Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μηδέν επί τον αριθμό

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 16 Μαϊου 2020.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Το δωμάτιο είναι σκοτεινό καθώς κατεβαίνω τη σκάλα. Πρώτο πράγμα που στέκεται το βλέμμα ο καναπές. Μικρός, να χωράει σε μια ματιά και σε δυο αγκαλιές. Άχαρος και με πανί της σειράς τραγουδάει πως η σημασία ξεπερνάει αυτά που βλέπουνε τα μάτια. Είναι μοναδικός για ‘μενα. Όσο επεισοδιακή ήταν η αγορά του.


    Το σπίτι που έκλεισα νοικιάστηκε αλλού για καλύτερα λεφτά και μου ‘χε κοστίσει τα δικά μου τελευταία. Κι έμεινα να τον κουβαλώ στο αυτοκίνητο δυο μέρες πριν απ’ τα Χριστούγεννα. Γι’ αυτό είναι μοναδικός. Μοναδικά δικός μου.


    Θυμάμαι καθόσουν με τα μάτια λυτά, όπως τώρα κάθισα κι εγώ. Φορούσες μπλούζα δική μου, φορούσες φόρμα δική μου και το πρόσωπο σου δεν έμοιαζε με κανένα τρόπο με κάθε άλλη φορά που σ’ είχα αντικρίσει. Ήταν ένα άλλο πρόσωπο. Τα στήθη σου αφράτα έγδερναν το ύφασμα του μακό. Λίγο πριν τα ‘χα παραμελήσει, σε αντίθεση με άλλες φορές. Σε έσπρωξα στο πάτωμα και μπήκα μέσα σου αμέσως. Θυμάμαι τα χέρια σου στα μάγουλα μου, θυμάμαι πως δε μπορούσα να κρατηθώ, σα να υπέφερα από πρόωρη εκσπερμάτιση, σα να είχε μπει μέσα μου ο διάολος. Δικιά μου, με απόλυτο τρόπο. Στη διάθεση μου, στη χρήση μου, στην ευχαρίστηση μου. Βγήκα κι έχυσα γρήγορα πάνω στην κοιλιά σου.


    Κι εσύ στεκόσουν με τα ρούχα μου κι όλα τα δικά μου ήταν μαζί. Εσύ, ο καναπές, η μπλούζα μου, η φόρμα μου. Ριγώ αυτή τη στιγμή και ρίγησα κι εκείνη. Το πρόσωπο αυτό ήταν αποκάλυψη. Δίπλα σου ο κουβάς κι η σφουγγαρίστρα και το πορτατίφ έφεγγε απ’ την άλλη κι εγώ σκέφτηκα αν το φως έβγαινε απ’ τον κουβά, ή αν είχα ξεχάσει κάποιο πατζούρι ανοιχτό. Αυτό το πρόσωπο ήταν άλλο και ήταν δικό μου, μοναδικά δικό μου. Φυλακίστηκε και με φυλάκισε.


    Σιωπή τώρα πάνω στον καναπέ. Διαβάζω για ένα ζευγάρι που πέρασε απ’ το πάθος στο βύθισμα και θυμάμαι τον παλιό, καλό μου, Σοπενάουερ. Τα δυο άκρα. Ο πόνος και η πλήξη. Έχω βιώσει πόνο, απίστευτο, ασίγαστο, αυτόν που σε αχρηστεύει κι ήταν σα βόμβος στο μυαλό κι όταν σταμάτησε, όλα έπρεπε να μάθω να τα κάνω απ’ την αρχή, όπως έμαθα να τα κάνω και μαζί του. Η σιωπή, το ίδιο, το συστηματικό, έγιναν πολύτιμες χαρές, ευδαιμονίες.


    Είχα μόλις σταματήσει να πονάω και δεν υπήρχε πλήξη κι ας έκανα ξανά, τα ίδια που έκανα πάντα. Γι’ αυτό, ο πόνος είναι το μηδέν. Με όλα πολλαπλασιάζεται και όλα τα μηδενίζει και μόλις χαθεί όλα γίνονται ομορφότερα απ’ ότι ήταν πριν. Πόνος. Ο πόνος είναι παθιασμένη επιλογή. Ο πόνος είναι τρόπος ζωής. Ο πόνος είναι επιλογή. Κι η πλήξη μέσα του διαβρώνεται, γίνεται κάτι θετικό. Γιατί ο πόνος είναι παρακίνηση, είναι θέλημα για ζωή. Ένα μεγάλο, βαρύ ναι, ένα μεγάλο συν.


