Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Οι Δράκοι

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 4 Ιουνίου 2025.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    «Αυτός…»

    Ένας ήχος , ένα τέλος και μία αρχή. Τα πάντα θέλουν ψυχή για να προσδιοριστούν. Αφήνω το αυτοκίνητο με αυτόν μέσα, νιώθω το βλέμμα του να πιέζει στην πλάτη του και σχεδόν ακούω τις κλειδώσεις του να τρίβονται από τη μανία. Ανοίγω την εξώπορτα και την δρασκελίζω. Κάθε μου βήμα και ένα μέτρο πιο μακριά του. Μακριά από την αρρώστια του...

    Από τη μανία..

    Από την εμμονή του.

    Δοκιμάζω το πρώτο κλειδί όσο πιο αθόρυβα μπορώ. Δε θέλω να την ξυπνήσω. Μπαίνω και κλείνω πίσω μου απαλά. Τα φώτα κλειστά αλλά το σπίτι το ξέρω καλά. Στέκομαι και περιμένω να συνηθίσουν τα μάτια μου στην έλλειψη του φωτός.

    Ένα αχνό κόκκινο μόνο, ξεπροβάλλει από την πρώτη πόρτα που μου χαμογελά υποχθόνια στο διάδρομο. Προσπερνώ το τραπεζάκι και την πόρτα κρατώντας την ανάσα μου, για να μη ξυπνήσω το κορίτσι. Στο τέλος του διαδρόμου η κρεβατοκάμαρα.

    Εδώ η πόρτα είναι ανοιχτή και με καλεί πρόστυχα να την διαβώ. Το ίδιο και η γυναίκα που με περιμένει ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Μπρούμυτα χωμένη στις πτυχές των σεντονιών, γυμνή με τα οπίσθια στημένα προς τον όποιο εισβολέα δρασκελίσει αυτό το κατώφλι.

    -Τσουλίτσα…

    Ένα τρέμουλο στην δική της γεωγραφία, δείχνει την συνειδητή της επαφή.

    Με περιμένει…

    Κάθομαι δίπλα της. Οι πατούσες τους μία πιθαμή από τις παλάμες μου. Πόσες φορές δεν τις απόλαυσα, όταν ναζιάρικα έσπαγαν για να τις ξεμουδιάσει; Εγώ και αυτός να κατεβάζουμε μπύρες και αυτή με το χαμόγελο της και το απαίδευτο λύγισμα της να μας συνοδεύει συνωμοτικά. Απλώνω τα χέρια μου και τις αγγίζω. Είναι παγωμένες, αλλά τρυφερές. Φέρνω τα δάχτυλα στη μύτη μου και τα μυρίζω, αρωματισμένη σάρκα.

    Προετοιμασμένη για τον Ξένο…

    Βγάζω τα παπούτσια και κλείνω την πόρτα καθώς πετάω το σακάκι στην πολυθρόνα δίπλα. Ανάβω το φως και κοιτάω προς το παράθυρο. Φαντάζομαι το πρόσωπο του και τις ρυτίδες να βαθαίνουν σε σημείο παραμόρφωσης. Το αίμα σταματά να κάνει και να αρνείται να συνεχίσει.

    Βγάζω τα ρούχα μου, το σώμα της χλομό σαν το φθινόπωρο και δίχως τις πιτζάμες της με τα μοβ τριαντάφυλλα. Για λίγες στιγμές και καθώς κρατώ αφηρημένος το εσώρουχο στο χέρι μου, σκέφτομαι να την ντύσω με αυτές. Μετά το ρούχο πέφτει στο πάτωμα και ο ήχος με επαναφέρει.

    Πιάνω πάλι το σακάκι και από την τσέπη βγάζω το εργαλείο της τέχνης μου. Ένας ασημένιος σουγιάς. Ανεβαίνω στο κρεβάτι και κοιτώ το καμβά μου, από ψηλά. Τα μάτια μου απογαλακτίζονται από τη συναισθηματική τους φόρτιση, με ένα σιωπηρό πετάρισμα. Οι βλεφαρίδες μπλέκονται και τα ξανακλείνω, για να τα ανοίξω πάλι. Θέλω ένα καθαρό πλάνο.

    Ίσως ένα άλλοθι για να καθυστερήσω.

    Με κυριεύει το ένστικτο. Απομονώνω τις λεπτομέρειες, υπολογίζω τα λακκάκια και τις διάφορες μορφικές ανωμαλίες. Τις ενσωματώνω στο πλάνο και τις προσαρμόζω στο ζητούμενο μου. Υπολογίζω το βάθος και τις πιέσεις που πρέπει να ασκήσω για να γεμίσουν με χρώμα οι γραμμές. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω ότι είμαι έτοιμος και ίσως να το διαπραγματευθώ ξανά, βρίσκομαι πάνω της και «ζωγραφίζω».

    Το αντιλαμβάνομαι σαν από μακριά από τα βογκητά της. Μία μικρή παρατήρηση καταγράφεται στις σκιές. Κάτι της φράσσει το στόμα.

    Δεν μπορώ να περιγράψω αυτό που κάνω. Δεν είμαι εκεί. Κάποιος άλλος είναι. Κάποιος που ίσως με το σουγιά χαράζει, χαϊδεύει, βγάζει το χρώμα στην επιφάνεια, το ανακατεύει και συνεχίζει μεθυσμένος από την δημιουργική του έκσταση. Εγώ έρχομαι, όταν το έργο έχει τελειώσει. Έτσι και τώρα. Λίγες στιγμές; Ώρες μετά; Δεν ξέρω. Κοιτώ τον πίνακα αποσβολωμένος και με μία γκριμάτσα αποτυχημένα συγκρατημένου θαυμασμού, για αυτό που βλέπω.

    Ένας “Δράκος”

    Σκίτσο χαραγμένο στο δέρμα, με βάθος και σκιές σε αποχρώσεις του αίματος. Ο καμβάς τρέμει και κύματα κάνουν το έργο να μοιάζει ζωντανό. Σκουπίζω το πινέλο πάνω στο σεντόνι και το γυρνώ ανάποδα. Με το ένα χέρι αποκαλύπτω την είσοδο για τον σφιγκτήρα της και ακουμπώ την λαβή του σουγιά. Τα κύματα σταματούν. Μια παγωμένη ηρεμία.

    Πιέζω απαλά και το πεινασμένο στόμα αρχίζει να εξαφανίζει την λαβή σαν αόμματος πύθωνας.

    Πιθανόν η πρώτη της σκέψη να είναι ότι την αθόρυβη είσοδο την κάνει η κόψη, για αυτό και αυτή η πειθαρχία. Πειθαρχία λαξευμένη με εντολές και τρόμο.

    Δύο εκατοστά πριν η λαβή χαθεί τελείως και ο τρόμος σάρκα αποκτά, σταματώ. Το σώμα σαν κέρινο άγαλμα μένει στη θέση του. Οι ανάσες έρχονται και φεύγουν απαλά με μοναδικό κανόνα, κανένας πανικός.

    Στηρίζομαι στο ένα μου γόνατο και πιάνω τα μαλλιά της. Ένα μικρό φοβισμένο τίναγμα, του κεφαλιού της. Αρκετό όμως για να ρουφήξει για λίγα χιλιοστά ακόμα την λαβή.

    -Σσσσσς, μη κάνεις απότομες κινήσεις. Χαλάρωσε γλυκιά μου…

    Αφήνει το κεφάλι της ελεύθερο στην βούληση μου. Τραβώ κι άλλο τα μαλλιά της, αργά αλλά δίχως να της δίνω περιθώριο, επιστροφής στην αρχική της θέση. Ο σβέρκος ζορίζεται αλλά λυγίζει προς τα πίσω. Το οπτικό πεδίο των ματιών της ανασηκώνεται σε μια εκστατική ικεσία. Ένα βλέμμα προς το…

    ..V..

    …Θεό. Ένα βλέμμα παράδοσης της ψυχής, μέσα από την στήριξη του σωματικού της προσδιορισμού.

    Η ελαστικότητα φτάνει στα όρια της και τώρα ακολουθεί το σώμα που ανασηκώνεται.

    Διακριτικά και σιωπηλά, λες και προσπαθεί να διατηρήσει τον σουγιά βυθισμένο στον ανάλαφρο λήθαργο του. Ο Δράκος ξυπνάει και πατάει στα πίσω πόδια του. Θεριεύει και σταγόνες από σκοτεινό γλυκό κρασί στάζουν από το στόμα του. Ταλαντεύεται ελάχιστα και στέκεται σχεδόν όρθιος. Ο μύτη του σουγιά αγγίζει τρυφερά το ύφασμα του σεντονιού και η κίνηση μου σταματά. Τώρα ο καμβάς έχει τρία πόδια που τον κρατούν σταθερό.

    Η γλυκιά μου Άννα, στέκεται ως άγαλμα σπασμένο σε θέση συμβολική. Το πέος μου είναι ορθωμένο και την θωρεί τυφλό με το στόμα του ανοιχτό. Το πιάνω, όχι για να το συγκρατήσω, αλλά για να εντείνω την ανάγκη της λαχτάρας του. Οι αισθήσεις μου χαρίζουν την τρισδιάστατη εντύπωση του ζωντανού αντικειμένου, που στέκεται δίχως ζόρι στα χαλαρά δεσμά μου.

    Τα χέρια μου ακόμα στα μεταξένια της μαλλιά. Νιώθω τους τένοντες μου να με ικετεύουν. Σαν σκουλήκια που τεντώνονται και με προκαλούν, μου δείχνουν ξεδιάντροπα την δύναμη τους. Το σφρίγος τους που με μόνο μια εντολή μου, θα εξαφανίσουν με βία, το τρίτο στήριγμα μέσα στην οπή της.

    Οι σφυγμοί μου, συνοδεύουν τις κινήσεις του χεριού. Το αίμα μου λες και μεταφέρεται όλο σε ένα κομμάτι σάρκας, χαρίζοντας της την δική της θέληση. Ένα θαύμα, ένα τραγούδι μαγικό που τελειώνει με ένα υγρό πυροτέχνημα. Πίδακας από γεμάτο, ζωντανό, και λευκό σπέρμα που χιμάει προς το πληγωμένο δέρμα.

    -Μαμά; Μία φωνή από ένα άλλο δωμάτιο, από έναν άλλο κόσμο μακρινό εισβάλλει απρόσκλητο, μέσα στο σύμπαν μας…

    Η μητέρα της γυρνάει το κεφάλι και ετοιμάζεται να ανοίξει το στόμα. Με μια κίνηση την προλαβαίνω. Με το άλλο χέρι αλείφω το σπέρμα πάνω στο έργο μου. Αλλάζω γνώμη…

    -Πες το, το λευκό αναμιγνύεται με το κόκκινο του αίματος και δίνει μία θλιβερή απόχρωση. Με κοιτάει με απορία, μη ξέροντας τώρα τι να πει. Η συνειδητοποίηση της θέσης την έχει τρομοκρατήσει.

    Δύο αντίθετα ρεύματα συγκρούονται.

    Είμαι μάνα ή γυναίκα;

    -Το παιδί, αυτό μόνο. Τίποτα άλλο. Ούτε ένα ευχαριστώ. Κανείς δεν εκτιμάει σήμερα την τέχνη. Η μαγεία χάθηκε. Πιάνω το σουγιά από τη λάμα και τον τραβώ απότομα. Τινάζεται σαν άλογο στην κούρσα προς τα εμπρός, μία μικρή σχετική εικόνα περνάει από το μυαλό μου. Την σημειώνω και την προσπερνώ. Κατεβαίνω από το κρεβάτι και ντύνομαι. Το μάτι μου πιάνει μία φευγαλέα εικόνα του υγρού σώματος. Παίρνει βαθιές και γρήγορες ανάσες για να μην φωνάξει. Αδιαφορώ για αυτό. Έχω κολλήσει στις αντανακλάσεις του φωτός, καθώς αυτό φουσκώνει και ξεφουσκώνει βεβιασμένα και συνεχίζω να βάζω τα ρούχα μου μηχανικά.

    Μετράω καμιά δεκαριά ζευγάρια εισπνοών και εκπνοών. Άλλη μία φευγάτη εικόνα. Την σημειώνω και αυτήν.

    -Μείνε στη θέση σου. Θα πάω εγώ, ούτε κιχ, άγαλμα στη θέση της. Ένα νεύμα μόνο, κατάφασης. Κρίμα που δε μου ανήκει. Βάζω το σακάκι μου και πιάνω το σουγιά.

    Λερωμένος…

    -Γλύψτο, καμία αντίρρηση. Της ζητάω και απλά εκτελεί. Κρίμα…

    Βγαίνω από το δωμάτιο. Τρία βήματα, μία παρόρμηση για να χορέψω. Την προσπερνώ και μπαίνω στο παιδικό. Το κοριτσάκι κάθεται σκεπασμένο. Γουρλώνει το βλέμμα του και μετά με αναγνωρίζει.

    -Θείε…, όταν μεγαλώσει θα θυμίζει τη μητέρα της. Κάθομαι δίπλα της και απλώνω το χέρι…

    -Ησύχασε μικρή μου.

    -Τι κάνεις εδώ θείε;

    -Ο μπαμπάς σου με έστειλε για να του πάρω ένα φάκελο. Θες να ακούσεις ένα παραμύθι;

    -Ναι θείε. Ένα χαμόγελο, ένα τεράστιο φεγγάρι.

    Μια φορά κι καιρό έναν ήταν κοριτσάκι ένα που το αγαπούσαν όλοι. Πιο πολύ απ' όλους την αγαπούσε η γιαγιά της, αλλά ήταν φτωχή και το μόνο που μπορούσε να της δώσει ήταν ένα μικρό σκουφάκι από κόκκινο βελούδο. Η μικρή το φορούσε πάντα και της ταίριαζε πολύ, έτσι όλοι τη φώναζαν "η Κοκκινοσκουφίτσα"…

    Λεπτά αργότερα κλείνω την εξώπορτα πίσω μου. Υπάρχει ελπίδα τελικά για την τέχνη. Φτάνω στο αυτοκίνητο και κινούμαι προς την πόρτα του. Άλλη μία παρόρμηση για να χορέψω. Την προσπερνώ σκεπτόμενος πόσο ηλίθιος θα έδειχνα. Του ανοίγω…

    -Όλα εντάξει. Σε περιμένει. Ανοιχτή και χρησιμοποιημένη. Μου απαντάει μ’ ένα γρύλισμα και βγαίνει.

    Βόδι!

    Γυρνάει και με κοιτάει σα να με άκουσε. Για μία στιγμή με τρομοκρατεί, αυτό το ενδεχόμενο.

    -Καληνύχτα, περισσότερο γρύλισμα, παρά λέξη και φεύγει. Τον κοιτάω καθώς απομακρύνεται.

    Γεια σου αδερφέ μου…

    Ξύπνησα, μούσκεμα...

    Άλλος ένας εφιάλτης...

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    "Η Έχιdna"

    Άλλος ένας εφιάλτης...

    -Άσ’ τη!

    Ο αδερφός μου σηκώνει το βλέμμα του από τη νεκρή γυναίκα του και στοχεύει προς εμένα.

    Ο μεγάλος μου αδερφός. Τα μάτια του θολά, λες και μία μεμβράνη τα έχει σκεπάσει. Το έχω ξαναδεί. Μόνο όμως στα μάτια της τρέλας. Που είναι ο Βασίλης των παιδικών μας χρόνων; Ποιος τον έχει κλέψει;

    Στα πόδια του, η Άννα και στην πλάτη της, ο «Δράκος» μου. Το αίμα της απλωμένο σαν χαλί κρατά το μάρμαρο από κάτω της ζεστό.

    Γονατισμένη και γυμνή από πάνω της, η Αλίκη.

    Χθες δεκαοχτώ. Σήμερα ορφανή. Καλώς ήρθες στον κόσμο των Θαυμάτων. Κρατάει το κεφαλάκι της κολλημένο πάνω στο δέρμα της μητέρας της που στεγνώνει.

    -Δε θα προλάβεις πούστη να τις πάρεις. Μόνο τα κουφάρια τους και στο ελεύθερο χέρι του ένα κουζινομάχαιρο.

    Η Αλίκη τρέμει. Ίσως η μητέρα της προσπαθεί να την πάρει μαζί της. Δεν είμαι κοντά του δε προλαβαίνω.

    -Βασίλη… Είναι η κόρη σου, μια ζωή μπροστά της, η μεμβράνη ταράζεται σα να θέλει να σπάσει. Ή μήπως να απλωθεί;

    -Τις έκλεψες. Δεν μπορούσες… Γιατί…, ένας λυγμός ανοίγει ένα παράθυρο. Θέλει προσοχή. Ένα βήμα μπροστά ή ένα βήμα πίσω; Μακριά τους. Το δωμάτιο μοιάζει να γέρνει και να με τραβά. Με δυσκολία κάνω ένα βήμα πίσω.

    -Βασίλη φεύγω. Δε θα με ξαναδείς. Πρόσεχε την Αλίκη. Θα είστε πια μόνο οι δυο σας.

    Κοντοστέκεται. Μία υποψία. Μία σκιά. Ένα χαμόγελο; Κάνω άλλο ένα βήμα προς τα πίσω. Το χέρι του χαλαρώνει. Το άλλο κατεβαίνει. Άλλο ένα και φτάνω προς την πόρτα.

    Νιώθω την κάσα στο ιδρωμένο μου χέρι. Γιατί οι πόρτες να έχουν κάσες; Ένα δάκρυ ανθίζει στο μάτι μου. Το βλέπει και χαμογελάει. Νιώθει τον πόνο μου. Υπάρχει ελπίδα.

    Αφήνει το μαχαίρι.

    -Γεια σου Βασίλη. Φεύγω…να την προσέχεις… και τότε…

    Σε ένα σκηνικό στημένο, τα πάντα μπορούν να τοποθετηθούν κατά πως λογιάζει ο σκηνοθέτης. Ένα επιτυχημένο σκηνικό αφήνει τους θεατές να νιώθουν πως αυτό που παρακολουθούν είναι κάτι το αυθόρμητο. Την στιγμή την τραγική κόβεται η ανάσα τους.

    Θέλουν να απλώσουν το χέρι τους και να σταματήσουν και να εμποδίσουν και να παρηγορήσουν…

    -Θείε!!!, η Αλίκη ακούει πως φεύγω και ξυπνάει. Με μια απότομη κίνηση του ξεφεύγει αλλά μπερδεύεται και πέφτει πάνω στη μητέρα της.

    Το δευτερόλεπτο δεν έχει ακόμα γεμίσει. Αρκετό όμως για να επανέρθει η μεμβράνη στα μάτια μου. Αρκετό για να με φέρουν τα πόδια μου κοντά του. Στο συμπλήρωμα του δευτέρου, αυτός κάνει να πιάσει το μαχαίρι. Στο επόμενο δέκατο τα χέρια μου βοηθούμενα από την ορμή τον αρπάζουν. Στα δύο επόμενα δύο δέκατα τον σηκώνουν. Η ορμή μου όμως δεν εκτονώνεται και συμπληρώνεται από το τίναγμα που κάνει για να ξεφύγει. Το δεύτερο δευτερόλεπτο γεμάτο καθώς πέφτει προς τα πίσω.

