Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μετά το διάγγελμα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 15 Απριλίου 2020.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι ήσυχα, φροντίζοντας να απενεργοποιήσω τα υπόλοιπα ξυπνητήρια. Πάντα μου άρεσε να σηκώνομαι με σύντομες κινήσεις, όχι γρήγορα, χωρίς θόρυβο. Εκτιμώ πολύ την ησυχία. Με νευριάζουν όλοι αυτοί οι αδέξιοι κι αδιάφοροι που φωνάζουν την παρουσία τους, στους άλλους, ή στον εαυτό τους, ακόμα κι αν αυτό αφορά το τίναγμα του σεντονιού, το ακούμπισμα του βάζου του καφέ στον πάγκο της κουζίνας, ή το βούρτσισμα των δοντιών τους.


    Κατέβηκα στην κουζίνα, πήρα το ασβέστιο και ήπια νερό, άδειασα το χτεσινοβραδινό τασάκι, έβαλα καφέ να γίνεται. Ανέβηκα ύστερα πάνω και βρήκα τα ρούχα που θα φορούσα. Ντύθηκα και πριν κατέβω ξανά κάτω, στην ελάχιστη χαραμάδα που άφηναν οι ταμπλάδες των παραθύρων στάθηκα να την κοιτάξω. Μου άρεσε αυτό που έβλεπα, γέμιζε τον τρόπο που αντιλαμβανόμουν το χώρο, ένα πρόσθετο πίξελ που δεν ενοχλούσε, ούτε χαλούσε τη σύνολη προϋπάρχουσα εικόνα.


    Επέστρεψα στην κουζίνα και φόρεσα τα μποτάκια μου, μετά άνοιξα το παράθυρο και με χτύπησε στα μούτρα η πρωινή δροσιά, ευχήθηκα, προσευχήθηκα, ή δεν ξέρω εγώ τι ακριβώς έκανα, το είδος της δικής μου καλημέρας, για όσα πέρασαν, για όσα βρίσκονται. Καλός καφές. Δυνατός και ζεστός. Φόρτωσα μια απ’ τις συλλογές που έχω φτιάξει στον υπολογιστή και σχεδόν αμέσως απ’ τα ακουστικά ξεχύθηκε η μελωδία κι ακολούθησαν οι πρώτοι, τόσο αγαπημένοι στίχοι.

    Here we are
    Once more in a world full of fantasy
    Dream again
    You need to believe in a future
    That's bright as the sun
    Shining there for you
    Shining there for me
    I am the mountain high, I am the sea

    Το πρώτο κομμάτι που αυτόματα έπαιξε στο κεφάλι μου τη στιγμή που μετά το διάγγελμα του πρωθυπουργού ανακοινώθηκε η άρση της απαγόρευσης και ταυτόχρονα λάμβανα μήνυμα από το διευθυντή μου ‘’οργάνωσε τους’’. Σαν τους σκοτεινούς, σκονισμένους και παραμελημένους χώρους που ανεβάζεις το διακόπτη του κεντρικού κι ανάβουν όλα τα φώτα μαζί, έτσι αισθάνθηκα I am the mountain high, I am the sea.


    Μετρούν τόσα πολλά πράγματα για τη διαφυγή μου απ’ την επιπεδότητα, το διάβασμα, η ποδηλασία, η πεζοπορία, η μουσική, οι γυναίκες, η δουλειά που αγαπώ, κι, είναι μέρη μιας εικόνας, που ένα να χαθεί, κάθε συνοχή διακόπτεται. Τα ρούχα μου αυτόματα έγιναν ξανά η πανοπλία μου, χωρίς σκέψη, ή επίκληση. Τα ίδια ρούχα που με ενοχλούσαν σα γύμνια γι’ αυτή την περίοδο στη σιωπή και την αυτάρκεια, κούμπωσαν ξανά σαν κτήμα μου. Από κομματάκια ξανάγινα ένας. Ο φόβος της αφόρητης πλήξης και της αχρησίας, να ξυπνάω μεσημέρια, ή να μην κοιμάμαι καθόλου έδωσε τη θέση του στα πρωινά ξυπνήματα, στην οργάνωση, στα χαρούμενα / αγχωμένα τηλεφωνήματα, στο χοροπηδητό πάνω σε τραμπολίνο με χαρά μικρού. Όλα τα μέρη της εικόνας μου αποκτούσαν ξανά αυτή τη συνειδητή συγγένεια τους, την ουσία, τη χαρά τους. Έπαψαν να είναι άνοστα, αδιάφορα.


