Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο Θάνατος των Θεών

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 15 Οκτωβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Babylon Battle 9th


    Ραψωδία Ω


    “Το Κάστρο” (Μέρα 21η)


    «Ο Θάνατος των Θεών»


    Ήφαιστος.


    Το γαλάζιο του ρανού απόψε το χρώμα του πενθεί. Φωτογραφίες του μοιράζει, ψάχνει να το βρει.


    Όπου το μπλε κοσμεί ατόφιο, σύννεφο το κλέβει και σε πουλί φτερά το δίνει.


    Απόψε το στερέωμα δακρύζει. Τα φτερωτά παιδιά του νεκρά σημαδεύουν την γη από κάτω. Νεκρά του γαλανού παιδιά καρφώνονται στο βούρκο γύρω από το Πόθο.


    Λάσπη μαύρη σηκώνεται και για λίγο μόνο στέκεται στο αέρα. Αμέσως μετά το σώμα του Πόθου τραυματίζουν.


    Ο Πόθος ακίνητος το πεπρωμένο του αντικρίζει. Βρώμικος, πληγωμένος, μόνος, στο κέντρο του κύκλου. Γύρω του Θεοί. Το έναν μετά τον άλλον στα μάτια τους κοιτάει. Ο κύκλος ανοίγει και οι Θεοί από κοντά του φεύγουν. Εκτός από έναν όλοι.


    Καμπούρης, γέρος, με τις σάρκες του καμένες. Το ένα πόδι του λειψό. Φόρμα από μέταλλο υγρό πάνω του ραμμένη. Στο ένα χέρι το σφυρί και στο άλλο…


    Η γροθιά σφιγμένη και μέσα της…


    -Ο πρώτος είσαι ή ο τελευταίος, της φωτιάς φύλακα μικρέ; Ο Πόθος με λάσπη τα λόγια του γεμίζει. Ο γέρος, της φωτιάς ο άρχοντας, το στόμα ανοίγει και γελά. Σπίθες τα δόντια τα χρυσά που μεταξύ τους κροταλίζουν.


    -Τι θα μπορούσε ένας πόθος άμοιρος φτωχός από τον Ήφαιστο να στερήσει; Το χέρι κατεβάζει και με δύναμη ψηλά σηκώνει. Το σφυρί του φεύγει και στο ψηλά δραπέτης. Η βαρύτητα τα χέρια της απλώνει να το πιάσει, αλλά αυτό ξεφεύγει.




    Η σφαίρα του στρατού, τα πλοκάμια της απλώνει. Δεκάδες τις βεντούζες τους στο κενό του χώρου στεριώνουν. Τοξικά, μαύρα, παγωμένα. Για τη ύλη πεινούν, για το πνεύμα αδιάφορα. Το σφυρί δίχως βήμα να κιοτεύει πάνω τους πέφτει και τα ισοπεδώνει. Σύννεφά δίχως αύρα και πηχτά, πλοκάμια ξερνούν στη γη.


    Το σφυρί διαπερνά τη αντίσταση και τον ήλιο σημαδεύει. Γεμάτος φωτιά και εκρήξεις, οι κόρες του ανήθικες. Φουσκώνει τα νεύρα του, μύρια τα χιλιόμετρα και η σάρκα του ρευστή.


    Το μικρό σφυρί τηρά και περιμένει. Τούτο το βήμα δεν λησμονεί και συνεχίζει. Η ταχύτητα γυναίκα που δυναμώνει και τον φτάνει. Ένα σημείο το άπειρο συναντά και αυτό με τη σειρά το καταπίνει.


    Ήλιος λαμπρός που στο τίποτε τη θωριά του δεν αλλάζει. Το σφυρί βουτάει στης φωτιάς, την απύθμενη του θάλασσα. Για λίγο τίποτε, για πάντα τίποτε.


    Ο Ήλιος στο τώρα του χαμού γελά. Για λίγο όμως. Κηλίδα μικρή, ελιά του σκοτεινού που πάνω του φυτρώνει. Μαύρου η τρύπα που γεννά, την παρουσία του δηλώνει. Ο Ήλιος ταράζεται.


    Τρέμει, βογκά, ίσως ανατριχιάζει. Και τότε το μαύρο θεριεύει και τον Ήλιο αρρωσταίνει. Φέγγει αυτός φωτιά και φως, μαύρη αυτή, τρύπα που στο επί το φάνει καταπίνει.


    Το ένα έβδομο τώρα μαύρο. Ο Ήλιος παλεύει. Το μαύρο καταπίνει και πίνει τη φωτιά υγρή στη απύθμενη φωλιά του.


    Από τα τρία τώρα το ένα μαύρο. Ο ήλιος αντιστέκεται αλλά δείχνει να λυγίζει. Του δευτέρου το ένα τώρα φως και το υπόλοιπο σκοτάδι. Μία μάχη τελευταία και η μελωδία στις φλόγες τραγουδά. Τα μαύρο στέκεται και ακούει. Αλλά, μόνο λίγο μόνο και ξανά στο ξανά πάλι, ζω γραφίζει. Η μάχη πια χαμένη είναι. Το μαύρο κυριαρχεί και τον ήλιο κουκουλώνει.


    Χρόνος, λόγος του τέλους ακόμα και οι λέξεις του, αυτό μυρίζουν. Τα μαύρο το φως ρουφά και τώρα η νύχτα τα νύχια της, στη γη βυθίζει.


    Ο ήλιος πέθανε. Το Σφυρί αυτή τη μάχη κέρδισε. Πέφτει, νικητής και μόνος ζωντανός στον πόλεμο αυτό. Ο έαρ χώρο του κάνει να περάσει και αυτό με έπαρση τον Πόθο σημαδεύει.


    Η ταχύτητα μεγάλη, πίσω του οι φλόγες που πλάθουν του μικρού αστέρια. Ο Πόθος το χέρι του σηκώνει. Τη λάμψη να κρύψει που τυφλώνει;


    Το Σφυρί θαρρεύει και στο Πόθο μέτρα δέκα από ψηλά του φτάνει και ξεσπά. Ότι το μαύρο από τον ήλιο είχε καταπιεί στον Πόθο το κερνάει.


    Και το φως το χώρο πάνω από το Πόθο γεμίζει. Του τρόμου, η της φωτιάς στολή του δράκου, νήματα οι φλόγες, τα κοράκια που στον Πόθο επιτίθενται…


    Εφτά. Ο Πόθος ανάσα του καμιά.


    Έντεκα. Οι μυς του, γάτες του αγρίου, καλά πειθαρχημένες.


    Τρία και ακόμη δέκα. Οι τρίχες του, ανέμελα νεμίζουν.


    Επτά και δέκα. Τα μάτια του ανεπαίσθητα ανοίγουν.


    Πέντε και εννιά και Κόμη πέντε. Οι κόρες βγαίνουν από τις θύρες των ματιών, νωχελικά τεντώνονται και ετοιμάζονται.


    Είκοσι και τρία. Μαύρες, γυμνές, σώματα που στο φως των κορακιών γυαλίζουν, ιδρωμένες.


    Δέκα, εννιά και κόμα δέκα. Στα χέρια τους φτερούγες ο Πόθος ζω γραφίζει.


    Τριάντα και ένα. Στα πόδια τους, τα νύχια με ξυράφια, τα στολίζει.


    Εφτά και δύο του δεκαπέντε, τα κοράκια στέκονται και δίσκο κυκλικό, γύρω από τις κόρες στήνουν. Ο κύκλος τετράγωνο αν ήταν, πλευρά θα είχε 1,772 και κάτι ψηλά του χίλιου μέτρα. Παγώνουν.


    Οι κόρες μόνες. Αβοήθητες;


    Χαρογελούν. Για το δικό τους;


    Κι αρχίζουν να χορεύουν. Στην αρχή αργά, κινήσεις του μικρού, αρμονικά δεμένες. Το Αργό γερνά, φθείρεται, πεθαίνει.


    Τα κοράκια το στόμα ανοίγουν και χωνεμένο ήλιο εκτοξεύουν. Ακτίνες, θερμότητα του απείρου, στις κόρες Πόθου σημαδεύουν. Της νύχτας ο καμβάς, από ακτίνες του θανάτου πλω μυρίζει. Οι κόρες τα κορμιά τους λυγίζουν και τις ακτίνες αντιμέτωπες τη μία με την άλλη φέρνουν.


    Τα κοράκια σαν σε καθρέπτη το ένα το άλλο αντικρίζει. Τυφλώνονται, τα μάτια τους λιώνουν και βροχή από φωτιά τη γη ποτίζει.


    Οι κόρες του Πόθου ακριβές, στα κοράκια φτάνουν και ανέ μασα τους με χάρη τρυγούνε και γυρίζουν. Τα πόδια τους, μαχαίρια με ξυράφια, το δέρμα από κοράκι ανοίγουν. Σκάβουν, σκίζουν, το τέλμα τους οι καρδιές των κορακιών.


    Τα κοράκια νεκρά, το σώμα τους καίγεται από της φωτιάς τον ήλιο, στα σπλάχνα που είχαν φυλακίσει.


    Οι καρδιές τους πέφτουν. Ζωντανές. Με καρπό γεμάτες. Στο έδαφος φτάνουν και στο χώμα το υγρό βυθίζονται.


    Για λίγο τίποτε. Και μετ ά να τινάζονται. Η λάσπη σηκώνεται ψηλά και φεύγει. Και από κάτω, μουλιασμένα.


    Μικρά.


    Άτριχα.


    Μωρά.


    Του ανθρώπου βρέφη.


    Και εγένετο ο άνθρωπος…


    (-Και μετά, μετά τι έγινε Θεέ, Κύριε και δημιουργέ μου;


    -Μετά τον άνθρωπο, έπλασα τη γυναίκα…


    -Σώπασε τώρα και σταμάτα να γκρινιά ζεις..

    -Ακολουθεί η συν έχει Α.)


    γυνή μοι έννεπε,μούσα,πολύτροπον,ός μάλα πολλά
    πλάγχθη, επεί Τροίης ιερόν πτολίεθρον έπερσεν·
    πολλών δ' ανθρώπων ίδεν άστεα καί νόον έγνω,
    πολλά δ᾽ ό γ᾽ έν πόντω πάθεν άλγεα όν κατά θυμόν,

    αρνύμενος ήν τε ψυχήν καί νόστον εταίρων.

    Tell me, Muse, of that man, so ready at need,
    who wandered far and wide, after he had sacked
    the sacred citadel of Troy, and many were the men
    whose towns he saw and whose mind he learnt, yea,
    and many the woes he suffered in his heart upon the deep,
    striving to win his own life and the return of his company.




     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Video Battle 9th


    “Το Κάστρο” (h mera 22)


    «Ο Θάνατος των Θεών»


    Ήφαιστος.


    Ο κόσμος μία σκηνή είναι, με αναρίθμητους καθρέπτες. Σε κάθε του καθρέπτη μέσα, το έργο ίδιο. Τα πλάσματα που το γεμίζουν διαφορετικά.




    2718 2818 2845 90452353 6028 747 135266249 7757 2470936999 διαφορετικές αντανακλάσεις της ίδιας κωμωδίας.


    Στο ένα άνθρωποι.


    Σε άλλο τα κυρίαρχα πτηνά.


    Σε άλλο ψάρια με φτερά.


    Στο απέναντι λουλούδια με πλοκάμια.


    Στο δεξιά φούσκες με καρδιά.


    Στο έκτο σκυλιά με αυτιά στα χέρια.


    Στο έβδομο δέντρα με πτερύγια. Φύλλα με δόντια.


    Πέτρες που σέρνονται και τετράποδα μηχανικά σκουλήκια κατασκευάζουν για παιχνίδια, στο όγδοο.


    Ένατο οι ζωντανές, οι λίμνες. Με τη θερμότητα εξατμίζονται και σα σύννεφα πετούν. Αναπαράγονται και βροχή το σπέρμα που στο έδαφος φουσκώνει. Στις Λακούβες η φωλιά τους για τις λίμνες βρέφη.


    Στο δέκατο πλάσματα του ρεύματος. Ηλεκτρόνια αποτελούν τη σάρκα τους. Σε σπίθες τα δεκάδες φωτεινά μωρά τους.


    Στο ενδέκατο τα χρωματιστά μέταλλα που μιλούν, ξύλινα σπίτια χτίζουν και τρέφονται με χρώμα.


    Οι καθρέπτες όλοι τον Πόθο δείχνουν, αντιμέτωπο με τον της φωτιάς θεό. Πλάσματα από κάθε είδος γεννιούνται από τα χέρια του και αδύναμα, μικρά και παγωμένα σέρνονται κοντά του.