    Φτάνει στο παράθυρο. Τον περιμένει και τον αφήνει με ευγένεια να περάσει στο κενό. Το σώμα του αδερφού μου πέφτει από ύψος μερικών μέτρων και η τραγωδία κλείνει…

    Μέρες μετά ή μερικά εκατομμύρια δεύτερα…

    Την σκουπίζω με μία πετσέτα απαλή.

    -Το πόνο να ξεχάσεις.

    Με μία μικρή βούρτσα χτενίζω αργά τα μακριά μαλλιά της.

    -Την ανθρωπιά ποτέ μη χάσεις.

    Παίρνω το ψαλίδι στο χέρι μου και πιάνω μία χλομή καστανή της τούφα. Μέλι ποτισμένο βαθιά με αίμα.

    -Το όνομα σου να ξεχάσεις.

    Αρχίζω να κόβω και να ληστεύω τους μικρούς μεταξένιους θησαυρούς της.

    -Το Άγνωστο ποτέ μη πιάσεις.

    Μετά πιάνω το ξυράφι.

    -Θα σε βοηθήσω να ξαναγεννηθείς από τις στάχτες σου μικρή λησμονημένη.

    Και αρχίζω να ξυρίζω το Αυγουστιάτικο φεγγάρι.

    -Το όνομα σου…

    -Έχιδνα

    Τρία ή της Τροίας τα χρόνια του μετά…

    -Ένα σφηνάκι ακόμα; Οι λέξεις ξεχύνονται υγρές, από ένα στόμα που λαχταρά.

    Δύο μεγάλα μάτια σηκώνονται και κοιτούν το στόμα που μίλησε. Θα σου πέσω βαριά, μωράκι μου.

    -Ναι, γιατί όχι, φιλενάδα. Αφήνει το χέρι της, να πέσει ανάμεσα στα πόδια του κοριτσιού. Η ξανθιά την κοιτάει και χαμογελάει.

    -Θύμισέ μου πάλι, πόσο είσαι;

    -Εικοσιένα από σήμερα μωρό μου... Σπρώχνει το χέρι της ανάμεσα στα πόδια και οι άκρες των δαχτύλων χάνονται κάτω από το λεπτό ύφασμα.

    -Εικοσιπέντε εγώ, πως γίνεται αναρωτιέται. Πιο μικρή αυτή, αμήχανα να νιώθω.

    -…και με διαβολεμένη γι’ αμαρτίες δίψα. Το ξανθό κορίτσι μισανοίγει το στόμα του…

    Λουκούμι μου μικρό… αλλάζει γνώμη τελικά, σηκώνει το χέρι της και φωνάζει.

    -Άλλο ένα γύρο μάστορα.

    Τα μεγάλα μάτια την πλησιάζουν και γίνονται τεράστια. Της θυμίζουν δύο μεγάλα παράθυρα. Δύο παράθυρα, δύο σκυλιά, δύο φύλακες, δύο δαίμονες… Οι συνειρμοί της παρασύρονται από τα δάχτυλα του μικρού κοριτσιού που την πλησιάζει. Δύο μικροί και λεπτοί εισβολείς της αφαιρούν το δικαίωμα στην αμφιβολία και σαν αντίτιμο της προσφέρουν περισσότερη υγρασία. Κλείνει τα μάτια της.

    Κοιμήσου μωρό μου και άσε τα όνειρα σε μένα.

    Τα κορίτσια φιλιούνται σε ένα χώρο που υποκρίνεται ότι δεν τα προσέχει. Τα αυτιά δήθεν ακούν την μουσική. Τα πόδια άγαρμπα κάνουν πως χορεύουν, τα χείλια διαλέγουν λέξεις πρόχειρες για να κρύψουν τον σκοπό τους, τα χέρια ιδρώνουν και χαμηλώνουν κάτω από το τραπέζι.

    Μόνο ένας έχει το θράσος και επιμένει να τις καρφώνει. Το κορίτσι με τα μεγάλα μάτια τον βλέπει. Μέσα από τις χαραμάδες των ξανθών ιστών, τον ζυγίζει και αποφασίζει. Δίχως να διακόψει την διαμόρφωση των υγρών ονείρων σηκώνει το χέρι της και του γνέφει.

    Come daddy to the kitchen.

    Ώρες μετά και έξω από το μαγαζί.

    -Τελικά κορίτσια τι θα κάνετε; Τόνος χρωματισμένος με μία αδιόρατα πλαστή αδιαφορία.

    Είναι παίχτης.

    Το ξανθό κορίτσι την πιάνει από το χέρι και την τραβάει παραπέρα. Με λίγο περισσότερη δύναμη από ότι χρειάζεται.

    Μωρό μου ζηλεύεις;

    -Δεν τον ξέρουμε, πως θα πάμε μαζί του;

    -Ούτε εσένα σε ήξερα, σήμερα σε γνώρισα.

    Στέκεται, δεν την περίμενε την απάντηση της. Έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Βγάζει ένα τσιγάρο. Δύο αποτυχημένες προσπάθειες, στην τρίτη ανάβει. Δύο φτηνές τζούρες και συνεχίζει.

    -Δε θες να πάμε σπίτι μου; Θα περάσουμε καλά οι δυο μας.

    Το κορίτσι με τα μεγάλα μάτια ρίχνει μία πρόχειρη ματιά στον άλλον, μετακινεί το σώμα της έτσι ώστε να μη φαίνεται…

    -Άκου να δεις πως θα γίνει. Θα πάμε σπίτι του, θα του πετάξουμε τα μάτια έξω, θα του ρουφήξω ότι έχει και δεν έχει και θα το φτύσω στο στόμα σου. Είσαι μέσα ή όχι; Μία απάντηση, μία ευκαιρία έχεις μόνο.

    Αφού θα πεις το ναι, γιατί κάνεις νάζια;

    Η πόλη βρώμικη τρέχει να ξεφύγει. Φώτα και σκιές ανακατεύονται συνεχώς πίσω από το παράθυρο. Δύο μεγάλα μάτια κοιτούν έξω την εικόνα που συνεχώς ανανεώνεται.

    Που είσαι; Τι κάνεις;

    Ένας μικρός ήχος διακόπτει τις σκέψεις της. Χαμηλώνει το βλέμμα της. Το ξανθό κορίτσι ρουφάει ανάμεσα στα πόδια της.

    Τα σάλια της ρουφάει η άχρηστη.

    Πιέζει το ξανθό κεφάλι με δύναμη. Ανοίγει και τα πόδια της και κάθεται καλύτερα. Το κορίτσι από κάτω βογκάει. Σηκώνει το πρόσωπό της ξανά και κοιτάει μπροστά. Στον καθρέπτη συναντάει το βλέμμα του. Της χαμογελάει και αλλάζει ταχύτητα. Καταλαβαίνει ότι η ξανθιά περισσότερο την ενοχλεί παρά την ερεθίζει.

    Ίσως να αξίζει τον κόπο.

    Η ξανθιά έχει στηθεί στα τέσσερα προσπαθώντας, όσο της επιτρέπει το πίσω κάθισμα, να την γλύψει. Με το αριστερό της χέρι και δίχως να τραβήξει το βλέμμα της από τον καθρέπτη, τραβάει την φούστα και της κατεβάζει το εσώρουχο.

    Το γατί από κάτω, γουργουρίζει παροτρύνοντάς την.

    Αυτός συνεχίζει να κοιτάει τα μάτια της.

    Φέρνει το χέρι στο στόμα της και σαλιώνει δύο δάχτυλα. Βγάζει φλας και στρίβει αριστερά.

    Χαλαρός και ελεγχόμενος. Επιστρέφει το χέρι της στα οπίσθια του γατιού. Ξανά φλας και πιάνει δεξιά. Ψαχουλεύει και βρίσκει την τρύπα. Το γατί μουρμουρίζει με σφραγισμένο στόμα. Σταματάει στο φανάρι και περιμένει. Αγγίζει την κωλοτρυπίδα της. Το γατί πάλι μουρμουρίζει. Ίσως όχι. Περιμένει. Το φανάρι ανάβει πράσινο και βγαίνει στην εθνική.

    Πιέζει ελαφρώς με τα δάχτυλα. Το κορίτσι ψελλίζει, αλλά πάλι δεν ακούγεται καθαρά. Αυτός πιέζει το γκάζι και το αυτοκίνητο ανεβάζει στροφές. Περισσότερη δύναμη και το γατί κάνει να σηκώσει το κεφάλι του. Κατεβάζει ξανά το δεξί της χέρι και την ακινητοποιεί.

    Αλλάζει ταχύτητα και ανεβάζει κι άλλο. Το ταχύμετρο ξεπερνάει τα εκατό και τα δάχτυλά της ανοίγουν το άμοιρο γατί. Το κορίτσι από κάτω προσπαθεί να ξεφύγει, μα το κορίτσι με τα μεγάλα μάτια έχει δύναμη. Δύναμη αφύσικη για την ηλικία του.

    120 και τα δάχτυλά της έχουν βυθιστεί μέχρι την βάση τους. Η ξανθιά υποχωρεί και αφήνεται.

    130, βγάζει τα δάχτυλα με φόρα και πριν προλάβει το γατί να πάρει ανάσα βάζει τρία.

    140, τραβάει το χέρι της παράλληλα με την ράχη του γατιού και το νιώθει να τσιτώνεται.

    Σκίζεσαι;

    150, νιώθει την κύστη της να ζορίζεται. Την απελευθερώνει. Το ξανθό κορίτσι δέχεται τα ούρα της στο στόμα.

    160, το γατί πίνει μεθυσμένο και αυτή σπρώχνει κι άλλο το κεφάλι πάνω στη πηγή. Νιώθει το μουνί της να προσαρμόζεται στο κεφάλι του γατιού.

    170, πριν ακόμα στερέψει βάζει και τέταρτο δάχτυλο. Η τρύπα του κοριτσιού είναι υγρή.

    Αίμα ή σκατά.

    180, την κοιτάζει ακόμα. Το χαμόγελο του σκοτεινό. Τραβάει το γατί με όλη της τη δύναμη. Να μη χάσει την τελευταία σταγόνα.

    190, γαμάει το γατί με μανία. Υγρά συνεχίζουν να την ποτίζουν και δεν είναι ούρα.

    200, νιώθει ένα βουητό να την συνοδεύει. Πλησιάζει ή είναι ο άνεμος;

    210, περνάνε ένα αυτοκίνητο σα να είναι σταματημένο. Νιώθει το κλυδωνισμό και έρχεται και ο πρώτος σπασμός.

    220, με τη λεκάνη γαμάει το πρόσωπο του γατιού. Το αυτοκίνητο τρέμει μαζί της.

    230, νιώθει κάτι ζεστό να γεμίζει το μουνί της. Αίμα…

    Αφήνει το γκάζι και το αυτοκίνητο πετάει αθόρυβα. Τα κορίτσια πίσω ουρλιάζουν, ανοίγει ελάχιστα τα δύο παράθυρα. Το σφύριγμα του αέρα χώνεται ανάμεσα τους.

    Η πτήση κρατά όσο ένα τίποτα. Οι ρόδες ξαναβρίσκουν το έδαφος, με ασέβεια και αυτό θυμωμένο, τις τιμωρεί για αυτό. Τους αφαιρεί την βεβαιότητα της σταθερότητας, αυτές παραδίνουν τον έλεγχο κουρασμένες και ο οδηγός απλώς προλαβαίνει να πει…

    -Τουμπάρουμε!

    Αντικείμενα ζωντανά και άψυχα γυρνούν σαν άπλυτα ρούχα, μέσα στο πλυντήριο της βαρύτητας. Το κορίτσι παραμένει στην θέση του σταθερή.

    Τι όμορφα που γυρνάει ο κόσμος. Τι αδύναμος και με τι πάθος γουστάρει να αποσυντίθεται.

    Το μέταλλο λιγοστό στο αμάξωμα και οι σπίθες δαγκώνουν με λύσσα το πλαστικό του. Το κορίτσι βλέπει το «γατί» σαν μπαλάκι του τένις, να πέφτει μία στο ένα παράθυρο και μία στο άλλο.

    Τι αστεία που είναι…

    Ο ήχος των υλικών που θρυμματίζονται και τρίβονται και σέρνονται στην άσφαλτο, εκκωφαντικός.

    Μια κιθάρα ηλεκτρική οργασμικά φωνάζει.

    Το παρμπρίζ έχει ανοίξει και ο οδηγός μισός μέσα και μισός απ’ έξω, βάζει τα χέρια του μπροστά για να κρατηθεί. Η σάρκα των χεριών του λειώνει, αλλά τα κόκαλα επιμένουν να αντιστέκονται.

    Καρτούν…

    Ένα μεγάλο κομμάτι φλεγόμενο βρίσκει το «γατί» στον λαιμό και διαχωρίζει το κεφάλι από το σώμα του.

    Σε καυτηρίασε μην έχεις παράπονο, τουλάχιστον δε θα μολυνθείς.

    Το κεφάλι της ξανθιάς, καταλήγει στην αγκαλιά του κοριτσιού. Το πιάνει στα χέρια της και το κοιτάει.

    Τώρα θα μπορείς να κάνεις καλύτερα γλειφομούνι και ταυτόχρονα να σε πηδάνε οι γείτονες στο απέναντι διαμέρισμα.

    Το αυτοκίνητο σμπαράλια κόβει ταχύτητα και σταδιακά σταματάει.

    Η βόλτα τελείωσε, σας ευχαριστούμε, να μας ξανά διαλέξετε.

    Το κορίτσι βρίσκει ένα άνοιγμα και βγαίνει έξω. Σηκώνεται και πάει μπροστά από τον διαλυμένο όγκο. Τα ρούχα της είναι λεκιασμένα, τα βγάζει και τα πετάει στη φωτιά που σιγοκλαίει.

    Πάρε για τον κόπο σου.

    Όρθια, γυμνή, φορώντας μόνο τα τακούνια της, στέκεται στο κέντρο της κόκκινης αντανάκλασης. Το κορμί της, λάμπει υγρό και το κορίτσι δίχως να το καταλάβει χαϊδεύει το μουνί της, απορροφώντας την εικόνα. Ένας ήχος την διακόπτει.

    Μία μηχανή μεγάλου κυβισμού, πλησιάζει. Το κορίτσι χαμογελάει. Σταματάει μπροστά στο ατύχημα και ο άντρας που βρίσκεται πάνω, κοιτάζει με ενδιαφέρον.

    -Ήρθες να με πάρεις Δράκε;

    Ο άντρας σηκώνει το βλέμμα πάνω της και της κάνει νόημα.

    -Ανέβα.

    Σαν μικρό κορίτσι, έτοιμο για έξοδο, τρέχει κοντά του, σηκώνει το πόδι του με μία άνετη κίνηση και καβαλάει την μηχανή. Ο Δράκος βάζει μπροστά και φεύγει με ταχύτητα.

    Η νύχτα σκεπάζει με τρυφερότητα τους Δράκους και μένει αυτή πίσω να υποδεχθεί τα φώτα που πλησιάζουν…

    Ξυπνάω από το εφιάλτη, τα φώτα ανοιχτά...

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “Η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος”

    Το να χτυπάς το κουδούνι σε ένα άγνωστο σπίτι μέσα στη νύχτα , μοιάζει με το πασπάτεμα ενός κλειδωμένου μπαούλου. Καθώς περιμένεις να ανοίξει, νιώθεις κάτι να σε περιμένει να το αρπάξεις ή να σε αρπάξει.

    Μία ανάμνηση, ένα τέρας, ίσως και μόνο ένα πεινασμένο ποντίκι. Δεν υπάρχει τίποτα το τρομακτικό σε αυτό, παρά μόνο ίσως η απογοήτευση πως ίσως, δε θα συμβεί τίποτα από τα δύο…

    Γι’ αυτό μετά από μερικά δευτερόλεπτα και δίχως να έχω αντιληφθεί καμία κίνηση από μέσα, γυρνώ τη πλάτη μου στη πόρτα. Αυτή ανοίγει σα να περίμενε την ευκαιρία. Συγκρατώ τον εαυτό μου, πριν ενστικτωδώς γυρίσει. Ούτε κι αυτή αποκρίνεται. Μία αναμέτρηση δίχως πρόσωπο μέσα στις σκιές. Σχεδόν νιώθω ένα κατάλευκο χέρι να απλώνεται ασώματο για να μ’ αγγίξει.

    Μαλακίες !

    Γυρνώ και κανένας. Μόνο η πόρτα ανοιχτή…

    Φως δεν έχει. Κάποιος τις εντυπώσεις να κερδίσει προσπαθεί. Μπαίνω μέσα και κλείνω το οσμή του δρόμου απέξω.

    Λιβάνι, λεβάντα, λάβδανο;

    Ένας διάδρομος και κεριά στα πλαϊνά του. Χαμογελώ, μου θυμίζει αεροδιάδρομο στη νύχτα και τις φωνές που τον σηματοδοτούν. Απλώνω, όσο με παίρνει, τα χέρια μου και ετοιμάζομαι για προσγείωση.

    Το επιβατικό «Δράκος» ζητάει άδεια προσγείωσης από τον πύργο ελέγχου.

    Σα μικρό παιδί που παίζει, κάνω την είσοδο βουτηγμένος μέσα σε μια ανάλαφρη ευθυμία.

    Στα τρία μέτρα ένας μικρός διάδρομος από κεριά λοξοδρομεί. Το σαλόνι…

    Μία μπανιέρα με πόδια χρυσά, στο κέντρο ενός κατά άλλα αδιάφορου δωματίου. Μία γυμνή κοπέλα μέσα της, με τα μάτια κλειστά. Κεριά κολλημένα περιμετρικά και γερμένα προς τα μέσα. Ρυάκια καυτά κυλούν πάνω στο λευκό μάρμαρο και χάνονται στα κενά που αφήνει, το κορίτσι από κάτω της. Υγρό κερί στάζει και κυλάει προς τα μαλλιά, παγιδεύοντας τα μάλλινα λεπτά νήματα του Εβένου σε σταγόνες που πήζουν σα μαργαριτάρια. Στα σημεία, που δίοδο το λευκό ζεστό δε βρίσκει, συσπειρώνεται και δημιουργεί επίπεδα που ανυψώνονται αργά.

    Σε κάποιον άλλο η όλη εικόνα θα μύριζε ρομαντισμό, σ’ εμένα λάμψεις ενοχλητικές και εικόνες φευγαλέες από γυναίκες που τρέχουν φλεγόμενες και γυμνές στο δρόμο.

    Δε θα της ταράξω το όνειρο, γιατί έτσι μοιάζει, σα να κοιμάται. Βγάζω το μικρό μου φίλο και φυσάω απαλά στην κόψη του. Έτσι για καλή τύχη.