    Ο πόνος είναι τροφή που μπορεί να αντληθεί από κάθε κατεύθυνση, μέσα σε κάθε πτυχή. Όλα έχουν κάτι το επικίνδυνο, γιατί όλα μπορούν να μας βλάψουν με ένα τρόπο, να γίνουν δημιουργικές αντιξοότητες. Ο πόνος είναι δύναμη. Τρώω και γεύομαι αυτό που έκλεψα από ‘ναν ανυποψίαστο και χαίρομαι που τον κορόϊδεψα, που τον έκανα να νιώθει πνίξιμο και πως δεν έχει που να πάει. Ο πόνος είναι δύναμη. Τρώω και γεύομαι αυτό που δόθηκε από κάποιον που δεν αντέχει να μην τρώει μαζί μου, απ’ τα χέρια μου.


    Ο πόνος είναι δικός μου και μπορώ ό,τι θέλω να τον κάνω. Να του δώσω όποιο σχήμα επιθυμώ, να τον κρύψω μέσα στις λέξεις, να τον κάνω φανερό, να είναι εκεί ζωντανός για να μου χαρίζει αυτό που πάνω απ’ όλα επιθυμώ: εγρήγορση και πάθος για ζωή. Ο πόνος είναι το μηδέν. Και όλα τα άλλα μπορούν να είναι το ένα, το δύο, το εκατό, ή το είκοσι. Δεν έχει καμιά απολύτως σημασία γιατί ο πόνος όλα τα μηδενίζει και πάντα υπάρχει ένας πόνος μεγαλύτερος απ’ αυτόν που ήδη συνέβηκε, ένας πόνος ασύμβατος με τον προηγούμενο, ένας πόνος ασύγκριτος, το μηδέν δε συγκρίνεται με το μηδέν, μόνο τα αποτελέσματα της ενέργειας του, μόλις εξαλειφτεί, εμφανίζονται θετικά, αυξητικά.


    Ο πόνος είναι τροφή που μπορείς να την πάρεις μέσα από μία χειραψία, ο πόνος είναι τροφή που μπορείς να την πάρεις από ένα πωλητή που δεν ξέρει τι πουλάει, ο πόνος είναι τροφή που μπορείς να πάρεις απ’ τον ταμία στο σινεμά, ο πόνος είναι τροφή που μπορείς να πάρεις απ’ τον ερωτευμένο που εκείνη την ώρα τον απασχολείς γιατί μπορείς κι εκείνος θέλει να πάει στην αγάπη του, μα εσύ θέλεις κάτι να του πεις ακόμα και του τρως το χρόνο και τον αναγκάζεις να συγχρονιστεί μαζί σου. Ο πόνος είναι να μπορείς. Ο πόνος είναι δικαίωμα μου. Ο πόνος είναι μουσική. Είναι χορογραφία. Είναι το μαχαίρι που κόβει το ψωμί, είναι το βαρύ κουπί σε χέρι εξασθενημένο.


    Ο πόνος είναι επιλογή και γίνεται το πρόσημο της ηδονής όταν σου παραχωρείται. Ο πόνος δε χρειάζεται καμιά δικαιολογία. Χρειάζεται θέληση για επικράτηση. Ο πόνος όμως δε σου επιτρέπει να μη νιώθεις. Πρέπει να νιώθεις ασφυκτικά έντονα. Ο πόνος θέλει να σκέφτεσαι μέχρι τη μεγαλύτερη καταπόνηση. Θα στα δώσει όλα, όλα όσα ζητάς. Μα μπορεί να γίνει ξέφρενος. Θέλει να σε κοροϊδέψει, θέλει να σε φτάσει στο γονάτισμα σου και δε θα διστάσει να φάει κι από ‘σενα. Γιατί τότε μπορεί να γίνει φάρος. Ο πόνος σε πονάει ό,τι και να κάνεις. Γιατί αναγκαστικά όλα τα νιώθεις και απαιτεί να έχεις συναισθήματα και απαιτεί να μάθεις να απαιτείς, να κλέβεις, να λυσσάς.


