Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο βιασμός της Κασσάνδρας

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 12 Οκτωβρίου 2025 at 10:25.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    Ο Max ένα γέρικο σκυλί του παραλλήλου ρηματικός με τον νεκρό του φίλο Ham να μιλά, που τον ακούει με προσοχή.

    -Τα θηλυκά είναι πλάσματα για τα ‘ρσενικά μυστήρια και στην ακινησία τρέχουν. Όχι όλα φυσικά και ούτε φυσικά το όλες, όχι.

    Max the Dog is dead !!!

    -Την αρχή αυτά χαρακώνουν και με αόρατα ηνία το πέρας τους st αρσενικά ορίζουν. Η τροχιά αυτή και ό,τι μέσα θε να αν οικει, αυτό δικό της θα ‘ναι.

    -Συμφωνείς; Πάνω στο σώμα του νεκρού, μύγες που έχουν στρατοπεδεύσει. Κατά φατικά βομβούν και ο Max μια ανάσα παίρνει.

    -Σαν το πρωτόνιο με τη τροχιά του ήλου. Τροχιές να διανύουν με ροπή και σθένος. Ενέργεια να δρέπουν και στη μάνα να προσφέρουν, μ’ αν κάποιο από αυτά από τη στερνή στοιβάδα φύγει, τότε λεύτερο θα είναι…

    The Replica’s war, sum e day

    O Max σηκώθηκε. Στη γωνία του τείχους της Τροίας πήγε, το πόδι ανασήκωσε και κατούρησε. Το τείχος τρεμόπαιξε και στην άλλη του μεριά, υγρό να είναι.

    -Θα’ ρθεις; Γύρω του σκοτάδι, κουφάρια και πτωματοφάγοι…

    Ο πόλεμος της Τροίας (Ραψωδία Ζ)

    Οι Αχαιοί όλοι σχεδόν χορτάτοι να κοιμούνται. Ολούθε τους η Πρώτης τάξης μέρα του πολέμου γερνάει και σαπίζει. Από τις σάρκες η Δεύτερη γεννιέται και την κορυφή ψηλά σηκώνει.

    Σ’ ένα του αδιαπέραστου της Τροίας τείχος, πόρτα εμφανίζεται στα μουλωχτά και αθόρυβα. Μοιάζει με τις πύλες μα στο ύψος και στο φάρδος ένα το πλάσμα που χωρά. Η πόρτα ανοίγει και από μέσα φιγούρα κρυμμένη σε μανδύα, στις σκιές βουτά και στο σκοτάδι χάνεται.

    Σε μια Ιθάκη μακριά κι εκεί η μέρα μούσκεμα ξυπνά. Η Πηνελόπη στο χάραγμα σηκώνεται τον Τηλέμαχο σκεπάζει…

    -Καιρός υγρός, ύπουλος ιός, το παιδί να μη χαλάσει!

    …και στο μπαλκόνι βγαίνει. Μια πόλη παραδομένη στην ομίχλη οι σκέψεις όχι.

    -Τι κάνει; Του φιλιού ο αχνός που στους θεούς προσφέρει και έξω βγαίνει. Η Αργώ μαζί της.

    -Τι να κάνει καλή μου ο κύρης σου ο αγαπημένος; Τον Δυσσέα αναλογίζεται τον άνδρα τον μεγάλο.

    Τη θετή και πόρνη τη ξαδέρφη της πήγε δήθεν για να σώσει αν και…

    Λίγο πριν οι Αχαιοί έρθουν στο έπος να τον σύρουν κάτι κακό συνέβη.

    Κάτι που τις κολώνες της λογικής συντάραξε, κλόνισε και μέσα βαθιά του μπήκε.

    Το βλέμμα του ρηχό ποτέ, ήρεμο και σίγουρο. Αλλά τώρα μαύρο δίχως πέρας το πηγάδι και απ’ τη γαλήνη του φευγάτο. Σποραδικά να βλέπει το βλέμμα του Δυσσέα που πάλευε, καρυδότσουφλο μικρό στα κύματα.

    Το άγγιγμα του πριν, οικείο και πάντα φιλικό. Γνώριζε πως τρυφερά την αγαπούσε και ας μην ποτέ του να την πόθησε. Δίπλα της να στέκεται και από σέβας ποτέ πολύ κοντά της.