    Τα πόδια του αγκαλιάζουν, τυφλά, τρομαγμένα στης νύχτας το άκατο πηγάδι. Τέσσερα στην αρχή, εννιά μετά, 4 δεκάδες στη συνέχεια, μία ακολουθία από πλάσματα που στον Πόθο γονατίζουν και προσεύχονται. Διψούν, πεινούν, κρυώνουν, θαλπωρή ζητούν και το δικό του φως.


    Ο Πόθος δυναμώνει και τα χέρια του σηκώνει. Στον αέρα κοφτά χτυπήματα δονήσεις φέρνουν. Μία με τη μία τις πλέκει μεταξύ τους και ήχος ακούγεται. Θηλυκός του έρμα Αφροδίτη και δίχως καβαλάρη δεύτερο γεννάει.


    Ήχος με ήχο, στίχος δίχως λέξεις, κύματα που ανεβαίνουν προς τα πάνω και μετά στα κάτο, στο κενό της νύχτας νήματα με άκρες, οι ελεύθερες μητέρες.


    Τα νήματα χορεύουν και τα πλάσματα σε όλους των καθ Ρ εφτών κόσμους σαγηνεύουν. Η ζωή ακολουθεί τα νήματα του Πόθου. Το καθένα από αυτά σε πλάσμα ένα καταλήγει και ενώνεται μαζί του. Τα πλάσματα τις πύλες της τροφού ανοίγουν και τρέφονται από του Πόθου νέκταρ.


    Δυναμώνουν, θαρρεύουν και το χορό ακολουθούν. Δισεκατομμύρια πλάσματα σε κόσμους με πλήθος να πίνει στου απείρου. Πλάσματα της νύχτας, του πάγου, τη φωτιά δεν μοιάζει να την χρειάζονται.


    Του Ηφαίστου η θωριά, τρέμω παίζει και δείχνει να λυγά. Γονατίζει, βήχει φλόγες φτύνει, βήχει, λάβα πίσσα που ψυχορραγεί. Το της πέτρα αθάνατο λαδάκι του πιάνει να τελειώνει.


    Τα παιδιά του Πόθου, τον κυκλώνουν και στης έκστασης τον τρελό χορό την γη οργώνουν.


    Λίγο πριν το τέλος, όμως ο Ήφαιστος της απελπισίας την κείνη ci κάνει. Τη χούφτα την κλειστή ανοίγει και στο χέρι του αυγό. Τα πλάσματα τυφλά, το σημείο αυτό αγνο ούν. Χορό πηδάνε, φωνάζουν, παίζουν και γελούν.


    Ο Ήφαιστος το αυγό αφήνει να πέσει. Αργά αυτό πλέει στο κενό που από το έδαφος χωρίζει.


    Τα παιδιά τραγουδούν. Το έδαφος το αυγό νταμ ώνει. Τα παιδιά χαραγελούν.


    Το αυγό ραγίζει. Τα παιδιά το ένα το άλλο γκαλιάζει. Το αυγό ανοίγει.


    Και από μέσα ξεχύνεται το Φως.


    Δέντρο από φωτιά, στην αρχή παιδί μικρό, ύψος άντε μέτρα δέκα. Τα παιδιά παγώνουν, στη κάψα που τα δαγκώνει πετρώνουν.


    Τα μέτρα με το χίλια ερωτεύονται, φουσκώνουν, μεγαλώνουν και της νυξ, την νυχτικιά βαφτίζουν. Το χίλια με το μαύρο της μοναχικής ύλης , τρέφονται και όσοι οι κόκκοι της άμμου τόσα τα σημεία που εκρήγνυνται. Το φως, η φωτιά και η χημεία τρίο μαγικό και ένας Ήλιος μεγάλος και λαμπρός τη θέση του ξανά ποκτά.


    Τα πλάσματα του Πόθου στη φωτιά τη σάρκα χάνουν και το πρόσωπο τους κερί που λειώνει. Το κερί χάνει τη πρώτη σάρκα, η φωτιά του δέρματος το βούρκο ανακατεύει και στον αφρό φυτρώνουν μάτια.


    Τα πλάσματα τώρα βλέπουν. Τα πλάσματα τώρα ζεσταίνονται. Τα πλάσματα τώρα λατρεύουν τον ήλιο και στης πυράς τον θεό, τους ναούς γεμίζουν…


    Με κεριά τον χώρο ρωμα τίζουν. Με κάρβουνα το κρέας νοστιμεύουν. Με φούρνους τούβλα πλάθουν.


    Ο Ήφαιστος θεός με Θ μεγάλο και τρανό από τη λατρεία πίνει και παλάτια φτιάχνει, μνημεία και αγάλματα θηριώδης.


    Τα πλάσματα πληθαίνουν, τη φωτιά τιθασεύουν και σε μικρά κουτάκια παγιδεύουν. Στα χόρτα βάζουν φωτιά, στο καπνό τους μεθούν, τυφλώνουν και του Πόθου τα πνεύματα διώχνουν μακριά.


    Τα υλικά του στερεού, σκληρού γενιά, σε υγρά μετατρέπουν και σε καλούπια βάζουν. Κουτάλια, πιρούνια και μαχαίρια. Τα σπίτια τους γερά, στο σεισμό θηρία που δεν λουφάζουν.


    Το σπίτι, με το σπίτι του γείτονα παντρεύεται και παιδιά με πόδια κάνει. Η γειτονιά, χωριό. Κώμη αποκτά και σε κωμόπολη τώρα σβήνει τις φλόγες από τα κεριά των γενεθλίων. Ο Ήφαιστος Άρχοντας σωστός, σε θρόνο από χρυσό θρονιάζει. Τους πιστούς μαζεύει και με βλέμμα βλοσυρό και φωνή τραχιά, βαθιά, κόρα τραγανή τους ξεσηκώνει.


    “Οι πιστοί με τη φωτιά το μέταλλο δουλεύουν, τσεκούρια, σπαθιά και βέλη η σοδειά” τους. Κριούς της πολιορκίας, ίππους του Δουρή, ταύρους κι ελέφαντες μηχανικούς, τους στάβλους τους γεμίζουν. Και όταν έτοιμοι πια είναι, στρατηγός ο Ήφαιστος.


    Τα πλήθη οδηγεί και στον Πόθο φτάνουν. Στο περί κυκλώνουν και τα σπαθιά σηκώνουν. Ο Ήφαιστος κράνος φορά και το λάβαρο σηκώνει. Η σιγή το πιο μεγάλο τέρας που τα δόντια από μέταλλο στα αυτιά των πιστών βυθίζει.


    Ο Ήφαιστος στο θάνο Πόθου σπονδές με φλόγες κάνει και από τη μέθη της νίκης που γυμνή στα πόδια του ξαπλώνει, χαρογελά. Το χέρι κατεβάζει…


    ΕΠΙΘΕΣΗ !!!


    (Μετά νέχεια έχει; Ρωτάει το ερεθισμένο Λάβαρο τον Άξιο τον Άνδρα. Το Ήλιο Τ ον ρανό.


    Έχει και μετά και τώρα σκύψε βλογημένο…)

     
    Last edited: 15 Οκτωβρίου 2022
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the flight Bottle 9th


    “Το Κάστρο” (23)


    «Ο Θάνατος των Θεών»


    Ήφαιστος.


    Τα πιόνια επιτίθενται. Αχνός ο δρόμος που σαρώνουν. Μανία η μάνα των ματιών τους.


    Ο Πόθος στο περί μένει.


    Στα πολλά τα πιόνια νεκρούς στη τροχιά τους επιτρέπουν. Πύργοι, τρελοί και βασιλιάδες, ιππείς και του βαμμένου βασίλισσες του σκούρου, στη λάσπη τη σάρκα τους προσφέρουν. Για τον της φωτιάς θεό τους.


    Ο Πόθος στο υπό μένει.


    Οι πιο τρανοί τους συντρόφους προδίδουν, οι πρώτοι στον Πόθο για να φτάσουν.


    Ο Πόθος στης λάσπη το νερό με το νερό το σώμα του ξε πλένει.


    Έντεκα στο κέντρο φτάνουν και σηκώνουν τα σπαθιά τους.


    Ο Πόθος ανάσα τη βαθιά στα λασπωμένα του πνευμόνια φυλακίζει.


    Οι έντεκα την κόψη των σπαθιών στο σώμα του βυθίζουν.


    Ο Πόθος την ανάσα του αφήνει. Με του εκ πνοή τα τρανά ποτίζει.


    Η στιγμή κυρίαρχη στου χρόνου τη κορυφή ανεβαίνει.


    Η πνοή του Πόθου άρωμα, τα τρανά γεμίζει. Τα χέρια τους αφήνουν, τα μάτια τους ανοίγουν, τα ρουθούνια ορθάνοιχτα στη βασίλισσα στιγμή.


    Του Πόθου το άρωμα με κινήσεις του αργού και μόνου, μέσα τους εισχωρεί και τους μιλάει…


    -Γιατί πιόνια για πάντα να θέλετε να είστε;


    Οι τρανοί κοιτούν στη λάσπη τη σκιά τους. Πιόνια;


    -Ενός και μόνο Θεού, χιλιάδες άτομα για ένα;


    Οι τρανοί στο πίσω τους της οπτικής αντίληψης το στόχο στρέφουν. Ο Ήφαιστος, ο θεός, υποκείμενο που μέχρι πριν στο προ σκυνούσαν.


    -Γιατί στο ένα το άπειρο του πλήθους να γονατίζει;


    Οι τρανοί στο εμπρός στρέφονται ξανά.


    -Γιατί ένας ο Θεός και όχι άπειροι;


    Τα σπαθιά τους σφίγγουν και στη καρδιά τους νιώθουν. Θέλουν, ποθούν, ζητούν, θεοί να γίνουν;


    -Γιατί τη φωτιά σα ζητιάνοι από τον ένα να ζητάτε όταν ο καθένας από σας κτήμα του μπορεί να έχει;


    Στις παλάμες των τρανών, του πριν τα πιόνια, ανθίζει η φλόγα.


    -Γιατί η φωτιά του ενός, Ίππος τα πιόνια καβαλάει;


    Η φλόγα μεγαλώνει και στο κάθε πιόνι στρέφεται και λέει…


    -Μη και πα, Πα και μη τέρα;


    -Η φωτιά δική σας, τον κόσμο κατακτήστε!!!


    Τα πιόνια σκύβουν και στη λάσπη σκάβουν. Φωλιά για το πλάσμα του Πυρός.


    Με ευ φλεκτη τροφή τη ταΐζουν, τη φροντίζουν, την κοιμίζουν, στην αγκαλιά τους με αγάπη νανουρίζουν.


    Η Φωτιά δυναμώνει, θεριεύει, μαθαίνει να μιλά. Τα μυστικά της, χαρίζει με χαμόγελο και δίχως έρμα.


    Του πριν τα πιόνια και του θέλω αύριο θεός να γίνω, ακούνε τα τραγούδια της, ερωτεύονται τις ιστορίες της, ποθούν τη δύναμη της.


    Τα σπαθιά, όπλα γίνονται με κόρες σφαίρες του τρόμου αρκτικές.


    Τα φτωχά υποπόδια, σπίτια με ρόδες, έλικες, πλάνα του αέρος, του στερεού και των υγρών.


    Οι σφαίρες μεγαλώνουν και από μωρά, χοντρά αγόρια και κορίτσια τώρα, τον ήλιο φοβερίζουν.


    Στην καρδιά του ατόμου μπαίνουν και την καρδιά της φωτιάς τιθασεύουν. Της φωτιάς λουλούδια του πυρήνα τα μανιτάρια που πλάθουν, με τα καμένα άκρα οι τρανοί.


    Τον κόσμο με τον τρόμο κρατούν, αλλά δεν αρκούνται με αυτό. Πιο βαθιά στο πυρήνα ψάχνουν και τα σημεία τα σπασμένα βρίσκουν. Με προσοχή απομονώνουν και το δικού τους πυρήνα βρίσκουν.


    Αλλά δεν φτάνει αυτό. Δεκάδες από τους τρανούς πεθαίνουν, σκάβοντας βαθιά στο δρόμο για τη λύτρωση. Μέσα στο πυρήνα του πυρήνα, τα σημεία βρίσκουν και καταφέρνουν να διαβάσουν.


    Την γνώση με βία απορροφούν. Η γνώση ζωντανός ιός μέσα τους γράφει και διδάσκει.


    Τον τρόπο τους δείχνει και στην ύλη τώρα μπορούν να γράψουν.


