Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Θυσία

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 19 Νοεμβρίου 2025 at 19:26.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    Στην ημέρα της Κυρίας, η Δεύτερη τάξη τραπέζι στρώνει με τον σφαγμένο χοίρο…

    Ο Οδυσσέας μακριά από της μάχης το πεδίο στέκει, στη θάλασσα κοντά. Δίχως αυτός να τολμά να την αγγίξει και αυτή επίσης..

    Ο πόλεμος της Τροίας ( Ραψωδία Θ)

    Η Θυσία.

    Μέσα σ’ αυτή πτερύγια που σε οίκους τη χωρίζουν, σκυλόψαρα με μικρές σημαίες αλλά μεγάλες μύτες.

    -Εκεί, εκεί!! Ο Δυσσέας στα ψάρια δείχνει, τα δυο κορμιά που στον αφρό της θάλασσας ξαπλώνουν.

    Max the Dog is dead ?

    Τα σιλόψαρα τα σώματα από τα μαλλιά τα πιάνουν και στον κόσμο της ξηράς τα ρίχνουν.

    Ευχαριστώ δε θέλουν, τη δουλειά τους κάνουν. Μακριά από εκεί, σε άλλο κόλπο να βρεθούν. Πτώματα πολλά, μάνα του πολέμου, ευκαιρία να τραφούν.

    Replica’s War, Týr’s day.

    Ο Δυσσέας το ένα σώμα απλώνει. Την ανάσα του ακούει, χαμογελά και χαίρεται, θα συνέλθει.

    Το άλλο πλησιάζει ανήσυχα. Στη ψυχή του φέρνει το του χιονιού το χρώμα.

    Max the Dog is dead ;

    Ξέρει τη συνέχεια, αλλά η αμφιβολία στο συναίσθημα χώμα βρίσκει να βλαστήσει.

    Τα λεπτά της χέρια απομακρύνει και τα χείλια της ανοίγει. Σκύβει και οξυγόνο της χαρίζει. Μαζί και τη ζωή.

    Τα μάτια της αυτή ανοίγει, πίσω τους το φως.

    Χιλιόμετρα στο χώρο και ώρες στο χρόνο απ’ εκεί…

    -Η Τύχη μια νύμφη που πριν το χάραμα ξυπνά.

    Τον ήλιο να προλάβει και το φως το παγωμένο από τα ακροδάχτυλα των ανθών, το γνωστό ως νέκταρ των θεών τροφή για να μαζέψει. Από το πρωί ξυπνώ και αμύγδαλα μαζί μου παίρνω, να την γδιώ, να της φωνάξω…

    Στάσου me γδάλα έχω ‘γώ για να σου δώσω, αλλά ποτέ δεν την προλαβαίνω..

    Όταν κοιτώ στο μέλλοντα εμπρός μου, αυτή ξοπίσω μου να κρύβεται και όταν γυρνώ στα παλιά και πίσω, αυτή μπροστά να βγάζει τη γλώσσα καινά γελά.

    Κατά το σούρουπο γυρνώ στο σπίτι κουρασμένη και πετώ τα μύγδαλα στα μαύρα τα πουλιά. Μα όταν στο κρεββάτι μου ξαπλώνω και τα μάτια μου σφραγίζω τη βρίσκω εκεί να με περιμένει… Κασσάνδρα

    -Τι βλέπεις κόρη μου Κασσάνδρα; Γυναίκα στην πέτρα χαραγμένη λες, από ψηλά τους άνδρες να κοιτά, με φωνή που λιώνει στο της νύχτας ήλιο. Η Εκάβη.

    -Δε θέλω μητέρα…

    -Να δεις ή να μου πεις;

    -Φράγμα προστασίας και το ένα και το άλλο.

    -Μα κόρη μου η νίκη μας βέβαια. Δε βλέπεις τη σφαγή των Αχαιών από τους 24;

    Η Κας τα μάτια της κλείνει, την εικόνα για να διώξει, μα εκεί και στο σκοτάδι αυτή να λάμπει και να την περιμένει.

    Φωτιά τεράστια την Τροία καταπίνει, οι AwwA και ο Ένα νεκροί και όρθιοι. Με την ίδια λόγχη και οι δύο καρφωμένοι. Η ίδια τρέχει να ξεφύγει, πτώματα παντού, ακέραια ποτέ, σάρκες και αίμα μόνο. Στο ναό της Αθηνάς φτάνει, προστασία για να βρει, μα ώρα του μετά…

    Ο πόνος από την κάτω πύλη, σα φως τη σπηλιά διχάζει και από την άνω πύλη σαν φωνή προβάλλει. Το χέρι του ματωμένο, την κραυγή της πνίγει.

    -Σ’ αρέσει σκύλα! Γι’ αυτό φωνάζεις.

    Η Κας τα μάτια της ανοίγει, το κεφάλι της τινάζει, το βιαστή μακριά να διώξει.