    Η καρδιά του σ’ άλλη άνηκε και ας εκείνη τον είχε απορρίψει.

    Ήταν νύχτα ο καιρός τον κύκλο βαριά του έκανε, ήσυχα και δίχως μικρούς θορύβους. Ένα ουρλιαχτό που σκύβει και τον δρόμο πιάνει. Στα δύο τον ανοίγει και από εκεί γυμνό, υγρό και ανίερο, το πράγμα του ξεφεύγει.

    Η Πηνελόπη πετάγεται…

    -Που; Ποιος; Όχι πατέρα δεν το έκανα εγώ. Η σύγχυση για λίγο μπερδεμένη την κοιτάει και μετρά…

    -Ο Δυσσέας!! Τρέχει, σκοντάφτει και στο πάτωμα τον βρίσκει. Τα μάτια του απ’ του κυνηγού…

    …κυνηγημένα, τρομοκρατημένα, τη μάνα του να ψάχνουν, το αν να πάρει μακριά.

    -Άνδρα μου ;!; Αυτός στο έδαφος να σέρνεται και στα στη πόδιά της να αγκυλώνεται. Το χέρι του την αρπάζει και απότομα τινάζεται.

    -Όχι δεν ήταν αυτός. Μισό του Οδυσσέα και το άλλο το μισό να αναδύεται από το βυθό και κάτω.

    Ο χρόνος που ακολούθησε μανιακός, φευγάτος. Κάποιος άλλος μαζί του έμενε…

    Δίχως τύψεις κι ενοχές, να γκρεμίζει τα μέρη τα οικεία, στις μέρες του τρελού.

    Φάντασμα, θαμμένος, περίσσια η αντοχή του καλού της, αλλά ο άλλος ανίκητος. Σιγά και σταθερά τα ηνία αποκτούσε.

    Με τα μαλλιά του ανακατωμένα και τα γένια λυσσασμένα στο παλάτι να γυρνά και όλοι μακριά να φεύγουν. Της παράνοιας ο οίκος ο μικρός, τις μέρες κείνες. Οι Αχαιοί σ’ αυτήν τη κατάσταση τον βρήκαν, επίτηδες νόμιζαν πως το χαμένο έκανε.

    -Μα όχι το βλέμμα ήταν του τρελού ή μήπως όχι;

    Το σπαθί του στη σιγή άρπαζε για να πληγώσει ανεμόμυαλους και στην επόμενη στιγμή με το άροτρο στη θάλασσα βουτούσε. Του ασύμμετρου του Ζυγού Ζευγά οι λάτες, στα αριστερά σκυλόψαρα και στα δεξιά γουρούνια.

    -Τις θάλασσες ‘γω θα ‘ργώσω.

    -Ψέματα το κάνει. Ο Παλαμήδης σίγουρος και ευτυχισμένος που τον Δυσσέα μπορούσε πια να ξες και πιάσει.

    -Φέρτε τον Τηλέμαχο. Μωρό παιδί χρονισμένο ακόμα όχι.

    -Πετάξτε το στη θάλασσα !χ!

    -Μη !!!! Η Πηνελόπη να σφαδάζει, ο Δυσσέας σταματά και στέκεται. Μια εξ’ ανάγκης ανακωχή, συμβιβασμό, συνθήκη, γυρνά και τον Τηλέμαχο από το νερό ψηλά σηκώνει…

    Στον πύργο από τους τρεις της Τροίας τον αριστερό, κοιμάται η Κασσάνδρα.

    Στα όνειρα της θεριά οι φωτιές που την Τροία πίνουν. Αυτή να προσπαθεί να σώσει αυτό που ποτέ δε σώζεται.

    Τα μάτια της πετά στη φλόγα, βρέφος για να σώσει, αλλά αυτά μαζί του καίγονται. Στο απότομο ξυπνά, δέντρο που φρενάρει.

    Οι φωτιές ακόμα ψάχνουν. Από την κλίνη της πετάγεται, στο μάρμαρο γυμνή να αντανακλάται. Ευάλωτη ποτέ και ας μη με ευγλωττία, να μη μπορούσε να μιλήσει. Στο παράθυρο της φτάνει κι έξω…

    …φλόγες παντού.