    Στα έσχατα σημεία την ψυχή τους μεταφέρουν. Χρόνια, αιώνες, οι στιγμές ποτάμια που κυλούν και όταν έτοιμοι πια είναι…


    …το σπίρτο ανάβουν. Στη φωτιά τώρα το είναι τους.


    Δεν χρειάζονται σάρκα, κόκκαλα, ύλη, τίποτε φθαρτό, φτηνό, φτωχό. Στην καθαρή ενέργεια αποθηκεύουν το είναι και τη ψυχή τους.


    Τρανοί του πριν, θεοί της φωτιάς;


    Όχι. Είναι οι ίδιοι οι Φωτιά. Η έλλογη φωτιά. Με πόθο τον κόσμο δικό τους να κάνουν.


    Στην αρχή καταπίνουν, ξύλα, μέταλλα, χώμα πέτρες.


    Τη θάλασσα, τις λίμνες, τα βουνά.


    Τον πλανήτη.


    Το σύστημα του Ήλιου.


    Τον Ήλιο.


    Τους Ήλιους.


    Τον Γαλαξία.


    Τους Γαλαξίες.


    Τις τρύπες του Μαύρου.


    Το σύμπαν.


    Τον Ήφαιστο στο προς περνούν.


    Ο Ήφαιστος, γερνά.


    Η φωτιά δική του πια δεν είναι.


    Ψυχή πάντα είχε και ζωντανή ταν.


    Τώρα όμως βούληση απέχτησε και το θεό της εγκατέλειψε.


    Ο Ήφαιστος κούκλα που αδειάζει.


    Πέφτει.


    Συνθλίβεται.



    Πέφτει και μικραίνει.


    Μικρός, μικρός και ακόμα πιο μικρός.


    Λουλούδι που μαραίνεται.


    Έννοια που ξεφτίζει.


    Κάτι που στο μηδέν τείνει.


    Μηδέν.


    Ο Ήφαιστος νεκρός.


    (Και μετά τι έγινε μετά η τιμή την βεν Ζήνα της ρωτά;


    Έχει και άλλο, ο μύθος τούτος αργό το μότο του μυρίζει. Και τώρα σώπασε και κοίτα ψηλά. Εκεί ψηλά θέλω να νέβεις…)



     
    Last edited: 16 Οκτωβρίου 2022
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Mother’s Dream Beetle 9th


    “Το Κάστρο” (Η μέρα 24th)


    «Ο Θάνατος των Θεών»


    H Εστία


    Το Η το σύμπαν του κοιτά.


    Μέχρι πριν από τ ώρα, η ζωντανή φωτιά παντού. Λαμπερή, πόθος του εγώ, έγραψε, δημιούργησε, κατέκτησε, τράφηκε με όποια ύλη το σύμπαν στα κρυφά για το μετά κρατούσε.


    Έφαγε τα πάντα. Η ύλη σε νέργεια όλη στο μετά φέρθηκε. Και όταν το σύμπαν άδειο από το χώμα και τη σάρκα του είμαι μεινε, η φωτιά πείνασε, λιμοκτόνησε και πέθανε.


    Τώρα το σύμπαν του Η, άδειο μπαλkόνι. Ανάσα από τα βαθιά του παίρνει και ξαναχτίζει από την αρχή. Δύο του πρώτου τα παιδιά. Ο χρόνος και ο χώρος.


    Με φροντίδα του γονιού τα στεριώνει και ο κόσμος στο ξανά γυρίζει. Το καρουζέλ, με πλάσματα που χορεύουν, μεγαλώνουν, θεριεύουν και η ζωή στο πάρκ της Λούνας παιδιγελά.


    Το Η στορία γράφει και η χωρογραφία στο σημείο του μηδέν ξανά.


    Ο Πόθος στους θεούς απέναντι. Όμως αυτοί έντεκα τώρα. Ο Πόθος στις λάσπες τις στάχτες του Η φαίστου αποθέτει και το κορμί του ορθώνει.


    Εμπρός του χαμογέλου η μορφιά. Της θαλπωρής η μάνα. Της σκέπης, ο τόνος ο σωστός.


    Της χαμογελά τρυφερά.


    -Καλώς ήρθες Εστία. Το χαμόγελο του Μέλισσα της ακριβής, παίζει, τούμπες κάνει, στο φως με χρώμα γράφει το παρόν της. Στην Εστία φτάνει. Το χέρι της απλώνει και η Μέλισσα κουρασμένη στην παλάμη της φωλιάζει. Με ρυθμού του αργού, τραγούδι τη ζεστή φωλιά στο πρόσωπο της πλησιάζει.


    Η Μέλισσα ευτυχεί. Με του τρυφερού το βήμα, την ανάσα η Εστία στη Μέλισσα προσφέρει. Μόρια υγρά, μυρίζουν γιασεμί, νυχτολούδια, κλίμα του αγίου, κρίνους της παρθένου. Στη Μέλισσα σιμώνουν και γύρω της βαδίζουν.


    Η Μέλισσα ασφαλής. Το μόρια του ανέμου και σπλάχνα της Εστίας, στεριά και μικρό σπιτάκι στη Μελισσούλα πλάθουν.


    Η Μέλισσα τα ρούχα της μαμάς φορά και το χτίζει. Κήπο, μικρό, γεμάτο φρούτα, δέντρα και λαχανικά. To δέρμα της, ξεριζώνει και σε νερό βουτά. Χρώμα το νερό λευκό.


    Με τα χέρια της, τους τοίχους του σπιτιού, της στραπής λευκούς τους βάφει.


    Το δέρμα δίχως το άσπρο που λερώνει, του κόκκινου κουμπί. Στον ήλιο το στεγνώνει και με νερό γεννά τη λάσπη. Κεραμίδια για των παιδιών της σπίτι.


    Στο φούρνο τούβλα μαγειρεύει και με αυτά τζάκι για να ζεστάνει τη φωλιά της.


    Το τσεκούρι παίρνει και τα πόδια της όμορφα τελειώνει. Κούνια, κρεβατάκια, ένα μικρό γραφείο.


    Τα φωτεινά της ματιά με προσοχή από τη θέση τους αφαιρεί. Λάμπες που φωτίζουν το σπιτάκι.


    Τα αυτιά της , κουζίνας πιάτα. Τα μαλλιά της, κλωστές και νήμα. Ρούχα, σκεπάσματα, κουβέρτες.


    Από την κλείδα της μαχαίρι. Την κοιλιά της ανοίγει και τα μωρά στο σπίτι φέρνει.


    Με τα χέρια της γλυκά του νάνου ρίζει.


    Νέκταρ τα υγρά της, ξεδιψούν.


    Μεγαλώνουν και στα πόδια τους δειλά πατούν. Τα σπλάχνα της στο φούρνο με μέλι και ανθούς. Να φάνε, να μεγαλώσουν.


    Παιδιά που χοροπηδούν, στον κήπο, στη κουζίνα, στο τζάκι, στα κερά μίδια πάνω.


    Έφηβοι πια, έντομοι να φύγουν. Τα τελειώματα της σάρκας της, παπούτσια, ρούχα και εφόδια για τον δρόμο το δικό τους.


    -Και αν πεινάσουμε μητέρα; Την καρδιά της με μαχαίρι ψιλοκόμα τι μα γειρεύει και σε μπολάκια με αγάπη βάζει. Τα παιδιά της φεύγουν, πάνε μακριά.


    Και από αυτή;


    Η ψυχή της, δίχως ύλη στο σπιτάκι μένει. Αν ποτέ γυρίσουν νατα αγκαλιάσει τρυφερά…


    (Και μετά συνέχεια έχει, του κεριού τα μύδια το κέλυφος ρωτούν, ξανά…


    Έχει μικρά μου και τώρα σωπάστε και τα δάκρυα απλώστε στου μαργαρισταριού το σώμα…)


     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Feed the dog with Cross and circle Battle 9th


    “Το Κάστρο”


    Η Μέρα 25


    «Ο Θάνατος των Θεών»


    Η Εστία


    -Και αν πεινάσουμε μητέρα; Την καρδιά της σε κομΜάτια μαγειρεύει και σε βαζάκια με αγάπη και λεμόνι κρύβει. Τα παιδιά της φεύγουν, πάνε μακριά.


    Κι αυτή;


    Η ψυχή της, δίχως ύλη στο σπιτάκι μένει. Αν ποτέ γυρίσουν Νάτα γκαλιάσει τρυφερά…


    Ο Πόθος κλαίει. Λυγίζει και στο χώμα το ξερώ τα γόνατα φυτεύει.


    Τα δάκρυα του βροχή το μαχώ ποτ ίζει. Τα γόνατα ανοίγουν και η σάρκα του τροφή για τους καρπούς. Τα δάκρυα στο σώμα του Πόθου γλιστρούν. Οι σταγόνες με τον Άρωμα ψυχή ποκτούν. Με του Πόθου άλας, το κρέας. Με του Πόθου τις πληγές σώμα.


    Στα χαρακώματα των νευρικών ρωγμών οι αδύναμες πεθαίνουν. Κάποιες με πείσμα πληγωμένες σκαρφαλώνουν και στην επιφάνεια ἐξανά. Τώρα σαλιγκάρια με στάσου ρυθμό και ρο.


    Ο χρόνος τα λεπτά του βγάζει και με τη χακί στολή τα ντύνει. Στη σειρά στέκονται και τα δεύτερα με τα δόντια τα γυμνά, στους μηρούς του Πόθου τη θέληση καρφώνουν.


    Τα δάκρυα τα πρώτα του μπροστάρη η γενιά του Περήφανου στα πρώτα λεπτά σιμώνουν.


    Ο χρόνος τους δείκτες ορθώνει και το σύνθημα καμπάνα.


    Τα λεπτά βομβαρδίζουν, με του αβέβαιου πυρήνα τα πιο παχιά πυρά. Οι μπροστάρηδες στο τέλμα τους στεγνά. Δίχως αίμα, άμα, μα και «Ι».


    Ούτε να ζωντανό την ιστορία να πληρώσει.


    Από πίσω κολουθούν τα μέσα. Δάκρυα του ίσως και μπορεί και θέλω και ορμώ.


    Του χρόνου τα δεύτερα λεπτά, με τα δόντια από τη σάρκα του Πόθου κρεμ βαστούν. Τις ρίζες αποκαλύπτουν, της βαρύτητας σπαθιά. Τα μέσα πέφτουν πάνω και τις στιγμές του χρόνου προσπαθούν α σπάσουν.


    Μα της βαρύτητας τα τρομερά σπαθιά, τα δάκρυα του Πόθου, σε πιάτα δίχως κεφάλια σερβίρουν.


    Ψημένα, της καρά μέλας έντομα που παγιδεύτηκαν για πάντα στις στιγμές. Ζωντανό κανένα, στην ιστορία το νομα του να γράψει με γράμματα χρυσά.


    Στο τέλος του αδύναμου τα δάκρυα, της Λειψίας τα παιδιά. Βήματα παράλογα, δίχως ειρμό, δίχως λόγο, με το γέλιο του τρελού στα κουφάρια των νεκρών συντρόφων μπαίνουν.


    Δάκρυα νεκρά, τα ρούχα που φορούν. Ψυχή τρελή, που δεν φοβάται και στο θάνατο γελά.


    Του χρόνου οι πύργοι, οι ιππείς, αξιωματικοί και βασιλιάδες, από των νεκρών τη βαριά οσμή, ξεγελιούνται και τα φήνουν να περάσουν.


    Του Πόθου του αλόγου τα δύναμα τα δάκρυα στο χώμα τερματίζουν. Το ποτίζουν και με τη σάρκα του Κυρίου, τους παράδοξους καρπούς γεμίζουν.


    Οι καρποί λέπια βάζουν και στο βυθό της γης κολυμπάνε, στα νερά που του ήλιου το Αλτ τις ει δεν πιάνει.


    Σε όλη τη γη απλώνονται και στου συμμέτρου το σχέδιο, στεριώνουν.


    Ο Πόθος τα μάτια κλείνει. Τα βλέφαρα του στόρια, φτάνουν στο «Ω» και χτυπούν με θόρυβο. Το σύνθημα!


    Οι καρποί από το έδαφος από κάτω συρρικνώνονται. Η μάζα καταρρέει και σε τρύπες μαύρες σημεία του Ο. Και μετά νατη ναζονται…


    3 1 4 1 5 9 2 6 5 3 5 8 9 7 9 3 2 3 8 4 6 2 6 4 3 3 8 3 2 7 9 5 0 2 8 8 4 1 9 7 1 6 9 3 9 9 3 7 5 1 0 5 8 2 0 9 7 4 9 4 4 5 9 2 3 0 7 8 1 6 4 0 6 2 8 μικρές του μαύρου τρύπες τη γη με φαρμάκι την ποτίζουν…


    (-Μετά, τι έγινε meta; Το e το π ρωτά.


