Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Μονόφθαλμη Κυνηγός του Κρεγκ Μπάρρετμαν

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος DocHeart, στις 21 Ιανουαρίου 2011.

  1. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
    ============

    «Γδύστε τη.»

    Δε θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου που γάμησα τον Κρεγκ Μπάρρετμαν στο πάρκινγκ της υπό κατεδάφισης πολυκατοικίας στην πεντηκοστή πρώτη λεωφόρο. Δε σκεφτόμουν καθόλου. Ήμουν απρόσεκτη και ανεύθυνη.

    Αλλά ήταν ένας επιτυχημένος δικηγόρος που γιόρταζε τα γεννέθλιά του στο μπαρ του Φίλλυ μαζί με τρεις-τέσσερις κουστουμάτους φίλους του. Ήταν τόσο καλός ηθοποιός, το καθήκι. Ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι μπορεί να είναι κατάσκοπος.

    Και αργότερα, όταν το μικρό πάρτυ του τελείωσε, στάθηκε δίπλα μου στο μπαρ και μέτραγε χαρτονομίσματα για να πληρώσει τον Φίλλυ καθώς η πόρτα του μπαρ έκλεινε πίσω απ’τον τελευταίο κολλητό του. Έμεινε. Ήπιαμε κι’άλλο. Μου μίλησε για πράγματα που νόμιζα ότι ήταν δικά του – το διαζύγιό του, την κόρη του που είχε να τη δει δύο χρόνια, το πόσο ανούσια είναι τα υλικά αγαθά όταν δεν έχεις κάποιον να τα μοιραστείς. Είχε μπλε μάτια. Το πρόσωπό του ήταν τετράγωνο. Το χαμόγελό του ειλικρινές και διαυγές. Όταν αργότερα χαλάρωσε τη γραβάτα του και ξεκούμπωσε το πουκάμισό του, δεν ήθελα τίποτα περισσότερο από το να χώσω το χέρι μου από κάτω και να του χαϊδέψω το στήθος.

    Και έτσι έγινε ο μόνος άνθρωπος που ήρθε μαζί μου στο πάρκινγκ της υπό κατεδάφισης πολυκατοικίας της πεντηκοστής πρώτης λεωφόρου. Θα του αναγνωρίσω αυτό: έχει διάρκεια. Και αυτό είναι σημαντικό για μια γυναίκα που δε χύνει εύκολα.

    ***

    Η γκόμενα που έχει αναλάβει τη διερεύνηση του μουνιού μου ως πιθανή κρυψώνα του μικροφίλμ είναι μικρόσωμη, γεμάτη νεύρο. Είναι η μοναδική δεσμώτης μου που πρόλαβα να της ρίξω μια ματιά, αφού με κουκούλωσαν πριν προλάβω να βλεφαριάσω τους υπόλοιπους. Μετά η ξανθιά μου έριξε τέσσερις δυνατές γροθιές στο στομάχι, και δύο στο πηγούνι. Δάγκωσα τη γλώσσα μου και την έκοψα άσχημα στην άκρη της, και αιμορραγεί αργά αλλά πολύ σταθερά. Επι πλέον, από εκείνη την ώρα μου’ρχεται συνέχεια ένας τσουχτερός εμετός, ανεβαίνει αργά μέσα στα σωθικά μου, και μόλις κάνει το διάφραγμά μου να αρχίσει να συσπάται βίαια, σταματάει. Δε βγαίνει. Μετά αρχίζει την επιστροφή του προς τα κάτω. Του παίρνει περίπου δυο λεπτά, κατά τα οποία νιώθω σαν κάποιος να έχει ποτίσει με θειάφι τον οισοφάγο μου.

    Η καργιόλα ξέρει να ρίχνει γροθιές.

    Μια ανδρική φωνή γρυλίζει: «Για να δούμε, είναι ξυρισμένη;» Γέλια. Τα μετράω. Δύο διαφορετικά γέλια. Τρία. Υποπτεύομαι ότι υπάρχει και ένας τέταρτος, ο οποίος απλώς δε γέλασε. Η γκόμενα πάντως σίγουρα δε γέλασε. Ή μήπως το τρίτο γέλιο ανήκε στον εκφράζοντα την απορία σχετικά με την προσωπική μου υγιεινή; Για λίγα δευτερόλεπτα αναρωτιέμαι και η ίδια: έχω ξυριστεί αυτή την εβδομάδα; Και μετά επικεντρώνομαι σε πιο σημαντικά ζητήματα: η ξανθιά επίδοξη εξετάστριά μου συνοδεύεται από δύο, ή από τέσσερις μαντράχαλους;

    Δυστυχώς, ότι και να ισχύει, τα περιθώρια έχουν στενέψει. Αν βάλει το χέρι της στο μουνί μου θα ψηλαφίσει αμέσως την πλαστική κάψουλα. Είναι μεγάλη σαν αυγό, και για να τη χωρέσω μέσα χρειάστηκα σχεδόν μισό κουτί βαζελίνη.

    Με κάνει, αυτό, να θεωρούμαι στενή; Έχω ακούσει ότι υπάρχουν κορίτσια που μπορούν να χωρέσουν μέσα ακόμα και πεπόνια. Και για κάποιες άλλες, που μπορούν να το χρησιμοποιούν για να ξεκαρφώνουν πρόκες από σανίδες. Αναρωτιέμαι, σε ποιο σημείο του φάσματος βρίσκεται η δική μου κουκίδα;

    Και όταν το πολύτιμο φορτίο μου ήταν πλέον για τα καλά μέσα στη μήτρα μου, έκοψα τα μαλλιά μου άτακτα κοντά με ένα μαχαίρι μέσα σε δύο λεπτά. Φόρεσα μαύρα γυαλιά, και ας ήταν νύχτα. Και ένα χτύπημα στον αυχένα μου με έσπρωξε με δύναμη μπροστά, και ο μουχλιασμένος τοίχος που ήταν μπροστά μου έγινε λιβάδι από μαργαρίτες.

    Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω χρόνο. Οι καρποί μου και οι αστράγαλοί μου είναι δεμένοι σε μια καρέκλα, και η κοκούλα στο κεφάλι μου δημιουργεί απόλυτο σκοτάδι. Όλα αυτά όμως θα ήταν μικρότερο πρόβλημα αν είχα εξήντα δευτερόλεπτα ακόμα, αφού, μεταξύ μας, έχω ελευθερώσει τον εαυτό μου από πολλά καλά δεσίματα, και αυτό δεν είναι ένα από αυτά.

