Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Σιωπηλή Σφραγίδα της Υποταγής

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος slave32, στις 17 Σεπτεμβρίου 2025 at 01:28.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    Ήταν η πρώτη φορά που της μιλούσε απευθείας. Είχε προηγηθεί αλληλογραφία, μικρά δοκιμαστικά μηνύματα, μα τώρα, το βράδυ αυτό, η συνομιλία άνοιγε για τα καλά. Ο ίδιος ένιωθε σαν μαθητής που στέκεται μπροστά σε δασκάλα, με την αγωνία να μην κάνει λάθος.

    Η παρουσία της, ακόμα και μέσα από την οθόνη, ήταν βαριά, γεμάτη σιγουριά. Κάθε λέξη που πληκτρολογούσε εκείνη, φάνταζε διαταγή τυλιγμένη με βελούδο.

    «Ξέρετε γιατί βρίσκεστε εδώ;» ρώτησε εκείνη.

    Τα δάχτυλά του πάτησαν αργά, με προσοχή:
    «Γιατί επιθυμώ να σας υπηρετώ, Κυρία μου.»

    Η απάντηση ήρθε γρήγορα:
    «Και πώς σκοπεύετε να δείξετε ότι είστε έτοιμος;»

    Ο άνδρας ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. Είχε φανταστεί αυτή τη στιγμή πολλές φορές, μα τώρα έπρεπε να τη ζήσει. Έριξε μια ματιά γύρω του, σήκωσε τα μάτια από την οθόνη και, σαν να υπάκουε σε αόρατη προσταγή, σηκώθηκε από την καρέκλα.

    Τα γόνατά του άγγιξαν το πάτωμα. Ένιωσε την ψύχρα να τον διαπερνά, μα ταυτόχρονα και μια απροσδόκητη ζεστασιά να φουντώνει στο στήθος του. Ήταν εκεί, στα γόνατα, για πρώτη φορά μπροστά Της — έστω και μέσω οθόνης.

    Πληκτρολόγησε με χέρια που έτρεμαν:
    «Κυρία μου… βρίσκομαι ήδη στα γόνατα. Επιθυμώ να σας αποδείξω την αφοσίωσή μου. Σας παρακαλώ… επιτρέψτε μου να ανοίξω την κάμερα, ώστε να δείτε με τα μάτια Σας ότι γονατίζω αποκλειστικά για Εσάς.»

    Η σιωπή που ακολούθησε φάνηκε ατελείωτη. Εκείνος περίμενε, σκυμμένος, με το βλέμμα χαμηλωμένο. Δεν είχε ξανααισθανθεί τόσο εκτεθειμένος· κι όμως, μαζί με την ευαλωτότητα, τον πλημμύριζε κι ένα αίσθημα ολοκλήρωσης.

    Η απάντηση ήρθε τελικά, κοφτή και δυνατή:
    «Θα ανοίξετε την κάμερα μόνο όταν σας το ζητήσω εγώ. Μείνετε στα γόνατα και περιμένετε.»

    Ένιωσε ένα ρίγος. Δεν είχε πάρει την άδεια που ζήτησε, μα είχε λάβει κάτι πιο πολύτιμο: την πρώτη καθαρή εντολή. Και ήξερε πως από εδώ και πέρα, κάθε του γονάτισμα θα ήταν προσφορά και δέσμευση προς εκείνη.

    Η ώρα κυλούσε αργά. Εκείνος παρέμενε γονατισμένος, με τα μάτια χαμηλά, το κορμί του να συνηθίζει την πίεση και την ακινησία. Στο μυαλό του στριφογύριζε μόνο μία σκέψη: να είναι άξιος της εμπιστοσύνης Της.

    Στην οθόνη, εμφανίστηκε το επόμενο μήνυμά της:
    «Αντέχετε να περιμένετε έτσι;»

    Έσπευσε να απαντήσει:
    «Ναι, Κυρία μου. Θα περιμένω όσο με διατάξετε. Τα γόνατά μου δεν έχουν μεγαλύτερη αξία από τη θέλησή Σας.»

