Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ουράνιο Τόξο

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 30 Ιανουαρίου 2023.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the 11th Bottle/Τα Σκιά – χτρα/Η

    Μετά τη Πλημμύρα και τη καταστροφή, το νερό που φεύγει. Μπροστά ο Νώε που με αλυσίδες το σέρνει και το σώμα του στο χώμα σπέρνει, πίσω το νερό, σταγόνες διάφανες αίματος να αφήσει στους διψασμένους διαβάτες που θα θέλουν να περάσουν και πίσω του και με ενοχές δεμένο το κορμί της Εύας. Σε εμπόδια, πέτρες, λαγούμια και πράσινα χορτάρια, το πληγωμένο της σώμα , τεμαχίζεται και σε δεκάδες ξύλινα παιδιά μοιράζεται στη φύση.


    Τα Κάλι.


    Στην ρίζα μίας Ελιάς το νερό κρύβει το τελευταίο της μεράκι. Την καρδιά της. Στην Ελιά επάνω, περιστέρι κρεμασμένο. Στεφάνι από Ελιά, ο κόμπος στο λαιμό του.


    Μετά τη καταστροφή οι θεοί και φίδια να ανα ζητούν τα σκιάχτρα.


    Ο Μάδα, άθικτος στο σώμα, μα στη ψυχή πληγές πεδιάδες.


    Η Εύα διάσπαρτη, σε δέκα χιλιάδες ξύλινους σταυρούς…


    Ο Μάδα να γονατίζει, να προσκυνά, έναν προς έναν τους μαζεύει, τους φιλά, στον κόρφο του τους κρύβει και για τον επόμενο στο δρόμο, τα πόδια του μακρά...


    Η Μήνη ημί και μη, τα θηλυκά τα σκιάχτρα ξεσηκώνει. Ο θάνατος της Εύας, άδικος…


    Ήταν η πρώτη επανάσταση, που συνέβη στον πλανήτη «Το Λιβάδι». Η ιστορία κρυφά τις νύχτες με κερί και λάδι, έγραψε για αυτήν. Την βάπτισε η επανάσταση του «Ουράνιου Τόξου»


    Εφτά γυναίκες. Άνθρωποι όχι, σε κόσμους άλλους βρισκόμαστε και σκιάχτρα τα πλάσματα αυτού. Εφτά θηλυκά Σκιάχτρα που οδόφραγμα έστησαν κόντρα στους Βόλο και Δία, τους θεούς.


    Γιατί.


    Η πρώτη γνωστή και ως η Βιολετί. Στους φίλους κι εραστές, η Μωβ.


    -Γιατί θεοί και φίδια την Εύα να σκορπίσετε σαν άχυρα στη Θήβα;


    Η Δία την απάντηση στα πόδια της επέταξε και μαζί την εντολή σε Οχιές να την συλλάβουν.


    -Η θέση της γυναίκας στο σπίτι είναι, παιδιά να συλλαμβάνει, παιδιά να θρέφει και σε παιδιά το σώμα της χαλί να κάνει. Οι Οχιές τις ουρές τυλίγουν και τη Βιολετί στο έδαφος ακινητοποιούν. Με σαδισμό χαράζουν στο ξύλο τ’ αρχικά τους.


    Ξύλινους πάσσαλους χοντρούς από αμπέλι, τέσσερις στα άκρα της καρφώνουν. Τα ουρλιαχτά της οι μόνοι ήχοι που στο Λιβάδι για μέρες είκοσι και οχτώ, ανατέλλουν. Μέχρι που τα αμπέλια ρίζες βγάζουν και τα άκρα της τεντώνουν μακριά. Τώρα αβοήθητη με την πύλη της ακάλυπτη. Χίλια τα Ζώ Β σκιάχτρα που από εκεί περνούν.


