Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο Χορός των 7 Συριγμών

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 4 Σεπτεμβρίου 2021.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Εκείνο το καλοκαίρι που όλοι σχεδίαζαν την μεγάλη τους έξοδο από την πόλη, εγώ δεν είχα χρήματα να πάω ούτε μέχρι την Ραφήνα. Είχα, όμως, την φαεινή ιδέα να πιάσω δουλειά σε μία εταιρία μεταφορών – κανονικό χαμαλίκι. Ήμουν ο μόνος Έλληνας ανάμεσα σε μία πανσπερμία φυλών.


    Πρωί-πρωί μπαίναμε σε μία ανήλια και αχανής αποθήκη για να αδειάσουμε ή να στοιβάξουμε αδιάθετα εμπορεύματα, συνήθως έπιπλα ή ηλεκτρικές συσκευές. Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα ήταν πνιγερή, με σύννεφα σκόνης να σηκώνονται στο κάθε σύρσιμο των ποδιών.


    Ήταν δουλειά για δυνατά κορμιά και όχι αδύναμα σαν το δικό μου. Μετά από τέσσερις-πέντε ώρες μεταφοράς βαριών αντικειμένων τα χέρια μου δεν βαστούσαν άλλο, άνοιγαν μόνα τους παρά την προσπάθειά μου να τα κρατήσω κλειστά.


    Όταν το είδε αυτό ο νταής της ομάδας με ξεμονάχιασε πίσω από κάτι καναπέδες και με τσάκισε στο ξύλο. Ήταν μηχανικά αλλά δυνατά χτυπήματα κυρίως στο πρόσωπο, στο στομάχι και το κεφάλι. Χτυπούσε χωρίς πάθος, σχεδόν χωρίς κακία. Μετά από κάθε δύο-τρία μπουκέτα άπλωνε το χέρι του για να το ασπασθώ. Μετά τους πρώτους τρεις ασπασμούς, προσπάθησα να φιλήσω το χέρι του όσο περισσότερο μπορούσα. Είχε παλάμες μεγάλα σαν φτυάρια και δάχτυλα σαν δαγκάνες εκσκαφέα. Χερούκλες που μετέπειτα θα λάτρευα να με πασπατεύουν αλλά και να με τσακίζουν.

    Έπεσα στα γόνατα χωρίς να πω τίποτα, να διαμαρτυρηθώ ή τίποτα άλλο. Είχα νιώσει πόσο δυνατός, πόσο ανώτερος ήταν, και ήταν η πρώτη μου φορά που υποτασσόμουν ολοκληρωτικά. Αυτό μου αρκούσε – απλώς μου αρκούσε. Έτσι, όταν ξεκούμπωσε το παντελόνι του δεν είχα καμία αμφιβολία για το τι έπρεπε να κάνω.


    Στο τέλος της μέρας παρουσιάστηκα στο αφεντικό σε κακά χάλια. Ο Πατρινός, όπως τον έλεγαν, γελώντας μού πέταξε κάτι κέρματα και είπε να περάσω και αύριο.


    Δεν ξέρω γιατί με κρατούσε, ίσως επειδή «διασκέδαζα» τους υπόλοιπους κατά τη διάρκεια του κάματου. Δεν ξέρω κι εγώ γιατί αποφάσισα να ξαναπάω.. Το σίγουρο ήταν ότι όλη εκείνη την νύχτα δεν έκλεισα μάτι, το κορμί μου έτρεμε σαν το ψάρι στη σκέψη ότι το πρωί θα βρισκόμουν ξανά εκεί.



    Πριν να ξημερώσει ξεκίνησα το περπάτημα για εκεί. Φτάνοντας ο ήλιος είχε μόλις ξεμυτίσει από τον Υμηττό. Σε λίγο ήρθε και η ομάδα των εργατών. Ο νταής μου με αγνόησε. Μπαίνοντας στον κλειστό χώρο της αποθήκης τον πλησίασα με το κεφάλι σκυφτό, ήθελα να του δείξω ότι του ανήκα!