    Όλος αυτός ο κόσμος σταμάτησε να περπατάει, ή να χαιρετάει, τι ανάγκη είχαν πια, τώρα είχαν τη δυνατότητα, δε θα ξαναέβγαιναν ποτέ. Και τι με νοιάζει εμένα, έχω πόδια δυνατά, έχω κάτι μέσα μου που δεν κοιμάται, εκείνη η εικόνα δεν έγινε ποτέ δικιά μου. Ούτε αυτή η σύνθλιψη κάθε λογικού ειρμού, οι εικασίες, η πόλωση, τα σκουπίδια να ανταλλάζουν ότι ορίζουν ως αστείο σε αλλεπάλληλα βιντεάκια κι η αδιάλειπτη φανατική μίρλα γιατί το μήνυμα 6 δεν γινόταν αντιληπτό απ’ το κεφάλι τους. Τόση τεμπελιά μαζεμένη, η χαρά τους έγινε εφιάλτης, έγινε επιβεβαίωση της απουσίας μέσα τους, έκανε τόσο λαμπερό το Μόνος, του Στρίντμπεργκ, που περιχαρής φαντασιώθηκα σε μια πλατεία το βιβλίο να καίει όλα αυτά τα σκουπίδια, αντί τα σκουπίδια να καίνε αυτό. Είμαι πρόθυμος που έλεγε κι ο αφηγητής στη Μυστική ζωή, να συγχωρέσω, οι άλλοι δε μου δίνουν αυτή την ευκαιρία.


    Είχα φτάσει στη δουλειά κι ακόμα σκεφτόμουν όλα αυτά. Με κάποιο τρόπο την κράτησα μαζί μου, σε όλο αυτό και έξω απ’ τις σκέψεις και τη σιχασιά μου για όλους αυτούς. Διατηρήθηκε μια προστατευμένη κι ακατέργαστη τριχιά μεταξύ μας. Δύσκολο να την κρατήσεις στα χέρια σου χωρίς να στα ξεσκίσει κι ας είχα βρεθεί ξανά σ’ εκείνο το σιωπηλό τόπο που φύλαγαν για ‘μενα ο Καβάφης κι ο Σοπενάουερ, που ίσως και να θύμιζε τους τόπους στα ταξίδια του Ζαρατούστρα. Άπλετη, ασίγαστη οργή και παγωνιά. Κι ίσως τελικά η φύση να ‘παιξε το ρόλο της για να μη γκρεμίσω εντελώς τον εαυτό μου. Πολλές φορές έπιασα θυμωμένος αυτό το σκοινί προσπαθώντας να το τινάξω προς τη μια, ή προς την άλλη. Ήταν βαρύ όμως και δεν επέτρεπε εύκολα κλυδωνισμούς. Και όμως, υπήρχε τρόπος να κοπεί, να καεί και να σπάσει κι εκείνες τις στιγμές είναι που το ‘πιανε με τα μικρά χέρια της γερά και το διέσχιζε κατά μήκος γεμίζοντας τα αίμα κι αμυχές κι έμεναν νωποί λεκέδες πάνω του. Τους μύριζα, τους έγλειφα, τους έκλεινα σαν τη γεύση του ωραιότερου γλυκού μέσα μου. Ή σαν καλογινωμένο, παγωμένο πεπόνι, μ’ εκείνη τη διχρωμία που το κάνει να χρυσοκοκκινίζει και που τόσο θύμιζε τα χρώματα της.


    Την είχα παραλάβει ακριβώς την προηγούμενη ημέρα από το αεροδρόμιο. Αυτή τη φορά δεν έψαχνε το αυτοκίνητο, ήρθε απ’ ευθείας. Στάθηκε μπροστά στην πόρτα του οδηγού. Κατέβασα το τζάμι και χώθηκε ολόκληρη απ’ το παράθυρο. Η υπόλοιπη ημέρα έγινε μέρος της βουής των χρόνων.


    - Καλημέρα

    - Καλημέρα μωρό μου, τι κάνεις; Κοιμόμουνα ως τώρα.

    - Πλύσου, ντύσου, φτιάξε να πιεις καφέ και σε μισή ώρα να είσαι έξω απ’ την πόρτα.

    - Ναι, μάλιστα, τρέχω.