    Για λίγα λεπτά δεν ήρθε τίποτα. Εκείνος ένιωθε τον ιδρώτα να κυλά στον αυχένα του, κι όμως δεν τόλμησε να μετακινηθεί. Ήξερε πως η αναμονή ήταν μέρος της δοκιμασίας.

    Τότε, εμφανίστηκαν οι λέξεις που τον έκαναν να κρατήσει την ανάσα του:
    «Τώρα. Άνοιξε την κάμερα.»

    Τα χέρια του έτρεμαν καθώς πήγαινε στο κουμπί. Για μια στιγμή, δίστασε. Δεν ήταν μόνο μια τεχνική κίνηση· ήταν ένα κατώφλι. Με το άνοιγμα της κάμερας, δεν θα υπήρχαν πια υποθέσεις· θα την έβλεπε να τον κοιτά, θα τον έβλεπε να γονατίζει.

    Το φως της οθόνης τρεμόπαιξε κι εκείνη εμφανίστηκε. Η εικόνα της κυριαρχικής φιγούρας γέμισε το δωμάτιό του περισσότερο από όσο μπορούσε να φανταστεί.

    Έσκυψε πιο χαμηλά, έβαλε τα χέρια του πίσω από την πλάτη και ψιθύρισε σχεδόν ασυναίσθητα:
    «Κυρία μου, αυτό το γονάτισμα ανήκει μόνο σε Εσάς.»

    Εκείνη τον παρατήρησε σιωπηλά για λίγο. Δεν χρειαζόταν να πει πολλά· το βλέμμα της αρκούσε για να τον τυλίξει.

    Κι έπειτα, η φωνή της ακούστηκε καθαρά:
    «Έτσι σε θέλω. Σωστά γονατισμένο, σωστά δοσμένο. Απόψε, έκανες το πρώτο σου βήμα. Να θυμάσαι: το σώμα σου είναι δικό μου να το βλέπω, να το καθοδηγώ, να το διδάσκω. Και εσύ θα το προσφέρεις όπως ακριβώς το κάνεις τώρα.»

    Ένα ρίγος υποταγής και ανακούφισης τον διαπέρασε. Ήξερε πως αυτή η στιγμή θα τον σημάδευε. Για πρώτη φορά δεν ήταν πια μόνο φαντασία, αλλά πραγματικότητα: εκείνη τον έβλεπε να γονατίζει, και εκείνος, μέσα από την έκθεσή του, έβρισκε την πιο γνήσια αίσθηση του ανήκειν.








    Είχαν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από εκείνο το πρώτο γονάτισμα μπροστά στην κάμερα. Τώρα πια ζούσαν μαζί, σ’ ένα σπίτι που είχε γίνει χώρος ιερός της σχέσης τους. Για εκείνον, κάθε δωμάτιο, κάθε αντικείμενο, είχε το σημάδι της εξουσίας της.

    Εκείνο το βράδυ, η Κυρία του είχε καλέσει στο σπίτι μερικές φίλες. Εκείνος, από νωρίς, είχε καταλάβει ότι δεν θα ήταν μια απλή κοινωνική επίσκεψη. Η φωνή της, ο τόνος της, όλα έδειχναν πως επρόκειτο για κάτι περισσότερο.

    Όταν οι καλεσμένες κάθισαν στο σαλόνι, Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με βλέμμα κοφτερό:

    «Σκύψε. Ήρθε η ώρα να σε δουν όπως πραγματικά σου αρμόζει.»

    Ο άνδρας υπάκουσε αμέσως. Γονάτισε μπροστά τους, με το κεφάλι χαμηλά. Ένιωθε το αίμα να καίει τα μάγουλά του. Δεν ήταν πια μόνος μαζί της. Τώρα υπήρχαν μάρτυρες.