    Μου άρπαξε το μπράτσο και με έσυρε σε μία γωνία. Εκεί χωρίς να γδυθούμε, μου έσκισε κυριολεκτικά σε δύο κομμάτια το σορτς και μου την έχωσε λες και ήξερε από χρόνια που και πώς να τη βάλει. Ένιωσα την απίστευτη ρώμη του να σουβλίζει τα εντόσθιά μου, ένα κτηνώδες ταίριασμα ψυχών.


    Είχα γίνει το ερωτικό δουλάκι του Σεβάχ, του νταή της ομάδας. Πάντα ήταν αυστηρός μαζί μου, πάντα δίπλα του στεκόμουν σούζα. Παρότι τους είχε όλους να του λιβανίζουν τα αρχίδια, ήξερα ότι εμένα γούσταρε περισσότερο να πηδάει. Κάθε πρωί και πριν ξεκινήσει η εργασία, τούρλωνα τα οπίσθια σε κάποια γωνία όχι προς δική του ικανοποίηση (εμείς το κάναμε άνευ προγράμματος), αλλά όσων ήθελαν να ξοδέψουν λίγα ευρώ από το μεροκάματό τους, αν και συνήθως το αντίτιμο για ένα πισωκολλητό περιελάμβανε άλλες εκδουλεύσεις.


    Πλέον, αντί να κουβαλάω καναπέδες φρόντιζα για το φαγητό και την ακόρεστη δίψα του προσωπικού, το οποίο είχε σταθεροποιηθεί στους έξι αυτούς νταγλαράδες. Επίσης, παρά τις άθλιες συνθήκες εκεί μέσα, πάσχιζα με νύχια και με δόντια για την σωματική τους καθαριότητα (κάτι που πάντα οδηγούσε σε ένα διαρκές ξυλοφόρτωμα). Τελικά, φρόντιζα για τις ψυχο-ερωτικές ανάγκες του καθενός. Ήξερα τις μικρές και μεγάλες ιδιοτροπίες τους και αυτό όχι με βάση τον χαρακτήρα αλλά τα σωματικά τους υγρά!


    Έτσι πέρασε ο Ιούλιος και ο Αύγουστος. Φυσικά το ξύλο δεν έλειπε ποτέ, συνήθως πριν και μετά την σεξουαλική πράξη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ήταν κάτι που εν μέρει τους ερέθιζε. Περισσότερο, πιστεύω, όλο αυτό είχε να κάνει με τις ταπεινώσεις και την ανέχεια που είχαν να αντιμετωπίσουν από νεαροί.


    Στην σκοτεινή πίσω πλευρά της αποθήκης, πίσω από σωρούς αντικειμένων, είχαμε φτιάξει τον γαμιστρώνα μας. Εκεί πάνω σε δύο-τρία βρωμοστρώματα που έζεχναν από χύσια και ούρα, μέσα στο σκότος πηδούσε ο ένας τον άλλον. Εγώ εκεί γαμιόμουνα καλά πάνω από δέκα φορές τη μέρα. Παρότι το ομοφυλοφιλικό ή το ομαδικό σεξ ήταν κάτι που ποτέ πριν δεν είχα γνωρίσει, τώρα ένιωθα να το θέλω κάθε μέρα και πιο πολύ. Υπάρχει μία ακόρεστη λαγνεία στο ανδρικό σεξ, κάτι σαν την ώρα αιχμής στους δρόμους της πόλης. Δεν έχει να κάνει με ποιον πας, αν είναι ωραίος ή άσχημος, και τι προτιμήσεις έχεις. Από τη στιγμή που μπεις μέσα στον χορό, θα χορέψεις.


    Μία μέρα, λίγο πριν το τέλος του μεροκάματου, πέρασε από τον οντά μου και ο Πατρινός για να μου πει ότι πρέπει να τσακιστώ να φύγω, με όλα αυτά τα οργιαστικά η δουλειά είχε αρχίσει να παίρνει πίσω. Κρατούσε το χέρι στο στόμα εξαιτίας της ανυπόφορης μπόχας εκεί χάμω. Σύρθηκα σαν δαρμένη σκύλα μέχρι τα σκέλια του και ξεκίνησα να του κάνω ένα παθιασμένο τσιμπούκι για να ηρεμήσει. «Έχεις γλυκό σπέρμα», του είπα στο τέλος.


