Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μπλε βελούδο

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος You_only_live_once, στις 22 Νοεμβρίου 2020.

  1. You_only_live_once

    You_only_live_once Ένα παιδί μετράει τ άστρα

    Ξύπνησε απότομα από μια δυνατή βροντή. Άνοιξε τα ματια του και τα έστρεψε στο παράθυρο.Είχε αρχίσει να βρέχει. Μαύρα σύννεφα είχαν απλωθεί παντού. Κοιταξε το ρολόι του. Κόντευε 4 το απόγευμα. Διαπίστωσε ότι ο μεσημεριανός του ύπνος κράτησε περισσότερο από ότι υπολόγιζε.

    Σηκώθηκε, φόρεσε το γκρι αθλητικό σορτσάκι και την κόκκινη αθλητική φανέλα που του είχε κάνει δώρο και πήγε στην κουζίνα. Άναψε τσιγάρο και έριξε μια κλεφτή ματιά στο υπόλοιπο σπίτι. Ήταν όλα όπως έπρεπε. Σε λίγο το σπίτι θα υποδεχόταν τον Αφέντη του και όλα έπρεπε να είναι καθαρά, τακτοποιημένα και γιορτινά.

    Άναψε τσιγάρο και ξεκίνησε να θυμάται τις διακοπές τους σε διαφορα μικρά νησιά του Αιγαίου. Η αναπόληση του διακόπηκε από τον ήχο της ειδοποίησης ενός email που ήρθε στο κινητό του. Ήταν από τον συνέταιρο του, ο οποίος ρωτούσε για την αναφορά ενός πελάτη. Δε νοιάστηκε. Το αγνόησε με μεγάλη χαρά. Θα ερχόταν ο άνθρωπος του. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο γι αυτόν, τούτη την ώρα. Χαμογέλασε και απόλαυσε άλλη μια ρουφηξιά καπνού. Ήταν πια αρχές Οκτωβρίου και είχε να τον δει ενάμιση μήνα. Του είχε λείψει πολύ. Επικοινωνούσαν συχνά πυκνά με μηνύματα. Εκτός από τις τελευταίες δυο εβδομάδες. Δεν είχε λάβει κανένα μήνυμα του. Ήξερε ότι η οικογένεια του ήταν η πρώτη προτεραιότητα για τον Αφέντη του. Τον κατανοούσε και τον σεβόταν. Δεν ήθελε να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Μέσα του όμως, πάλευε με την ανάγκη να ανήκει στον Αφέντη του. Μέχρι σήμερα το πρωί, που έλαβε μήνυμα του.
    - Γύρισα στην Αθήνα. Θέλω να σε δω!
    - «Καλώς ήρθατε!» Του είπε. « Μου δίνετε μεγάλη χαρά! Όποτε θέλετε είμαι εδώ για εσάς!»
    - Θα έρθω σπίτι σήμερα το απόγευμα γύρω στις 5.
    - «Σας περιμένω! Σας αγαπώ!» του απάντησε και πλημμύρισε από ελπίδα και προσμονή. Αμέσως βάλθηκε να ετοιμάσει το σπίτι. Όταν τελείωσε, έκανε ντους και ξάπλωσε για να ξεκουραστεί πριν υποδεχθεί Εκείνον.

    Η ώρα είχε πάει 5 και 10. Κάθε τόσο, ένας δυνατός κεραυνός ξέσκιζε τα σπλάχνα του ουρανού και διατάρασσε την αρμονία του βροχερού σκηνικού. Ήταν όρθιος, χωρίς παπούτσια μόνο με τις κάλτσες, λίγα βήματα πίσω από την πόρτα και περίμενε εναγωνίως να έρθει Εκείνος. Ανησύχησε μήπως δεν έβρισκε να παρκάρει. Ξάφνου κόλλησε το αφτί του στην πόρτα γιατί του φάνηκε ότι άκουσε το ασανσέρ. Και ναι είχε δίκιο. Κάποιος το είχε καλέσει κι αυτό κατευθυνόταν προς τα κάτω.

    Απομακρύνθηκε από την πόρτα και πήγε στην αρχική του θέση, λίγα βήματα πίσω. Από μέσα του παρακαλούσε να σταματήσει στον 4ο. Το ασανσέρ σταμάτησε. Λες και τον λυπήθηκε και ανταποκρίθηκε στην παράκληση του. Στο σημείο αυτό, του κόπηκε η ανάσα. Έκανε απόλυτη ησυχία, έκλεισε τα ματια και προσπαθούσε να αφουγκραστεί κάθε ήχο από το διάδρομο. Άκουσε το ασανσέρ να ανοίγει και στη συνέχεια τρία βήματα, μέχρι το σημείο που ήταν ο διακόπτης για το φως του διαδρόμου. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά. Ήξερε οτι όποιος ήταν απέξω είχε δυο επιλογές. Η να κινηθεί αριστερά προς το απέναντι διαμέρισμα ή δεξιά προς το δικό του.

    Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, πιστεύοντας ότι μπορούσε να ελέγξει πνευματικά τον άγνωστο επισκέπτη του 4ου ορόφου και να τον κατευθύνει προς το δικό του διαμέρισμα. Συνειδητοποίησε ότι η τρελή του επιθυμία για τον Άνθρωπο του τον οδηγεί σε γραφικότητες, σε σκέψεις που καταντούν γελοίες. Πήρε μια βαθειά ανάσα και είπε μέσα του. «Οποίος κι αν είναι, σε λίγα δευτερόλεπτα θα ξέρουμε. Οπότε κόψε τις μαλακίες!». Και το έμαθε.

    Άκουσε τα βήματα να πλησιάζουν προς το διαμέρισμα του. Είδε σκιά να κινείται κάτω από την πόρτα. Άκουσε κλειδιά και επικέντρωσε τα ματια του στην κλειδαριά, η οποία τώρα γύριζε γρήγορα. Η πόρτα άνοιξε. Τον είδε. Και τότε το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να χαμογελάσει.

    Συνεχίζεται....
     
  2. You_only_live_once

    You_only_live_once Ένα παιδί μετράει τ άστρα

    Ανοίγοντας η πόρτα, του αποκάλυψε όσα του έλειπαν. Στην αρχή, είδε να ξεπροβάλει το πρόσωπο του κι έπειτα το υπόλοιπο σώμα του. Εκείνος ήταν σοβαρός, όπως πάντα και είχε τα ματια του κάτω, καθώς σκούπιζε τα παπούτσια του στο πατάκι της πόρτας. Τότε, σήκωσε το βλέμμα, τον κοιταξε και του χαμογέλασε. Το χαμόγελο αυτό φανέρωνε οικειότητα γλυκύτητα και σιγουριά. Ξέρει γιατί βρίσκεται εκεί. Δεν το μετανιώνει. Έχει επιλέξει συνειδητά, παλικαρίσια. Έχει αποφασίσει να τιμήσει την επιλογή του και έτσι τιμά τον εαυτό του.

    Με μια δρασκελιά, περνά από το κατώφλι, στο εσωτερικό του σπιτιού. Δεν ήταν ένα ξένο σπίτι. Αυτό το σπίτι δεν ήταν δικό του, αλλά το όριζε. Ειναι ο Αφέντης αυτού του σπιτιού. Κι αυτό τον καυλωνε. Μέσα του γνωρίζει ότι δεν ήρθε να γαμησει και να φύγει. Εδώ έχει τον πρώτο λόγο. Εδώ ηγείται. Εδώ βρίσκεται κάποιος που μπορεί να μην ήταν ο,τι σημαντικότερο για τον Αφέντη, αλλά σίγουρα ήταν πολύτιμος για Εκείνον και τον αγαπούσε. Είχε έρθει λοιπόν, συνειδητοποιημένα, να απολαύσει τον ηγετικό του ρόλο, την εξουσία, την κατάκτηση, την υποταγή.