    Οι φίλες της χαμογέλασαν, άλλες με περιέργεια, άλλες με σαρκασμό. Μία από αυτές γέλασε δυνατά:
    «Τόσος καιρός μαζί σου, κι ακόμα σκύβει σαν μαθητούδι… Δεν ντρέπεσαι;»

    Η Κυρία του πήρε τον λόγο, με φωνή ψύχραιμη αλλά σκληρή:
    «Δεν είναι θέμα ντροπής. Είναι θέμα θέσης. Αυτός είναι ο τόπος του — στα γόνατα, εκεί που ανήκει.»

    Τα λόγια της τον τρύπησαν βαθιά. Για μια στιγμή, μια σπίθα αντίστασης ξύπνησε μέσα του. Μα το βλέμμα της τον συνέτριψε· εκεί, στα μάτια της, θυμήθηκε κάθε στιγμή που του είχε δείξει ποιος είναι και γιατί είναι μαζί της.

    Μια άλλη φίλη σηκώθηκε, τον πλησίασε με περιέργεια.
    «Λες ότι είναι σκλάβος σου. Ωραία. Μα τότε… πού είναι η απόδειξη; Στις παλιές εποχές, οι σκλάβοι δοκιμάζονταν. Δέχονταν τιμωρία. Αλλιώς ήταν μόνο λόγια.»

    Εκείνος ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Δεν ήθελε να τις κοιτάξει, μα ήξερε ότι οι φίλες της είχαν δίκιο: δεν αρκούσαν τα λόγια· έπρεπε να δείξει, έπρεπε να αποδείξει.

    Η Κυρία του χαμογέλασε με μια επικίνδυνη ηρεμία.
    «Θέλετε απόδειξη; Θα την έχετε.»

    Τον διέταξε να σηκώσει το βλέμμα του. Εκείνος υπάκουσε, νιώθοντας την ταπείνωση να τον κατακλύζει.

    «Θα δεχθείς την τιμωρία που σου αναλογεί. Όχι γιατί εκείνες το ζητούν, αλλά γιατί εγώ το διατάζω. Και θα καταλάβουν όλοι ποια είναι η θέση σου.»

    Ένα μαστίγιο κρεμόταν στον τοίχο, εκεί όπου πάντα βρισκόταν, όχι σαν όργανο πόνου αλλά σαν σύμβολο της σχέσης τους. Εκείνη το πήρε αργά, σχεδόν τελετουργικά.

    Το πρώτο χτύπημα δεν ήταν δυνατό· περισσότερο συμβολικό παρά επώδυνο. Κι όμως, η ηχώ του ακούστηκε σαν σφραγίδα στο δωμάτιο. Οι φίλες της αντάλλαξαν βλέμματα.

    «Βλέπετε;» είπε η Κυρία, με τη φωνή της να γεμίζει τον χώρο. «Δεν χρειάζομαι πολλές αποδείξεις. Η υπακοή του, η στάση του, το βλέμμα του… είναι όλα η μαρτυρία της αλήθειας. Δεν χρειάζεται να τον σπάσω για να δείξω ποιος είναι. Εκείνος ξέρει ήδη.»

    Ο άνδρας, με το κεφάλι σκυμμένο, ένιωσε εκείνη τη στιγμή να διαλύεται κάθε αμφιβολία. Δεν ήταν απλώς υποταγή· ήταν το ίδιο του το είναι. Μπροστά στις φίλες της, ταπεινωμένος και εκτεθειμένος, κατάλαβε ξανά και πιο καθαρά από ποτέ: ο τόπος του ήταν στα γόνατα, στην υπηρεσία της, χωρίς καμία εναλλακτική.

    Κι ενώ οι φίλες της γελούσαν, άλλες ειρωνικά κι άλλες με θαυμασμό, εκείνος βυθιζόταν σε μια ηρεμία που μόνο η αληθινή υποταγή μπορούσε να του χαρίσει.