    -Αθηνά μου!! Οι φλόγες στο φόβο της θεάς στα πόδια, χάνονται και μαζί τους παίρνουν…

    -Άλογο ήταν αυτό; Προμήνυμα; Ψέμα ή αλήθεια;

    Ένα του χρόνου δέντρο της Κασσάνδρας, προς τα πίσω στο ύψος μπαίνει. Η Κασσάνδρα το τηρά λες και απτό εμπρός της και όταν μετά από λίγο σταματά…

    -Πρίαμε ανησυχώ. Μόνα να μείνουν τα παιδιά στης νύχτας το Ναό;

    -Εκάβη, έτσι τους πρέπει. Μόνα, ώστε οι θεοί να τα βλογήσουν.

    Η Εκάβη ακίνητη, δε φεύγει. Ο Πρίαμος από τον ώμο της τη πιάνει.

    -Μαζί μου έλα, θα τα προστατέψει ο Απόλλωνας.

    Η Κασσάνδρα η πρώτη που ξυπνά. Στη σαβάνα του μαρμάρου έρπει η πάχνη, μα οι γούνες που τα παιδιά σκεπάζουν του θερμού σχεδίες. Ο Έλενος, μια παλάμη από αυτήν, ήρεμα βαθιά κοιμάται. Το φως από τους πυρσούς που καίνε δυνατό. Τους δείχνει, αλλά μακριά τους.

    -Γεια σου! Η Κας στο τρόμο της γυρνά, του αλαφρού ο ίσκιος της. Ένα παιδί στο ύψος της, στα χρόνια άραγε το ίδιο;

    -Γεια σου. Ποιος είσαι; Άλλο φως, πιο ισχυρό μα τρυφερό, από τα χρυσά μαλλιά του μελωδία που αναβλύζει.

    -Ο Απόλλωνας. Η Κας σαν Χήνα τον κοιτάει. Αποκλείεται.

    -Μα ο Απόλλωνας θεός και εσύ παιδί μικρό. Αυτός χαμογελά κι αυτή μαζί του. Δίπλα της κοιτά.

    -Έχω κι εγώ μια αδερφή, την Αρτ.

    -Την θεά του κυνηγιού; Την Άρτεμις; Κι αυτή παιδί;

    Ο Απόλλωνας γελά κι αυτή κοντά του. Το φως που ξεχειλίζει σε ήχους συσπειρώνεται και νότες που χορεύουν πλάθει.

    -Από τότε που γεννήθηκε η Αρτ παιδί ποτέ δεν ήταν. Το χαμόγελο του κάνει πως θα σβήσει. Λέγεται πως έβλεπε το μέλλον. Το χαμόγελο ξανά σηκώνει και στην Κας νερό προσφέρει.

    -Πιες. Αυτή είναι η όραση μου. Η Κας πίνει και για τον αδερφό της το μισό κρατά.

    -Μη τρομάξεις με τα φίδια. Κακό ποτέ δε θα σου κάνουν. Η Κας ήρεμη, του παρά δοσμένη αργεί τη λέξη του να αρμέξει.

    -Τα φίδια; Και όταν την ακούει, ο Απόλλωνας έχει φύγει μακριά. Γύρω της γυρνά, ο Έλενος ακόμα να κοιμάται. Όρθια σηκώνεται, κορίτσι ρωμαλέο αν και ποτέ στο παρελθόν δεν ήταν. Τότε από μακριά τα βλέπει.

    Πάχος του κορμού και μήκος του βουνού. Τα μάτια τους στο χρώμα κίτρινα, στο μέγεθος αχλάδι.

    Η Κας ορθή απέναντι στα φίδια αλλά με τι να αμυνθεί; Μια ιδέα έρχεται και από τη σχεδία φεύγει. Να τα παρασύρει μακριά στο Δάσος, στη φωτιά. Προς τους πυρσούς κινείται αλλά μόνο το ένα από τα φίδια την ακολουθεί. Όταν στο πέρας φτάνει το άλλο φίδι τον Έλενο έχει απομονώσει.