    Τα μόρια τους όλων των σχημάτων, φυλών και χρωμάτων. Την βιάζουν, την οργώνουν και μέσα της, τα υγρά τους αφήνουν. Σπονδή για το μωρό. Χίλια τα βρέφη που εκ των έσω την πύλη σκίζουν, καθώς βγαίνουν. Κάθε φορά και λίγο παραπάνω. Ένα χιλιοστό ράφτη, θέλει ακόμα η πιέτα για να ανθίσει. Στο τελευταίο η πύλη μένει για πάντα ανοιχτή και η Βιολετί πεθαίνει.


    Η δεύτερη γνωστή σ’ αγνώστους Λούλα κι Μπλε και Μωβ, για την αγάπη της την Μάρα.


    Γιατί..


    -Φίδια και θεοί, η γυναίκα με άντρες μόνο να πηγαίνει; Και αν σε στήθος θηλυκό, το κεφάλι να θέλει να ακουμπά από τον έρωτα σα βγαίνει;


    Ο Βόλος αυτή την φορά με φόρα την εντολή του δίνει, μαζί με τα πέτρινα του λόγια.


    -Γιατί δεν σε πλάσαμε για αυτήν. Οι Κόμπρες μαζεύονται γύρω της και την ακινητοποιούν. Με μαχαίρια μυτερά παράθυρα στο ξύλο της ανοίγουν και με άλλα με δόντια από μέταλλο, το στήθος και την Κλειτορίδα κόβουν φτύνουν. Για μέρες έτσι την κρατούν καθώς το αίμα της, το Μωβ και Λουλακί αρωματίζει τους αιθέρες.


    Οι Μωβ πεταλούδες, πόλεις φτιάχνουν, πόλεις δείχνουν, στο νομα της.


    Η τρίτη, η Μπλε. Τα μάτια της θάλασσας οι ζωγραφιές, τεράστιο Γαλάζιο.


    Γιατί…


    -Δια και Βόλε, την Εύα και όχι το σερνικό τον Μάδα;


    Και οι δύο μαζί, μα η φωνή μονάχα Μία.


    -Ένας από τους δύο να πληρώσει, έπρεπε. Τα χρωστούμενα πολλά και τα στόματα διπλά. Το πιο αδύναμο Δια λέξαμε.


    Η Μπλε από τα μάτια νερό, αφρός και αυξανόμενη ταλάντωση. Χωριά από πάγο, παλάτια από αλάτι, νησιά που ποτέ τους δεν έγραψαν το εδώ, στο χάρτη.


    Στα χέρια της, από της Πηγής τα κρίματα. Από τη θλίψη της η άμμος και λάσπη το αποτέλεσμα. Χωμάτινα τα τάλαντα που στους θεούς πετάει. Η Δία τους Ταϊπάν φωνάζει, αλλά μία σταγόνα αρκεί. Παραλύει.


    Άγαλμα από Ξύλο η Μπλε. Γυμνή στο αγιάζι. Στόχος για τη σμίλη των θεών. Στις καμπύλες της, τις αμαρτίες γράφουν. Στα βαθουλώματα της, τα σκάνδαλα τιμωρία μπαίνουν και εκεί για πάντα μένουν. Μέχρι το ξύλο να σαπίσει…


    Η Πράσινη, η τέταρτη. Σκιάχτρο από ξύλο στο Χλωρό. Φύλα μικρά, φύλα μεγάλα, φύλα με φτερά και δίχως πόδια. Η κοιλιά της φουσκωμένη, παιδί σα φέρνει.


    Γιατί….


    -Η Εύα και μόνο αυτή, την επιλογή να μην κι έχει, αν το παιδί θέλει να συνεχίσει να κατέχει; Τα λόγια της του νάνου ρίσματα και τα κλαδιά της, Λίκνα τρυφερά.