    -θα σe πω, αλλά Πρώτα από τη μάζα μου αφαιρέσου και άσε την Αλήθεια την Μεγάλη, γυμνή να λάμπσe…


    -Μα δεν κάνει οι άνθρωποι τούτο το μυστικό να μάθουν. Είναι ανώριμοι.


    -Αν θέλαν να το μάθουν, χρόνια τώρα θα το ξέραν. Για αυτό σώπασε τώρα και μη φοβάσαι. Το παραμύθι τη δύναμη της λήθειας καλά κατέχει…)

     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ημέρα 26


    Message in the Creation Bottle 9th


    “Το Κάστρο”


    «Ο Θάνατος των Θεών»


    Η Εστία


    Το φάρμακο στη γη ποτάμι. Στην ύλη τη ψυχή δωρίζει. Μικροί βλαστοί, τυφλοί από τη βαρύτητα ξεφεύγουν. Στο χώμα δρόμο ανοίγουν προς την έξοδο.


    Στο φως μικρά κεφάλια βλασταίνουν και τώρα βλέπουν. Ιστό ανοίγουν και πλέκουν της παγίδας το μικρό πετράδι. Η πέτρα τρέφεται από τον ήλιο και αργά στο χρόνο ργώνει.


    Ο ήλιος τα νταμώνει και με νέργεια γεμίζει. Ωριμάζουν και οι καμπύλες τους φουσκώνουν . Ο ήλιος κουρασμένος στο νερό βουτά. Με το πέρας του φωτός οι πέτρες ανοίγουν.


    Άνθος άμορφο, ήχος του βαρβάρου, γλώσσα η τραχιά, απλώνεται από τ’ άνθος και από τη σκόνη του ανέμου άκαρπους μαζεύει. Το άνθος κλείνει, ήχος των μορίων κουρνιαχτό. Πυρήνας που σαλεύει. Το άνθος ανοίγει και φταρνίζεται. Στην θάλασσα της νύχτας, στο απόγειο της σφαίρας, οι καρποί του φτάνουν.


    Φούσκες διάφανες, βάρκες στο κενό του σύμπαντος. Από τον πλανήτη φεύγουν μακριά και στο σύμπαν ταξιδεύουν. Στο χρόνο και στο χώρο του μύθου τα ταξίδια τους, στις μνήμες των πρώτων γράφεται.


    Το δίχτυ απλώνεται από την αρχή της άκρης μία, στο τέλος της άλλης φτάνει και το σύμπαν ολάκερο αγκαλιάζουν. Σε κάθε πλανήτη που συναντούν κάποιοι κατεβαίνουν και στη γη φυτρώνουν. Λίγο πριν οι δεύτεροι και γοργοί στο σύμπαν αυτό εμφανισθούν, ένα με το χώμα γίνονται και ζωντανοί δε μοιάζουν.


    Είναι οι αργοί, είναι οι πρώτοι. Στο χρόνο του αργά μικρά τα γράμματα τους. Ένα με την ύλη, αγάλματα που ζωή δεν μοιάζουν να κατέχουν.


    Μετά έρχονται οι δεύτεροι και γοργοί. Πλάσματα αλλόκοτα ποικίλα στη θωριά τους. Σε κάποιο πλανήτη άνθρωποι, σε άλλο φίδια με χέρια στο νερό, σε κάποιο λουλούδια με πατούσες και δάχτυλα οκτώ, σε άλλο σαλιγκάρια στο μέγεθος ελέφαντα με φτερά, σε άλλα σφαίρες με μάτια που κυλούν.


    Γεμίζουν το σύμπαν με αυτό που αυτοαποκαλούν ζωή. Είναι οι γοργοί, μικροί, με δέρμα τυλιγμένοι, αυτοί που μετακινούνται με ταχύτητα που τους γεμίζει με τη ψευδαίσθηση ότι αυτοί και μόνο αυτοί ζωή με νοημοσύνη και συνείδηση φέρουν.


    Στην αρχή δειλά βαδίζουν και προσεκτικά. Γύρω τους άλλα ζωντανά, δίχως την έπαρση της δικής τους νοημοσύνης, δίχως την ένταση του απύθμενου εγώ τους.


    Αρπακτικά με δόντια και με νύχια, αλλά μικρά εμπρός στην επιθετικότητα και στην ανάγκη για κυριαρχία των ορθών γοργών, ορφανά παιδιά του αλόγου και της ανασφάλειας. Τα δεύτερα σε κάθε κόσμο, αργά ή γρήγορα κυριαρχούν.


    Τους κανόνες της λογικής διαβάζουν και στο πρώτο κεφάλαιο θεριεύουν. Δε συνεχίζουν τα πάντα νομίζουν πως γνωρίζουν. Η πίστη τους αρρώστια που τη λογική όπως θέλει τη γυρεύει.


    Το περιβάλλον βαφτίζουν εχθρικό και στο χώμα τρύπες σκάβουν, οι πρώτες τους φωλιές. Τα σύννεφα τα δέρνουν με νερό και τα σπίτια πλημυρίζουν.


    Στο τρέχω στο ποτάμι, πνίγονται αρκετοί. Στα βουνά οι επιζώντες, στους βράχους στόματα νοιχτά. Μέσα μπαίνουν στις σπηλιές. Οι φωλιές της Δευτέρας.


    Η γη μερακλώνει και χορεύει. Σεισμός. Στου ακάμπτου τα κόκκαλα του βράχου θρυμματίζονται. Τάφοι από βράχια, σκόνη και χαλίκια, για πολλούς.


    Οι επιβιώσαντες, στης απελπισίας το θεό τη βοήθεια του ζητούν.


    Η Εστία μητέρα που γελά. Θυσίες στα πόδια της ζητά, τα αδύναμα μικρά τους.


    Οι γοργοί τα προσφέρουν δίχως δισταγμό. Η ανταμοιβή της ιδέας το ύπουλο θεριό.


    Σε κάθε κόσμο η θεά Εστία την ιδέα τους δωρίζει για το σπίτι. Η γεωμετρία, η φυσική και η χημεία, οι μάγοι με τα δώρα.


    Τα πρώτα σπίτια καλύβες, κύβοι, ορθογώνια, πυραμίδες, κύλινδροι και κώνοι.


    Στην αρχή η ευημερία την ασφάλεια απλόχερα προσφέρει. Ο Πόθος τον καπνό του στα νέφη στέλνει χαμηλά. Στις καλύβες η φωτιά ψήνει, ζεσταίνει και κοιμίζει. Ο καπνός της για τους γοργούς σκουπίδι, στον ουρανό τον αδειάζουν.


    Θυμωμένος ο καπνός τους, στου Πόθου της σαγήνης τον καπνό, αμαχητί ερωτεύεται.


    Παιδί τους η μωβ η λάσπη. Στο αέριο στερέωμα διαχέεται και σε βροχή φυτεύει τους καρπούς της. Στο έδαφος ξανά.


    Οι γοργοί με τη μωβ τη λάσπη μεθούν, εμπνέονται, ποθούν και απαιτούν. Στης Εστίας τα γόνατα δεκάδες δικούς τους, σφαχτά προσφέρουν και περισσότερα ζητούν.


    Η Εστία ψηλώνει και γεμίζει και την Αρχιτεκτονική τους προσφέρει, γυναίκα με στήθη γεμάτα γάλα.


    Οι γοργοί την αρμέγουν και τώρα οι καλύβες, σπίτια με ορόφους. Φαρδαίνουν, ψηλώνουν, πέφτουν, χτυπούν, μαθαίνουν και όρθια πάλι σηκώνονται.


    Οι γοργοί το δέρμα της γης ξηλώνουν και σε σχέδια χωρίζουν. Τα σπίτια τους φλερτάρουν, αγγίζονται και πολλαπλασιάζονται. Το ένα στο άλλο δίπλα, ευλογιά στους πλανήτες πάνω, με εξογκώματα στολίζουν.


    Η ευτυχία στο ξανά γιορτάζει. Στο χώμα σκάβουν και πόντικες του τυφλού τα σπίτια του εκεί. Στον ουρανό ψηλά, στη θάλασσα και στις λίμνες, εστίες του πλωτού.


    Οι γοργοί πληθαίνουν και την επιφάνεια καλύπτουν, αλλά δεν είναι αρκετό. Ένα μέρος ακόμα φωλιές δεν έχει.


    Πάνω από τη γη, πάνω από τη θάλασσα, εκεί που τα πουλιά πετούν. Φτερά βάζουν σε κουτιά και οι γοργοί ψηλά πετούν. Αλλά δεν αρκεί. Ενέργεια πολύ ζητούν τα πλάνα του αέρος και η απελπισία στην καρδιά τους παιδί που κλαίει και ρωτά.


    Η Εστία τρέμει και λυγίζει. Τι άλλο να τους δώσει; Στη γη κοιτά, στην αρχή το τίποτε μιλά.


    Το σύμπαν μέσα έξω φέρνει και ανάποδα φορά. Τίποτε. Αποκαρδιωμένη σε πλανήτη με ήλιους τρεις στέκεται και σιωπηλή τις σκέψεις της ακούει. Τίποτε…


    (-Και μετά τι έγινε μετά, η στέγη την Αγία τράπ πεζά ρωτά;


    -Έχει και μετά, αλλά πρώτα ασήμωσε και τη συνέχεια θα σου πω…)


    Το Η το κέρμα στη μηχανή του βάζει. Επανεκκίνηση. Ο Χρόνος λίγα νήματα κεντά, στο προς τα πίσω. Ο χρόνος στον Χώρο κάνει τις αλλαγές και το παιδί την ιστορία του ελάχιστα αλλάζει.


    Η Εστία από το θαυμασμό γεμίζει, ψηλώνει και τις botες της φορά. Την Αρχιτεκτονική στους γοργούς εκδίδει, στήθη με γυναίκα, γεμάτη γάλα παιδικό.


    Οι γοργοί την αρμέγουν και τώρα οι καλύβες, σπίτια με ορόφους και στο ρετιρέ πισίνες. Τα σπίτια φαρδαίνουν, πόδια της ατρόφου, λυγίζουν, πέφτουν, χτυπούν, λάμες στα ισχία και όρθια πάλι σηκώνονται.


    Οι γοργοί τις Bullντόζες με βούρτσα, σε χρήση βάζουν και το τρίχωμα μαζί με δέρμα της γης ξηλώνουν. Σε σχέδια της γεώ μετράς, χωρίζουν. Τα σπίτια τους φιλήδονα, αγγίζονται, φλερτάρουν και αναπαράγονται. Το ένα στο άλλο δίπλα, οικογένειες του πλήθους, ευλογιά στους πλανήτες πάνω, με εξογκώματα στολίζουν.


    Η ευτυχία στη πλατεία του ξανά, γιορτάζει. Στο χώμα σκάβουν και πόντικες του τυφλού τα σπίτια του εκεί. Στον ουρανό ψηλά, στη θάλασσα και στις λίμνες, εστίες μόλυνσης του πλωτού ιού.


    Οι γοργοί πληθαίνουν και την επιφάνεια καλύπτουν, αρκετό αλλά δεν είναι. Ένα μέρος ακόμα άμωμο. Φωλιές δεν έχει και ούτε πυρκαγιές.


    Πάνω από τη γη, πάνω από τη θάλασσα, εκεί που τα πουλιά πετούν. Φτερά βάζουν σε κονσέρβα και οι γοργοί στα ψιλά πετούν. Αλλά δεν αρκεί. Ενέργεια πολύ ζητούν τα πλάνα του αέρος, μικρές οι φετούλες, δεν αρκεί για χορτάσουν και η απελπισία στην καρδιά τους παιδί που κλαίει και ζητά.


    -Σαλάμι του αέρος, μανούλα μου δεν έχει;


    Η Εστία τρέμει και λυγίζει. Τι άλλο να τους δώσει; Στη γη κοιτά, η αρχή τρελή στο τίποτε μιλά.


    Το σύμπαν μέσα έξω φέρνει και ανάποδα φορά. Τα μάτια της ιδέας από την άλλη κοιτούν. Τίποτε. Αποκαρδιωμένη σε πλανήτη με ήλιους τρεις στέκεται και σιωπηλή τις σκέψεις της ακούει. Τίποτε…


    Μία θεά που στο ζητούμενο μικραίνει. Το θ, ελεύ θ ερο, ατί θ ασο, να φύγει θ έλει.


    -Μου έμαθες κεφάλαιο να είμαι και τώρα το Χρυσό βαρέ θ ηκα. Εγώ ήμουν για του Μεγάλου, τη Μεγάλη, την Εστία. Κάνε κάτι γιατί θα φύγου και στο Πό θ ου το θ διπλό θα γίνω.


