Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο θάνατος της αστικής τάξης (όπως δεν το ξέρουμε)

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 6 Μαϊου 2025.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Η Λουκία τέντωσε ενστικτωδώς τ’ ακροδάχτυλα των ποδιών της.

    Αγάπη μου με πονάς λίγο, ψιθύρισε με μελιά εκφορά.

    Άφησε το κινητό απαλά να πέσει στο πλάι – πάντα σ’ ανοιχτή ακρόαση.

    Ο Σπύρος ήταν αρκετά απασχολημένος από πάνω της. Πρώτη νύχτα στην Πάρο για μήνα του μέλιτος. Η Λουκία προνόησε να βρει φτηνό δωμάτιο μετά την πλημμύρα και τώρα πηδιόταν.

    Μα τι κάνει, σκέφτηκε. Δεν μ’ ακούς ότι δεν με πονάς, επανέλαβε.

    Στο διπλανό δωμάτιο ένα ζευγάρι ώριμης ηλικίας έκαναν τα δικά τους.

    Μεγαλωμένη στο Χαλάνδρι και σπουδαγμένη στο Παρίσι, η Λουκία ανήκε στον ανθό της νέας γενιάς. Επέστρεψε στην Αθήνα να εργαστεί, αλλά πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι αυτή η «καφενούπολη» δεν θα τις σερβίριζε αυτό που ποθούσε.

    Ποθούσε να πηδηχτεί και να δημιουργήσει – να γράψει ποίηση και να γαμηθεί για χάρη της. Παρότι που είχε σπουδάσει Οικονομικά, τα οικονομικά της ήταν χάλια. Όταν βούλωσε η τουαλέτα (είχε την κακή συνήθεια να ρίχνει τα χαρτιά στην λεκάνη), ο υδραυλικός που ήρθε της ζήτησε είκοσι ευρώ παραπάνω. Ήταν ο Σπύρος, μπασμένος , ηλιοκαμένος και με εκείνα τα παντελόνια που όταν σκύβεις βγαίνει όλος ο κώλος έξω. Η όλη επίσκεψη ήταν μία καλά ενορχηστρωμένη σειρά από στιγμές αμηχανίας – άλλοι το λένε πεπρωμένο.

    Το γαϊτανάκι κορυφώθηκε όταν ο Σπύρος της έπιασε και κράτησε στη χούφτα του το βυζί.

    Τέτοια ταπείνωση δεν είχε ξαναζήσει. Το κρατούσε παρατεταμένα και λίγο το μάλαξε, αλλά όπως το κάνουν στις αγελάδες. Δεν είχε ξαναζήσει τέτοιο ερεθισμό. Δεν μιλούσαν, στέκονταν ο ένας απέναντι από τον άλλο – ίσος προς ίσο.

    Κοιτούσε τα μάτια του και εκείνος τα δικά της – αυτό να’ ναι ο κεραυνοβόλος έρωτας;

    Οι αποφάσεις, είχε μάθει, πρέπει να παίρνονται αστραπιαία, τις ευκαιρίες να τις αρπάζεις απ’ τα μαλλιά.

    Ο Σπύρος σηκώθηκε και έφυγε. Πήρε την βαλιτσούλα του και άφησε την πόρτα ανοιχτή.

    Χωρίς να την κλείσει, η Λουκία πήγε στην τουαλέτα και μαλακίστηκε σαν τρελή γριά, μετά σύρθηκε στην λεκάνη και ξέρασε ό,τι είχε καταπιεί εκείνο το πρωί, αλλά ένιωσε σαν να ξερνούσε ό,τι είχε ζήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.

    Αλλά όχι όλα εντελώς. Θυμήθηκε εκείνη τη Αγγλιδούλα που σε ένα οργιαστικό πάρτι μεθυσμένη ξεκίνησε να βαράει μαλακία μπροστά σε όλους, αξύριστη και τυφλωμένη από καύλα για έναν Γάλλο μαλάκα, και που όταν τελείωσε ξέσπασε σ’ αναφιλητά. Και τότε η Λουκία την αγκάλιασε, την σκέπασε με το θεριεμένο κορμί της και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν χάιδευε η μία την άλλη, μέχρι που άρχισαν να ζαλίζονται, να αιωρούνται στο διάστημα, από καιρό νεκρές και ξεχασμένες, άπειρο χρόνο από βαθύσκιωτο μέλι των δασών, των τριχωτών τους γκρεμνών.

    Ήταν έντεκα το βράδυ όταν ο Σπύρος διέσχισε εκ νέου το κατώφλι της πόρτας που δώδεκα ώρες πριν είχε αφήσει ανοιχτή.

    Η Λουκία τον περίμενε στο χολ, όλο εκείνο το δωδεκάωρο, άπλυτη και αφάγωτη. Κοιτούσε το χαλάκι της εισόδου, είχε πολύ ώρα στη διάθεσή της και σκέφτηκε ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε την ευκαιρία. Ζούσε σε ένα άνετο διαμέρισμα, οι γονείς της είχαν προνοήσει από νωρίς για αυτό. Άστοι, με ευρωπαϊκή κουλτούρα, πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά να επιλέξουν το δικό τους δρόμο!

    Ο Σπύρος έκλεισε την πόρτα πίσω του. Κάθισαν αναπαυτικά στο σαλόνι και μιλήσανε για ώρα πολύ.

    Το ξημέρωμα τους βρήκε στο λουτρό. Η Λουκία χωρίς να σκουπιστεί πήγε να κάνει κάτι να φάνε. Τα μαλλιά της κολλούσαν πάνω στους ώμους σαν κοχύλια στα δίχτυα μετά το ψάρεμα.