    -Όχι, μη ! Ένα βήμα κάνει κι ένα πιο κοντά σ’ αυτή το φίδι.

    -Άφησε τον σε παρακαλώ, τι από εμένα θέλεις;

    -Η γλώσσα και ο λόγος σου, σαν τα δικά μας να γίνουν.

    -Δηλαδή;

    -Από μια πηγή να ξεκινά σε διχάλα να ανοίγει. Για ένα να μιλάς αλλά δύο αυτά να δείχνουν.

    -Μα άλλοι, πόσα από αυτά θα κατανοούν και πόσα θα πιστεύουν;

    -Από αυτά κανένα. Η Κας το σκέφτεται, μικρό παιδί ακόμα και το φορτίο είναι βαρύ. Προς τον αδερφό κοιτά, με την αγάπη γέρνει. Την προσοχή που ο κάθε άνθρωπος ανάγκη έχει ξεπουλά, για το καλό ή το κακό των άλλων.

    -Εντάξει, αλλά μόνο τη δική μου γλώσσα. Το φίδι ορθώνεται και τους δράκους που το κορμί του στολίζουν με έντονα χρώματα στυλώνει.

    -Τι σε κάνει να πιστεύεις πως σε θέση για παζάρια είσαι; Η Κας τον πυρσό αρπάζει και τον στρέφει προς τον εαυτό της.

    -Όπως και να έχει του ενός τη γλώσσα θα ‘χετε. Τι θέτε; Πρόθυμα αυτή να σας δίνεται ή όχι;

    Η νύχτα του δίχτυα της μαζεύει και στην άλλη τη μεριά περνά, το πρωί τη θέση τη κενή γεμίζει καθώς η Εκάβη και ο Πρίαμος μέσα στο ναό εισβάλλουν. Τα παιδιά να κοιμούνται με τα φίδια αγκαλιά…

    Η Κασσάνδρα το δέντρο ακολουθεί μόνο με το πνεύμα. Το πρώτο της κλαδί περνά, εδώ στα χρόνια τρία, άλλο ένα κι εδώ στα πέντε, μετά οχτώ…

    Κλάματα, φωνές, τσαμπιά γεμάτα με λυγμούς και λέξεις, μα στο νερό χάρτινες οι βάρκες που φεύγουν μακριά.

    -Paris!!

    -Τι έκανε μικρή μου;

    -Αλογάκι, φωτιά, φου φου, πεθαίνει. Η Εκάβη τον Paris γυρνά κοιτά μ’ αυτός στο πρώτο του τέταρτο αθώος μοιάζει. Στα χέρια του δύσμορφα ‘λογάκια και ξύλινες κουκλίτσες. Εμπρός στο τζάκι παίζει.

    -Paris ?

    -Ναι maman;

    -Τι λέει η Κας; Την κοιτά κι αυτός, ολόγιομου του παιδιού φεγγάρι.

    -Δε ξες μαμά; Τουτουρουτουρουτου, τα λόγια της μεικτά, να τα καταλάβει κάποιος δεν μπορεί. Να τρομάξει ναι.

    Η Εκάβη προς τον Έλενο στροφή, αυτός στα περιστέρια.

    -Αχ Απόλλωνα, με τα πουλιά μιλά, όλα μου τα παιδιά λειψά, πόσα ακόμα χρειάζεται να κάνω;

    -Έλενε;

    -Ναι μητέρα;

    -Έκανε τίποτε ο Paris;

    -Όχι μητέρα, ο Paris δεν έχει κάνει κάτι.

    Η Εκάβη το φως στη Κασσάνδρα πίσω. Αποδοκιμασία, φεύγει.

    Στις φλόγες που χορεύουν φουντωμένες μέσα στο τζάκι, η Κας τον Paris δίχως κεφάλι βλέπει, την Τροία να χάνεται και μια φοράδα που φέρνει μέσα της παιδιά…

    Σαν ερπετό γλιστρά η της θήλυς η φιγούρα, ανάμεσα στους σκοπούς του στρατοπέδου. Με το ‘να μάτι ανοιχτό και οι δυο μαζί δυο να αθροίζουν.