    Έχετε ποτέ προσπαθήσει να σκεφτείτε ένα κόλπο που θα σας δώσει εξήντα δευτερόλεπτα ενώ αιμορραγείτε, έχετε ναυτία και σας γδύνουν;

    Η τύπισσα λέει «κατέβασέ της το κι’άλλο». Η φωνή της είναι σα βαρύ σιδερένιο αντικείμενο που γκρεμίζεται από τις σκάλες. Δύο χοντροκομμένα χέρια κατεβάζουν χαμηλά το παντελόνι μου και το βρακί μου, στους αστραγάλους μου. Την ακούω να βηματίζει προς το μέρος μου. «Μάγκα μου, είναι αξύριστη,» χαχανίζει ένας από τους υπανθρώπους. Η φωνή του έρχεται από μπροστά αριστερά μου, περίπου 10 o’clock, τρία μέτρα μακριά. Κάνω μια σημείωση στο μυαλό μου.

    Καταπίνω το αίμα που έχει μαζευτεί στο στόμα μου για να μιλήσω καθαρά, και τη συμβουλεύω: «Να φορέσεις γάντι. Ακούς, φιλενάδα;»

    Η παλάμη της χαστουκίζει με δύναμη (μα με τόση δύναμη!) το αριστερό αυτί μου. Μέσα στο σκοτάδι της κουκούλας βλέπω μεγάλα λαμπερά οβάλ, κόκκινα, πορτοκαλί και ροζ. Το σύμπαν γίνεται για λίγα δευτερόλεπτα ένα μακρόσυρτο τσίριγμα. «Σκασμός, καργιόλα.»

    «Αν έχεις κάποια αμυχή στο χέρι σου να φορέσεις γάντι. Είμαι θετική για HIV.»

    Έλα, μικρέ χαμογελαστέ κόμπε μου, που τόσο σφίγγεις τα χέρια μου. Άσε να τριφτούν λίγο ακόμα πάνω σου οι καρποί μου – νιώθεις πόσο γρήγορος είναι ο σφυγμός μου για σένα; Χαλάρωσε, και άφησε τις ίνες σου να ξεγλιστρήσουν απ’τη μία η άλλη, και όσο μ’ελευθερώνεις τόσο μεγαλύτερα θα είναι τα χάδια μου, στο τέλος στον αέρα θα τιναχτείς, ελεύθερος στον οργασμό που σου’δωσαν τα δάχτυλά μου.

    «Τι λες μωρή καργιόλα;»

    «Για λίγο είπα να μη στο πω. Να σ’αφήσω να βάλεις το χέρι σου μέσα, αυτό που μου κατάφερε εκείνα τα δυο-τρια κροσσέ στην κοιλιά, σίγουρα γρατζουνισμένο και ευάλωτο. Να ξέρω, όταν με σκοτώνεις, ότι κι εγώ σε σκότωσα. Αλλά δε μου πάει η καρδιά. Πιθανότατα έχεις γκόμενο, ή και άντρα, ή και παιδιά. Φόρεσε γάντι.»

    Στη σιωπή που ακολουθεί, οι κόμποι μου αρχίζουν να δίνουν ένα χιλιοστό ευρύτερης κίνησης στους καρπούς μου. Αυτό το χιλιοστό, όμως, στα επόμενα δευτερόλεπτα θα πολλαπλασιαστεί εκθετικά. Έτσι πάει. Δέκα λεπτά για το πρώτο χιλιοστό, και μετά μόνο λίγα δευτερόλεπτα για όλα τα χιλιοστά του κόσμου.

    «Άντε, κουνηθήτε κάποιος. Φέρτε μου ένα γάντι.»

    «Πού να το βρούμε το γάντι;»

    «Ωραία τότε, πήγαινε φέρε ένα.»

    «Από πού;»

    «Που να ξέρω εγώ από πού ρε ηλίθιε; Τέλος πάντων. Γάματο αυτό, ξέρω τι θα κάνουμε. Έλα δω εσύ που δεν έχεις γρατζουνιές στο χέρι.»

    «Εγώ;»

    «Ναι εσύ. Τελείωνε. Τσακίσου. Βάλε το χέρι σου μέσα της και δες αν η κάψουλα είναι στο μουνί της. Τελείωνε!»

    Ο μαντράχαλος βγάζει ένα μουρμουρητό αλλά τελικά υπακούει. Τον ακούω – και τον μυρίζω – να με πλησιάζει. Ποιος βλάκας, σκέφτομαι, θα έβαζε το χέρι του στο μουνί μιας οροθετικής; Αυτός εδώ μπροστά μου, απαντώ στον εαυτό μου, αυτός του οποίου το κεφάλι είναι αυτή τη στιγμή περίπου δέκα εκατοστά από το στέρνο μου, και κοιτάζει κάτω καθώς προσπαθεί να ανοίξει τα μπούτια μου περισσότερο.

    Το αριστερό μου χέρι γραπώνει την κορυφή του κρανίου του. Είναι καραφλός. Το δεξιό μου χέρι δεν πάει ακριβώς στο σαγόνι του, αλλά λίγο πιο πάνω, στο αριστερό του μάγουλο. Δεν είναι η τέλεια τοποθέτηση των χεριών, αλλά για την ώρα μας κάνει. Του σπάω το λαιμό και αυτός κάνει ένα δυνατό τρίξιμο, σαν τον ήχο του χειρόφρενου όταν το τραβάς απότομα.

    Σωριάζεται στο πάτωμα με το γδούπο χοντρού ανθρώπου που μόλις του έχουν σπάσει το λαιμό.

    Περνάνε πάνω από τρία δευτερόλεπτα μέχρι να ακουστεί το πρώτο επιφώνημα έκπληξης. «Ωχ, μαλάκα! Ρε!» Και μέχρι τότε έχω βγάλει την κουκούλα και έχω δει τα πάντα. Και τους πάντες.

    Η ξανθιά δίπλα μου, αποσβολωμένη. Μου κάνει εντύπωση που αργεί πάνω από ένα δευτερόλεπτο να αντιδράσει. Την είχα για πιο σπιρτόζα, αλλά μάλλον μόνο γυμναστήριο ξέρει να πηγαίνει και να βαράει το σάκο. Θα της έκανε καλό ν’ασχοληθεί λίγο με το κλασικό μπαλέτο. Δίνει ευελιξία και ταχύτητα σκέψης. Όταν στροβιλίζεσαι γύρω απ’τον άξονά σου οχτώ φορές το δευτερόλεπτο και πρέπει να σταματήσεις απότομα, το μυαλό μαθαίνει να σκέφτεται μερικές κινήσεις μπροστά.