    Το βλέμμα της σκοτείνιασε όταν μέσα στο πάρκινγκ του σπιτιού μπήκε ένα ταξί. Μπήκε μέσα, κάθισε λέγοντας μια καλημέρα με το ζόρι και του έστειλε μήνυμα << Ταξί μου έστειλες; Εσύ που είσαι >> για να λάβει την απάντηση << Στη δουλειά μου φυσικά. Να περάσεις όμορφα την ημέρα σου. Θα μου τα πεις όλα το μεσημέρι από κοντά >>.


    Το ταξί σταμάτησε απέναντι απ’ το Φόρο των δελφινιών, στη στάση των λεωφορείων. Άνοιξε το πορτοφόλι της, αλλά ο ταξιτζής τη σταμάτησε. Κατέβηκε και κοίταξε στα δεξιά της το ατλάζι με τις χρυσές τολύπες φωτός διάστικτο κι απ’ την άλλη ένα μεγάλο μινιμάρκετ με ένα αστείο ηλεκτρικό όχημα απέξω. Καφετέριες με λίγο κόσμο, αυτοκίνητα κινούνταν. Έμοιαζε τόσο φυσιολογικό. Κι όμως το φανταζόταν μερικές ημέρες μόλις πριν, έρημο, σαν σκηνικό ταινίας παρατημένο.

    - Είναι κανονισμένο κυρία. Θα έρθω να σας πάρω στις 14.00 από το ίδιο σημείο. Καλή σας μέρα.


    Τη βοήθησε να βάλει τα ψώνια της στο αυτοκίνητο και μετά ξεκίνησαν για το σπίτι. Λίγο μετά βρίσκονταν εκεί. Το αμάξι του δεν ήταν στο πάρκινγκ. Το ίδιο σκοτεινιασμένο βλέμμα. Ίσως πίστευε πως θα γύρναγε νωρίτερα.


    Λίγο πριν τις πέντε άκουσε τον ντίζελ κινητήρα καθώς πάρκαρε απέξω. Την προηγούμενη φορά που ήταν εδώ, την τελευταία ημέρα που δούλευε εκείνος, του είχε ανοίξει την πόρτα.


    Μόλις ετοιμαζόμουν να βγάλω τα κλειδιά απ’ το παντελόνι μου, άνοιξε την πόρτα. Τα μαλλιά της ήταν λυτά κι ανάκατα, ακριβώς όπως μου αρέσουν. Άβαφτη, ακριβώς όπως μου αρέσει. Φορούσε ένα μακό μπλουζάκι δικό μου και το κάτω μέρος της πιτζάμας της. Ήταν ξυπόλυτη. Τυλίχτηκε πάνω μου, δε με άφηνε. Η παραχώρηση από τον κόσμο εκεί έξω, στον κόσμο εδώ.


    Μύρισα αμέσως τη φρεσκάδα, την αλλαγή στη διάθεση του σπιτιού.


    Τα φιλιά της διακόπτονταν μόνο για να πιει απ’ την κόκα κόλα μου, ή να ανάψει τσιγάρο. Καθόμασταν στον καναπέ. Εγώ ακόμη με τα ρούχα. Χάϊδευε το στέρνο μου με τα μαλλιά της, ενώ κοίταγα κάποιο άρθρο στο κινητό μου. Τραγουδούσαν οι Purple για το σκοτάδι που διαδέχεται μια πόρτα ανοιχτή. Έλυσα τη ζώνη μου, ξεκούμπωσα το παντελόνι κι έσπρωξα το κεφάλι της πιο χαμηλά.

    - Ξαλάφρωσε με.

    - Δε μου αρέσει αυτό το ρήμα, στο ‘χω πει.

    - Μετέφρασε το με όποιο τρόπο σου αρέσει, αλλά κάντο.

    Δε μου αρέσουν οι αερόπιπες. Πίεσα το κεφάλι της ως τη βάση της πούτσας μου και το κράτησα εκεί, μου άρεσε να την ακούω να πνίγεται, μου άρεσε να τρέχουν τα μάτια της στις άκρες. Την άφησα να ανέβει και μετά της ξανακατέβασα το κεφάλι. Συνεχίσαμε έτσι για λίγη ώρα. Μετά της έσπρωξα απαλά το κεφάλι και κουμπώθηκα.

    - Δεν καταλαβαίνω.

    - Δεν υπάρχει κάτι να καταλάβεις.

    - Έκανα λάθος.

    - Τώρα όχι.

    - Δηλαδή;

    - Περιέγραψε μου τη μέρα σου.

