Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Κι αυτοί καλύτερα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος You_only_live_once, στις 30 Ιουνίου 2021.

  1. You_only_live_once

    You_only_live_once Ένα παιδί μετράει τ άστρα

    Ακούμπησε το κινητό του στο τραπέζι της κουζίνας. Ήταν η πολλοστή φορά που προσπάθησε -ανεπιτυχώς- να επικοινωνήσει μαζί του. Έγειρε πίσω στην καρέκλα και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθος . Ξεφυσηξε δυνατά. Έκλεισε τα ματια του και όταν τα άνοιξε στράφηκε στο ρολόι του. Είχε ήδη πάει 2 παρα τέταρτο και εκείνος ήταν άφαντος.

    Αναγνώριζε τα συναισθήματα που τον διακατείχαν. Δεν αισθανόταν αγωνία. Δεν αισθανόταν ανησυχία μπρος στο άγνωστο. Όχι. Ήξερε τι ένιωθε. Ένιωθε οργή. Απαξίωση. Εξευτελισμό. Το ένστικτο του τον προειδοποιούσε και αυτό δεν έπεφτε ποτέ έξω.

    Τον τελευταίο μήνα είχαν αλλάξει πολλά. Παρατηρούσε τα σημάδια. Οι άλλοτε καθημερινές συναντήσεις μεταξύ των δυο αντρών είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Όποτε βρίσκονταν, ο Μανώλης ασχολείτο πολύ με το κινητό του. Πολλές φορές μάλιστα χαμογελούσε, όσο κοιτούσε την οθόνη και έβγαινε στο μπαλκόνι για να το χρησιμοποιήσει, με την πρόφαση ότι πάει για τσιγάρο. Οι αποστροφές του λόγου του μαρτυρούσαν έλλειψη ενδιαφέροντος και η μη ενεργή συμμετοχή στις συζητήσεις τους μαρτυρούσαν μάλλον απροθυμία. Το σεξ μεταξύ τους είχε περιοριστεί και όταν συνέβαινε είχε διεκπεραιωτικό χαρακτήρα

    Ο Γιώργης ήταν υπομονετικός αλλά όχι αφελής. Δεν του ξέφευγε τίποτα. Είχε επιλέξει να μην θορυβηθεί. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που ο Μανώλης ξενοπήδαγε. Η οποιαδήποτε σπασμωδική αντίδραση από πλευράς του θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την αρχική συμφωνία τους για ελεύθερη σχέση, θα έφερνε τα αντίθετα αποτελέσματα και τέλος θα δημιουργούσε στον ίδιο του τον εαυτό μια εσωτερική ταραχή που δεν είχε διάθεση να αντιμετωπισει. Γι αυτό και είχε αποφασισει να μείνει σιωπηλός και να αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν ώσπου να έρθουν πάλι σε ισορροπία. Όμως παρα τις αποφάσεις του, τώρα έβλεπε τον εαυτό του να αντιδρά.

    Ακούστηκε θόρυβος έξω από το διαμέρισμα και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ήρθε και το χτύπημα στην πόρτα. Ο Γιώργης έριξε το βλέμμα του στην πόρτα. Δεν σάλευε όμως. Το χτύπημα επαναλήφθηκε αλλά εκείνος δεν έκανε κίνηση να την ανοίξει. Μεσολάβησαν λίγες στιγμές σιωπής και ακούστηκε ο ήχος κλειδιών που έμπαιναν στην κλειδαριά. Η πόρτα άνοιξε και πίσω της στεκόταν ο Μανώλης που σκούπιζε τα πόδια του στο πατάκι, όσο πιο αθόρυβα γινόταν. Ο Γιώργης κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια του Μανώλη, ο οποίος δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του, όσο έμπαινε στο διαμέρισμα και έκλεινε την πόρτα πίσω του. Προχώρησε λίγα βήματα, ακούμπησε τα κλειδιά και τα τσιγάρα του στο τραπεζάκι του σαλονιού και έκανε να βγάλει το σακάκι του.

