Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Λοιπόν θέλετε να πάμε;

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 26 Αυγούστου 2018.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Λοιπόν θέλετε να πάμε; ρώτησε με το πάντα ξεσηκωτικό χαμόγελο του ο Θανάσης.


    Κοιταχτήκαμε για λίγο αμίλητοι, αλλά όλοι σε συγκρατημένη κατάνυξη που την προκαλούσε πάντα ο δικός του ενθουσιασμός. Η Σίσυ το κορίτσι του, ένευσε κοιτώντας τον λιγωμένα. Τη θυμάμαι μ’ αυτό το βλέμμα σα να ‘ταν χθες. Οι άλλοι μείνανε σιωπηλοί, κοιτάγανε τα ρολόγια τους.


    Έμεινα εγώ, αναποφάσιστος όπως πάντα. Το μοτό που ακολουθούσα εκείνη την εποχή ήταν πως το ‘’θέλω’’ είναι η αρχή της υποδούλωσης. Μονίμως δεν ήθελα, όμως θα ήθελα να θέλω κι ας μην ήθελα. Ήμουν στο προπύργιο να προσδοκώ απεγνωσμένα να με θέλουν για να μπορώ κι εγώ να θέλω κι ας ήθελα εξ’ ίσου απεγνωσμένα, να μπορώ να μη δηλώνω διαθέσιμος.


    Και μετά ήταν η Ισμήνη. Δεν την ξέραμε καλά, ήταν φίλη της Σίσυ. Λιγομίλητο κορίτσι. Είχε έρθει μερικές φορές με την παρέα μας, σπανίως συμμετείχε. Μόνο μια φορά απ’ όλο τον κόσμο διαπληκτίστηκε μαζί μου, τον πιο βλάκα κι αμόρφωτο, που ξεσήκωνα λέξεις από βιβλία που με εξιτάριζαν και συγκροτούσα μύθους ολόκληρους. Τι είχα πει; Μου φαίνεται κάτι εντελώς αστόχαστο για το Μπατάιγ, ή μήπως για το Ρόμφο; Στην αρχή παθιάστηκε, τα μάγουλα της βάφτηκαν κατακόκκινα, οι φλέβες στο λαιμό της πετάχτηκαν, ήταν η μόνη φορά που είδα τα μάτια της να γελούν. Σύντομα κατάλαβε πως ήμουν σαν το καλά χτυπημένο αφρόγαλο. Αφράτος, μεστός, πολύς στο μάτι, αλλά σιγά σιγά κάθιζα, από ουσία μηδέν.


    Κι όμως εκείνο το απόγευμα δέχτηκε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί εγώ κατέρριψα την ψυχολογία που μόνος δημιουργούσα με το μοτό στον εαυτό μου, σε μια στιγμή κι όταν είδα πως θα συναινούσε, είπα πως θα πάω.


    Ήταν όμορφη η παραλία, μάλλον μέσα Μάη, δε μπορώ να θυμηθώ καλά. Είχε ο καιρός αυτή τη γλύκα, που φυσάει δροσερά, δε νιώθεις να ζεσταίνεσαι, αλλά σαν κύμα σου ‘ρχεται κατά στιγμές λίγος ζεστός αέρας. Ο ήλιος είχε αυτό το παραμυθένιο πορτοκαλί του στο κέντρο, που όσο το κοίταζες στυλά, οι άκρες του κύκλου κοκκίνιζαν τόσο πολύ που σε πόναγαν τα μάτια. Κι η μαγιάτικη θάλασσα στην Ελλάδα, απ’ τα πιο ταπεινά μέρη κοντά στην Αθήνα, ως τις αναγνωρισμένες παραλίες, είναι αυτή που ερωτεύτηκαν ήρωες και διανοούμενοι, όλων των εθνικοτήτων κι εποχών. Είναι η μόνη θάλασσα που έκανε τους ποιητές να εμπνευστούν την Ιθάκη, τον Αρχαίο και τον Αλεξανδρινό. Γιατί μόνο σε αυτό το μέρος θα μπορούσε να υπάρξει μια Ιθάκη, μόνο αυτή η θάλασσα θα μπορούσε να είναι τόσο τιμημένη. Γι’ αυτό και το ποίημα ενός από χρόνια χαμένου ποιητή είναι σπουδαιότερο απ’ την εγκυκλοπαίδεια του Ιρλανδού, για κάποιον Οδυσσέα.


    Ο σκύλος μου είχε την κλασική κατατομή της ομάδας 5, όταν έτρεχε γύριζε μονοκόμματος, δε μπορούσε να κάνει αναστροφή όπως μια γάτα κι έχανε χρόνο σε σχέση με τα θηράματα ή τα κυνηγετικά σκυλιά. Έτσι ήμασταν κι εμείς οι άντρες πάντοτε. Πολύ μονοκόμματοι και βαρύγδουποι. Είναι τόσο αστείο, φοράμε μόνο παπούτσια κι ένα παντελόνι και σε μια παραλία αν δεν έχουμε πάει για μπάνιο, ώσπου να γονατίσουμε σα γέροι, να λύσουμε τα κορδόνια, να βγάλουμε τα παπούτσια και να σηκώσουμε τα μπατζάκια, αν δε μεσολαβήσει χρόνος για να καπνίσουμε επί τη ευκαιρία, χάνουμε όλο τον πολύτιμο χρόνο που κάποτε δε γυρνά πίσω κι αν μας έβλεπαν οι νεότερες εκδοχές μας που πρήζανε τη μαμά να τους πάει στην παραλία, θα μας μούτζωναν.


