Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μαστίγωμα στο δάσος

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος slave32, στις 28 Οκτωβρίου 2024.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    «Θες να πάμε με το 4χ4 στο βουνό;»
    «Ξέρω γω ρε συ Μιχάλη, φοβάμαι. Τι θα κάνουμε εκεί;»
    «Έλα ρε περιπέτεια. Θα ψήσουμε, θα φάμε, θα καπνίσουμε»

    Μου είχε φανεί πολύ καλή ιδέα. Με τον Μιχάλη είμαστε κολλητοί χρόνια. Έχει τρέλα με τις ορειβασίες. Πήρε ένα xv πριν ένα χρόνο. Μου έχει δείξει φωτό από απίθανα μέρη. Αν και φοβάμαι μη πέσουμε από τους βράχους. Το πήρα απόφαση, χαλάρωσα.

    Σταμάτησαν τα χιόνια πριν ένα μήνα περίπου αλλά έχει κρύο μπόλικο. Πήγα από το σπίτι του. Άφησα εκεί τη μηχανή και πήραμε το 4χ4. Είχε φροντίσει εκείνος για φαγητά, λίγο αλκόολ και άλλη μια βαλίτσα που δεν ήξερα τι έχει. Α είχε και σκοινιά μαζί του και μερικά μαξιλάρια. Περίεργος εξοπλισμός αλλά δεν ρώτησα περισσότερα.

    Ανεβήκαμε το βουνό, η διαδρομή φοβερή αν και κακοτράχαλη. Δεν λέγαμε πολλά ήμουν πολύ αγχωμένος. Σταματήσαμε κάπου που το δάσος ήταν πυκνό. Έτρεχαν νερά, αλλά ήταν ήρεμα. Πήγαμε για κατούρημα και θα στήναμε για φαγητό.

    «Μιχάλη να στήσω εγώ τραπέζι και τα λοιπά, εσύ είσαι κουρασμένος»

    Έστρωσα το τραπέζι. Έβγαλα και τα φαγητά και όλα. Ήρθε ξαφνικά μπροστά μου. Κρατώντας ένα μαστίγιο μιας ουράς, χοντρό και μακρύ.

    «Τι θα κάνεις με αυτό;» τον ρώτησα.
    «Ξέρεις τι είναι;»
    «Μαστίγιο» του απάντησα.
    «Ακριβώς. Θέλω να βγάλεις τα ρούχα σου για να σε μαστιγώσω» ταράχτηκα για λίγο. Ήξερα ότι δεν ήταν πλάκα.
    «Τι.. τι λες»
    «Άκου ή θα το κάνεις ήρεμα ή θα σε αναγκάσω»
    «Μα τι λες;»
    «Θα σου δώσω δύο λεπτά να γδυθείς, αν δεν το κάνεις θα σε αναγκάσω..»

    Έπρεπε να αντισταθώ να πω όχι. Αλλά σαν υπνωτισμένος, έβγαλα τα ρούχα μου μέσα στο κρύο και το σώβρακο και στάθηκα μπροστά του. Με πήγε σε ένα δέντρο μέ έδεσε σε αυτό. Δεν είπε τίποτα άλλο. Με μαστίγωσε ανελέητα. Βογγούσα, έκλαιγα. Δεν του ζήτησα να σταματήσει. Με άφησε δεμένο εκεί. Έκατσε να φάει, ενώ με κοίταζε. Όταν τελείωσε με έλυσε.

    «Πήγαινε να μαζέψεις» υπάκουσα αμέσως. Γυμνός μάζεψα τα πάντα. Τα έπλυνα στο ρυάκι. Όταν γύρισα κρατούσε πάλι το μαστίγιο. Με ξανάδεσε στο δέντρο. Αυτή τη φορά με μαστίγωσε πιο δυνατά. Με έλυσε έπεσα στα γόνατα στα πόδια του, φίλησα τις αρβύλες του.
    «Ευχαρίστησε με»
    «Σε ευχαριστώ που με μαστίγωσες»
    Μου έδωσε τα ρούχα μου. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και γυρίσαμε. Για τον επόμενο μήνα βγήκαμε πολλές φορές και μόνοι και με άλλους. Έδειχνε ότι δεν είχε συμβεί τίποτα. Αλλά εμένα το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από αυτό.

    Ήταν τα γενέθλια του. Τον πήρα τηλέφωνο.

    «Μιχάλη θες να με μαστιγώσεις για τα γενέθλια σου;»
    «Οχι»
    απάντησε κι εγώ δεν άντεξα άλλο, έβαλα τα κλάματα.
    «Με έχεις τρελλάνει, δεν μπορώ να πάρω ανάσα από εκείνη τη μέρα. Δεν ξέρω τι να κάνω»
    «Έλα σπίτι μου τώρα»

    Πήγα εκεί σε δέκα λεπτά. Με περίμενε. Τον είδα ήταν ανέκφραστος. Το μαστίγιο δεν ήταν στο χέρι του.
    «Με άφησες να σε μαστιγώσω. Να σε ξεφτιλίσω και δεν ρώτησες τίποτα»
    «Δεν θα σας ρωτούσα» Χαμογέλασε στον πληθυντικό.
    «Ξέρω για εσένα και το βδσμ πολλά χρόνια. Συγκρατιέμαι για να μη σε κάνω δικό μου. Αλλά έκατσες να σε μαστιγώσω χωρίς αντίρρηση. Μου έδειξες τι είσαι. Τι θες να γίνεις Μάριε;»
    «Σκλάβος Σας»
    Με κοίταξε στα μάτια. Ήρθε κοντά μου. Δίπλα μου. Μου ζήτησε να γδυθώ. Έμεινα γυμνός μπροστά του.
    «24/7/365»
     
  2. slave32

    slave32 Contributor

    Ήξερε ακριβώς τι ήθελα. Δεν είχα χρόνο ν΄αναρωτηθώ πως και γιατί. Γονάτισα όπως διέταξε. Χτύπησε το τηλέφωνο του. Μίλησε με πολύ κόσμο του εύχονταν. Ακόμα και κοινοί μας φίλοι. Όλη την ώρα με είχε γονατιστό μπροστά του. ΄Έφυγε για λίγο, με άφησε εκεί. Δεν κουνήθηκα καθόλου. Όταν γύρισε έφερε το μαστίγιο από την εκδρομή. Το άφησε πάνω στο τραπέζι. Άνοιξε τη τηλεόραση. Είδε έναν αγώνα. Τα γόνατα μου πονούσαν πολύ και ήθελα να κατουρήσω.
    «Κύριε..»
    «Τι θες;»
    «Κατουριέμαι» σηκώθηκε έφερε ένα μπωλ.
    «Εδω μέσα. Αν διψάσεις πιες από το μπωλ» προσπάθησα να κρατηθώ λίγο ακόμα, αλλά κατούρησα στο μπωλ. Εκείνος πήγε έκανε μπάνιο. Ετομάστηκε έφυγε. Δεν μου έδωσε εντολή για τίποτα άλλο. Τα γόνατα έκαιγαν. Έκλαιγα από το πόνο. Πεινούσα. Διψούσα. Ήρθε τα ξημερώματα. Στάθηκε από πάνω μου.
    «Άδειασε το μπωλ σου» ήπια τα ούρα μου μπροστά του. Σιχάθηκα τον εαυτό μου. Έφερε ένα μαξιλάρι.
    «Κοιμήσου στο πάτωμα»

    Πήγε για ύπνο. Σε λίγη ώρα αποκοιμήθηκα κι εγώ. Ξεφτιλισμένος.