    Κι όταν κάποτε γίνεται αχόρταγος και μπλέκεται μέσα σου με τρόπους ανεξέλεγκτα καυτούς, έχεις και πάλι μια επιλογή. Και θέλει κι αυτή κόπο. Δε χρειάζεται να ξέρεις κάποιο τρικ, δεν πιάνουν τα άμπρα κατάμπρα, αλλά υπάρχει ένας τρόπος. Η δύναμη που τον παρακινεί, γίνεται η αδυναμία του.


    Και σκεφτόμουν όλα αυτά και μέσα μου θυμήθηκα πως το απόγευμα σε μια δική μου προσευχή στο υπερπέραν, με τα μούτρα χωμένα στα μαξιλάρια, είπα πως επιλέγω να πονέσω τον πόνο, να τον κάνω να δυσφορήσει, να καταπατήσω τα δικαιώματα του πάνω μου. Και ο πόνος δε μου γέλασε. Δε με καταράστηκε, μου ψιθύρισε μονάχα πως μπορώ να του δώσω όποιο σχήμα επιθυμώ, ακόμα κι αν είναι για ένα μισό χαμόγελο.


    Έχει νύχτα μαύρη μα κάτι την κρατάει φωτεινή. Κι ήταν το πρόσωπο σου σα να το φώτιζε ο κουβάς. Κι είπα ξανά χωρίς να ‘χω ανάγκη να δω καμιά φωτογραφία, πως επιλέγω εσένα, να σε φυλάξω πάνω απ’ τα βιβλία, μες στον καναπέ, ή στο χαλασμένο ρολόϊ που φορώ. Ρολόϊ που σταμάτησε να δουλεύει πάνω σου και το μπρασελέ διαλύθηκε και το κρατάει μια κλωστή και εγώ το φοράω και κατά διαστήματα μοιάζει να δουλεύει. Αυτόματα. Δε μπορείς να είσαι ποτέ σίγουρος πως χάλασαν πραγματικά.


    Το θυμάμαι εκείνο το βράδυ. Εμείς μεταξύ μας ποτέ δε θέλαμε αφορμές, ποτέ δε χρειαζόμασταν δικαιολογίες για να είμαστε. Ένας άγριος αέρας πάνω σε μια ανεξέλεγκτη φωτιά. Μαζί σε ένα μαγικό χαλί που πήγε για λίγο προς κάθε κατεύθυνση και δεν ξέραμε τι το έκανε να πετάει, ούτε πως θα το κάνουμε να μην πηγαίνει τόσο γρήγορα, να στρίβει πιο γλυκά, να μη βουτάει απροειδοποίητα, να μην σηκώνεται κατακόρυφα κι εμείς να μην πέφτουμε. Να κρατιόμαστε, να γέρνουμε, αλλά να μην πέφτουμε. Όλα, όλα τα ήθελα δικά μου. Όλα, όλα τα ήθελες δικά σου. Ανοχή καμία. Αντοχή λεκτικά καμία, σιωπηρά αδιανόητη να μην υπάρχει.


    Αίμα. Το θελήσαμε το αίμα. Νύχτα, ημέρα, σε καφετέριες, σε σινεμά, στο εστιατόριο, σε ένα πάρκο, στο αμάξι μπρος στη θάλασσα, χαμένοι σε δρόμους που δεν ξέραμε πως είχαμε χαθεί και με μια σιωπή που αφύσικα έκανε τα πιο πολύβουα σημεία ακατανόητα μουγκά. Το αίμα υπήρχε παντού. Και έσκυβα πάνω σου με ένα μαχαίρι ή με τα δόντια μου κι όταν το μόνο που αναζητούσα ήταν ένα φιλί, ή ένα χέρι στο σκοτάδι, έβγαζες απ’ τη ζώνη μου το στιλέτο και μου το ‘δινες στα χέρια. ‘’Μαχαίρωσε με’’ φώναζες και μου επέτρεπες να το κάνω εγώ σε ‘σενα, έβγαζες το δικό σου κοπίδι που ‘χες καρφωμένο στο λαιμό σου και μου πρόσφερες το δικό μου για να το βάλω εγώ εκεί.