    - Δε θα μου πεις;

    -…

    - Να σου δείξω τι πήρα;

    Ξαναγύρισε η αισιοδοξία στη φωνή της κι ας υπήρχε στο βάθος κάτι που έτρεμε, έτοιμο να ταραχτεί.


    Άρχισε να ανοίγει σακούλες και παράλληλα να περιγράφει που πήγε, τι έκανε, με ποιους μίλησε. Ανέβηκα επάνω να αλλάξω, αφού έβγαλα τα παπούτσια μου και μ’ ακολούθησε. Καθώς άλλαζα με αγκάλιασε από πίσω και με φίλησε στον ώμο. Ήμουν με τα εσώρουχα. Την έφερα γύρα μπροστά του και την έσπρωξα να γονατίσει κολλώντας τη στον τοίχο και με το κεφάλι της να ακουμπάει στο περβάζι του παραθύρου. Κατέβασα το εσώρουχο μου και της κράτησα το κεφάλι σταθερά με τα δυο μου χέρια.

    Μπαινόβγαινα στο στόμα της συνεχόμενα και δυνατά. Το πρόσωπο της είχε γεμίσει σάλια κι οι γουργουριστοί ήχοι του λάρυγγα της κάθε που πνιγόταν με καύλωναν όσο ποτέ. Μου άρεσε να κοιτάω απ’ το παράθυρο κάτω το δρόμο και τα αυτοκίνητα. Τώρα πια δεν υπήρχαν πεζοί, τους είχε φάει η μαρμάγκα της άρσης.

    Ήμουν έτοιμος να χύσω και καρφώθηκα στο λάρυγγα της κι αμόλησα τα υγρά μου, πολλά και πηχτά, τα πρώτα της ημέρας. Πνιγόταν, μου άρεσε. Το στόμα της έκλεισε αφού έβγαλα τον πούτσο μου και κατάπιε με θόρυβο. Τα μάτια της ανασηκώθηκαν και με κοίταξε κι υπήρχε αυτή η χαρά στο βλέμμα, που μοιάζει τόσο παράλογο να υπάρχει και να την προσδοκείς. Τη χαρά της γι’ αυτό που μου πρόσφερε, τη χαρά της απ’ την ικανοποίηση μου. Τη χαρά που δε χρειάζεται καμιά γαμημένη ανταπόδοση και όταν εγώ κάνω κάτι για ‘κεινη, κάτι σε εκείνη, δε θα είναι ανταπόδοση. Αυτές οι ασυνέπειες που τάχα μου απορρίπτονται απ’ τις θρησκευτικές αγάπες, μα στην πραγματικότητα, είναι απαραίτητο να λειτουργήσουν σαν παράλογοι ψυχαναγκασμοί για να μπορούν να δουλεύουν τα γρανάζια.


    Της ζήτησα να γδυθεί και να πάει να σταθεί με τα γόνατα της να ακουμπούν στο κάτω κεφαλάρι κοιτώντας προς τα μαξιλάρια.


    - Δε θέλω να καμπουριάζεις. Δεν είσαι διχτάκι με κρεμμύδια.

    Αμέσως ανασήκωσε τη μέση της και έφερε προς τα πίσω τους ώμους της.

    Είχα κάνει περισσότερες τρύπες στα δερμάτινα περιβραχιόνια γιατί την προηγούμενη φορά είχαν αποδειχτεί πολύ χαλαρά για τους δικούς της καρπούς. Της τα φόρεσα και τα έδεσα. Το περιλαίμιο της ερχόταν μια χαρά. Το έπιασα στο λαιμό της, με τον ιμάντα να φτάνει πάνω απ’ το στομάχι της. Έπιασα στα κρικ τους καρπούς. Στη συνέχεια την έβαλα να κάτσει πάνω στα γόνατα της στην άκρη του κρεβατιού τουρλώνοντας τον κώλο της. Πέρασα τη μια ζώνη μου στον αστράγαλο της και δένοντας τη στη μια πλευρά του κρεβατιού και με την άλλη ζώνη έκανα το ίδιο για το άλλο πόδι.

    - Γιατί σε δένω;

    - Επειδή … σου αρέσει;

    - Ερώτηση;

    - Επειδή σου αρέσει.

    - Μόνο γι’ αυτό;

    - Ναι.

    - Όχι μόνο γι’ αυτό. Και γιατί άλλο;

    - Δεν… δεν ξέρω.