    Έκανε ένα βήμα και κλείνοντας την πόρτα πίσω του, είπε «καλησπερα» με φωνή σταθερή, σοβαρή, ήρεμη. Κι έμεινε ακίνητος, περιμένοντας την κατάλληλη υποδοχή. Η απάντηση που έλαβε ήταν χαμογελαστή και ειχε τονο ανακούφισης.
    - Καλησπερα.
    Το αγόρι τον πλησίασε και από αμηχανία έβαλε τα χέρια στις τσέπες του σορτς. Στη θέα του έτρεμε από καυλα. Τρελαινόταν από ηδονή. Οτι είχε έρθει. Οτι ήταν εκεί, μαζί του. Οτι είχε δικά του κλειδιά. Ότι τώρα δε θα χρειαζόταν να κάνει άλλο ο ίδιος κουμάντο, αλλά θα παρέδιδε στον φυσικό εξουσιαστή αυτού του σπιτιού. Του είχε εμπιστοσύνη και είχε ανάγκη την παρουσία του.

    Περιεργάστηκε το πρόσωπο του Αφέντη . Είχε ξυρίσει το κεφάλι του και είχε αφήσει γένια. Είχε αδυνατίσει και το μαύρισμα του καλοκαιριού δεν είχε φύγει από το δέρμα του. Φορούσε ένα καφέ σκούρο δερμάτινο μπουφάν, ένα λευκό μπλουζάκι από μέσα, ένα τζιν παντελόνι ξεβαμμένο, ελαφρώς εφαρμοστό και μαύρα παπούτσια all star. Παρατηρώντας τον, διαπίστωσε ότι ήταν βρεμένος.
    - «βραχήκατε;» Τον ρώτησε. Και συνέχισε. «Μισό λεπτό να φέρω πετσέτα να σας σκουπίσω και να σας αλλάξω». Δυσκολευόταν όμως να πάρει τα ματια του από πάνω του. Μέσα του πανηγύριζε, φώναζε στον εαυτό του «πωωωωω είναι καυλαρος». Ήθελε να χοροπηδήσει από τη χαρά του. Αντ’αυτού, στράφηκε προς το εσωτερικό του σπιτιού και κατευθύνθηκε προς το λουτρό. Πήρε δυο πετσέτες, μια μεγάλη σώματος και μια μικρή προσώπου και επέστρεψε κοντά του.

    - «ναι βράχηκα καθώς βγήκα από το αυτοκίνητο και περπάτησα για να έρθω στην πολυκατοικία.» Είπε και ακούμπησε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, τα κλειδιά του σπιτιού και το κινητό του στο μπουφέ, δίπλα από την πόρτα.
    - δυσκολευτήκατε να παρκάρετε ;
    - «όχι. Ένα τετράγωνο πιο κάτω. Αλλά μέχρι να έρθω έγινα μούσκεμα.» Στράφηκε προς το αγόρι και σιγανά και χαμογελαστά του είπε «αλλά τα κατάφερα, ήρθα». Και άνοιξε τα χέρια του.
    Το αγόρι χαμογέλασε, μπήκε στην αγκαλιά του , έκλεισε τα ματια του και ένιωσε τον Αφέντη του να χτυπά χαλαρά την πλάτη του .

    Έτσι όπως τον αγκάλιασε και ακουμπούσε το μάγουλο του στο δικό του, μύρισε το άρωμα του που είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει.Μπορούσε ακόμα να μυρίσει το άρωμα του βρεγμένου δερμάτινου μπουφάν. Μια μυρωδιά γεμάτη ένταση, αγριάδα και δυναμισμό.
    - «ελάτε να αλλάξουμε μην κρυώσετε.» Του είπε και έκανε να του βγάλει το μπουφάν.
    Ο Αφέντης δε μίλησε, παρά αφέθηκε στην περιποίηση του αγοριού του. Παράλληλα, έβγαλε τα βρεγμένα του all star παπούτσια, με τα πόδια του και τα παραμέρισε. Το αγόρι χάζεψε για ένα δυο δευτερόλεπτα τα καλοσχηματισμένα μπράτσα του Αφέντη του και συνειδητοποίησε ότι ερεθιζόταν από το γεγονός πως το σωμα του Αφέντη του δεν ήταν παραφουσκωμένο, ή παρατημένο, αλλά ένα φυσικά γυμνασμένο, γεροδεμένο κορμί, χωρίς υπερβολές.

    Ο Αφέντης τον επανέφερε στην πραγματικότητα, με έναν μάλλον προστακτικό, παρά προτρεπτικό τόνο στη φωνή.
    - «Βγάλτες» είπε, κοιτάζοντας προς τα κάτω, όπου φαίνονταν οι μουσκεμένες κάλτσες, κολλημένες στα πόδια του.
    - «μάλιστα κύριε» αποκρίθηκε το αγόρι με αποφασιστική φωνή και έσκυψε αμέσως να εκτελέσει την πρώτη προσταγή του Αφέντη του. Η οσμή δεν ήταν σίγουρα ευχάριστη, μιας και τα όμβρια ύδατα είχαν εισχωρήσει στα πάνινα παπούτσια του Αφέντη, αλλά ήταν κάτι περισσότερο από ευχαριστο γι αυτό να περιποιείται τον Άντρα του, τον Αφέντη του. Του έβγαλε τις κάλτσες και τις κράτησε στο χέρι του. Ο Αφέντης του είπε να τις βάλει στο καλάθι με τα άπλυτα και ότι ο ίδιος θα έβαζε εκεί, αργότερα, όλα τα ρούχα του, που ήθελαν πλύσιμο μέχρι αύριο το βράδυ.

    Το αγόρι υπάκουσε και ξεκίνησε για το λουτρό. Πριν φτάσει όμως, σταμάτησε και γύρισε προς τον Αφέντη του. «Θα αλλάξετε εκεί ή στο λουτρό;». Ρώτησε και είδε τον Αφέντη να ετοιμάζεται να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα του. Ο Αφέντης το καλοσκέφτηκε και απάντησε.
    - «θα αλλάξω εδώ. Άσε τις κάλτσες, πλύνε τα χέρια κι έλα να με αλλάξεις.» Κι αμέσως χαμογέλασε και έκλεισε το μάτι. Το αγόρι του χαμογέλασε κι εκείνο και έτρεξε να κάνει γρήγορα ότι έπρεπε και να βρεθεί ξανά κοντά του .
    Όταν τον πλησίασε, του είπε «να σας πω κάτι;» Εκείνος απάντησε «έλα ρε».
    - «είστε ΚΑΥΛΑΡΟΣ» είπε το αγόρι.
    Εκείνος γέλασε, χαμηλώνοντας το βλέμμα, με ένα αίσθημα ικανοποίησης αλλά και σεμνότητας, να ζωγραφίζουν το απίστευτα όμορφο πρόσωπο του. Τον βοήθησε να βγάλει το λευκο κοντομάνικο μπλουζάκι του. Καθώς ο Αφέντης σήκωνε τα χέρια για να βγάλει το μπλουζάκι, το αγόρι μύρισε τον ιδρώτα του. Το σώμα του ήταν φρεσκοπλυμένο και η μυρωδιά του φρέσκου ιδρώτα ήταν ακατανίκητη. Λες και η τεστοστερόνη του Αφέντη κατατρόπωνε κάθε ορμόνη του αγοριού και ξεκινουσε η διαδικασία κατάκτησης-υποταγής και ανταλλαγής ουσιών, πριν καν αγγιχτούν τα κορμιά. Όταν έβγαλε τη μπλούζα, αντίκρυσε το κορμί του. Ήταν όπως το θυμόταν. Γεροδεμένο, με αρκετή τριχοφυΐα, χωρίς να γίνεται δασύτριχο αλλά ελαφρώς αδυνατισμένο.