    Η Εστία νικημένη;


    -Όχι.


    Πιο δυνατά. Ηττημένη;
    -Όχι.


    Πιο δυνατά, φύσα την πιπίζα με καρδιά. Ταπεινωμένη;


    -ΟΧΙ! Η Εστία σηκώνεται και αρχίζει να ουρλιάζει.


    -Όχι, όχι, όχι, στου Πόθου τα άρματα εγώ τους πιστούς μου δεν χαρίζω. Το ουρλιαχτό, αντηχεί, σε βράχους, βουνά και κλάδους. Ο ήχος διαθλάται, τεμαχίζεται, συναντά την μύτη της πευκοβελόνας και από μέσα της περνά. Και η μελωδία του αλλόκοτου, piko λινό που τους πρώτους ξεσκεπάζει.


    Χασμουριούνται, μπαγιάτικες οι ανάσες τους. Μούχλα των χρόνων των χιλιάδων.


    Κλάνουν, ροκφόρ το νέφος που σκορπούν.


    Τα βάρη του χρόνου και του χώρου, από τις θύρες του παρά πετούν. Ελεύθερα τώρα.


    Και από το έδαφος απομακρύνονται. Η βαρύτητα τους φωνάζει.


    -Στάσου καρύδια έχω και μέλι και της πέτρας λάδι. Στάσου, στάση και σταθείτε. Από τη θαλπωρής την σφαίρα τη μεγάλη, μη φεύγετε μακριά!!!


    Αλλά οι πρώτοι μαθημένοι να υπακούν δεν είναι. Και στον άνεμο μόρια της ύλης τώρα ίπτανται. Βήματα μικρά και μετά αργά κυλούν. Άναρχα, μοναδικά, ποτάμια, που ενώνουν και χωρίζουν. Βαφτίζουν και μυρίζουν.


    Η Εστία το στόμα της ανοιχτό. Τα μάτια της με γάλα. Το στήθος της ταμπούρα που χορεύει. Η Χαρά και η Ελπίδα, θείες που κρυφά λουκούμια την ταΐζουν. Το μέσα της, του πυρός η τέχνη η ταχιά, στον παρά τη σέρνει και αρχίζει να τραγουδάει.


    Και τότε το ξένο του παρά συμβαίνει…


    (-Και μετά, δεν έχει άλλη σκόνη του Γάλακτος, για το παιδί meta; Το ράφι τον Super Mark κι ετίςτα ρωτά.


    -Έχει, κι άλλο, ρούφα τη σκόνη που απέμεινε, τα τρίμματα του έλους, της Πηνελόπης τη μυτιά θα φέρουν. Οι όμορφοι πλανήτες όμορφα καίγονται…)


    Το τραγούδι της θεάς, μελωδία για των γοργών τ’ αυτιά μια ξένη. Ήχοι ασύμμετροι, σύμφωνα που αρνούνται το φωνήεν. Λογική δίχως τάξη, λόγο και νόημα ύπαρξης.


    Στο πλανήτη που η Εστία τα πέλματα βυθίζει, μόνοι των γοργών εκπρόσωποι, τα σαλιγκάρια του νερού.


    Τον ήχο δεν αντέχουν, αλλά να σβήσουν δεν μπορούν. Τις κεραίες χαμηλώνουν, αλλά η φωνή της ακόμα τα χτυπά. Η παράνοια στην αρχή με θλίψη βασιλεύει και μετά ένα σάκος με τα δώρα του λειψού και φεύγει.


    Η αδιαφορία στη θέση της βασίλισσα. Τα σαλιγκάρια το σπίτι τους αφήνουν και σάρκα από σάλια που γυμνή στον ήλιο θέλει να στεγνώσει.


    Η Εστία αυτό το έργο δεν το βλέπει. Τα μάτια της ψηλά, θαμπωμένη, θαυμάζει μαγεμένη. Οι πρώτοι…


    Στο πριν;


    Οι πρώτοι μαθημένοι να υπακούν δεν ήταν. Και στον άνεμο μόρια της ύλης που πετούσαν. Βήματα μικρά και μετά αργά με χάρη να κυλούν. Άναρχα, μοναδικά, ποτάμια, που ενώνονταν και μετά χωρίζαν. Βάφτιζαν, γιορτάζαν και μύριζαν.


    Στο τώρα;


    Σε κύκλο με κέντρο την Εστία θέλουν και μαζεύονται. Μόρια του αέρα, κουτάβια του απλού, το ένα το άλλο φτάνει και δένονται. Ζώα του πολύπλοκου το υφαντό να πλάθουν που το κύκλο συμπαγή και στερεό το τραγούδι θέλει και γυρεύει.


    Η Εστία δεν σταματά να τραγουδά και οι πρώτοι από ζώα, σε δέντρα μετατρέπονται, με φύλα ζωντανά. Πάνω τους φλέβες με αίμα που ρέει, ζώα που χτίζουν, ζώα που γεννούν.


    Ζώα που πεθαίνουν, φωλιές που μένουν, φωλιές που ξανά γεμίζουν. Οι πρώτοι σφίγγουν τον κλοιό και τώρα δάσος. Δέντρα του ηγέτη πλήθους, το άπειρο να θε να κτήσει.


    Η Εστία από το έδαφος ξεφεύγει και στο κενό των πλανητών πετά. Από πίσω της το δάσος των πρώτων, ζωή πιστό θεριό που την ακολουθεί.


    Στους γαλαξίες το ταξίδι της, του φωτός πηγή, τους πρώτους από κάθε λιμάνι τους μαζεύει. Μία θεά εμπρός και από πίσω της οι αργοί. Το σύμπαν από άκρη σε άκρη σα νήμα το μαζεύει. Σε κάθε κόσμο που οι γοργοί απελπισμένοι τις φωλιές του ανέμου γοερά αναζητούν, η Εστία τμήματα του πρώτου δάσους δωρίζει.


    Οι γοργοί τα δέντρα στην αρχή υποδέχονται σα ξένους και μετά παραμυθιάζονται και υποκρίνονται πως καταλαβαίνουν.


    Και τη δουλειά γοργά αρχίζουν. Με τσεκούρια, πριόνια, σφυριά, δρεπάνια και καρδιά, τα δέντρα των πρώτων τεμαχίζουν και φωλιές του ανέμου στήνουν.


    Περίτεχνα τα σπίτια του ανέμου, ελεύθερα από τη βαρύτητα που τα δεσμά έμαθε σφιχτά στα χέρια της να έχει.


    Πυκνότητα του νέφους, πολιτείες που το κενό του σύμπαντος γεμίζουν. Φωλιές με ενέργεια πολύτιμη στους γοργούς απλόχερα προσφέρουν. Στον πυρήνα τους η ενέργεια που τρέφεται από το φως των ήλιων. Η συνοχή στους δεσμούς τους αδιαπέραστη αλυσίδα.


    Ικανή να χτίσεις, δομές αλύγιστες σε δυνάμεις πλανητών και αστέρων. Οι γοργοί καβαλάρηδες των πιο ισχυρών δυνάμεων του σύμπαντος, βράχους για στεριά στο πια δεν απαιτούν. Τους πλανήτες και τις σφαίρες της μάζας, χωματερές για αυτούς. Οι ήλιοι για τροφή των πρώτων. Στη θάλασσα του κενού ανάμεσα στην ύλη πολιτείες που τον όγκο τους αυξάνουν.


    Γεωμετρική μοιάζει η πρόοδος του μεγέθους του δάσους των πρώτων, των γοργών η φωλιά που τις τρύπες του μαύρου σκιάζει.


    Η Εστία η θεά του κόσμου όλου. Η αρχόντισσα που τα κόκκινα μαλλιά της και το ζεστό χαμόγελο την ποίηση όλων των ζωντανών γοργών μονοπωλεί. Ο παράδεισος απλώνεται στο σκοτεινό σεντόνι του απείρου. Το κενό πληρώνει και η γιορτή τη δίχως τέλος φορά με ρυθμό στυλώνει.


    Η ευφορία κυρία που στον χρόνο παχαίνει. Όλα δείχνουν ιδανικά. Στο όλα το τέλειο μονότονος χορός του χώρου. Οι πρώτοι βόδια που καρτερικά ατέρμονα τους γοργούς ταΐζουν.


    Αγάλματα από σάρκα, περιμένουν.


    Οι γοργοί πληθαίνουν, επεκτείνουν.


    Οι πρώτοι. Περιμένουν.


    Οι γοργοί τρώνε, ξερνούν, πετάνε, από τα φρέσκα φτηνές δαγκωματιές και του υπόλοιπο πετούν.


    Οι πρώτοι περιμένουν.


    Από άκρη σε άκρη οι γοργοί με την οσμή τους στο κενό γράφουν λέξεις δίχως ειρμό.


    Οι πρώτοι περιμένουν.


    Στον κόσμο των γοργών, ένας, μία, ένα πλάσμα, ανάμεσα στις νότες τους, πλέει στη σκιά του πενταγράμμου.


    Ο Πόθος. Αδύνατος, αθόρυβος, δίχως να αγγίζει, δίχως να ταράζει, βαδίζει και στο κέντρο των τρις Δι άστατων σφαιρών, ο βράχος που πάνω του ανεβαίνει.


    Οι γοργοί φωνάζουν, γλεντούν, καγχάζουν. Κανείς δεν τον προσέχει. Οι πρώτοι περιμένουν με τα χέρια ανοιχτά. Άδεια. Ο Πόθος στα χέρια του ένα παράξενος αυλός.


    Από τα χέρια του δύσβατου ανηφόρα για το στόμα. Τα χείλια σφραγίζουν την αρχή του. Οι γοργοί ζώα που χορεύουν.


    Του Πόθου τα πνευμόνια φουσκώνουν. Οι γοργοί αφοδεύουν, φτύνουν και γελάνε. Στης Εστίας τους ναούς, θυσίες τους τελειωμένους γέρικους γοργούς της σούβλας αντικριστά.


    Τα πνευμόνια του στο κι άλλο αντέχουν και φουσκώνουν. Στο τέρμα φτάνουν και φυσούν.


    Ο ήχος της βροντής, ο άηχος πλαστός. Τα τύμπανα των γοργών σκεπάζουν, αλλά οι πρώτοι τον ακούν.


    Ο ήχος δυναμώνει, οι πρώτοι τεντώνονται, κινούνται, τη ύπαρξη τους από το παρά της ξεφτισμένης της σκηνής, στο προσκήνιο μεταφέρουν. Κάποιοι από τους ίσκιους των γοργών φύλακες του ελαφρού, τους αντιλαμβάνονται. Λίγοι, όμως, μόνο λίγοι.


    Οι πρώτοι τις θέσεις, των γοργών της τάξης δίνες, εγκαταλείπουν. Τον ήχο του Πόθου κύμα στο τώρα με βήμα που οπλίζει, ακολουθούν.


    Τα δέντρα τις αρχές τους από το χώμα του κενού ξεριζώνουν. Δεν είναι άπειρος, ο αριθμός των πρώτων, αλλά πολύ του φυσικού μεγάλος και στο σύμπαν τα ρεύματα των πρώτων σε προσανατολισμό προς το ένα.


    Ο Πόθος σηκώνεται όρθιος και τον αυλό του με οργή ποτίζει. Γεύση από τον πόθο της ένωσης, την κάψα του λόγου των Πρώτων γονιό της ύπαρξης.


    Από την αρχή του χρόνου, των μαθηματικών στο μια φορά και τον καιρό παλιά, το ένα και ένα σε δύο δηγούσε. Το ένα και δύο στο τρίο και το αξίωμα αυτό, θεμέλιο που έδειχνε αλάνθαστο το πνεύμα των γοργών με ασφάλεια στήριζε.


    Μόνο που το ένα και ένα το δύο φέρνει, κανόνας ενός συνόλου λογικής που τον λόγο στο περιορισμό είχε. Τείχος που έμοιαζε τους δαίμονες του αλόγου στο απ’ έξω να κρατούν. Αλλά στην πραγματικότητα τείχος φυλακή για αυτούς που στη ψυχή τους φτερά δεν έχουν και η πίκρα τους επικίνδυνη για τον θεών σκοπό, ήταν.


    Έξω από το σύνολο των συνόλου της λογικής των γοργών μαθηματικών, ένας άλλος αλγόριθμος υπάρχει.


    Το ένα και ένα στο ένα οδηγεί.