    Εκείνη τη στιγμή, αντιλήφθηκε την παρουσία του Γιώργη και έκανε ένα βήμα πίσω, βγάζοντας ένα επιφώνημα ξαφνιασμού και φόβου. «Αει στο διάολο! Με τρόμαξες. Νόμιζα ότι κοιμόσουν». Ο Γιώργης δεν αντέδρασε και έμεινε να κοιτάει με το ίδιο βλέμμα το Μανώλη, έχοντας ακόμα τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά από το στήθος. Ο Μανώλης συνέχισε «καλά ρε μαλακα δε με άκουσες που χτυπούσα ; Γιατί δεν ήρθες να μου ανοίξεις;» Δεν πήρε καμία απάντηση και είπε με δυνατό τόνο στη φωνή «λέγε ρε μαλακα ; Τι κάθεσαι εκεί και με κοιτάς ;» Ο Γιώργης δεν έβγαλε λέξη, παρα πήρε το πακέτο, έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του, το άναψε με τον αναπτήρα και ρούφηξε τον καπνό. Ο Μανώλης που περίμενε μια απάντηση, έστρεψε το βλέμμα αλλού, μη μπορώντας να αντέξει την οπτική επαφή με το Γιώργη και και με μια χαρακτηριστική κίνηση του δεξιού του χεριού είπε «Α καλααααα.... κοίτα να βάλεις ρέγουλα στη δουλειά γιατί έχεις αρχίσει να τα παίζεις» και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα.

    Ο Γιώργης έβαλε το αναμμένο τσιγάρο στο στόμα και το στερέωσε στραβά στα χείλη του. Σηκώθηκε από την καρέκλα και κατευθύνθηκε στην πόρτα. Είχε πάρει το κινητό, το πορτοφόλι, τα κλειδιά του αυτοκινήτου και του σπιτιού και τα τσιγάρα του. Βγήκε από το διαμέρισμα και πήγε στο ασανσέρ. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη μέσα στην καμπίνα. Φορούσε ακόμα τα ρούχα της δουλειάς. Ένα λευκό πουκάμισο, παντελόνι από κοστούμι σκούρο μπλε, σκούρα καφέ δερμάτινη ζώνη και παπούτσια με κορδόνι.

    Όσο οδηγούσε είχε βάλει δυνατά το ραδιόφωνο, νομίζοντας πως έτσι θα καταφερνε να ξεφύγει από τις σκέψεις του. Κατέβηκε στον Πειραιά. Πάρκαρε το αυτοκίνητο του στο Χατζηκυριάκειο και κατηφόρισε με τα πόδια μέχρι το άγαλμα του λιονταριού. Κόσμος δεν υπήρχε. Ήταν εξάλλου αργά. Κάθισε στο πεζούλι με φάτσα τη θάλασσα και άρχισε να καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ο πρώτος καύσωνας είχε κάνει αισθητή την παρουσία του καλοκαιριού και ο Γιώργης ξεκουμπωσε τα δυο κουμπιά πάνω πάνω στο πουκάμισο, έλυσε τα μανικετόκουμπα και δίπλωσε τα μανίκια στο ύψος των αγκώνων.

    Λάτρευε τη θάλασσα. Και η θέα του φωτισμένου λιμανιού στα δεξιά από τη μια και του σκοτεινού Σαρωνικού κόλπου που ανοιγόταν στο βάθος αριστερά, μόνο γαλήνη του δημιουργούσαν. Εκεί ένιωθε πως δεν του έλειπε τίποτα. Στιγμιαία σκέφτηκε το σπίτι του. Το αίσθημα ευφορίας διαλύθηκε και έπιασε τον εαυτό του να νιώθει απρόθυμος να επιστρέψει εκεί. Σήκωσε τα μάτια στον έναστρο ουρανό και έπειτα από δυο βαθειες ανάσες παραδέχθηκε ότι ήρθε η ώρα να αποφασίσει το πως θέλει να ζήσει από εκεί και πέρα.