    Ήταν η μέρα των γενεθλίων του. Είχε καλέσει μερικούς φίλους, ανθρώπους από το παρελθόν του, πριν ακόμη παραδοθεί ολοκληρωτικά στην Κυρία του. Ήθελε να δείξει πως μπορούσε να σταθεί «κανονικά» μαζί τους. Όμως, εκείνη είχε άλλα σχέδια.

    Το βράδυ κύλησε ήρεμα στην αρχή: ποτά, αστεία, αναμνήσεις. Εκείνος προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στο ρόλο του οικοδεσπότη και την παρουσία της Κυρίας του, που καθόταν ατάραχη στην πολυθρόνα της, παρατηρώντας τους όλους.

    Κάποια στιγμή, εκείνη σηκώθηκε. Χτύπησε ελαφρά το ποτήρι της και το δωμάτιο σώπασε.

    «Ξέρετε…» είπε με ήρεμη, αλλά διαπεραστική φωνή, «σήμερα δεν είναι μόνο τα γενέθλιά του. Είναι και η ευκαιρία να μάθετε ποιος πραγματικά είναι.»

    Ο άνδρας πάγωσε. Η καρδιά του χτύπησε σαν τύμπανο. Ένιωσε αμέσως το αίμα να ανεβαίνει στο πρόσωπο.

    Εκείνη προχώρησε και στάθηκε δίπλα του.
    «Δεν είναι αυτό που νομίζετε. Δεν είναι ο οικοδεσπότης σας, δεν είναι ο “άντρας της παρέας”. Είναι ο σκλάβος μου. Κι απόψε, θα τον δείτε όπως ακριβώς είναι.»

    Ένα μουρμουρητό γέλιου και αμηχανίας ξέσπασε ανάμεσα στους φίλους του. Κάποιοι κοίταξαν αλλού. Άλλοι χαμογέλασαν πονηρά. Ένας-ένας άρχισαν να βρίσκουν δικαιολογίες και να φεύγουν. Στο τέλος έμειναν μόνο δύο — οι πιο περίεργοι, οι πιο τολμηροί.

    Ένας από αυτούς γύρισε προς την Κυρία του και, με τόνο παιχνιδιάρικο, είπε:
    «Μα είναι αλήθεια; Αυτός εδώ, σκλάβος; Δεν το πιστεύω… Θέλουμε αποδείξεις.»

    Η Κυρία χαμογέλασε με εκείνο το χαμόγελο που εκείνος γνώριζε καλά — το χαμόγελο που σήμαινε πως δεν υπήρχε πια γυρισμός.

    «Γονάτισε.»

    Εκείνος υπάκουσε. Τα γόνατά του χτύπησαν το πάτωμα μπροστά τους. Το γέλιο των δύο αντρών γέμισε το δωμάτιο.

    «Μα κοίτα τον… Πραγματικά το κάνει!» είπε ο ένας. Ο άλλος πρόσθεσε με ειρωνεία: «Και να σκεφτεί κανείς πως πριν λίγο μάς κερνούσε σαν οικοδεσπότης…»

    Η Κυρία του κάθισε ξανά αναπαυτικά.
    «Ναι, είναι δικός μου. Δεν έχει δική του υπόσταση μπροστά μου. Απόψε, αντί να τον γιορτάσετε, θα δείτε την αλήθεια του. Είναι εδώ για να υπηρετεί. Όχι για να τιμάται.»

    Γύρισε προς εκείνον, με το βλέμμα παγωμένο:
    «Θα σας υπηρετήσει κι εσάς. Απόψε, αυτοί είναι καλεσμένοι μου — άρα είναι και Αφέντες σου. Θα κάνεις ό,τι σου πουν. Κι εγώ θα σε παρακολουθώ. Μην ξεχάσεις ποτέ: το μόνο σου δώρο γενεθλίων είναι η άδεια να με υπηρετείς.»