    Στο αργά κουνιούνται, αντιμέτωπα με του Λιβαδιού τυφώνες. Τρία από αυτά πληγώνονται, αντέχουν, σπάνε, βαστούν, αέρας με το τρίτο του χτύπημα από το κορμό αποκόβει και μακριά πετά. Τρία νέα στη θέση τους, βλαστάρια μεν, με πείσμα ναι.


    -Το κέλυφος που το παιδί σε αυτή τη γη θα φέρει. Πλάσμα, καινούριο και πιστό, σ’ Εμάς. Πλάσμα που άλλα πλάσματα για εμάς, στο μέλλον θα θυσιάσει.


    -ΟΧΙ!!! Αρνούμαι, το σώμα δικό μου είναι κι εγώ αποφασίζω. Οι εντολές πέφτουν βροχή, τα λιπόψυχα ποντίκια τις βαλίτσες φτιάχνουν μακριά να φύγουν. Μαύρη και Μάμπα η εκτελεστής, ήρωες πεντάδες τα ποντίκια που μένουν και σαν ήρωες αντιστέκονται, για να μην την Πράσινη τελειώσει.


    Κανένα ζωντανό στο τέλος. Η Μαύρη, την Πράσινη σκοτώνει και από τον κόλπο της εισβάλλει. Στη μήτρα σκάβει τούνελ, μεγάλο και χιλιόμετρα μετά στην σπηλιά αφήνει τα αυγά της.


    Φίδια νέα, ψυχές αρχαίες.


    Πέμπτη η Κίτρινη. Κεφάλι από Χρυσάνθεμο, κορμάκι Μέλι και αγκάθια της, σπαθιά Τριανταφυλλιάς.


    Γιατί…..


    -Ήλιος να μην με βλέπει, επειδή το χώμα κόλπος βρέχει κι όχι το πουλάκι ;


    Στη σπηλιά κλεισμένη να ‘μαι και από τις γριλιές την δύση και την ανατολή εγώ να βλέπω, βλέπεις και η Εύα έβλεπε;


    Η Δία και ο Βόλος, απάντηση καμιά δεν δίνουν, θεοί το παίζουν, θεοί και όφεις. Σσς σε τρία του διαφορετικού τα σχήματα και Βόας πέντε μέτρα κι δέκα άπλωνε, λατίνος εραστής και Bos, την κίτρινη με τρία από τα πλωμένα ακινητοποιεί.


    Με δύο και διάμετρο μισού, τη σπηλιά ανοίγει ο Ήλιος για να μπει. Μέσα μένει, μέσα κάτω από τον καυτό τον ήλιο.


    Το σώμα της παλεύει και στη πέτρα καίγεται, καπνίζει. Τα Χρυσά μαυρίζουν, ο Βόας όλος μέσα της στο πότε;


    Τώρα. Το βάρος του μεγάλο, ο ήλιος πλησιάζει και απολαυστικά, γραμμές στο σώμα της με τις φλόγες του χαράζει. Τα αγκάθια της, κεριά νεκρών της Τριανταφυλλιάς βαστάζοι.


    Πορτοκαλί η έκτη. Κορμός ψηλός, σφυγμός μεγάλος, πάθος λυγερό, φωνή που στο Λιβάδι απλώνεται.


    Γιατί……


    -Οι Σκιές μόνο, το δίκαιο να ζητούν για τις σκιές και το φως ποτέ; Τι αξία το φως θα είχε δίχως τις σκιές;


    -Μάγισσα φωνάζει ο Βόλος.


    -Μάγισσα ουρλιάζει ο όχλος απ’ τα φώτα.


    -Στη Πυρά προστάζει η Δία.


    Στη σκιά τη μάνα της, τα φίδια τη ναι δένουν. Τα ρούχα της σκίζουν. Πορτοκαλί φλοιός και από κάτω Λάβα. Ξύλα της πετούν και ολάκερη φωτιά αρπάζει.


    Λέξη καμιά, φθόγγος ούτε, βογκητό καθόλου από το στόμα δεν ξεφεύγει. Πεθαίνει σε βαθμούς χιλιάδες καθώς τα φώτα γύρω της χορεύουν.


