αντρέας είπε: «Εγώ την κάνω σιγά-σιγά,» και μείναμε εγώ κι’αυτή, αργά τη νύχτα. Μου είπε ότι έμενε με τη μητέρα της. Ότι ο πατέρας της είχε πεθάνει ξαφνικά από καλπάζουσα μορφή καρκίνου στα 13 της. Προσφέρθηκα να την πάω στο σπίτι της με το αυτοκίνητο, αρνήθηκε. «Έχεις πιει πολύ,» μου είπε.

    ***

    «Ο μόνος άντρας που θέλω είναι ο μπαμπάς μου,» μου εξήγησε. Ένιωθα το αριστερό μου μάτι να πρήζεται όλο και περισσότερο. «Αλλά δε μπορώ να έχω το μπαμπά μου,» συνέχισε μετά από αρκετή ώρα. Τώρα δεν ένιωθα το αριστερό μου μάτι καθόλου.

    Αν μπορείς να κρατείσαι νηφάλιος,
    Όταν όλοι γύρω σου τα έχουν χαμένα,


    Άκουσα στ’αυτιά μου τα λόγια του δικού μου πατέρα, ένα πόνημα μεγάλου Εγγλέζου ποιητή που ο γέρος μου συνήθιζε να μου αραδιάζει σε στιγμές ανύποπτες, σχεδόν άσχετες με το τι συνέβαινε γύρω μας, λες και ήξερε ότι κάποτε θα μου χρειαστεί.

    «Ο μόνος άντρας που θέλω είναι ο μπαμπάς μου, αλλά δε μπορώ να έχω το μπαμπά μου,» επανέλαβε η αγάπη μου.

    Αν μπορείς να ονειρευτείς,
    Χωρίς να κάνεις τ’όνειρο Αφέντη σου,
    Αν μπορείς να σκεφτείς,
    Χωρίς να κάνεις τη σκέψη σκοπό σου


    «Γι’αυτό,» συνέχισε η γυναίκα της ζωής μου, «γαμάω όλους εσάς τους υπόλοιπους.»

    Αν μπορείς να κάνεις σωρό τα κέρδη σου
    Και να τα παίξεις όλα γράμματα – κορώνα
    Και να τα χάσεις, και πάλι απ’την αρχή,
    Χωρίς ποτέ να κλάψεις την απώλεια


    Ήταν θεσπέσια στο μισοσκόταδο. Με το καλό μου μάτι την είδα να γδύνεται. «Χριστέ μου,» ψέλλισα, «είσαι τόσο όμορφη!»

    «Κοίτα με, μπαμπά μου,» ψιθύρισε, και γονάτισε πάνω απ’την κοιλιά μου, με τα χέρια της πίσω απ’το κεφάλι της.

    Αν το απάνθρωπο λεπτό γεμίσεις
    Με εξήντα δευτερόλεπτα βιασύνης
    Τότε όλα θα είναι δικά σου, και τότε
    Θα είσαι μας Άντρας, παιδί μου!


    Όλα τα ένστικτα επιβίωσης που ποτέ δεν ήξερα ότι είχα άκουσαν το ξυπνητήρι του απόλυτου κινδύνου, και το χέρι μου τελικά κουνήθηκε, νίκησε το αφύσικο βάρος που του είχε δώσει η ουσία που είχε βάλει η αγάπη μου στο αίμα μου, τινάχτηκε άτσαλα και έπιασε το σγουρό κεφάλι της, το χτύπησε στο ξύλινο κεφαλάρι του κρεβατιού μια, δυο φορές, ίσως και περισσότερες. Ίσως τρεις, τέσσερις, δέκα.

    Τα χέρια της τινάχτηκαν στον αέρα σα σκιάχτρο που κοντεύει να το πάρει ο αέρας.

    Το αίμα απ’τα ρουθούνια της έσταξε στο στόμα μου πριν σωριαστεί δίπλα μου, ζεστή, αχνιστή. Αυτή νεκρή κι εγώ ανάπηρος, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι του έρωτά μας.

    ***

    Βρήκαμε τα πάντα, μετά. Τα όργανα των άτυχων που την είχαν προσκαλέσει στο σπίτι τους νομίζοντας ότι θα τους χαρίσει ένοχη και συνάμα αθώα ηδονή, μέσα σ'ένα καταψύκτη σε μια αποθήκη στο Πόρτο Ράφτη.

