Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Πηνελόπη των Σεπολίων - 5

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 20 Ιουνίου 2021.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Το αυτοκίνητο είχε πολτοποιηθεί. Ο αστυνόμος κουνούσε βαριεστημένα πάνω-κάτω τα χέρια του κατευθύνοντας όλη την κίνηση στο αριστερό ρεύμα. Ήταν προπαραμονή Δεκαπενταύγουστου και όλοι έτρεχαν σαν τα ποντίκια που εγκαταλείπουν το ένα πλοίο για να βρουν το άλλο. Οι πυροσβέστες με χειρουργικές κινήσεις έκοβαν τις λαμαρίνες του Ι.Χ, με το θέαμα να είναι αυστηρώς ακατάλληλο για ανηλίκους. Οδηγοί και συνεπιβάτες των αυτοκινήτων περνώντας απ’ το σημείο έστρεφαν το βλέμμα μακριά.


    Το επόμενο απομεσήμερο μία καλογυαλισμένη νεκροφόρα σταμάτησε έξω από μία πολυκατοικία, εκεί που πρόσφατα στον πρώτο όροφο μία οικογένεια Πακιστανών είχε αγοράσει μία γκαρσονιέρα. Ένας μαυροφορεμένος τύπος βγήκε απ’ το όχημα και με σβέλτες κινήσεις κατευθύνθηκε προς την είσοδο. Τον ακολούθησαν δύο άλλοι κουβαλώντας ένα φέρετρο. Δύο-τρία λεπτά αργότερα ξεκλείδωνε την πόρτα του ρετιρέ κάνοντας με προσοχή δύο-τρία βήματα προς το εσωτερικό του.


    Η δουλειά του ήταν σαν να ρίχνει διαρκώς κλεφτές ματιές στον άλλον κόσμο, τόσο που πλέον είχε σταματήσει να τον εκπλήσσει ο εδώ.


    Έτσι, όταν διέκρινε μία κοπέλα γυμνή, κοιμισμένη πάνω σε μία ψάθα στην μέση του σαλονιού και με μία αλυσίδα περασμένη μέσα απ’ τα σκέλια της που κατέληγε σ’ ένα λουκέτο στην πόρτα του ψυγείου. Κοιτώντας την καλύτερα διάβασε το όνομα της εκλιπόντος σ ένα μεγάλο tattoo γραμμένο πάνω στο κορμί της και κατάλαβε ό,τι ήταν να καταλάβει. Την προσπέρασε και άνοιξε το ψυγείο να βάλει λίγο νερό – τελικά έπιασε μία μπύρα. Με το άνοιγμα του ψυγείου κινήθηκε η αλυσίδα και η ωραία κοιμωμένη ανασηκώθηκε.


    Κοιτάχτηκαν σαν αγρίμια στα μάτια και εκείνος μίλησε πρώτος, χωρίς να πάρει το γνωστό πένθιμο ύφος. «Η Βάνα σφήνωσε χθες σε μία νταλίκα στο ποτάμι, σκοτώθηκε ακαριαία. Στο εφημερεύων Αττικό δεν υπήρχαν κενοί νεκροθάλαμοι και μετά τα διαδικαστικά η αστυνομία την φόρτωσε σ’ εμάς. Μας έδωσε διεύθυνση και κλειδιά του σπιτιού και την φέραμε – δηλαδή ό,τι απέμεινε... Η κηδεία θα γίνει μεθαύριο, μετά της Παναγίας». Ρούφηξε μία γερή γουλιά μπύρας και βγήκε στον διάδρομο να ειδοποιήσει τους δύο βαστάζους να βάλουν μέσα το φέρετρο.


    «Να, ακουμπήστε το εδώ δίπλα της, πάρτε μπύρα απ’ το ψυγείο και περιμένετε έξω», τους είπε.

    Η κοπέλα αποσβολωμένη σύρθηκε ν’ αγγίξει την ξύλινη κατασκευή αλλά διπλώθηκε σαν να είχε δεχτεί μαχαιριά.


    Αυτή είναι ακριβώς και η στιγμή που κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι το σημείο εκκίνησης για έναν απ’ τους πιο σκοτεινούς αστικούς μύθους που γέννησε αυτή η πόλη: τον μύθο της Πηνελόπης των Σεπολίων!


    Ο τελετάρχης άρπαξε δύο-τρία μαξιλάρια και τα ακούμπησε στην ψάθα. Κατόπιν ξεκούμπωσε το παντελόνι του και γονάτισε απαλά πίσω απ’ το κορμί που σαν ολόγιομο φεγγάρι ανέτελλε μπροστά του.

    Λίγο μετά σηκώθηκε, ανέβασε το λινό μαύρο παντελόνι του και βγήκε στον διάδρομο για να μπει ο ένας απ’ τους δύο συνεργάτες του.

    Στο μεταξύ απέξω είχαν μαζευτεί δύο-τρεις ένοικοι απ’ τους κάτω ορόφους να ρωτήσουν τι είχε συμβεί. Σε λίγο και αυτοί θα περνούσαν μέσα για να συλλυπηθούν, για ν’ ακολουθήσουν λίγο μετά και λίγοι ακόμα άρρενες της γειτονιάς απ’ το γωνιακό καφενείο.