    Γυμνά κι ερεθισμένα..


    Και η στερνή η Κόκκινη. Χνούδι λευκό το ξύλο της σκεπάζει. Παγωμένη η αγαστή της ομορφιά που τους αδύναμους ωθεί από τον γκρεμό να πέσουν.


    Γιατί;


    -Ποτέ. Μολότοφ από ακριβή σαμπάνια, ανάβει και στους θεούς πετά η ιερό και σύλη. Τα φώτα και τα στεγνά τα φίδια, πέφτουν στη φωτιά τους θεούς να σώσουν. Ταραχές ξεσπούν, 144 τα νεκρά τα Σκιάχτρα. Μέχρι τελικά η επανάσταση στα χρώματα της σβήσει. Ο καιρός περνά τρομαγμένος, με το κεφάλι να κοιτά στον τοίχο…


    Το Καλοκαίρι στο Φύλακα της λίμνης θα έλεγε, πως ο Αύγουστος και Υιός του, το έκανε, καθώς τα ξανθά μαλλιά και στάχυα το θέρος βαρέθηκαν να προσμένουν. Αν το Λιβάδι εποχές είχε δικές του και όχ ι δανεικές.


    Ο Μάδα την μοναδικότητα της Εύας είχε στη πλημμύρα χάσει και σε χιλιάδες, μικρούς, ξύλινους σταυρούς, παιδιά, αίμα και σερπαντίνα σάρκας, την είχε ως ενθύμιο, στοιχείο και στοιχειό, εξαργυρώσει.


    Κάθε πικρό και ξύλινο δίχως μύτη σταυρουδάκι, ένα ζωντανό τη Μά να θυμίζει σκιαχτράκι.


    -Ένα Κάλι σκια-χτράκι του είχε πει η Δία, Καβάλα ψάχνοντας την πίεση του Ο στο Βόλο.


    -Και αν τους θεούς τιμήσεις και τη ψυχή στη Μάρκα τους δωρίσεις, ως ανταμοιβή…


    …η Μία Μεγάλη και Αγία θα ‘ναι.


    -Τα Κάλι σκια-χτράκια σε μία εθνότητα ξανά θα ενωθούν και η μεγάλη σου Αγάπη, η Εύα το χέρι για πάντα θα σου κρατά και εσύ σε μπάντα το δικό της.


    Ο Μάδα, δίχως σκέψη, τι άλλη επιλογή του επέτρεψαν οι θεοί να έχει, προσκύνησε και τις άκρες των φιδιών, ουρές με τη γλώσσα έπλυνε, με τη σημαία στέγνωσε και με την ακεραιότητα του σιδέρωσε, τσαλάκες να μην έχει. Οπαδός, πιστός και δούλος, υποσχέθηκε πως θα ‘ναι και ό,τι αυτοί ζητήσουν, ευθυτενής θα κάνει.


    Και τώρα…


    Με τα λογάκια της Παναγίας και τα ιδρωμένα μολυντήρια στο Ζυγό, μπροστάρης αυτός σέρνει με το άρμα το βράχο το μεγάλο, προς το Υπό κατασκευή Διά χρονικό Μνημείο.


    Πίσω του και βοηθοί, κάποιοι συναισθηματικά δεμένοι με σκοινιά να τραβούν και άλλοι απλώς βαρύτονοι να σπρώχνουν, τον και τους βράχους.


    100000 μικροσταυροί που τον Μάδα ακολουθούν και το θέλημα των θεών υλοποιούν.


    Το Μνημείο με τα άλλα που η ιστορία με το αζημίωτο; Όχι, τίμησε, δεν μοιάζει.


