Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο δολοφόνος με τον ατσαλένιο κώλο

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 4 Μαϊου 2025.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Ασήμαντη, αμίλητη, μικροκαμωμένη και ασχημούλα, με επιπλέον χρόνια. Φυσικά ερωτευόταν ρεμάλια.

    Ασήμαντη είπαμε, αλλά με κώλο που έβρισκες δύσκολα ακόμα και σε καθαρόαιμες φοράδες. Δεν θα υπήρχε αλογομούρης που να μην στοιχημάτιζε πάνω της – πρώτα όμως θα έπρεπε να τη δει γυμνή. Και όποιος στ’ αλήθεια την είχε δει, ήταν προορισμένος να ζήσει τον ερεθισμό της ζωής του.

    Κι αυτό ακριβώς ήταν το όνειρο της, να ξεγυμνωθεί εν μέση οδώ και να τρέξει ένα μαραθώνιο από οργισμένους φαλλούς. Γιατί η ίδια είχε μία ικανότητα που δεν χωρούσε στην πεζή καθημερινότητα: τα κωλομέρια της ήταν από πέτρα και η σχισμή τους, όμοια με τα νερά πολύτιμου λίθου, ήταν γεμάτη μικρά αγκάθια, όμοια με φραγκοσυκιάς.

    Επιπλέον, και εδώ είναι το θαύμα, μπορούσε να ανοιγοκλείνει κατά βούληση το σφιγκτήρα της. Ήταν σαν να τον έτριβες σε μυλόπετρες. Όσο δεν άνοιγε το στόμα της τόσο έκοβε το μυαλό της! Πόσο θα ζήσουμε, αρκετά θα πεις. Πόσο θα γαμήσουμε, λιγότερο. Γίνεται να τα συνδυάσουμε τα δύο – δύσκολα. Εδώ την πατάνε οι περισσότεροι, ξεκινούν τις διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα να ζήσουν λιγότερο και να ποθούν περισσότερο.

    Αυτά σκεφτόταν ο Φάνης όσο ένας νεαρός ήταν πλήρης απασχόλησης στα παντελόνια του. Ο Φάνης ήταν αυστηρός και χοντρόπετσος, τίποτα το δύσκολο να βρει αυτοσχέδια σκλαβάκια. Επίσης έπινε αλλά δεν τον έπιανε, απλώς χρειαζόταν κάποιον να πληρώνει για αυτό. Η Υπηρεσία δεν είχε κονδύλια για όλα τα πάθη. Αυτή η ιστορία με τους ακρωτηριασμούς τον είχε κουράσει – του έτρωγε πολύ χρόνο.

    Και τώρα ο χρόνος μίας ακόμα εκσπερμάτωσης τελείωνε. Σηκώθηκε. Ένιωθε ότι ο νεαρός δεν έκανε καλά τη δουλειά. Ήταν τολμητίας, όταν ο ίδιος δεν τολμούσε να σκεφτεί ότι έπαιζε θέατρο με ένα μπουλούκι παλαβών. Εκείνου του άρεσες το αλατοπίπερο στο πινέλο, όπως ακονίζεις μαχαίρια.

    Θύμωσε και με τους δύο. Κάποιος εκεί έξω έκλεβε αγγούρια λες και ήταν το παγκάρι εκκλησίας και κανείς δεν μιλούσε.

    Άναψε τσιγάρο και είπε στο σκλαβάκι να του μοστράρει τη φύση του. Κάποιος εκεί έξω πετσόκοβε φαλλούς σαν να ήταν αγγουράκια τουρσί και είχαν ρίξει πάνω του την ευθύνη να τον βρει.

    Φώναξε τον Σάββα.

    Τώρα το πορνίδιο τον κοιτούσε παρακλητικά, σχεδόν κλαμένα. Στριφογύρισε την καύτρα γύρω από μία μορφή, μία οποιαδήποτε μορφή. Αυτό είναι το πρόβλημα, σκέφτηκε: ένας πωλητής λαϊκής και τα αγγούρια του.

    Μπήκε ο Σάββας, σοβαρό παλικάρι. Τον κοίταξε σαν να έβγαινε από όνειρο. Ο Σάββας έκανε φοβερό τσιμπούκι, αυτός ήταν το αληθινό θέατρο, αλλά τέτοιες παραστάσεις ανεβαίνουν κάθε δέκα χρόνια. Πάρε τον και φρέσκαρέ του λίγο την μνήμη, του είπε.

    Υπήρχε μία υπόγεια φήμη για ένα γαμήσι που βρισκόταν στα σκαριά και που η πόλη είχε να δει από την εποχή του παπά. Αρκετά λαγωνικό και τύφλα διεφθαρμένος ο ίδιος πίστευε ότι όλοι αυτοί οι ακρωτηριασμοί ήταν το πρελούδιο.

    Βέβαια, ο Σάββας θα ήταν μία λύση στο αδιέξοδο αν δεν ήταν «εκείνος στην αρχή και εγώ στο παραπέντε».

    Επίσης, η όσφρησή του τον οδηγούσε στην υπόθεση ότι όλο αυτό δεν ήταν προϊόν ενός εγκεφάλου αλλά μιας συσσωρευμένης καύλας των πόλεων.

    Ήταν η σειρά μου να παίξω. Μπήκα και ξεκίνησα να γδύνομαι. Τον κοίταξα τρυφερά στα μάτια. Είχαμε δουλέψει μαζί όλο το βράδυ χθες και σήμερα θα επιθεωρούσε την κατάσταση.

    Η ιδέα ήταν απλή, θα γινόμουν δόλωμα στο κωλόμπαρο που σύχναζαν ένα-δύο θύματα.

    Του έδωσα να δει αυτό που ζητούσε, το στήθος μου κρεμόταν μπροστά του ατροφικό και καρφωμένο, στομάχι και μπούτια είχαν χίλιους χρωματιστούς. «Είναι σαν να μπήκε άνοιξη», είπα και του έδωσα να καταλάβει τον πόνο...

    Το βλέμμα του καρφώθηκε στο δυνατό μου σημείο. Σχεδόν άκουσα την καύλα του να τεντώνεται. Φτιάχνεται με τέτοια, σκέφτηκα. Παραμέρισα να μπει αργά αλλά επώδυνα – και για τους δύο.

    Δύο ορειβάτες σαν αγκιστρωμένες πεταλούδες στον γρανίτη.

    Ψιθύρισε κάτι για τον κώλο και το σφιχτό μουνί, για το αίμα και τη ζωή που τέτοιες στιγμές παίρνει διαστάσεις αμυχής.