    Οι δύο φίλοι του ξεκίνησαν να τον πειράζουν, να του δίνουν μικρές εντολές γεμάτες περιφρόνηση και γέλιο. Κι Εκείνη, καθισμένη, τους ενθάρρυνε, σχολιάζοντας δυνατά την αδυναμία του, τη θέση του, το πόσο μακριά είχε βρεθεί από τον «άνδρα» που πίστευαν πως ήξεραν.

    «Και τι γίνεται αν κάποιος άλλος θελήσει να πάρει θέση δίπλα σας; Αν δοκιμάσει να δει ως πού φτάνει η αφοσίωσή του;»

    Εκείνη χαμογέλασε. Ήταν χαμόγελο γνώριμο στον σκλάβο της — το χαμόγελο που σήμαινε πως ένα όριο επρόκειτο να σπάσει.

    «Δοκίμασε», είπε ψυχρά.

    Εκείνο το βράδυ, μπροστά στα μάτια του σκλάβου της, γεννήθηκε μια νέα δυναμική. Ο ένας από τους φίλους του πλησίασε την Κυρία, κι Εκείνη δεν τον απέτρεψε. Αντίθετα, δέχθηκε το φλερτ του, τη σιγουριά του, τον ανδρισμό του. Το έκανε επιδεικτικά, σαν να ήθελε να χαράξει μέσα στον σκλάβο της την πιο βαθιά σφραγίδα ταπείνωσης: πως όχι μόνο δεν ήταν «άνδρας» πια, αλλά έβλεπε τη θέση του να καλύπτεται από άλλον.

    Κι ενώ ο δεύτερος άνδρας παρακολουθούσε γελώντας, Εκείνη γύρισε στον σκλάβο Της:
    «Θα μας υπηρετείς και τους δύο. Εμένα και τον εραστή μου. Αυτό είναι το δώρο σου σήμερα: να αποδεχθείς πλήρως ποια είναι η θέση σου.»

    Τα λόγια της έπεσαν σαν πέλεκυς. Ο άνδρας ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται, τη γη να φεύγει κάτω από τα γόνατά του. Μα δεν υπήρχε διαφυγή. Δεν υπήρχε αντίρρηση. Η θέση του ήταν εκεί: να υπηρετεί Εκείνη· και τώρα, να υπηρετεί κι εκείνον που είχε γίνει ο εραστής της.

    Το βλέμμα του συνάντησε για μια στιγμή το δικό της. Και τότε κατάλαβε: δεν ήταν τιμωρία· ήταν αποκάλυψη. Ήταν η τελική του απογύμνωση.

    Έσκυψε πιο χαμηλά, ψιθυρίζοντας με φωνή σπασμένη:
    «Ναι, Κυρία μου. Θα σας υπηρετώ. Και τους δύο.»

    Η Κυρία του ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του και είπε με σταθερότητα:
    «Τώρα ξέρεις. Δεν υπάρχει επιστροφή. Είσαι δικός μας. Για πάντα.»

    Η ζωή στο σπίτι άλλαξε από τη στιγμή που εκείνη δέχθηκε τον νέο εραστή. Για τον σκλάβο, τίποτα δεν ήταν πια ίδιο. Δεν ήταν απλώς δοσμένος στην Κυρία του· τώρα είχε να υπηρετεί και τον άντρα που εκείνη είχε διαλέξει για σύντροφο.

    Ο εραστής ήταν σκληρός, αλλά με τρόπο που τον έκανε να αισθάνεται μικρός, ασήμαντος. Δεν χρειάζονταν μαστίγια ούτε βία· η εξουσία του ήταν πιο ύπουλη, πιο διαβρωτική. Ήταν η ίδια του η φαντασία που γινόταν όπλο εναντίον του.