    Τα κορίτσια είχαν βγάλει τα παπούτσια τους, η Σίσυ μπήκε ως εκεί που δεν κινδύνευε η κοντή λουλουδάτη φούστα της κι η Ισμήνη είχε σηκώσει τα μπατζάκια της ως κάτω απ’ τους μηνίσκους. Όλα τα θυμάμαι θολά κι όμως το μπορντώ παντελόνι που φορούσε μένει χαραγμένο με ένα έντονο, βαθύ χρώμα, νομίζω αυτό που είχε η αγαπημένη μου τζάγκουαρ αντίκα.


    Εμείς ακόμη συζητούσαμε καθιστοί με τα κορδόνια λυμένα κι ένα τσιγάρο σβησμένη γόπα στο στόμα. Ως συνήθως προσπαθούσε να με πείσει ότι η λεσπώλ που είχε ερωτευτεί ήταν καλύτερη απ’ το ταυράκι που αγαπούσα εγώ. Και τώρα, δεν ξέρω πια αν θυμάμαι τα πατήματα του λα μινόρε. Μου φαίνεται υπήρχαν δύο τρόποι να βάζεις τα δάχτυλα στο μπράτσο. Περνάει ο χρόνος, έρχονται φουρτούνες και τα κύματα που βγαίνουν, τα αφήνουμε να πάρουν ότι ξεκολλάει ευκολότερα κι ας ήταν αυτό που κάποτε σεργιανίζαμε πάνω του τα όνειρα μας.


    Η Σίσυ μας φώναξε κι ύστερα τσαντισμένη του είπε πως αν δεν έμπαινε στο νερό θα τα έβγαζε όλα. Πάντα ήταν λίγο σεμνότυφος και συντηρητικός. Ήταν η κατάλληλη ατάκα. Δυο λεπτοί νεαροί μπήκαμε στο νερό σαν πολικές αρκούδες, ατσούμπαλοι, θορυβώδεις, κεφάτοι, ή σχεδόν. Τώρα πια δε μπαίνω καν στο νερό, κάθομαι για ώρες με τις ρόδες βυθισμένες στην άμμο και τον κλιματισμό αναμμένο. Κάποιοι γονείς με κοιτούν ενοχλημένοι, καχύποπτα θαρρώ. Ίσως να φοβούνται τις κακιές ματιές στα παιδιά τους. Δεν το ξέρω το συναίσθημα, δεν απέκτησα ποτέ.


    Αργότερα έφερε το αυτοκίνητο του όσο πιο κοντά γινόταν στο νερό κι έφερα κι εγώ το δικό μου. Μας φάνηκε ωραίο να ρίξουμε τα πίσω καθίσματα και να κάνουμε σα να είμαστε κάμμπινγκ σε τροχόσπιτα. Η Ισμήνη υποχώρησε κι έτσι ξαπλώσαμε άβολα δίπλα δίπλα πάνω στη μοκέτα του αυτοκινήτου μου που τσίμπαγε. Ξανασηκωθήκαμε διότι ο πάντα έτοιμος Θανάσης είχε δεύτερη πετσέτα. Τη μισούσα αυτή την πετσέτα με τα ξεφτισμένα πορτοκαλί και μπλε λουλούδια, ήταν τόσο τεράστια και τριμμένη και κάθε φορά που σκουπιζόμουν όποτε πηγαίναμε για μπάνιο, τυλιγόταν πάνω μου, μπουρδουκλωνόμουν και σκόνταφτα συνέχεια.


    Αλλά τώρα ήταν ωραία από κάτω μας, δροσερή. Μόνο αυτή η σιωπή να μην υπήρχε. Για μια στιγμή σκέφτηκα ακόμη και να αρχίσω πάλι να λέω ανοησίες για το Ρόμφο, ή το Μπατάιγ ή όποιον άλλο ιντελεξουέλ τύπο υπήρχε. Αν υπήρχαν τότε τα κινητά καφετιέρες με τη σούπερ σύνδεση στο ίντερνετ, κάτι θα ψαχνα να βρω. Μα τότε τίποτα δε μου ‘ρχοταν στο νου. Κι αυτή η σιωπή, η απραξία, με σκότωνε, ήθελα να φύγω.


    Δεν είχα άλλη επιλογή απ’ το να το πω. Και το είπα.

    - Αν δεν έχουμε τίποτα να πούμε δεν πας δίπλα στα παιδιά να φύγω;

    - Τα παιδιά δίπλα κοιμούνται

    - Μπα δε νομίζω, τώρα πήγαν

    - Ή δεν κοιμούνται κι είναι απασχολημένοι μεταξύ τους

    - Α…

    - Ναι

    - Οπότε;

    Οπότε τι;

    - Εμείς;

    - Εμείς τι;

    - Δε θα μιλήσουμε;

    - Α αυτό.

    - Δεν κατάλαβα

    - Νόμιζα ότι ρωτούσες αν εμείς θα κάνουμε


    Ναι αισθάνθηκα εντελώς χαζός.


    Γύρισα όσο πιο αργά και μαλακά μπορούσα, απλώς για να γυρίσω στο πλευρό και να την κοιτάξω ώστε να μη μιλάμε κοιτώντας τον ουρανό του αυτοκινήτου. Είχε ήδη γυρίσει προς το μέρος μου και με κοίταζε περιπαιχτικά.

    - Λοιπόν; είπε μαλακά με στραβό χαμόγελο

    - …

    - Δε θα μιλήσουμε; το φρύδι της τσάκισε ειρωνικά


    Πλησίασα προς το στόμα της. Μάλλον θα ήταν μόνο για απόψε, το καταλάβαινα, αυτή η κοπέλα ήταν φευγάτη και γυαλιστερή, δε θα μπορούσα να το υποστηρίξω για πολύ. Αυτό δε σήμαινε όμως πως δε μπορούσα να δώσω λίγη κλάση σ’ αυτό. Να είμαι τρυφερός, να είμαι δεν ξέρω όπως το φανταζόμουν απ’ τα συμφραζόμενα στις γαλλικές ταινίες εποχής. Αφρώδης και απαλός, ή κάτι τέτοιο.