    Την επόμενη, οι εργάτες - βασανιστές - εραστές μου, αντί να με στήσουν στη γωνία για να με περάσουν ένα χέρι πριν την εργασία, παραμέρισαν να περάσει ο Σεβάχ. Προς μεγάλη μου έκπληξη μαζί του ήταν ο Πατρινός. «Γδύσου», με πρόσταξε το αφεντικό, ενώ του έφερναν μία πολυθρόνα για να καθίσει. Ασυνήθιστος στο ημίφως της αποθήκης δεν είχε δει ότι ήδη ήμουν τσίτσιδος – σπανίως φορούσα κάτι πάνω μου. Τότε διέκρινα ότι πίσω από τον Πατρινό υπήρχαν δύο ακόμα φιγούρες.


    Δεν πρόλαβα να καταλάβω, ο Σεβάχ μου έδωσε μία ανάστροφη και αμέσως μου έφυγε κάθε περιέργεια. Με άρπαξε από τον σβέρκο και μου υπόδειξε να πάρω στα χέρια ένα μικρό σακί που βρισκόταν παράμερα. Το πήρα, ήταν γεμάτο πέτρες αν κατάλαβα καλά. Από συνήθεια το έβαλα στο ώμο. Έτσι όπως κουβαλούσα ολόγυμνος το φορτίο πάνω μου, ένιωσα την αχόρταγη λαχτάρα του νταή μου να με λιανίσει. Αλλά με έβαλε να σταθώ δύο μέτρα μπροστά από το αφεντικό. Την ίδια στιγμή μου έδωσε μία απαίσια γονατιά στο στομάχι και σωριάστηκα σαν χάρτινος πύργος στο τσιμέντο… Προσπαθώντας να βρω την αναπνοή μου ακούστηκαν επιφωνήματα απόλαυσης. «Έχουμε και κοινό», σκέφτηκα και έκανα να ξαναπιάσω το σακί για να σηκωθώ.


    Ο Σεβάχ με ξαναπήρε από το σβέρκο και με έβαλε να γονατίσω μπροστά από τον πρώτο από τους εργάτες, οι οποίοι είχαν σχηματίσει μία σειρά. Κρατώντας το σακί στον ώμο ξεκίνησα να παίρνω τσιμπούκι από τον κάθε εραστή μου. Κάθε φορά πριν φτάσω μέχρι τη μέση της δουλειάς, με έσπρωξε στον άλλον. Και έτσι πήγε μέχρι τον πέμπτο. Μετά σηκώθηκα, οι ώμοι μου τρέμανε σαν φύλλο συκής. Είχα σαμαρωθεί αυτό το σακί με αυτές τις πέτρες μικρού μεγέθους, για περίπου είκοσι λεπτά.


    Ο Σεβάχ με ξαναπήγε μπροστά στο αφεντικό. Αυτή τη φορά άνοιξε την χερούκλα του και άρπαξε χωρίς έλεος το καυλωμένο μου πουλί για να το λιώσει. Προς στιγμήν τον κοίταξα στα μάτια, μετά τα έκλεισα και ευχήθηκα να πεθάνω. Άφησα να πέσει ο σάκος και έπεσα ικετευτικά πάνω στους ώμους του, μετά κατρακύλησα από το στήθος στην κοιλιά του και σωριάστηκα. Η ατσαλένια λαβίδα του με είχε αφήσει. Έμενα να σκούζω σαν τη σκύλα πάνω στο τσιμέντο. Όταν ο πολύς πόνος κάπως καταλάγιασε, κατάλαβα ότι βρισκόμουν ακριβώς στα πόδια του Πατρινού που γελούσε με την ψυχή του!


    «Ας σοβαρευτούμε», τον άκουσα να λέει καθαρά. Είχα αντανακλαστικά γονατίσει σε βαθύ κάθισμα και με το ένα χέρι ακουμπούσα τα αχαμνά μου και με το άλλο τεντωμένο μπροστά, σε στάση ικεσίας, άγγιζα τα παπούτσια του αφεντικού.