    Σου είχα πει θέλω να πάρεις ένα λεκανάκι και να κατουρήσεις μπροστά μου κι έπειτα να νίψεις το πρόσωπο σου, τα βυζιά σου, τα πλευρά σου με αυτό, να μη μείνει ούτε σταγόνα μέσα. Είχες αναρωτηθεί πως θα μπεις στην κουζίνα, με τι δικαιολογία θα πάρεις το λεκανάκι, μα πρόφαση σ’ εμάς δεν είχες ψάξει. Και μου έδωσες αυτό που θέλησα, αυτό το γονάτισμα που ζήτησα να πάρω κι ήταν τα μάτια σου αχόρταγα για πούτσο, πλημμύριζαν συναισθήματα που σχημάτιζαν φράσεις στιγμιαία και άλαλα γύρισες γύρω απ’ τον εαυτό σου, φορώντας τις γόβες που σου είχα πει, για ‘μενα, κι ήσουν η ίδια η ηδονή, ήταν το μουνί σου τόσο φουσκωμένο. Μη σταματάς να γυρνάς σκεφτόμουν να σου πω, μη σταματάς να μου δείχνεις δύναμη και λάμψη. Γιατί αυτός που γονατίζει κόντρα στις προφάσεις και δε λυγίζει ποτέ στους άλλους τους ασήμαντους, δίνει μάχες που δε μπορείς να διανοηθείς και δε σου λέει, είναι πραγματικά δυνατός. Κι όποιος λέει διαφορετικά μέσα του παραμένει τυφλός κι ανόητος.


    Κι έφτυσες στα χέρια σου ξανά και ξανά να γεμίσει η χούφτα σου σάλια και τρίφτηκες παντού, σε όλο το πρόσωπο, έκανες όπως ζήτησα κι ο χρόνος είχε πάψει να έχει πραγματική σημασία. Κανένας μας δεν ήθελε χρόνο, γιατί ήμασταν κι όποιος είναι αυτό που είναι, γνήσια, δε μπορεί να είναι αλλιώς και πάντα αναζητά το ένα μισό το άλλο, μόνο που τα μισά δεν είναι τέλεια κομμένα, αλλά άτσαλα, με κορυφές και εγκολπώσεις και χώνονται άγρια το ένα μέσα στ’ άλλο, πληγιάζονται και τραβιούνται, παίρνουν ξανά φόρα και συγκρούονται για να πονέσουν, για να νιώσουν καλά, για να κουμπώσουν τέλεια, ώστε να μη μπορείς να δεις καμιά ρανίδα πια των μισών. Και δε βλέπεις και δε θέλουν να σταματήσουν. Δεν τους αρκεί. Δεν είναι αρκετό να αγαπούν μέσα στην ευκολία, ασφυκτιούν να μη το έχουν δίχως κόπο.


    Και τι γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Ο χρόνος απαιτεί να κυριαρχήσει και πάλι, να αφήσει το σημάδι του, να δώσει τη σολομώντεια λύση, να λες θέλω, αλλά δε μπορώ. Θέλω χρόνο, δε μπορώ να έχω εσένα. Κάποιοι το είπαν αποδέσμευση, κάποιοι το είπαν ξεφούσκωμα, ένας ποιητής έπεσε με τ’ άλογο στη θάλασσα και χάθηκε, τη στιγμή του μεγαλύτερου οίστρου, κι, αυτός του έκανε το χατίρι να τον συντροφεύσει αιώνια, πεθαίνοντας μαζί του. Γιατί ότι δε μπορεί να ζήσει για πάντα μαζί, γιατί ασφυκτιά, γιατί φοβάται, πεθαίνει στη μεγαλύτερη του κόψη, για να ζήσει στο μυαλό, για να ζήσει στην ψυχή. Και το τραγούδι συνεχίζεται, οι εραστές μένουν για πάντα τρελά τυφλοί ο ένας για τον άλλο, καθένας μόνος στο μυαλό του κι ο πόνος αγέρωχος κοροϊδεύει που άλλαξε τη μορφή, το σχήμα του, τον τρόπο να πετάει. Ένα αδίστακτο πουλί, με ένα μήνυμα στα νύχια, άλλοτε πέτρα που πέφτει από ύψος στο κεφάλι, άλλοτε μαχαίρι, ή θηλιά.