    Ένιωθε ότι μέσα του είχαν δημιουργηθεί συναισθήματα για το Μανώλη, πράγμα που ήταν βέβαιος ότι δεν ίσχυε από την άλλη πλευρά. Ένιωθε ότι ήθελε να το εκφράσει σε εκείνον, αλλά αυτό θα παραβίαζε τη συμφωνία τους για ελεύθερη σχέση. Ήταν δυστυχης που τον μοιραζόταν. Μα, πιο δυστυχης ήταν όταν συνειδητοποιούσε ότι ο Μανωλης είχε χάσει το ενδιαφέρον του για αυτόν. Μπροστά σε αυτές τις σκέψεις, σχεδόν αυτόματα κατέβασε το βλέμμα στο έδαφος. Ξεφυσηξε με δύναμη. Άναψε τσιγάρο και στήριξε το κεφάλι του στο αριστερό του χέρι. Άρχισε να σκέφτεται ότι άδικα παιδεύεται. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος ούτε να είμαι ερωτευμένος μαζί του, ούτε να διεκδικήσω μια σχέση. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να προσπαθήσω καν. Να πάνε να γαμηθουν όλα και όλοι.» είπε στον εαυτό του.

    Σήκωσε για μια τελευταία φορά το βλέμμα να απορροφήσει κάθε εικόνα που βρισκόταν στο οπτικό του πεδίο και κίνησε για το αυτοκίνητο του. Μετά από μισή ώρα βρισκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Μπήκε στο ασανσέρ και ανέβηκε στον 4ο όροφο. Ξεκλείδωσε, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο διαμέρισμα του. Ήταν ήσυχα. Τα φώτα ήταν σβηστά, εκτός από τον κρυφό φωτισμό κάτω από τα ντουλάπια της κουζίνας. Είχε αρκετή ζέστη. Ο Γιώργης αποφάσισε ότι δε γούσταρε να κοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι με το Μανώλη γι αυτό και θα την αραζε στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού, αφού πρώτα άνοιγε την μπαλκονόπορτα και τραβούσε τη σίτα για να μην τον φάνε τα κουνούπια.

    Κατάφερε να κοιμηθεί μόλις 2 ώρες. Ήταν 06.30 όταν άνοιξε τα μάτια του. Σηκώθηκε αμέσως και πήγε στο λουτρό για να πλυθεί και στη συνέχεια μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, όπου αθόρυβα άνοιξε τη ντουλάπα για να πάρει το σκούρο γκρι σακάκι, τη φαρδιά πράσινη μεταξωτή γραβάτα, ένα καθαρό λευκό πουκάμισο και ένα ζευγάρι καθαρές κάλτσες. Ντύθηκε. Όταν έκλεισε τη ντουλάπα, άκουσε το Μανώλη να λέει με αγουροξυπνημένη φωνή «που ήσουν ;». Δεν του έδωσε απάντηση. Ο Μανώλης με πολύ ήσυχη φωνή τον ρώτησε «τι έχεις πάθει; γιατί δε μιλάς μωρε;». Ο Γιώργης μετά από μια στιγμή απάντησε με θλιμμένη αλλά σταθερή φωνή «κοιμήσου είναι νωρίς ακόμα» και βγήκε αμέσως από το δωμάτιο.

    Ήταν Παρασκευή. Η ημέρα του κύλησε πολύ δύσκολα. Περισσότερο λόγω της αϋπνίας και της συναισθηματικής του φόρτισης, καθώς και των απαιτήσεων που αντιμετώπισε. Το μεσημέρι έκανε ένα διάλειμμα για καφέ και ελαφρύ γεύμα και έστειλε ένα sms στο Μανώλη ζητώντας του να μην περάσει από το σπίτι του. Ακολούθησε μια εισερχόμενη κλήση του Μανώλη την οποία ο Γιώργης απέρριψε. Επέστρεψε στο γραφείο όπου εργάστηκε σκληρά μέχρι τις 9 το βράδυ. Όταν τελείωσε τη δουλειά έκανε μια βόλτα με το αυτοκίνητο και σκέφτηκε να βγει για ποτό μόνος του αργότερα.

    Γύρισε στο σπίτι γύρω στις 10.30. Έφαγε κάτι πρόχειρο που είχε αγοράσει στο δρόμο για το σπίτι, έκανε δυο τσιγάρα και μετά πήγε να ετοιμαστεί για τη βράδινη του έξοδο. Βγαινοντας από το ντους άκουσε το τηλέφωνο του να χτυπά. Έτρεξε και το πήρε στα χέρια του, όμως δεν απάντησε. Ήταν ο Μανώλης. Δεν ήθελε να του μιλήσει. Λίγη ώρα αργότερα ήταν έτοιμος και κατευθυνόταν στην πόρτα. Φορούσε ένα γαλάζιο πουκάμισο, ένα μπλε σκούρο σκινι τζιν και μπεζ σνικερς με λεπτομέρειες που παρέπεμπαν σε ψιλή ψαθινη πλέξη και χοντρή λευκή σόλα.