    «Πάρε το σακί και βάλε αυτές τις πέτρες, είναι ποταμίσιο χαλίκι, μέσα σε αυτούς τους δύο κουβάδες. Διάλεξέ τες μία-μία». Είπε με απαλή φωνή. Σύρθηκα και βάλθηκα να προσπαθώ να ανοίξω το σακί, άδικος κόπος. Με μία δρασκελιά και ένα μαχαίρι ο Σεβάχ το έσκισε και έγειρε το βαρύ κορμί του στρέφοντας τώρα την λάμα προς εμένα. Ταυτόχρονα είδα το μαχαίρι που άστραψε στο μισόφωτο και την ίδια στιγμή άκουσα ένα γυναικείο τσιριχτό στο αέρα! Αμέσως κατάλαβα, όλη την ώρα ο νταής μου έκανε τον καμπόσο μπροστά στην προσκεκλημένη. Τέντωσα το κορμί μου όσο μπορούσα μπροστά στην κοφτερή λεπίδα του, για να τον προκαλέσω…

    «Έλα τελείωνε με αυτό που σου είπα. Παρεμπιπτόντως, Να σου συστήσω την κόρη μου μετά του συζύγου της», ακούστηκε λυτρωτικά η φωνή του αφεντικού, που συνέχισε: «Ξέρεις, από παιδί με είχαν συνεπάρει οι ιστορίες της Παλαιάς Διαθήκης, όλες αυτές οι βιαιοπραγίες, οι φόνοι...»


    Ξεκίνησα να διαλέγω ένα-ένα τα βότσαλα από το σακί και να βάζω στους κουβάδες. Βαριά κομμάτια τα πιο πολλά, γέμιζαν την χούφτα μου. Είχαν ακανόνιστο σχήμα, κάποια ήταν λεία και κάποια αιχμηρά. Σκουροπράσινα τα περισσότερα αν έβλεπα καλά.


    «Αυτό που με εντυπωσίαζε, όμως, περισσότερο ήταν η σκηνή που το αγριεμένο πλήθος θα έστηνε στον τοίχο κάποια μοιχαλίδα για να την λιθοβολήσει…» Στο σημείο αυτό έστρεψα έκπληκτος το κεφάλι μου προς τα πάνω. Ο Πατρινός ονειροπολώντας συνέχισε να λέει: «και σήμερα ένα παιδικό μ ου όνειρο θα γίνει επιτελούς πραγματικότητα»! Άκουσα τον γαμπρό του να χαζογελάει.


    Τελείωσα με τους κουβάδες και σηκώθηκα στα πόδια μου. «Όπως επιθυμείτε, αφεντικό», του είπα σχεδόν ψιθυριστά και καταπρόσωπο.


    «Προστάτευσε το κεφάλι», είπε.


    «Ευχαριστώ», είπα ταπεινά.


    Μέτρησαν έξι βήματα και με έστησαν απέναντί τους, με την πλάτη γυρισμένη, τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια μου τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι. Περίμενα για λίγο έτσι, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο η στιγμή ήταν πολύ ηλεκτρισμένη. Η αλήθεια ήταν ότι έτρεμα σύγκορμος και σκέφτηκα καλύτερα να με σκοτώσουν παρά αυτό.


    Η πρώτη ριξιά, ευτυχώς όχι τόσο δυνατή, με πέτυχε ακριβώς στην δεξιά ωμοπλάτη. Με τράνταξε και έκανε το σώμα μου να πεταχτεί με έναν εντελώς απρόβλεπτο και νευρόσπαστο τρόπο. Ήταν ανώφελο για τα κόκαλά μου να αντιστέκονται σε ένα βουνό…


    Μετά τις τρεις-τέσσερις πρώτες ρίψεις, ξεκίνησαν να πετούν μία-μία τις πέτρες πιο δυνατά. Παρότι ο ήχος που άφηνε το βότσαλο πάνω στο σώμα δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο, σίγουρα αυτός που έριχνε απολάμβανε το τσάκισμα που προκαλούσε.