    Η αρχή έγινε με μικρά πράγματα. Ο εραστής τον έβαζε να στέκεται όρθιος σε μια γωνία, αμίλητος, ενώ εκείνος και η Κυρία του δειπνούσαν. Κάθε φορά που ζητούσαν κάτι —ένα ποτήρι κρασί, ένα μαχαίρι, μια χαρτοπετσέτα— εκείνος έτρεχε να το φέρει, με το κεφάλι χαμηλά, χωρίς ποτέ να μιλήσει.

    «Μη μιλάς αν δεν σε ρωτήσουμε», του είπε ο εραστής την πρώτη φορά. «Η φωνή σου δεν έχει καμία σημασία εδώ.»

    Το βάρος αυτής της απαγόρευσης τον συνέθλιβε. Το να κάθεται και να τρώει μαζί τους θα ήταν μια ψευδαίσθηση ισότητας. Το να στέκεται σιωπηλός, όμως, ήταν η αλήθεια του.

    Με τον καιρό, οι τιμωρίες έγιναν πιο ευρηματικές. Ο εραστής του ζητούσε να σκουπίζει το πάτωμα, όχι με σκούπα αλλά με τα χέρια του και ένα πανί, γονατισμένος. Την ίδια στιγμή, εκείνος και η Κυρία του καθόντουσαν στον καναπέ και σχολίαζαν μεγαλόφωνα την αδεξιότητά του, γελώντας σαν να έβλεπαν θέαμα.

    Άλλοτε τον ανάγκαζε να κρατάει δίσκο με ποτά όρθιος για ώρα, μέχρι που τα χέρια του έτρεμαν. Όταν ο δίσκος κουνιόταν επικίνδυνα, ο εραστής απλώς χαμογελούσε:
    «Μην τολμήσεις να χύσεις ούτε σταγόνα. Αν το κάνεις, θα το γλείψεις από το πάτωμα.»

    Δεν χρειαζόταν να εκτελέσει την απειλή· ο φόβος και μόνο τον έκανε να προσέχει περισσότερο από όσο είχε προσέξει ποτέ του στη ζωή.

    Η πιο σκληρή, όμως, τιμωρία δεν ήταν σωματική. Ήταν λεκτική. Ο εραστής απολάμβανε να τον μειώνει μπροστά στην Κυρία του, να τον χλευάζει για την αδυναμία του, για το ότι είχε χάσει κάθε ανδρικό προνόμιο.

    «Πες μου», τον ρώτησε μια μέρα ενώ εκείνος γονάτιζε μπροστά τους, «τι νομίζεις ότι βλέπει σε σένα η Κυρία σου; Σίγουρα όχι άνδρα. Αυτόν τον ρόλο τον έχω εγώ. Εσύ είσαι το υπηρετικό της, το παιχνίδι μας.»

    Η Κυρία του χαμογέλασε αργά, επιβεβαιώνοντας με το βλέμμα της την αλήθεια αυτών των λόγων. Για τον σκλάβο, δεν υπήρχε μεγαλύτερη ταπείνωση από αυτό: να ακούει την κυριαρχία της να μοιράζεται, να εκτείνεται, να τον εξαφανίζει ως προσωπικότητα.

    Με τον καιρό, η καθημερινότητα γέμισε μικρές τελετουργίες που υπενθύμιζαν τη θέση του.
    Κάθε πρωί, έπρεπε να σερβίρει καφέ στον εραστή, γονατισμένος, χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια.Κάθε βράδυ, έπρεπε να γυαλίζει τα παπούτσια του. Όταν ήθελαν να μιλήσουν ιδιωτικά, τον έβαζαν να στέκεται στο διάδρομο, μέχρι να τον καλέσουν ξανά.Δεν υπήρχε στιγμή που να μην του θύμιζαν ότι ήταν δευτερεύων, πως δεν υπήρχε ζωή έξω από την υπηρεσία του.