    Πλησιάζω και σηκώνω ελάχιστα το χέρι, στο οποίο φωλιάζει ο φιλαράκος. Στη πρώτη φλόγα που συναντά, λυγίζω το καρπό ανεπαίσθητα και την παίρνει μαζί του. Μαζί του φεύγουν και υγρές σταγόνες. Βαδίζω δίπλα από φλεγόμενα σημεία που ορίζουν ένα περίγραμμα και με το μαγικό μου ραβδί αφαιρώ τον ορισμό του.

    Φλόγα με φλόγα, το μέταλλο μου απορροφά το φως και δίνει άλλη πνοή σε αυτό το δωμάτιο. Στην τελευταία κοντοστέκομαι και κοιτώ το αποτέλεσμα. Μία μικρή του καπνού, πέπλο και ομίχλη κρύβει το κορίτσι, από το βλέμμα του ιερόσυλου.

    Χαμογελώ ικανοποιημένος και κλέβω και την τελευταία σταγόνα ελπίδας για τη φωτιά.

    Η λάμα έχει σκεπαστεί από μία κρούστα μαλακής εκδίκησης. Το κερί παγώνει και θέλω κάπου να το απλώσω. Σκύβω πάνω από το κεφάλι του κοριτσιού και απλώνω τη πάστα που στερεοποιείται στο πρόσωπο της. Τα σκουρόχρωμα της χείλια, χρώμα αλλάζουν και υφή.

    -Σου πάει το κερί, ανοίγει τα μάτια της και με κοιτάει. Ένα σκύλος που τρέχει στη νύχτα χαρούμενος, ένα κορίτσι που δίνει την αρχή, για ένα μόνο σ’ αγαπώ.

    -Σ’ ευχαριστώ, ζωή που λυγάει κοιμισμένη.

    -Θα επιστρέψω, αφήνω το φίλο μου να της κρατάει συντροφιά και ξαναβγαίνω στο διάδρομο. Ακολουθώ την επόμενη γραμμή…

    …και με συντροφεύουν λεκέδες από νερό. Δούλα των νερών που σέρνεται όταν οι άλλοι δεν κοιτούν. Τις σάρκες της αφήνει καθώς στάζει προσμονή. Τα υγρά ίχνη δε πάνε μακριά.

    Φυσικά.

    Σε μία πόρτα δεξιά στρίβουν και χάνονται στο μπάνιο.

    Έλα ποντικάκι μου στο γλυκό μου στόμα. Σε περιμένει το λιωμένο σου φιλί.

    Σταματώ και δειλιάζω πριν αποκαλύψω. Η ύπαρξή μας στηρίζεται σε χιλιάδες αποτυπώματα φυσικών συμβάντων, φιλτραρισμένα από την συνεχώς ρευστή αντίληψή μας.

    Σα μία μπάλα από τρίχες που έχουν πλεχτεί η μία με την άλλη, περιστρέφεται φέρνοντας πιο κοντά στο συνειδητό μας κάθε φορά και κάτι διαφορετικό. Η επιλογή είναι φαινομενικά τυχαία και οι μηχανισμοί περιστροφής χαοτικά δυσνόητοι.

    Και όταν προσπαθείς να την αγγίξεις αυτή κυλά και στην επόμενη στιγμή ανήκει.

    Χέσε μέσα. Φράσεις απολιθώματα μιας ξεχασμένης θηλυκής ύπαρξης που πετάχτηκαν σαν φίδια από το πουθενά.

    Γιατί;

    Μη φοβάσαι το σκοτάδι, κλείσε τα μάτια σου και προσποιήσου τον τυφλό.

    Στέκομαι και τινάζω το κεφάλι μου. Στοιχειά κακά, στοιχειά καλά.

    Κλείσε τα μάτια σου και φαντάσου το σύμπαν δίχως εσένα.

    Κλείνω τα μάτια μου και αφήνομαι. Αν δε μπορώ να ξεφύγω, ας με προσπεράσει λοιπόν.

    Το όλον ένας δρόμος προς το στόμα μου. Έλα μικρό μου ποντικάκι, κύλησε σα μια σφαίρα από το τίποτα στη αχυρένια μου φωλιά. Σε περιμένει η μοναξιά.

    Ένα τραγούδι παιδικό που σβήνει σιωπηλά. Κάτι πολύ κοντά μου, που δε μπορώ να θυμηθώ , για άλλη μια φορά απομακρύνεται πριν προλάβω να τ’ αγγίξω.

    Ανοίγω τα μάτια και μπαίνω στο μπάνιο. Ατμοί που ακόμα αιωρούνται σαν ταξίδια που τελειώνουν. Ο χώρος μικρός. Λίγα πράγματα. Αρμονικά ατακτοποίητα.

    Ανάσα βαθιά παίρνω και σα Δράκος γεύομαι το άρωμά τους. Γυναίκες που ώρα λίγη πριν φτιαχνόντουσαν φλυαρώντας γλυκά μπροστά στο οβάλ θολό γυαλί. Η μπανιέρα ακόμα γεμάτη με καθάριο βρώμικο νερό, είναι απρόσμενα άδεια. Βγαίνω και κλείνω το φως. Σφραγίζω και αυτή την κρυψώνα και στρέφομαι προς την στερνή.

    Ένας διάδρομος δίχως διαφυγή. Η πύλη του ανοιχτή βλέπει τοίχο και μία φιγούρα που με κοιτάει με την λαδομπογιά του λες ακόμα νωπή. Τις κρύβει. Χαμογελώ. Το σώμα μου γεμίζει το άνοιγμα της πύλης και αφήνει το φως απέξω. Μπορώ να δω, αρκεί να κάνω μερικά βήματα ακόμη.

    Αφουγκράζομαι τις ανάσες τους μέσα από τις σκιές. Η μία ήρεμη και απαλή.

    Κοιμάται…

    Η άλλη τιθασευμένη και αργή σαν τη φλόγα ενός κεριού.

    Περιμένει…

    Μου επιτρέπω δύο βήματα ακόμα. Δεξιά μου, μία πολυθρόνα. Αριστερά ένα μεγάλο κρεβάτι. Διαλέγω την πολυθρόνα και θρονιάζομαι αναπαυτικά. Τις κοιτάζω. Το ένα θηλυκό ξαπλωμένο, με το σεντόνι να κρύβει τη γύμνια του από τη μέση και κάτω. Το οπτικό του πεδίο σκεπασμένο από δύο λεπτούς σάρκινους μανδύες. Κοιμάται.

    Το άλλο απλωμένο δίπλα του με κοιτάζει με τα μάτια ορθάνοιχτα, ανέκφραστο. Το χέρι του, σα ναρκωμένο ερπετό ξετυλίγεται ξεκινώντας από τα στήθη του, στην ώρα πετά για λίγο, προσγειώνεται και καταλήγει κάτω από το σεντόνι, ανάμεσα στα πόδια του κοριτσιού που κοιμάται.

    Σταματά και περιμένει..

    Μία μου λέξη; Μία μου πράξη; Μία μου ανάσα; Τι άραγε;

    -Δείξε μου…, ακούει και μου χαμογελάει. Ερεθισμένη νύχτα…

    Το φίδι αναδιπλώνει το κεφάλι του. Έτσι τουλάχιστον φαντάζομαι το φούσκωμα που σχηματίζεται κάτω από το σεντόνι. Βλέπω τη γλώσσα του να σέρνεται και γλιστράει, αφύσικα κόκκινη, έξω από την σχισμή του ερπετοειδούς κεφαλιού και να αγγίζει διακριτικά και με αιδώ τις πτυχές του μεταξιού, αναζητώντας αυτές της σάρκας.

    Το κορίτσι που κοιμάται σφίγγει τα χείλια του τονίζοντας το γέμισμα τους. Τα μαύρα μαλλιά του, πλαισιώνουν το πρόσωπο με κάδρο το μαξιλάρι που βουλιάζει απαλά. Σκουρόχρωμη κόκκινη βεντάλια τα μαλλιά της άλλης κοπέλας, απλώνονται στον εύθραυστο λαιμό της καθώς το λαίμαργο στόμα της αναζητά τις θηλές της. Ένα φίδι με δύο κεφάλια, που κατακτά με δύο βουλήσεις.

    Το θέαμα έχει κάτι το ληθαργικό. Το κορίτσι Φίδι σαγηνεύει την προσοχή μου αρπάζοντας απαλά το Θύμα του από τα μονοπάτια του Μορφέα, σέρνοντάς το αθόρυβα με ήχους υγρούς στο δικό της κόσμο.

    Αλυσίδες που χτυπούν στις πέτρες, φωνές που κρύβονται πίσω από τον ύφασμα για να καταλήξουν στον κόσμο της ηδονής. Στο οπτικό μου πεδίο έχει νυχτώσει και μία λάμπα μόνο φέγγει σε μια μικρή σκηνή.

    Κάτω από τα σεντόνι ένα χέρι βασανίζει, ίσως…

    Δάχτυλα που χαρακώνουν τρυφερά πάνω σε δρομάκια σκοτεινά και νοτισμένα, μπορεί…

    Βρίσκουν κενό και πέφτουν, μα την τελευταία στιγμή από κάπου πιάνονται, φαντάζομαι…

    Σκαρφαλώνουν χρησιμοποιώντας τα νύχια τους σε τοιχώματα που ανασαλεύουν και αναπνέουν, θα ‘θελα…

    Φέρουν μαζί τους ζάχαρη που λιώνει σε λευκό σιρόπι, θέλω να το γευτώ…

    Έτσι ιδρωμένα φτάνουν στο χείλος και ταλαντεύονται για να πηδήξουν προς τα έξω, γιατί…

    Κάνουν το άλμα, αστοχούν και πέφτουν με δύναμη στο τέρμα ενός πηγαδιού γεμάτο από μελένια λήθη, ξανά…

    Το Θύμα αφήνει από το στόμα του ένα βογκητό να ξεγλιστρήσει. Λίγο πριν ο ήχος χαθεί στο παρελθόν, τα μάτια ανοίγουν. Βλέπει το Φίδι και χαμογελά σαν την Παρθένο. Το κεφάλι της στρέφεται αργά και οι κόρες της συναντούν την αντανάκλαση της εικόνας μου. Τρομάζει και κάνει να σηκωθεί, όχι μη…

    Το Φίδι τινάζει το χέρι της στο λαιμό του Θύματος και την ακινητοποιεί πίσω και κάτω, στο μαξιλάρι. Το βλέμμα, συνοδεύει το χέρι και τα δύο αλυσίδες που σφίγγουν και κρατούν το σώμα ακίνητο. Οι φλέβες κισσοί που τρέφονται, το σεντόνι ανυψώνεται σα φάντασμα που θέλει να ξεφύγει και αποκαλύπτουν το γυμνό κορμί του Θύματος. Τα πόδια στέκονται ανοιχτά και δε κλείνουν, παρά την όποια συστολή το βλέμμα του παγιδευμένου προδίδει.

    Το Φίδι αφήνει το χέρι της να πέσει αργά, με κινήσεις που θυμίζουν φτερό που στροβιλίζεται. Προσγειώνονται στην κορυφή, σταγόνες τρεις, πριν το ποτισμένο άνοιγμα. Οι σταγόνες, σα σφαίρες εγκυμονούσες, έτοιμες να σκάσουν. Ο Δείκτης του ελεύθερου χεριού σηκώνεται με μια κίνηση γοητευτική και στηρίζεται πάνω στη σάρκα, στο μακρύ του και πορτοκαλί βαμμένο νύχι. Σαν χορευτής του πάγου που ξεκινάει τη διαδρομή του στο ένα του πατίνι, κυλάει αργά μέχρι που συναντά την πρώτη σταγόνα.

    Και αφήνει πίσω του δύο και χωρισμένες. Μία ανάσα μετά, τέσσερις και δύο, στο μετά να μετρούν το έξι.

    Πτώση που κρατά αιώνες, κόψη που συναντά σάρκα, ουρλιαχτό που καλεί του λύκους, λαιμός με φλέβες που τεντώνονται να σπάσουν. Το Θύμα χτυπιέται κάτω από την αρπαγή του Φιδιού.

    Πόδια μακριά και εύθραυστα που συστρέφονται. Κοιλιά επίπεδο σεντόνι, που ταράζεται από κύματα απελπισμένα, κάνοντας το σκουλαρίκι του αφαλού να μοιάζει με βαρκάκι μικρό και καταδικασμένο. Στήθη που ατενίζουν τις σκιές στο ταβάνι. Χέρια που πιέζουν το στρώμα, αλλά κίνηση αποτίναξης δε κάνουν.

    Το κορίτσι Φίδι σπάει τον καρπό και βυθίζει και τα υπόλοιπα δάχτυλα μέσα. Η στενή νεανική οπή βιάζεται στην προσπάθεια να καλωσορίσει τους εισβολείς. Το Φίδι σκύβει το κεφάλι του και παγιδεύει ανάμεσα στα γεμάτα χείλια του, μία από τις πρησμένες ρώγες του Θύματος.

    Σάρκα διψασμένη που τρυγά τη σάρκα. Δόντια που δοκιμάζουν και αναζητούν το κατάλληλο σημείο. Το βρίσκουν και δαγκώνουν. Το κορίτσι ουρλιάζει. Ήχος που ξεκινά από τον πόνο και καταλήγει με μια υπόκλιση στο παράπονο.

    Το αιδοίο της ανοίγει ακόμα περισσότερο, καταπίνοντας κόμπο με κόμπο, αυτό που μοιάζει τώρα με ένα γιγάντιο δάχτυλο. Πηγές τρεις κάνουν την εμφάνιση τους, σχεδόν ταυτόχρονα.

    Από τα μάτια αναβλύζουν δάκρυα, από την ρώγα αίμα και από την ουρήθρα, υγρό χρυσό.

    Σηκώνομαι και πλησιάζω τα κορίτσια.

    Σκύβω στο κεφάλι του Θύματος που με κοιτάει ικετευτικά. Ίσως να τη λυτρώσω, ίσως να την βυθίσω περισσότερο στη αγωνία της.

    Με τη γλώσσα μου γεύομαι τα δάκρυα της. Μωρό…

    Κατεβαίνω ακόμα πιο χαμηλά και δοκιμάζω το αίμα της. Κορίτσι…

    Γλιστράω στις καμπύλες της, που παίζουν με το πρόσωπο μου λαχανιασμένες και δοκιμάζω τα ούρα της. Γυναίκα…

    Το Φίδι έχει βυθίσει τη μισή σχεδόν παλάμη της μέσα. Την μαγκώνω με τα δόντια μου και την φέρνω έξω. Πιάνω τον καρπό της, ενώ με παρακολουθεί με χείλια στου αίματος το χρώμα που στάζουν. Με το άλλο χέρι πιάνω το Θύμα και το γυρνώ μπρούμυτα. Βάζω ένα μαξιλάρι και ανασηκώνω ελάχιστα τη μέση του. Το σώμα της, μέχρι την μέση θυμίζει αδύνατο αγόρι. Τα οπίσθια της όμως…

    Τα χαζεύουμε και οι δύο υπνωτισμένοι. Αριστούργημα, που σε προκαλεί φθηνά και πρόστυχα να το διχοτομήσεις.

    -Εγώ; Έχει χώρο για εμένα; Τρία κεφάλια που γυρνούν, σαν συγχρονισμένη ομάδα προς τη φωνή της πόρτας. Το τρίτο κορίτσι μας κοιτάει. Κέρινα κλαδιά δείχνουν προς το φύλο της. Ο φιλαράκος μου κουρνιάζει στη παλάμη της. Της κάνω νόημα να πλησιάσει. Την τοποθετώ παράλληλα και στην ίδια στάση με το Θύμα. Όρθιος ζυγίζω το σενάριο μου.

    Το Φίδι στα γόνατα στηρίζει το σώμα με τα χέρια της, στα σημεία που ουρές θα έπρεπε να φυτρώνουν στις πρόθυμες σκύλες. Σκύβω και της ψιθυρίζω το τι θέλω από αυτήν. Καταλαβαίνει και μου νεύει. Τραβιέμαι από το κρεβάτι και βγάζω τη ζώνη μου.

    Με τα χέρια της τραβάει το πέπλο, ελευθερώνει την οπίσθια οπή και φτύνει πάνω της.

    Πρώτα στη Μία και μετά στην Άλλη. Τα κορίτσια το δέχονται, σπάζοντας τη μέση ακόμα περισσότερο. Ακουμπάει τους αντίχειρες στις εισόδους και γυρνά και περιμένει. Διπλώνω τη ζώνη στα δύο και της κλείνω το μάτι. Τους βάζει και τους δύο ταυτόχρονα.

    Τα δύο θηλυκά τινάζονται προς τα εμπρός. Το Φίδι όμως δε τα αφήνει να ξεφύγουν. Έμπειρη ηνίοχος ρίχνει το σώμα της μπροστά και ακολουθεί το άρμα της. Ανοίγει κι άλλο τα πόδια της και τραβάει πάλι τα ζώα προς τα πίσω. Παραπονιούνται, κλαψουρίζουν, αλλά ακολουθούν. Τώρα κρατάει το άρμα σταθερό. Στριφογυρίζει απαλά τους αντίχειρες και τα κορίτσια σέρνουν το κορμό τους πίσω, πάνω στα στήθη τους αναγκάζοντας τα καπούλια να καμπυλώσουν περισσότερο.

    Πιέζει αριστερά και δεξιά, πάνω και κάτω τα πεισμωμένα ανοίγματα σαν να δίνει μορφή σε πήλινες οπές. Το κορίτσι που ήρθε τελευταίο βογκάει ξεψυχισμένα, κρατάει τα πνευμόνια του για λίγο άδεια και τα ξαναγεμίζει. Το Φίδι συνεχίζει μέχρι να χαλαρώσουν και μετά τρυφερά αποσύρει τα δεσμά. Τα ζώα αφήνουν μία συρτή φωνούλα σχεδόν ταυτόχρονα.

    Το Φίδι πλησιάζει το αριστερό και το δεξί της χέρι στο αιδοίο της. Ενώνει τον δείκτη και τον μέσο σε κάθε χέρι και βυθίζει και τα τέσσερα δάχτυλα μέσα της. Το σώμα της κυρτώνει σε μία οριακή καμάρα, για να φτάσουν τα δάχτυλα βαθιά. Τα βγάζει και τα κοιτάει.

    Όχι τόσο υγρά όσο θα ήθελε.

    Ξανά και πάλι προσπαθεί.

    Δυσκολεύεται.

    Αποφασίζω να την βοηθήσω.

    Τινάζω το χέρι αναγκάζοντας τη ζώνη να ξεδιπλωθεί απότομα. Λίγο πριν το κύμα που απλώνεται στο μαύρο δέρμα φτάσει στο τέλος του, διπλώνω τον καρπό.