    Μετά από καμία δεκαριά πέτρες που είχαν βρει καλά το στόχο τους και είχα κυλιστεί χάμω μη μπορώντας να κρατηθώ στα πόδια μου (κάτι που δεν έκανε τις ρίψεις να σταματήσουν, αντιθέτως πρέπει να πρόσφερα ακόμα μεγαλύτερο θέαμα στους παρευρισκομένους), ο Πατρινός έδωσε εντολή να σηκωθώ και να γυρίσω με πρόσωπο προς αυτούς.


    Σκούπισα τα δάκρυά μου, μάζεψα τα ξεχαρβαλωμένα μέλη μου, έκανα ότι μπορούσα να στήσω το κορμί και τύλιξα όπως καλύτερα μπορούσα τα χέρια γύρω από το κεφάλι. Απέναντί μου διέκρινα να ζυγίζει την πέτρα του ο Σεβάχ. Άφησα τα χέρια μου να πέσουν κάτω και τα τράβηξα πίσω για να στηρίξουν τη μέση μου.


    Κόντευαν ήδη τρεις μήνες που κρατούσε αυτή η «τυραννισμένη» σχέση μεταξύ εμένα και εκείνου. Είμαι σίγουρος ότι ένα κομμάτι του εαυτού του με γούσταρε τρελά και ένα άλλο με αποστρεφόταν. Είχα προσπαθήσει πολύ να τον κερδίσω και όσες φορές πίστευα ότι είχα φτάσει στην πηγή να πιω νερό, έτρωγα μία δυνατή μπουνιά στο στομάχι… Η θέση μου ήταν συγκεκριμένη, αυτή του δουλικού. Και τώρα, στημένος στα έξι μέτρα απέναντί του το είχα επιτέλους μάθει το μάθημά μου. Έστω και έτσι, με την ψυχή μου έτοιμη να πετάξει. Αλλά καλύτερα έτσι, αυτή είναι η ακριβή μοίρα του σκλάβου: να αφήνει την τελευταία πνοή στα πόδια του Αφέντη του. Δεν έχω παρά αυτήν την τελευταία πνοή να βγάλω για εκείνον και θέλω να το κάνω χωρίς ίχνος αυτολύπησης!


    Φρικτοί πόνοι διαπερνούσαν σαν υπόγεια νερά εσωτερικά το κορμί μου. Το επόμενο χτύπημα που θα μου κατάφερναν θα ήταν θανατηφόρο. Άνοιξα τα μάτια και είδα το μπράτσο του να σηκώνεται απαλά στο θάμπος. Μια γαλήνια αίσθηση με πλημμύρισε…


    «Σταμάτα!», φώναξε δυνατά ο Πατρινός. Σηκώθηκε και ήρθε να σταθεί δίπλα μου. Εγώ ακόμα σαν άγαλμα, πετρωμένος, με τα χέρια πίσω στηριγμένα στη μέση. Τράβηξε τον καρπό μου και έβαλε στο χέρι μου την πέτρα που θα με αποτελείωνε. Ήταν αιχμηρή σαν το λεπίδι.


    «Τι είδες;» μου είπε.


    «Τον θάνατό μου», απάντησα.


    «Πώς ήταν;», ρώτησε.


    «Γλυκύς», είπα.



    2


    Όλοι οι «εραστές» μου ήταν γομάρια, βαριά σώματα με χοντρά παλαμάρια. Στην διάρκεια της ερωτικής πράξης ήταν τρυφεροί, αν και κάποιες φορές άγαρμποι. Για εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα που έχυναν, το πρόσωπό τους έπαιρνε μία παιδιάστικη έκφραση, ζούσαν ένα όνειρο. Συνήθως μετά «ξυπνούσαν» κάπως απότομα, μου έδιναν μία σπρωξιά να ξεκολλήσω πάνω απ’ την κοιλιά τους και άναβαν τσιγάρο – κάτι που φάνταζε σαν αστέρι μέσα στο άραχλο σύμπαν της αποθήκης.