    Του είχε λείψει να βλέπει, να νιώθει, να ανήκει σε αυτό το κορμί. Ενάμισης μήνας απουσίας ήταν μια δοκιμασία γι αυτόν, που ήθελε να νιώθει κάθε δευτερόλεπτο την κυριαρχία του Αφέντη. Άρχισε να σκουπίζει με ευλάβεια το πρόσωπο του Αφέντη του. Προχώρησε στο στήθος του. Ανατρίχιασε που τον ακουμπούσε.
    - «μου λείψατε πολυ”. Του ψιθύρισε.
    - « μου έλειψες μωρακο» απάντησε τρυφερά και σοβαρά Εκείνος.
    Τότε το αγόρι σήκωσε το δεξί χέρι του Αφέντη και ξεκίνησε να γλείφει την ιδρωμένη μασχάλη του. Ο Αφέντης βογγηξε από ευχάριστη. Κάρφωσε τα ματια του πάνω του, όση ώρα το αγόρι του σκούπιζε με τη γλώσσα τον ιδρώτα από το δικό του σώμα. Το αγόρι προχώρησε στο αριστερό χέρι και ταυτόχρονα ξεκούμπωσε το παντελόνι.

    Από μέσα αισθάνθηκε μια ελαφριά σκληράδα και μια ζεστασιά. Ο αφέντης έβγαλε το τζιν παντελόνι και στάθηκε με το εσώρουχο μπροστά στο αγόρι του. Τα πόδια του ήταν καλογυμνασμένα και όσο πρέπει σφιχτά. Στο μαύρο μποξεράκι του διαγραφόταν ένας ελαφρώς ερεθισμένος, μεγάλος πουτσος. Εκείνος πήρε την πετσέτα σώματος και είπε στο αγόρι. «Πάω για μπανάκι. Εσυ στυψε μου μια πορτοκαλάδα κι έφτασα.» Μπήκε στο λουτρό, έκλεισε την πόρτα και άνοιξε τη βρύση. Το αγόρι έκανε ο,τι το πρόσταξε ο αφέντης και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας περιμένοντας τον.

    Μετά από 5 λεπτά, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Αφέντης, τυλιγμένος με την πετσέτα του μπάνιου. Ήρθε στην κουζίνα. Πλησίασε το αγόρι. Στάθηκε μπροστά του. Το αγόρι σηκώθηκε. Τον ρώτησε «όλα καλά ;» Ο Αφέντης πλησίασε σε απόσταση αναπνοής και απότομα αλλά σταθερά, έδωσε ένα γεμάτο γλωσσόφιλο στο αγόρι του. Άφησε πολύ σάλιο στο στόμα του αγοριού. Ήξερε ότι το αγόρι λάτρευε τη γεύση του και πέραν αυτού ήθελε να τον κάνει δικό του. Ήταν σαν να του έβαζε σιγά σιγά το δηλητήριο της κατάκτησης. Σταμάτησε να τον φιλάει. Τώρα πια ο Αφέντης είχε σοβαρέψει. « βγάλε τα ρούχα σου εδώ μπροστά μου, δίπλωσε τα και αστα πάνω στο τραπέζι.» Πρόσταξε. Το αγόρι εκτέλεσε τρέμοντας από καυλα. Εκείνος συνέχισε « ξάπλωσε μπρούμυτα στο πάτωμα, προσκύνησε μου τα πόδια». Το αγόρι ξάπλωσε στο πάτωμα και άρχισε να φίλα και να προσκυνά τα πόδια του Αφέντη. Εκείνος κάθισε στην καρέκλα πήρε το πακέτο με τσιγάρα του αγοριού του, άναψε ένα τσιγάρο και ρουφώντας τον καπνό είπε, απευθυνόμενος στο αγόρι, χωρίς να το κοιτάζει.
    - Πας μέσα στην κρεβατοκάμαρα, ξαπλωνεις μπρούμυτα με το κεφάλι στο μαξιλάρι, τουρλώνεις κωλο και βάζεις τα χέρια πίσω από τον αυχένα. Κατανοητός;
    - «Μάλιστα» απάντησε το αγόρι.
    - «Έφυγες! Κάνω το τσιγάρο και έρχομαι»
    Το αγόρι χάθηκε, πηγαίνοντας στο δωμάτιο και ο Αφέντης πήγε στην πόρτα. Κλείδωσε δυο φορές και έβαλε και το σύρτη. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι στο Βασίλειο του δε θα παρεισφρύσει κανένας άλλος και δε θα φύγει και κανεις . Μόνο εκείνος διαφεντεύει εδώ. Και τώρα ήταν έτοιμος να ασκήσει το απόλυτο Κυριαρχικό του δικαίωμα

    Συνεχίζεται.....
     
  3. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna Captain's property Contributor

  4. You_only_live_once

    You_only_live_once Ένα παιδί μετράει τ άστρα

    Χαχαχα. Μ αρέσει αυτό το τραγούδι.
     
  5. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna Captain's property Contributor

    Κι εμένα  
     
  6. You_only_live_once

    You_only_live_once Ένα παιδί μετράει τ άστρα

    Είχε περάσει αρκετή ώρα και τα δυο κορμιά βρίσκονταν πια αγκαλιασμένα στο κρεβάτι. Και οι δυο είχαν καταθέσει τον καλύτερο τους εαυτό. Η παράδοση ήταν άνευ όρων. Η κατάκτηση ήταν ολοκληρωτική. Όση ένταση κι αν υπήρξε προηγουμένως είχε μετατραπεί σε μια γλυκιά ηρεμία. Ο Αφέντης έκανε να σηκωθεί και πρόσταξε το αγόρι του να κάνει το ίδιο. Εκείνο υπάκουσε με ευχαρίστηση.
    -τι θα μαγειρέψεις απόψε ;
    -ό,τι σας κάνει ευχαρίστηση! Είπε το αγόρι και χαμογέλασε.

    Μια ώρα αργότερα το φαγητό ήταν έτοιμο. Ο Αφέντης και το αγόρι του κάθισαν στο τραπέζι για το δείπνο. Κατά τη διάρκεια του φαγητού, είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν για αυτά που συνέβησαν, όσο ήταν μακρυά ο ένας από τον άλλο. Με το πέρας του δείπνου ο αφέντης είπε στο αγόρι να μαζέψει και στη συνέχεια να ετοιμαστεί για να πάνε έναν περίπατο. Το αγόρι πρόθυμα ξέστρωσε το τραπέζι έπλυνε τα πιάτα και κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα για να στρώσει το κρεβάτι και να ντυθεί. Όση ώρα ετοιμαζόταν, ο Αφέντης ασχολήθηκε με το κινητό του.

    Δυο ώρες αργότερα και ενώ το ρολόι έδειχνε 22.45, οι δυο τους επέστρεψαν από τον περίπατο, κρατώντας ένα μπουκάλι σαμπάνια που αγόρασαν νωρίτερα, με προτροπή του αγοριού, για να γιορτάσουν το σμίξιμο τους. Ο αφέντης εβγαλε τα αθλητικά ρούχα του, φόρεσε ένα αθλητικό σορτσάκι, μια αθλητική μπλούζα με ράντες και κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Ακούμπησε τα γυμνά του πόδια στο τραπεζάκι, άπλωσε τα χέρια του στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση. Το αγόρι του, βλέποντας την εικόνα αυτή, θέλησε να κάνει πλάκα με τον αφέντη του και έτσι του σφύριξε με θαυμασμό. Ο αφέντης γύρισε και τον κοιταξε με περιέργεια και όταν είδε το αγόρι του να τον κοιτα προκλητικά και να χαμογελάει, γέλασε δυνατά και η έκφραση του μαρτύρησε ότι αισθανόταν κολακευμένος αλλά και λίγο ντροπαλός.
    -πήγαινε κανε ντουσακι κι έλα να ανοίξουμε τη σαμπάνια.
    -τρέχω!