    Όχι εκείνη. Το έμαθα εκείνο το βράδυ. Εγώ κατέβασα άθελα μου το παραβάν κι εκείνη δεν έβρισκε κανέλα λόγο για προσποιήσεις και ευγένειες.


    Το χέρι της πήγε στο παντελόνι μου, κατέβασε το φερμουάρ και το ‘βαλε μέσα απ’ το μποξεράκι. Αλήθεια ντράπηκα. Δεν ήμουν ερεθισμένος. Το μυαλό δεν είχε δώσει καμιά εντολή, ακόμα ήμουν στην ιδέα πως θα συζητούσαμε όλη νύχτα. Δεν ήξερα καν αν μου άρεσε έτσι αυτή η κοπέλα.


    Δεν έδειξε να την πτοεί ή να την νοιάζει. Έφερε μπροστά και το άλλο χέρι, μου ξεκούμπωσε το κουμπί και μόνη της κινήθηκε κατεβάζοντας το μου το παντελόνι και το εσώρουχο. Τα χείλη της ήταν υγρά, σάλιωσε όλη την περιοχή, κολλούσα. Γιγαντώθηκα μέσα στο στόμα της και ακόμα τα είχα χαμένα. Σα να είχα υποστεί κάποιο ισχυρό κλονισμό ήμουν σε αφασία.


    Μόνο όταν το χέρι της μου χούφτωσε άγρια τον κώλο, γδέρνοντας κάθε σκέψη άλλη δεν πέταξε, πέθανε. Μου άρεσε η τρυφερότητα στο κρεβάτι, την είχα συνηθίσει. Την έδινα και την έπαιρνα, με το μαχαίρι του βουτύρου έκοβα πάντα το ψωμί. Και τώρα αυτή τολμούσε και έκανε κάτι τόσο έξαλλο! Εκνευρίστηκα και ο θυμός μου προκάλεσε μια ένταση που δεν ήξερα πως ή γιατί το γνώριζα, αλλά ήξερα πως είχε κάποια σχέση με τη στύση μου, ότι δε γινόταν να μαραθεί, σχεδόν μια αδυναμία να χύσω, ή να δώσω εντολή. Ήταν σα να έβγαινε ασυγκράτητη μια οδηγία απ’ το Μεγάλο Άλλο μέσα μου, αυτόν που για πολλά χρόνια ακόμα θα μου έμενε ένας άγνωστος – ο εαυτός μου, πως το καυλί μου ήταν ρόπαλο. Μπορούσε να σκοτώσει, μπορούσε να καρφώσει, να τρυπήσει, να πληγώσει, να κάνει οτιδήποτε, θα προτιμούσε να πεθάνει για πάντα αν δεν το έκανε, αλλιώς δε θα γινόταν τίποτα άλλο. Ήταν η στιγμή μηδέν.


    Δεν ήξερα τι έκανα, δεν ήξερα γιατί. Ήξερα μόνο πως ήταν έτσι.


    Πήγα να της αρπάξω τα χέρια, αλλά εκείνα σφίχτηκαν με βία στον κώλο μου, άδραξαν το δέρμα με βία και δεν ξεκολλούσαν. Έσκιζαν, τράβαγαν, τσίμπαγαν και όσο μπορούσε να με πληγώνει, να με βλέπει να λυσσάω σα θηρίο τόσο πιο ξέφρενο κι αχόρταγο γινόταν το τσιμπούκι της.


    Σχεδόν, τα χέρια μου δεν τα κρατούσα. Και τότε δεν τα κράτησα. Τράβηξα τα μαλλιά της και για πρώτη φορά δε μίλησε, δεν αντέδρασε με άλλο τρόπο, μόνο βόγκηξε και τα νύχια της κατάφεραν κάπως να βρεθούν στη μέση μου και να κατέβουν βαθιές νυχιές ως κάτω χαμηλά στον κώλο μου. Τώρα έκανε και κάτι άλλο, είχε ανοίξει τα κωλομάγουλα μου και τα έγδερνε στα πλάγια. Δε μπορούσα να κρατήσω την οργή μου, ήταν αδύνατον.


    Τη χαστούκισα κάπως δεν ξέρω πως. Ήταν τζούφιο, ήμουν πολύ πιο πάνω από ‘κεινη ξαπλωμένος και μετά κάπως κατάφερα να τυλίξω τα χέρια μου στο λαιμό της. Ακούστηκε μόνο ένα μμμμ μελωδικό, εκστασιασμένο. Και όσο έσφιγγα τόσο συνεχιζόταν, όπου έκανε έναν ήχο και ελευθέρωσα τα χέρια μου αυτοστιγμής κι όμως δεν ήθελα. Ήθελα να τα έχω εκεί ακριβώς πριν το όριο.

    - Μη σταματάς σε παρακαλώ

    Ακούστηκε βραχνιασμένα και παραπονιάρικα.


    Είχε γδυθεί, ήταν αναψοκοκκινισμένη, ανασηκώθηκε στην ίδια θέση μ’ εμένα. Σάλια έτρεχαν στο στόμα της.

    - Σταμάτησες, χαμογέλασε με κακία…

    Κότα είπε.

    Δε με πείραξε η λέξη. Με ενόχλησε όμως που με έφτυσε. Ξανά ένιωθα αυτή την ακατάσχετη επιθυμία για τον πούτσο μου. Τη χαστούκισα και τότε μ’ έπιασε βίαια απ’ το σβέρκο, με φίλησε, ή μάλλον μου δάγκωνε τα πάνω χείλη και τα κάτω χείλη και τα πάνω χείλη ξανά και ξανά και ξανά. Κάνοντας μοχλό το σβέρκο μου τυλίχτηκε γύρω μου.