    Στις σκιές σκιά και στο φώτα φως κι αυτή. Με το μανδύα που φορά να κουβαλά τη μνήμη της προηγούμενη στιγμής στο σημείο της εικόνας που τώρα είναι. Εκεί πριν κανείς και τώρα ο κανένας στέκεται.

    Τα σκυλιά τη μυρίζουν, να φωνάξουν όχι, το άρωμα της ψάχνει στη ψυχή τους, το οικείο γι’ αυτά ‘να καλύπτει και ως πιστή να από μιμείται.

    -Πέρασε Κυρά, εσύ στα μέρη μας πάντα του κάλους η δεχούμενη.

    Μεγάλη και της καμπύλης η σκηνή του Αχιλλέα και δίπλα της ιδιόμορφη και με πετράδια στολισμένη του Πατρόκλου.

    Αυτή τη σκηνή κανείς δε τη φυλά, ποιος θα τολμούσε στη φωλιά του τέρατος να μπει;

    Μέσα μπαίνει δίχως την πύλη να ταράξει. Στα των κβάντων τα κενά η ύλη της περνά, καταλύτης το κατάλληλο πεδίο.

    Ένα τεράστιο, δώματος μεγέθους, κρεβάτι και πάνω του ανάσκελα το θεριό ο Πάρτο !!! Στα πόδια του ανάμεσα δέντρο μικρό φυτρώνει. Για αμπέλι θηριώδης και για αυτό που είναι…

    -Κτήνος! Η γυναίκα δίχως βιάση και με του γνώστη τις κινήσεις, το κορμό του κάνει ακόμα να φουντώσει και τώρα μικρό αλλά ορθωμένο…

    -Κυπαρίσσι !! Στα όνειρα του Πάτροκλου λέαινά που σέρνει αρχοντικά εισβάλλει. Μαζί της παίζει, την κυνηγά και χιλιόμετρα μετά τη καβαλά με σθένος. Αντιστέκεται αυτή και γυρνά και τα δόντια της στη σάρκα χώνει. Το στόμα της μέγγενη και στο πόνο καθηλώνει. Εκεί να τον βαστά μέχρι που αυτός το λευκό του καταρράκτη στο περιβάλλον απελευθερώνει.

    Τα γατίσια μάτια του ο Πάτρο ανοίγει, τι όνειρο κι αυτό;

    Εμπρός του και επάνω του να κάθεται, με τη πλάτη στο κορμό που ξεφουσκώνει να στηρίζεται η AwwA.

    -Τι θέλεις εσύ εδώ; Το σώμα του ακόμα σε λήθαργο πιασμένο, στις εντολές του δεν ακούει. Η AwwA στο αργά σηκώνεται, μεγάλο το σπαθί που στα χέρια της βαστά.

    -Που είναι;

    -Ποιος;

    -Ο Ένα. Ο Πάτροκλος προδότης δεν ήτανε ποτέ. Αρνείται ακόμα και όταν το σπαθί, άηχη ρωγμή παράγει στη δεξιά πλευρά του δέντρου.

    -Που είναι;

    -Δεν πρόκειται ποτέ από εμέ μάγισσα να μάθεις! Η AwwA στο χαμό του να γελά και στο αίμα που κυλά τα λόγια της να γράφει.

    -Αν εσύ δεν μιλήσεις τότε σειρά θα έχει ο Αχιλλέας. Ο Πάτροκλος ένα πάντα είχε ιερό. Το κακό του Αχιλλέα ποτέ κανείς να μη το βρει.

    -Πάνω στα βουνά με τη δούλα την Ιόλη. Η AwwA σκοτεινιάζει.

    -Τι μαζί της κάνει;

    Ο Πάτροκλος γελά και στη ζήλεια τάζει.

    -Τον έρωτα τους ζουν, μόνοι, μαζί και αγαπημένοι.

    Το σπαθί της κίνηση αργή και ερωτική και στη απέναντι μεριά περνά. Ένας κορμός λυγά, ένα κεφάλι πέφτει.

    Ο Πάτροκλος τα μάτια του γουρλώνει.