    Λίγη ώρα αργότερα το αγόρι άνοιξε το συρτάρι της κατάψυξης, πήρε το μπουκάλι και εβγαλε δυο κολωνάτα ποτήρια σαμπάνιας από το ντουλάπι. Ο αφέντης σηκώθηκε, πλησίασε το αγόρι, πήρε το μπουκάλι από το χέρι του αγοριού και ανοίγοντας με δύναμη το φελλό είπε στο αγόρι του «αρχηγού παρόντος μωρακο, δεν κάνεις τέτοιες μαλακιες. Εγώ είμαι ο άντρας του σπιτιού, εγώ θα την ανοίξω.» Οι δυο τους τσούγκρισαν φιλήθηκαν στο στόμα, ήπιαν μια γουλιά φιλήθηκαν ξανά στο στόμα και αγκαλιάστηκαν.

    Το αγόρι χαμογέλασε. Σκέφτηκε ότι ένιωθε πλήρης. Φίλησε τον άντρα του στο μάγουλο και του χάιδεψε την πλάτη. Εκείνος πήγε ξανά στη θέση του στον καναπέ του σαλονιού. Το αγόρι ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι και ντύθηκε με τα ρούχα που είχε αφήσει πιο δίπλα προηγουμένως. Τη στιγμή που ξανάπιασε το ποτήρι του άκουσε το κουδούνι τις πόρτας να χτυπά. Γύρισε προς τον αφέντη του. Τον είδε να κοιτα δήθεν αδιάφορα την τηλεόραση. Το πρόσωπο του όμως μαρτυρούσε όμως μια αμηχανία. Το αγόρι, παραξενεμενο κατευθύνθηκε σχεδόν αθόρυβα στην πόρτα. Κοιταξε από το ματάκι και αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπά γρήγορα και δυνατά. Γύρισε ξανά αναστατωμένος προς τον αφέντη του. Εκείνος στεκόταν ήρεμος στην ίδια θέση και παρακολουθούσε τηλεόραση. Έδειχνε ψύχραιμος και δημιουργούσε την εντύπωση ότι είχε πλήρη επίγνωση του ποιος βρίσκεται από την άλλη μεριά τις πόρτας. Το αγόρι άρχισε να αισθάνεται ότι μαλλον συμβαίνει κάτι που δεν έχει αντιληφθεί. Για ποιο λόγο αυτός ο άνθρωπος χτυπούσε το κουδούνι και γιατί ο αφέντης του έδειχνε να αδιαφορεί ;

    Συνεχίζεται....
     
  7. You_only_live_once

    You_only_live_once Ένα παιδί μετράει τ άστρα

    Το αγόρι στεκόταν σαστισμένο στην πόρτα. Κοιτούσε τον αφέντη με αναστάτωση. Αναρωτιόταν τι συμβαίνει. Με τα χέρια του έδειχνε προς την πόρτα και με το βλέμμα του καρφωμένο στον αφέντη του, ψιθύρισε « έξω είναι κάποιος που..... νομίζω είναι ο κολλητός σας.... ο Παναγιώτης». Ο Αφέντης απάντησε δυνατά «Ναι! Άνοιξε του!». Το αγόρι ξαφνιάστηκε από την απάντηση του αφέντη. Στο μυαλό του υπήρχαν πολλά ερωτήματα. «Τι δουλειά έχει εδώ ο κολλητός του Αφέντη μου; Πως έμαθε που μένω; Δεν έχουμε γνωριστεί ποτέ, άρα που με ξέρει; Μήπως γυρεύει τον αφέντη μου; Κι αν ναι πως ξέρει ότι βρίσκεται εδώ ; Ο αφέντης μου γιατί δεν είναι αναστατωμένος; Μήπως θα πρέπει να κρυφτώ ;» Ήταν όμως βέβαιος ότι δε θα αργούσε η στιγμή που θα έπαιρνε τις απαντήσεις που χρειαζόταν.

    Στα δευτερόλεπτα που το αγόρι κοιτούσε σαστισμένο και αναρωτιόταν, ο αφέντης σηκώθηκε, είπε στο αγόρι «άνοιξε του ανθρώπου ρε συ! Τι τον αφήνεις έξω ;» και άνοιξε την πόρτα. Το αγόρι αποτραβήχτηκε θέλοντας να παρατηρήσει τα όσα επρόκειτο να εκτιλυχθουν από μια σχετική απόσταση. Κι αυτό όχι επειδή φοβόταν, αλλά επειδή του φαίνονταν τόσο παράξενα και χρειαζόταν χώρο και χρόνο να δει τα πράγματα να εξελίσσονται.

    Η πόρτα άνοιξε και ο αφέντης είπε χαμογελαστά και εγκάρδια «καλώς τον! Πέρασε». Ο απρόσμενος επισκέπτης έκανε ένα βήμα και με ευγενικό τρόπο στάθηκε μπροστά από την πόρτα, έχοντας στραμμένο το σώμα του και το πρόσωπο του τόσο προς τον αφέντη που τον υποδέχθηκε, όσο και προς το αγόρι. Με χαμογελαστό αλλά συνάμα σοβαρό ύφος είπε δυνατά «καλησπεραα».

    Ο αφέντης τον χτύπησε στον ώμο και του είπε χαμογελαστά «Άντε ήμασταν έτοιμοι να πάμε για ύπνο. Θα πίναμε τη σαμπάνια μας, που σημειωτέον τη διάλεξε ο φιλαράκος μας από δω» είπε γυρίζοντας προς το μέρος του αγοριού με χιουμοριστική διάθεση « και θα την πέφταμε». Και συνέχισε «λοιπόν να σας γνωρίσω γιατί ξέρετε ο ένας για τον άλλο, όμως δεν έχετε συστηθεί. Μωρακο από εδώ ο Παναγιώτης, Παναγιώτη από εδώ ο καινούριος σου φίλος». Ο καλεσμένος έτεινε το χέρι με σιγουριά. Το αγόρι πάλι με πλήρη αβεβαιότητα.

    Ο Παναγιώτης ήταν άντρας που με την πρώτη ματια, ενδεχομένως και με τη δεύτερη, μπορούσε να χαρακτηριστεί κούκλος. Ήταν ψηλός, με πλούσια υγιή λαμπερά μαύρα μαλλιά. Το πρόσωπο του είχε πολύ έντονα χαρακτηριστικά. Μαύρα αμυγδαλωτά ματια, μαύρα φρύδια που ενώνονταν πάνω από τα ματια, ωστόσο καλοσχηματισμένα. Γεμάτα χείλη, τέλεια μύτη και γυμνασμένη κάτω σιαγόνα. Το δέρμα του ήταν ελαφρώς σκουρόχρωμο. Φορούσε ένα θαλασσί ριγέ πουκάμισο, απέξω από το εφαρμοστό σκίνι σκούρο μπλε τζιν και άσπρα σνικερς. Το σώμα του ήταν πολύ γυμνασμένο και είχε αρκετά φουσκωμένους μύες. Όλα αυτά τα αντικειμενικά όμορφα χαρακτηριστικά ήταν παντελώς αδιάφορα για το αγόρι στην παρούσα φάση.

    -γεια σου Παναγιώτη.
    -γεια σου τι κανεις; Χάρηκα !
    -κι εγώ.
    Ο αφέντης παρακολουθούσε με ενδιαφέρον και αποφάσισε να παρέμβει. «Μωρακο, επειδή λογικά τα χεις παίξει τώρα, εγώ κάλεσα τον Παναγιώτη. Ο Παναγιώτης ξέρει. Ξέρει για εσένα, για εμένα για εμάς. Σε έχει δει σε φεισμπουκ και ινστα και ήθελε πολύ να σε γνωρίσει, να σου πει πόσο του αρέσεις. Κι εγώ ήθελα να σας γνωρίσω γιατί είμαι βέβαιος ότι ταιριάζετε». Το αγόρι πάγωσε με την τελευταία φράση του αφέντη του και τον κοιταξε απότομα. Ο αφέντης με νευρικότητα απέφυγε να κοιτάξει κατάματα το αγόρι και έσπευσε να πει «ελάτε να καθίσουμε στο σαλόνι».