    Στα σύννεφα απάνω δύο οι ξένοι, τα χαμένα αδέρφια της λεν πως είναι. Χρόνια έχουν να τα δουν, να είναι άραγε αυτά;

    Το χαμόγελο την λυτρώνει από τον πόνο και στην Εκάβη το νέο το χαρμόσυνο.

    -Μάνα βρέθηκαν, τα χαμένα τα παιδιά σου. Η Πολυξένη και ο Δηίφοβος!!

    Η Εκάβη ακίνητη, να πιστέψει ή μήπως όχι, υπηρέτης στο ξαφνικά στο μπαλκόνι τους εισβάλλει και με μια ανάσα…

    -Αφέντρα μου Εκάβη, ο Δηίφοβος και η Πολυξένη βρέθηκαν και μετά δίχως άλλη ανάσα πέφτει νεκρός.

    Stης μάγχης το πεδίο .γ.

    -Αργούμε Μπάρμπα Stρουφ;

    -Ηρέμησε του Γκρι Εννιάρι και τη σπάθα σου ψηλά σου κράτα.

    -Μα γιατί Μπάρμπα τέτοια ανησυχία; Πιο κοντός είναι από εμάς και ακίνητος σα να κοιμάται δείχνει. Be Ζέλης.

    -Τον αγαπώ πολύ και αθώος μοιάζει. Βαριέμαι, κουρασμένος είμαι και το σώμα μου νυστάζει. Who Ζούρης

    Η Strουφίτα το αλυσοπρίονο στα χέρια της βαστά. Άγκυρα αυτό μουγκρίζει. Ο speed o Ρούλης μ’ ένα φλογοβόλο, η Κοτσιδούλα με μια ατομική που στην καραμέλα της χωρά, η Γιάγια Stρουφ μ’ ένα γλειφιτζούρι ιικό και ο Ματ ο κλέφτης με το θανατηφόρο Joker στο στόμα του.

    Ο Ξύπνα, με τους του Δία κεραυνούς ένα βήμα πιο κοντά στο Τρώα τον οχτρό Ξ153. Όλοι Αχαιοί, αυτόν να σημαδεύουν σχηματίζοντας μια σφαίρα γύρω από αυτόν που Αιωρείται με τα μάτια του κλειστά.

    Πίσω από τα βλέφαρα του μια οθόνη γυμνή να εκθέτει το μέλλον. Σενάρια που γεννιούνται, θεριεύουν και πεθαίνουν ανάλογα με την αρχή που επιλέγει.

    Με τα τύμπανα στα αυτιά του, τους χτύπους της καρδιάς τους ακούει και στο ρυθμό που αυτοί τρέχουν, τις σκέψεις και προθέσεις τους διαβάζει.

    Το αίμα που κυλά στις φλέβες τους, τις αδυναμίες τους στο σώμα του μαρτυρά σαν ύπουλος ρουφιάνος.

    Στα 1958 μέτρα κάτω από το έδαφος υπόγειο ποτάμι να περνά. Μια μετακίνηση νερού 23 τόνων το άνοιγμα που ήθελε του δίνει.

    Μια ανάσα μόνο παίρνει, ένα Κολιμπρί που από πάνω τους περνά, δίχως τη σταγόνα του νερού να χάσει.

    Ο Ξ153 σ’ άλλη θέση στέκεται, έξω από τη σφαίρα, μα τα Strουφάκια στην ίδια.

    Το Κολιμπρί αφήνει τη σταγόνα να πέσει και αυτή στο έδαφος συγκρούεται προκαλώντας του απείρου την ελάχιστη Δονούσα.

    Χέρια που φεύγουν απ’ το σπίτι, πόδια που τρέχουν αντίθετα, καρδιές που μια ζεστή αγκαλιά αναζητούν, εντόσθια που στα χώματα με απέχθεια κυλιούνται.

    -Φου, φου, σου λέω, να καθάρισε. Να τα βάλλω πάλι πίσω;

    Μάτια σκισμένα και μια του κρέατος Ελιά που ορφανή στο χώμα κάθεται και κλαίει.

    Οι του Μπλε οι Αχαιοί ανθρώπους δε θυμίζουν. Να ήξερε η μάνα τους τη μέρα που τους έκανε πως αυτό το πέρας θα ‘χαν;

    Ο Ξ153 στ’ απέναντι κοιτά. Εκεί ο Λ222 τη δική του φιγούρα ετοιμάζει.

    Ο Σπάθας απ’ εκεί πετάγεται.

    -Όοοοοοχχχχιιιι !! Οι Μπλε μας φίλοι !!!

    Οι διαστάσεις είναι Η. Η από αυτές η μία προς τη δική της διαδρομή σειρά της να τραβήξει. Τότε οι υπόλοιπες προς την αντίθετη κατεύθυνση λογιούνται ώστε ήρεμα και δίχως βία να γίνει η διαστολή του Η.