    - Προσπάθησε να θυμηθείς τι έγινε στο ίδιο κρεβάτι και τι έγινε σε εκείνο το ξενοδοχείο.

    - …

    - Δε θα μου πεις;

    - Αφού δεν αντέχω, είναι αντανακλαστικό.

    - Δεν αντέχεις, ή είναι αντανακλαστικό;

    - Και τα δύο;

    - Με ρωτάς;

    - Και τα δύο.

    - Επομένως, θα μου απαντήσεις;

    - Σε τι;

    - Που έχεις το μυαλό σου; Τι συζητάμε;

    - Συγνώμη, δεν κατάλαβα.

    - Όχι, δεν πρόσεχες.

    - Συγνώμη.

    - Ποιος ο λόγος να σου απευθύνω το λόγο αν δε με ακούς και σκέφτεσαι τα δικά σου;

    - Δε θα επαναληφθεί, το ορκίζομαι.

    - Μην ορκίζεσαι, είσαι καλή στο να αθετείς.

    - Συγνώμη.

    - Άσε τα ψεύτικα. Θα μου δώσεις ολοκληρωμένη απάντηση.

    - Με δένεις επειδή…

    - Δένω είναι το σωστό ρήμα;

    - Με … περιορίζεις;

    - Συνέχισε.

    - Με περιορίζεις γιατί αυτό σου αρέσει και γιατί δε μπορώ να συγκρατηθώ και σε θυμώνω.

    - Δε με θυμώνεις. Τι κάνεις ακριβώς;

    - Δεν ξέρω.

    - Ξέρεις τι μου αρέσει και ξέρω πόσο σου αρέσει να το κάνεις εικόνα μετά στο νου σου, να αντλείς απ’ αυτό την ευχαρίστηση σου. Όταν τραβιέσαι, με κλέβεις. Δε μου αρέσει να με κλέβουν. Και δε μου αρέσει ούτε να μη βρίσκω αυτό που θέλω εκεί που πρέπει. Κάποτε άφησα το ποδήλατο μου έξω απ’ το σπίτι να ανέβω να πιω νερό και επιστρέφοντας δεν το βρήκα. Ήταν ένα μπλε σπαστό. Λυπήθηκα, ματαιώθηκα. Κι έχασα την εμπιστοσύνη μου. Ούτε εσένα σε εμπιστεύομαι. Άρα;

    - Σε απογοητεύω.

    - Τότε σταμάτα να το κάνεις.

    - Μη με δέσεις, θα προσπαθήσω.

    - Δε σε εμπιστεύομαι τώρα.

    - Σε παρακαλώ…

    - Κέρδισε το. Χτίστο.


    Της έβαλα μέσα στο χέρι το toyjoy και το έσπρωξα προς την κλειτορίδα της ανοίγοντας τη δόνηση.


    Μου αρέσουν τα σημάδια που αφήνει το paddle πάνω της. Είναι κοντό, δερμάτινο και ιδανικό για ζέσταμα. Δε χρειάστηκε να της δώσω κάποια οδηγία, ήξερε πως μου άρεσε να μετράει.

    Πήρα στα χέρια μου το μεγάλο φλόγκερ και την άγγιξα σε όλη τη ραχοκοκαλιά, στα κοκκινισμένα κωλομάγουλα της, στα πόδια παρακάτω, στα πλευρά. Το άφησα στην άκρη και πήρα το πιο κοντό. Έπεσε η πρώτη στα πλευρά της, αυτό το ‘’άου’’ της, μίγμα παραπόνου και καύλας με ενθουσίαζε. Ξανά. Ξανά. Κάτω απ’ τα κωλομάγουλα. Έμεινα εκεί για ώρα. Βόγκαγε, δάκρια κυλούσαν, αλλά η κλειτορίδα της συνέχιζε να διογκώνεται το toyjoy δεν τραβιόταν, δε σταμάταγε. Στα πλευρά της απ’ την άλλη. Τι όμορφα που βέλαζε για ‘μενα. Μου άρεσε να τη βλέπω εκεί ακίνητη, με τον όμορφο κώλο της, κόκκινη παντού, μαβιά σε δυο σημεία.


