Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ξεφτίλα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Εμπειρίες' που ξεκίνησε από το μέλος slave32, στις 13 Νοεμβρίου 2025 at 03:27.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    «Σήμερα θα πάρεις κάτι που το ζήτησες κάποτε»
    Ο Αφέντης με είχε όπως κάθε φορά γυμνό και γονατιστό μπροστά του. Έχουν περάσει ήδη έξι μήνες από τότε που με έκανε σκλάβο του. Εκείνος είναι στα 24 μεταπτυχιακός, είμαι 20, Μένουμε μαζί. Σπουδάζουμε σε άλλη πόλη.
    «Μάλιστα Κύριε Γιώργο» μόνο αυτό είπα αν κι έτρεμα. Του είχα πει όλες μου τις φαντσιώσεις και κάποιες ίσως ήταν υπερβολικές.

    «Θα σε ξεφτιλίσω μπροστά σε άλλους» μου είπε κι έβαλα αμέσως τα κλάματα. Δεν το ήθελα. Αλήθεια δεν ήθελα να συμβεί αυτό, αν και μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα ερεθιστεί πολλές φορές με αυτή τη σκέψη.

    «Αποφάσισα να το πω στην μητέρα μου» μου είπε και τρελλάθηκα.
    «Μα τι λέτε, Κύριε;» του απάντησα και μου άστραψε ένα γερό χαστούκι,
    «Τι είπες ηλίθιε;» σηκώθηκε και πήρε τη ζώνη του. Άρχισε να μαστιγώνει τον ήδη αρκετά δαρμένο κώλο μου. Το θυμάμαι καλά αυτό. Με είχε δείρει με μαστίγιο πριν δυο ώρες στο κώλο μου μέχρι που ζήτησα σέηφ γουόρντ.

    «Από δω και πέρα δεν θα έχεις λέξη ασφαλείας, όπως το ήθελες» μου είπε και συνέχισε να με χτυπάει με όση δύναμη είχε. Με άρπαξε από το μαλλί και με έσυρε στο κρεβάτι. Λάτρευε να με πηδάει σκληρά. Αλλά τώρα είχε και λόγο. Με έβαλε μπρούμυτα και με πήρε σα σκυλί. Με γάμησε πολύ δυνατά μέχρι που με γέμισε με το καυτό του σπέρμα.

    Ξημέρωνε πια. Φρόντισα όπως κάθε πρωί να σηκωθώ χωρίς να με καταλάβει. Πήγα έκανα μπάνιο. Του ετοίμασα πρωινό. Επτά έπρεπε να τον ξυπνήσω. Η διαδικασία πάντα η ίδια. Του έγλειφα τα δάκτυλα των ποδιών ένα ένα μέχρι να ξυπνήσει. Συνήθως άνοιγε τα μάτια του και μου ζητούσε να του κάνω στοματικό έρωτα. Σήμερα όμως τα μάτια του ήταν θυμωμένα.

    «Πήγαινε φέρε το μαστίγιο» είπε και δεν είχε ίχνος συναισθήματος. Έφερα το μαστίγιο με τις εννιά ουρές.
    «Γονάτισε και αυτομαστιγώσου αλύπητα» μου είπε κι αυτή ήταν η χειρότερη τιμωρία για εμένα, Να μαστιγώνω τον εαυτό μου. Το έκανα δυνατά, δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω κι άλλο. Ήρθε μπρος μου. Με χαστούκισε.

    «Πήγαινε στη σχολή σου, εγώ δεν έχω μάθημα σήμερα» Μάζεψα τα πράγματα και τα κομμάτια μου κι έφυγα για τη σχολή. Όλη τη μέρα δεν χαμογέλασα καθόλου. Ήμουν ράκος πραγματικός. Η φίλη μου η Γιώτα με είδε, η Γιώτα ήξερε για εμένα και τον Γιώργο.