    Μύτη με μύτη, κώνος με κώνο και οι κορφές στο κέντρο του Μνημείου να στηρίζονται σε ένα Μοναχό του σημείο. Σε Κλεψεί Δρα μοιάζει. Οι Χρυσοί και κυκλικοί του δίσκοι, 12 στρέμματα ο άθεος καθείς, οι δυο του Μεγάλες και Αγίες Έδρες.


    Η μία τον Άνω κόσμο να κοιτά της Δίας το μπαλκόνι και η άλλη τα υπόγεια του κάτω. Του Βόλου το κονάκι.


    Δύο οι θεοί, αλλά η μία πιο θεά από τον άλλον.


    Ο Μάδα με ρυθμό του μοιρολογιού αργό, το τραχύ σκοινί τραβά. Αυτό νευρικό και ατίθασο είναι. Τη σάρκα στο λαιμό του Μάδα, χιόνι που παγώνει και μετά με ήχο τρυφερό, σε φύλα ξερά, μπαστούνια σε θρύμματα μοιράζει.


    Σε μία στροφή του sτοίχου σε μία κλήση που ανέμελη έμοιαζε, αλλά η φωνή ποτέ δεν ήταν, ο Μάδα ζορίστηκε κι ένα του Δις οίωνο το κρακ που ακούστηκε.


    Ξύλινοι οι ώμοι του και το φορτίο του βαρύ. Βόγκηξε, φώναξε και το κακό που τόνε βρήκε στους θεούς τόλμησε να χρεώσει.


    -Ο θεός δεν έπλασε το κακό. Η απουσία της προσοχής σου στο έργο σου, τη βλάβη Μάδα ποίησε.


    Ο Μάδα το κεφάλι από το Ζυγό αρθρώνει και με μία σταγόνα αίμα το όνομα του ρωτάει.


    -Αυρ ήλιος, ο Αυγ ουστίνος μικρέ μου Βάνδαλε. Εσύ θα επιλέξεις…


    -Ή με το θεό κολεγιά θα κάνεις ή με το κακό να πέσεις να πεθάνεις.


    Ο Μάδα κίτρινος στην Άνγκορ μαχά. Τα Βατ ψηλά στα 1620. Ο πόνος οξύς, σπασμένο κλαδί στη ζούγκλα, τα χείλια σφίγγει σ’ ένα στόμα που αν δόντια ποτέ του είχε, την ιστορία θα άλλαζε με των σύμφωνων τη βία. Ο Μάδα την φωνή καταφέρνει να ελέγξει. Φρόνιμο παιδί…


    -Γιατί επιλογές να έχω; Το κορμί του τρέμει, αν στέκει. Εμπρός του δρόμος ανηφορικός, γεμάτος κλάσματα. Δίπλα του ένας του κάτω φόρα πάρε και στην αγορά δίχως τάξη, μπόρα.


    -Να διαλέξει ή να αφήσει ποιον; Πίσω του τα Κάλι περιμένουν. Τα μάτια τους κενά, δίχως να κοιτούν, σε θάλαμο αναμονής. Μία κίνηση του μόνο θέλουν.


    -Ο δρόμος μόνος, ένας μόνο γιατί δεν είναι; Γιατί οι Θεοί να θέλουν εγώ το δρόμο να διαλέξω;


    -Ο Θεός στο αιώνιο παρόν Ζει και τις πέτρες στην αρχή τοποθετεί και στο τέλος τις μαζεύει. Και τα δύο ταυτόχρονα συμβαίνουν. Το μέλλον σου, μου, μας γνωρίζει σα να ήταν το παρόν αγκαλιά με το παρελθόν. Στάσου να σε βοηθήσω καλέ μου αγωγιάτη. Τον ώμο δίνει, ο Μάδα μία ανάσα.


    -Το νομα σου Ξένε κι ευγενή;


    -Βοήθιος! Ο Μάδα στυλώνεται και η φωνή στο χέρι.