    Ο κώλος της έκαιγε, ζεμάτισε τα χείλια μου ενώ της έδινα πνιχτά φιλιά. Έπειτα άνοιξα τα κωλομάγουλα της καλά κι έχωσα τη γλώσσα μου μέσα. Την έβαζα και την έβγαζα. Μύριζε καθαριότητα και ήταν πανέμορφη. Γαμούσα τη σούφρα της με τη γλώσσα και ο ήχος της δόνησης με ξετρέλαινε. Συνέχιζα να τη γλείφω κι έπειτα ανασηκώθηκα και πήρα το μακρύ φλόγκερ πάλι. Τη χάϊδεψα παντού μ’ αυτό. Της έριξα μερικές στον κώλο. Κι έπειτα γδύθηκα και μπήκα στο μουνί της. Γλίστραγα κι ήταν ζεστό και ανέδυε τη μυρωδιά της καύλας της. Τραβήχτηκα και ανέβηκα πάνω στο κρεβάτι. Πέρασα τα πόδια μου εκατέρωθεν των δικών της. Έσπρωξα τον πούτσο μου προς τα κάτω σε ευθεία. Γυάλιζε ολόκληρος απ’ το μουνόχυμα της. Άνοιξα καλά τα κωλομέρια της και ακούμπησα στην τρύπα της τη βάλανο. Έσπρωχνα προς τα μέσα και τραβιόμουν. Έσπρωχνα και τραβιόμουν. Έσπρωχνα και τραβιόμουν. Με το χέρι μου πήρα μουνόχυμα και κάλυψα πάλι την πούτσα μου. Μπήκα πιο βαθιά μέσα της και ούρλιαξε. Τραβήχτηκα και ξαναμπήκα ως το ίδιο σημείο. Ξανά. Ξανά. Το χέρι μου πάλι χαρχάλεψε τον κόλπο της. Πήρα κι άλλα υγρά, δε σταμάταγαν να βγαίνουν. Γέμισα τον πούτσο μου και αυτή τη φορά χώθηκα εντελώς. Αργά αλλά χωρίς διακοπή. Βγήκα λίγο, αυτή τη φορά καρφώθηκα μέσα της και την τράνταξα. Δεν πρόλαβε να ανακόψει την πορεία της. Έπεσε με τη μούρη πάνω στο στρώμα. Θέλησε να τραβηχτεί. Εμένα μου άρεσε όμως αυτό. Βόγκαγε πνιχτά, ούρλιαζε πνιχτά κι η δόνηση αδιάλειπτη κι η πούτσα μου στον κώλο τη ασταμάτητη. Δεν την άκουγα τι μου έλεγε, χρειάστηκε να το πει πολλές φορές ώσπου να την καταλάβω.

    - Μπορώ να χύσω;

    - Ρώτα με σε λίγο.

    Συνέχισα να γαμάω τον κώλο της για ώρα. Μου άρεσε αυτός ο κώλος πολύ. Μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Μου άρεσε ακόμα και που ήξερα πως θα κατεβαίναμε μετά και θα τυλιγόμασταν με τη ρόμπα μου να φάμε φουντούνια.

    - Μπορώ;

    - Μπορείς, αλλά δε θέλω. Σε λίγο.

    Τραβήχτηκα με πόνο από μέσα της και τον ξανάλειψα με μουνόχυμα. Μπήκα πάλι μέσα της για την τελική ευθεία. Αυτή τη φορά απ’ την αρχή ως το τέλος το ουρλιαχτό ήταν ένα, ένα όμορφο μελωδικό κλάμα.

    - Χύσε

    Πνίγηκε ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα.

    Ήθελα να χύσω κι εγώ και βγήκα. Τον κράτησα χαμηλά στη βάση εκτροχιάζοντας τη ροή και πετάχτηκαν παντού. Πολλά, ατελείωτα και μ’ αυτό το φίμωμα δυνατά, με εκείνη την ικανοποίηση που αφήνουν εκείνες οι φορές που ενώ έχεις χύσει, είναι σα να γίνεται ένα come back και λίγα ακόμα υγρά βγαίνουν, με μια νέα μικρότερης έντασης ηδονή που όμως μοιάζει τελικά με μεγάλο φινάλε.


    Λίγη ώρα μετά καθόμασταν με τα φουντούνια ανάμεσα μας. Τα μάτια της ήταν διαυγή σαν πεντακάθαρα κρύσταλλα.
     
  2. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Να μπορούσα να σου εξηγήσω πόσο κάνεις το μυαλό μου να χαμογελά!
    Πόσο νιώθω το δικό σου μυαλό να χαμογελάει κι αυτό ομορφαίνει τον κόσμο ολόκληρο!