    Ανακαλύψαμε το ψέμα της σε όλο του το μεγαλείο. Βρήκαμε θραύσματα της αθωότητάς της, επίσης, από δω και από κει. Το ημερολόγιό της, γεμάτο από επιστολές προς το νεκρό πατέρα της, γράμματα στο πουθενά.

    Ο Αντρέας με επισκέφθηκε στην Κεφαλονιά, στο ιδιωτικό μου καταφύγιο πάνω απ’τη θάλασσα, μετά από μερικούς μήνες.

    «Πολύ καλύτερο μου φαίνεται αυτό το κάλυμμα που έχεις τώρα από το να βάλεις γυάλινο μάτι. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Τουλάχιστον το κάλυμμα έχει ένα βαθμό μαγκιάς. Μοιάζεις λίγο σα πειρατής, ή σα μέλος της γιακούζα.»

    Ποτέ, στην πραγματικότητα, δε συζήτησα τις λεπτομέρειες του τι έγινε με κανέναν, ούτε καν με τον ανακριτή. Κι εγώ ο ίδιος τις έχω θάψει κάπου που κανένας δαιμόνιος αστυνομικός δε θα σκεφτόταν να κοιτάξει, και σχεδόν ποτέ δεν τις θυμάμαι.

    Εκτός, ίσως, απ’όταν ο νυχτερινός καιρός με αιφνιδιάζει και με παγώνει, και απλώνω το χέρι μου για να γυρίσω το κουμπί του θερμοστάτη προς τα δεξιά.
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Απάντηση: Η Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα

    Πολύ μου αρέσει όταν μου γαμάνε με εποικοδομητικό τρόπο την ψυχολογία νυχτιάτικα.
     
  3. smari

    smari Regular Member

    μετά απο αυτό μόνο νάνι μπορώ να κάνω.
    Doc respect!
     
  4. Ninevi

    Ninevi Regular Member

    Απάντηση: Η Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα

    Τι CSI, Criminal Minds, Dexter και μαλακίες! Εσύ έπρεπε να 'χες γίνει σεναριογράφος καλέ μου (ποτέ δεν είναι αργά!)  
    Η ιστορία σου άγγιξε 5 (ολόκληρα!) φετίχ μου, με μεγαλύτερο το eye patch στο τέλος φυσικά. Θα μου πάρει κάμποση ώρα να συνέλθω.
    Thanks for sharing  
     
  5. Maley

    Maley Contributor

    Απάντηση: Η Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα

    καλημερα..
     
  6. blindfold

    blindfold Contributor

    Απάντηση: Η Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα

    μετά από 8 ώρες σύνδεσα τα κομμάτια ,πιστεύω ..
     
  7. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Η Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα

    Γιατρέ η ώρα είναι εννιά και μισή το πρωί, ετοιμάζομαι γιά μία συνάντηση και τα πόδια μου έχουν κοπεί,τα μάτια μου έχουν θολώσει...με μάγεψες!!!!!  
     
  8. devine_sub

    devine_sub Contributor

    Απάντηση: Η Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα

    Ντάμα κούπα ήλπιζες, ντάμα μπαστούνι σου βγήκε.

    Σου εύχομαι ολόψυχα να βρεις μια ντάμα σπαθί, φίλτατε.
     
  9. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Απάντηση: Η Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα

    Eυχαριστώ όλους για τα καλά σας λόγια.
     
  10. vautrin

    vautrin Contributor

    Στο Χόλλυγουντ! Στο Χόλλυγουντ! ΄Εχει λήξει η απεργία των σεναριογράφων... 
     
  11. elfcat

    elfcat . Contributor

    Απάντηση: Η Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα

    Chapeau, καλέ μου γιατρέ.
     
  12. BitterSweat

    BitterSweat Regular Member

    Απάντηση: Η Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα

    καθυλωτική ιστορία.. μου άρεσε ιδιαιτέρως το παρακάτω κομμάτι:

    Αν μπορείς να ονειρευτείς,
    Χωρίς να κάνεις τ’όνειρο Αφέντη σου,
    Αν μπορείς να σκεφτείς,
    Χωρίς να κάνεις τη σκέψη σκοπό σου