    Η εκρηκτικά, ανεξάρτητη, που σχεδόν μου ρήμαζε το κεφάλι. στύση μου σαν ένας εφιαλτικός πονοκέφαλος που στον έχουν προκαλέσει ο θυμός και τα νεύρα, ήταν το μοναδικό εισιτήριο που χρειαζόταν. Μπήχτηκα μέσα της. Πόνεσα όπως μπήκα. Ξέρω πως πόνεσε γιατί σχεδόν κοκάλωσε και τότε αυτό ήταν το έναυσμα μου.


    Την έφερα από κάτω μου και ξεκίνησα να την καρφώνω όπως δεν είχα ξανακάνει στη ζωή μου. Καμιά ευγένεια, καμιά σύνεση και τα χέρια μου όποτε κατάφερνα να αιωρηθώ χωρίς να κινδυνεύω, ή να στηρίζομαι στα γόνατα μου, την κρατούσα απ’ τον πολύτιμο λαιμό της και τα μάτια της λάμπανε. Όποτε την άφηνα με χαστούκιζε. Καμιά διάκριση, καμιά υποκρισία. Δυνατά. Κι αυτό με θύμωνε, με καύλωνε τρομακτικά. Ήταν ένα ελιξίριο παράτασης χωρίς να χύνω, ήταν ένα νεύμα για να την πονάω στο γαμήσι της.


    Πάρε και πάρε, μέχρι όσο μέσα μπορούσα. Έβγαινα σχεδόν εντελώς, καρφωνόμουν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου και πονούσα και πονούσε και τα μάτια της… αυτά τα μάτια της λάμπανε ίσως με τρόπο που θα έπρεπε να τη φοβάμαι. Λάμπανε ίσως έτσι και τα δικά μου.


    Έχυσε κάποια στιγμή και τα χέρια της βρέθηκαν χαρούμενα, κοιτώντας με μ’ άγρια χαρά στη μέση μου.

    - Μην τολμήσεις…

    Αλλά τόλμησε. Κι εγώ συνέχιζα να μη μπορώ να αλλάξω την εντολή του Άλλου. Και δεν έχυνα κι εκείνη μ’ έσκιζε, μ’ έβριζε, με πόναγε όσο μπορούσε. Μ’ εξευτέλιζε με τα μάτια και το κορμί όσο μπορούσε κι έχυνε κι εγώ δεν έχυνα, ώσπου έχυσε για τελική φορά κι ένα χαμόγελο έκανε τα πάντα να τρέμουν και μ’ αγκάλιασε απαλά, ανασηκώθηκε. Κόλλησε στα στήθια μου τα στήθη της και μείναμε έτσι ώσπου με έναν πονοκέφαλο που δε θέλω να θυμάμαι και μου ‘χει συμβεί λίγες φορές ακόμη δονούνταν τα μηνίγγια σα να συμπιέζονταν και να ξεσυμπιέζονταν μόνα τους ως εκεί που δεν πήγαινε κι εγώ ολόρθος χωρίς σε τίποτα η στύση μου να καταρρέει, έχυνα βαθιά μέσα της κι ήταν όλη γατζωμένη πάνω μου και μας κράταγα στα δυο μου χέρια και τους δυο.


    Έτσι κοιμηθήκαμε.


    Δεν την ξαναείδα ποτέ. Δεν ξαναβγήκα ποτέ με κανέναν τους και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια κρύφτηκα. Κρύφτηκα απ’ αυτόν που μου μιλούσε μέσα μου, κρύφτηκα απ’ το κορμί μου κι απ’ τη ζωή μου. Μπουσούλησα.
     
  2. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Για πάρα πολύ καιρό απ’ εκείνη τη νύχτα διαρκώς αμφισβητούσα τον εαυτό μου. Άλλαζα τη μια δουλειά μετά την άλλη, κάθε φορά ανέβαζα τον πήχη, πήγαινα σε μια άλλη πιο σκυλίσια, δυσκολότερη, μόνο για την εκτίμηση που ήθελα να νιώθω γι’ αυτό που πέρασε, το ευκολότερο που τότε μου φαινόταν δυσκολότερο. Ακόμα κι οι σπουδές θυσιάστηκαν σ’ αυτό και τότε δεν το καταλάβαινα. Ήμουν σίγουρος πως εγώ θα θριαμβεύσω, δε θα γινόμουν σαν τον πικραμένο πατέρα του Βασίλη, τον αλκοολικό, μανιοκαταθλιπτικό Ζακυνθινό, που τα βράδια μας έπαιρνε δίπλα του και κατεβάζοντας το ‘να ουίσκι μετά το άλλο, μας έλεγε να σπουδάσουμε για να μη μπορεί κανένας να μας προσπεράσει, για να μη μας φτύνει ο εαυτός μας. Άφηνα τον εαυτό μου να κυλά στο χρόνο σιωπηλά, δίχως σκέψεις. Δίχως να ζω. Δούλευα, έτρωγα και πενθούσα τη χαμένη μου ησυχία, όταν Αυτός με τις ανησυχίες, τις ανασφάλειες, τις διερωτήσεις, τις αναζητήσεις, τη δίψα του παρέμενε ακατάληπτος.