    Πολύ αρσενικό αυτός ο Σπύρος, σκεφτόταν. Αν ευχαριστήθηκε το κρεβάτι; Νομίζω ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος το ευχαριστήθηκαν, το όλο πήδημα ήταν κατώτερο των προσδοκιών και των δύο.

    Ο Σπύρος αργεί και εκείνη τρέχει σφαίρα, η Λουκία φωνάζει και εκείνος αγκομαχά. Και τι κόλλημα αυτό να θέλει να την πονέσει.

    Όλη τη νύχτα την πέρασαν μιλώντας για τα «βίτσια» τους, ξέρεις τι φαντάζεσαι και τι σε φτιάχνει – βλακείες. Στο τέλος του γδύθηκε, αλλά συνέχισαν την πάρλα. Ενδιαφέρον παιχνίδι, είχε σκεφτεί στην αρχή αλλά είχε ήδη κουραστεί να περιμένει. Σπύρο δεν μου αρέσει να με πονάς, του είπε στο τέλος. Ο Σπύρος είχε προσπαθήσει να την «υποτάξει».

    Όταν τελικά ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι τράνταξε το δωμάτιο της κρεβατοκάμαρας, η Λουκία ξύπνησε από την αποχαύνωση. Γύρισε και κουλουριάστηκε στην άκρη του κρεβατιού, κλαίγοντας σιωπηλά.

    Τότε ήταν και που πηδήχτηκαν.

    Του σέρβιρε τα αυγά με μπέικον. Τα στήθη της κουδούνιζαν σαν καμπάνες. Κρεμασμένο σε μία καρέκλα δίπλα ήταν το παντελόνι του Σπύρου. Άπλωσε το χέρι του και της έδειξε τη ζώνη του. θα προσέχεις τη ζώνη και τη ψωλή μου σαν τα μάτια σου, της είπε. Δεν του είπε τίποτα. Ήταν τόσο μπερδεμένη μέσα της όσο ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος.

    Ο Σπύρος δουλεύει σαν πούστης όλη μέρα, εκείνη σαν την Πηνελόπη τον περιμένει σπίτι. Αύριο είναι Κυριακή και θα πάνε να τον συστήσει στους γονείς της, να τους ανακοινώσουν ότι παντρεύονται.

    Οι γονείς της ευγενέστατοι, αριστοκρατικές παρουσίες. Έχουν την οικονομική άνεση να έχουν μία κοπέλα για τις δουλειές του σπιτιού. Η μητέρα είναι στεγνή και ευθυτενής, αληθινή κυρία, η Λουκία έχει πάρει του πατέρα, και οι δύο είναι περισσότερο σαρκώδεις.

    Βέβαια, ο γαμπρός είναι υδραυλικός. Αλλά οι γονείς ούτε κατά διάνοια δεν έδειξαν ίχνος αποδοκιμασίας.

    Μητέρα, αγαπημένε μου πατέρα, αυτός είναι ο αγαπημένος μου, ο Σπύρος. Παντρευόμαστε! Ποτέ δεν έκρυψα τίποτα από εσάς, και είμαι αποφασισμένη να μην το κάνω ούτε τώρα. Με αναθρέψατε με σεβασμό στις πανανθρώπινες αξίες και τα δημοκρατικά ιδεώδη. Κάτι που δεν σκοπεύω ούτε να ξεχάσω ούτε να προδώσω.

    Μητέρα και πατέρα, ο Σπύρος είναι ο αληθινός άνδρας που πάντα ήθελα να γνωρίσω. Έχει και αυτό, κόμπιασε λίγο, να, έχει βαρύ χέρι – γέλασε. Η μητέρα σταύρωσε τα χέρια της, κοιτώντας με προσοχή. Λοιπόν, του αρέσει να με χτυπάει, αλλά όχι, όχι όπως ακούγεται, πάντα με τη συναίνεσή μου. Νομίζω ότι είναι κάτι που το χρειάζομαι – δεν ξέρω το ψάχνω. Σίγουρα το βρίσκω ενδιαφέρον…

    Σπύρο, αγάπη μου, αυτοί είναι οι γονείς μου, τους τιμώ τόσο όσο θέλω να τιμήσω και το στεφάνι μας. Θα σε παρακαλέσω από καρδιάς, αν κι εσύ το αισθάνεσαι, τώρα εδώ, χτύπα με.

    Τίνα, κοπέλα μου, η Λουκία φώναξε την υπηρέτρια. Πετάξου σε παρακαλώ μέχρι το περίπτερο να μου πάρεις τσιγάρα, ευχαριστώ.

    Ο πατέρας φάνηκε να κάνει ένα βήμα πίσω – μητέρα μπροστά. Μετά φάνηκε να γυρίζουν στις αρχικές τους θέσεις, κάπως σκοτεινοί, αν και ένα μειδίαμα χαράκτηκε σαν ακτίνα φωτός στα αναιμικά χείλη της μητέρας.

    Χτύπα την Σπύρο, ακούστηκε η φωνή της, αυστηρή και θερμή ταυτόχρονα, χτύπα, αλλά πρώτα θα το κάνεις σε εμένα, είπε η μητέρα και έκανε γρήγορα μεταβολή και χάθηκε στο βάθος.

    Η Λουκία αναστέναξε. Κοίταξε τον Σπύρο και του έγνεψε θετικά.
     
    Last edited: 9 Μαϊου 2025