    Στοχεύω, με την άκρη των δαχτύλων του δεξιού μου χεριού, το λαιμό της. Όμως η ηλίθια σκύλα κάνει μπροστά να μου ορμήξει τη στιγμή που ο αγκώνας μου είναι σε γωνία 130 μοιρών. Αυτό είναι σα να έχει ξεπεράσει την ταχύτητα υποχρεωτικής απογείωσης ένα αεροσκάφος. Δε γίνεται να αλλάξεις γνώμη. Τα δάχτυλά μου τρυπάνε την κουκούλα της, και τα δύο μεσαία μπαίνουν μέχρι τη μέση μέσα στο αριστερό της μάτι. Mένει απολύτως ακίνητη και σιωπηλή, με το στόμα της ορθάνοιχτο να ζωγραφίζει κάτω απ΄την κουκούλα το ουρλιαχτό του Έντβαρντ Μουνκ.

    Τι νομίζατε, ότι επειδή είμαι μυστικός πράκτορας δεν έχω κουλτούρα;

    Πόση ώρα έχει περάσει από το θάνατο του βλάκα με τη μπλούζα που γράφει “Jesus Loves Me” του οποίου τους άνω σπονδύλους κομμάτιασα; Τουλάχιστον τέσσερα δευτερόλεπτα. Και κανένας από τους κουκουλοφόρους ηλίθιους δεν έχει αξιωθεί να τραβήξει το πιστόλι του και να με πυροβολήσει. Ένας απ’αυτούς κάνει βήματα πίσω.

    Τραβάω το χέρι μου από το μάτι της ξανθιάς και την αφήνω να σωριαστεί με την ησυχία της, αφού όμως πρώτα τραβήξω το κομψό Colt από τη ζώνη της.

    Έχουν σειρά, τώρα πια, οι αρσενικοί υπ’αμφισβήτηση δεσμώτες μου.

    ***

    Όταν ήμουν μικρή, ο πατέρας μου με έμαθε να κηνυγώ πουλιά χρησιμοποιώντας τη σφεντόνα που μου είχε φτιάξει. Την πρώτη φορά που πήγα μαζί του στο δάσος ήμουν εφτά χρονών. Το καουτσούκ κρεμμόταν από το διχαλωτό ξύλο σαν κάτι ψόφιο. Μου το έβαλε στο χέρι, μαζί με έναν από τους διάφανους βόλους μου. «Λοιπόν,» μου είπε, «οι βόλοι σου είναι το τέλειο πυρομαχικό! Δε χρειάζεται να πετύχεις κάτι συγκεκριμένο. Θα αποτύχεις πολλές φορές μέχρι να ευστοχήσεις. Απλά κλείσε το δεξιό σου μάτι, βάλε μπροστά του τη σφεντόνα, και δες που θα ρίξεις με το αριστερό. Το μόνο που θέλουμε είναι να καταλάβεις την προοπτική της πορείας του βλήματος. Με την ησυχία σου.»

    Έκανα ακριβώς ότι μου είπε, σημαδεύοντας μια μεγάλη πέρδικα που περπάταγε κοιτώντας δεξιά και αριστερά σαν ηλίθια στα πενήντα μέτρα. Για λίγα δευτερόλεπτα συνέχισε να περπατάει, αλλά χωρίς να κοιτάζει δεξιά και αριστερά, αφού πλέον δεν είχε κεφάλι.

    Ο πατέρας μου έδειξε το νεκρό πουλί με περηφάνεια στη μάνα μου. «Αυτή είναι καλύτερος κυνηγός από μένα,» γέλασε ανακατεύοντας τα μαλλιά μου. «Θα το κρεμάσουμε έξω για λίγες μέρες να μαλακώσει,» είπε η μάνα μου εξετάζοντας το πτώμα, χωρίς να με συγχαρεί.

    ***

    Τους πυροβολώ έναν-έναν στο κεφάλι, αρχίζοντας από τον τύπο που σχολίασε τις τρίχες στο μουνί μου. Ο λεπτεπίλεπτος μηχανισμός του Colt σχεδόν δεν κλωτσάει καθόλου, και η μετάβαση από το ένα μέτωπο στο άλλο γίνεται τάχιστα αλλά ομαλά. Αυτός που οπισθοχωρούσε τώρα μου έχει γυρίσει την πλάτη του και τρέχει προς την έξοδο. Για σκουλήκι είναι γρήγορος. Η σφαίρα τον βρίσκει στον αριστερό μηρό και σωριάζεται. Προσπαθεί απελπισμένα να ξανασηκωθεί, μετά αποφασίζει να αποπειραθεί να βάλει το χέρι του στην αριστερή τσέπη του σακακιού του.

    Επιτέλους. Χρειάστηκαν οχτώ ολόκληρα δευτερόλεπτα για να προσπαθήσει κάποιος να με πυροβολήσει. Είχα αρχίσει να βαριέμαι.

    Σημαδεύω το χέρι του. Το πιστόλι του εκσφενδονίζεται και σποντάρει στον τοίχο, μακριά. Γλιστράει στο πάτωμα και χάνεται κάτω από ένα εγκαταλελειμένο Ford. Ουρλιάζει και πιάνει το χέρι του. Πιθανότατα πέτυχα τα δάχτυλά του. Αυτό πονάει. Τον καημένο.

    Ακόμα στέκομαι εκεί με τα βρακιά μου κατεβασμένα. Γύρω μου ξαπλωμένα κορμιά. Ντύνομαι. Νιώθω ότι θέλω να κατουρήσω απελπισμένα. Αναρωτιέμαι αν η πλαστική κάψουλα που έχω μέσα μου πιέζει την ουρήθρα μου και κάνει την ανάγκη για κατούρημα να φαίνεται χειρότερη απ’ότι είναι.

    Τον πλησιάζω και του βγάζω την κουκούλα.

    Βρε, βρε, βρε…

    «Τι χαμπάρια, Κρεγκ;» Στέοκομαι από πάνω του με την κάνη μου να σημαδεύει το πρόσωπό του.

    «Γειά σου, Άλις.» Είναι από τους άντρες που ακόμα και σωριασμένοι στο πάτωμα με τρύπες από σφαίρες μπορούν να διατηρήσουν ένα ελάχιστο επίπεδο γοητείας.

    «Το ήξερα ότι θα ήσουν ένας απ’όλους, αλλά ήλπιζα να ήσουν ένας απ’αυτούς που έχω ήδη σκοτώσει.»

    «Δεν το εννοείς αυτό.»

    «Δε θα σου κάνω σκηνή. Απλά θα σου πω ότι ο τρόπος που επέλεξες να ανακαλύψεις τη φωλιά μου είναι χτύπημα κάτω απ’τη ζώνη. Εμείς οι γκόμενες είμαστε ευαίσθητες με κάτι τέτοια.»

    «Συγγνώμη. Έτσι έπρεπε να δουλέψω.»