    Και το δύο ένα γίνεται. Το τρία, δύο και αυτό ένα. Το ν σε ν-1 και στο τέλος 1. Κάθε αριθμός όσο και μεγάλος και αν είναι, στο ένα καταλήγει. Το άπειρο δεν κινδυνεύει, αριθμός δεν είναι, άλλα κάθε πέρας και το σύμπαν των τριών, πέρας έχει, στο ένα καταλήγει.


    Το πλήθος των πρώτων, άπειρο δεν είναι και στο κέντρο του αυγού των τριών διαστάσεων κινείται. Το πρώτο, τον Πόθο φτάνει και ενώνεται με αυτόν. Πρώτο το Δέντρο, με καρπούς γοργούς τους Δεύτερους, στο σώμα του Πόθου βυθίζεται και ένα με αυτόν γίνεται.


    Ακολουθία των Πρώτων που στον Πόθο όλοι μαζί συναντιούνται και ένα μαζί του τώρα. Η ύλη των πάντων, σε ένα σημείο συγκεντρώνεται.


    Οι πρώτοι, ένας.


    Οι γοργοί μαζί τους, ένας. Τα μόρια, τα πρωτόνια, ηλεκτρόνια, κάθε τι που υπάρχει, ένας.


    Το σύμπαν μπαλόνι που αδειάζει και το περιεχόμενο κενό. Τελευταίος κόκκος της σκόνης η της φωλιάς θεά, Εστία. Αντιστέκεται, παλεύει, αλλά στο τέλος, λυγίζει και αφήνεται.


    Στο τέλος, των τριών τα πάντα ένα. Το μπαλόνι του σύμπαντος αδειάζει και συρρικνώνεται. Ο χρόνος και ο χώρος σε μία δίνη στο ένα οδηγούνται και στο τέλος…


    Το όλο, ένα.


    Το σύμπαν στο ένα που και αυτό μικραίνει και στο ένα του ένα όριο, στο μηδέν να τείνει μοιάζει.


    Λίγο όμως πριν από το απόλυτο μηδέν…


    Η Έκρηξη και ο κόσμος ξαναπλάθεται από την αρχή.


    Μετά του Ηφαίστου το τέλος, τώρα και της Εστίας. Και οι εναπομείναντες θεοί…


    Δέκα.


    (-Και τι τώρα; Τέλος, δεν έχει συνέχεια στο μετά; Το μονοψήφιο τον αλγόριθμο ρωτά.


    -Έχει και μην σταματάς. Συνέχισε και στο επόμενο σκαλί πήγαινε. Αν το χ ένα δεν είναι τότε θα γίνει χ-1. Συνέχισε τον Κύκλο μέχρι η συνθήκη να ικανοποιηθεί και να σταματήσεις…)

     
    Last edited: 19 Οκτωβρίου 2022
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η Άνοιξη της Δήμητρας


    Message in the Bottle field 9th
    “Το Κάστρο”


    Day 27
    “Ο θάνατος των θεών”


    Η Δήμητρα


    Το η στο ρΈα πετά. Στους ήλιους λουλούδια που το εγώ μωρό, ταΐζουν.


    Στον κόσμο των διαστάσεων που το πλήθος, γενιά του πείρου, ο χρόνος των μέσα και των έξω, γήινων θνητών, κυρίαρχος δεν είναι.


    Ούτε στου μεγέθους το τέταρτο παιδί, που σαν χρόνος το τετραδιάστατο σε κεφάλαια το χωρίζει. Ούτε ο άρχων Ν των φυσικών σκυλί, που σε τάξη τον κόσμο των διαστάσεων της Ν, ορίζει.


    Το η σε όποιο κόσμο θέλει. Μοναχικό το ταξίδι στο κύμα πάνω. Το σύμπαν των τριών στα σκοινιά με μάνταλα κρατά. Στεγνώνει, από της μητρός την τρύπα, το μαύρο γάλα.


    Το η σε μία μνήμη του γραφέα με βράρκα τη φωτό, στο πνεύμα τη φοράει. Στο σώμα της μέλισσας και στους ανθούς των ήλιων, ο τρύγος του μικρού.


    Τώρα κεντρί με μελάνι έχει, ραβδωτό κορμό και διάφανα φτερά. Τον αέρα μαστιγώνουν με δύναμη αυτά. Οι ήλιοι του ανθού κύπελλα με του παραμυθιού το μέλι.


    Τα φτερά στα κύπελλα, στου ιξώδες το πυκνό, το κύματα νακατεύουν.


    Στο μέλι φυσαλίδες του αέρα. Ήχους αφήνουν, σε στίχους λιώνουν. Στο μετά τους τον έρωτα θα νιώσουν.


    Το η μέλισσα που στο νειρο χορεύει. Στα πόδια της σταγόνες από του κεχρί το μέλι. Το φαρμάκι που την λευτεριά αλυσοδεμένη τη τρουφά.


    Και αυτή απελπισμένη στη του κεχριού τη κόλα, χτυπάει τα γγελικά της τα φτερά. Η Ελευθερία να ξεφύγει θέλει. Τη μέλισσα ρωτά, τι θέλει για να την αφήσει.


    Η μέλισσα τη ψυχή της ζητά και η λευτεριά αρνείται. Καράβι πληγωμένο από το κεντρί του πάγου, στο βούρκο του βαθιά βουλιάζει…


    Ο Πόθος τη σκόνη από την εγκαταλειμμένης από τη ζωή Εστία, στο περιβάλλον τη χαρίζει. Το Περί στο καβούκι του μαζεύει και μαργώνει στης σφαίρας το στολίδι.


    Ο Πόθος το γύρο του με θέληση ατενίζει.


    Στο βορρά στάχυα του ξανθού. Στη του Δ’ελτα Μύτη εισβάλλει η μυρωδιά της.


    Στην ανατολή τους ορυζώνες του κίτρινου φευγιού. Στα μάτια του απλώνεται η υγρασία της.


    Στη δύση τα μήλα του χρυσού. Στη γλώσσα του, τις λέξεις κλέβουν τα δάχτυλα της.


    Στον Νότο η σοκολάτα βάφει το δέρμα των λεόντων. Στο σφυγμό του δίδυμος αχνός, της καρδιάς της ο ρυθμός.


    Ο Πόθος το κατά λαβαίνει. Τα χείλια του ανοίγουν και στη λάσπη του γέλιου η χαρά. Στο έδαφος ξαπλώνει και το πρόσωπο του μέσα το βυθίζει. Στο βυθό του βούρκου τα φύκια χορεύουν με τη θλίψη της. Μονάκριβα να κλαίνε το χαμό της ακριβής, της Περσεφόνης.


    Ο Πόθος αφήνεται και το κορμί του στη λάσπη χάνεται. Με αργό και δυνατό ρυθμό, στο πάτο φτάνει και όρθια η στάση του.


    Τα μάτια καθαρίζουν και ο ήλιος από μακριά φωτίζει. Ακτίνες του φωτός στο πάλκο τρίγωνο φωτίζουν.


    Και στο κέντρο του αυτή.


    Ο Πόθος στα ψάρια του βυθού ψαχνωγελά. Την βρίσκει και…


    -Καλώς ήρθες Δήμητρα. Στον κόσμο των άνω σε γύρευα και στον κάτω τυφλή σε βρίσκω.


    Τα μαλλιά της νήματα του μαύρου στο ρεύμα νεμίζουνε. Στην αγκαλιά της κορίτσι με χρώματα λευκά. Της Δήμητρας τα χέρια σφίγγουν, δε θέλει ακόμα να νεβεί.


    Το ρεύμα δυναμώνει. Το σώμα της από το πάτο ξεριζώνει. Η Δήμητρα παλεύει, να κρατηθεί, να μείνει. Η κόρη από τα χέρια της ξεφεύγει. Στου κάτω τα υπόγεια, στο πάντα φυλακισμένη.


    Η Δήμητρα χτυπιέται και φωνάζει, ακόμα να νεβεί δε θέλει. Το σώμα της ελαφρύ, της επι το σεντόνι φάνει. Ο Πόθος ακολουθεί. Βγαίνουν και οι δύο από τη λάσπη.


    Της θλίψης το χαρόγελο νύφη των ματιών της. Σφραγισμένες πολιτείες. Ο Πόθος το χέρι του απλώνει…


    -Ήρθε της στιγμής το κάλος Δήμητρα. Άνοιξε τα μάτια σου. Τα χείλια της φωτάκι της νυχτός που τρεμοπαίζει έτοιμο να κλάψει. Το δέρμα της αγγίζει. Παγωμένο.


    Της θέρμης η ψυχή του, σταγόνες που πάνω της περνούν. Η Δήμητρα ζεσταίνεται. Η φύση της γύρω της, ζωή που στο μουντό βραδιάζει.


    Χαλαρώνει, το στόμα της ανοίγει. Η πνοή τη φύση, τρυφερά υγραίνει. Η νύχτα φεύγει.


    -Άνοιξε τα μάτια σου Δήμητρα. Τα μάτια της τρέμουν, στέκονται, ανοίγουν.


    Το φως της Ανατολής τον κόσμο κυριεύει. Τα πάντα ξυπνούν. Η Άνοιξη…


    (-Θέλω και άλλο μητέρα. Πεινάω, δεν χόρτασα από τα ψίχουλα του μύθου. Το λουλούδι στην άνοιξη μιλά.


    -Έχει και άλλο μικρό μου, σώπασε. Παίξε με τις κόρες του ηλίου και στου μεριού το μέρι θα έχει κι άλλο.


    λίου και στου μεριού το μέρι θα έχει κι άλλο…)


     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Battle field 9th


    “Το Κάστρο”


    Day 28


    “Ο θάνατος των θεών”


    Του Παν η Γύρη


    Ο ήλιος σήμερα ξύπνησε νωρίς. Ουρανός δίχως σεντόνια, καιρός του ζεστού πολτός. Τα κοράκια σήμερα δεν έπιναν καφέ. Στη φωτιά τα λευκά φτερά τους έριχναν και με τσίπουρο τις φλόγες τους, με χρώμα έβαφαν ξανά.


    Οι πεταλούδες απόψε δεν κοιμήθηκαν. Ρούχα φορούσαν, στην λακούβα με νερό την αντανάκλαση κοιτώ και…


    -Όχι δε μ’ αρέσει, τα έβγαζαν και γυμνές πετούσαν.


    Στο χάραμα τα μωβ τα χελιδόνια συνάντηση, δείπνο μυστικό. Το χελιδόνι με τα πολύχρωμα φτερά στον Πόντιο να δώσουν, στις αγκάθες του γαϊδουριού, πρέπει να καρφώσουν.


    Στις ακτίνες του ηλίου και σε λίμνη με ραδιενεργό νερό, σκυλιά, γατιά, ποντίκια, σαλιγκάρια, το car και κίνο, το βούκι και το κα, μπάνιο κάναν και στολίζαν.


    Η Δήμητρα στο θρόμο του απάνω ξυπόλυτη βαδίζει. Τα λόγα χώρο κάνουν να περάσει. Εκεί που πατά η γη ανθίζει. Εκεί που στέκεται καρπούς βγάζει και γιομίζει. Στόμα δεν έχει, μα οι λέξεις ήχοι του θορύβου γιοι και κόρες. Ήχος…


    Το ξύλο που τεντώνει, φαρδαίνει, στην γη βαθιά του γκι οι ρίζες, στο ταβάνι που γαλάζιο είναι φωτεινό, ψηλά…


    -Φτάνει ;…! Ακόμα πιο ψηλά, κλαδιά των νέων, τα χέρια τους ψηλά. Ήχος…


    Βουητό από μέλισσες, μύγες, σερσέγκες, κουνούπια και ιπτάμενους σκορπιούς, τα φτερά που τη δύναμη Μ έλικες φορτίζουν. Δρομικά του διαδρόμου του κατά, το αγέρι ανάποδα Ω ργώνουν, ο καπνός τους λίπασμα και οι σπόροι του όμικρον οι βίδες. Ήχος…


    Γυναίκες αυτές που κλαιν;


    -Όχι. Μαύρα τα μαντήλια που φορούν;


    -Όχι. Με Του χάρου τα βρακιά, τα μάτια τους σκουπίζουν;


    -Όχι. Εκρήξεις, μπόμπες και του πυρός οι σφαίρες αυτές που στο νερό του ανέμου τον ήχο κυματίζουν;


    -Όχι. Αλλά;


    Νταούλια, ζουρνάδες, των πειρατών τα λάβρα λάβαρα του μαύρου. Κόσμος του τρελού, στο δρόμο τούμπες κάνει, τεμενάδες. Τα μαλλιά τους ξεριζώνουν και στη φωτιά πετούν, σπίθες οι τρίχες που πύρινες τη βαρύτητα νικούν και ανάποδα πηγαίνουν.