    Ταλαντώσεις πλάθονται σε καζάνια που γυρίζουν και τούτα τα φαινόμενα παράγουν του καλού και του κακού ηθιές. Στο τέλος μίας δίνης ή στην κορυφή της αν στα ίσια την κοιτάς, 7 οι Αχαιοί και καβαλάρηδες.

    Μπροστάρης Ο Λούλου Λουκ με την Darling, ελάχιστα πιο πίσω Χόρχε ο Θαλάσσης με το θρυλικό του Ford, η Μεγάλη στις πλάτες της Κατερίνας, ο Πεpity στον Πελέ κι εγκρίνω, ο Σπάθας στο μηχανικό του αλογάκι που το σπρώχνει η ΚουραγιοΜάνα, ο Μήτσος ο Άνταμς στις ράχες σκύλων και η D η Άννα στο θηλυκό της δράκο.

    Οι ήρωες δεν μιλούν, δεν κλαίνε, δεν μισούν, μόνο σκοτώνουν για να σώσουν αυτούς που αγαπούν.

    Όλοι εκτός από τον Λουκ σταματούν περιμετρικά από το Λ222. Εξάγωνο να σχηματίσουν καθώς ο αρχηγός προς το κέντρο και οχτρό σιμώνει.

    Η Darling που δε φοβάται ούτε τη σκιά της απέναντι του φτάνει, ο Λουκ ξεπεζεύει και δίχως τρόμο το χέρι του απλώνει και τον αγγίζει και αυτός διασπάται σε χιλιάδες μικρά κομμάτια…

    …κάθε ένα από αυτά, σε χιλιάδες διχοτομείται και αυτή η διαφωνώ και διας πάμε συνεχίζεται μέχρι το κάθε τμήμα, ένα κύτταρο να είναι τώρα.

    Το καθένα από αυτά και ένα του Λ222, κλώνος μικρός.

    Μωρό παιδί στην αρχή, που κλαίει, τρώει, γελάει, κοιμάται και χέζει, σε κούνιες και κουβερτούλες παιδικές, με τα χρώματα της σημαίας των Τρώων.

    Τα πρώτα λογάκια που στα αυτάκια φτάνουν, το πρώτο του νανούρισμα, για το θρυλικό Λ222 που έπεσε νεκρός υπερασπίζοντας την Πατρίδα του την Τροία…

    Παιδιά που στον νηπιαγωγείο ζωγράφιζαν τον ήρωα και την επική του μάχη με τους κακούς τους Αχαιούς και στα πιο Μεγάλα τα σχολεία ανέβαιναν στις καρέκλες λέγοντας το ποίημα…

    -Σε γνωρίζω από την Όψη

    Του εικοσιδυό την τρομερή…

    Και όταν τα δώδεκα τους έφτασαν, τη στολή πολέμου έβαλαν και την πλάση γέμισαν με υπερασπιστές.

    Οι εφτά Αχαιοί και τα εφτά τους πιστά τους ζώα, στο κέντρο και γύρω τους δέκα χιλιάδες παιδιά των Τρώων έτοιμα το αίμα τους να δώσουν, ώστε…

    …το σπίτι τους να σώσουν.

    -Ιησούς μικρός στο ποδήλατο με το ζόρι ανεβαίνει, το τόξο του ψηλά και τον Σπάθα υπό γωνία σημαδεύει.

    -Hand’s up pic or I’ll shoot you. Ο Σπάθας με το βλέμμα του αγρίου γυρνά και τον…

    -Έγινε σφαγή; Ο Κροίσος όρθιος. Ο ενθουσιασμός τους πάντες κερνά υγρά χρυσά.

    -Τους ξέσκισαν ;! Τους διέλυσαν !;! Τους έφαγαν ;!; Δέκα τέσσερις ήρωες και είδωλα ενάντια χιλιάδων !!!! Δεν το πιστεύω μάνα αυτό που ζω !!!!!!!

    Η Όμηρος τυφλή, με την καρδιά της τον κοιτά, έκδηλη η απορία στο ρούχο το δικό της.

    -Τι είναι αυτά που λες; Έχεις καθόλου ψυχή ή κι αυτή από χρυσάφι; Ήταν παιδάκια…

    -Ναι αλλά εχθροί και Τρώες .!.

    Η Όμηρος τα ρούχα της πετάει κι αυτή γυμνή όπως και ο Κροίσος. Τυφλός κι αυτός τη γύμνια της να δει.

    -Ίσα ρε μπάμια που θα μου πεις και τα χέρια ψηλά και μια σφαλιάρα τρυφερή του δίνει. Δύο τούμπες αυτός, όρθιος στα πόδια του ξανά και το βέλος στο κέντρο του μετώπου στέλνει. Τότε το χάος τη κακή τη βούλα χάνει.