    -Άρα ξέρει ο θεός εγώ τι «ρούχα» και δρόμο θα φορέσω;


    -Το ναι νόημα καθόλου. Υπόσταση δε θα μπορούσε ποτέ να είχε, αφού το όχι πιθανότητες δεν έχει. Η ερώτηση, εθνικότητα κατέχει στην περιορισμένη σου αντίληψη. Αλλά η απάντηση που ζητάει, βρίσκεται έξω από το κουτί. Εκεί που βρίσκονται Αυτοί.


    Ο Βοήθιος βήμα κάνει και από πίσω ο Μάδα. Σκόνη, σύννεφο και ομίχλη σηκώνουν τα βήματα των Κάλι.


    -Είμαι ελεύθερος; Αφού ξέρει το δρόμο που εγώ θα διαλέξω και αυτός τον καθορίζει, πως είμαι; Μία μπουκιά αλάτι τρώει και τρεις σταγόνες μέσα του αφήνει με νερό.


    -Είμαι;


    -Ξέρει, αλλά αυτό δεν αναιρεί την ελεύθερη σου βούληση. Ο Μάδα το στόμα κάνει να ανοίξει. Μία αντίρρηση που έφεξε στο κόσμο να αναδείξει, αλλά η Λευκή και Μαύρη θλίψη…


    Πόνος οξύς, η καρδιά του κραυγάζει και συσπάται. Τα πόδια κόβονται, τα γόνατα λυγίζουν, μία πέρδικα πεθαίνει, ο πελεκάνος καίγεται. Η μέση σπάει, τα Κάλι κι αυτά μαζί του. Χιλιάδες τα μικρά τους ‘κρα, το σκοινί αφήνουν, τη μέση του στηρίζουν. Δάκρυ κοιμίζει τα μικρά του και στης νύχτας τα λιμάνια, μπαρκάρει. Μεταφέρει το άρωμα της, στη θάλασσα του Ξύλου ταξιδεύει, στη λίμνη φτάνει και τα Κάλι τη δίψα τους για τη λευτεριά τους δίνουν.


    -Στάσου και τούτο το μαντζούνι πιες. Το σώμα σου θα γιάνει. Φωνή πέτρας. Στο μάρμαρο αργά τα βήματα ορίζει. Το όνομα του Ιμπν και Σίνα, το φάρμακο γλυκό, τα πετάλια ιδρώνουν, ο πυρετός πέφτει, στο εύκολο οι αλυσίδες ξανά κυλούν, το σώμα του όρθιο ξανά.


    -Ευχαριστώ Ιμπν, νιώθω πως πετάω, λάβδανο το χάδι σου στη ψυχή μου και στο σώμα.


    -Ένα μόνο γιάτρεψα μελαμψέ μου Μάδα. Το σώμα και η ψυχή πλάσματα διαφορετικά, το ένα σε ανώτερη τάξη από το άλλο. Την ίδια στέγη έχουν, αλλά τίποτε άλλο. Ο Μάδα απορεί, τα Κάλι πεινούν.


    -Φαντάσου πως στον Υψηλό αέρα αιωρείσαι, με τα μάτια σου δεμένα. Έτσι να γεννήθηκες και χωρίς ποτέ να αγγίξεις, έτσι να πεθάνεις. Επαφή με το στερεό ποτέ σου να μην έχεις. Θα ήξερες πως σώμα έχεις;


    -Ο Μάδα απελευθερωμένος από τον φόρο και τον πόνο, το άρμα ξανά στραβά, ισιώνει και μαζί και τα χιλιάδες Κάλι.


    -Όχι, αλλά θα ήξερα πως υπάρχω.


    -Γιατί ψυχή κατέχεις.


    -Και ο Λόγος;


    -Η ψυχή είναι η ανέφελη ταράτσα. Από εκεί τους Θεούς θα δεις.


    -Μάτια δεν έχω, πως ακτίνες σε αυτούς θα στάξω; Ο Ιμπν γελά, νότες που χορεύουν σε πάγο από μέλι.