    -Όταν σε ρωτήσουν ποιος το έκανε…

    …ο Λεξ να πεις…

    Με τη ανάσα της δοσμένη στις αναθυμιάσεις των βοτάνων, την μνήμη αλλοιώνει και πριν το ουρλιαχτό σαν έκρηξη ξεσπάσει, αυτή έχει φύγει, στη νύχτα μακριά.

    Το να βιώσεις ένα βιασμό

    Τραύμα μεγάλο είναι

    Κι αν δεκάδες οι φορές

    Ακόμη πιο μεγάλο…

    Η πρώτη φορά του βιασμού αθώο σε βρίσκει και στην άγνοια ταγμένο.

    Η Κασσάνδρα στο ναό γονατιστή στην θεά προσεύχεται.

    -Κυρά μου και του θεού η νόηση, γλαυκῶπις Αθηνά, τις λέξεις που ανάκατα από το στόμα μου προβάλλουν όταν στους θνητούς μιλώ, σε παρακαλώ σε τάξη βάλε.

    Την ανάσα της κρατά

    Καναρίνι σε κλουβί

    Ήχους για να ‘κούσει

    Της θεότητας πηγή.

    Ένα σκαθάρι στις σκιές φορτίο μικρό μαζί του φέρει. Στις γωνίες οι αράχνες που υφαίνουν τον ιστό. Τη σπουδή στη γεώ και μέτρα μόνο ακούει. Τίποτε άλλο.

    Δεν της απαντά κανείς. Δεν πειράζει ίσως την επόμενη φορά. Η Κασσάνδρα των δεκατριών, το αίμα ακόμα να βάψει τη ποδιά της. Τα μάτια της σφραγίζει και στο άφωτο το άτακτο αφήνεται.

    Από μακριά ίσως και όχι, ντου ντουπ ντου ντουπ, ήχο δυσοίωνο και υπόκωφο ακούει.

    Η αράχνη το μετάξι της αφήνει, γυρνά και την κοιτά.

    Αυτή; Ίσως και όχι.

    Αντλία που με βρόντο το αίμα της απλώνει.

    Το δικό της; Ίσως όχι.

    Το σκαθάρι το φορτίο του αφήνει, στροφή κι εξαφανίζεται. Κάποιος είναι πίσω της! Τρόμος μεγάλος, άγαλμα της πέτρας το ακίνητο.

    Να γυρίσει προσπαθεί, την απειλή να δει, αλλά τεράστιο το βάρος πους της πλάτες κουβαλά.

    -Κοιμάμαι! Αυτό σίγουρα θα φταίει!! Πρέπει να ξυπνήσω!!!

    Στα χέρια της αντικείμενο μικρό, της κορυφής το κοφτερό. Για τα μαλλιά της ξέστρο, αλλά τώρα το δέρμα της χαράζει.

    Μεγάλες χαρακιές

    Της πίεσης ο λόγος

    Τη λύτρωση ζητά

    Αδερφός ο πόνος.

    Οξύς, ξερός και δίχως κενά. Την ξυπνά. Τον σφυγμό του ακούει δυνατά. Ο δαίμονας ακόμα πιο κοντά της. Να γυρίσει προσπαθεί, αλλά ούτε τώρα.

    -Ακόμη στον ύπνο παγιδευμένη, στο λίμπο στέκομαι!! Νέα χαρακιά! Πιο βαθιά. Το αίμα τρέχει μαύρο στο λευκό της χέρι. Ξυπνά μα για στάσου…

    Ναι ακόμη κοιμάται. Τώρα μυρίζει και την ανάσα του. Της μπόχας σάρκα βρώμικη και κρασί φτηνό.

    Ξανά !! Το αίμα πλούσιο, αβίαστα πια κυλά στα πόδια της. Ένα χέρι την αγγίζει και τότε καταφέρνει να ξυπνήσει.

    Προς σ’ αυτόν γυρνά...

    Γυμνός, τεράστιος, με αγκάθια κόκκινα για γένια, υγρά καφέ και την οσμή των νεκρών να σέρνεται κοντά του.

    Μα το πιο τρομακτικό απ’ όλα είναι πως αυτή δεν είναι πια κορίτσι.

    Πόδια μακριά, βλάστηση του δάσους, στήθος βαρύ και φουσκωμένο.