    Το βέλος βεντουζών ει και στο σταυρό τον Σπάθα, πάνω του στο ανάποδα να κρέμονται ροζ γορίλες. Ο ουρανός σκοτείνιασε και άρχισε να βρέχει…

    Κουμπιά, κουκούτσια, καραμέλες, σβώλοι από χαρτί ή λάσπη, πιπίλες, μπλε χάντρες και ματάκια, μύρια μικρά και ροζ μπαλάκια, χαλίκια, σβηστήρες, φτυσιές και μαζί τους δόντια παιδικά, κάρτες συλλεκτικές, το play τα mobile, χαλασμένα στρατιωτάκια, το καλό ποτέ, χέρια και πόδια από μικρές κουκλίτσες, της Μπάρμη και Μπάμπα Θωμά τα κεραμίδια και κεφάλια πάρα πολλά κεφάλια, κάποια από ασώματα πια παιχνίδια κι άλλα δίχως σώμα ποτέ να είχαν.

    Ένα βουνό που σκέπασε τους πάντες και στη συνέχεια φρούτα χαλασμένα ή μη. Με πιο πολλά τα μη στη κορυφή να χτίζουν.

    Οι δέκα χιλιάδες Τρώες σφυροκοπούσαν για ώρες τους εφτά ήρωες και τα εφτά πιστά τους ζώα.

    -Τότε; Μήπως τότε ήρθε η αντίδραση ;; Ο Κροίσος με τα δόντια τα γυμνά, τα σάλια του να πέφτουν, δυσοίωνος ο ήχος που η Όμηρος ακούει. Δεν του απαντά και την ιστορία συνεχίζει.

    -Οι ήρωες την ενόχληση εξέλαβαν σα να από μύγες να ‘ταν. Να θέλουν να γελάσουν, αλλά το στόμα τους να μη τολμούν να ανοίξουν. Του Αντώνη του τρελού, πολλοί οι σβώλοι που μπορούν να τρυπώσουν μέσα.

    Τελικά το άνοιξε ο Λούλου.

    -Δε σκοτώνω εγώ παιδιά. Τα χώματα αυτά δικά τους είναι πια, εγώ τα παρατάω. Την Darling πιάνει από το χέρι και φεύγουν μακριά.

    Αργότερα μαθεύτηκε πως φάρμα άνοιξε στα πέρα και κάτω μέρη. Για άλογα που θέλουν να καβαλούν ανθρώπους.

    -Yo tampoco, δήλωσε ο Χόρχε και προς τα παράλια της Μικράς Ασίας οδήγησε το θρυλικό του Ford, στη τελευταία του τη βόλτα. Το σιδέρωσε και το έβαψε και το γυάλισε με λάδι προσεγμένο. Στη Tαρατατάτσα το έστησε σαν κράχτη και camping άνοιξε για τους νοσταλγούς της μπύρας. Στης αλμύρας τη φωτιά ιστορίες να σου λέει ο Θαλάσσης για περασμένα μεγαλεία.

    Η Κατερίνα την Μεγάλη πήγε στου Λουκ τη φάρμα. Με την Μεγάλη στα άλογα και επισκέπτες έδειχνε πως να ξαναβρούν την ψυχική τους ισορροπία καβαλώντας τους ανθρώπους.

    Ο Πεpity γονατίζει και τον Πελέ κι εγκρίνω θωρά στα μάτια.

    -Es hora de convertirse en leyenda. Μάνατζερ του έγινε στο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου για βετεράνους γαϊδούρια.

    Ο Σπάθας το φλουρί της βασιλόπιτας χρησιμοποίησε στο μηχανικό του αλογάκι και η Κούρα γιο Μάνα τους έσπρωξε μέχρι την Πόλη. Εκεί άνοιξαν ίδρυμα για ανάπηρα, πληγωμένα του πολέμου καροτσάκια.

    -Και ο Μήτσος και η D η Άννα; Ο Κροίσος στο σκοτάδι τα δάκρυα του κρύβει.

    -Παντρεύτηκαν, παιδιά δεν έκαναν και βούτηξαν και οι δύο σε μία λίμνη από αλκοόλ, μέχρι τα βαθιά γεράματα. Δίχως πράξεις ηρωικές, η ζωή τους δίχως νόημα. Τους φρόντιζαν μέχρι το τέλος ο Κεραυνός και ο Θηλυκός ο δράκος.

    -Και μετά; Με τη μάχη τι έγινε;

    -Τι κάνετε ωρέ προδότες; Της μάχης το πεδίο εγκαταλείπετε;; Έχετε υποχρεώσεις απέναντι στη μάνα τη πατρίδα, να πολεμήσετε, να σκοτώσετε και να κατακτήσετε την Τροία. Ο Αγαμέμνονας αφρούς να βγάζει και το γυμνό του στήθος να προτάσσει.

    -Η γιαγιά μου είπε, δείχνοντας το δίχως τρίχες στήθος μου, πως αυτό χαρακτηριστικό είναι γνώρισμα Ανδρών, Μεγάλων.

    Κανείς όμως σημασία δεν του έδωσε και τότε ο Αγάς ο μέμνων τη βοήθεια ζήτησε των Μεγάλων…

    Ο χρόνος τον χώρο σαν αρρώστια απλώνει σε κύματα.