    Η έξοδος του δεν ήταν όπως την είχε φανταστεί. Όφειλε να παραδεχθεί στον εαυτό του ότι με κακή διάθεση δε θα μπορούσε να σταυρώσει γκόμενο, αλλά και καλή διάθεση να είχε, τα μαγαζιά που είχε επιλέξει δεν ήταν τα κατάλληλα για δημόσιο φλερτ μεταξύ αντρών. Γι αυτό και αποφάσισε να χαλαρώσει, να πιει το ποτό του και το επόμενο βράδυ θα πήγαινε σε κάποιο γκει μπαρ.

    Είχαν περάσει δυο εβδομάδες από εκείνο το βράδυ. Η επικοινωνία των δυο ανδρών ήταν ανύπαρκτη, καθώς ο Γιώργης αντιστεκόταν σε κάθε προσπάθεια του Μανώλη για τηλεφωνική συζήτηση ή συνάντηση. Εξίσου ανύπαρκτη ήταν και η ερωτική ζωή του Γιώργη, μιας και όσες φορές πήγε σε γκει μπαρ, παρά την πολύ θετική ανταπόκριση των θαμώνων, ο ίδιος δεν ήταν έτοιμος να προχωρήσει σε μια επιτηδευμένη ερωτική γνωριμία.

    Το Σάββατο το μεσημερι ο Γιώργης πήγε στην παραλία. Αφού έκανε τη βουτιά του ξάπλωσε στην πετσέτα που ήταν απλωμένη πάνω στην άμμο για να χορτάσει ήλιο. Το κινητό του χτύπησε με τον ήχο ενός μηνύματος. Το κείμενο έγραφε « θέλω να σε δω! Απόψε. Θέλω να μου πεις τι έχεις μαζί μου. Που έφταιξα; ». Αποστολέας ήταν ο Μανώλης. Ο Γιώργης ξεφυσηξε δυνατά. Σκεφτόταν ότι δεν ήθελε να απαντήσει στο μήνυμα, όχι επειδή αδιαφορούσε, αλλά επειδή θεωρούσε ότι αν εξαφανιζόταν θα διευκόλυνε το Μανώλη να αποδεσμευτεί από την «υποχρέωση» (έτσι πίστευε ο Γιώργης) να τον πηδάει ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

    Όσο για τον ίδιο, ήξερε ότι θα ταλαιπωρούνταν συναισθηματικά. Είχε αποδεχθεί ότι ο αμοιβαιος έρωτας δεν του είχε τύχει και ούτε επρόκειτο με το συγκεκριμένο άνθρωπο. Αλλά ήταν προτιμότερος ο πόνος του αποχωρισμού, παρα ο πόνος του μοιράσματος και της αδιαφορίας από τον Μανώλη. Πηγαίνοντας σπίτι, επικοινώνησε με φίλους και φίλες του για να κανονίσουν βράδυ η έξοδο.

    Μετά από πολύ καιρό, εκείνο το βράδυ αισθάνθηκε ευφορία. Ήταν με την παρέα του, διασκέδαζαν, έπιναν, χόρευαν, γελούσαν, αγκαλιάζονταν και τραγουδούσαν. Πρέπει να ήταν περίπου 2 το ξημέρωμα όταν μέσα στη φασαρία της διασκέδασης χτύπησε το κινητό του. Ήταν βέβαιος για τον αποστολέα αλλά παραξενεύτηκε για το μήνυμα. «Βγες έξω κι έλα στη γωνία στο περίπτερο να μιλήσουμε». Ο Γιώργης υπέθεσε ότι ο Μανώλης τον περίμενε στη γωνία έξω από το σπίτι του και γι αυτό αγνόησε το μήνυμα. Το δεύτερο μήνυμα που έλαβε μετά από λίγο έγραφε «Τσακίσου βγες έξω γιατί θα μπω εγώ μέσα». Ήταν η στιγμή που ο Γιώργης από περιέργεια κοίταξε έξω από τη τζαμαρία του μπαρ και είδε στην απέναντι γωνία το Μανώλη να στέκει έτοιμος για καυγά με το βλέμμα κλειδωμένο σε εκείνον. Αμέσως συνειδητοποίησε ότι είχε έρθει η ώρα να ξεκαθαρίσουν οι δυο τους.