    Η μουσική του χάους, το πανυγήρι της Δή της μήτρας, σκυλί με τσιμπούρια συνοδεύει. Σε πλανήτη του ένα;


    -Όχι. Του δύο ή τρία;


    -Ουτέ πικρό μου, μύθι του παρά, τέλμα μη βάζεις και ανθρώπους στη κεντρική σκηνή.


    -Ελεύθερα τα Μ άτια πέτρεψε στο πάντα να καλπάζουν. Ο τυφλός του Μήρου του λαιμού και του πω, φευγάτος πονητής, τις κόρες τις λευκές στα στέρια βάρκες δίχως τιμόνια στέλνει.


    Κάθε στεριά του α και δώδεκα της σφαίρας τα χωριά τριγύρω. Σε κάθε σφαίρα η Δήμητρα σε δίδυμες εκδόσεις.


    Σε εκείνη τη σφαίρα μυρμήγκια μπλε σε μέγεθος του σκύλου, πίνουν, τρώνε και μεθούν, την Άνοιξη καλώς ορίζουν.


    Στην άλλη, πέτρες και μανιτάρια χορό του γάμου έχουν. Του Λιου την πέτρα με το τάρι του Μανί στης Άνοιξης την μέρα μπροστάρη παντρενονυμφεύουν.


    Στην τρίτη σημαίες με μάτια, πόδια και διπλό κεφάλι, αγώνα του κύβου των χειρών και χέρια ας μην έχουν. Ο τελικός που του τέλους το μυστικό δεν είναι.


    Από άκρη σε άκρη το σύμπαν του Δη τη μήτρα την έλευση γιορτάζει. Ο Πόθος γέρος με του αλλού ζουρνά παρμένο, στου d n και έει, τους στίχους του βιβλίου του μοιράζει.


    Σε κάθε ζωντανό, αφήνει τη μήτρα ίδια και το δη ουρά σπασμένη. Οι του ρες της εικόνας της μεγάλης, πα του Ζ και του Λόγου. Τη μουσική του παίζει και τη μέθη, την ελ της πίδας και υτεριάς στους πιστούς της Δήμητρας, απλόχερα μοιράζει…


    (-Και μετά και στο μερτά που θα βρω εγώ το υπόλοιπο του μύθου του μισό, η έλικα το πλάνο του κύτταρου ρωτά;

    -Θα σε βρει αυτό, μην α νήσυχεις, μικρή μου έλικα, γύρνα στο χρόνου, χώρου και το τρίτο νόμα το κρυφό, πλάνο του ανέμου…)

     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Battle field 9th


    “Το Κάστρο”


    Η 29η μέρα


    “Ο θάνατος των θεών”


    Η Δήμητρα


    Υπάρχει μία στιγμή κενή στο συνεχές του χρόνου. Μία στιγμή με πλάτος το 0, οπότε για κενό δεν μοιάζει. Καμία του ζωντανού αντίληψη δεν μπορεί να την ακούσει. Να ακούσει το θόρυβο που κάνει ο χώρος στο κενό καθώς η στερεότητα του καμπυλώνει.


    Σε κάποιες χώρες για λόγο σοβαρό επικρατεί η βεβαιότητα πως η καμπύλωση του χρόνου και του χώρου έρχεται από την μάζα.


    Την μάζα, την αδράνεια, την αντίσταση της ύλης. Μάζα που με νύχια και με δόντια κρατιέται και προσπαθεί να μη παρασυρθεί στο κενό του χρόνου. Στη στιγμή πλάτους 0.


    Ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που ταλαντώνεται και σε κάθε μία και πλήρη περιστροφή, μία και η κενή στιγμή.


    Αυτό το κενό, είναι μία πύλη. Αν και απίστευτη η δύναμη που τις μάζες έλκει, από εκεί μάζα δεν περνά. Ούτε φωτόνια, ούτε ενέργεια, ούτε κανένα από τα γνωστά τα κύματα.


    Υπάρχει όμως ένα κύμα που από εκεί με το κάρο του περνά. Ένα κύμα που διαπερνά τα υλικά και μη, ζωντανά και όχι, αφήνοντας μικρούς της τορίας, του λόγου των καρπών. Καρποί που βλασταίνουν μνήμες.


    Μνήμες από το παρελθόν; Όχι.


    Από το παρόν; Όχι.


    Μνήμες από το μέλλον.


    Η Δήμητρα στο νερό πανώ βαδίζει, τη φύση που γύρω άγρια και με πάθος το γλεντά, μέσα από των γκρίζων τριχών κουρτίνες, βλέπει.


    Τα χαμόγελα στα πρόσωπα των πλασμάτων, γήινων και μη, κλασσικά και όχι, με το χρώμα του ανοιχτού θαλάμου, του ικανού την ποίηση της παίζουν.


    Η Δήμητρα με σιγουριά βαδίζει, αλλά δεν χαμό γελά. Αυτά που έσπειρε βλέπει και τιμά, αλλά χαρά καμιά. Τον χρόνο σημαδεύει με το μήκος των φυτών, το μάκρος των τριχών, το φάρδος των, κυοφορώ, κοιλιών. Είναι η τελευταία της Άνοιξης η μέρα.


    Γιορτή του σύμπαντος μεγάλη. Η κορυφή της βασιλείας της και αυτή; Γελά;


    Καθόλου.


    Στο ποτάμι που πατά, κολυμπάει η φωτιά. Για μόνο ένα μόνο, βήμα στέκεται και η κενή στιγμή την αντίληψη της χαϊδεύει.


    Το άρωμα της κόρης, ουρά του δράκου τα σπλάχνα της τρυπά και μία εικόνα, γρήγορη σα πουλί που τρέχει. Ο Πόθος στο ένα χέρι του κρατά σκαλιστό πανέμορφο και ξύλινο κουτί και στο άλλο…


    Την Περσεφόνη. Η κόνα ο κλέφτης άνεμος που ξεφεύγει και η Δήμητρα τις κουρτίνες από τα μάτια αφαιρεί.


    Μπόρα, βροχή, δάκρυα, καταιγίδα, δίχως φωνή, δίχως λαρύγγι, χωρίς χορδές, από τα μάτια της ξεσπά.


    Η Δήμητρα ακίνητη θρηνεί και γύρω της ο κόσμος, της Άνοιξης το τέλος με του πυρός λου λού και διά τον πόνο της γιορτάζει…


    -Όπα, μπουμ και όπα και μπουμ και όπα και της Δις και Μήτρα η βροχή…


    (-Μόνο αυτό δεν φτάνει, λίγο είναι, μπουκιά κανονική δεν φτάνει, η Oμπρέλα στη Πυγμή μιλά.

    -Σώπασε, τη μάσκα και τα πέδιλα θέλω να φορέσω. Απόψε θα καεί το ψάρι…)

     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η συνάντηση


    Message in the Bottle 9th


    “Το Κ’αστρο”


    30 Η μέρες


    «Των Θεών ο θάνατος»


    Η Δήμητρα


    Χωμένο βαθιά στις παρυφές του sim παντος, ένα σύστημα παράξενο με πλανήτη ένα.


    Μονάκριβο παιδί, δύο ήλιων που σε ικανή απόσταση, τρυφερά τη νύχτα του σκεπάζουν. Ό ένας πίσω από τον άλλον στέκονται και τη μία μεριά μόνο τότε του φωτίζουν.


    Στην άλλη, η θάλασσα σεντόνι που το σώμα του ολάκερο σκεπάζει, του νάνου ρύζι στα όνειρα του, με αγάπη δώρα που φυτεύει.


    Σε κύκλους έξι, η άλλη του μεριά στη νύχτα μπαίνει. Στον πλανήτη πάνω γη καθόλου. Στο ενδιάμεσο, των έξι, η θάλασσα υγρή κυρά, το δέρμα του πλανήτη, θερμαίνεται αρκετά και γιγάντια πουλιά από σύννεφα ψηλά του στέλνει.


    Χιλιόμετρα το μήκος, το πλάτος και το ψος τους, σα παιδιά παίζουν γύρω από τον Πλάνη. Είναι δεκάδες, πετούν, μαλώνουν, φιλιώνουν και τα βρίσκουν. Στον τρίτο κύκλο, γενέθλια γιορτάζουν και όλα γύρω από το πιο μικρό από αυτά στον άνεμο πετούν.


    Στο πιο απ’ αυτ ά δύναμο, σώμα από το σώμα τους προσφέρουν, τα πιο μεγάλα στην αρχή. Το μικρό στο πλέγμα του το νεφώδης, τα κομμάτια των συντρόφων με κλωστή από νερό του σύμμετρου άρμο νικά, κεντά.


    Μετά κολουθούν του μεσσαίου τα σύννεφα πουλιά. Ένας χορός που κύκλους δύο κρατά, ώσπου το μικρό να δυναμώσει και όλα τα πουλιά σώμα ίσο ν’ αποκτήσουν.


    Στον κύκλο του έξι, ο χορός στων χώρο του χρόνου την κορύφωση στου απαλού τη νότα βάζει και τα πουλιά από σύννεφα φεύγουν από τη φωλιά.


    Όσο η ακτίνα του Πλάν η απόσταση που δρασκελίζουν, μέχρι στους δακτυλίους της γης να φτάσουν.


    Ο πλανήτης αυτός στην επιφάνεια, νερό του μόνος, αλλά γύρω από τη μέση του, κυκλικού δακτυλιδιού το χώμα και η γη. Τα πουλιά από νέφη ανεβαίνουν και όσο από τον Πλάνη μακριά του φεύγουν, βαραίνουν και μεταμορφώνονται. Φτάνουν στη γη του δακτυλιδιού και λιώνουν σε βροχή.


    Πλούσιο σε γράμματα τα νερά που τη γη τροφοδοτούν. Πάνω στο δακτυλίδι τούτο, πλάσματα κατοικούν και πολιτείες έχουν. Στο κύκλο έξι με όργανα αλλόκοτα τη γη οργώνουν και το νερό απλώνουν. Σώματα λεπτά, πόδια του δώδεκα, κεφάλια του δύο, νοημοσύνη που τους ανθρώπους πιθήκους θα έκαναν α μοιάζουν και τα νθρώπινα επιτεύγματα κόμπους με βλογιά.


    Λίγο από τη γη του δακτυλιδιού πάτωμα του πάνω, η Δήμητρα αιωρείται και τον Πόθο συναντά.


    -Γεια σου Δήμητρα της γης μητέρα πονεμένη. Ο Πόθος επιτρέπει στις λέξεις του να ταξιδεύσουν και το σώμα της Δήμητρας τρυφερά ν’ αγγίξουν.


    Η Δήμητρα τον ακούει, αλλά στόμα δεν έχει, μήτε γλώσσα, ούτε χορδές. Η θεά ποτέ της δεν είχε φωνή. Ο Πόθος το γνωρίζει και περιμένει. Η Δήμητρα τον τρόπο έχει να απαντά.


    Τα χέρια της απλώνει και στο αέρα γράφει του ζω και ζει κόρες ζωντανές. Λουλούδια με φτερά η ποίηση της ύλης και προς τον Πόθο στο κενό του μεταξύ γοργά κολυμπούν.


    Κύκλο κάνουν γύρω του, ο Πόθος τα λουλουγελάει και τα φήνει να τον σκεπάσουν. Δεκάδες λουλούδια με φτερά το σώμα του γεμίζουν. Στα πόδια, στα χέρια, στο απαλό στερνό του. Στο πρόσωπο, στα αυτιά, στο στόμα και στο τέλος, τα δύο πιο μεγάλα τα μάτια του σφαλίζουν. Με ένα σύνθημα πικρό, του ανεπαίσθητα μικρό, τις ρίζες μέσα του βυθίζουν.


    Αίσθηση σταγόνων σε ρεύμα ένα του προς γλυκιά νατολή και στο κέντρο καταλήγει. Τότε την ακούει…


    -Καλώς ήρθες Πόθε…


    (-Και πριν τι έγινε το γέρο του μέλλοντος, ο ανώ ήτος εαυτός του, τον ρωτά…


    -Θα μάθεις μικρέ μου, αλλά πρώτα βγες έξω και ανάσα πάρε ακριβή. Τα Πτώματα το θέρος του γιορτάζουν…)

     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Battle 9th


    «Το Κάστρο»


    31η μέρα


    “Ο Θάνατος των Θεών”


    Η Δήμητρα


    Τα πλάσματα τροφή αν έχουν χαρούμενα θα είναι. Σε όλο το σύστημα των τριών, γη, το χώμα, το νερό, πλούσια σοδειά για τη θεά τους έδωσε. Στους ακέραιους, στους ρητούς, στα κλάσματα οι αποθήκες της τροφής, πισίνες του γεμάτου ήταν. Σε όλους εκτός τους άρρητους.