    -Μεγάλοι;

    -Θεοί, ημίθεοι, δυνάμεις ισχυρές σε κρούση με τους θνητούς του τρίτου που φόβο πληρώνουν σα φόρο, σ’ αυτόν που για θεό τους μοιάζει.

    -Θεοί ( ;; ) Ποιοι; Ο Κροίσος την ουρά του προπέλα στο γοργά ‘νεμίζει, η Όμηρος εγκαταλείπει. Τον σκύλο τούτο δεν πρόκειται ποτέ της να ξυπνήσει.

    Τι παραμύθι θα ήταν η ζωή δίχως δαίμονες θεούς;

    -Η Ήρα, η Αθηνά και ο Ποσειδώνας.

    -Οι ίδιοι αυτοπροσώπως;

    -Όχι, αλλά στη θέση τους επάξια υπόσταση απέκτησαν τα χάρτινα εγώ τους. Του υπέρ χτυπώ και πλάσμα φτιάχνω, το αφρόγαλα.

    Η Μάγισσα η Σκάρλετ, ως η πεντάμορφη της Ήρας.

    Η Madam Αναρωτιέμαι της Αθηνάς, η του αμφί η κόρη.

    Ο Water κερνώ και πίνω man, του Ποσειδώνα υπερβρύχιο.

    Τα της Τροίας τα παιδιά του Λ222, γιορτή είχαν στήσει, πανηγύρι μυθικό.

    Δέκα χιλιάδες που την λέξη λευτεριά, σύνθημα την έκαναν και την αθωότητα τους φόρεμα. Το υπέροχο του γαλάζιου ουρανού, χαμόγελο του αύριο.

    Ο ήλιος χατίρι δεν τους χάλασε και να δύσει εκείνη την ημέρα δε θέλησε. Μία ημέρα που έμοιαζε πως ποτέ δε θα τελειώσει.

    Τα λουλούδια εκείνης μα και των λοιπών ευχών, την εποχή τους αρνήθηκαν και από το χώμα ξεπηδούσαν με τραγούδια για στολίδια.

    Τα Ζώα με τα παιδιά μαζί συνέπραξαν και αβίαστα χαμογελούσαν.

    -Χαμογελούν τα ζώα;

    -Ναι, όταν οι νοήμονες κυρίαρχοι αλλού κοιτούν.

    Όνειρα έβαφαν στις πέτρες και με τρόπο στη λίμνη πετούσαν. Ποτέ αυτές να μη βουλιάζουν, στο νερό να περπατούν και μακριά να φτάνουν.

    Ένα χρώμα νέο, για το μέλλον που έρχεται, μέχρι…

    -Μέχρι;

    -Που μια φωνή τον ουρανό τρόμαξε και αυτός σκυθρώπιασε. Το κόκκινο τα μουντά του φόρεσε.

    -Όπως ο ήλιος;

    -Όχι! Όπως το αίμα…

    -Και τι είπε;

    -Κάτι απλό, αλλά αρκετό τη χαρά από δέκα χιλιάδες παιδιά να κλέψει.

    -Παιδιά, ώρα για ύπνο !!.

    Αμέσως λες κι μ’ ένα τρόπο θεϊκό, δέκα χιλιάδες παιδιά τα μάτια τους έκλεισαν, στο έδαφος θρονιάστηκαν και σε ύπνο βαρύ βυθίστηκαν.

    Κοιμήθηκαν πολύ, ώσπου οι αράχνες με τον ιστό τους την άγνοια τους έκλεψαν, τη τόλμη, τη χαρά, το πάθος και τότε μια φωνή ξανά…

    -Ξυπνήστε τεμπέληδες .!. Η Σκάρλετ η Μάγισσα στα σύννεφα απάνω...

    …με το ραβδί στο χέρι, αυστηρά να τους κοιτά. Νωχελικά αυτά σηκώνονται, στο άναρχα το ένα το άλλο να ακουμπά.

    Το ραβδί στο χέρι της με δύναμη χτυπά, πουλιά που πέφτουν, με το κεφάλι στο μαύρο χώμα να φυτεύονται.

    -Τι είναι αυτά παλιόπαιδα;; Εμπρός και τώρα, όλοι στη σειρά να μπείτε! Να κοιτάτε όλοι προς εμένα.

    Τα Τρωϊκά παιδιά του μόνα; Μόνα. Δίχως μάνα ή πατέρα στο της μάχης το πεδίο, αντίρρηση δύσκολα να φέρουν.

    Με τη βία, σκουντουφλώντας με δάκρυα για φούμο στοιχίζονται, των γραμμών κατάρτια. Όλα προς τη Σκάρλετ να κοιτούν.

    -Πρέπει να εξοντώσουμε τον Εχθρό!

    -Ποιος είναι ο εχθρός; Ο Κακός, ο bρούτος; Ποιος είναι του αγκυλωτού σταυρού, ο Υάκινθος;

    -Εχθρός μας είναι οι αντίθετοι. Να πεθάνουν πρέπει!!!