    Οι τρεις άνδρες κατευθύνθηκαν στο σαλόνι. Το αγόρι είχε ενοχληθεί πολύ από τη φράση του αφέντη. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με όλη αυτή την περίεργη κατάσταση. Ο Παναγιώτης κάθισε, με εμφανή αμηχανία, παρόλα αυτά χαμογελώντας. Ο αφέντης πήρε το λόγο και είπε. « λοιπόν μικρέ μου. Ο Παναγιώτης ήρθε εδώ για να γνωριστείτε. Όπως είπα σε έχει δει του αρέσεις. Είναι το καλύτερο παιδί. Καλά για την εμφάνιση του δε χρειάζεται να πούμε πολλά. Είναι ξερολούκουμο τον βλέπεις» είπε, γελώντας μαζί με τον Παναγιώτη. Το αγόρι νευριασμενα τον διέκοψε «μια χαρά πολύ ωραία. Δεν το ρωτάω με αγένεια αλλά εμένα γιατί μου το λέτε και το ξαναλέτε;» Ο αφέντης απάντησε με ψυχραιμία «μικρέ άκουσε. Έχει έρθει η ώρα να κάνουμε όλοι μας ένα βήμα μπροστά. Εγώ έχω αποφασίσει το δρόμο που θα ακολουθήσω. Αγαπώ την οικογένεια μου, τη γυναίκα μου. Πάντα την αγαπούσα και το ξέρεις. Ήμουν είμαι και θα είμαι ερωτευμένος μαζί της. Δε μετανιώνω για καμία από το στιγμές που έζησα μαζί σου, που σου χάρισα. Για τίποτα από όλα όσα ήμασταν. Θέλω όμως να δώσω μια συγκεκριμένη διαδρομή στη ζωή μου. Κι αυτή δεν περιλαμβάνει εσένα. Σε αγαπώ και σε νοιάζομαι. Αυτό δεν αλλάζει. Όμως δε μπορεί να συγκριθεί με ότι αισθάνομαι για τη γυναίκα μου, για το δικό μου άνθρωπο.

    Το αγόρι είχε μείνει αποσβολωμένο. Τα λόγια του αφέντη του τα ένιωθε σαν σφυριά που χτυπούσαν αλύπητα το μυαλό του και την καρδιά του. Ο αφέντης άπλωσε το χέρι του και σκούπισε τα ματια του αγοριού που άρχισαν να στάζουν, χωρίς ο ίδιος να το είχε καταλάβει. Εκείνος συνέχισε. «Τώρα ερχόμαστε σε εσένα. Είσαι ένας νέος όμορφος αντρακος. Έχεις μυαλό, ομορφιά, ήθος. Αγαπάς τη ζωή. Όταν χαμογελάς και είσαι ευτυχισμένος είναι σαν να χαμογελάει ο κόσμος όλος. Είσαι ο ιδανικός σύντροφος για έναν άνθρωπο που θέλει να χτίσει τη ζωή και να την ζήσει στην καλύτερη της εκδοχή. Έτσι λοιπόν θεωρώ ότι ο κατάλληλος άνθρωπος για εσένα είναι ο Παναγιώτης. Είναι έντιμος άντρας και σου εγγυώμαι ότι θα είστε όμορφα μαζί». Ο Παναγιώτης άδραξε την ευκαιρία. Απευθύνθηκε στο αγόρι και πιάνοντας του το ένα χέρι του είπε. « δε σκοπεύω να αντικαταστήσω κανέναν. Θέλω μόνο να προσπαθήσουμε να συνυπάρξουμε. Ίσος προς ίσο. Να μάθουμε ο ένας τον άλλο να δοκιμάσουμε τους εαυτούς μας και θα τα καταφέρουμε. Στο χαλαρό και το ωραίο.

    Το αγόρι κατέβασε το κεφάλι. Είχε πείσει τον εαυτό του ότι μπορεί να διαχειριστεί πολλά και δύσκολα αν ήταν ψύχραιμος. Αυτό όμως ήξερε με σιγουριά ότι δεν ήταν διαχειρίσιμο. Γνώριζε ότι δεν είναι δυνατό να ελπίζει σε μια αιώνια σχέση. Γνώριζε ότι δεν μπορεί να μπει στο μέτρο σύγκρισης. Δε θα ήταν έντιμο εξάλλου αυτό . Όμως όλα όσα είπε ο αφέντης του ξεριζωναν την καρδιά. Του κόβονταν τα πόδια. Είχε συγκλονιστεί. Ήξερε ότι ήταν μάταιο να προσπαθήσει να αλλάξει γνώμη στον αφέντη. και σίγουρα θα καταντούσε γελοίος. Κι αυτό δεν το ήθελε. Δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να χάσει την αξιοπρέπεια του. Από την άλλη ο Παναγιώτης ήταν ο ιδανικός σύντροφος. Στο μυαλό του, τα συναισθήματα, τον ψυχισμό του όμως δεν μπορούσε να υπάρξει κανεις άλλος. Σταμάτησε να κλαίει. Είχε οργιστεί με την επιλογή του αφέντη του να του κάνει «προξενιό» και τόσο καλά οργανωμένο μάλιστα.

    τότε ο αφέντης συνέχισε. «Μην ανησυχείς δε θα γίνει τώρα αμέσως όλο αυτό. Έχουμε ώρα, μέχρι αύριο το βράδυ που θα είμαι εδώ. Εξάλλου γι αυτό κάλεσα και τον Παναγιώτη. Για να γνωριστούμε όλοι μαζί και να ξεκινήσει αυτό το μεταβατικό στάδιο.» Το αγόρι δεν πίστευε στα αυτιά του. Ήταν άραγε κάποιο παιχνίδι ; Κάποια δοκιμασία ; Όχι τίποτα από αυτά. Τόσο ο αφέντης, όσο και ο Παναγιώτης ήταν απολύτως σοβαροί. Το αγόρι αισθάνθηκε αγανάκτηση, οργή και αηδία. Σκέφτηκε ξανά, εάν έπρεπε να μπει στον κόπο να προσπαθήσει να αποτρέψει αυτή την απόφαση του αφέντη του.

    Μέσα στον πανικό που επικρατούσε στις σκέψεις του εκείνη τη στιγμή, διαπίστωσε ότι έκανε ένα λάθος. Είχε επικεντρωθεί στις σκέψεις και τις αποφάσεις του αφέντη του. Αισθάνθηκε λοιπόν αμέσως την ανάγκη να πάρει εκείνο απόφαση για τον ίδιο του τον εαυτό, βλέποντας πως οι άλλοι είχαν κάνει το ίδιο για τους εαυτούς τους. Γύρισε το κεφάλι στον Παναγιώτη. Ο αφέντης έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για να δει τη αντίδραση του υποτακτικού αγοριού του. «Παναγιώτη μου σ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου και ζήτω συγγνώμη προκαταβολικά για την αγένεια μου. Ελπίζω να μην με θεωρήσεις μαλακα.» είπε το αγόρι. Νιώθοντας σα να έχει περάσει μόλις μέσα από μια αμμοθύελλα βρήκε δύναμη σηκώθηκε από τον καναπέ. Σκούπισε τα ματια του και αποφεύγοντας οποιαδήποτε οπτική επαφή με τον αφέντη του είπε με αποφασιστικότητα « όταν γυρίσω να μην υπάρχει κανεις εδώ».