    Η πρώτη φορά που βγήκα έξω ήταν συμπτωματική, το αποτέλεσμα ενός γάμου που δε μπόρεσα να αποφύγω και να μην παραβρεθώ. Θάμπωσα απ’ τον τόσο κόσμο, τις τόσες ομιλίες και το φως. Μαζί με τον Άλλο για πρώτη φορά πενθούσαμε το χαμένο λυκόφως και τη σιωπή. Τρόμαξα εκείνο το βράδυ απ’ το πόσο δυνατά ήταν όλα, έβλεπα ένταση ακόμα και στους μεζέδες, μια ένταση προσβλητική. Προς το τέλος της βραδιάς πόθησα ένα ποτό. Δεν το είχα αναζητήσει ποτέ συνειδητά, έπινα κοινωνικά, έπινα γιατί έπιναν όλοι, μα εκείνο το βράδυ θαρρώ μου ήρθε η μυρωδιά του ουίσκι όπως τη σπάει ο πάγος. Ίσως να ‘ταν μια ανάμνηση απ’ το ουίσκι του πατέρα του Βασίλη.


    Το πρώτο κατέβηκε όπως μου το σερβίρανε, το δεύτερο το ίδιο. Κάηκα, ενοχλήθηκα, έτσουξα κι όμως ο λυγμός του σοκαρισμένου οργανισμού μου άρεσε. Παρήγγειλα κι άλλο. Ένιωθα να ηρεμώ ανάμεσα σ’ αγνώστους και σε χαμηλό φωτισμό. Εκείνη τη φορά η βραδιά κατέληξε με ένα μεθύσι απ’ το οποίο ξύπνησα έξω απ’ το σπίτι μου νωρίς το πρωί, με πονοκέφαλο. Μετά όμως το συστηματοποίησα. Έμαθα να το ελέγχω. Μια ορισμένη ημέρα, διάλεξα την Πέμπτη που κανένας δε βγαίνει Πέμπτες και πήγαινα να πιω σε μέρη άγνωστα, μόνος. Κάποτε είδα μια κοπέλα να διαβάζει ένα περιοδικό πίνοντας μπίρες. Προσπάθησα να το κάνω κι εγώ, αλλά το ουίσκι δεν ανέχεται τέτοιες αυταπάτες. Ένα βιβλίο όμως του ταίριαξε καλύτερα. Δε θυμάμαι καν ποιο ήταν το πρώτο, ίσως κάποιο αστυνομικό. Δε θυμάμαι ούτε τι με έφερε στην τροχιά της λογοτεχνίας, της ακριβοθώρητης αυτής πουτάνας, που είναι μαγικό χαλί για όσους δεν προσδοκούν να φτάσουν πουθενά και την ίδια στιγμή απόρθητος τοίχος για ‘κεινους που τη φαντάζονται σαν όχημα διδακτισμού.


    Οι Πέμπτες ήταν οι μέρες μου, πάντα με το βιβλίο μου, πάντα με το ποτό μου και από ένα σημείο και μετά σε ένα ορισμένο μαγαζί, στο ίδιο τραπέζι πάντοτε, με το ίδιο χαιρέτισμα στους λιγοστούς που επιβεβαίωναν μ’ ένα νεύμα μαζί το καλώς ήρθες, με το μια απ’ τα ίδια. Και κάποτε έκατσε μια νεαρή φοιτήτρια δίπλα μου, Κουβεντιάζαμε, πίναμε, ξανάναψα τσιγάρο μετά από πολύ καιρό, μ’ άρεσε ο καπνός όπως κατέβηκε μέσα μου, ακόμα κι η αστεία ζαλάδα της αρχής μ’ άρεσε, όχι δε μ’ άρεσε ακριβώς, με αναστάτωσε ευχάριστα. Το χέρι της ανασήκωσε το εξώφυλλο. Κάτι είπε για το συγγραφέα, κάτι υπαινίχθηκε πως παριστάνω. Εκείνη τη φορά δεν είχα μάθει, δεν ήξερα να υπερασπίζομαι τη λογοτεχνία μέσα μου, ήθελα μόνο – έτσι το σκέφτηκα τότε – να σβήσω το ειρωνικό χαμόγελο απ’ το τσουλί. Την πήρα να φύγουμε. Σε ένα τοίχο τη γάμησα στα όρθια κι όταν τα χέρια μου τυλίχτηκαν στο λαιμό της, είδα το φόβο στα μάτια της κι ήταν ευθεία η ματιά μου και δεν είναι πως έπαψε να φοβάται, αλλά σα να μ’ εμπιστεύτηκε για τα επόμενα λεπτά. Έχυσε πάνω μου κι έχυσα κι εγώ αυτοστιγμής. Δεν περίμενε καν να φτιαχτεί, με τη φούστα ακόμα ανασηκωμένη και το καλσόν να ανεβαίνει άτσαλα και να σκίζεται, με έσπρωξε απαξιωτικά, με είπε ανώμαλο κι απομακρύνθηκε. Όταν έφτασα σπίτι ξέρασα. Ξέρασα απ’ το πολύ ποτό, ξέρασα που πήγα μ’ αυτή τη γυναίκα, ξέρασα που πήγα μαζί της χωρίς να ξέρω το λόγο, ξέρασα γιατί μου άρεσε που έχυσα, ξέρασα γιατί ξέχασα το βιβλίο μου κι όσο ξερνούσα αυτή η πίεση και το ανακάτεμα κι ή οδυνηρή ένταση έκαναν τη σκέψη μου να τρέξει, έκαναν τον Άλλο να μην κάνει ερωτήσεις, αλλά να απαντήσει για πρώτη του φορά στις ερωτήσεις που δεν ήξερα πως θέτω.


    Σταμάτησα να μπουσουλώ, σηκώθηκα στα γόνατα.
     