    Σε φοβάμαι, άρα δε σου κάνω, σήμαιναν τα λόγια. Δε μπορώ αυτά που θέλεις να σου δώσω.

    Σε θέλω τόσο που ξέρω ότι η επόμενη σύγκρουση θα μας διαλύσει. Ω έλα να συγκρουστούμε, όχι να μη το κάνουμε ποτέ. Γιατί ο πόνος τρώει πλάγια, δεξιά, αριστερά προς πάσα πλευρά, προς όλα τα επίπεδα. Και τα φτερά εξαφανίζονται, μεταμορφώνεται σε τυφώνα και διαλύει τα πάντα, ώσπου σ’ αγγίζει και μεταμορφώνεται στη φωτιά που θα σε κάψει. Και η ζωή κινεί τα συναισθήματα, ελέγχει τις μορφές, γιατί αν τα συναισθήματα έλεγχαν τον κόσμο, κανένας δε θα ήταν εκεί που βρίσκεται, θα ήτανε αλλού.


    Είχα πει την επόμενη φορά ό,τι κι αν θες εσύ, θα χύσω μέσα σου και θα χύσουμε μαζί και μετά θα συνεχίσω να σε τρυπάω και να σου σφίγγω το λαιμό, όχι για να ταιριάζει με κάποιο τελετουργικό, με μια ανάγκη απόδειξης του αν είμαστε ή δεν είμαστε το οτιδήποτε, αλλά γιατί κανένας απ’ τους δυο μας δε μπορεί να κάνει διαφορετικά. Γιατί πάντα τα μάτια σου έλεγαν μάτωσε με, να πάρε το λεπίδι που σου δίνω και χρησιμοποίησε το όπως επιθυμείς, βρες τις φλέβες μου και ξέσκισε τες, βρες τα βυζιά μου και χάραξε το όνομα σου, χύσε τα μάτια μου και μετά βγάλτα μου, να μην ξαναδώ τίποτα άλλο, διέσχισε τα μπούτια μου και άφησε γραμμές αίματος ως τις πατούσες, μα προπάντων γονατίζω εδώ μπροστά σου και περιμένω να μου ανοίξεις το κρανίο, να δυσκολευτείς, να πονέσεις προσπαθώντας και βγάλε έξω το μυαλό μου, κάντο ό,τι θες, διάλυσε το, χάραξε το, τράβα αναγνωριστικές μαχαιριές, πήγαινε αλλού ώσπου να βρεις την ψυχή μου, σου επιτρέπω να το κάνεις εσύ σε ‘μενα, σε εμπιστεύομαι να μου το κάνεις μόνο εσύ, δε θέλω άλλο να το κάνω μόνη μου, θέλω να τρώω τον πόνο μου απ’ το χέρι σου και να στον δίνω πίσω μ’ ένα φιλί.


    Φοβήθηκες, τρόμαξα κι εγώ κι ας μη το παραδέχτηκα. Δε μπορούσα να πάρω όλα όσα ήθελα, δε μπορούσες να μου δώσεις όλα όσα επιθυμούσες. Γιατί; Επειδή το μηδέν φώναζε πως οικειοθελώς κι αβίαστα θα το κάναμε κι οι δυο για τον υπέρτατο πόνο, γιατί το μηδέν είναι αυτόφωτο και τρώει από παντού. Από κάθε έναν ξεχωριστά, από την ουσία των δυο μαζί, από τις φλέβες τους, απ’ τα χείλια τους, απ’ τα θεριά που κρύβουν στο μυαλό τους, απ’ τις ιαχές που φωνάζει η ψυχή τους, απ’ το πάρε με, απ’ το δώσε με. Το μηδέν που εκμηδενίζει. Το μηδέν που στρογγυλοποιεί, το μηδέν που διαγράφεται, το μηδέν που δίνει απροσδιοριστίες και άπειρα, το μηδέν που δε μπορεί να γίνει αμελητέο γιατί είναι το μηδέν. Το μηδέν που σφάζει, το μηδέν που γελά, το μηδέν που χρωματίζει με κόκκινο για να κοροϊδέψει τις προθέσεις σου, το μηδέν που ύστερα γίνεται πράσινο και γαλανό και μαύρο και χρόνος και απόσταση, για να σου θυμίζει διαρκώς πως για πάντα θα το υπηρετείς.