    Κάπου μισό μέτρο δέρματος κολλάει στη σάρκα, ακολουθώντας την κλίση της καμάρας. Το Φίδι από το σοκ λυγίζει περισσότερο και μπήγει πιο μέσα τα δάχτυλα. Ίσως μέχρι τη μήτρα, εικάζω. Ξεδιπλώνεται και στριφογυρίζει το λαιμό του για να με κοιτάξει. Τα μάτια του κοριτσιού φλέγονται.

    Περισσότερο από το δέρμα της;

    Η ζώνη κολλημένη ακόμα στο δέρμα, σα να μη θέλει να ξεφύγει. Ατάραχος ανταποδίδω το βλέμμα της δίχως κανένα συναίσθημα. Ένα δευτερόλεπτο, δύο, τρία. Γυρνάει πάλι μπροστά. Ακουμπά σε κάθε πύλη τα δύο δάχτυλα που αναλογούν και σκίζει το δέρμα με βία, αναγκάζοντας να βυθιστούν σε όλο τους το μήκος απότομα.

    Τα ζώα ουρλιάζουν μαζί και νιώθω το αίμα μου να ξυπνάει. Ερεθίζομαι για πρώτη φορά απόψε. Βγάζει τα δάχτυλα και αφήνει το οξυγόνο να προσπαθεί να γεμίσει τα κορίτσια.

    Αλλά όχι για πολύ. Τα βάζει ξανά με πιότερη δύναμη. Τα ουρλιαχτά, τώρα φωνές που συναγωνίζονται η μία το παράπονο της άλλης. Τα βγάζει και ξανά μέσα πάλι, πιο δυνατά.

    Σχεδόν νιώθω τον ήχο της σάρκας που δηλώνει την αντίρρηση της, σα γη που απομακρύνεται κατά την δημιουργία χάσματος. Την επανάσταση από σκλάβους που φωνάζουν δεν αντέχω άλλο. Οι κινήσεις επαναλαμβάνονται αρκετές φορές και τώρα τα κορίτσια απλά κλαίνε, δίχως όμως να απομακρύνονται από τον βιασμό τους.

    Τα βγάζει δε προσέχω πια, για ποια φορά. Είμαι χαμένος στην μορφολογία των μυών που αναδύεται στις ράχες των κοριτσιών. Έντονες μικρές και στριφογυριστές οροσειρές στην αρχή, που σβήνουν με το πέρασμα της ώρας.

    Το βλέμμα μου καταλήγει στα λεπτά τους χέρια, που αντιστέκονται στην παρόρμηση και κρατούν το σώμα τους στη θέση του. Το Φίδι φτύνει στα χέρια του και την δεύτερη φορά, ο ήχος που αποσπά την προσοχή. Πλησιάζει με τα γόνατα ελάχιστα σιμά τους και τώρα τέσσερα δάχτυλα κρούουν τις πύλες. Απαλά, όμως …

    -Όχι, μη, σε παρακαλώ…, το Θύμα αντιλαμβάνεται πιο σβέλτα τι πρόκειται να ακολουθήσει…

    …σε μία άλλη εποχή θα μύριζε άμμος. Η σκόνη θα τιναζόταν από τις οπλές, οι κραυγές των αλόγων, που καλπάζουν αφηνιασμένα, θα σκεπάζονταν από τις φωνές του πλήθους και οι άμαξες θα έτρεχαν προς την λύτρωση ή προς την καταστροφή.

    …σε μία άλλη χώρα, η σκηνή θα διαδραματίζονταν στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, τα ναρκωτικά θα έρεαν άφθονα, τα χρώματα θα έδεναν με τους λεκέδες, οι λακέδες θα ήταν αφεντικά και οι φωνές θα έμοιαζαν σπασμένες.

    …σε μία άλλη διάσταση, τα κορίτσια φωνάζουν τόσο δυνατά που αναρωτιέμαι για τους γείτονες.

    Το Φίδι τις ανοίγει βασανιστικά αργά. Τόσο αργά που μοιάζει αμαρτία. Δίχως να κομπιάζει, χωρίς να τις επιτρέπει να ελπίζουν. Για μία ανάσα. Για λίγο σάλιο. Για ελάχιστο οίκτο. Για μία αγκαλιά. Ξαφνικά σταματάει.

    Δειλιάζει; Το σκέφτεται; Υποχωρεί;

    Την χτυπάω ξανά με τη ζώνη. Τώρα δε γυρνάει να με κοιτάξει. Απλά με κίνηση κοφτή, μπαίνει πιο βαθιά. Η ζώνη ξεδιπλώνει το μήκος της στο κενό ανάμεσα μας και η πλάτη της υποδέχεται.

    Λίγο πιο βαθιά!

    Ξανά!

    Λίγο πιο βαθιά!

    Ξανά!

    Τα δευτερόλεπτα κυλούν γεμάτα, με ένταση ωρών. Τα χέρια μου ακολουθούν και ο ιδρώτας θολώνει την εικόνα μου. Τις βιάζει, τις απελευθερώνει, τις γεμίζει, τις αδειάζει.

    Πετάω τη ζώνη μακριά. Πιάνω τον Φιλαράκο. Τα κορίτσια καλπάζουν φρενιασμένα, κλαίνε, γελούν, χύνουν, βρίζουν, ικετεύουν. Το Φίδι μία λαδωμένη μηχανή που χορεύει σε έκσταση. Την πλησιάζω, την αγκαλιάζω και αυτή δεν σταματά. Περνώ το αριστερό μου χέρι και ακουμπώ τη λάμα στο λαιμό της.

    Δεν αντιλαμβάνεται τίποτα η σκύλα. Μία κουρδισμένη μηχανή πόνου, που συνεχίζει δίχως σκέψη προς το γκρεμό. Συνεχίζει ακόμα και όταν ανοίγω δίοδο για τον πνοή της, σε αφύσικα, πλησιέστερα σημείο για τα πνευμόνια της.

    Το σώμα της πέφτει μπροστά και μαζί και εγώ. Οι καρποί της τελικά χάνονται μέσα στα κορίτσια. Ίσως να φταίει το βάρος, ίσως και το αίμα που τρέχει ζεματιστό, ίσως και ότι όλα είναι απλά ένα όνειρο και εγώ ξυπνώ ιδρωμένος…

    …στο μαξιλάρι χιόνι και πάνω του ένας κόκκινος λεκές που απλώνεται πλάθοντας τριαντάφυλλα…

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    "Ο Βιασμός"

    Το κινητό αφήνει έναν ήχο θλίψης. Το κοιτάω. Μήνυμα. Δουλειά. Κάνω δύο βήματα και το πιάνω. Ανοίγω το μήνυμα…

    Βρήκα το τηλέφωνο σας από τη Μαρία. Δε ξέρω αν μπορείτε να με εξυπηρετήσετε αλλά θα το ήθελα πολύ. Στις 00:00 και ίσως λίγο πιο μετά, στο club “Το Μήλο”, μία κοπέλα θα μπει στις αντρικές τουαλέτες. Θα την αναγνωρίσετε από ένα μενταγιόν που φοράει . Δύο εσταυρωμένοι που οι σταυροί τους είναι πλεγμένοι ο ένας με τον άλλον. Θα την ακολουθήσετε και θα μπείτε μέσα μαζί της. Θα σας πει μία λέξη μόνο και θα καταλάβετε ότι γνωρίζει. Τότε δίχως να της πείτε τίποτα θα την βιάσετε. Όταν τελειώσετε θα βγείτε και κάτω από το καλάθι των Άχρηστων θα σας περιμένει η αμοιβή σας. Πεντακόσια ευρώ. Αυτά. Ελπίζω να με εξυπηρετήσετε. Χριστίνα.

    Αφήνω το κινητό και κοιτάω το ρολόι. Εννιά και είκοσι και είναι ακόμα πρωί. Γυρνάω στο κρεβάτι και ξαπλώνω. Είναι ακόμα νωρίς για μένα…

    Μπαμ. Ένα κύμα που γεννιέται από το κέντρο και απλώνεται. Φτάνει στα δύο παγόβουνα και τα σηκώνει ψηλά. Είναι πολύ κοντά το ένα με το άλλο και η σύγκρουση είναι κτηνώδης. Θραύσματα σχεδόν αόρατα μέσα στην ομίχλη, τινάζονται προς κάθε κατεύθυνση.

    Μπαμ. Δεύτερο κύμα, ακόμα μεγαλύτερο καταπίνει λαίμαργα τα υπολείμματα του πρώτου και αναγκάζει τους όγκους από πάγο, να βουτήξουν ολόκληρα κάτω από την επιφάνεια.

    Μπαμ. Τρίτο κύμα και τα βουνά γίνονται τρία. Δύο μικρά και ένα μεγάλο. Είναι καταδικασμένα. Πιάνω το ποτήρι και το φέρνω στο στόμα μου. Μία γερή γουλιά από λιωμένο μπρούντζο, με παίρνει μακριά από τον ήχο της punk που βασανίζει το ποτό μου.

    Μέσα από το ουίσκι, τα παγάκια που λειώνουν και στο θολό πάτο του ποτηριού, βλέπω τον κόσμο να χτυπιέται. Να χτυπάει, να φωνάζει, να αναπνέει, να πέφτει και να ξανασηκώνεται. Μέχρι τέλους. Μέχρι να χύσουν. Μία φιγούρα περνάει και κρύβει την εικόνα.

    Αφήνω το ποτό και κρατάω το υπόλοιπου του υγρού που καίει, στο στόμα. Ψηλή, αδύνατος κορμός, μαύρο καρέ μαλλί.

    Κατεβάζω την γουλιά που έχει μισοσβήσει από τα υγρά του στόματος μου. Τακούνια, κοντή φούστα, σφιχτά γεμάτα κωλομέρια.

    Γυρνάει και κοιτάει αριστερά και δεξιά. Εγώ κοιτάω το ρολόι μου. Ακριβώς δώδεκα . Η ώρα που βγαίνουν οι δράκοι για να τραφούν.

    Το βλέμμα της στέκεται για μία στιγμή πάνω μου. Κοκαλάκια στην βάση του λαιμού της που σε φωνάζουν να τα γλύψεις. Μέχρι το μεδούλι.

    Τινάζει το κεφάλι της νευρικά και το μενταγιόν παρασύρεται παρενοχλημένο. Δύο φιγούρες σταυρωμένες, κολλημένες πρόσωπο με πρόσωπο, στήθος με στήθος, πόδια χωμένα στο ξύλο, ένα μαζί του. Στέκεται, το σκέφτεται και φεύγει. Την ακολουθούν τα μάτια μου, μέχρι που η πόρτα κλείνει από πίσω της. Τώρα την ακολουθούν τα πόδια μου, παρασύροντας και εμένα μαζί τους.

    Η πόρτα αφήνει το θόρυβο απ’ έξω. Μπροστά στους καθρέπτες, παγωμένη. Τα χέρια της τρέμουν. Δεν γυρνά να με κοιτάξει. Πλησιάζω και την αγγίζω. Ξυπνάει και με κοιτάει.

    -Χριστίνα, μία λέξη. Βραχνό, υγρό παράπονο που στάζει καθώς λειώνει . Με ένα νεύμα της δείχνω μέσα από τον καθρέπτη, μία πόρτα που είναι ανοιχτή από πίσω μας.

    Μπαίνει μέσα. Την ακολουθώ και κλειδώνω.

    -Βγάλε τα παπούτσια, το πάτωμα υγρό, με χρώματα διάφορα. Υπακούει. Ακούω τον ήχο της σάρκας, του πατώματος και του υγρού ανάμεσα τους.

    -Γονάτισε. Υπακούει. Το θρόισμα της φούστας που ανεβαίνει και αποκαλύπτει. Με τα χέρια, στηρίζει το σώμα της στη λεκάνη του καμπινέ.

    -Κάτω τα χέρια. Υπακούει. Το στήθος γλιστράει πάνω στη βρώμικη επιφάνεια, τα χέρια μουσκεύουν, το κεφάλι της κρέμεται πάνω από την τρύπα της λεκάνης.

    Σηκώνω το πόδι και ακουμπώ το λερωμένο μου παπούτσι, στα μαλλιά της. Σκύβω μπροστά δίχως να πιέσω και πατώ το κουμπί. Νερό γεμίζει τη λεκάνη και με το πόδι βουτώ το κεφάλι της, στη κολυμπήθρα.

    Μέχρι να νιώσω τα χείλια της να κολλούν με πάθος στο παγωμένο υλικό, κάτω από το νερό. Κατεβάζω το πόδι μου, την πιάνω από τα μαλλιά και της τραβώ το κεφάλι έξω. Νερό που τρέχει από τις κοιλότητες των ματιών της, λοξοδρομεί στις καμπύλες των χειλιών, κατεβαίνει και χάνεται ανάμεσα στο στήθος της.

    Το πρόσωπό της σε ανάποδη ορθή γωνία με το λαιμό κείτεται αδύναμο και εύθραυστο απέναντι από το δικό μου. Ανοίγει τα μάτια της. Μαύρες μεγάλες κόρες, σφιχτά δεμένες με τις ομόχρωμες ίριδες. Ανοίγει το στόμα της. Και το κρατά ανοιχτό. Φτύνω μέσα. Το σάλιο μου γαντζώνεται στη γλώσσα της και μετά το καταπίνει. Πετάγομαι και την τραβώ ψηλά. Ακολουθεί. Την στριφογυρνώ και την γδύνω. Ρούχα, υγρά, στεγνά, ύφασμα που δε θέλει να ξεκολλήσει από το κορμί της.

    Γυμνή. Πιο όμορφη. Πιο πρόστυχη. Πιο θηλυκό. Την σπρώχνω απαλά, σαν υπνωτισμένος και την καθίζω. Ξεκουμπώνω το παντελόνι μου και βγάζω τον ανδρισμό μου έξω. Τον κοιτάει με ύφος θολό, αλλά όχι μπερδεμένο. Πιάνω το σωλήνα, κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου και απελευθερώνομαι. Χρυσό υγρό και αφρισμένο, ξεχύνεται πάνω στο κορμί της.

    Πρώτα στο στήθος της. Ρυάκια που χωρίζουν και ανακατεύουν τα χρώματα. Σκιές που τονίζουν, που προκαλούν, που διεγείρουν, καμπύλες που θέλω να τις λιώσω με τα χέρια μου, να τις σκίσω με τα νύχια μου, να τις ανοίξω με τα δόντια μου, να τις αποθεώσω με μια κραυγή.

    Ανυψώνω την κλίση και το στόμα της εκεί. Να με περιμένει ανοιχτό, να πίνει, να φτύνει, να πίνει, να ξεδιψά, σα λυσσασμένη. Πλησιάζω και το βάζω μέσα στο στόμα. Καταπίνει, ξεχειλίζει, σώνεται και σταματά. Γλύφει, βυζαίνει, ζητάει κι άλλο. Σκληραίνω και προχωρώ. Βλέπω το πρόσωπο της να διογκώνεται, να θέλει να εκραγεί. Πνίγεται, δεν σταματώ, ανακλαστικές κινήσεις απελευθέρωσης, δεν σταματώ, απεγνωσμένο μουγκρητό. Τραβιέμαι. Σάλια με την ορμή αφρισμένης σαμπάνιας τινάζονται. Υγρά χρυσά και αφρώδη. Ξανά πάλι και τώρα πιο πολύ. Τα μάτια της γουρλώνουν, πρήζονται, τρεμοπαίζουν. Τρίτη φορά, τέταρτη, πέμπτη.

    Τραβιέμαι και μαζί πέφτει και το κεφάλι της αδύναμο. Την πιάνω πάλι από τα μαλλιά και την σηκώνω. Τα πόδια της τρέμουν σαν νεογέννητου αλόγου. Την γυρνώ και την αναγκάζω να λυγίσει προς την λεκάνη. Κατεβάζω το χέρι μου που γλιστράει πάνω στη ράχη της. Φτάνει στην λεκάνη της και το ακινητοποιώ στην κωλοτρυπίδα της. Με το πρώτο άγγιγμα τινάζεται μπροστά.

    -Όχι ! Όχι εκεί ! Δεν μπορώ, φωνή αλλιώτικη. Όχι πια βραχνή. Κοριτσίστικη, σπασμένη. Την σπρώχνω ξανά μπροστά. Υγρά έχουν φτάσει μέχρι εδώ. Φτύνω στο πέος μου και αγγίζω την δύστροπη πύλη της.

    -Όχι σε παρακαλώ ! Μη ! Δε θα το κάνεις … και της αφαιρώ το λόγο, παραβιάζοντας ό,τι συνηθισμένο μόνο προς τα έξω να ανοίγει είναι. Αργά, χωρίς πισωγύρισμα, αφήνοντας στην γυναίκα τα γιατί. Φτάνω στο τέρμα του μήκους. Το δέρμα μου έρχεται σε επαφή με το δικό της και εφαρμόζουν σαν παλιοί εραστές.

    Η γυναίκα κλαίει. Μη θέλοντας να φωνάξει. Ήχος πνιχτός και ντροπιασμένος. Τραβιέμαι και βλέπω τους μύες της ράχης της να τραβιούνται μαζί μου. Σα να θέλουν να με ακολουθήσουν. Σα να είναι μπλεγμένοι με το ιδιόμορφο αγκίστρι μου. Δεν τους αφήνω να φτάσουν στα άκρα. Λίγο πριν, αλλάζω πάλι την φορά. Πιότερο αργά από πριν, θέλοντας να απολαύσω με κάθε χιλιοστό την όποια αλλαγή. Στη φωνή, στην αναπνοή, στο πετσί, στα γόνατα, στα κωλομέρια που ανοίγουν στην προσπάθεια να με δεχτούν.

    Με τα χέρια της στηρίζεται στο εσωτερικό της λεκάνης. Στήριγμα ισχνό, με βάζει στον πειρασμό. Οι ωθήσεις μου απότομες και δυνατές. Οι παλάμες της γλιστρούν στην υγρή επιφάνεια. Το άγχος της μην παγιδευτεί μέσα στην τρύπα, μαζί με τον πόνο που ήδη νιώθει, την πιέζουν έντονα. Βγαίνω από μέσα της και περιμένω.

    Δειλά βρίσκει την ευκαιρία να προσπαθήσει να ανεβεί πιο ψηλά. Τραβάει για εκατοστά την μία της παλάμη και μπαίνω μέσα της με ορμή. Σχεδόν νιώθω τον ήχο γυαλιού που σπάει. Χάνει την ισορροπία της και πέφτει. Τα χέρια της σταματούν στον πάτο της τρύπας. Η μία πάνω στην άλλη παγιδευμένες , σχεδόν σφηνωμένες. Κάτι μέσα της κομματιάζεται. Το αντιλαμβάνομαι από το βάθος που φτάνω στην διείσδυση. Το ακούω, από την τρομαγμένη της κραυγή που δραπετεύει από τα στήθη της, συναντά τα λευκά τοιχώματα και αντανακλάται στην καμπίνα.