    Last edited: 21 Οκτωβρίου 2018
  3. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Το μαγαζί αυτό το ανακάλυψα τυχαία ένα μεσημέρι φεύγοντας αργοπορημένος απ’ το γραφείο για να προλάβω να φάω κάτι, μέχρι την απογευματινή συνάντηση με τους προϊσταμένους. Πρώτα είδα την περίτεχνη καγκελόπορτα, σχεδόν κρυμμένη πίσω από ασφυκτικά παρκαρισμένα φορτηγάκια. Πλησίασα ακούγοντας τους Placebo γιατί φαντάστηκα πως ήταν κάποιο σπίτι. Όταν είδα τις πράσινες μικρές ροτόντες με τις καρέκλες και τον σερβιτόρο, στη λιλιπούτεια αυλή κάτω από ασθενικούς κορμούς, αντί να ψάξω παραπέρα, χάρηκα που είχα πάρει πορτοφόλι μαζί, σκεφτόμενος πως θα είναι ακριβό. Τουλάχιστον ακριβότερο απ’ τη ζαμπονοτυρόπιτα που σκόπευα να φάω.


    Εκείνη την πρώτη φορά πήρα μια σαλάτα, όπως και πολλές άλλες φορές έκτοτε, γιατί τα πολλά μου ‘φερναν υπνηλία. Η μουσική ήταν καλή, ο καιρός ζεστός και άρχισα να συχνάζω. Ακόμα και το χειμώνα όμως λειτουργούσε μέσα σε δυο στενές αίθουσες, στο ισόγειο και τον πρώτο. Ήταν κάπως κουραστικό το παλιακό χρώμα και ο θερμός φωτισμός, αλλά γενικά όσοι πήγαιναν μιλούσαν χαμηλόφωνα, άκουγαν τη μουσικούλα τους, οι τιμές ήταν καλές, η διακόσμηση ανύπαρκτη κι ίσως καλύτερα έτσι, αντί για τύπου vintage, που έχουν κατακλύσει την αγορά και μυρίζουν προχειροδουλειά.


    Ποτέ κανένας δε με ενόχλησε, ούτε όταν περίμεναν νέοι πελάτες όρθιοι. Πήγαινα με το βιβλίο που είχα ερωτευτεί εκείνες τις ημέρες και καθόμουν με τις ώρες. Πρώτα έτρωγα, παρέα με δυο Andechs και πολλές φορές φοβάμαι λαδώνοντας τις σελίδες του βιβλίου μου, ύστερα συνέχιζα με κάποιο άλλο ηδύποτο και σπάνια σήκωνα κεφάλι για τον οποιονδήποτε λόγο.


    Εκείνο το Σάββατο κάθισα ακόμα περισσότερες ώρες. Δεν κατάλαβα ότι είχαν περάσει οι δώδεκα και τσαντίστηκα λίγο με τον εαυτό μου, διότι πάντοτε μου άρεσε φεύγοντας να περπατάω αρκετή ώρα πριν πάω για τον ηλεκτρικό. Τα παλιά σπίτια, τα στενά, μια ρημαγμένη εκκλησία ζωντάνευαν εκείνες τις ώρες, γίνονταν φίλοι που χαιρετούσα, γίνονταν άλλοτε μέρος μιας ιστορίας με την οποία ο Άλλος με κοίμιζε, ή προσπαθούσε να με αφυπνίσει. Ήταν κάπως ξαφνικός ο ήχος που ακούστηκε, την ώρα που ετοιμαζόμουν να πληρώσω για να πάω να πάρω το μπουφάν μου. Ακουγόταν σχεδόν υπόκωφος, γνωστή μελωδία απροσδιόριστα. Σηκώνοντας το κεφάλι, δεν είδα τους σερβιτόρους βιαστικούς για να κλείσουν, ή να μαζέψουν όπως έκαναν το καλοκαίρι. Ράθυμα συζητούσαν και πηγαινοέρχονταν σα να επρόκειτο να συνεχιστεί η βραδιά.


    Ρώτησα αν ετοιμάζουν καμιά εκδήλωση, κάτι πριβέ ίσως. Ο σερβιτόρος έφυγε και ήρθε ο διευθυντής ( μα ποιος διευθυντής αναρωτήθηκα… γιατί να έχει μια μπιραρία διευθυντή ). Ψηλός τύπος, νευρώδης και με κάπως φανταχτερά ρούχα για το χώρο που βρισκόμασταν και για το είδος του μαγαζιού. Καθώς μου μιλούσε φιλικά και με ρωτούσε για την ποιότητα των υπηρεσιών τους, με συνόδευε προς την έξοδο. Αντί να βγει απ’ την αυλή έστριψε αριστερά και σχεδόν κάναμε τον κύκλο της μονοκατοικίας. Υπήρχε μια μικρή πόρτα, με δυο σκαλάκια που κατέβαιναν και δυο πυρσούς εκατέρωθεν. Δεξιά της στεκόταν ένα παλικάρι με πέτσινο παντελόνι και φανταχτερό ρολόϊ. Μύρισα πάνω του το pino silvestro και σκέφτηκα πως ήταν πολύ πιτσιρικάς για τέτοιο άρωμα. Με λίγα λόγια ο διευθυντής μου είπε ότι το μαγαζί λειτουργούσε και μετά τις δώδεκα σαν ‘’κάποιου είδους’’ μπαράκι.

    - Τι εννοείτε κάποιου είδους;

    - Είναι ευκολότερο να δείτε μόνος σας.

    Τον κοίταξα αμφίθυμα κι ήμουν έτοιμος να αρνηθώ. Είχα το στέκι μου της Πέμπτης, δεν ήθελα να αρχίσω να βγαίνω κι άλλες βραδιές για ποτά. Ίσως κάτι να κατάλαβε, ίσως να με υπολόγισε σα θαμώνα, ίσως απλά να ήταν μια καλή κίνηση για να κρατήσει τον πελάτη. Ούτως ή άλλως φάνηκε ότι τον ίδιο τον είχα ήδη αγοράσει, ήταν εξαιρετικός πωλητής του εαυτού του. Με έσπρωξε απαλά προς τα μέσα και μου είπε πως θα με κεράσει ένα ποτό.