    -Μα ποιοι είναι οι αντίθετοι; Παιδικές φωνές, πεταλούδες βρεφικές, δεξιά και αριστερά ρωτούν. Κάποιοι προς τα πίσω γυρίζουν.

    -Αυτοί που εμπρός προς εμέ δε βλέπουν και προς τ’ αλλού το ορθό τους ψάχνουν.

    -Ένα βήμα όλοι προς τα μπρος ! Τώρα !!

    Χιλιάδες τα παιδιά που μηχανικά ακολουθούν και όσα προς τ’ αλλού στέκουν, χαλί να τα πατήσουν.

    Αυγά που σπάνε, χαμόγελα που σκίζονται, λουλούδια που μαραίνονται, μάρτυρες που ποδοπατιούνται.

    Για τον εχθρό δεν υπάρχει αύριο. Αυτοί που στην ίδια θέση βρίσκονται, λάθος και καρκίνος, για εξόντωση, όλοι το ίδιο τέλος να ‘χουν.

    Λίγος ο χρόνος που χρειάζεται η κατεύθυνση πνευματικό tattoo, να γίνει. Και όταν κάποιοι κουράζονται ή τολμούν κάπου αλλού να κοιτάξουν, στήλες από σκόνη και αλάτι γίνονται.

    Μ’ ένα φύσημα στο έδαφος, ξεχασμένοι κόκκοι.

    Να προχωρούν μπροστά δε σταματούν ακόμα και όταν ποτάμι στο δρόμο βρίσκουν. Παιδιά που πνίγονται, μπάζα για τα άλλα που πάνω τους πατούν και προς τα εμπρός βαδίζουν.

    Αυτό συνεχίζεται για μέρες ακόμη και όταν η Σκάρλετ αποχωρεί.

    Μέχρι που φωνή τρυφερή και του τόνου χαμηλή και σίγουρη ακούγεται.

    -Μα αν προς τα εμπρός συνεχώς βαδίζουμε, στο γκρεμό, στα Τάρταρα δε θα πέσουμε; Η Madam Αναρωτιέμαι.

    Άρνηση, αμφιβολία, σύγχυση, παράνοια και αν το δρόμο για την αρχή ξανά δε βρεις…

    Κατάρρευση. Τα παιδιά αποπροσανατολισμένα, κάποια σταματούν κι άλλα προχωρούν.

    Δεκάδες αυτά που χάνονται σε δρόμους δίχως όνομα, σ’ ένα μακελειό που παράλογο θα έπρεπε να είναι, αλλά λόγο έχει ώστε να υπάρχει.

    Ένα παιδί μόνο του να στέκεται ανάμεσα σε δύο του αντιθέτου ρεύματα.

    Εκατό αριστερά, εκατό από δεξιά κι αυτό στο κέντρο μόνο του να κλαίει.

    -Είμαι ένα παιδάκι μόνο.

    Έρημο και μοναχό του.

    Είμαι και αρρωστούλι

    Και δε μ’ αγαπά κανένας.

    Τα δύο ρεύματα φτάνουν σε απόσταση καρδιάς. Τέλος καλό δε θα ‘χε αν η φωνή της Madam Αναρωτιέμαι δεν αγκάλιαζε ολοκληρωτικά το πλήθος.

    -Όλοι στο έδαφος, μπρούμυτα ! Τώρα!!

    Τα παιδιά καιρό είχαν να ακούσουν φωνή που ευθεία φάνταζε και το τι θέλει ξέρει.

    Όλοι στο έδαφος με το πρόσωπο τους, στο χώμα να κοιτάζει. Σιμά τους κι άναρχα, τα νεκρά αδέρφια τους. 1111 τα ζωντανά ακόμα.

    -Που θέλετε να πάτε;

    -Τι είναι αυτό που ζητάτε;

    -Κεφάλι δε θα σηκώσετε αν την πορεία σας δε βρείτε. Σ’ αυτή τη θέση αγάλματα ακίνητα θα είστε. Με κανένα δε θα μιλάτε, αγγίζεστε κοιτάτε.

    Η Madam Αναρωτιέμαι φεύγει και τα παιδιά μόνα τον εαυτό τους για να βρουν. Στη θέση αυτή, με το πέρας χιλιοστά από τα μάτια, ώρες μένουν μέχρι που αρχίζουν να διψούν.

    -Θέλω νερό.

    -Μάνα διψάω.

    -Διψάω πατέρα.

    Μια μέρα ολοκληρώνεται, μια ακόμη, οι συνάψεις αφυδατώνονται, οι συνειδήσεις φύλλα ξερά, εύθραυστα στην κίνηση, εύκολα το σφυγμό τους παύουν.