    Δε μπορεί να πεθάνει, μα προκειμένου τα θύματα του να χάσει, γίνεται δίκοπο μαχαίρι να πέφτουν οικειοθελώς συνέχεια, αρκεί να έχουν μια δικαιολογία – που, πως, πια χρειάζονται δικαιολογίες; - για να συνεχίσουν με τις άκρες των δαχτύλων, με την κοινή κίνηση μέσα στον αέρα να βρίσκονται κάπου μαζί.


    Θέλει τεράστια δύναμη να μπορέσεις να σταματήσεις να ρίχνεις το ξεσκισμένο σώμα σου, το αιμόφυρτο, πάνω στο μαχαίρι, να πονάς κι εσένα για να πονάς τον άλλο, θέλει τεράστιο σθένος να αγνοήσεις τις λέξεις που έχουν ειπωθεί, να διαγράψεις πως αποχή = απόσταση, να σβήσεις πως ο άλλος στο ‘πε, να απολέσεις πως κι εσύ το είπες πριν από ‘κεινον, να αγνοήσεις κάθετί που δε χρειάζεται να αποδείξεις και να πεις αργά, αργά θα κάνουμε βήματα στο πλάϊ και θα προσπαθήσουμε μαλακά να αγκαλιαστούμε και τα μισά να μη συγκρουστούν, να μη τρίψουν το ένα τις κορυφογραμμές του στο άλλο, σαν απεγνωσμένοι υπηρέτες του μηδενός, μα να μην ξεχάσουμε πως η δύναμη του είναι η αδυναμία του, πως είναι μάγος που μπορεί να αλλάξει μορφές και να γίνεται κατά στιγμές ο κόπος, η αντιξοότητα που απαιτείται και να πεις στον άλλο, είσαι το δάσος, είσαι το δέντρο, είμαι το δάσος, είμαι το δέντρο και να τον πάρεις, γιατί εσύ θα τον πάρεις και κανένας άλλος και μαλακά να πάψετε να υπηρετείτε με αχόρταγο παροδικό ακαταλόγιστο, να μπορείτε να επιλέξετε μαζί με τον άλλο, γιατί επιλέξατε τον άλλο και τίποτα διαφορετικό δεν έχει σημασία. Αρκεί να μη φοβηθεί ξανά πως δεν είναι αρκετός. Γιατί δε θα τον χαλάσετε, γιατί θέλετε να τον έχετε και κάθε διαδικασία ενάντια, διακόπτεται ακαριαία.
     
    Last edited: 16 Μαϊου 2020
  2. Just_Me

    Just_Me Contributor

    Καθηλωτικό  
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Ο πόνος είναι ζωή, είναι συναίσθημα, είναι το φως της λάμπας που μας μαγνητίζει σαν τις νυχτοπεταλούδες, θέλουμε να το αγγίξουμε, να το αγκαλιάσουμε και να μας αγκαλιάσει. Ο πόνος είναι φωτιά και πάγος, πέτρα και χώμα, το μηδέν και το ωᵚ

    Ασυνήθιστα μελαγχολικό ύφος, μου άρεσε πολύ.

    Αν ήταν τραγούδι θα ήταν αυτό.

     
  4. Wild

    Wild Regular Member

    Απλά.....
    Υπέροχο.....
     
  5. marget

    marget New Member

    Και σχεδόν παντα ο χρόνος κυριαρχεί !!!!
    Γραφή υπέροχη και αληθινή!
     