    ο Παναγιώτης αισθάνθηκε αμήχανα. Ο αφέντης κατέβασε τους ώμους. Ήταν το χειρότερο σενάριο που είχε φανταστεί και όμως τελικά συνέβη. Το αγόρι κατευθύνθηκε στη πόρτα. Άπλωσε το χέρι του στο μπουφέ και πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του. Ένιωθε την ένταση να χτυπάει κόκκινο. Το κεφάλι του τον πονούσε αφόρητα. Δεν μπορούσε να καταλάβει εάν αυτό που άκουγε ήταν η φωνή του ανθρώπου στον οποίο μέχρι πριν κάποια λεπτά ήταν απόλυτα παραδομένος,να φωναζει δυνατά το όνομα του ή αν ήταν ψευδαίσθηση. Δεν τον ένοιαζε τίποτα. Τώρα αποφάσιζε εκείνος. Και δεν ήταν καθόλου ψύχραιμος, να συνειδητοποιήσει ότι η απόφαση του μετουσιωνόταν σε πράξη και αυτό δε θα άλλαζε. Πήρε το κινητό και το πορτοφόλι του που βρίσκονταν δίπλα από τα κλειδιά του αυτοκινήτου και άνοιξε την πόρτα. Μόνο όταν τον ακούμπησε ευγενικά στα κατακόκκινα μάγουλα ο κρύος αέρας του διαδρόμου , κατάλαβε ότι μάλλον είχε γίνει έξαλλος και έτρεμε από την πίεση της θλίψης μπρος στην απώλεια του πιο σημαντικού, για εκείνον, ανθρώπου.

    Έκανε ένα βήμα. Βγήκε στο διάδρομο. Χωρίς να κοιτάξει πίσω του και χωρίς ιδιαίτερη δύναμη, τράβηξε την πόρτα και εκείνη έκλεισε πίσω του.....

    Συνεχιζεται.....
     
  8. You_only_live_once

    You_only_live_once Ένα παιδί μετράει τ άστρα

    Κατέβηκε κακήν κακώς τις σκάλες γιατί δεν είχε την υπομονή να περιμένει το ασανσέρ. Προσπάθησε να ανοίξει την κεντρική πόρτα της πολυκατοικίας αλλά ήταν κλειδωμένη. Εκείνη τη στιγμή δεν είχε την αντοχή να κάνει λογικές και ψύχραιμες κινήσεις. Ήθελε να διαλύσει ότι συναντούσαν τα ματια του, ότι ακουμπούσε, ότι του αντιστεκόταν. Ανοιξε το γκαράζ και μπήκε στο ολοκαίνουργιο, σκούρο πράσινο, διθέσιο αυτοκίνητο του. Ασφαλισε με την κόκκινη ζώνη το σώμα του, έκανε όπισθεν, βγήκε από το γκαράζ και με τα χίλια ζόρια καταφέρε να φτάσει στον κεντρικό δρόμο. Κάρφωσε την ταχύτητα και ξεκίνησε , χωρίς να έχει ούτε ο ίδιος ιδέα για που.

    Στη διαδρομή δεν έβλεπε μπροστά του. Ένιωθε ότι ασφικτυα, δεν είχε οξυγόνο. Κατέβασε τα παράθυρα του οδηγού και του συνοδηγού. Δε μπορούσε να πάρει αέρα. Ένιωθε ότι πνίγεται. Ένιωθε ότι όλα κυλούσαν πολύ γρήγορα. Καταλάβαινε ότι δεν είχε τον έλεγχο ούτε του αυτοκινήτου, ούτε του εαυτού του. Συνειδητοποίησε τη φρικαλεότητα της συμπεριφοράς του όταν είδε το κοντέρ στο virtual cockpit του αυτοκινήτου. Έκοψε αμέσως ταχύτητα, συμμορφούμενος με τις πινακιδες και συνέχισε την πορεία χωρίς να είναι θέση να αντιληφθεί ούτε που βρίσκεται ούτε που πηγαίνει. Το μόνο που μπορούσε ήταν να μυρίσει στον αέρα αλμύρα. Και το δέρμα του που γινόταν πιο υγρό. Ήταν κοντά στη θάλασσα. Του φάνηκε τρομακτικό πως καταφερε να φτάσει τόσο γρήγορα μέχρι εκεί. Σταμάτησε στα δεξιά του δρόμου και γρήγορα γρήγορα βγήκε έξω από το αυτοκίνητο.

    Ενιωσε μέσα του για μια ακόμη φορά το οξυγόνο να τελειώνει. Ίδρωσε και άρχισε να παραπατάει. Κατάφερε να σταθεί όρθιος και άρχισε να ουρλιάζει με όλη του τη δύναμη
    . Φωνή θηρίου κι όχι ανθρώπου ήταν αυτό που έβγαινε από μέσα του. Ούρλιαζε χωρίς σταματημό. Πήρε πέτρες από την παραλία και τις πετούσε με λύσσα στη θάλασσα. Η συναισθηματική του φόρτιση ήταν μεγάλη και η αντοχή του τον πρόδιδε. Έπεσε κάτω μπρούμυτα. Δεν προσπάθησε να σηκωθεί. Έμεινε εκεί και έβαλε τα κλάμματα. Έκλαιγε με λυγμούς. Σταμάτησε μετά από μισή ώρα.

    πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα και ξεκίνησε να καπνίζει το ένα μετά το άλλο. Από το μυαλό του περνούσαν όλα όσα συνέβησαν προηγουμένως. Ήξερε ότι κάποια στιγμή θα τελείωνε η σχέση του με τον άνθρωπο του. Ήξερε πως δεν είχε δικαίωμα να ελπίζει ότι μπορεί να είναι ευτυχισμένος περισσότερο από μια στιγμή μονάχα. Δεν μπορούσε όμως να διαχειριστεί ότι όλα τελείωσαν έτσι τόσο απότομα, τόσο απροειδοποίητα, μέσα σε ένα λεπτό. Τον είχε συγκλονίσει το πόσο ψύχραιμα μιλούσε εκείνος. Μήπως τελικά δεν είχε καμία αξία και ουσία για εκείνον όλο αυτό; Ήταν τόσο οργανωμένος που είχε φέρει και αντικαταστάτη. Αυτό ήταν το πιο εξοργιστικό από όλα. Λες και το ίδιο το αγόρι δεν είχε δικαίωμα να πενθήσει το χωρισμό τους. Λες και αν ήθελε να βρει κάποιον δεν είχε το δικαίωμα, επειδή ο αφέντης θα είχε λόγο και γι αυτό.

    Μια ώρα αργότερα, αποφάσισε να γυρίσει σπίτι. «Η μάλλον όχι» σκέφτηκε. «Δε θα επιστρέψω σπίτι». «Θα πάω να κοιμηθώ σε ξενοδοχείο». Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελε να δει ξανά το σπίτι αυτό. Είχε σκοπό να πάει την επόμενη ημέρα και να πάρει τα ρούχα του. Ολα τα υπόλοιπα θα τα άφηνε πακέτο με το σπίτι και θα έβαζε πωλητήριο. Δεν ήθελε να σχετίζεται με οτιδήποτε τον έκανε να αισθάνεται. Ήθελε να μη νιώθει τίποτα. Μάζεψε το άνευρο εξαντλημένο του σώμα και μπήκε στο αυτοκίνητο . Άναψε πάλι τσιγάρο. Κατευθύνθηκε προς ένα πολυτελές ξενοδοχείο της παραλιακής. Ζήτησε μια σουίτα. Η υπάλληλος της ρεσεψιόν τον ρώτησε εάν είναι μόνο για απόψε, με μια ελαφριά ενόχληση στο πρόσωπο της και τη φωνή της, μιας και το ξενοδοχείο αυτό είχε καλή φήμη. Εκείνος απάντησε ότι θα μείνει 4-5 μέρες. Μπήκε μέσα και οδηγήθηκε κατευθείαν στο λουτρό. Έκανε ένα καυτό ντους που διήρκεσε τρία τέταρτα περίπου.