    «Τι έχεις;»
    «Τίποτα, όλα καλά, εσείς;» Μου χαμογέλασε.
    «Μίλα μου ενικό σε παρακαλώ»
    «Τι έγινε Μάριε, είσαι τιμωρία;»
    «Δεν ξέρω, ναι, μάλλον»
    «Τι έκανες;» η Γιώτα δεν είναι του χώρου, αλλά έχει μια σαδιστική κυριαρχική συμπεριφορά που δεν μπορώ να την εξηγήσω.
    «Αντιμίλησα»
    «Άουτς, σε έδειρε;»
    «Πολύ»
    Περπατούσαμε εκείνη την ώρα, την είδα που κοίταξε γύρω αν είναι κανείς. Με πλησίασε πολύ κοντά.
    «Δείξε μου» μου είπε κι ενώ δεν ξέρω αν είχα τέτοια άδεια, σήκωσα τη μπλούζα μου είδε τη πλάτη και τράβηξε τη φόρμα.
    «Πώπω ο κώλος σου είναι μελανιασμένος, δεν θα το ξανακάνεις τώρα»
    «Ναι, αλλά δεν είναι μόνο αυτό»
    «Τι άλλο;»
    «Θέλει.. θέλει να με ξεφτιλίσει»
    Η Γιώτα έβαλε τα γέλια.
    «Σκλάβος ήθελες να είσαι τι περίμενες;» τα μάτια της έβγαζαν πάθος.
    «Απορώ πως δεν έχεις κι εσύ σκλάβους Γιώτα» έβαλε τα γέλια πάλι.
    «Τα έχουμε ξαναπεί αυτά, εμένα μου αρέσουν τα αρσενικά» τα μούτρα μου κοκκίνισαν ακόμα περισσότερο. Εκείνη ήξερε ότι με ταπείνωνε και ήμουν σίγουρος πως το ευχαριστιόταν.
    «Αλλά αν ήσουν ελεύθερος θα σε άφηνα να με γλείψεις σε οργασμό» έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Δεν περίμενα ότι θα το πέταγε ποτέ αυτό. Την είχα γλείψει αρκετές φορές στο παρελθόν πριν τον Κύριο Γιώργο.
    «Θέλετε να ζητήσω άδεια από τον Κύριο;» η Γιώτα ήρθε πολύ κοντά μου.
    «Αν θέλω κάτι πολύ, το ζητάω μόνη μου» μου είπε.
    «Συγγνώμη Γιώτα»
    »Δεκτή, πες μου τώρα τι συμβαίνει, πως θα σε ξεφτιλίσει;»
    «Θέλει να το πει στη μαμά του, θέλει να με παρουσιάσει σα σκλάβο στη μητέρα του»
    Γούρλωσαν τώρα τα μάτια της Γιώτας.
    «Στην Χριστίνα;» έγνεψα καταφατικά.
    «Με ξέρει η μαμά του από μικρό παιδί»
    «Αν είναι σαν τον γιο της, την έκατσες κακομοίρη μου»




    Δύο εβδομάδες μετά.


    Πλέον στη σχολή πήγαινα φορώντας το δερμάτινο κολάρο μου. Ο Αφέντης μου έδωσε την άδεια να πάω για καφέ με την Γιώτα.

    «Σε έχει κάνει επίσημα σκλάβο του, φοράς και κολάρο με το όνομά του, για να δω» έβαλε το χέρι της στο λαιμό μου.
    «Ρε συ είναι πανέμορφο»
    «Μου το πήρε η Κυρία Χριστίνα»
    Παραλίγο η Γιώτα να φτύσει τον καφέ της. Σηκώθηκε.
    «Πάμε να περπατάμε να μου τα πεις, μη μας ακούνε εδώ» ήταν η πρώτη φορά που ντρέπονταν για μένα.
    «Ναι όπως θέλετε»
    Δεν μου είπε για ενικό, δεν της έχω ξαναμιλήσει ποτέ στον ενικό από τότε, ούτε τώρα που μιλάμε ακόμα κι έχουν περάσει 22 χρόνια από τότε.

    «Ήρθε η μητέρα του την άλλη μέρα που σας είχα δει στο σπίτι. Ο Αφέντης το ήξερε. Εγώ όχι. Ήμουν ντυμένος κανονικά. Το σπίτι το είχα στην εντέλεια. Εκείνη ήρθε ευδιάθετη όπως πάντα. Δεν ήξερε τίποτα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Της άρεσε που ήταν καθαρό το σπίτι. Της έστρωσα το κρεβάτι και προσφέρθηκα να τακτοποιήσω τα πράγματά της. Παραξενεύτηκε.