    Ο Γιώργης βγήκε από το μπαρ και διασχίζοντας το δρόμο πρόλαβε και άναψε ένα τσιγάρο. Όσο περπατούσε, αισθανόταν απ τη μια τα ματια του Μανώλη να του ρίχνουν «μαχαιριές» από την άλλη τα βλέμματα των φίλων του που ήταν βέβαιος ότι αν γύριζε το κεφάλι θα του έβλεπε να κοιτούν με περιέργεια. Ώσπου έφτασε μπροστά του.


    Γ. « πες μου.... τι με θέλεις»

    Μ. «Τι τι σε θέλω ρε πας καθόλου καλά ;»

    Γ. «Πες μου τι με θέλεις να τελειώνουμε»

    Μ. «Τι συμπεριφορά είναι αυτή;»

    Γ. «Τι δεν έχεις καταλάβει, να σου το εξηγήσω»

    Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής. Ο Μανώλης κοιτούσε το Γιώργη αποσβολωμένος, αρνούμενος να πιστέψει ότι του μιλούσε τόσο εριστικά και ψυχρά. Ο Γιώργης τον κοιτούσε με ψυχραιμία, σταθερότητα και λύπη στα ματια.

    Μ. «Γιατί εξαφανίστηκες; Τι σου έκανα;»

    Γ. «Δεν έχει σημασία αυτό πλέον. Σημασία έχει ότι προχωράμε και όλα καλά κι όλα ωραία»

    Μ. «Αλήθεια;»

    Γ. «Ναι. Δεν το βλέπεις;»

    Μ. «Εγώ βλέπω ότι φέρεσαι πουστικα. Στραβώνεις με πράγματα που δεν καταλαβαίνω, δε μου μιλάς, εξαφανίζεσαι, δεν απαντάς δε δίνεις εξηγήσεις»

    Γ. «Οκ για να μη σου μείνουν λοιπόν απορίες. Πόσες προσπάθειες έκανα να σου κεντρίσω το ενδιαφέρον; Σε πόσες ανταποκρίθηκες; Σε καμία! Τώρα τι θέλεις ;»

    Μ. «Και τώρα εσυ τι κανεις; Ναζάκια για να μου κεντρίσεις την προσοχή;»

    Ο Γιώργης αισθάνθηκε να εκνευρίζεται και άρχισε να υψώνει τη φωνή του.

    Γ. « τι ναζάκια κάνω μωρε; Όταν εσυ γαμουσες από εδώ και από εκεί όποιον έβρισκες, όταν εξαφανιζόσουν, όταν αδιαφορούσες, εγώ δεν προσπαθούσα ; Άνθρωπος είμαι και άρχισα να έχω συναισθήματα. Σε γούσταρα, πληγωνόμουν αλλά δεν έλεγα λέξη. Έψαχνα να βρω τρόπους να σου δημιουργήσω ενδιαφέρον για εμένα για εμάς. Γούσταρα παααααααρα πολύ να σου παραδοθώ, να με κατακτήσεις αλλά εσυ στα αρχηδια σου.»

    Ο Μανώλης άκουγε σιωπηλός αλλά με εμφανή εκνευρισμό. Ο Γιώργης συνέχισε.

    Γ. «Από εκεί και πέρα τι θες να κάνω ; Γιατί να ταλαιπωρούμαι και να υποφέρω όταν εσυ γαμας οποίον δεις και να μην κοιτάξω μπροστά. Αφού εσυ δε γούσταρες να είμαστε μαζί. Δε γούσταρες να αναπτύξεις συναίσθημα, μου το είπες από την πρώτη στιγμή και το συμφωνήσαμε. Γι αυτό κι εγώ το έληξα εκεί και παραμένω Κύριος χωρίς να εξευτελίζομαι.