    «Μια φορά πίστεψα ότι ένας άντρας δεν προσπαθούσε να με σκοτώσει. Και αυτή τη μία φορά έπεσα έξω.»

    «Δεν προσπαθούσα να σε σκοτώσω, Άλις.»

    «Δε θα μπορούσες να με σκοτώσεις μόνος σου, σκουληκαντέρα. Προσπαθούσες να δεις πως θα με πιάσεις στον ύπνο μαζί με ένα τσούρμο από σκατανθρώπους να σε βοηθάει. Και ακόμα κι έτσι δεν το κατάφερες.»

    «Θα με σκοτώσεις τώρα; Ή μήπως έχεις AIDS και με έχεις σκοτώσει ήδη;» Ο διάβολος έχει διάθεση για αστεία, ακόμα και με το πιστόλι στο μέτωπο.

    «Ναι. Θα σε σκοτώσω τώρα.»

    «Εντάξει, λοιπόν. Κάνε το.»

    Κατεβάζω ξανά το παντελόνι μου και το βρακί μου και λυγίζω τα γόνατά μου από πάνω του. Τον κατουράω στο στέρνο, στο λαιμό, στο πρόσωπο. Κλείνει τα μάτια του και το στόμα του και γυρίζει το κεφάλι του με αποστροφή.

    Το σκουλήκι το κατάφερε πάλι. Με έκανε να χάσω την αυτοσυγκέντρωσή μου. Θα μπορούσα να τον είχα στείλει πίσω στην κόλαση απ’όπου ήρθε εδώ και ώρα. Αντί αυτού, επέτρεψα στην ξανθιά να ανασυνταχθεί. Η καργιόλα έχει συρθεί μέχρι τον ηλεκτρικό πίνακα στην άλλη άκρη. Οι περισσότεροι συναγερμοί σε πάρκινγκ της Νέας Υόρκης δε λειτουργούν, αλλά αυτός εδώ του κτιρίου στο οποίο δεν έχει ζήσει κανείς εδώ και τρία χρόνια, λειτουργεί.

    Θυμάμαι τον Φρανκ Σινάτρα: Everything Happens to Me

    Το κυμματιστό τσίριγμα της σειρήνας με κάνει να αντιδράσω λανθασμένα. Η ξανθιά είναι γονατιστή στο έδαφος. Μου θυμίζει λίγο εκείνη την πέρδικα. Σπαταλώ την τελευταία σφαίρα του Colt στέλνοντάς τη να χωθεί μέσα στην τρύπα του αριστερού αυτιού της.

    Ο μπάσταρδος έχει μετρήσει, και ξέρει ότι το όπλο που κρατώ από πάνω του καθώς τον κατουράω δεν είναι πλέον απειλή. Με το καλό του πόδι μου χώνει μια γερή γονατιά στο μουνί. Το πλαστικό αυγό που έχω μέσα μου δίνει γροθιά στα σωθικά μου και βρίσκομαι ξαπλωμένη δίπλα του. Η κοιλιά μου είναι μια κόλαση από καυτές σιδερένιες μπάλες.

    Δεν έχει πολύ χρόνο και το ξέρει. Σε ένα λεπτό θα έχω συνέλθει, και θα τον θανατώσω με τρόπο που δεν έχω αποφασίσει ακόμα, σίγουρα όμως θα έχει ενδιαφέρον από καλλιτεχνικής άποψης. Είπαμε, έχω κουλτούρα.

    Τα πολύτιμα δευτερόλεπτά του δεν τα ξοδεύει ψάχνοντας για το όπλο του. Κουτσαίνει όσο πιο γρήγορα μπορεί προς την έξοδο και εξαφανίζεται μέσα στην πονηρή αυτή νύχτα.
     
  2. cadpmpc

    cadpmpc Contributor

    Απάντηση: Η Μονόφθαλμη Κυνηγός του Κρεγκ Μπάρρετμαν

    Fucken cool mothafucka... man!
     
  3. Ninevi

    Ninevi Regular Member

    Απάντηση: Η Μονόφθαλμη Κυνηγός του Κρεγκ Μπάρρετμαν

    Να γιατί προτιμώ να τα διαβάζω αντί να τα βλέπω σε ταινίες.  
    Εξαιρετικό το θηλυκό πρώτο πρόσωπο αφήγησης που χρησιμοποίησες και ελπίζω να το βλέπουμε συχνότερα  
    Ανυπομονώ για τη συνέχεια!
     
  4. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Απάντηση: Η Μονόφθαλμη Κυνηγός του Κρεγκ Μπάρρετμαν

    MEΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
    ===============

    Εδώ και δυο μέρες προσπαθώ, με διάφορους τρόπους, να βγάλω το πλαστικό αυγό που περιέχει το μικροφίλμ απ’το μουνί μου.

    Αρχικά νόμιζα ότι θα μπορούσα απλά να σφιχτώ, να σπρώξω, και να το αρπάξω με τα δάχτυλά μου. Αδύνατον. Έφτανα πάντα να πιάσω την άκρη του, αλλά γλίστραγε και βυθιζόταν ξανά. Κάθε φορά που αυτό συνέβαινε ένιωθα σα να τρώω μια πολύ γερή κλωτσιά στον αφαλό. Προσπάθησα να το τραβήξω προς τα έξω με ένα κουτάλι. Στόχος ήταν το κουτάλι να το σκεπάσει, και μετά να το τραβήξω. Το πίεζα με το σκεύος η σάρκα μου από κάτω του μου ζεμάταγε τον εγκέφαλο. Προσπάθησα με λιπαντικό. Έχωσα μέσα μου μια μεγάλη χούφτα από το διάφανο τζελ, όσο πιο βαθειά έφτανε το χέρι μου. Το γαμημένο πράγμα έγινε γλιστρερό, ασύλληπτο. Στο μεταξύ, με έκανε να θέλω συνέχεια να κατουρήσω χωρίς να υπάρχει πραγματική ανάγκη. Αυτό παράλληλα με ένα συνεχή και μουντό πόνο που απλωνόταν μέχρι το στήθος μου και χυνόταν στην πλάτη μου.

    Αρκετά.

    Δρ. Φάουλερς. Γυναικολόγος – Μαιευτήρας. Άρλιγκτον και 36η, δεύτερος όροφος. 555 – 7218. Ήταν ο έβδομος γιατρός που πήρα τηλέφωνο, διπλωμένη στο πάτωμα του δωματίου ενός βρώμικου ξενοδοχείου στο κέντρο της Τσάινα Τάουν. Ο μοναδικός που απάντησε εκείνη την ώρα, περασμένες οχτώ το βράδυ.

    «Ο φίλος μου έβαλε κάτι μέσα μου και δε βγαίνει. Πονάω πολύ.»