    «Δεν πειράζει μάνα, άφησε τον να τα κάνει του αρέσει να είναι χρήσιμος» της είπε κι εκείνη το άφησε να γίνει. Αργότερα έμεινα μόνος μαζί της στο σπίτι. Είδε που έβαλα και σφουγγάρισα και που σιδέρωνα τα ρούχα του γιου της.
    «Εσύ του σιδερώνεις μέχρι και τις κάλτσες, ούτε εγώ δεν το έκανα αυτό»
    Χαμογέλασα. Δεν ήξερα τι να πω. Αν της έλεγα ότι πριν μερικές μέρες μου έκανε βίτσα γιατί δεν σιδέρωσα τις κάλτσες της θα τρόμαζε.

    «Έχασες κάποιο στοίχημα;» μου είπε, χαμογέλασα πάλι.
    «Πάω να φτιάξω καφέ, θέλεις;»
    «Αφήστε να σας φτιάξω εγώ, θα είστε κουρασμένη από το ταξίδι»
    «Δε πειράζει»
    Η εντολή του Αφέντη ήταν ρητή. «Αν κάνει το παραμικρό, θα φροντίσω να μη μπορείς να κάτσεις για ένα μήνα» μου είχε πει.

    Άφησα το σίδερο και πήγα στη κουζίνα να της κάνω έναν ελληνικό. Εκείνη πήγε στη τηλεόραση να αράξει. Της σέρβιρα το καφέ και κουλούρια, οριακά δεν γονάτισα. Πήγα πίσω να σιδερώσω.
    «Αν σας ενοχλεί το σίδερο, να πάω σε άλλο δωμάτιο» ήρθε προς το μέρος μου.
    «Καλέ χαλάρωσε, εσύ είσαι πολύ υπάκουο και καλό παιδί»
    Δεν ξέρετε πόσο το χάρηκα που μου είπε έτσι. Η πόρτα άνοιξε και ήρθε ο Αφέντης. Κάθισε με τη μητέρα του.
    «Μάριε φτιάξε μου έναν φραπέ και σέρβιρε με σωστά» μου είπε και η μητέρα του σχεδόν θύμωσε.
    «Πώς του μιλάς έτσι παιδί μου;»
    «Όπως του αρμόζει»
    Η μητέρα του γέλασε. Νόμιζε της κάναμε πλάκα.
    Έφερα το καφέ με δίσκο και πήγα μπροστά του.
    «Δεν είπα εγώ όπως πρέπει να σερβίρεις;» μου είπε και κοίταξε όλη την απελπισία στα μάτια μου.
    «Μάλιστα Κύριε» είπε. Άφησα τον δίσκο στο τραπέζι. Γονάτισα μπροστά του και πήρα τον δίσκο στα χέρια μου.
    Η μάνα του γέλαγε.
    «Σε καλό σας τι πλάκες είναι αυτές;»
    «Γδύσου σκλάβε, ώρα να δει η μητέρα μου τι είσαι» Άφησα τον δίσκο στο τραπέζι. Η μητέρα του σταμάτησε να γελάει όταν είδε να βγάζω τη μπλούζα μου και στη συνέχεια το παντελόνι μου. Τα δίπλωσα, έμεινα γυμνός μπροστά τους. Ταπεινωμένος, έκλαιγα.
    Ο Αφέντης με έβαλε να γυρίσω κι έδειξε τα σημάδια από τις τιμωρίες μου. Η μητέρα του ήταν σοκαρισμένη.

    «Τι λες ρε συ η Χριστίνα πρέπει να έπαθε σοκ» μου είπε η Γιώτα.
    «Έπαθε. Πήγε στο μπαλκόνι για τσιγάρο. Πήγε και ο Αφέντης, κάτι είπαν και μετά γύρισε και λες και ήταν όλα φυσιολογικά για εκείνη. Της είπα τα πάντα. Έμεινε μαζί μας μια εβδομάδα. Μου έδειξε συνταγές, τι του αρέσουν, με διόρθωνε όλο το καιρό που ήταν μαζί μας. Την παραξένεψε το κλουβί»

    «Την έγλειψες Μάριε;»
    «Δεν έχω γλείψει άλλη γυναικά όπως Εσας» η Γιώτα χαμογέλασε. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε κάτι για μένα.