    Μ. «Ναι... φαντάζομαι... δε μου λες ; σαν Κύριος πηδιέσαι όλες αυτές τις μέρες για να σου φύγουν οι καυλες;»

    Γ. «Ρε άντε γαμησου. Δε σου χρωστάω λογαριασμό. Όπως δε σε ρώτησα ποτέ έτσι μη με ρωτάς κι εσυ.»

    Ο Μανώλης ξεκίνησε να απομακρύνεται μη μπορώντας να συγκρατήσει τα νεύρα του. Πριν απομακρυνθεί αρκετά γύρισε προς το Γιώργη και είπε.

    Μ. « α και για να ξέρεις. Μόνο μουνιά πήδαγα. Ο μόνος ΠΟΥΣΤΗΣ που πήδαγα ήσουν εσυ.» Με προφανή διάθεση να προσβάλει και να εκνευρίσει το Γιώργη.

    Ο Γιώργης σήκωσε ψηλά τα χέρια του, τα κατέβασε απότομα δείχνοντας προς τα κάτω και φώναξε «στ αρχηδια μου ρε μαλακα! Άντε γαμησου τώρα» . Και επέστρεψε στο μπαρ , πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και χωρίς να πει λέξη στους φίλους του που τον ρωτούσαν ανήσυχα τι συνέβη , πήγε σπίτι.

    Η οργή του και η λύπη του για όσα συνέβησαν προηγουμένως, δεν τον άφησαν να κλείσει μάτι. Είχε ήδη περάσει μια ώρα από τη στιγμή που επέστρεψε. Έκανε ντους αλλά και πάλι δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Βγήκε στο μπαλκόνι. Πήρε το τασάκι μαζί του για να καπνίσει. Διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει τα τσιγάρα στο αυτοκίνητο. Άρχισε να βρίζει . Φόρεσε σαγιονάρες και κατέβηκε με το εφαρμοστό αθλητικό σορτσάκι, χωρίς μπλούζα να πάρει τα τσιγάρα από το αυτοκίνητο.

    Βγήκε από την πυλωτή, κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο, ξεκλείδωσε πήρε τα τσιγάρα από τον αποθηκευτικό χώρο δίπλα από το χειρόφρενο έκλεισε την πόρτα και κλείδωσε. Όταν στράφηκε προς την πολυκατοικία άκουσε από μια πολύ κοντινή απόσταση ένα ερωτικό σφύριγμα. Ξαφνιάστηκε, μιας και ήταν πολύ αργά (ή πολύ νωρίς) και δεν υπήρχε κίνηση και γύρισε το κεφάλι προς την πλευρά αυτή. Αμέσως είδε το Μανώλη όρθιο να στηρίζεται στο αυτοκίνητο του που ήταν παρκαρισμένο δυο θέσεις πιο πίσω από το δικό του. Έδειχνε χαλαρός και είχε τα χέρια του ανοιχτά ακουμπισμένα στον ουρανό του κόκκινου αυτοκινήτου του. Στο αριστερό του χέρι ανάμεσα στο δείκτη και το μέσο ήταν στερεωμένο ένα τσιγάρο. Φορούσε ένα μαύρο τζιν λευκά σνικερς και μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα.

    Μ. «Μπα μπα σε πιάσανε οι ζέστες και βγήκες έξω τσιτσίδι ;»

    Γ. «Τι ήρθες να κανεις εδώ; Τη στήνεις και παρακολουθείς τι κάνω;» Είπε εκνευρισμένος και έτοιμος για καυγά.

    Μ. «Είχα καιρό να σε δω και είπα να περάσω να πιω ένα καφέ»

    Γ. «Άσε τις γελοιότητες ρε καραγκιοζη. Τι θέλεις τώρα δεύτερο γύρο;»

    Μ. «Τς τς τς πολλά λες μπέμπη. Στο κάτω κάτω δεν ήρθα να σε ενοχλήσω. Ήσυχος κάθομαι κάνω το τσιγάρο μου και σε έχω γραμμένο.»

    Γ. «Λοιπόν Μανωλιό άστο να λήξει εδώ πέρα γιατί δε θέλω να γίνουν χειρότερα τα πράγματα. Πήγαινε τώρα.»