    βγαίνοντας από το ντους τυλιγμένος με το μπουρνούζι, πήρε τα τσιγάρα, άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και ξεκίνησε πάλι το κάπνισμα. Σκέφτηκε να οργανώσει την πώληση του διαμερίσματος. Ακολούθως σκέφτηκε να επισκεφθεί ένα μεσίτη για να βρει ένα καινούριο διαμέρισμα να εγκατασταθεί. Ήθελε να είναι μπροστά στη θάλασσα, σε καινούργια οικοδομή, να μπαίνει άπλετο φως και πολύς αέρας. Ήθελε το μυαλό του να μην αισθανθεί ποτε ξανά εγκλωβισμένο. Σκέφτηκε πως να οργανώσει τη ζωή του από κει και πέρα. Είχε αποφασίσει από καιρό να κάνει ναυαγοσωστικά μαθήματα και μαθήματα ιστιοπλοΐας. Πήρε το κινητό του για να ψάξει μεσιτικά γραφεία στο διαδίκτυο. Ανοίγοντας την κεντρική οθόνη βρήκε μια ειδοποίηση ότι είχε 17 αναπάντητες κλήσεις από εκείνον. Τις διέγραψε και μπλόκαρε τον αριθμό του. Ήθελε να προχωρήσει μπροστά και αποφάσισε να ακολουθήσει το σχέδιο που είχε κατατρώσει για να το πετύχει. Οι ώρες περνούσαν και είχε πια ξημερώσει....

    4 χρόνια μετά

    Ηταν τέλος Ιουλίου. Το μικρό νησι των Δωδεκανήσων είχε αρχίσει να γεμίζει από τουρίστες, Έλληνες κυρίως, που αγαπούσαν τον ξεχωριστό χαρακτήρα του και αποφάσισαν να το επισκεφθούν. Παρα τους πολλούς τουρίστες, το νησί εξακολουθούσε να διατηρεί χαμηλούς τόνους. Στο γιαλό μπροστά στο λιμάνι ήταν αγκυροβολημένα λίγα σκάφη, που μάλλον έμοιαζαν ακίνητα, καθώς η άπνοια εκείνου του πρωινού δεν άφηνε τη θάλασσα να κάνει κυματισμούς.

    Ένα μακρόστενο λευκό ιστιοπλοϊκό σκάφος πλησίασε το λιμάνι. Βρήκε μια κενή θέση στη μαρίνα και έδεσε. Λίγη ώρα αργότερα και αφού είχε τακτοποιηθεί πλήρως, οι δυο άντρες που αποτελούν το πλήρωμα του σκάφους κατέβηκαν στον προβλήτα. Ο ένας ήταν ψηλός μελαχροινός με καλοσχηματισμένο σώμα και πολύ ναυτικό καλοκαιρινό ντύσιμο. Ο άλλος ήταν το αγόρι που 4 χρόνια νωρίτερα σχεδίαζε να κάνει μαθήματα ιστιοπλοΐας. Και ήταν τώρα, μετά από τόσο καιρό μαζί με το δάσκαλο και φίλο του στο μικρό αυτό νησί για λίγες ημέρες διακοπών και εξάσκησης στην ιστιοπλοΐα.

    Το αγόρι σκούπισε το μέτωπο του από τον ιδρώτα φόρεσε τα γυαλιά και το τζόκεϊ καπέλο του και κατευθύνθηκε προς το περίπτερο απέναντι από τα ουζερί του λιμανιού για να πάρει τσιγάρα. Πήγε στο περίπτερο και ζήτησε τα τσιγάρα που καπνίζει εδώ και χρόνια. Φεύγοντας, έστρεψε το βλέμμα του προς το ψυγείο με τα αναψυκτικά. Στάθηκε μια στιγμή και κοιταξε το είδωλο του στην πόρτα του ψυγείου. σκέφτηκε να πάρει δυο αναψυκτικά, ένα για τον ίδιο κι ένα για το φίλο και δάσκαλο ιστιοπλοΐας του. Άνοιξε την πόρτα και διάλεξε δυο αναψυκτικά. Την εκλεισε. Η αντανάκλαση στην πόρτα αποκάλυψε ένα δεύτερο είδωλο ακριβώς πίσω από το δικό του. Το αγόρι ξαφνιασμένο και με ευχάριστη διάθεση γύρισε να απολογηθεί που καθόταν τόση ώρα μπροστά από το ψυγείο σε περίπτωση που ο άλλος άνθρωπος ήθελε να πάρει κάτι και ο ίδιος ενδεχομένως τον εμπόδιζε. Όταν κοιταξε τον άνδρα πίσω του δεν μπόρεσε να βγάλει μίλια.

    Ήταν Εκείνος. Στεκόταν όρθιος με γυαλιά ηλίου αθλητικό σορτσάκι και μπλούζα στην ίδια απόχρωση και ένα μαύρο καταδυτικό ρολόι περασμένο στον καρπό του. Τα γένια του είχαν γκριζάρει, λίγες ρυτίδες είχαν κάνει την εμφάνιση τους δίπλα από τα ματια του και από το μέτωπο του έσταζε λίγος ιδρώτας. Το σώμα του ήταν άψογα διατηρημένο και ελαφρώς πιο γυμνασμένο. Η έκφραση στο πρόσωπο του δε μαρτυρούσε έκπληξη. Κάθε άλλο, ήταν ψύχραιμος και λίγο χαμογελαστός. Το αγόρι τα είχε χάσει και έμεινε να τον κοιτάζει. Δεν εβγαλε μιλιά. Είχε να τον δει τόσα χρόνια. Δεν ήξερε αν ήθελε να πει κάτι. Ο χρόνος και ο χώρος είχαν παγώσει για τους δυο άντρες.

    -«3,40 κάνουν«. Η φωνή του περιπτερά διέκοψε την ηλεκτρισμένη σιωπή. Το αγόρι συνήλθε από το λιθαργο απότομα και γύρισε να πληρώσει. Μόλις πλήρωσε ξεκίνησε να φύγει. Διασταυρώθηκε με Εκεινον,χωρίς να τον κοιτάζει και με την περιφερειακή του όραση αντιλήφθηκε πως Εκείνος έτεινε ελαφρώς το χέρι και άνοιξε το στόμα του να πει κάτι. Το αγόρι διακριτικά άνοιξε το βήμα του και απομακρύνθηκε με όση ψυχραιμία διέθετε εκείνη τη στιγμή.

    Ανεβαίνοντας στο σκάφος έδειχνε αναστατωμένος και ο φίλος του τον ρώτησε αν είναι όλα εντάξει. Το αγόρι απάντησε μηχανικά πως όλα ήταν καλά. Ο φίλος του είπε πως είχε όρεξη για μπανάκι σε μια φημισμένη παραλία του νησιού και το ρώτησε αν ήθελε να πάνε μαζί . Το αγόρι απάντησε θετικά και μετά από λίγη ώρα ξεκίνησαν παρέα με τη βέσπα που νοίκιασαν.

    όσο ήταν στην παραλία το αγόρι δε σταμάτησε να σκέφτεται την απρόσμενη συνάντηση που έλαβε χώρα προηγουμένως στο λιμάνι. Πολλά ερωτήματα άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό του. Πως ήταν δυνατο να συναντηθούν έτσι στην άλλη άκρη της Ελλάδας; Ήταν τυχαίο; Γιατί δεν έδειχνε κι Εκείνος την ίδια έκπληξη; Ήταν εδώ μόνος του;
    Προσπάθησε να βάλει ένα τέλος σε όλη αυτή τη φρενίτιδα που τον κατέλαβε. Βούτηξε στη θάλασσα και συζητούσε περί ανέμων κι υδάτων με το φίλο του. Η ώρα πέρασε και οι δυο φίλοι επέστρεψαν στο σκάφος να ξεπλυθούν, να ντυθούν και να εξορμήσουν, να εξερευνήσουν το νησί.

    Ο ήλιος άρχισε να βασιλεύει και οι δυο φίλοι βρίσκονταν στο κάστρο που δέσποζε στο λόφο πάνω από τη χώρα του νησιού. Το αγόρι ήταν εμφανώς αναστατωμένο και τα ματια του έδειχναν να μην απορροφούν τη μαγευτική θέα. Ο φίλος του το κατάλαβε. Πλησίασε το αγόρι και του είπε. «Τώρα εδυ έχεις κάτι». Το αγόρι προσπάθησε να διασκεδάσει αυτή την εντύπωση και κάνοντας το γοητευμένο από τη θέα, απάντησε «όχι μωρε, τίποτα, να εδω προσπαθώ να αδειασω το μυαλό μου και να απολαύσω τη θέα». Ο φίλος του δεν έδειχνε να το πιστεύει και με χαμογελαστή έκφραση στο πρόσωπο του, στάθηκε μπροστά στο αγόρι και του είπε « τον συνάντησες;».