    Οι πιο μερακλήδες μετά από κάθε ρουφηξιά πλησίαζαν την καύτρα του τσιγάρου γύρω από το κουλουριασμένο κορμί μου και με διάθεση για παιχνίδι με τσουρούφλιζαν. Με παιδεύανε μέχρι να χορτάσουν τους αναστεναγμούς μου και τους σηκωθεί για λίγο ακόμα για να τους την πάρω στο στόμα, ενώ θα άναβαν ένα δεύτερο τσιγάρο.


    Στις αρχές του Σεπτέμβρη και μετά από κάτι αλλαγές στη σύνθεση της ομάδας, ξεκίνησα κατά το μεσημεριανό διάλλειμα να δίνω μία παράξενη χορευτική παράσταση. Τον ίδιο καιρό άρχισα να έχω την αλλόκοτη εντύπωση ότι όλο αυτό που βίωνα, πέρα από το να γλύφω κώλους, όλο αυτό κάπου οδηγούσε, ότι πήγαινε να βγει κάποιο νόημα. Υπήρχε και ένας νέος τυπάκος ανάμεσα στην ομήγυρη που μου φαινόταν ότι συγκέντρωνε τα βλέμματα των άλλων, φαινόταν να ‘ναι κάτι σαν ιερέας – μπορεί και όχι.


    Κάποια πράγματα είχαν αλλάξει. Οι ξυλοδαρμοί, για παράδειγμα, που πάντα ήταν μέσα στο ημερήσιο πρόγραμμα, τώρα είχαν αρχίσει να γίνονται πιο μεθοδικοί, περισσότερο προγραμματισμένοι, ιδιαίτερα εκεί λίγο πριν το μεσημεριανό διάλλειμα, δηλαδή λίγο πριν βγω στην «πίστα».


    Η ρουτίνα της «παράστασης» ήταν η εξής: κατά τη διάρκεια που οι άλλοι θα έτρωγαν οκλαδόν το φαγητό, που τους ετοίμαζα όλο το πρωί, θα ερχόταν ένας από την ομάδα και θα με τραβούσε λίγο παράμερα για να με ξυλοφορτώσει. Συνήθως θα κρατούσε ένα λαστιχένιο ή ξύλινο ραβδί. Ποτέ δεν θα καταφέρω να πω πιο προτιμώ καλύτερα…

    Ήδη εγώ θα στεκόμουν γυμνός και ακουμπούσα στον τοίχο για να εκθέσω όσο καλύτερα γινόταν τα σημεία εκείνα του σώματός μου που με το ραβδί υποδείκνυε ο βασανιστής μου ότι θα λιανίσει. Μερικές φορές επέμενε πάνω σε μία ορισμένη στάση που έπρεπε να κρατήσω, επέμενε να «πελεκάει» ένα συγκεκριμένο σημείο (τα μπούτια ή την κοιλιακή χώρα, για παράδειγμα), κάτι που αποδεικνυόταν αρκετά βασανιστικό.

    Καθώς οι υπόλοιποι μέσα στο σκοτάδι έχωναν λαίμαργα τα δάχτυλα τους στο λευκό πιλάφι, καταλάβαινα ότι τα πνιχτά βογγητά μου αποτελούσαν μουσική για τ’ αυτιά τους.


    Μετά, χωρίς να πάρω ανάσα, θα σερνόμουν απ’ τα μαλλιά μπροστά στην ομήγυρη για να ξεκινήσω να κουνιέμαι. Έτσι, τσιτσίδι και καλά δαρμένος, χωρίς μουσική, χωρίς παλαμάκια, χωρίς επιφωνήματα, ξεκινούσα ένα αυτοσχέδιο τσιφτετέλι αποτελούμενο από σπασμωδικές κινήσεις της μέσης. Και να ήθελα κάτι περισσότερο δεν με άφηνε ο πόνος. Ο πόνος που έμοιαζε να κατευθύνει το τσακισμένο μου κορμί.