    «Δεσποινίς μου, το ιατρείο είναι κλειστό. Δεν υπάρχει ούτε γραμματεία ούτε νοσοκόμα. Πρέπει να πάτε στα επείγοντα. Άλλωστε, αν χρειάζεται χειρουργείο, έτσι κι αλλιώς δε μπορώ να σας βοηθήσω.

    «Δε μπορώ να πάω στα επείγοντα. Έχω νοσοκομειακή φοβία.»

    Όχι βέβαια. Δε μπορώ να πάω στα επείγοντα επειδή ξέρω ότι η παρέα του Κρεγκ θα παρακολουθεί όλα τα νοσοκομεία με μεγαλύτερη προσήλωση απ’αυτή ενός Εβραιου στοιχηματατζή που παρακολουθεί τον τελικό του NBA και έχει τάξει την ψυχή του στο διάβολο αν κερδίσουν οι Νικς.

    «Μπορώ να είμαι εκεί σε 20 λεπτά. Σας παρακαλώ.»

    «Καλώς. Ελάτε. Θα σας περιμένω.»

    Φοράω τα ίδια ρούχα εδώ και τέσσερις μέρες, και είμαι γεμάτη μώλωπες και γρατζουνιές. Τουλάχιστον έχω κάνει μπάνιο και έχω πλύνει τα δόντια μου. Όποτε το ταξί πέφτει σε λακούβα ένα ακόντιο χώνεται στον πάτο της σπονδυλικής στήλης μου και φτάνει στο κρανίο μου.

    Είναι μια παλιά πολυκατοικία με ένα από εκείνα τα μεταλλικά ασανσέρ που μοιάζουν σα κλουβιά για υπερμεγέθη καναρίνια. Πάω από τις σκάλες. Ο Δρ. Φάουλερ είναι γύρω στα πενήντα, κοντός και στρουμπουλός. Παρδαλό πουλόβερ. Ροδαλά μάγουλα και γκρίζα αλλά πλούσια μαλλιά, ακούρευτα. Αδερφάρα, σκέφτομαι καθώς με οδηγεί στο εξεταστικό δωμάτιο.

    «Πού πονάς ακριβώς,» με ρωτάει καθώς βγάζει το θερμόμετρο απ’το στόμα μου.

    «Παντού, γύρω-γύρω. Πάνω – κάτω.»

    Κοιτάζει το θερμόμετρο. «Δεν έχεις μολυνθεί. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Πότε συνέβη αυτό;»

    «Νωρίτερα απόψε.»

    «Χμ. Μάλιστα. Βγάλε το παντελόνι σου και το εσώρουχό σου και ξάπλωσε. Βάλε τα πόδια σου στα στηρίγματα.»

    Ενώ κάθεται στο σκαμπώ του και το τσουλάει στο μαρμάρινο πάτωμα για να έρθει το πρόσωπό του ακριβώς μπροστά απ’το μουνί μου, σκάει την ερώτηση των εξηντατεσσάρων χιλιάδων δολαρίων: «Τι έπαθε το μάτι σου;»

    ***

    Δεκαέξι ετών. Βγαίνω ραντεβού με τον Μαρκ Κάιντλυ, ένα αγόρι στην τάξη μου. Ένα τόσο παραδεισένιο αγόρι που δε μπόρεσα από τότε ποτέ να φανταστώ πιο μεταξένια ξανθά μαλλιά, πιο αφράτα μάγουλα, πιο απαλό μυρωδάτο στήθος, πιο λεία πλάτη.

    Τον πηδάω στο αυτοκίνητο του πατέρα του, μια ασημί Ford Galaxie με ελαττωματικό σασμάν, ενώ γύρω μας βρέχει με τόση δύναμη που δυσκολευόμαστε να ακούσουμε τα βογγητά μας. Έχουμε ρίξει το κάθισμα του συνοδηγού και τον έχω καβαλήσει. Είναι ένας ξανθός άγγελος με πούτσο είκοσι εκατοστών. Μερικές φορές νιώθω σα να φτάνει μέχρι το στέρνο μου. Τον φιλάω και του λέω ότι τον αγαπάω, και ελπίζω να μπορεί να μ’ακούσει κάτω από το βουητό της καταιγίδας. Καθώς κατηφορίζουμε επιστρέφοντας στην πόλη, το αυτοκίνητο γλιστράει σε μια πονηρή στροφή. Κατρακυλάμε στο γκρεμό. Το κεφάλι μου χτυπάει στο παρμπρίζ, ξανά και ξανά και ξανά, χωρίς να το σπάει. Το δεξιό μου μάτι χάνεται μέσα στη βροχερή νύχτα. Όταν οι τούμπες του αυτοκινήτου τελειώνουν, προλαβαίνω να τον δω πριν χάσω τις αισθήσεις μου. Το τιμόνι έχει μπει σχεδόν όλο μέσα στο στήθος του.

    ***

    «Ατύχημα.»

    «Έχω έναν εξαιρετικό συνάδελφο που μπορεί να σε δει. Η βιοπροσθετική κάνει θαύματα, ξέρεις.»

    «Όχι, ευχαριστώ. Προτιμώ την καλύπτρα μου.»

    «Προσπάθησε να χαλαρώσεις όσο μπορείς. Αυτό θα πονέσει.»

    Έχω προλάβει να δω το εργαλείο που θα χώσει μέσα μου. Είναι μια λαβίδα που τελειώνει σε δύο κουτάλια. Είναι γυαλιστερή και αρκετά μεγάλη. Γιατί δεν το σκέφτηκα από μόνη μου να χρησιμοποιήσω δύο κουτάλια ταυτόχρονα; Μαλώνω τον εαυτό μου. Μετά μου δίνω το ελαφρυντικό ότι είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι με ένα πλαστικό αυγό μέσα στο μουνί μου. Από δω και μπρος θα ξέρω.

    Έχει δίκιο όμως. Αυτό πονάει. Το εργαλείο με ανοίγει διάπλατα, για λίγο φοβάμαι ότι δεν ξέρει τι κάνει, ότι θα σκιστώ ανεπανόρθωτα.

    «Μην τραβιέσαι προς τα μέσα,» με προστάζει. Και τότε η λαβίδα βγαίνει έξω με μια κίνηση απότομη, σχεδόν ξαφνική. Η ανάσα μου κόβεται. Το ταβάνι του ιατρείου γίνεται ένα φλιπεράκι από μετεωρίτες. Ουρλιάζω. Επιτέλους, μετά από όλες αυτές τις μέρες, ουρλιάζω από πόνο. Κρατάει το εργαλείο ψηλά, το πολύτιμο φορτίο μου πιασμένο στις λείες δαγκάνες του.

    «Εδώ είμαστε,» χαμογελάει.