    -Ο φίλος μου, ο Αλχαζέν ισχυρίζεται πως το αντίθετο συμβαίνει, αλλά αυτό αφορά την ύλη, για τους Θεούς με τα μάτια της ψυχής θα δεις.


    Οι ώρες βαδίζουν και πεθαίνουν δίχως κρότο. Οι βράχοι έρχονται, ανεβαίνουν, στέκονται και από πάνω τους, άλλοι ανεβαίνουν. Το Μνημείο ψηλώνει. Βάρος αποκτά και η Μηχανή το φάντασμα της.


    Οι Δία και Βόλος, το έργο δεν επιτρέπουν να στεγνώσει και οι εργάτες διάλειμμα να κάνουν. Με κεραυνούς, βροντές και μαστίγια ανέμους, τους Κάλι και το Μάδα, πέρα από τα όρια τους σπρώχνουν.


    Πάνω στη βούτα, αποκαμωμένη η γλίστρα, βράχος φεύγει, βράχος πέφτει, βράχος βάρους εννέα τόνων, δέκα Κάλι πλακώνει.


    Ήχος από κόκκαλα και ξύλα που προλαβαίνουν να ακουστούν. Οι φωνές πνίγονται πριν στην επιφάνεια βγουν.


    Ο Μάδα θυμώνει, η οργή σπέρνει στο πράσινο χυλό και τη Μανιώ οπλίζει. Στους Θεούς φωνάζει, το δίκιο του να βρει, θυμίαμα στους τάφους των Κάλι να ανάψει.


    Οι Βόλος και Δία, τρεις Μάγους της διπλωματίας στέλνουν.


    Τον Άγιο Άνσελμο, τον Μαϊμωνίδη και το Θωμά τον Ακινάτη.


    Ο πρώτος με φωνή που χαράζει…


    -Τι θες και σε ανώτερο από ό,τι να φανταστείς ποτέ δε θα μπορούσες, ανάστημα, τολμάς, σηκώνεις;


    -Το δίκιο μου ζητώ και των εργατών των Κάλι. Διακοπή, άδεια, ξεκούραση και μία στο λιοπύρι της ζωής μας, πραγματική όαση. Ο δεύτερος με βλέμμα Υψηλό…


    -Οι Θεοί χαρακτηριστικά δεν έχουν και ούτε πρόσωπο. Είναι πιο πάνω από το λάθος, το σωστό και των θνητών το πάθος. Εμπρός στον Κύριο και στην Κυρία, δεν θα μπορούσες να είσαι κάτι περισσότερο από ανεπαρκής, άρα αξία, νόημα και δικαίωμα, δεν έχεις τον Λόγο να ζητάς.


    Ο Μάδα πυρώνει, τα κλαδιά καπνίζουν, το τσεκούρι πιάνει και προς τους Μάγους βήμα θεριό του κάνει. Μαζί του με μία κίνηση συγχρονισμένη και δέκα χιλιάδες Κάλι. Την σύγκρουση μία φωνή ήρεμη, κόρη Λευκή, πατέρας το τρασούφι και μητέρα του η Περσία, σταματάει.


    -Ηρέμησε γιε μου και την ανάσα που ζητάς πάρτε. Μία εβδομάδα καθίστε, τους νεκρούς τιμήστε και στο ποτάμι της ζωής, τις πληγές σας καθαρίστε. Ο Μάδα μαλακώνει.


    -Ναι ‘σαι καλά γέρο και το Ρούμι σου γλυκό. Σε φωνάζουν;


    -Τζελάλ α Ντίν.


    -Πατέρα τι να κάνουμε; Δέκα χιλιάδες φωνές σε ένα λαρύγγι σφηνωμένες.


    -Για τώρα Σιωπή…


    (-Ναι αλλά…


    -σσσς..)

     
    Last edited: 30 Ιανουαρίου 2023