    Αριθμοί δίχως τέλος, δίχως τάξη, δίχως σκοπό, άναρχα τα ψηφία στη κοιλιά τους έστεκαν.


    Του προσανατολισμού σταγόνες, της ανελεύθερης λογικής το ρεύμα. Το ένα προς την γλυκιά ανατολή και στο αντιληπτικό κέντρο του Πόθου καταλήγει. Τότε την ακούει…


    -Καλώς ήρθες Πόθε…


    -Καλώς σε βρήκα λιμνοθάλασσα της θλίψης. Τα λουλούδια που τον σκεπάζουν, τα μικροσκοπικά φτερά τους χτυπούν στο ρυθμό της θεάς και από το έδαφος του δακτυλίου, τον Πόθο απομακρύνουν. Δίπλα του πετά, της γης η μήτρα, η Δήμητρα.


    - Τι θέλεις μικρέ των θνητών καημέ; Τα λόγια της, κύματα από ήχους που στην καρδιά του, σπέρνουν. Συναισθήματα τα δέντρα, με ποικιλόμορφους δεσμούς.


    -Τον λόγο, του πόνου μάνα.


    -Τον λόγο;


    -Που συνεχίζεις τροφή να δίνεις στους θνητούς. Τον κύκλο τον μισό, για χάρη τους να κάνεις. Μέχρι στου καλού καιρού στο τέλος να θερμάνεις τα νερά, το σώΜα να, με αγάπη να ζεστάνεις και να βυθιστείς στα κάρβουνα για αυτά. Κοντά της ξανά να πας.


    -Πόθε γνωρίζεις και τον χρόνο μου κρατάς. Την Περσεφόνη με έξι σπυριά από Ρόδι στο κάτω κόσμο ο Άδης δεμένη τη φυλά. Δεν χρωστώ σε κανέναν θνητό τα στάχυα μου να δίνω. Μήτε την γη με τα υγά μου να γεμίζω, αλλά η συμφωνία συμβόλαιο που με υπό χρεώνει, την ακριβή μου ξανά να δω.


    Στο κενό των κόσμων που τα σώματα της Δήμητρας και του Πόθου κολυμπούν, ο θυμός της σύννεφο θανάτου που τα δύναμα στέρια σα μπαλόνια τα τελειώνει. Η οργή της είναι μυθική, τα κύματα των αστεριών που σβήνουνε για χάρη της φτάνουν σε χρόνο, γιος του μηδέν και το Πόθο χτυπούν. Τα λουλούδια της Δήμητρας που το σώμα προστατεύουν στεγνώνουν και μαραίνονται. Γκρίζα και λευκά σα τα μαλλιά της, πέφτουν και το σώμα του ελεύθερο. Εκτός από τα μάτια του. Εκεί δύο του μεγάλου λουλούδια μυστικά τη φωνή της μεταφέρουν.


    -Γιατί πικρό ποτό των Πόθων φιλικό, θέλεις να με πονάς; Για αυτό ήρθες; Για να με δηλητηριάσεις με τις μνήμες σου; Να με δελεάσεις με τα δήθεν μετά δώρα που κρατάς;


    Ο Πόθος σφίγγει τα δόντια, ο πόνος της βροχή που πληγώνει. Δεν αφήνει ήχο κανένα από το στόμα του να βγει. Με δυσκολία τα χέρια του σηκώνει και της δείχνει.


    Ξύλινο κουτί. Σκαλιστό, με μπουμπούκια της…


    Η Δήμητρα το βλέπει. Στο γκρίζο των μαλλιών της, φως χρυσάφι που φωτίζει…


    Ο Πόθος το κουτί ανοίγει. Μέσα του


    Στο μελαμψό του δέρματος της, λεύκη που ανθίζει…


    …διάφανα και κόκκινα σπυριά από ρόδι.


    Στη καρδιά της, ξερό ψωμί που ο χρόνος ανάποδα ποτίζει. Η καρδιά της ξανά χτυπά. Ένα στην αρχή, κενό. Έντεκα μετά, ξανά το ένα και εμπρός ο ειρμός του αίματος στις φλέβες της το αίμα της κυλά.


    -Τι εί…ναι αυτό, Πόθε μου γλυκέ; Της καρδιάς μου καημέ.


    -Ο τρόπος για να μείνεις για δώδεκα κύκλους και όχι για έξι, στο πάντα αγκαλιασμένες. Ο Πόθος αφήνει τις λέξεις του από τα σπλάχνα να δρα πετεύσουν. Λέξεις νοτισμένες από της σιωπής τα πιο βαριά, της αγάπης του τραγούδια, προς τη Δήμητρα πετούν. Την αγγίζουν και στο σώμα το στεγνό μάλαμα υγρό που απορροφιέται. Απάντηση από τη Δήμητρα καμιά.


    Το φως αργά βαδίζει. Η Δήμητρα το προσπερνά σα γεράκι που στο θύμα του βουτά. Τα σπυριά από το Ρόδι παίρνει και στα μάτια της τα φέρνει. Στόμα δεν έχει, αλλά οι κόρες της πύλες του μικρού. Ορθάνοιχτα ανοίγουν. Μέσα τους τα έξι του Άδη τα πετράδια


    (-Τι μόνο αυτό; Η βία στον ήρεμο γιο του ανέμου, γκρινιάζει και ρωτά.

    -Σσσς σώπασε και η συνέχεια έρχεται, σώπασε και με βαθιά πνοή τα πνευμόνια να γεμίσεις. Όχι, μην ακόμα, όχι μην την αφήσεις. Κράτα την…Κράτ τη..Κράτ η.)

     
    Last edited: 25 Οκτωβρίου 2022
  12. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Persephone

    Message in the Battle 9th


    «Το Κάστρο»


    32η μέρα


    “Ο Θάνατος των Θεών”


    Η Δήμητρα


    Το γκρίζο των νεφών, μαλλιά το κεφάλι της στολίζουν. Τώρα φως, χρυσάφι που φωτίζει…


    Ο Πόθος το κουτί ανοίγει. Μέσα του έξι…


    Μελαμψό το δέρμα του σώματος, λεύκη που ανθίζει…


    …διάφανα και κόκκινα δάκρυα από ρόδι.


    Στη καρδιά της, ξερό ψωμί που ο χρόνος αφύσικα γυρίζει. Η καρδιά της, το ξανά χτυπά.


    Ένα στην αρχή, κενό. Δέκα του μετά, ξανά το ένα και εμπρός ο ειρμός του αίματος στις φλέβες της κυλά.


    -Το θέλω αυτό, Πόθε μου πικρέ. Της καρδιάς ο μόνος μου καημός.


    -Αυτό είναι το σώμα. Ο τρόπος για να μείνεις για δώδεκα κύκλους και όχι για έξι, στο πάντα με την Περσεφόνη αγκαλιασμένες. Ο Πόθος αφήνει τις λέξεις του από τα σπλάχνα να δραπετεύσουν. Λέξεις αγριεμένες από της σιωπής τα πιο βαριά δεσμά, της αγάπης και του Πόθου τα ανερμάτιστα τραγούδια, προς τη Δήμητρα πετούν.


    Την βρέχουν και στο σώμα το στεγνό μάλαμα το υγρό που απορροφιέται. Απάντηση από τη Δήμητρα καμιά.


    Το φως αργά βαδίζει. Η Δήμητρα γεράκι που στο θύμα του βουτά. Τα δάκρυα από το Ρόδι παίρνει και στα μάτια της τα πιθώνει. Στόμα δεν έχει και οι κόρες των ματιών της, πύλες του μικρού. Ορθάνοιχτα τα παράθυρα ανοίγουν. Μέσα τους τα έξι του Άδη τα κλειδιά…


    Ο κόσμος των τριών παγώνει. Στο κενό του χρόνου βελόνα η Δήμητρα με κλωστή του Πόθου, τις πύλες του Άδη στο ίσο πεδίο του σκοτώνει.


    Στην πρώτη οι σκιές της λόγου το βάζουν στα πόδια τρομαγμένες από τη θέληση της μάνας.


    Στη δεύτερη πύλη, βράχος με βάρος του βουνού, στο φύσημα της Δήμητρας αδύναμο αέριο της καύσης. Διαλύεται και φεύγει μακριά.


    Στην τρίτη πύλη, σκύλος με κεφάλια τρία, γιος του Τυφώνα και της Εχίδνας, ο Κέρβερος. Από τα στόματα σάλια τρέχουν και τα δόντια του σπαθιά. Η ουρά του Δράκου το κεφάλι. Με άγρια διάθεση τη Δήμητρα κοιτά. Το χέρι της απλώνει…


    Ο Κέρβερος τη γλώσσα και τη φλόγα. Η Δήμητρα του χαμού το γέλιο.


    Ο Κέρβερος στέκεται, πεινά και θέλει. Στο ανάποδα, πόδια τον ουρανό σκαλίζουν, τη κοιλιά του για χάδια της προσφέρει, κουτάβι που ζητάει αγάπη και φροντίδα.


    Στου τέταρτου τη πύλη, οι ψυχές του μετεώρου τους, των ζωντανών του κόσμους, στο μακριά βαστούν. Η Δήμητρα κόβει τα μαλλιά της και φωτιά τους βάζει. Ο καπνός του καλοκαιριού οσμή, τις ψυχές κάνει να ιδρώσουν. Σύννεφα να γίνουν και μετά βροχή. Το έδαφος διψασμένο πίνει, πίνει, πίνει και ρουφά και στο τέλος ψυχή μετέωρη καμιά.


    Στου πέμπτου τη θύρα, ο γέρος των κλειδιών της σοφίας και του παρά του λόγου, γρίφους σε μαύρο πιάτο της προσφέρει.


    Η Δήμητρα από τα ρούχα της, μικρό σακούλι βγάζει. Μέσα της λευκό, θρύμματα το αλάτι του Σκοπού. Τους γρίφους του γέρου πασπαλίζει. Αυτός στο στόμα του σιμά το φέρνει. Οι γρίφοι ψάρι, στης δόμησης τον άσπλαχνο ρυθμό, ζωντανά ξανά. Ο γέρος το στόμα ανοίγει και τα ψάρια στο μέσα του πηδούν.


    Ο γέρος θάλασσα όχι νεκρή ξανά. Γεμάτη πλάσματα του ζωντανού μωρά. Η πύλη ανοιχτή.


    Στην έκτη…


    Μικρό κορίτσι, με τα παιχνίδια παίζει.


    Η Δήμητρα τα γόνατα λυγίζει.


    Των Περσών η στερνή φωνή, τραγούδια για νεκρά παιδιά στον Αλέξανδρο δωρίζει.


    Στη Δήμητρας το πρόσωπο δάκρυα του ροζ, με το χρώμα του Ροδιού, τρέχουν και τα μάγουλα σκάβουν και φυτεύουν.


    Το κορίτσι, σταματά να παίζει και το προ σωπάκι της προς τη Δήμητρα κοιτά. Μάτια όμως δεν έχει, στον κόσμο που το φως δεν παίζει, τα μάτια νεκρώνουν και πέφτουν.


    Στο δικό της, η Δήμητρα, νιώθει, βλαστοί από Ροδιές, δάσος που ανθίζει. Φουντώνουν, ριζώνουν και με χαρά τα σπλάχνα τους γεμίζουν.


    Το κορίτσι δεν βλέπει, αλλά τη μυρίζει. Η μυρωδιά της, κουβέρτα παιδική το σώμα της αγκαλιάζει. Τα χείλη του τρέμουν στη στιγμής το τρανό παλμό.


    Το στόμα ανοίγει, τα χείλια μαύρα και η γλώσσα της λευκή. Η φωνή της χέλι και αηδόνι. Τον χρόνο λιώνει και το δρόμο του γλυκά ορίζει.


    -Μανούλα; Η Δήμητρα στόμα δεν έχει, μήτε φωνή. Το Δάσος από τις Ροδιές σπρώχνει τον ήχο από τα μπουμπούκια τους. Άγρια μικρά του ανέμου, άλογα που συναντιούνται και κοπάδι ρεύμα, δυνατό ποτάμι, συνθέτουν. Μία και μόνο λέξη, μία μόνο σημαία, μία μόνο φωνή.


    -Περσεφόνη…


    (-Μετά τι έγινε γιαγιά; Το μικρό κορίτσι στο τζάκι μπροστά τη φωτιά ρωτά.


    -Θα σου πω μικρό μου, τρυφερό μου παραμύθι, άδειασα, ρίξε μου και άλλο ξύλο και τη συνέχεια θα σου πω… )