    Κάποια ρίζες βγάζουν, ψάχνοντας για νερό στη γη. Σταγόνες βρώμικες οι ελπίδες τους. Καταδικασμένοι θα ‘ταν αν…

    -Εδώ το καλό της φωτιάς νερό. Σε όλα τα χρώματα, εκτός από το διάφανο. Τα καλό παιδί, the Man of the Water…

    -Εδώ της ταχύτητας το κόκκινο νερό. Αμάλγαμα τριπλό των πιο τρελών αργύρων. Αυτό που θα κάνει να ξεχάσεις το χώμα το βαρύ που είσαι σκεπασμένος.

    -Κύριε ! Κύριε !! Εδώ, εγώ, εγώ, εδώ, δώστε μου το κόκκινο διαλύτη εγώ να πιω.

    -Τι το θέλεις παιδί μου το διαλύτη όταν έχω καταλύτη; Το πρώτο κερασμένο. Πάρε και πιες!

    -Εδώ της φωτιάς το χρώμα, αυτό που θα σε κάνει να πιστέψεις πως πιο γοργά απ’ τη σκιά βαδίζεις.

    -Κυρ κυρ Κύριε. Εδώ σ’ εμένα ανάγκη το ‘χω, τον εαυτό μου να ξεπεράσω. Ο the man of the Holly water πάνω από το παιδί στέκει με τη κάνουλα ανοιχτή. Αυτό με τη γλώσσα έξω, το υγρό που στο χώμα θα κυλήσει να προσμένει.

    -Γιατί το ζητάς; Γιατί το θέλεις;

    -Για να ξεχάσω Κύριε.

    -Τι να ξεχάσεις γιε μου;

    -Πώς πρίγκηπας εγώ θα είμαι και τώρα στα πατώματα σα σκουλήκι τη λάσπη σας εγώ να γλύφω.

    -Πάρε παιδί μου και πιες. Το παιδί τη λάσπη καταπίνει, σταγόνα δεν αφήνει να χαθεί.

    -Ευχαριστώ Κύριε. Τ’ όνομα σας;

    -Για ‘σένα Μένιος το καλό παιδί. Ο Νερουλάς.

    -Κι εγώ, εδώ, εγώ, εδώ. Κύριε :!: Κορίτσι που τρέμει σα φύλλο στο ρυθμό.

    -Για ‘σε το μπλε βαθύ κρατώ, αυτό που παγώνει και την καρδιά του ήλιου. Ακίνητη να μένεις τα πάντα να υπομένεις.

    Να μη τολμάς, να μη ρισκάρεις, δίχως άγχος ανίκητη να μένεις.

    -Εδώ σ’ εμάς, σ’ εμάς εδώ. Κορίτσια και αγόρια, τα ρούχα τους ξεσκίζουν και μαζί με τα μαλλιά τους στη φωτιά τα ρίχνουν.

    Λίγο από τη λήθη, του κουκιού το παραμύθι, σταγόνα απ’ το μπλε, ακίνητοι στο χρόνο, ποτέ να μην πονέσουν.

    Άφθονο το μπλε που ο Κυρ Μένιος τα παιδιά κερνά. Με λαχτάρα αυτά ρουφούν σε μπάλες συρρικνώνονται κι αυτές σε μία της πλάνης τη Μεγάλη.

    Στρώσεις από το δέρμα τους που το Εγώ του Μέγα απ’ την ήττα προστατεύει.

    Μια μάζα πέτρα μες το χρόνο που δε τολμά να ζήσει.

    -Κι αυτά που ήπιαν το κόκκινο νερό, η ταχύτητα τους αυξήθηκε; Ο Κροίσος την ουρά του να χτυπά σε χρυσό ρυθμό.

    Η Όμηρος μαζί του να γελά και ταυτόχρονα να κλαίει.

    -Φυσικά και αυξήθηκε. Ο Μένιος ψέματα γιατί να πει;

    Τα μάτια τους εστίασαν μέχρι που προσαρμόστηκαν σ’ ένα μικρό ορθογώνιο παράθυρο στο χώμα που κοιτούσαν. Το βλέμμα τους διέτρεξε την απόσταση από τη μια πλευρά στην άλλη, ξανά και ξανά μέχρι που στην αντίληψη τους κάθε μόριο και άτομο του πλαισίου, γνωστό τους έγινε.

    Έμαθαν τις συνήθειες τους και σε κάθε Του μικρού την αλλαγή στις τροχιές τους άρχισαν να ακούν το σύμπαν. Τα μοτίβα καταγράφηκαν σε υποατομικό επίπεδο, χάρτες πλάστηκαν και το πιο σύντομο δρόμο βρήκαν, για την ίδια τους τη σκέψη.

    Το Μπαμ που ακούστηκε αντιληπτό μόνο απ’ τα παιδιά και εκτός χρόνου το σημείο συνάντησης και Χ.

    -Σοβαρά; Ο Κροίσος δε το περίμενε αυτό. Στου Τράγου Δία και Μη επιτυχίας Τρώων είχε επενδύσει.

    -Και ύστερα;

    Εκεί περίμεναν με τις συνειδήσεις τις μισές τις σκέψεις να κάνουν, ώστε τη λύση που θε να βρουν.