    Η τελική δοκιμασία ήρθε ένα βράδυ. Η Κυρία του και ο εραστής της κάθονταν δίπλα-δίπλα, ενώ εκείνος γονάτιζε μπροστά τους.

    «Έχεις καταλάβει τη θέση σου;» τον ρώτησε ο εραστής.

    Ο σκλάβος χαμήλωσε κι άλλο το κεφάλι.
    «Ναι, Κύριε. Η θέση μου είναι εδώ, στα γόνατα. Να σας υπηρετώ και τους δύο.»

    Η Κυρία του έσκυψε και του σήκωσε το πιγούνι.
    «Αυτό είναι το δώρο σου, που συνεχίζεται από εκείνα τα γενέθλια. Δεν έχεις ζωή έξω από εμάς. Εγώ και ο εραστής μου είμαστε ο κόσμος σου. Κι εσύ θα μας ανήκεις για πάντα.»

    Ο άνδρας ένιωσε την καρδιά του να σπάει, αλλά μαζί και να γεμίζει. Δεν υπήρχε άλλη πραγματικότητα. Η Κυρία του, ο εραστής της, οι εντολές τους, οι τιμωρίες τους. Όλα αυτά ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο υπήρχε, κι έξω από αυτό τίποτα δεν είχε νόημα.


    Κάποτε ήταν οικοδεσπότης, φίλος, άνδρας. Στα γενέθλιά του, όλα αυτά θάφτηκαν. Εκτέθηκε, αποκαλύφθηκε, ταπεινώθηκε. Και τώρα, δύο χρόνια μετά, είχε βρει τη θέση του: στα γόνατα, σιωπηλός υπηρέτης, όχι μόνο της Κυρίας του αλλά και του σκληρού εραστή της.

    Οι φίλοι που έφυγαν εκείνο το βράδυ δεν θα μάθαιναν ποτέ πόσο μακριά είχε φτάσει η υποταγή του. Όμως εκείνος το ήξερε: η σιωπηλή σφραγίδα είχε μπει για πάντα.

    Κι ενώ γονάτιζε μπροστά τους, με το βλέμμα χαμηλά και την καρδιά γεμάτη παράδοξη γαλήνη, κατάλαβε πως αυτή η ζωή, όσο σκληρή κι αν ήταν, ήταν η μοναδική που του άξιζε.

    Το βράδυ είχε πέσει. Το σπίτι ήταν βυθισμένο στη σιωπή, μόνο η ανάσα των τριών ακουγόταν στο δωμάτιο. Ο σκλάβος γονάτιζε μπροστά τους, με την καρδιά βαριά αλλά γεμάτη την οικεία του δέσμευση.

    Η Κυρία του τον παρατηρούσε για ώρα, με βλέμμα που δεν μαλάκωνε ποτέ. Κι ύστερα, αργά, ρώτησε:

    «Πες μου… αν ήξερες τότε, εκείνη την πρώτη φορά που γονάτισες μπροστά μου… αν ήξερες όλα όσα θα ακολουθούσαν, τις ταπεινώσεις, τις δοκιμασίες, τον εραστή μου… θα το έκανες πάλι; Θα γονάτιζες; Θα με υπηρετούσες έτσι;»

    Η ερώτηση τον χτύπησε κατάστηθα. Τα μάτια του θόλωσαν. Ένα ρίγος ανέβηκε στη σπονδυλική του στήλη. Έπρεπε να απαντήσει.

    Σήκωσε το βλέμμα του όσο του επέτρεπε η θέση του, τα χείλη του έτρεμαν.
    «Ναι, Κυρία μου… Χίλιες φορές ναι. Αν ήξερα όλο τον πόνο, όλη την ταπείνωση… αν ήξερα ότι θα Σας έχανα ακόμα κι έτσι… πάλι θα γονάτιζα. Γιατί από τη στιγμή που έπεσα στα γόνατα, δεν υπήρξα ξανά ο ίδιος. Ανήκω σε Εσάς. Και αν είναι να γονατίζω αιώνια, ας είναι έτσι. Δεν μπορώ να υπάρξω αλλιώς.»

    Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Για πρώτη φορά δεν τα έκρυψε.

    Η Κυρία του έγειρε πίσω στην πολυθρόνα. Τον κοίταξε για λίγο αμίλητη, κι ύστερα είπε με φωνή ήρεμη, σχεδόν αμείλικτη:
    «Τότε ήρθε η ώρα να μάθεις την αλήθεια. Δεν σε χρειάζομαι πια. Έχω τον εραστή μου, εκείνον που παίρνει τη θέση δίπλα μου ως άνδρας. Εσύ έχεις εκπληρώσει τον ρόλο σου. Παραμένεις σκλάβος, ναι. Αλλά όχι δικός μου. Θα σε μεταβιβάσω σε άλλον άνδρα. Απόψε. Δεν σε ρωτώ. Δεν σε ικετεύω. Σου το ανακοινώνω.»

    Ο σκλάβος ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα γόνατά του. Η καρδιά του σκίστηκε στα δύο. Ό,τι είχε, ό,τι ήταν, όλη του η ύπαρξη, ανήκε σε Εκείνη. Και τώρα Εκείνη τον παρέδιδε αλλού.

    Τα δάκρυα έγιναν λυγμός.
    «Κυρία μου… Σας παρακαλώ… Μην με αφήνετε… Δεν ξέρω να υπάρχω μακριά Σας…»

    Εκείνη ύψωσε το χέρι, κόβοντας τον λόγο του.
    «Σιώπα. Ένας σκλάβος δεν αποφασίζει. Ένας σκλάβος δεν διαλέγει. Η μοίρα σου είναι στα χέρια μου — και τώρα την παραδίδω. Μείνε στα γόνατα. Σε λίγο θα χτυπήσει η πόρτα.»

    Κι εκείνη τη στιγμή, σαν χτύπος της μοίρας, ακούστηκε το κουδούνι.

    Το σώμα του πάγωσε. Το κεφάλι του έγειρε χαμηλά, τα δάκρυα έπεφταν στο πάτωμα. Ήξερε ότι ο κόσμος του κατέρρεε. Δεν υπήρχε επιστροφή. Δεν θα ήταν ξανά στα πόδια της Κυρίας του. Θα ανήκε αλλού.

    Η πόρτα άνοιξε. Βήματα αντήχησαν στο διάδρομο. Ο νέος ιδιοκτήτης μπήκε στο δωμάτιο, η σκιά του απλώθηκε πάνω του.

    «Αυτός είναι;» ρώτησε με φωνή βαριά.

    Η Κυρία του έγνεψε ατάραχα.
    «Ναι. Από εδώ και πέρα είναι δικός σου. Τον παραδίδω όπως είναι: υπάκουο, σπασμένο, δοσμένο. Χρησιμοποίησέ τον όπως θες.»

    Ο σκλάβος έμεινε γονατιστός, περιλυπος, κλαμένος. Όλα είχαν χαθεί — κι όμως, η θέση του παρέμενε ίδια. Στα γόνατα, υποταγμένος, σιωπηλός.

    Με σπασμένη φωνή ψιθύρισε:
    «Αν αυτή είναι η μοίρα μου… την αποδέχομαι.»

    Και χωρίς άλλη λέξη, τον οδήγησαν έξω από το σπίτι που κάποτε ήταν καταφύγιο και φυλακή μαζί. Η πόρτα έκλεισε πίσω του με βαρύ κρότο.

    Έμεινε στο σκοτάδι του διαδρόμου, γονατιστός, δακρυσμένος, φεύγοντας για το άγνωστο. Μα η σφραγίδα της υποταγής του είχε μπει πια ανεξίτηλη: δεν του ανήκε τίποτα, ποτέ, παρά μόνο η μοίρα του ως σκλάβος.