  6. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Κι όπως το σκοτάδι συρρίκνωσε σε μια στιγμή που δεν κοιτούσα, τα πάντα γύρω μου σκέφτηκα μεμιάς πως ο χρόνος είναι χαμαιλέοντας. Άλλοτε γίνεται συνέπεια, άλλοτε γίνεται επίπτωση, άλλοτε παιδί κι άλλοτε πάλι φαντασμαγορικό τοπίο. Σα συνέπεια εκστασιάζει μέσα σε μια απειροελάχιστη στιγμή τιμωρίας, σαν επίπτωση με τη διαχρονικότητα νουθετεί. Ένα παιδί που τρέχει στην άκρη του νερού με βάδισμα αστείο, αθώο, χαμένο πια για ‘μας. Μια γιγάντια επιφάνεια που λαμπυρίζουν απλές πέτρες για μόλις ένα λεπτό, ή έναν αιώνα. Ο χρόνος είναι πόνος. Στιγμιαίος, ανεξέλεγκτος, ατάραχος για τα δεινά που προκαλεί κι άλλες φορές αργός σαν την πούδρα στην κλεψύδρα, μεθοδικός, με γαλήνιες αυξομειώσεις που γίνονται συνήθεια σαν αυτές τις μικρές που έκαναν κύκλο κρυστάλλωσης κι αποκρυστάλλωσης στα όνειρα του Γερμανού.


    Έχασα το σταδιακό μαύρισμα του ουρανού. Μιας στιγμής το ξαφνικό μου στέρησε αυτή την καθησυχαστική αργή, αλλαγή χρώματος. Κι υπάρχει μια στιγμή που τόσο ήθελα να τη δω, όχι το δειλινό, πολύ μετά απ’ αυτό, ένα μπασταρδεμένο μαύρο που μοιάζει να το σκίζει το αίμα του σύμπαντος και βρίσκεται πάνω απ’ όλους, μέσα σε όλους. Ναι είναι αληθινό. Τόσο συχνά μοιάζουμε με όλα γύρω μας και μας τρομάζει τόσο αυτή η απλότητα που γρήγορα τρέχουμε να κρυφτούμε πίσω από μπλιμπλίκια και ανουσιότητες. Κι αυτή ακόμη μια μεταμόρφωση του χρόνου και μια μεταμόρφωση του πόνου. Γιατί ο πόνος μπορεί πάντοτε να είναι ο εαυτός σου, χωρίς να τον ακούς, χωρίς να τον βλέπεις, δίχως να τον νιώθεις. Σε σκεπάζει κάτω από μια απέραντη φασματική ελπίδα, πως αν τον ακούσεις, αν τον δεις, ή τον γευτείς, θα σταματήσει να υπάρχει, θα σταματήσεις να επαιτείς την παρουσία του.


    Τόση λίγη προσπάθεια είναι αρκετή για να χαράξεις ένα χαμόγελο με το μαχαίρι στο τραπέζι και τόση λίγη σημασία έχει, αν είναι πραγματικά ένα χαμόγελο, ή μια καμπύλη κι αν βάλεις δυο τελείες, αν είναι πράγματι τελείες, ή μάτια. Μεταμορφώσεις κι αλληγορίες κι ηλίθια προσκόλληση σε όλα όσα δεν έχουν καμία σημασία, σαν μια ανάγκη να προξενείς δυσφορία εκεί που δεν υπάρχει, ή να την κρύβεις από εκεί που είναι αληθινή. Πάψε σου φωνάζει το σκοτάδι, πάψε για να γαληνέψεις, πάψε για να ανησυχήσεις. Αλλαγές, όλα είναι αλλαγές, μέσα στις μεταμορφώσεις τους, ακόμα κι όταν δε τις θες, υπάρχουν, εκεί για να σε βασανίζουν και την ίδια στιγμή είναι καλόδεχτες, σα μιαν ανάγκη αυτοκαταστροφής.


    Χαρμόσυνα μηνύματα μέσα σε τόνους δυστυχίας κι ανείπωτη λύπη σε χαμόγελα, όλα πλεγμένα με το χρόνο, όλα πλεγμένα με τον πόνο, ανακατεμένες αλλαγές, αστάθεια και ασυνέπεια. Ό,τι δεν μπορεί να αλλάξει καταντάει μια ειρωνεία μέσα στην οποία μόνο ο χρόνος γελά κι αυτό που μοιάζει σταθερό κάποτε ποτίζει στο αίμα, πεθαίνει ζωντανό κι άλλοτε πεθαίνει πεθαμένο. Κι ο πράσινος σκύλος, το σοκολατί περιστέρι, το η μωβ γάτα, δεν είναι παρά μια υπενθύμιση πως στις βιτρίνες πάντοτε τα χρώματα είναι πιο ζωντανά, πιο παιχνιδιάρικα, πιο ψευδαισθητικά. Κι όμως καταλήγει κάποτε το αφύσικα μωβ γατί να γίνει αγαπημένο προσκεφάλι, ποτισμένο στο κλάμα, σε μυρωδιές που βάφτισαν η μια την άλλη και περιμένει σε κάποιο κρεβάτι την αιώνια επιστροφή, ή την αλλαγή, πότε θα το κρύψουν σε μια σακούλα, σε ένα πατάρι, ή θα πεταχτεί.