    Δύο υπέροχοι σφριγηλοί όγκοι κοιτούν πια κατευθείαν προς το πρόσωπό μου. Ο σφιγκτήρας έχει χαλαρώσει και η πύλη αποκαλύπτεται, με το μελί διάδρομο στο πρωκτόδερμα να προσκαλεί τον απεσταλμένο μου. Δεν χαλώ χατίρι και επιτρέπω στη βάλανο να ανοίξει τον δρόμο. Η αντίσταση όμως είναι ελάχιστη, σαν χαλαρωμένο αιδοίο και με παρασέρνει στο άδυτο. Η κραυγή της αυτή τη φορά δεν δηλώνει πόνο. Ούτε αηδία. Με το πρόσωπό της σχεδόν κολλημένο στην λεκάνη, με καλεί η φύση της. Ούτε σε αυτήν χαλώ χατίρι. Βιασμός να σου πετύχει.

    Ανεβάζω το ρυθμό και η σκύλα με τις κραυγές της το ίδιο. Θηλυκό με ευρεία προοπτική. Χαμογελώ και τότε ανοίγει η πόρτα του μπάνιου.

    Η σκύλα σωπαίνει, σε αντίθεση με εμένα. Σφίγγει το στόμα της με μανία, που φτάνει και απλώνεται στο σβέρκο της. Την χτυπώ με δύναμη, με το πέος μου να θεριεύει από τη νέα τροπή των πραγμάτων. Κάποιος ανοίγει την διπλανή πόρτα, στις αντρικές και μισό μέτρο δίπλα του, εγώ γαμάω με ταχύτητα την σκύλα. Τη βλέπω που κολλάει τα χείλια της στο τοίχωμα προσπαθώντας να πνίξει την ανάσα της. Με την ώθηση φτάνω στο τέλος του σωλήνα και την πιέζω μέχρι να ακούσω το γδάρσιμο των δοντιών.

    Ο τύπος δίπλα κατουράει. Τι κρίμα να μην σημαδεύει αυτή τη λεκάνη. Συνεχίζω πιο γρήγορα. Το καζανάκι απελευθερώνει τα νερά του. Η σκύλα τα σάλια της. Ακούω το φερμουάρ που σηκώνεται. Σταματώ, βγαίνω από την τρύπα και κάνω ακριβώς το ίδιο. Η γυναίκα μένει στη θέση της. Ο τύπος βγαίνει από την καμπίνα. Σκύβω από πάνω της και της ψιθυρίζω να παραμένει εκεί που βρίσκεται. Κάτι ψελλίζει, αλλά είναι υγρό και δε καταλαβαίνω.

    Ο τύπος ανοίγει την βρύση. Εγώ την πόρτα. Με αντικρίζει από τον καθρέπτη και αμέσως βλέπει την κοπέλα.

    -Δική σου. Είναι έτοιμη, σκύβω και σηκώνω το καλάθι. Αυτός την κοιτάει με ενδιαφέρον. Όσο ίσως το δικό μου, καθώς βρίσκω το φάκελο. Σηκώνομαι και κινούμαι προς την πόρτα. Αυτός στη θέση του ακόμα καρφωμένος. Δύο πράγματα με προβληματίζουν. Τα χρήματα και το τι θα κάνει. Λίγο πριν κλείσει η πόρτα πίσω μου, ακούω την πόρτα της σκύλας να κλείνει και αυτή. Η μία απορία μου έχει λυθεί.

    Η άλλη μόλις βγω από το μαγαζί.

    Διασχίζω με αργά βήματα το μαγαζί. Ο κόσμος ακόμα χαμένος στο ρυθμό. Ρίχνω μία ματιά στο μπαρ πριν στραφώ προς την έξοδο και παγώνω.

    Η κοπέλα! Αυτή που είχε τη μούρη της, μέσα στη λεκάνη, πριν από λίγο! Μόνο που… κάτι δεν πάει καλά. Τα ρούχα δεν είναι τα ίδια, αλλά είναι αυτή. Καταλαβαίνει το σοκ μου και κατεβαίνει από το σκαμπό. Τα ίδια όμορφα πόδια. Με πλησιάζει. Ο βηματισμός της, διαφορετικός. Το ίδιο και η φωνή της.

    -Μάλλον τελειώσατε με την αδερφή μου, πιο σκληρή.

    -Ναι εε..

    -Πάντα ήθελε να μάθει πως είναι να σε βιάζουν.

    -..

    -Σε ευχαριστώ και μου δίνει το χέρι της…

    Ξυπνάω ιδρωμένος...


     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ο λόγος που επέλεξα αυτή τη γραμματοσειρά όπως και αυτό το μέγεθος, είναι για την δυσφορία που θα πρέπει να νιώθει κάποιος όταν φαντασιώνεται έναν βιασμό.

    Παρόλο που η ιστορία μιλάει για μία συναινετική πράξη.
    Ο Δράκος δεν είναι ήρωας.


    Είναι το αρπακτικό. Σε μία εξελιγμένη κοινωνία δεν χρειάζονται αρπακτικά, είτε σεξουαλικά, είτε κοινωνικά, είτε, είτε…

    Εμείς απλά δεν είμαστε εξελιγμένοι. Οπότε ο χαρακτήρας αυτός έχει έναν ρόλο. Ελπίζω να καταφέρω να τον ξεδιπλώσω.
     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “Η γιορτή”

    Εφιάλτης...

    Γυμνός βαδίζω στην πόλη που ξεχνάω. Ζωντανές φιγούρες δεν υπάρχουν πουθενά. Ο ουρανός με πιέζει και νιώθω να σέρνω τα βήματα μου με δυσκολία. Αλλά πρέπει να σταθώ και να περπατήσω.

    Πηγαίνοντας προς τα πού;

    Αναζητώντας το τι;

    Σε μία πόλη που ποτέ της δεν γνώρισε το πάθος.

    Βρέχει. Σταγόνες χοντρές και πηχτές. Αίμα. Τρίβω τους λεκέδες από πάνω μου, για να τους διώξω μακριά μου. Χειρότερα, απλώνονται. Ο δρόμος λασπώνει και με εμποδίζει. Πρέπει να βιαστώ. Να προκάμω.

    Τερατόμορφα χέρια άμορης λάσπης, μου γδέρνουν τα πόδια. Σκαρφαλώνουν προς τα πάνω. Με λυγίζουν, γονατίζω, πέφτω. Σέρνομαι. Σκεπάζομαι. Δεν σταματώ. Προσπαθώ να κινηθώ, κάτω από τη λάσπη που βαθαίνει. Είναι πέρα από τις δυνάμεις μου. Αφήνομαι. Παρασύρομαι και τότε θυμάμαι…

    Τα φτερά μου…

    Έπρεπε να πετάξω. Μα είναι αργά και ξυπνάω…

    Τα μάτια μου αναμετριούνται με το σκοτάδι. Όχι το απόλυτο όμως. Κάτι φέγγει δεξιά μου. Γυρνώ προσεκτικά για να μην ξυπνήσω την μοναξιά μου. Το κινητό. Αδέξια η κίνηση, φέρνει θόρυβο. Στέκομαι. Καμία αντίδραση. Πιο προσεκτικά αυτή τη φορά το φέρνω προς εμένα. Μήνυμα. Τ’ ανοίγω…

    -Καλησπέρα σας. Από μία γνωστή σας φίλη, τη Μαρία, βρήκαμε το νούμερο σας. Έχουμε ακούσει για εσάς, νομίζαμε ότι είστε κάποιος μύθος και ακόμα δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι. Κάποιες από τις ιστορίες που ακούσαμε για εσάς όμως, μας κέντρισαν την προσοχή και αποφασίσαμε να ρισκάρουμε και να σας καλέσουμε στην ετήσια γιορτή που κάνουμε.

    «Προσφορά προς τη Μητέρα» . Έτσι την καλούμε. Αν σας ενδιαφέρει, την Κυριακή στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, θα σας περιμένει ο οδηγός μας στην στροφή του Μεσοκόπου. Ελπίζω να φανείτε διακριτικός. Θα πρέπει να ακολουθήσετε τις οδηγίες του, ελπίζω να μη σας πειράζει αυτό. Η αμοιβή σας θα είναι ικανοποιητική και ίσως άρει τις όποιες σας ενοχλήσεις. Δέκα χιλιάδες Ευρώ, αν θελήσετε περισσότερα το συζητάμε.

    Σας ευχαριστώ.

    Το στομάχι μου σφίγγεται. Είναι πολλά. Δεν είναι καλό αυτό. Αφήνω το κινητό δίπλα και γυρνώ προς την συντροφιά μου. Η Απουσία έχει τα μάτια της ανοιχτά. Φέγγουν μέσα στο σκοτάδι σαν πύρινοι βόλοι. Το νιώθει και αυτή. Δεν είναι καλό αυτό…

    Το αυτοκίνητο κάνει μία τελευταία στροφή και σταματάει μπροστά στην είσοδο. Δερμάτινα και επιμελώς καθαρισμένα καθίσματα. Αμαρτίες που εκφράζονται δια της απουσίας τους. Δεν κάνω καμία κίνηση να ανοίξω την πόρτα. Ούτε και ο οδηγός . Η πόρτα όμως ανοίγει.

    Μάλλον η νύχτα πέρα από υγρή είναι και ανυπόμονη…

    -Καλώς ήρθατε, ίσως μόνο οι οικοδεσπότες. Μία μικροκαμωμένη φεγγαροπρόσωπη frau la χαμογελάει μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο. Βγαίνω από το αυτοκίνητο. Νιώθω λες και στέκομαι πάνω σε σκάλα ή σαν να στέκεται δίπλα μου γονατιστή.

    -Καλώς σας βρήκα και όμως ανοίγει κι άλλο αυτό το στόμα. Μου χαμογελάει σα να ετοιμάζεται να με φάει. Ίσως και να το σκέφτεται. Ο κόσμος έχει χάσει το παιχνίδι.

    Το αυτοκίνητο χάνεται αθόρυβα πίσω μου. Ταιριάζει με τον οδηγό του. Θα γινόταν καλός διαρρήκτης. Ίσως και να είναι.

    -Ακολουθήστε με, μάλλον αναβάλει την όρεξη της. Ανεβαίνει λίγα χιλιοστά πάνω από τη λάσπη στην εκτίμηση μου. Την ακολουθώ. Ζορίζομαι. Πιο αργά δεν γίνεται.

    Τα πάντα γύρω μου είναι υπερβολικά. Αηδιαστικά. Νάνοι από πέτρα ντυμένοι σαν αριστοκράτες. Τόσο όμορφοι όσο τα σαλιγκάρια σε μέγεθος σκύλου. Κακοφτιαγμένοι θάμνοι. Μάλλον ο μπαρμπέρης τους θα είναι τυφλός. Ψεύτικα δέντρα. Στέκομαι και τα κοιτάω. Καρποί από πλαστικό που θα νεκρώσουν γενιές μετά από τους ιδιοκτήτες τους.

    -Δεν είναι όμορφα; Ας της κόψει κάποιος το χαμόγελο. Έστω να της χαράξει το πρόσωπο.

    -Δεν χρειάζονται πότισμα και μένουν πάντα έτσι, σαν φρέσκα. Μάλλον αποτυχημένη πλαστική. Ίσως το νυστέρι να μην είναι καλή ιδέα. Μάλλον η σακοράφα και μια γερή κλωστή. Συνεχίζω με προβάδισμα. Πυρσοί μετά από μερικά βήματα. Να κάτι το ενδιαφέρον…

    Πυρσοί ελαφρώς βυθισμένοι στη λάσπη. Με κλίση που δεν θα δικαιολογούσε το ότι στέκονται ακόμα όρθιοι. Θα παρασύρονταν από το βάρος τους και θα έπεφταν. Μία καλή φωτιά. Μία μικρή σημείωση στο πίσω μέρος του μυαλού μου.

    Στη βάση τους, με τα γόνατα για στήριξη, γυμνοί, με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω, τα πόδια ανοιχτά, το φύλο τους να κρύβεται πίσω από κοντάρι, σκλάβοι. Αριστερά γυναίκες. Δεξιά άντρες…

    -Σας αρέσει; Διακρίνω στο χαμόγελο της την λαχτάρα ενός αρπακτικού. Ίσως και ύαινας, ό,τι και να ‘ναι όμως για πρώτη φορά προσθέτει στο πρόσωπο της μία νότα γοητευτική.

    -Το βλέπω σαν το προσάναμμα που περιμένει την σπίθα. Ευοίωνο αλλά μόνο προσάναμμα. Χαμογελάει, στη νότα προστίθεται άλλη μία. Της ικανοποίησης. Όχι δουλική. Με δύο νότες μπορείς να φτιάξεις μία μελωδία;

    Πλησιάζει έναν από τους άντρες. Πως τους μάζεψαν; Πόσο το υλικό, ώστε να το σπαταλούν εδώ έξω;

    Είναι ένας νεαρός. Όχι έφηβος, κοντά στα τριάντα. Μαλλί κοντό, καστανό. Το σώμα του γυαλίζει, κάποιο λάδι ίσως. Με μία κίνηση απρόβλεπτη για το σουλούπι της πετά το ένα της παπούτσι και απελευθερώνει το πόδι της.

    Όχι όμορφο.

    Δάχτυλα κοντά και φουσκωμένα, αλλά περιποιημένο. Στηρίζεται πάνω στους ώμους του και φέρνει το πόδι της ανάμεσα στα δικά του. Ο άντρας αφήνει το κεφάλι του να πέσει λίγο περισσότερο προς τα πίσω.

    Εμπειρία; Πρόβα; Το πέος του σε λήθαργο αναπαύεται πάνω στο ζωντανό και σκούρο χρώμα. Μοιάζει υγρό, για αυτό μου φέρνει σε κάτι το ζωντανό. Οι όρχεις του κρυμμένοι στο κοίλωμα που έχει σχηματιστεί κάτω από την λεκάνη του. Βάζει το πόδι της στο κοίλωμα.

    Σαν την τρύπα στη βάση ενός δέντρου, κάποιο τρομαγμένο ζώο θαρρείς πως κρύβεται εκεί μέσα. Έτσι και το νιώθει και αυτή και οι κινήσεις της προσεκτικές. Δε θέλει να το τρομάξει.

    Το βρίσκει. Το παγιδεύει απαλά, τουλάχιστον έτσι δείχνουν οι τένοντες στα πόδια της και σιγά σιγά το βγάζει προς τα έξω.

    Να το. Δεν είναι φοβισμένο. Οι όρχεις του νεαρού ξεπροβάλλουν και η σακούλα είναι απλωμένη. Τον αναγκάζει να χαμηλώσει ακόμα περισσότερο. Ακουμπούν στο χώμα. Λίγο πιο πολύ και θρονιάζονται σαν ευαίσθητοι καρποί. Τραβάει το πόδι της και διαλέγει τον δεξί. Είναι αυτός που βλέπω πιο καθαρά. Μία επίδειξη. Η χοντρή Κυρία ετοιμάζεται να τραγουδήσει.

    Ακουμπά το μεγάλο της δάχτυλο πάνω του. Έχει το μισό μέγεθος από τον όρχι. Αλλά είναι η κορυφή του ανάποδου παγόβουνου. Τον πιέζει απαλά. Θέλει να το σιγουρέψει. Πως δε θα της ξεφύγει. Το καταφέρνει σχετικά εύκολα. Ρίχνει το βάρος της μπροστά. Του ξεφεύγει μία γκριμάτσα πόνου στο πρόσωπο. Αλλά την διορθώνει πριν την δει. Εμπειρία σίγουρα. Όχι πρόβα. Τον πατάει, μετατοπίζοντας κι άλλο το βάρος της. Το χώμα είναι μαλακό, τουλάχιστον στην επιφάνεια. Ο μισός χάνεται στο χώμα. Αλλά εκεί σταματάει. Συμπιέζεται, παραμορφώνεται, αυτός παίρνει βαθιές και αργόσυρτες ανάσες. Δεν ακούγεται. Τώρα έχει ρίξει όλο της το βάρος πάνω του. Κανένα επιφώνημα πόνου. Δείχνει να ικανοποιείται μαζί του. Άλλη μία γοητευτική νότα πάνω της. Τον αφήνει. Ο όρχις βυθισμένος ακόμα στο χώμα. Γυρνάει προς το μέρος μου. Δεν μου λέει τίποτα. Μου προτάσσει το χέρι της. Νομίζω το κέρδισε. Συνεχίζουμε…

    Δρασκελίζουμε την απόσταση, δίχως άλλες κουβέντες. Κοιτώ τους πυρσούς. Κανένας δε μας κοιτά. Ξεχωρίζω μερικούς. Φτάνουμε. Σκαλιά πλατιά από μάρμαρο που αντανακλά το φεγγαρόφωτο και τις λάμψεις από τους πυρσούς. Μία μεγάλη πόρτα. Ξύλο βαρύ και μέταλλο που δεν γυαλίζει.

    Άλλη μία νότα. Την ανοίγει με δυσκολία και αποκαλύπτει. Το θέαμα είναι όμορφο και για πρώτη φορά απόψε χαμογελώ. Σαν παιδί που μπαίνει στο χώρο των θαυμάτων. Δεν είναι το κεντρικό θέμα είναι προφανές. Αλλά δείχνει τι θα επακολουθήσει. Μία μεγάλη σάλα υποδοχής και διάφορα εκθέματα στους τοίχους. Δεν είναι αυτό που προσέχω.

    Στο κέντρο της ένα λάκκωμα. Μέσα του κάρβουνα πυρωμένα σαν τα μάτια δεκάδων λύκων.

    Από πάνω του και το ύψος κάπου τεσσάρων μέτρων δεμένη οριζόντια μία γυμνή κοπέλα. Πιασμένη από τους καρπούς και τους αστραγάλους και πλήρως ανοιγμένη. Σαν σκεπή που παγιδεύει την κάψα. Είναι μούσκεμα, ιδρωμένη και μεγάλες και χοντρές σταγόνες από το σώμα της αποκολλιούνται. Πέφτουν στα κάρβουνα που τσιρίζουν θυμωμένα…

    Γεμίζω με το άρωμα της σάρκας που καίει. Ανοίγω τα μάτια της ψυχής και αυτή σαλεύει σα θηρίο που ξυπνά, βουτηγμένη στο λήθαργο της τρύπας που την βαστώ φυλακισμένη.

    Το αρπακτικό από δίπλα μου αντιλαμβάνεται την έξαψη μου και απλώνει το χέρι της. Γυρνώ και κοιτώ το σκουπίδι που τολμάει να με αγγίξει. Τραβάει το χέρι του και ψελλίζει τρομαγμένο.

    -Τι θέλεις;

    -Να την κατεβάσεις. Να την τραβήξεις μακριά από την φωτιά και να την κατεβάσεις.

    Με κοιτάει απορημένη αλλά δε διστάζει. Με κάποιον τρόπο, αδιαφορώ με ποιον, καλεί και εμφανίζονται δύο άντρες. Με κάποιο σύστημα που αγνοούν τα μάτια μου, η ιδρωμένη νύμφη καταλήγει δύο μέτρα από τα πόδια μου.