    Ο χώρος ήταν εντελώς διαφορετικός. Έμοιαζε να εκτείνεται ακόμα και κάτω απ’ το δρόμο, να διακλαδίζεται, να χάνεται προς τα μέσα. Το φως ήταν ανεπαρκές στα περισσότερα σημεία, ενώ σε κάποια άλλα ήταν πολύ έντονο. Σχεδόν σε κάθε πλευρά υπήρχε κι ένα τζάκι που απ’ την ομοιότητα και τη σταθερή φλόγα υπέθεσα πως ήταν ηλεκτρικά. Τραπέζια ελάχιστα και όλα ψηλά, για να μπορείς μόνο να ακουμπήσεις το ποτό. Καμιά καρέκλα ή σκαμπό. Η μπάρα βρισκόταν πέρα μακριά, τα ποτά πίσω απ’ τους δυο μπάρμεν δεν φωτίζονταν καθόλου και όλα τα μπουκάλια έμοιαζαν απόκοσμα μαύρα, σχεδόν σαν να ‘χαν σφραγισμένο αίμα μέσα. Και επιτέλους αναγνώρισα το κομμάτι, μου θύμισε άλλες εποχές, καλές και ξέγνοιαστες. Το Silence των Delerium.


    Ο κόσμος ήταν πολύς, σχεδόν όσοι άντρες και τόσες γυναίκες. Σχεδόν όλοι οι άντρες ήταν ντυμένοι με μπλέηζερ σε διάφορα χρώματα και τζιν παντελόνια, κάποιοι φάνταζαν εξωφρενικοί φορώντας μπότες μυτερές ή άλλες που θύμιζαν τις παλιές δίπατες βέρμαχτ. Φαινόντουσαν φραγκάτοι. Καμιά γυναίκα δε φαινόταν κάτω από τριάντα, καμιά πάνω από τριανταπέντε. Ούτε μία δε φορούσε μίνι, παντελόνι, ή ξώβυζο. Όλες φορούσαν μακριά φορέματα, άλλα γυαλιστερά, άλλα σκούρα που στο ημίφως έμοιαζαν κι αυτά με το πηγμένο αίμα. Κανένας σερβιτόρος δεν κυκλοφορούσε. Κανένας δεν ήταν σε μεγαλύτερη παρέα από δύο άτομα, κανένα ζευγάρι. Όλοι ήταν μόνοι και κανένας δε φαινόταν λιγούρης. Πουθενά δεν υπήρχαν μπίρες, κανένας δεν κρατούσε ψηλό ποτήρι με κοκτέιλ ή καλαμάκι. Όλα τα ποτήρια ήταν χαμηλά, σε κάθε τραπεζάκι υπήρχαν μπωλιέρες με παγάκια που μοιάζαν να ανανεώνονται μαγικά.


    Και όμως υπήρχε ένα και μοναδικό τραπέζι στο βάθος χαμηλό, τεράστιο, σε σχήμα πεντάγωνου από μαύρο γυαλί και ολόγυρα του ένας καναπές δερμάτινος. Το χρώμα του απροσδιόριστο και σκούρο φυσικά. Πάνω απ’ τον καναπέ υπήρχε ένα κάδρο, μια γυναίκα απεικονιζόταν. Έμοιαζε κάποια σέπια ρετρό, κάτι μου θύμισε, δεν ήμουν σίγουρος τι. Καθίσαμε. Μια γυναίκα που δεν έχω δει ομορφότερη σε όλη τη ζωή μου, χωρίς κανένα ερωτισμό παρόλ’ αυτά, έφερε μπροστά μας ένα μπουκάλι ουίσκι. Δεν είχα ξαναπιεί τέτοιο ουίσκι και δεν ξαναήπια. Δεν ξέρω τι ήταν. Βαρύ, στιφό, με αηδίασε. Είδε το μορφασμό μου, ο Χάρης, ο διευθυντής και με ρώτησε αν θέλω κάτι άλλο. Δε με άφησε να ντραπώ. Ρώτησα αν υπήρχε Jack και με κοίταξε με απαρέσκεια, προτού αλλάξει ακαριαία εκφράση και μου πει, πως λυπάται αλλά όχι. Υπήρχε όμως το Kings Crest. Το χαμόγελο του έγινε λίγο πιο φιλικό. Ξεκινήσαμε να μιλάμε στον ενικό. Λίγα πράγματα μόνο. Πολλές γυναίκες έρχονταν και του δίνανε το χέρι. Είχα την εντύπωση πως με κοιτούσαν σα να ήμουνα άσχετος, παράξενος, με τα καθημερινά μου ρούχα και το βιβλίο του Durant στο χέρι.


    - Λοιπόν τι είδους μαγαζί σου φαίνεται να είναι;

    - Δεν έχω καταλάβει.

    - Την επόμενη φορά θα καταλάβεις σίγουρα.

    Σα να ήμουν χαζός επανέλαβα μετά από ‘κεινον:

    - θα ξανάρθω;

    - Δεν είναι υποχρεωτικό. Μπορείς να συνεχίσεις να πηγαίνεις από πάνω για όλη την υπόλοιπη ζωή σου και να μην καταλάβεις ποτέ τι βρίσκεται εδώ. Πάντα όμως θα σε τρώει. Εδώ. Είναι. Η. Ζωή.