    Στη Φρεαττύδα υπάρχουν κάποια μουσειακά κανόνια εκτεθειμένα. Ίσως κάποιο, ένα βράδυ μαγικό δουλέψει και να μπορέσουμε να πυρπολήσουμε όλα αυτά τα αφύσικα μωβ γατιά κι ίσως αντί για φελιζόλ, μπαμπάκια, κομφετί, με έκπληξη να τα δούμε να σκάνε και να μας λούζουν αίμα. Κι ίσως εκείνη ειδικά τη στιγμή να αποκτήσουμε ένα χαμόγελο πραγματικό, ή ένας πόνος βαθύς μας γονατίσει, ίσως και τα δυο μαζί. Σε μια νύχτα, που δε θα υπάρχει χρόνος, δε θα έχει μεσολαβήσει ο μπάσταρδα μαύρος αιμόφυρτος ουρανός, απλά θα έχουν όλα μαυρίσει διαμιάς, σηματοδοτώντας το ξεγέλασμα του χρόνου, τη βουή του πόνου, το σκιερό χαμόγελο μιας ριπής αέρα, ή ενός τσιγάρου που σβήνεται στο μπούτι.


    Αργά, πολύ αργά κυλά ο χρόνος για να μας κοροϊδέψει πως δεν είναι απειλητικός. Γρήγορα τρέχει και μας προσπερνά για να μας κλέψει κάθε απέραντη ομορφιά. Αιώνιες στιγμές που πεθαίνουν γεννώντας η μια την άλλη και τώρα έχει βγει ένα δειλό πρωινό φως. Ανοίγω το πατζούρι, ανοίγω το τζάμι και σου ζητάω να σταθείς στα γόνατα σου πάνω στο περβάζι. Θα πέσω μου λέει η φασματική μορφή σου. Κλείσε τα μάτια και φέρε πίσω τα χέρια σου. Τα σταυρώνω, τα δένω αναμεταξύ τους, τα δένω με τα πόδια σου που κρέμονται ακόμη μέσα στο δωμάτιο, σε αγκαλιάζω απ’ τους ώμους και κοιτώ απ’ τον ώμο σου τον περίπατο της μέρας που ανθίζει. Η Pj Harvey σιγοτραγουδά νοσταλγικά Like a pain in the river, ξανά και ξανά, ώσπου το κομμάτι τελειώνει και το Trial by fire μου υπενθυμίζει πως το φάσμα σου ίσως και σύντομα να χαθεί. Νιώθω πως μου έχεις εμπιστοσύνη, σα να σε ρώτησα και να μου το πες και σου ζητώ να αναπνεύσεις βαθιά, αργά και μόλις το νιώσεις, να ανοίξεις τα μάτια. Μου λες νευρικά, να νιώσεις τι, η φασματική παρουσία μου σου απαντά, το κενό, την εμπιστοσύνη σου σε ‘μενα, στο χρόνο, στον πόνο, ακόμη και μέσα στο κενό. Ανοίγεις τα μάτια κι υπάρχει τόση ομορφιά σ’ αυτό το βλέμμα, που δε μπορώ να δω, της πολύτιμης επίγνωσης, πως τίποτα πια δε θα ‘ναι ίδιο. Το κενό μπροστά, τα σκοινιά που φυλακίζουν τη σκλαβιά οου κι εγώ που σ’ ακουμπώ, εδώ, τώρα, χθες, αύριο, πάντα, ποτέ. Ένα άγγιγμα που ψιθυρίζει με τα μάτια που δεν βρίσκονται εκεί, ώρα να πετάξουμε, τώρα, χθες, ποτέ, πάντα.
     
  7. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Σπαρακτικό...