    Τινάζομαι όρθια και το αρπάζω. Η μεταλλική λαβίδα πέφτει στο πάτωμα με θόρυβο που κάνει τα αυτιά μου να πονέσουν. Ντύνομαι σε δευτερόλεπτα. «Ευχαριστώ,» του λέω. Αποσβολωμένος, με κοιτάζει με ένα αχνό χαμόγελο απ’το σκαμπώ του. Βγάζω το σύρμα από την τσάντα μου και πάω πίσω του. «Τι;» προλαβαίνει να ψελλίσει. Μετά φέρνει αντανακλαστικά τα χέρια του στο λαιμό του καθώς το σύρμα σφίγγεται γύρω από τις αρτηρίες που μεταφέρουν αίμα στον εγκέφαλό του. Περνάνε σχεδόν τριάντα δευτερόλεπτα κατά τη διάρκεια των οποίων η προσπάθειά του να απελευθερώσει την αναπνευστική οδό του είναι αξιόλογη, αναγκάζομαι να βάλω το αριστερό μου πόδι γύρω απ’τον ώμο και το στέρνο του για να ακινητοποιήσω το αριστερό του χέρι.

    «Τίποτα προσωπικό, γιατρέ,» του εξηγώ. «Απλά δε μπορώ να πάρω το ρίσκο να σε αφήσω να ζήσεις. Αυτό εδώ δε συμβαίνει για κάποια μεγαλόπνοη επανάσταση. Δεν είσαι θύμα κάποιας κοσμογονικής αλλαγής που θα κάνει τον κόσμο καλύτερο, έστω και για κάποιους λίγους. Απλά διάλεξες το λάθος βράδυ να μείνεις αργά στο γραφείο. Πραγματικά, λυπάμαι.»

    Όταν σωριάζεται νεκρός καταλαβαίνω ότι ο πόνος στη μήτρα μου και γύρω απ’αυτή έχει μετριαστεί κατά πολύ. Το αυγό είναι τώρα στην τσέπη του μπουφάν μου. Σβήνω όλα τα φώτα και κατεβαίνω τα σκαλιά βιαστικά.

    Πρέπει, βλέπετε, να είμαι στη Βοστώνη αύριο το πρωί. Έχω να εισπράξω εκατό χιλιάρικα.

    (Συνεχίζεται)
     
  5. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Απάντηση: Η Μονόφθαλμη Κυνηγός του Κρεγκ Μπάρρετμαν

    MEΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
    ===========

    Είμαι έντεκα χρόνων.

    «Μπαμπά;»

    «Κοριτσάκι μου;»

    «Αισθάνεσαι ποτέ άσχημα όταν σκοτώνεις ζώα;»

    «Όχι. Ποτέ.»

    Είμαι στο δωμάτιό μου, χωμένη κάτω απ’τα σκεπάσματα, γυρισμένη στο πλάι. To χέρι του χαϊδεύει το πάπλωμα πάνω από το γοφό μου. Κάθε βράδυ περνάω λίγο χρόνο μαζί με το μπαμπά μου πριν με πάρει ο ύπνος – έρχεται μόνος του, πάντα ερχόταν μόνος του, ποτέ δε χρειάστηκε να του το ζητήσω. Στο μισοσκόταδο, δίπλα του, νιώθω ασφαλής, προστατευμένη. Νιώθω ότι μπορώ να δώσω φωνή σε σκέψεις οι οποίες την ημέρα με φοβίζουν. Ξέρω ότι δε θα με αποπάρει. Ξέρω ότι δε θα με αγνοήσει. Το ξέρω επειδή αυτή είναι η δική μας ώρα της ημέρας. Δική μου και δική του. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά και τα μάγουλα. Το λαιμό. Μου κρατάει το χέρι αγγίζοντας τον καρπό μου με τον αντίχειρά του. Αγγίζει το γοφό μου. Κι εγώ του κάνω ερωτήσεις. Δίνω φωνή σε σκέψεις. Και τις αντιμετωπίζει με σοβαρότητα και ειλικρίνεια. Αυτή είναι η συμφωνία μας.

    «Δεν τα λυπάσαι όταν πέφτουν νεκρά;»

    «Όλοι και όλα πεθαίνουν, αγάπη μου. Και όλοι και όλα γίνονται τροφή. Και έτσι ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει.»

    Όλοι και όλα γίνονται τροφή.

    «Και, μπαμπά, όταν σκέφτεσαι ότι ένα ζώο, ένας λαγός, ας πούμε… πήγε στη λίμνη για να πιει νερό, όπως κάθε μέρα, κάνοντας τα πράγματα που κάνουν οι λαγοί, χωρίς να θέλει να πληγώσει κανέναν, και τότε μια σφαίρα διέλυσε το κεφάλι του, και δεν ανάπνευσε ποτέ ξανά, ούτε είδε κάτι ξανά με τα μάτια του, όλα κόπηκαν, κόπηκαν… ούτε τότε δε λυπάσαι;»

    Με αγκαλιάζει. Τα χείλη του ακουμπάνε το λαιμό μου. Με πνίγουν δάκρυα. Ψιθυρίζει πάνω στο δέρμα μου.

    «Το βλέπεις σε προσωπικό επίπεδο, γλυκό μου κοριτσάκι. Αλλά στη φύση δεν υπάρχουν άτομα, χαρακτήρες, προσωπικότητες. Όλα τα έμβια όντα γεννιούνται για να πεθάνουν. Για να πεθάνουν με όποιο τρόπο εξυπηρετεί τη φύση. Για να γίνουν τροφή.»

    Το χέρι του γλιστράει κάτω απ’την πυτζάμα μου. Αγγίζει το στήθος μου. Είναι μικρό και αγορίστικο, λυπάμαι που δεν έχω βυζιά, ίσως αν είχα να του άρεσε περισσότερο να με αγγίζει.

    «Έχεις δίκιο μπαμπά,» λέω κλαίγοντας. «Κι εμείς τροφή θα γίνουμε. Όπως οι λαγοί, και οι πέρδικες, και τα αγριογούρουνα…»

    «Κι εμείς τροφή θα γίνουμε αγάπη μου,» βαριανασαίνει φιλώντας τα χείλη μου. «Για τα σκουλήκια.»