    Πότε μεγάλωσε; Του μέλλοντος αυτές εικόνες;

    Να ξεφύγει προσπαθεί μ’ αυτός την ακινητοποιεί.

    -ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕ ΘΑ ΠαΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑ !!

    Τα λόγια του σκατά, το βιασμό αρχίζουν.

    Ρήματα που θάβονται τα κρίματα να κρύψουν.

    Τα πόδια της τινάζει, αλλά αδύναμα κλαδιά στα θεριά δικά του.

    -Πώς «να αν» τισταθείς στον εχθρό που πιο δυνατός από εσένα είναι;

    Με το δεξί του χέρι στα πάτρια εδάφη την καρφώνει και με το αριστερό του την ανοίγει και τον εσωτερικό της κόσμο έκθετο και ορφανό αφήνει.

    -Όχι..μη…σε..παρακαλώ.

    -Βούλωστο γυναίκα. Γι’ αυτό και μόνο είσαι φτιαγμένη.

    Νιώθει αηδία

    Μέσα της εισβάλλει

    Να ξεράσει θέλει

    Να είναι πια η ίδια;

    Πόνος οξύς, σπαθί μέσα της βαθιά μπήγεται. Στο πέρας φτάνει.

    -Στάσου!! Μ’ ακόμη πιο βαθιά τη σκίζει και στο υπέδαφος ριζώνει.

    Η πνοή της χάνεται, μπαλκόνι που γκρεμίζεται και μετά…

    Για πρώτη της φορά, αρχίζει να ουρλιάζει !!!!

    Η Εκάβη και ο Πρίαμος, στην επίσημη τη σάλα στα χρυσά βαμμένοι. Της Λοκρίδας αποστολή να υποδέχονται, συμφωνίες για να κλείσουν.

    Ο Οϊλέας, το των αργοναυτών ο ξακουστός και δίπλα του βοηθοί και ένα κοντόσωμο και αμούστακο παιδί.

    Χρυσό και γούνες, τρόφιμα και το καλό κρασί να διαπραγματεύονται με του Τρώες, αλλά η του πολέμου συμμαχία, ο λόγος ο βαθύτερος.

    Ξάφνου, θόρυβος και σούσουρο, από την είσοδο της σάλας ξεκινά και στη πλατεία ‘πλώνεται. Η Κασσάνδρα σαν τρελή εισέρχεται και όλοι χώρο κάνουν να περάσει.

    Φωνές πνιγμένες, κλάματα φτωχά, ρούχα σκισμένα και αίματα παντού να τρέχουν δίπλα της.

    Η Εκάβη και μάνα η πρώτη που πετάγεται.

    -Κόρη μου !! Τι έπαθες; Η Κας στην αγκαλιά της πέφτει.

    -Με βίασε, με ατίμασε, με μάτωσε, τα όνειρα μου πήρε. Όλοι στη σάλα το χέρι στο σπαθί τους βάζουν, το βιαστή για να τελειώσουν.

    -Ποιος παιδί μου; Ποιος ;!;

    -Ο Αι ο Αια ντας ο Λο της κρός.

    Το σοκ τους πάντες βρίσκει, το χέρι τους μακριά από το σπαθί και προς το κοντόσωμο και αμούστακο αγόρι το κεφάλι στρέφουν.

    -Μα για στάσου…

    -Κόρη και πλάσμα μου θλιμμένο, ο Αίαντας εδώ και ώρες μαζί μας είναι.

    Η Κας γυρνά κι αυτή και τον κοιτά.

    -Είσαι σίγουρη;

    Όχι δεν είναι αυτός, αν και από μακριά του μοιάζει…

    ( Η γριά η μάγισσα τα ξύλα ρίχνει στη φωτιά, τη καρδιά για να ζεστάνει.

    -Μα πώς;

    -Αν μια πέτρα μεγάλη στη θάλασσα του χρόνου ρίξεις, κύματα θα πλάσει που θα απλωθούν και προς τις δυο τις κατευθύνσεις.

    -Αν τα μάτια σου ευαίσθητα, τα κύματα θα σε ταράξουν και θα δεις…

    Η καρδιά της γνέφει κουρασμένη.

    -Αύριο;

    -Η συνέχεια καλή μου, κοιμήσου τώρα )