    Μετά από λίγο όλοι σηκώνονταν και ξαναπιάνανε δουλειά, εγώ μάζευα ποτήρια και σκεύη και άπλωνα γιασεμόλαδο στο κορμί, όπως μου είχαν πει να κάνω.


    Με τον καιρό το κορμί μου άρχισε να αποκτά κίνηση, με τον ίδιο τρόπο που ένα κομμάτι μάρμαρο αποκτά ρυθμό στα χέρια ενός γλύπτη. Ο χορός μου είχε αρχίσει να «πασπαλίζεται», τολμώ να πω, από χάρη. Το περίεργο είναι ότι δεν ήμουν εγώ αυτός που έδινε εντολή για κάτι τέτοιο, περισσότερο θα έλεγα ήταν μια αντανακλαστική κίνηση του ίδιου του σώματός μου.


    Τότε ήταν, λοιπόν, στη μέση μιας «παράστασης», καθώς περιέστρεφα αργά και μελωμένα τους γλουτούς μου, ήχησε ένας δυνατός συριγμός στον βρώμικο αέρα της αποθήκης και λίγο μετά ένας άλλος. Είχα τόσο συνηθίσει να χορεύω στα σκοτεινά και στην απόλυτη σιγή, που όλο αυτό μου φάνηκε σαν αστραπιαίος φωτισμός μετά μουσικής! Το τρίτο σφύριγμα έσκισε τον αέρα ακόμα πιο δυνατά και το βίωσα με όλο μου το είναι. Μία καλοζυγισμένη βουρδουλιά είχε τραντάξει και πρέπει να είχε αποτυπωθεί απ’ άκρη σ’ άκρη στα καπούλια μου.


    Η έκπληξή μου ήταν πιο μεγάλη από την χαρακιά, και αυτό γιατί αισθάνθηκα ότι τώρα είχα ξεκινήσει να περιστρέφω και να τουρλώνω ακόμα περισσότερο τους γλουτούς γύρω απ’ την λεκάνη μου, ενώ η κυκλοφορία του αίματος ολοένα συσσωρευόταν γύρω από αυτή την περιοχή. Ακούστηκε και τέταρτη, πέμπτη, έκτη και έβδομη φορά ο συριγμός του βούρδουλα να σκίζει αριστοτεχνικά την πλούσια σάρκα.


    Με τρόμο διαπίστωσα ότι ή στύση μου είχε φτάσει σε άγνωστα ύψη, ενώ την ίδια στιγμή ένα αδύναμο ρυθμικό παλαμάκι που ολοένα δυνάμωνε άρχισε να ακούγεται από τους θεατές. Τότε ένιωσα τον μαστιγωτή μου να ακουμπάει τη δική του στύση από πίσω μου. Χωρίς να σταματήσω να χορεύω, παραδομένος πλέον στην ενδοφλέβια ένεση του ιερουργού, άρχισα να τραντάζομαι μπρος-πίσω, σε μία περισσότερο παραληρηματικού χαρακτήρα κίνηση, με τη διείσδυση ολοένα να αυξάνει τη διαδρομή της χωρίς να διακόπτεται λεπτό.


    Ήταν ο χορός μου που είχε απλωθεί σαν μαγικό χαλί και μας ζευγάρωνε. Έτσι, εκείνος, κατάφερε να με τυλίξει σφιχτά σαν ανακόντα. Ο χέρι του γλίστρησε ακόμα πιο κάτω από το ιδρωμένο στομάχι μου για να γραπώσει το καυλί μου. Εγώ, με την καρδιά να τυμπανίζει σαν ελαφίνας, συνέχιζα να λικνίζομαι ανεβασμένος ψηλά πάνω στον κωλομπαρά μου.

    Και όταν ακούστηκε εκκωφαντικά στα αυτιά μου το τελευταίο ρυθμικό παλαμάκι, ένιωσα καυτό το σπέρμα του να καψαλίζει τα σωθικά μου, και μαζί του πετάχτηκε αφρώδες το δικό μου, με τον τρόπο που κάποιος μεθυσμένος ξημερώματα τρακάρει πάνω σε πυροσβεστικό κρουνό!