    Και τότε το κρεβάτι μου είναι μια άβολη καρέκλα, μικρή και στριμωγμένη, και νιώθω πως πέφτει. Μέχρι τώρα άκουγα τον αέρα να φυσάει στ’αυτιά μου καθώς βυθιζόμουν στο κενό, τώρα απόλυτη ησυχία, και η καρέκλα μου ακουμπά στο έδαφος της αβύσσου, και μέταλλα γύρω μου τρίζουν, και ένα ανάποδο στρίγγλισμα βγαίνει από το πουθενά, και είναι σαν κάποιος να με τραβάει μπροστά από τους ώμους, και το κεφάλι μου χτυπάει στο παράθυρο και ανοίγω τα μάτια μου, και η αεροσυνοδός λέει, ladies and gentlemen, welcome to Boston’s Logan international airport. The time is sixteen forty-five, and the temperature outside is sixty-one degree Fahrenheit. Please remain seated until the aircraft has completely stopped and the captain has switched off the –

    Όλοι και όλα γίνονται τροφή.

    seatbelt on indicators.

    Kι εμείς

    We would like to thank you for flying with us today

    Τροφή θα γίνουμε αγάπη μου

    and hope to see you again soon on one of our flights.

    Για τα σκουλήκια.

    Ψωνίζω ένα κάρο μαλακίες στα μαγαζιά του αεροδρομίου. Ένα νόστιμο σκούρο καφέ κουστουμάκι με ένα μάλλον πολύ ιδιαίτερο σκίσιμο στη φούστα από το Dolce. Ένα λεπτεπίλεπτο επίχρυσο ρολόι από το Dior. Καλσόν, απαλό, βαμβακερό μαύρο σουτιέν και βρακάκι από το La Perla, ένα ζευγάρι δερμάτινες μπότες μέχρι τον αστράγαλο και μια μάλλον μικροσκοπική (αλλά με γουστόζικη πόρπη) δερμάτινη τσάντα από το Gucci.

    Μισώ αυτές τις αηδίες. Μισώ τις ηλίθιες γυναίκες που τις ψωνίζουν, και μισώ τις ηλίθιες πωλήτριες που τις πλασάρουν, και μισώ τους ηλίθιους που δίνουν λεφτά στις γυναίκες τους και τις κόρες τους για να μην τους τις στερήσουν, και μισώ και τις ηλίθιες που νομίζουν ότι «αξίζουν» να ξοδεύουν λεφτά έτσι επειδή είναι ανεξάρτητες και πετυχημένες, και μισώ τις φωτεινές επιγραφές σ’αυτά τα κωλο-μάγαζα, και τις ηλίθιες σακούλες τους, και τα ηλίθια μοντέλα που ποζάρουν στις αφίσες τους.

    Αλλά είναι μια ωραία δεξαμενή με σκατά. Και όταν νιώθω ότι ολόκληρη είμαι ένα σκατό, μια σφιχτή, ζεματιστή, αχνιστή κουράδα, μ’αρέσει να βουτάω μέσα σ’αυτή τη δεξαμενή με τα σκατά. Γιατί τότε έχω σκατά γύρω μου παντού, και δεν πειράζει πια τόσο πολύ που κι εγώ είμαι ένα σκατό.

    Ο γιατρός έγινε κι αυτός τροφή, όπως θα γίνουμε όλοι μας. Πρόλαβε να πει «τι», και μετά έγινε τροφή. Όπως θα γίνουμε όλοι μας.

    Χρησιμοποιώ την πιστωτική κάρτα μου επίτηδες. Επειδή ξέρω ότι μ’αυτό τον τρόπο μέσα στα επόμενα τριάντα λεπτά ο Κρεγκ και η γαμημένη παρεϊτσα του θα ξέρουν ότι βρίσκομαι στη Βοστώνη. Και άλλαξε η διάθεσή μου: από εκεί που τους απέφευγα και τους κρυβόμουν, τώρα θέλω να τους δω. Και αυτόν, τον ίδιο τον Κρεγκ, πιο πολύ απ’όλους.

    Φυσικά, τα ψώνια μου στο Logan είναι μια κραυγαλέα παραβίαση του πρωτοκόλλου. Και για να την κάνω ακόμα πιο κραυγαλέα, λέω στον ταξιτζή να με πετάξει μέχρι το Hayatt.

    «Ντε ουάν νήαρ ντε έρπορτ ορ ντε ουάν νταν-τάουν,» ψευδίζει ο μικρόσωμος κινέζος.

    “Downtown, brother. The one downtown,” του απαντώ, και καλώ τον Άρτσιμπαλντ στο κινητό. «Γεια σου Άρτσι. Έχω τη μαλακία σου. Έχεις τα εκατό μου;»

    «Άλεξ! Χαίρομαι που σ’ακούω, κουκλάρα μου. Πότε και που;»

    «Στο κεντρικό λόμπυ του Hayatt. Σε μια ώρα από τώρα. Θα σε περιμένω και θα ανεβούμε στο δωμάτιό μου. Μη μου κάνεις μαλακία με τα λεφτά αλλιώς θα χαλάσουμε τη σχέση μας, εντάξει;»

    «Άλεξ μωρό μου, με πληγώ…»

    «Μια ώρα από τώρα. Σε περιμένω. Και, Άρτσι;»

    «Ναι, μωρό μου;»

    «Να πας να γαμηθείς. Να πας να γαμηθείς μαζί με τις διασυνδέσεις σου και τα κονέ σου, να πας να γαμηθείς θαμμένος κάτω από στίβες χαρτονομισμάτων, να πας να γαμηθείς, διπρόσωπε πίθηκε που τη μία δουλεύεις για τον ένα και την άλλη για τον άλλο. Μη μου κάνεις μαλακία με τα λεφτά – διορθώνω: μη μου κάνεις οποιαδήποτε μαλακία. Αφορμή ψάχνω να σου κόψω τ’αρχίδια.»

    “I know better than to fuck around with you, Alex.”

    “Good lad.”

    Πετάω το κινητό στην τσάντα μου. Ο κινέζος ταξιτζής είναι συνοφρυωμένος, αμίλητος. Δε με κοιτάει.

    «Προσπαθώ,» του εξηγώ, «σαν κορίτσι, να είμαι προσεκτική.»

    Το ραντεβού με τον Άρτσι (στα πενήντα του πια, γκρίζος, αξύριστος και λίγο χλωμός, ψηλός και ξερακιανός όπως πάντα όμως, χωρίς καλύτερη επιλογή από το να κάνει τη μοναδική δουλειά που ήξερε ποτέ, το βαποράκι εντολών και οδηγιών, το μεταφορέα πραγμάτων που βαραίνουν τα χέρια και την ψυχή, τον ταμία της βρωμιάς και της προδοσίας) πηγαίνει θαυμάσια. Τα πάντα είναι έτσι όπως πρέπει να είναι. Το μικροφίλμ. Τα λεφτά. Η βρώμικη χειραψία μας.

    «Νομίζω ότι θα ξεκουραστώ λίγο τώρα,» του λέω. «Χάρηκα που σε είδα.»