    -Οι του παγώνω και μπλε γίνομαι, ακίνητος, κανείς χαμπάρι να μη πάρει πως ζωντανός είμαι;

    -Ω κι αυτοί φυσικά σ’ ένα σημείο προσηλώθηκαν που ακίνητο τους έμοιαζε, μέχρι που το είδαν εν τέλει να τρέμει, να λικνίζεται και να κινείται.

    Αριστερά και δεξιά, του πάνω και του κύματος το κάτω, για ώρες πολλές το τηρούσαν μέχρι που τα κενά στην ύλη, στον χώρο και στο χρόνο διάβασαν και νόημα έδωσαν στο γιατί υπάρχω.

    Όταν πια έτοιμοι ήταν συνάντησαν τους κόκκινους και όλοι μαζί…

    -Όλοι μαζί;

    Στα ξαφνικά τα παιδιά τα Τρωϊκά εξαφανίστηκαν. Ούτε ο κανένας δεν το περίμενε αυτό. Πουλί δεν το είδε να ‘ρχεται και αυτί κανένα δε άκουσε τη φυγή τους.

    Οι τρεις των θεών χάρτινοι πύργοι το λόγο ύπαρξης τους έχασαν. Δίχως πελάτες ποιο το κέρδος;

    Περίμεναν και περίμεναν, μέχρι που στη βροχή και στο αγιάζι μούσκεψαν και μούχλιασαν.

    -Οι Θεοί;

    -Τα πάντα μπορούν να κάνουν οι θεοί σ’ ένα πολιτισμό, μια κοινωνία, ένα σπίτι και να συγχωρεθούν έκτος από το να πειράξεις παιδιά.

    Πόνο μεγάλο, φαρμάκι πικρό, οι θνητοί κατάπιαν αρκετό, με το χαμό των παιδιών.

    Πώς τόλμησαν αυτοί που εκπροσωπούσαν το καλό με τα αθώα τα παιδιά να τα βάλλουν και την ελπίδα να μολύνουν;

    Οι πιστοί τους σταμάτησαν στους ναούς τους να πηγαίνουν και τάματα χρυσά και αργυρά στις εικόνες να κρεμούν.

    Οι Θεοί τρόμαξαν. Όχι μόνο αυτοί, αλλά και οι υπόλοιποι. Φόβος δεν υπάρχει μεγαλύτερος όταν αυτοί που σε θαυμάζουν και σε φοβούνται, παύουν να ελπίζουν και στο πέρας τους αφήνονται.

    Τι αξία έχει πια το άπειρο αν το τέλος σου αγκαλιάζεις;

    -Και τι έγινε; Νίκησαν οι μισητοί οι Τρώες;

    -Το πεδίο κενό έμοιαζε να είναι και στοιχειωμένο, από τις φωνές που πια δεν ακούγονταν, τα γέλια που δεν έπαιζαν, τις οσμές που δεν μουρμούριζαν.

    Μετά από καιρό κάποιοι Αχαιοί, βήματα δειλά τόλμησαν να κάνουν αλλά ο P1751 υλοποιήθηκε στον αέρα και τη σημαία του κάρφωσε στο έδαφος.

    -Αυτά τα εδάφη δικά μας είναι και έτσι θα ‘ταν αν του Αγά ο Μέμνωνας δεν είχε Τρανή ιδέα.

    -Σύρτε να φωνάξετε τον Πάτροκλο…

    ( Δύο τα πανέμορφα κορμιά, του θηλυκού υπέρβαση και της συμμετρίας η παράβαση, που εμπρός Του προχωρούν…

    Οι Κρίνοι μαραίνονται στο πέρασμα τους, τα Τριαντάφυλλα ραίνουν με άρωμα τα πατήματα τους..

    -Είναι η Χρυσή την οίδα.

    -Είναι η Βρύση την οίδα, τα μάτια μου δώρο στον προφήτη..

    Από πίσω τους όμως Αθάνατος και Μέγας αυτός που ακολουθεί.

    -Είναι Αυτός;

    -Αυτός Είναι… Αχ ο Αχιλλέας..

    Στα καταλύματα του Πατρόκλου φτάνουν, μα θρήνος ακούγεται μεγάλος.

    -Κάτι μου φέρνει τούτη η φωνή, κάποια μου θυμίζει. Ο Αχιλλέας τα κορμιά σπρώχνει και τρέχει ανάμεσα τους.

    -Μάνα! Τι συμβαίνει γιατί κλαις;

    -Αχ Υιέ μου, κάνε την καρδιά σου πέτρα και το καημό σου Μύνη, τον σκότωσαν τον Ήρωα, τον παιδί μου κι αδερφό σου…

    Ο Αχιλλέας παγώνει.

    -ΠΟΥ; ΠΟΙΟΣ;

    -Στης μάχης το πεδίο, χάλασαν τον αγαπημένο σου τον Πάτροκλο…

    Σιωπή οι πάντες. Τα βότσαλα την ανάσα τους κρατούν, το ίδιο και ο άνεμος… )