    Το αγόρι για μια ακόμη φορά πάγωσε. Κοιταξε τον φίλο του σαστισμένα και απορημένα. Πως ήταν δυνατο να γνώριζε; Αφού ο ίδιος δεν του είχε πει ποτέ τίποτα. Ούτε καν ότι ήταν γκει. Τι στο διάολο συμβαίνει; Σκέφτηκε. Το αγόρι αισθάνθηκε ότι εκνευρίζεται αφόρητα. Ρώτησε με αγανάκτηση « τι συμβαίνει εδώ; Που ξέρεις εσυ ποιον συνάντησα; Γιατί έχει έρθει αυτός εδώ; Γιατί επέμεινες να έρθουμε σε αυτό το νησί; Έλα λέγε τώρα γιατί έχω φορτώσει άσχημα και θα σε περιλάβω στα μπουκέτα κι εσένα και τον άλλον.» Η οργή του ξεχείλιζε.

    Ο φίλος του χαμογέλασε, ωστόσο αισθάνθηκε άσχημα που είδε το αγόρι αναστατωμένο και κατάλαβε ότι ήταν τόσο οργισμένο που εννοούσε κάθε του απειλή. Αμέσως σοβάρεψε. «Ωραία, πρέπει να μιλήσουμε.» Είπε. «Ρε άστα αυτά και λέγε τώρα που κρατιέμαι ακόμα» απάντησε το αγόρι με τα ματια του να πετάνε φωτιά και τις παλάμες του σφιγμένες σε σχήμα μπουνιάς.
    «Θυμάσαι πριν από 4 χρόνια, όταν ήρθες να με βρεις για να ξεκινήσουμε τα μαθήματα; Τότε έκανα κολλητή παρέα με κάποιον που γνώρισες με έναν περίεργο τρόπο. Ήταν ο Παναγιώτης. Ο φίλος του Αφέντη σου. Ο γκόμενος που σου πρότεινε ο Αφέντης σου εκείνο το βράδυ που σηκώθηκες κι έφυγες. Τους πρώτους 6 μήνες λοιπόν δεν ήξερα τίποτα για εσένα. Ο Παναγιώτης ένα βράδυ που είχε έρθει σπίτι μου, χάζευε φωτό στο κινητό μου από τις προπονήσεις που κάνω με τους μαθητές μου και έπεσε σε μια φωτό που τραβήξαμε παρέα στα πρώτα σου μαθήματα έξω από την Αίγινα. Σε είδε, μου εξιστόρησε τι έχει συμβεί και αμέσως ενημέρωσε τον αφέντη σου ο οποίος σε έψαχνε για μήνες και ήταν στενοχωρημένος και τρελαμένος από την αγωνία του. Τα υπόλοιπα 3,5 χρόνια είχα εγώ επικοινωνία μαζί του και τον ενημέρωνα απευθείας πως είσαι. Ενδιαφεροταν ειλικρινά όταν μάθαινε νέα σου και χαιρόταν αφάνταστα όταν ένιωθε ότι είσαι χαρούμενος ότι δεν πονάς τόσο πολύ και γεμίζεις τη ζωή σου με εμπειριες. Όλον αυτό τον καιρό με συμβούλευε τι να κάνω πως να σε προσεγγίζω. Είχε έρθει πολλές φορές να σε δει, από μακρυά στον προβλήτα, την ώρα που ξεκινούσαμε για μάθημα στα ανοιχτά με το σκάφος και εγώ προσπαθούσα να σε κρατήσω απασχολημένο μην τον πάρεις χαμπάρι. Δεν ήθελε να σε ταράξει.»

    Το αγόρι ήταν αποσβολωμένο και η οργή μέσα του είχε εξανεμιστεί. Ήταν έτοιμο να κλάψει. Δεν ήξερε εάν έπρεπε να λυπηθεί η να χαρεί. Δεν ήθελε να πονάει άλλο. Του πηρε πολλά χρόνια να καταφέρει να πάψει να σκέφτεται. Ήξερε ότι δε γινόταν να ξεχάσει. Ήταν μάταιο. Όμως ήθελε να πάψει να σκέφτεται Εκείνον. Η θύμηση του τον έκανε να υποφέρει. Έσκυψε το κεφάλι του έκλεισε τα ματια του και αυτά πλημμύρισαν με κλάματα.

    Ο φίλος του το ρώτησε. «Να συνεχίσω η δε θες ;»Το αγόρι με σκυμμένο κεφάλι και κλαμμενα ματια έκανε μια κίνηση σα να γνέφει καταφατικά. Ο φίλος του συνέχισε. « τα Χριστούγεννα μου ζήτησε να σε παρω για καφέ και να τον ενημερώσω για να έρθει να σε δει. Όμως του προέκυψε δουλειά και δεν κατάφερε να έρθει. Μετά τις γιορτές πύκνωσε η επικοινωνία μου μαζί του γιατί ήθελε πραγματικά να σε δει. Δεν ήθελε να του κρατάς κακία. Ήθελε να σου μιλήσει γιατί πίστευε ότι ο πόνος σου είχε περάσει. Σκεφτήκαμε και αποφασίσαμε ότι θα ήταν καλύτερο η συνάντηση σας να μοιάζει τυχαία σε ένα μέρος που θα κάνατε και οι δυο διακοπές. Εσυ με ένα φίλο σου κι εκείνος με την Οικογένεια του και τους φίλους του.» Εγώ πλέον σαν φιλος και των δυο σας θα ήθελα να σου ζητήσω να πας να του μιλήσεις. Θα είναι διαθεσιμος όταν και όσο εσυ θες. Μην είσαι μαλακας και τον ταλαιπωρεις τον άνθρωπο. Νοιαζόταν και νοιάζεται για σένα. Σε αγαπούσε και σε αγαπάει. Ίσως όχι όπως θα ήθελες εσυ. Αλλά σε αγαπάει ακόμα. Ποτέ δεν έφυγε από το πλευρό σου. Ακόμα κι όταν εσυ νόμιζες ότι ήσουν μόνος.» Ο φίλος πλησίασε το αγόρι που κλαίγε βουβά. στοργικά ακούμπησε τον ώμο του, θέλοντας να του δώσει κουράγιο με ένα χαμόγελο. «Όσον αφορά εμένα, ελπίζω να μην μου κρατήσεις κακία. Πήγαινε να τα πείτε να κλείσει αυτό το κεφάλαιο. Όταν θα γυρίσεις θα έχουμε να πούμε πολλά και όμορφα πράγματα οι δυο μας και ελπίζω να θες όσο θέλω κι εγώ να ανοίξουμε ένα κεφάλαιο μαζί.»

    Το αγόρι σήκωσε το κεφάλι, σκούπισε τα ματια του και χαμογελασε στο φίλο του. Μετακινήθηκε στο πιο ψηλό σημείο του κάστρου. Εξερεύνησε με το βλέμμα του τη θέα. Ο ήλιος είχε χαθεί πια και τώρα η θάλασσα είχε πάρει ένα χρωμα που ο ίδιος αγαπούσε πολύ. Ήταν μπλε βελούδο.....

    -.
    {σημειωση: η (ενδεχομένως καθόλου ενδιαφέρουσα) ιστορία που προηγήθηκε είναι εντελώς φανταστική. Οι χαρακτήρες είναι μεν αληθινοί, αλλά η πλοκή της ιστορίας είναι αποτέλεσμα της (ενδεχομένως καθόλου ενδιαφέρουσας) φαντασίας του υπογράφοντος}