    Με κοιτάζει σαν αγοράκι που του παίρνουν το γλειφιτζούρι. «Δε θα κάνεις μπάνιο;»

    «Όχι, δε θα κάνω μπάνιο. Να πας να γαμηθείς. Σε ότι έχει να κάνει με το μπάνιο, η συμφωνία δεν ισχύει. Επειδή έτσι γουστάρω.»

    «Έχω μια νοστιμότατη πληροφορία για σένα, Άλεξ, αν με αφήσεις να σε κοιτάζω. Ξέρεις τώρα, το’χουμε ξανακάνει οι δυο μας. Ξέρεις πως δεν ενοχλώ. Τι μαλακίες είναι αυτές; Τι σημαίνει επειδή έτσι γουστάρεις;»

    «Το όνομά μου δεν είναι Άλεξ.»

    «Τι;»

    «Το γαμημένο όνομά μου είναι Άλις. Στο έχω πει δέκα φορές, είσαι ένα άχρηστο αλκοολικό ραμολιμέντο και το ξεχνάς συνεχώς. Και όσο για την πρότασή σου, θα χαρώ πολύ να ακούσω την πληροφορία που έχεις να μου δώσεις. Αν τη θεωρήσω πραγματικά χρήσιμη, θα σε αφήσω να φύγεις. Αν τη γνωρίζω ήδη, θα χαλάσουμε τη σχέση μας.»

    «Θα είσαι πάντα η Άλεξ μου. Εδώ και τόσα χρόνια έτσι σε ξέρω. Τι Άλις και μαλακίες. I’m too old for this shit, you know? Η πληροφορία είναι ότι αυτή τη στιγμή οδηγεί προς το ξενοδοχείο ένας άντρας που θέλει και μπορεί να σε σκοτώσει. Προσγειώθηκε πριν δεκαπέντε λεπτά, σε άλλα είκοσι θα σου χτυπήσει την πόρτα. Τι σκατά έχεις πάθει και χρησιμοποιείς πιστωτική κάρτα; Και τώρα γδύσου και χώσου στη μπανιέρα, βρωμιάρα. Είναι μέρος της αμοιβής μου και το ξέρεις.»

    Θέλω να σκοτώσω τον Άρτσιμπαλντ, αλλά δε γίνεται. Όλοι είμαστε τροφή, και αυτός είναι πολύ κοντά μου στην τροφική αλυσίδα. Αν δεν υπήρχε θα δυσκολευόμουν να επιβιώσω. Γδύνομαι μπροστά του, αργά. Αφήνω τις μπότες μου για το τέλος, ξέρω ότι του αρέσει να με βλέπει μόνο με τις μπότες μου.

    Όλα πρέπει να γίνουν σύντομα. Πρέπει να φύγει σύντομα. Αλλιώς, και θα τον σκοτώσω, και δε θα προλάβω τον Κρεγκ Μπάρρετμαν. Και αυτό, φίλοι μου, θα ήταν ο ορισμός ενός κακού απογεύματος. Καθώς αρχίζω να χαϊδεύομαι όρθια κάτω απ’το ζεστό νερό, σκέφτομαι πόσο θαυμαστή είμαι πραγματικά: η κάψα μου για εκδίκηση δε θολώνει το σχέδιο επιβίωσής μου. Είμαι ρεαλίστρια. Σκληρή σαν πέτρα.

    «Βγάλε και την καλύπτρα σου,» με προστάζει. Υπακούω. Τον αφήνω να δει το πρόσωπό μου εκεί. Το στρώμα σάρκας που πήραν οι χειρουργοί από το μπούτι μου και το μπούκωσαν μέσα στην άδεια τρύπα του ματιού μου. Και χώνω δυο δάχτυλα μέσα στο μουνί μου για τον Άρτσι, ο οποίος μαλακίζεται καθιστός στη λεκάνη. Χύνει πριν καν προλάβω καλά-καλά να ξεβγαλθώ από το σαπούνι. Βογγάει σα γέρικη χελώνα. Φαντάζομαι μια μακρόστενη σφαίρα να θρυμματίζει το καβούκι του ηλίθιου ερπετού και να σκάει μέσα στη σάρκα του κόβοντας το γαμημένο πεπτικό σύστημά του στα δύο.

    Τον φιλάω στο στόμα καθώς φεύγει.

    Αν δεν έχω κάνει κάποιον πολύ λάθος υπολογισμό, ο Κρεγκ Μπάρρετμαν θα βγει από το ασανσέρ σε διακόσια σαράντα περίπου δευτερόλεπτα.

    (Συνεχίζεται)
     
    Last edited: 12 Φεβρουαρίου 2011
  6. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Η Μονόφθαλμη Κυνηγός του Κρεγκ Μπάρρετμαν

    Εξαιρετικόν doc!
    Πολύ μου αρέσει να διαβάζω για καλοντυμένα,δυναμικά θηλυκά που κυνηγάνε τους μπελάδες!
     
  7. Απάντηση: Η Μονόφθαλμη Κυνηγός του Κρεγκ Μπάρρετμαν

    Γιατρέ μου, κάποτε ο μακαριστός Αλέξανδρος Ιόλας απηύθυνε μια φράση σ' έναν γνωστό μου, ο γνωστός μου την απηύθυνε σε μένα και τώρα εγώ την απευθύνω σε σας:

    "Είσαι μια αυθεντική περίπτωση σουρρεαλισμού!"
     
  8. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Απάντηση: Η Μονόφθαλμη Κυνηγός του Κρεγκ Μπάρρετμαν

    Noμίζω πως σ'αυτόν εδώ τον ιστότοπο, σε κάποιο βαθμό, όλοι είμαστε.

    Την καλησπέρα μου.

    DH
     
  9. Ninevi

    Ninevi Regular Member

    Απάντηση: Η Μονόφθαλμη Κυνηγός του Κρεγκ Μπάρρετμαν

    Πολύ την αγαπάω την Αλίκη σου, μακάρι να μας δώσεις τη συνέχεια σύντομα.
     
  10. Uther

    Uther Contributor

    Απάντηση: Η Μονόφθαλμη Κυνηγός του Κρεγκ Μπάρρετμαν

    περιμένουμε
     
  11. Romina

    Romina New Member

    Απάντηση: Η Μονόφθαλμη Κυνηγός του Κρεγκ Μπάρρετμαν

    Κάθε φορά που συναντάω την εντολή "γδύστε την" μου προκαλεί κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω, κάτι το μαγικό, είναι τόσο μικρή φράση αλλά προδίδει τόσα πολλά τόσο γρήγορα. Βασικά είναι πολύ μεγάλη καύλα και δεν την έχω ακούσει ποτέ γύρω μου αν εξαιρέσεις διαβάσματα και ταινίες.