    Για λίγα δευτερόλεπτα αναπνέει από το πάτωμα. Η γλώσσα της ζωγραφίζει κύκλους στεγνούς στην μαρμάρινη δροσιά. Σχεδόν αντιλαμβάνομαι τους πόρους από το δέρμα της. Ανοιχτοί και διψασμένοι, σα στόματα τυφλά με γλώσσες σκασμένες, ρουφούν από την γη την ελάχιστη υγρασία της. Σέρνει το γυμνό της σώμα σα φίδι τσακισμένο και πλησιάζει στις λασπωμένες μπότες μου. Όσο πιο κοντά τόσο πιο αγωνιώδεις γένονται οι κινήσεις της.

    Νιώθει την υγρασία και την σιμώνει σαν ένα τυφλό και όμορφο σκουλήκι.

    Πρώτα τα μακριά της δάχτυλα συναντούν την πολύτιμη όαση. Αρπάζονται μανιασμένα από τα πόδια μου και φέρνει το πρόσωπο της μέχρι την λάσπη. Η γλώσσα της παγιδεύει το υγρό χώμα και το κουβαλά στο στόμα της. Δεν είναι αρκετό. Με τα πλούσια χείλια της στραγγίζει την όποια υγρασία, μπορεί να έχει παγιδευτεί πάνω στο επεξεργασμένο δέρμα. Φτύνει χώμα ξερό και στρέφει το κεφάλι προς τα πάνω.

    -Διψάω…Σας παρακαλώ…Διψάω...

    Πόσες δεκάδες φορές σε μία στιγμή θα μπορούσα να ποθήσω μία τέτοια ικέτιδα;

    Πόσες φορές θα μπορούσα να βιάσω την αναμονή, καθυστερώντας τη στο δρόμο προς την ηχώ;

    -Διψάω…

    Ξεκουμπώνω το παντελόνι μου. Η κοπέλα τυφλή νιώθει την άηχη στα κοινά αυτιά, διάρρηξη της σιωπής μου.

    -Ναι Κύριε. Σας παρακαλώ το έχω ανάγκη.

    Πόσες φορές σε μία ώρα θα μπορούσα να κομματιάσω αυτό το πρόσωπο με τα θολά μάτια, για να μην με πληγώνει με αυτήν την ομορφιά;

    Απελευθερώνω το σάρκινο κρουνό.

    Ανοίγει το στόμα.

    Αφήνω την ροή να τρέξει αβίαστα.

    Καταπίνει το χρυσό υγρό αχόρταγα και ότι ξεφεύγει κυλάει από κάτω της. Ακούω τους πόρους, με τις μικροσκοπικές βεντούζες τους κρατούν το πάτωμα στεγνό.

    Κάποτε τελειώνω.

    Στέκεται ακόμα εκεί με το στόμα ανοιχτό.

    Πιάνω το νεκροφάγο αρπακτικό από τον ώμο.

    -Ώρα να πηγαίνουμε.

    Με οδηγεί με βήματα ατόφια στα ενδότερα. Λίγο πριν χάσουμε το κορίτσι από το οπτικό της πεδίο, ρίχνω μία ματιά ακόμη.

    Στέκεται ακόμα εκεί με το στόμα ανοιχτό…

    Κάθε είσοδος σημάνει το τέλος μίας διαδρομής. Κάποιες τυχερές και την αρχή μίας νέας.

    Αυτή που δρασκελίζω τώρα, μου μοιάζει περισσότερο μ’ ένα τεράστιο στόμα.

    Ανοιχτό.

    Που κλείνει πίσω μου.

    Ικανοποιημένο.

    Σαν γλώσσα, ένα κόκκινος και έντονος διάδρομος ξεδιπλώνεται μπροστά μου.

    Και εγώ στέκομαι στην αρχή του.

    Αριστερά και δεξιά μου, δόντια μαλακά και υγρά. Φιγούρες συνηθισμένες, που αναπνέουν με τέτοια ένταση, που δε νομίζω ότι η έκρηξη του σουρεαλισμού θα αργήσει.

    Στην άλλη άκρη της γλώσσας όμως…

    Μία γυναίκα σε έκσταση. Μοιάζει σα να ‘ναι βιδωμένη σε ένα ιδιότυπο κάθισμα. Παρατηρώ λίγο περισσότερο.

    Δεμένη.

    Τα γόνατα λυγισμένα και το κορμί ανοιχτό και έκθετο. Χοντρές σιδεριές, σφαλίζουν την ελευθερία της. Πάνω σε πλέγμα μεταλλικό, στρωμένο το σώμα της. Ζώνες από πλεγμένες ίνες που λαμπυρίζουν, διατρέχουν και κρατούν σφιχταγκαλιασμένα. Γύρω της θυμιάματα και το στόμα της ανοιχτό να ρουφάει με λαχτάρα τους πυκνούς γκρίζους υιούς, που την αγγίζουν.

    Εισπνέει και παγιδεύει τον καπνό στα στήθη της. Αφήνει μόνο αδύναμα υπολείμματα να ξεγλιστρήσουν από τα μαύρα χείλη της.

    Μόνο την εικόνα ακούω και από κάπου μακριά παράσιτα που προσπαθούν να εισβάλλουν στο όνειρο μου.

    -Καλώς ήρθατε. Εσάς περιμέναμε για να ξεκινήσουμε.

    Γυρνώ προς το παράσιτο. Άλλο ένα ανθρωποειδές που αναπνέει το οξυγόνο μου. Και της γυναίκας που ταξιδεύει…

    Το βλέμμα μου, του αρκεί. Χαμογελάει ευχαριστημένος. Όπως και τα υπόλοιπα ανδρείκελα που μας περικυκλώνουν. Δεν μετρώ το πόσα. Είτε ένα, είτε πολλά το ίδιο μου κάνει.

    Κάποιο από αυτά με πλησιάζει. Αντιλαμβάνομαι την υγρασία του. Την νιώθω και στο αντικείμενο που βάζει στο χέρι μου. Γλοιώδης και μητέρα δυσφορίας.

    Φέρνω το αντικείμενο προς το οπτικό μου πεδίο, αν και γνωρίζω ήδη τι είναι. Ένα Kenshar, με την λαβή να αποπνέει ακόμα την μυρωδιά από τριαντάφυλλο. Το κοιτώ με απορία.

    Τα φώτα σβήνουν. Μόνο το χαλί και οι άκρες του παραμένουν μακριά από τις σκιές. Τα ερπετά αποσύρονται βαθύτερα και μακριά από την σκηνή. Την σιγή τους, την επισφραγίζουν κάποιοι ήχοι που χαρακτηρίζουν το κλείσιμο. Δε δίνω ιδιαίτερη προσοχή καθώς το ενδιαφέρον μου έχει απλωθεί ξανά επάνω της.

    Είναι όμορφη. Οι ανάσες της με καλούν. Η παγιδευμένη σάρκα της με ωθεί προς την βεβήλωση. Οι σκέψεις μου, ταράζονται από ένα έλασμα που απελευθερώνεται.

    Ένας μηχανισμός αθέατος, μέχρι την στιγμή αυτή, δηλώνει την δυσοίωνη παρουσία του. Κάτι που στην αρχή μου μοιάζει με το χοντρό πόδι μίας καρέκλας, ανυψώνεται από το έδαφος και μπαίνει σε μία ελλειπτική τροχιά. Ακολουθώ την νοητή εξέλιξη της πορείας και βλέπω τον ορθάνοιχτο υγρό ναό της. Η λεκάνη κοιτάει προς εμένα και η πύλη αποδοκιμάζει το κενό της.

    Ικετεύει για την πλήρωση της. Για ένα δάχτυλο, για μία γροθιά, για οτιδήποτε θα ωθήσει προς την παραβίαση, την συμπλήρωση και τελικά προς την εξάρθρωση της.

    Ένα ομοίωμα κτηνώδους αρσενικού μορίου, με μήκος και πάχος που προσδιορίζει ζωώδες πρότυπο, φτάνει στην είσοδο και για λίγα δευτερόλεπτα σταματά.

    Υπνωτισμένος από το θέαμα που πρόκειται να ακολουθήσει, πιθανόν και από τις ιδιότητες του καπνού που τρυπώνει ύπουλα εδώ και ώρα μέσα μου, συνεχίζω να παρακολουθώ ακίνητος.

    Νιώθω την λάμα του μαχαιριού στην παλάμη μου και την πιέζω με δύναμη. Ανταποδίδει το πάθος μου, δημιουργώντας ένα άνοιγα στην σάρκα μου. Αρκετό για να με επαναφέρει.

    Η εισβολή αρχίζει. Συγκεχυμένα και αντίθετα κύματα συναισθηματικών ρευμάτων, με ντύνουν μετά την απογύμνωση. Το κεφάλι του ομοιώματος σπρώχνει τις πτυχές της προς τα μέσα και η γυναίκα ανοίγει το στόμα σε ένα άηχο βογκητό.

    Να πέσω με δύναμη πάνω του και να το βυθίσω όλο μέσα της.

    Να πέσω με δύναμη πάνω του, για να αποτρέψω την καταστροφή της.

    Κάνω ένα βήμα μπροστά μην έχοντας ακόμα αποφασίσει. Βλέπω το κεφάλι να χάνεται και ο μηχανισμός να συνεχίζει. Η γυναίκα τραγουδάει.

    Ή έτσι τουλάχιστον μου ακούγονται οι κραυγές του πόνου και της ηδονής, παιδιά του αφύσικου βιασμού της. Τα πόδια της παλεύουν να ανοίξουν περισσότερο για να μειώσουν την αντίσταση. Το αίμα που κυλάει διστακτικά λιπαίνει και διευκολύνει την διείσδυση.

    Κάνω μερικά βήματα ακόμα και την προσεγγίζω από το πλάι.

    Στο πρόσωπο της, εκφράσεις σελήνης που τεντώνεται, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στο νέο σχήμα που της χαρίζει, ένα ομοίωμα με μήκος πάνω από ένα μέτρο.

    Απλώνω το χέρι μου και αγγίζω το στήθος της που φουσκώνει, κάνοντας χώρο για να υποδεχθεί τη μάζα που έρχεται. Σα να με αντιλαμβάνεται και τα ουρλιαχτά παίρνουν μορφή.

    Μία μορφή σαν ομίχλη που καλεί από τις σκιές και ζητάει τη λύτρωση. Το αίμα τώρα κυλάει με ορμή από μέσα της, σαν πηγή που απελευθερώνει το ζεστό υγρό της. Το σώμα κάτω από την μέση ανοίγει κάτω από τη βία των οστών της λεκάνης που απομακρύνονται.

    Το ένα από το άλλο.

    Οι λέξεις πάλι χάνονται και το δωμάτιο πλημμυρίζει από τις φωνές μίας γυναίκας που της βιάζει ο θάνατος.

    Προσφορά προς τη Μητέρα. Μία θυσία γονιμότητας. Μία γυναίκα που παραδίνεται στην ασέλγεια του Θανάτου. Που γίνεται δική Του.

    Οι κραυγές της σπάνε, μαζί με τις χορδές της.

    Σηκώνω το χέρι μου ψηλά.

    Βλέπει τι κρατάω και μέσα από την οδύνη της, φυτρώνει δειλά ένα χαμόγελο.

    Βλέπει την λύτρωση και στο βλέμμα της γεννιέται η αγάπη για εμένα.

    Με αυτό το βλέμμα χαραγμένο στο πρόσωπο της, την περνώ στην Άλλη Όχθη.

    Κατεβάζω το χέρι μου με δύναμη και το μαχαίρι βυθίζεται μέσα της. Ένα σφύριγμα απελευθερώνει την ένταση που είχε συμπιεστεί στο στήθος της.

    Επαναλαμβάνω την κίνηση για αρκετές φορές σε διάφορα σημεία. Γεμίζω τη σάρκα της με πύλες που ελευθερώνουν την δίοδο. Σταματώ για να απολαύσω τις τελευταίες της ανάσες.

    Σαν ένα βρέφος που εισέρχεται σε ένα κόσμο. Σκύβω και τη φιλάω. Στο στόμα μου η στερνή πνοή της…

    Και μετά το χάος. Αγνό και ερεβώδης, έρπων στα υπόγεια σημάδια της απώλειας.

    Κρύβονται σαν τα ποντίκια. Όπου νομίζουν δε θα μπορέσω να τους βρω. Κλείνω τα μάτια μου και σιωπώ…

    Ό,τι δεν βλέπεται, δεν μπορεί να αποπλανήσει.

    Ήχος, ο χτύπος της καρδιάς μου.

    Οσμή, το αίμα της που στεγνώνει.

    Με προσοχή τα μετακινώ σε μέρος ασφαλές. Τώρα ακούω την ανάσα μου. Την σπρώχνω προς το βάθος και περιμένω.

    Ένα ρολόι από κάπου μακριά χωρίζει το χρόνο σε κομμάτια. Προσηλώνομαι στα κενά του Γέρου. Ελαφρύ αεράκι που περνάει από τις χαραμάδες. Μοιάζει με την μελωδία της λύρας. Σα μία κόρη που χορεύει με τον χρόνο. Πάνω στο καμβά της ακοής προσθέτω τις κινήσεις της. Άπλετο το λευκό που περισσεύει και εκεί τους βρίσκω.

    Ο πιο κοντινός βρίσκεται μερικά μέτρα πιο πέρα, πίσω από πόρτα βαριά. Ακούω το ιδρωμένο δέρμα του που με βία προσπαθεί να κρατηθεί από το λείο ξύλο. Τον πλησιάζω.

    Μυρίζω την βρώμικη μπόχα που αναδύει μέσα από τα κενά.

    Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη.

    Την επόμενη στιγμή είναι ανοιχτή και την αμέσως επόμενη ένα λουλούδι από σκούρο κόκκινο ανοίγει στο αέρα. Όσο θορυβώδης και αν ήταν στην ζωή, τόσο φθηνά σιωπηλός στο πέρασμα του.

    Αμέσως μετά ακούω τον επόμενο. Βρίσκεται στον ίδιο χώρο και έχει λουφάξει στις σκιές. Είδε το φως που τρύπωσε στο δωμάτιο, αλλά τίποτα άλλο δεν μπόρεσε να αντιληφθεί. Το ρολόι από μακριά χτυπά και εγώ κινούμαι. Κενό και σταματώ. Χτυπά και άλλο ένα λουλούδι με παχύρρευστη υφή ανθίζει στους κενούς τάφους.

    Άλλοι δύο στέκονται στο διπλανό δωμάτιο. Κρατά ο ένας το χέρι του άλλου. Σχεδόν γεύομαι τα πανιασμένα χρώματα τους. Αυτή η πόρτα είναι κλειδωμένη. Βγάζω ένα κέρμα από την τσέπη μου και πλησιάζω κοντά της. Σκύβω και το ακουμπώ απαλά στο πάτωμα. Διπλώνω το μέσο και το χτυπώ με δύναμη. Περνάει με φόρα κάτω από την χαραμάδα και περνάει στο άλλο δωμάτιο. Βρίσκει κάπου και αφήνει ένα κοφτό ήχο.

    Αμέσως μετά φωνές τρομαγμένες, ήχοι που πλησιάζουν, κλειδί που γυρνάει και δύο σώματα που πέφτουν πάνω μου. Αφήνω κάποια μέρη να πέσουν με δύναμη στο πάτωμα. Οι κραυγές που βγάζουν είναι αρκετές για να προκαλέσουν μία σειρά από ανθρώπινες βουλήσεις που κινούνται ενστικτωδώς.

    Η επόμενη ώρα με βρίσκει σαν μεθυσμένο κηπουρό να χορεύω στον δικό μου ευωδιαστό κήπο. Υγρά και πηχτά παράγωγα του τρόμου γεμίζουν με χρώματα το σκοτάδι μου. Η ψυχή μου σα σκύλα διψασμένη, γεμίζει με παιδικές ζωγραφιές ποικίλων χρωματισμών, τα ακριβά τους έπιπλα, τα παχιά τους χαλιά και τους πλουμιστούς, δικούς τους τοίχους. Το υλικό είναι άφθονο. Ήταν περισσότεροι από ότι είχα αισθανθεί. Δεν διαχωρίζω τα θύματα από τους θύτες. Όταν ο Θάνατος βολτάρει, ερωτεύεται όποιο ζωντανό και αν συναντήσει.

    Πάνω σε ένα άψυχο σπίτι, σκαλίζω τις κούκλες μου από μέλη νεκρών. Την φρενίτιδα δεν την ορίζω, αλλά ούτε και αυτή εμένα.

    Κάτι αρπάζει το χέρι μου.

    Σταματώ.

    Ήρθε.

    Ανοίγω τα μάτια μου.

    Η Έχιδνα.

    -Θείε φτάνει! Έλα μαζί μου.

    Αφήνουμε τον χώρο και πίσω μας κανένας ζωντανός.

    Άλλωστε και όταν ήρθα μόνο ένας υπήρχε…

     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Οι Δράκοι (The eηd) War A

    Η νύχτα θωπεύει τρυφερά τους ανυποψίαστους περαστικούς. Προσπαθεί να τους κρατήσει λίγο περισσότερο, έξω από τη φωλιά τους. Κάποιοι δείχνουν να το σκέφτονται. Οι περισσότεροι μετά από λίγες στιγμές παγωμένης λήθης επανέρχονται και στο δρόμο για το σπίτι κυλούν. Σα βαρελάκια. Των Σ αξόνων Σκαθάρια διπλωμένα…

    Μία κοπέλα μένει λίγο περισσότερο στη νύχτα παγωμένη. Τα ρούχα της νικοτίνης εφημερίδες. Σκίζονται και στον άνεμο ελεύθερα πετούν.

    Άγαλμα λευκό, στης σκιάς τον άπιαστο βυθό γοργόνα τώρα.

    Της νύχτας το θύμα αυτό απόψε δεν της αρκεί. Πεινασμένη είναι. Με τα νύχια της το έδαφος βαθιά χαράζει. Το όνομα, των στιγμών και φυγάδων της απόγνωσης το πάθος.

    Βαρύς χειμώνας βγήκε από μέσα της, μετά από ένα ατελείωτο τρίμηνο. Τα βρώμικα του παγωμένα κατάλοιπα ακόμα στο δρόμο απλώνει την ημέρα. Για να στεγνώσουν. Ρούχα να προσφέρει και με αυτά οι λεκέδες ντύνουν τα παιδιά του.

    Γυμνά. Μικρά. Λευκά. Τρύπια.

    Τα σκυλιά και ζωντανά δε θέλει να πειράξει. Προτιμά τα πλάσματα με την πιο αδύναμη ψυχή. Είναι πιο εύκολα τα θύματα, όταν είναι άνθρωποι.