    Μ. « τσού δεν πάω. Κανε με ντα.»

    Γ. «Εντάξει Μανωλιο φεύγω εγώ, καλό ξημέρωμα.»

    Μ. «Ε ε ε. Που πας; Θα με αφήσεις μόνο μου; Εσυ ήθελες να μου παραδοθεις, να σε κατακτήσω. Τώρα φεύγεις ;»

    Γ. «Ρε συ άσε δε θέλω να γίνουμε μπίλιες και να μας ακούσει όλη η γειτονιά σου λέω.»

    Ο Μανώλης τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά και πέταξε το τσιγάρο κάτω. Ξεκίνησε αργά να περπατάει προς το Γιώργη. «Καλά εγώ έρχομαι κι εσυ αν θες μην αντιδράς για να μην σε ακούσει η γειτονιά» είπε χαμογελώντας και κοιτώντας τον στα ματια. «Ωωωω εσυ έχεις όρεξη για ιστορίες βραδιάτικα.»είπε ενοχλημένος ο Γιώργης. Ο Μανώλης τον πλησίασε και κόλλησε πάνω του. Με το δεξί του χέρι του χούφτωσε τον κωλο και με το αριστερό του έπιασε το κεφάλι από την πίσω πλευρά, τραβώντας το ελαφρά προς την αριστερή πλευρά. Άνοιξε το στόμα του και άρχισε να δαγκώνει και να γλείφει τη δεξιά πλευρά του λαιμού του που έμεινε ακάλυπτη. Ο Γιώργης προσπάθησε να τον απωθήσει (χωρίς βέβαια να βάζει ιδιαίτερη πίεση) αλλά σύντομα εγκατέλειψε και άρχισε να αναστενάζει δυνατά από καύλα. Ο Μανώλης ανέβηκε πιο ψηλά κι έφτασε στο αριστερό αυτί του Γιώργη και ανάμεσα στα δαγκώματα και τα γλειψίματα του ψιθύρισε στο αυτί. «Σκάσε θα μας ακούσει η γειτονιά» και συνέχισε να τον δαγκώνει να τον γλείφει και να του ρουφάει δυνατά το αυτί.

    Ο Γιώργης δε μπορούσε να αντισταθεί στην καυλα και άρχισε να αγκομαχάει. Ήξερε ότι ο Μανώλης είχε βρει το αδύνατο σημείο του. Έσφιγγε τα δάχτυλα των ποδιών του και ζούλαγε τόσο δυνατά τα δάχτυλα των χεριών του στην πλάτη του Μανώλη, που αν είχε λίγο πιο μακρυά νύχια σίγουρα θα του έκανε πληγές. Ο Μανώλης έσκυψε και άρχισε να πιπιλαει και να δαγκώνει τις ρώγες του Γιώργη. Εκείνος με τη σειρά του ξεκίνησε να φωναζει. Αμέσως ο Μανώλης, με το δεξί του χέρι, έδωσε ένα γερό κωλοσκαμπιλο στο Γιώργη. Τόσο δυνατο, που ο αντίλαλος του ακούστηκε στους τοίχους των γειτονικών πολυκατοικιών. Ο Γιώργης ξαφνιάστηκε. Δεν τον είχε χτυπήσει ποτε ξανά ο Μανώλης και αυτή ήταν σίγουρα μια ευχάριστη έκπληξη και για τους δυο.

    Λίγες στιγμές αργότερα, όταν το φασωμα είχε φτάσει τα απώτατα όρια του και εμφανιζόταν αδήριτη ανάγκη τα πράγματα να εκτραπούν, οι δυο άντρες προχώρησαν αγκαλιά προς τα ενδότερα της πολυκατοικίας. Για αρκετές ώρες,από το ανοιχτό παράθυρο του δεξιού διαμερίσματος του 4ου ορόφου ακούγονταν αυτοί οι ήχοι που προσέκρουαν στους τοίχους των γειτονικών πολυκατοικιών. Σε κάποια από τα διαμερίσματα είχαν ήδη αρχίσει να ανάβουν φώτα.
     
    Last edited: 30 Ιουνίου 2021