    Δε μίλησα; Τι μπορούσα να πω; Ο στόμφος, η σιγουριά με άφησαν άφωνο. Και περισσότερο απ’ όλα η περιέργεια. Σχεδόν αναρωτιόμουν που βρισκόμουν, αν ήμουν εκεί που ήμουν ή αλλού.


    Ρώτησα που είναι η τουαλέτα. Ο Χάρης σηκώθηκε και με οδήγησε ο ίδιος ως εκεί. Απ’ τη μια αισθάνθηκα ξεχωριστός, που με συνόδευε, με πρόσεχε κάποιος που προφανώς όλοι εκεί μέσα περίμεναν την επιβεβαίωση του, το βλέμμα του. Ένας άνθρωπος που δεν είχα ξαναδεί ποτέ και ήδη μέσα μου κάτι ούρλιαζε φοβισμένο και παραξενεμένο. Ανησυχούσα. Και είχα πει. Προπάντων είχα πιει. Δεν ήμουν σίγουρος για τον εαυτό μου. Το χέρι του έφυγε απ’ τον ώμο μου όταν φτάσαμε στην τουαλέτα και απομακρύνθηκε απαλά, χαΪδεύοντας τον ώμο μου. Αισθάνθηκα άσκημα, πολύ άσκημα. Κι όταν πια έκλεισα την πόρτα, απεγνωσμένα δε μπορούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου κι έψαχνα αγωνιώντας να βρω ένα παράθυρο. Για μια στιγμή ήμουν σίγουρος πως όλα ήταν εναντίον μου, πως κάποιος θα με κλείδωνε, άλλος θα με κράταγε ακινητοποιημένο κι αυτός ο δυσάρεστος κι ευχάριστος άνθρωπος θα χάϊδευε πάλι τον ώμο μου κι η άφυλη πεντάμορφη θα προσπαθούσε να με πνίξει και δεν ήξερα τι μου συμβαίνει. Παράθυρο δεν υπήρχε.


    Κατούρησα, έπλυνα το πρόσωπο μου, ήπια νερό απ’ το νιπτήρα, ανάσανα βαθειά και κάρφωσα το βλέμμα μου στο βλέμμα μου μέσω του καθρέφτη ώσπου να πάψει να θολώνει. Κι αισθάνθηκα να επανέρχομαι σε ‘μενα. Επέβαλα στον εαυτό μου να θυμηθώ τι διάβαζα πριν. Όταν σχεδόν επανέλαβα τις δυο τελευταίες σελίδες που είχα διαβάσει, ήμουν εντάξει. Μιλούσα με τον Άλλο, με σιγουριά. Βγήκα. Ο Χάρης είχε γυρίσει στο τραπέζι του. Πλησίασα. Με ρώτησε αν θα φύγω. Δεν ξέρω αν ένιωσε έκπληξη, είπα πως θα μείνω. Μπράβο μου είπε και το χέρι του με άγγιξε απαλά στο πλάϊ του λαιμού. Δεν αντέδρασα. Ήπιαμε κι άλλο. Τον ρώτησα για την άφυλη γυναίκα, αν είναι άφυλη.

    - Είναι η γυναίκα μου, η Χαρά.

    - Λυπάμαι

    - Πού είναι γυναίκα μου; Με ρώτησε περιπαιχτικά.

    - Που την αποκάλεσα…

    Δε μ’ άφησε να τελειώσω

    - Στη Χαρά αρέσουν τα πάντα… όπως και σε ‘μενα. Άλλωστε σε ποιον δεν αρέσουν;

    - Σε ‘μενα.

    - Το ξέρεις;

    - Ναι

    - Δε φαίνεσαι πολύ σίγουρος όσο κι αν δίνεις βάρος στη φωνή.

    - Νομίζω πως θα φύγω.

    - Δε σ’ αρέσει;

    - Δεν είναι αυτό.

    - Μην ανησυχείς απλώς συζητάμε, είπε και το χέρι του άδραξε το μπούτι μου. Κοίταξα το χέρι του. Περίμενα πως θα το πάρει, αλλά το άφησε εκεί. Με έκαιγε το άγγιγμα του, ο ίδιος πανικός ξαναγύρισε. Αισθανόμουν πως οι πάντες κοιτάγανε κι ας μην έβλεπα εγώ κανέναν. Προφασίστηκα πως θέλω να πάω πάλι στην τουαλέτα.

    - Όχι κάτσε, δεν υπάρχει λόγος, είπε με διαφορετικό τόνο κι απομάκρυνε το χέρι του.

    Δεν ξέρω πότε ή με ποιο τρόπο έκανε το νεύμα στη Χαρά, εκείνη ήρθε και τότε παρατήρησα το σκίσιμο στο φόρεμα. Το πόδι της ήταν υπέροχο. Κι όμως ήταν σαν κούκλα σε βιτρίνα, δε σου προκαλούσε τίποτα. Την έβαλε να καθίσει στα αριστερά μου. Το χέρι του έπεσε πάλι βαρύ στο μπούτι μου, το χέρι της ακούμπησε απαλά στο άλλο μου πόδι.


    Προσπάθησα να πω κάτι και τότε το άνευρο χέρι της άφυλης ύπαρξης σα μέγκενη έσφιξε το κρέας μου. Η δύναμη της ήταν αφύσικη. Δε χαμογελούσε. Το χέρι του παρέμενε απαλό και όμως βαρύ κι ενοχλητικό πάντα πάνω μου. Πονούσα, ήθελα να κουνηθώ, αλλά ήμουν σχεδόν σαν ακινητοποιημένος. Έγειρε προς το μέρος μου, πρώτη φορά άκουγα τη φωνή της. Χαμηλή, αλλά όχι ευχάριστη, ούτε δυσάρεστη ακριβώς ‘’τι είναι πόνος’’;