    Στο κατώφλι του ρετιρέ στεκόταν σοβαρός ο τελετάρχης και περιμένοντας να βγει ο προηγούμενος αντάλλαζε μερικές κουβέντες περί ζωής και θανάτου με τον επόμενο, κρατώντας προσεκτικά ένα πανεράκι για τους οβολούς.


    Μετά από λίγο ο συνομιλητής του μπροστά του θα έκανε πέρα να περάσει ο προηγούμενος και διστακτικά θα έμπαινε στο διαμέρισμα του ρετιρέ. Στο μισόφωτο των αναμένων λαμπάδων αμέσως θα διέκρινε τον μαύρο όγκο του ξύλου να στοιχειώνει τον χώρο και στο πλάι κάτι σαν ένα μεγάλο μπουκέτο από κρίνα, την τεθλιμμένη κόρη εξουθενωμένη χάμω.


    Εκείνος θα έσκυβε και θα της τραβούσε απαλά την αλυσίδα που χρύσιζε ανάμεσα στα καπούλια της. Η κόρη ανασηκωνόταν στους αγκώνες της και θα τούρλωνε τα οπίσθιά της στον αέρα. Καθώς ο αυτόκλητος εραστής θα ζύγιζε την στύση του πάνω απ’ τον εν βρασμώ όπως τον κοιτούσε θηλυκό κρατήρα ενός ηφαιστείου, με το δεξί του χέρι θα απίθωνε την κάσα να βρει στήριγμα.



    Η νύχτα είχε προχωρήσει για τα καλά και με τα κοινόχρηστα φώτα της πολυκατοικίας από καιρό χαλασμένα οι σκιές που ανεβοκατέβαιναν σιωπηλά στους διαδρόμους και στα γύρω στενά δημιουργούσαν ένα απόκοσμο σκηνικό.


    Κάποιοι κρατούσαν κάτι μισοκαμένα κεράκια που γυφτάκια είχαν αρπάξει απ’ την παρακείμενη ενορία και τα πουλούσαν μαζί με μαργαρίτες απ’ τους γύρω ακάλυπτους. Στην φευγαλέα λάμψη κάποιου κεριού μπορούσε κανείς να διακρίνει και κάποιο γυναικείο προφίλ.

    Όσοι κατέβαιναν είχαν τα πρόσωπα λαμπαδιασμένα, όσοι ανέβαιναν με κάποιο κεράκι στο χέρι αυτό έσβηνε πριν φτάσουν στα μισά.


    Ήταν σαν στους πρόποδες του λόφου Σκουζέ να είχε ανοίξει κάποιο πανάρχαιο ρήγμα και ο καθένας να γινόταν ο μύστης μιας υποχθόνιας ιεροτελεστίας.


    Τις πρώτες εκείνες ώρες οι φήμες μιλούσαν για κάτι θαυματουργό που λάμβανε χώρα στην πόλη, και με το έδαφος προετοιμασμένο λόγω της θρησκευτικής κατάνυξης, ένα διάσπαρτο πλήθος φλογισμένων μορφών είχε αρχίσει να σχηματίζει κάτι σαν μία αρχαία πομπή πιστών στα πέριξ του Κολωνού.


    Κάποιες στιγμές στις γωνίες των δρόμων και απ’ το άλσος θα ακουγόταν ένα περισσότερο ή λιγότερο μακρινό βογκητό, που σκορπούσε σύγκρυο και άλλαζε άρδην την κατεύθυνση των προσκυνητών. Και έτσι μπλέκονταν ακόμα πιο πολύ μεταξύ τους, με την αναζήτηση ν’ αποκτάει πλέον μία άλλη δυναμική.


    Στο διαμέρισμα του ρετιρέ είχε αρχίσει να δροσίζει. Σωριασμένη η Πηνελόπη στο πάτωμα σαν τα πατημένα λουλούδια του σκυλάδικου, ένιωσε ένα δυνατό πόνο απ’ το τράβηγμα και κλαψουρίζοντας κάτι ανακάθισε στα τέσσερα. Βρισκόταν πλέον στο χείλος της αβύσσου, παρέδιδε ψυχή και σώμα.

    Ξάφνου, μετά απ’ όλη εκείνη την άχρονη επανάληψη πολλαπλών οργασμών και θανάτων μαζί, μία ονειρική εικόνα πετάχτηκε απ’ το πουθενά μπροστά της, έτρεχε λέει στην πλατεία κυριακάτικα… Άνοιξε τα μάτια της να κοιτάξει και αισθάνθηκε ότι αυτό το πέος που μόλις είχε μέσα της πάρει ήταν το δικό της!

    Ο ρακένδυτος άνδρας σηκώθηκε ψηλά και ψηλάφισε την αλυσίδα που κυμάτιζε στον σκοτάδι. Έσφιξε τις γροθιές του και την κομμάτιασε!

    Γύρισε και σαν το πούπουλο σήκωσε το ξέπνοο κορμάκι της ιέρειας.

    Όταν βγήκε στην πρωινή δροσιά η Πηνελόπη κοιμόταν βαθιά στην αγκαλιά του. Ξημέρωνε Δεκαπενταύγουστος.


    Κόσμος συνέχιζε να συρρέει, αν και το σωστότερο να πούμε είναι: ν’ αναπαράγεται. -
     
  2. Koproskylo

    Koproskylo Regular Member

  3. Alexandros_1982

    Alexandros_1982 New Member