    Ένας άστεγος την κοιτάει με μάτια γΟΟυρλωμένα καθώς απλώνει δήθεν την πρόστυχη σκιά της, στα πόδια του. Τραβάει φΟβισμένος τα πόδια του, κάτω από την τρεις και τρυπημένη του κουβέρτα, δίχως κουβέντα. Η κουβέρτα τραβάει τα βρώμικα εσώρουχα της, κάτω από τα τρεις trip και τρίχωμα σεντόνια. Στο τέλος όλοι μαζί, κουβάρι σε σβώλο δένουν και κυλούν μέχρι που χάνονται στις πτυχές του υπό του νόμου.

    Η νύχτα τους ψάχνει για λίγο ακόμα και μετά βογκά θλιμμένα. Τα χέρια της τραβά πληγωμένη. Κάτω από το δρόμο δικαίωμα δεν έχει.

    Χορεύει για λίγο μόνη με τις σκιές της. Κύκλους κάνει αγκαλιά με τον εαυτό της, ώσπου ξάφνου πέφτει πάνω στο ζευγάρι.

    Απλώνει τα δάχτυλα της και υγρά γλιστρά προς τις σκιές τους. Λίγο πριν τις αγγίξει τραβιέται ξαφνιασμένη. Άνθρωποι με σκιές Δράκων…

    Δίπλα μου βαδίζει. Το κορίτσι που Δράκαινα θα γίνει. Ξυπόλυτη το δρόμο πατάει. Τρυφερά το σώμα του δωρίζει, αφήνοντας μικρά βογκητά να δείχνουν το ρυθμό της. Στο δέρμα από τσιμέντο θαμπώνουν ελάχιστα τα ίχνη που αφήνει. Αμέσως μετά ουλές, ρωγμές και στο τέλος στο πάνω κρυμμένες αναμνήσεις. Από εδώ πέρασε η Δράκαινα…

    Το όνομα της Περσεφόνη.

    Το αριστερό μου στήθος, νιώθει τη θέρμη του.

    Δίπλα μου βαδίζει. Ο άντρας του καλού. Ο Δράκος του κακού. Ο αγαπημένος μου.

    Ο βρώμικος γέρος δρόμος. Σκλάβος του.

    Η νεαρή, απείθαρχη και πρόστυχη η νύχτα. Με τα πόδια ανοιχτά τον παρακαλεί.

    Ο χρόνος του δίνει τη σκοτεινή του τρύπα ουρλιάζοντας.

    Τον θέλω. Θέλω με τη γλώσσα μου να τον βρέξω. Τα πόδια του γυμνά στο τσιμεντένιο δέρμα. Αίμα του δρόμου στάζει, στα ίχνη που αφήνει. Τρύπες μετά, δίχως πάτο, δίχως τέλος. Από εδώ πέρασε ο Δράκος.

    Η Νύχτα πίσω από τις σκιές Τους γυμνή σέρνεται. Αρπακτικό που αθόρυβα γλιστρά και σημάδια δεν αφήνει. Οι ρώγες της στις πτυχές του δρόμου τρίβονται. Δεν σταματάει να σέρνεται, μέχρι που ματώνουν. Τους θέλει…

    Ο Δρόμος, στης έκστασης το χορό, καλπάζει στο ρυθμό Τους. Να τους δοθεί, δεθεί, δω θε λει δίχως έλεος από τη μεριά τους. Χύνει…

    Ο Χρόνος…

    -Σας παρακαλώ… Βαθιά μέσα μου, μπείτε… Αθάνατους θα Σας κάνω…

    -Σας ικετεύω σκίστε με. Τα πέπλα των αιώνων μου, προς άναμμα των εύφλεκτων υγρών σας…

    -Σας εκλιπαρώ. Σκοτώστε με…

    Οι Δράκοι, φτάνουν στη γέφυρα. Λευκή, μεταλλική, δρόμος για τους πεζούς που θέλουν να πετάξουν πάνω από το δρόμο των αυτό…

    …κινήτων. Τα σκαλιά ανεβαίνουν, καθώς η σκάλα στα ποδό ραπίσματα τους, λικνίζεται, σιμώνει και λυγάει. Σκαρφαλώνουν στη κορυφή και η σκάλα μαζί τους. Χύνει φωνάζοντας.

    Στη μέση της γέφυρας φτάνουν. Η Γέφυρα τρέμει. Κάθε βήμα κι ένα κύμα. Κύμα και σπασμός.

    Ο Δράκος γυρνάει τη πύρινη και της θηλής φιγούρα προς το δρόμο. Τα αυτοκίνητα τρέχουν μέσα στη νύχτα. Στα στομάχια τους ανθρώπινες φιγούρες. Τους χωνεύουν αργά, αλλά σταθερά.

    Με Τριαντά φυλλα στολισμένο το φόρεμα που φοράει η γυναίκα. Φτωχό το μαχαίρι, στα χέρια του από το πουθενά του βγαίνει.

    Κοφτερό όμως και επιδέξιο τις κινήσεις του ακολουθεί.

    Το φόρεμα απελευθερώνεται και άψυχο στα πόδια της πέφτει.

    Το λουλούδι γυμνό στη νύχτα, που φέγγει υγρή και λαχταρά.

    Το του Δράκου Άνθος, το κεφάλι σηκώνει ψηλά και τον ουρανό κοιτάει.

    Τα πόδια της ανοίγει και το μαζί το «Στόμα». Τα αυτοκίνητα στρέφουν τα βλέμματα τους πάνω. Το φως τους, στο Στόμα εισχωρεί και χάνεται.

    Και τότε σκοτάδι και ο Τυφλός Σκύλος τον χορό αρχίζει…..

    Insert bodies to continue….

    Bodies not coins…

    Than k U..

    Krania.

     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “Brother of Heat”

    Η λάμα στο σώμα της τους στίχους τους δωρίζει. Το κορίτσι μουσκεύει και στο δρόμο χρυσή βροχή τα αυτοκίνητα ξεπλένει.

    Στο χέρι το δεξί, μαχαίρι και στο αριστερό φουσκωμένο πυρηνικό μανιτάρι. Μπροστά της

    και τα δύο φέρνει. Τα στόματα ανοιχτά και τα δύο στο δρόμο στάζουν και τα δύο στο χρόνο πλούτη τάζουν.

    Ένα έμψυχο μικρό κομμάτι για το πάνω στόμα

    Ένα έμψυχο μεγάλο κόκκινο μάτι για το κάτω.

    Μανιτάρι στεγνό υγρό θέλει μέσα να κυλήσει.

    Το μαχαίρι στο χέρι του πηγή ανοίγει και το πάνω στόμα γεμίζει.

    Μανιτάρι στεγνό υγρά θέλει μέσα να εισβάλλει.

    Το πέος του υγρό, money, tari, χρυσό μέσα της γεμίζει.

    Τα ταξίδι αρχίζει. Τα μανιτάρια σκάνε και τα δύο ταυτόχρονα. Σε σάρκα υγρή, μάνα και πατέρα βρίσκουν και μεγαλώνουν. Εικόνες του χάους που ασφάλεια στο όπλο τους δεν έχουν.

    Πέντε εκατοστά, μικρά ποντίκια με αγάπη ψαχουλεύουν.

    Πέντε δέκατα και το κορίτσι σε κύματα αφρό και οργασμό για τη χάρη ζει.

    Πέντε μέτρα και η Δράκαινα στη κορυφή με τα πόδια ανοιχτά το μικρόκοσμο χαζεύει.

    Πέντε χιλιόμετρα και δύο ήλιοι τον κόσμο ολάκερο φωτίζουν.

    Πέντε εκατομμύρια χιλιόμετρα και η γη μικρούλα μοιάζει.

    Πέντε εκατομμύρια έτη φωτός, με τα σκοτάδια Του το κορίτσι σε έκσταση χορεύει.

    Πέντε τρις εκατομμύρια αιώνες φωτιάς και στο τέλος φτάνει. Μπροστά μία τεράστια πόρτα.

    Μέσα της ένας Γαλαξίας θα χωρούσε να περάσει. Το Δέος δεμένο δίπλα της. Νόημα της κάνει να περάσει. Η πόρτα ανοίγει και από to σπίτι του χώρου και του χρόνου των τριών ξεφεύγει.

    Στο κόσμο των τεσσάρων δια στάσεων, το γυμνό της κορμί στο τώρα εδώ και για ώρα εκεί στο μέλλον του βαδίζει.

    Πλάσματα ανθρώπινα, ζώα, οικεία και μη οικεία, στο κόσμο αυτών, ζούνΕ.

    Δρόμος ρευστός, ο δρόμος που τα πέλματα της αγγίζουν. Δεν βυθίζονται όμως. Πάνω σε υγρό φως per πατάει. Γύρω της μουσική, φωνές, οσμές, πόρτες, κάστρα ζωντανά, βαδίζουν και την προσπερνούν.

    Σε μία πύλη στέκεται και κοιτάζει. Σταυρούς πλέκουν τα κάγκελα της, μιλώντας το ένα με το άλλο.

    Αγκυλώνουν, καμπυλώνουν, αγκυλώνουν, καμπυλώνουν…

    Πάμε πάλι..

    Η Δράκαινα στο κόσμο των τεσσάρων διαστάσεων, το γυμνό της κορμί τώρα εδώ και ώρα στο μέλλον του προσφέρει.

    Ζώα ανθρώπινα, ζώα που σε άνθρωπο δεν φέρουν, οικεία και μη οικεία, στο κόσμο αυτόν, όταν πέθαναν, μετακόμισαν. Δίχως αποσκευές. Σε ένα κόσμο δίχως Παρασκευές και ημέρες άλλες. Θνητός πια κανείς, δίχως επισκευές, γιατρούς ή μηχανικούς.

    Δρόμος υγρός, ο δρόμος που τα πέλματα της αγγίζουν. Δεν εθίζονται όμως. Πάνω σε πυρ υγρό και φως perπατάει. Γύρω της μουσική, φωνές, οσμές, πόρτες, πόλεις, πολύς, Πωλ ice κάστρα κι άστρα ζωντανά, σέρνονται, την κοιτούν, αλλά δεν την αγγίζουν.

    Σε μία πύλη στέκεται και κοιτάζει. Σταυρούς πλέκουν τα κάγκελα της, μιλώντας το ένα με το άλλο.

    Αγκυλώνουν, καμπυλώνουν, αγκυλώνουν, καμπυλώνουν…

    Το χέρι της απλώνει, να τα αγγίξει θέλει, αλλά αυτά δεν θέλουν. Σταματούν να πλέκουν, τραβιούνται προς το πίσω, meta μπροστά και…

    -it Θέλεις; Θελ; Θεις; Θες; Θεες; Θεε; Θειες; Στόματα πολλά, φωνές, η μία στην άλλη πάνω, μέσα, πλαγίως. Ορχήστρα με φωνές που να ταιριάξουν δεν θέλουν. Να ταράξουν; Η Δρά και να απαντήσει θέλει, αλλά δίπλα της γλώσσες όλων των ειδών σε κοπάδι πετάνε και περνούν. Η δική της κάνει να πετάξει και μαζί με τις άλλες να πάει σε ταξίδι μακρινό. Την στιγμή την τελευταία, τα δόντια κατεβάζει και τα αδαμάντινα δοκάρια την καρφώνουν στα χείλια της απάνω. Ο ήχος που βγαίνει…

    -Ακθδθκδθ…. Η γλώσσα κλαψουρίζει και τραβιέται πάλι στη φωλιά της. Τα κάγκελα, στα στόματα κουλούρια. Κλείνουν και τούτα φοβισμένα. Τα δόντια είναι τρομακτικά πλάσματα. Η Δράκαιν από το πόνο δακρύζει, καταπίνει το Νο και συνεχίζει.

    -Να περάθω θέλω. Το πρόσωπο ψηλά σηκώνει και οι ρώγες και τα μάτια θωρούν εκεί που ο Ήλιος συνήθιζε να κουλουριάζει. Στη θέση του ένας θηριώδης ίππος, με μάτια τεράστια αστέρια να φωτίζουν την …

    …ημέρα; Νύχτα; Δεν έχει νόημα, μουρμουρίζει και στα κάγκελα ξανά κοιτάζει. Φελλοί δεκάδες υγροί από τα Bookάλια που προήρθαν. Κόκκινοι, αφρώδεις, λευκοί, ροζ, ροζέ σαν τριαντάφυλλα.

    -Για; Γεια; Γη; Γα; Γεα; Γγη; Γατί; Γι ατί; Φυσαλίδες από τα στόματα των τυφλών φελλών, πετάγονται προς κάθε κατεύθυνση. Σκάνε και από μέσα τους παιδιά οι ήχοι.

    Γιατί; Να πας; Να ό που θέλεις πάς; Αν θέλεις Να πας; Η Δρά καινα κίνηση από φασιστική κάνει και τα πόδι το μακρύ απλώνει. Τα κάγκελα σε υ στεριά πέφτουν υγρά και κουρασμένα, φίδια που σέρνονται στην άμμο, την αφήνουν να περάσει.

    Per Να ει περνά η Περ σεφόνη. Και το επίπεδο το αperαντο αντικρύζει. Τούτη τη φορά, δεν δακρύζει. Τα κλάματα βάζει με λυγμούς. Τα δάκρυα της αίμα, ρυάκια που στο στήθος της ενώνονται και ποτάμι ορμητικό στο Δέλτα ξε χειλίζει. Ένας κόκκινος καταρράκτης από το Δέλτα στο έδαφος καταλήγει. Στο έδαφος χώρος δεν υπάρχει.

    Τα πέλματα της θεόρατα βουνά για τα πλάσματα που όρθια, στα τέσσερα, δύο, έξι, δώδεκα, δεκαέξι, στέκονται. Τρισεκατομμύρια, τρισεκατομμυρίων, τρισεκατομμυρίων, τρισεκατομμυρίων, τριστρακοσομμυρίων, πλάσματα μικρά, μινιατούρες, σε μινιατούρες μικρά πλάσματα. Ζώα, γνωστά και άγνωστα…

    -Γεια σου Μήτσο, εσύ ποιανού είσαι;

    Άνθρωποι, μαύροι, λευκοί, τρικουάζ, πράσινοι, κίτρινοι, πορτοκαλί. Με χέρια δύο, ένα…

    Τα έχασαν στο πόλεμο.

    Πόδια δύο, ένα, τρία…

    Πειράματα στα στρατό παιδα συγκεκτρώσεων.

    Γήινοι αλλά και εξωγήινοι…

    -Τι νομίζεται ότι μόνο οι Γήινοι όταν πεθαίνουν περνούν στο τετραδιάστατο συνεχές;

    Όπλα τα χέρια τους κρατούν. Μαχαίρια, μπουκάλια, ρόπαλα, πυροβόλα, καλάσνιφκω, αεροπλάνα, ούφο, αμερικάνους, βρετανούς, κεραυνούς, κουτάλες, λεμόνια, πέτρες, φρούτα που δεν τα ξέρω, όπλα όχι γήινα…

    Τι νομίζετε ότι μόνο οι Γήινοι έχουν όπλα;

    …οθόνες, αυτοκίνητα, κινητά, μαστίγια, μαστιχωτά, βιβλία, τσεκούρια, επιταγές, κέρματα, πυρήνες της φωτιάς, των μανιταριών, πυρηνικά, πυρ αύλους, φαύλους, σπαθιά, μπαστούνια, και αιχμηρά καρό (ήταν απαγορευμένα όπλα, αλλά εδώ όλα επι τρέπονται), κανάλια, όλων των χωρών, σημαίες (ήταν απογοητευμένα όπλα, αλλά εδώ όλα δια τρέπονται), τανκς, ψαλίδα, κατσαρίδες, κατσαρίδες του κράτους και άλλες μη κερδοσκοπικές, τράπ πεζες, μπιφτέκια, οχταπόδια, εξαπόδα και ο όξω από εδώ, οπαδούς, λοστάρια και άλλα αρκετά και απερίγραπτα. Τα άλογα του πολέμου ξεχειλώνουν τη φαντασία τους, όταν πρόκειται για όργανα σφαγής. Ατομικής ή μαζικής.

    Η Δρά κενα, βλέπει τα αμέτρητα, έτοιμα να μετρηθούν, με ποιον; Γιατί; Για ποιο λόγο, οι νεκροί να θέλουν ακόμα να πολεμούν; Τότε από μακριά τον βλέπει.

    Το βλέμμα του πυρηνικό, τα μάτια του μανιτάρια. Το μουστάκι…

    Άχ αυτό το μου σ τάκη… Μικρό, κομψό, της τέχνης παιδί σατανικό που τα κορίτσια θέλει να μαγεύει. Τετράγωνο, με 144 τρίχες, να στριμώχνονται η μία πάνω στην άλλη, σε ένα όργιο τρε τρε λολ.

    ΟυραΝο ς δεν υπ άρχει, αλλά κεραυνός πέφτει προς τα πάνω. Η βολή είναι εύστοχη και ο έρωτας κεραυνοβόλος.

    Η Δρα και Να λυγάει και στα γόνατα της πέφτει. Το βλέφαρο του το δεξί ανάλ σηκώνει και τα χείλια του και τα τρία ζευγάρια ανοίγει. Από μέσα τρεις οι Κούκοι που βγαίνουν και με φωνή μία ρωτούν…

    -Είσαι η Γκέλυ Ράουμπαλ; Η Δρα και Να ερωτεύεται το ερωτηματικό του και με μία κλοτσιά του απαντάει με ένα δικό της…

    -Είσαι ο Αδέλ Φως Heatler;

    Πουλάρι άσπρο και παχύ

    της μάνας του μακάρι

    σιχάθη κε την ενοχή

    και το δειλό βαρκάρη.

    (συν έχει b…)

     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    [O Αδέλφως Heatler και η Adelφη Angela]

    Την πλησιάζει. Το σώμα Της όμορφο, ερωτικό, αψεγάδιαστο στα μάτια του. Δεν Την αγγίζει, κινείται γύρω Της, αποτυπώνει όλες τις λεπτομέρειες και για κάθε μία ξεχωριστά, πλάθει και ένα τραγούδι, μια ιστορία, μια ωδή. Δεν είναι καπηλευτής, παρά ένας επηρμένος τροβαδούρος που αναζητά τον Μύθο του. Στέκεται ακίνητος και αφήνει το άρωμα των χρωμάτων Της να εισχωρήσει από τους πόρους της οσμής. Η μελωδία που αποπνέει τον εξουσιάζει, θαμπώνει τις αντιστάσεις του, τον αναγκάζει να γονατίσει.

    Ένα μουρμουρητό, μία προσευχή, μία έκφραση λατρείας, η μικρή του προσφορά στον βωμό Της. Κλείνει τα μάτια του και βλέπει με την ψυχή του, ψάχνει τους ήχους Της. Πρώτος της μαγικής Της ανάσας, του δίνει την ελπίδα ότι στον ορθό δρόμο βαδίζει. Ίσως και άλλοι ήχοι στο δωμάτιο την δική τους παρουσία να προσπαθούν να δηλώσουν, αλλά αυτός αδιαφορεί.

    Το κέντρο του κόσμου, η Κοπέλα.

    Ο πιο μεγάλος του Πόθος, η Γη.

    -Έλα, μία λέξη μακρόσυρτη και αδύναμη, στα γκρίζα μονοπάτια του φανταστικού του κόσμου σχηματίζεται. Ο ΑδέλΦως Heatler χαμογελάει, ξέρει ότι είναι η φωνή Της και ότι μόνο αυτός Την αντιλαμβάνεται. Μόνο αυτός και κανείς άλλος…

    -Έλα σε περιμένω, φωνή κοριτσίστικη, βαθιά, αναλλοίωτη, την θυμίζει. Ο Heatler νιώθει το ρίγος, το πέπλο που κρύβει αναμνήσεις να αποτραβιέται ελάχιστα. Προλαβαίνει να δει τον κήπο. Τον κήπο που έπαιζαν μικροί.

    Ανοίγει τα μάτια τρομαγμένος! Στον κάτω κόσμο πάλι. Ο χώρος αδιάφορος. Οι σκιές πολλές και περιέχουν πλάσματα και πνεύματα. Δεν τους δίνει σημασία. Η Γη, μόνο αυτή υπάρχει. Η πύλη του προς το θαμμένο παρελθόν. Η ψυχή του ηρεμεί ακολουθώντας την ανάσα της.

    Σαν θάλασσα νυσταγμένη, γλυκού χειμώνα. Τα πόδια της ανοιχτά. Απλώνει τα χέρια του και την αγγίζει. Τα μάτια του και πάλι αποκλείουν την πραγματικότητα και τον οδηγούν στην αλήθεια…

    Φτάνει πιο εύκολα στον κήπο του σπιτιού τους. Βλέπει τις άγριες τριανταφυλλιές. Ψηλές, πυκνές, πολλές, ένας μικρός λαβύρινθος που γέμιζε περίπου με ένα στρέμμα τρυφερής γης, την φαντασία τους. Αόρατοι για τους άλλους, ανάμεσα τους, ο δικός τους κρυφός παράδεισος.

    Ακούει φωνές. Φωνές πατέρα, φωνές δικές τους. Η φωνή του ενθουσιασμένη και λαχανιασμένη και της αδερφής του, βραχνιασμένη, ευαίσθητη σε κάθε μορφή υγρασίας, το μέταλλο ενός ώριμου κοριτσιού.

    Τρέχει και προσπερνά τις τριανταφυλλιές, θέλει να τους βρει. Του έχουν λείψει. Το πνεύμα του άυλη έκφραση στοιχειωμένης μνήμης, δεν ακολουθεί τα μονοπάτια, περνά μέσα από τα αγκαθωτά τείχη, όπως τα αποκαλούσαν. Αποπροσανατολίζεται και χάνει λίγο την ηχώ τους. Ταράζεται και στο κόσμο τον πραγματικό σφίγγει το χέρι του. Η Κοπέλα παίζει τα μάτια της. Τα βλέφαρα της Γης ανθίζουν.

    Σταματά και προσπαθεί να τους ξανακούσει. Ένα γέλιο αυθόρμητο και ξαφνικό, εκεί πιο πέρα, στα δεξιά του! Κινείται βιαστικά, δε θέλει να τους ξανά χάσει, βουτάει πάνω σε μια πυκνή και γέρικη τριανταφυλλιά, περνά από μέσα της και πέφτει σχεδόν επάνω τους!

    Η αδελφή του είναι ξαπλωμένη και τα πυρόξανθα μαλλιά της, στολίζουν το λασπωμένο έδαφος. Γονατισμένος, ο παλιός του εαυτός, δίπλα της, κρατάει στα χέρια του, τα κέρινα δικά της και τρέμει ολόκληρος από τα γέλια. Το παιχνίδι τους…

    Το θυμάται ξαφνικά, σαν ποτέ να μην το είχε ξεχάσει. Έμοιαζε με κρυφτό, αλλά δεν ήταν. Το είχαν πλάσει, κλέβοντας την ιδέα από μία ταινία που είχαν δει. Αυτή το είχε πλάσει, τώρα που το σκέφτεται περισσότερο.

    Ήταν κάπως έτσι. Αυτός καθόταν στο χώμα, στην αρχή του λαβυρίνθου και έκλεινε τα μάτια του και μετρούσε. Αυτή του έσκαγε πάντα ένα φιλί στο μάγουλο και μετά έφευγε αθόρυβη.

    Η αίσθηση της στο μάγουλο του, σκέπαζε τις αισθήσεις του για λίγο και οι αριθμοί από το στόμα του έβγαιναν μηχανικά. Υπήρχαν φορές που ξεπερνούσε το εκατό, μέχρι να το συνειδητοποιήσει και να ανοίξει τα μάτια του. Πάντα συναντούσε την σιωπή. Τα πάντα, ακόμα και τα πουλιά κρατούσαν το τιτίβισμα τους και παρακολουθούσαν με χαμόγελο.

    Σηκωνόταν από κάτω και με απαλά βήματα, άρχιζε το ψάξιμο. Πάντα τον ξάφνιαζε. Όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να καταλάβει την λογική της. Αλλά στο τέλος την έβρισκε. Εκεί στο χώμα ξαπλωμένη με τα μάτια κλειστά. Νεκρή…

    …να μοιάζει. Κάτασπρη, ακίνητη, με το ζόρι διέκρινε το μικρό της στήθος να πάλλεται, με χείλια φλογισμένα που όπως και τα μαλλιά της έδειχναν την φωτιά που έκαιγε μέσα της.

    Του ξέφευγε ένα χαμόγελο ικανοποίησης και γονάτιζε δίπλα της. Μονάχα αν την «ξυπνούσε» θα θεωρούταν ότι την είχε βρει.

    Το γαργάλημα δεν ήταν λύση. Ποτέ δεν έπιανε, είχε τρομερό αυτοέλεγχο η αδερφή του .

    Ξεκινούσε με ένα τρυφερό χάδι από το πρόσωπο της. Σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά.

    Σαν να την ερωτευόταν ξανά από την αρχή. Στα δάχτυλα του ένιωθε το ανάγλυφο που τόσο πολύ αγαπούσε. Το κρύο το δέρματος που συναντούσε το ζεστό του πάθους. Ακουμπούσε τα βλέφαρα της. Δεν τρεμόπαιζαν.

    Γλιστρούσε στις ασθενικές λακουβίτσες και σκαρφάλωνε στο κομψοτέχνημα της μύτης. Παγωμένη και υγρή. Σαν τα σκυλάκια όπως συνήθιζε ο πατέρας τους να λέει, με μια έκφραση τρυφερότητας.

    Δρασκέλιζε από την μία μεριά και κατέβαινε από την άλλη μέχρι να βρει το άνω χείλος της.

    Εκεί σταματούσε διστακτικά, έκανε πως θα το αγγίξει και μετά το παραπλανούσε και δραπέτευε στο μάγουλο της. Μια φορά είχε πιάσει.

    Περιμένοντας το δάχτυλο του άνοιξε το στόμα της να τον δαγκώσει. Αλλά αυτό είχε ξεφύγει και ο παλιός Heatler έκανε τούμπες γιατί την είχε σπάσει.

    Διέσχιζε το απαλό της δέρμα και έφτανε στο αυτί της. Ο λοβός του ήταν πολύ ευαίσθητος.

    Στην αρχή λύγιζε, αλλά μετά έμαθε να ελέγχει και αυτές τις αντιδράσεις της. Μία μέρα από τα νεύρα της, τον δάγκωσε και του έδωσε μία κλωτσιά, που τον πέταξε δίπλα.

    Ξεκαρδισμένα τα δύο άρχισαν να κυλιούνται στο χώμα. Δεν τσακωνόντουσαν ποτέ, ο Heatler και η Ανγκέλα.

    Καμία αντίδραση και σε αυτή του την κίνηση, άφησε τα δάχτυλα του να τσουλήσουν στην εύθραυστη καμπύλη του λαιμού της. Παρόλο που ήταν μικρότερος από αυτήν ένιωθε ότι μπορούσε με μια απότομη κίνηση να της τον σπάσει. Υπήρχαν φορές που ήταν τόσο όμορφος που κάτι σκοτεινό, τον παρακινούσε από μέσα του να δοκιμάσει.

    Ανέβαινε από το πολύ ισχνό δέρμα που σαν μια λεπτή μεμβράνη προστάτευε την τραχεία και τις μελωδικές χορδές της, στεκόταν σαν ορειβάτης που φτάνει στην κορυφή και τραμπαλίζεται, στο πιγούνι της και μετά έφτανε στα χείλη της. Τα μαγικά της κοσμήματα…

    Πόσο πολύ θα ήθελε να τα γευτεί, να τα δοκιμάσει. Αυτή το ήξερε, αλλά αυτός δεν της το ζητούσε, φοβόταν. Όλη της η σωματική ύπαρξη έμοιαζε ασθενική, αλλά τα χείλη της δήλωναν με τον πλούτο τους, τη ρώμη του χαρακτήρα της.

    -Είναι μεγάλα… του έλεγε,…γιατί είναι οι πύλες που συγκρατούν τον θηριώδη λόγο μου και την πίστευε.

    Διέγραφε με τα βρώμικα ναζιστικά του νύχια μικρές βαθιές ευθείες, στην κορυφή της καμπυλότητας τους. Η εικόνα ήταν αντιφατική.

    Σβάστικες και βρώμικα αχνάρια πάνω στο πολύτιμο σάρκινο μετάξι. Τον ερέθιζε. Τα μάγουλα της αποκτούσαν έναν πορφυρό χρώμα. Τότε σταματούσε τις μικρές γραμμές και πίεζε το κλειστό τους άνοιγμα. Ήθελε να νιώσει την υγρασία που έκρυβαν. Να βουτήξει τα μικρά του άκρα στο γλυκό τους νέκταρ. Σα μέλισσα να τρυγήσει τους χυμούς του λουλουδιού…

    Σαν σε τσουλήθρα, τα δάχτυλα του γλιστράνε στον αδύναμο λαιμό της και είτε από δεξιά, είτε από τα αριστερά, φθάνουν στους ώμους της. Σηκώνονται όρθια και βαδίζουν με βαριά και άγαρμπα βήματα. Βυθίζονται στο μπράτσο της, συναντιούνται και τσιμπάνε, χορεύουν, μπερδεύονται και πέφτουν. Μια ολόκληρη παράσταση, πάνω στο κόκκινο βραχίονα της. Δε βιάζεται, δε θέλει να του αποκαλυφθεί. Όχι ακόμα, το ταξίδι του αρέσει και έχει πολλά μέρη ακόμα που δεν τολμά, αλλά που με το πρόσχημα του παιχνιδιού θέλει να ανακαλύψει.

    Ένας λυγμός σφίγγει το δρόμο της ανάσας του Heatler, πίσω στο υπόγειο, ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο του. Η Δράκαινα στρέφει το κεφάλι της και τον κοιτάει. Χαμένος στις γλυκόπικρες αναμνήσεις του δεν την αντιλαμβάνεται. Σηκώνεται, ανακάθεται, κατεβαίνει και τον πλησιάζει…

    Οι δαίμονες της μνήμης τον τραβάνε μακριά και σε μια άλλη τον μεταφέρουν. Οι αντιστάσεις έχουν πια καμφθεί και ότι πιο οδυνηρό και τραυματικό, έχει ο Heatler ζήσει πρόκειται για άλλη μια φορά την διαδρομή του να ακολουθήσει…

    Τέλος άνοιξης και το χώμα δεν έχει ακόμα στεγνώσει από τις βροχές. Το νιώθει στα δάχτυλα του που έχουν βυθιστεί στο χώμα καθώς μετράει. Θέλει από κάπου να κρατηθεί, για να μην σηκωθεί πριν το μέτρημα σφραγίσει.

    Το φιλί της σήμερα αφύσικα παγωμένο, μια πνοή φαντάσματος. Θέλει να την βρει σύντομα, να την ζεστάνει στην αγκαλιά του. Κάποιοι αριθμοί δραπετεύουν από την σειρά τους, τους αφήνει να φύγουν, ένα χρώμα απαισιοδοξίας βαραίνει την βούληση του. Δεν ξέρει γιατί, αλλά κάτι άσχημο νιώθει ότι θα συμβεί.

    Τελειώνει και το σώμα του εγείρει, πριν ο ήχος της λέξης «Εκατό», χαθεί στο νοτισμένο αιθέρα. Ξεκινάει τρέχοντας. Στην πρώτη ρίζα μπερδεύεται και πέφτει. Μια βλαστήμια, από αυτές που κάνουν τη μαμά να κοκκινίζει, ξεφεύγει από το στόμα του. Δεν έχει χρόνο για αυτά. Η αίσθηση του τείνει σχεδόν στην βεβαιότητα. Κάτι ή κάποιος πολύ κακός ψάχνει ταυτόχρονα με αυτόν να τη βρει. Δεν πρέπει )!(

    Οι Τριανταφυλλιές αποκτούν δαιμονική οντότητα.

    Είναι με τον Κακό!!

    Τον εμποδίζουν, τον αποπροσανατολίζουν, με την βοήθεια του αέρα μετακινούν τα φύλα τους για να μοιάζουν διαφορετικές, όταν ξαναπερνά από μπροστά τους. Με τους βρώμικους μικρούς κορμούς τους προσπαθούν να τον σταματήσουν, με τα αγκάθια τους το καταφέρνουν. Παλεύει να ξεφύγει, τα ρούχα του σκίζονται, το δέρμα του ματώνει, αυτή τη φορά δεν του αρέσει, είναι παρά τη θέληση του. Χάνει το ένα του παπούτσι, δεν κάθεται να το βρει, πετάει και το άλλο. Τώρα ξυπόλυτος τρέχει. Σπάει τους κανόνες και φωνάζει το όνομα της. Στην αρχή από συνήθεια χαμηλόφωνα, δεν ήθελαν να τους ακούσουν, τώρα πια δεν τον ενδιαφέρει, ο τρόμος πολιορκεί την λογική του.

    Φτάνει στο τέλος του κτήματος, απογοητεύεται, μα δεν λυγίζει, ξαναγυρνά. Διαφορετικό μονοπάτι ακολουθεί και λίγη ώρα μετά φτάνει πάλι στην αρχή. Τα πνευμόνια του παίρνουν το μέρος του εχθρού. Χτυπάει το στήθος του με οργή.

    -Μαζί μου !! Ξαναμπαίνει στο λαβύρινθο και φτάνει πάλι στο τέλος, στροφή. Το πουκάμισο του τον εμποδίζει, το βγάζει και το τινάζει πίσω του. Τρέχει, ψάχνει, στριφογυρνά, τα μάτια του θολά, η ψιχάλα από δάκρυα, μπόρα έχει γίνει, στο στόμα του λάσπη έχει εισχωρήσει και λασπώνει το οξυγόνο, που θα του δώσει τη δύναμη να συνεχίσει.

    Στέκεται και προσπαθεί να βρει την αυτοκυριαρχία του. Κάτι καταφέρνει, στα αριστερά αυτό το μονοπατάκι δεν το έχει ακολουθήσει. Βαδίζει προσεκτικά, δεν υπάρχει άλλος χωρικός συνδυασμός.

    Δρασκελίζει σκυφτός, ένα άνοιγμα από δύο θηριώδεις Τριανταφυλλιές. Τα μυτερά τους ξίφη πληγώνουν βαθιά το σώμα του. Η δεξιά του ρώγα ματώνει, αγνοεί τον πόνο. Σηκώνει το κεφάλι ψηλά και την βλέπει!!!

    Ξαπλωμένη σε βάθρο δύσχρωμο, το πιο ακριβό κόσμημα του Θεού. Τα χεριά της δεν είναι απλωμένα σε σχηματισμό σταυρού όπως συνηθίζει, αλλά άψυχα και άναρχα πεσμένα. Τα πόδια της δεν είναι ανοιχτά και τεντωμένα, αλλά το ένα λυγισμένο και το άλλο σαν προσπαθώντας να τον αναζητήσει, με μια απελπισμένη κραυγή για βοήθεια, αφύσικα πλεγμένο.

    -Όχι !!!, ένα βήμα πιο κοντά της, τα πόδια του τρέμουν, δε θέλει το αναπόφευκτο να αποκαλύψει. Η λάσπη κολλάει στις γυμνές του φτέρνες, σαν προσπαθεί σε κάθε του βήμα όλη τη γη μαζί να σύρει. Φτάνει κοντά της, στο στήθος δεν πάλλεται. Λυγμός οξύς τον ρίχνει στο έδαφος.

    -Μη…, λυγμοί που σαν τα φύλα του φθινοπώρου στον δυνατό άνεμο σκορπάνε,…μη μου το κάνεις αυτό, μη φύγεις μακριά μου, σε…, ο κορμός του πέφτει και αυτός νικημένος και το πρόσωπο εκατοστά πιο μακριά από το δικό της, με τα χέρια του έρποντας την πλησιάζει, …αγαπάω….

    Τα μάτια της ορθάνοιχτα και κενά, ποια εικόνα να αντίκρισαν στερνή; Το στόμα του πάνω από το δικό της…

    …σε αγαπάω …γιατί …, ένα ρυάκι κόκκινο παγώνει αργά ξεκινώντας από την αριστερή μεριά.

    Τα χείλια του συναντούν τα δικά της και γεφυρώνουν τις ψυχές τους. Το αίμα της γλυκό, αλλά όχι σαν αίμα. Γλυκό σαν φρούτο. Το άνοιγμα παγωμένο, αλλά όχι και ο πυρήνας της.

    Η γλώσσα του συναντά την δική της, αλλά δεν απαντά το άψυχο. Το φιλί του βαθύ και ολοκληρωτικά δοσμένο, αλλά όχι μοναχικό. Τον φιλάει και αυτή. Στην αρχή δεν το συνειδητοποιεί, μετά τινάζεται όρθιος!

    Του χαμογελάει, τα μάτια της ανοιγοκλείνουν, είναι ζωντανή !!!

    -Στην έφερα, χαμογελάει με την πιο όμορφη ανατολή του κόσμου.

    Χίλιοι ήλιοι που ανατέλλουν ταυτόχρονα.

    -Στην έφερα κορόιδο, ο Heatler γονατίζει και ξεσπάει στα κλάματα. Πόνος λύτρωσης, δάκρυα ελευθερίας, η μεγάλη του αδερφή, η Angela Maria “Geli” Raubal ανακάθεται και τον αγκαλιάζει ικανοποιημένη.

    Η Δράκαινα τον αγκαλιάζει και στα χέρια της ο Xitler, ένα βρέφος που σπαρακτικά κλαίει.

    Να τον νανουρίσει ή να τον σκοτώσει;

    Απ’ τη χαρά του την πολλή

    απρόσεκτα πηδούσε

    της μάνας του τη συμβουλή

    ανεύθυνα αψηφούσε.

    ( -Έχει και συνέχεια;
    -Η συνέχεια σαν μπόμπα βαλεριάνας, από τον ουρανό θα έρθει, μια Κυριακάτικη βραδιά.
    -Ιοoυυυ....)