Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Σπασμένος Καθρέφτης

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος DocHeart, στις 30 Νοεμβρίου 2010.

  1. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Με έχει πάρει ο ύπνος πάνω στην Αντζελίνα Τζολί.

    Στο όνειρό μου, βλέπω ότι το γραφείο μου έχει αρχίσει να παίρνει επικίνδυνη κλίση προς την ανατολή. Ανησυχώ ότι θα πέσουν τα αντικείμενα από τα τραπέζια, ότι ο σιδερένιος καλόγερος θα σκάσει στο κεφάλι μου, ότι η βιβλιοθήκη μου θα πέσει πάνω στο φαξ μου.

    Ξυπνάω εγκαίρως. Η Αντζελίνα με κοιτάζει από την διαφήμιση στην πίσω σελίδα της εφημερίδας. O TOYΡΙΣΤΑΣ, φωνάζει ο τίτλος με λευκή χοντρή γραμματοσειρά. Ο Τζώνυ Ντεπ με κοιτάζει και αυτός. «Πώς τολμάς να ξαπλώνεις πάνω στη γκόμενά μου,» φαίνεται να με κατηγορεί.

    Ποτέ δεν κοιμάμαι τα απογεύματα. Μάλλον είμαι κουρασμένος. Ή, εναλλακτικά, ακόμα μεθυσμένος. Τις μέρες μετά από νύχτα μεγάλου πιώματος ποτέ δε μπορείς να καταλάβεις αν είσαι κουρασμένος ή ακόμα μεθυσμένος.

    Αυτό είναι το πρόβλημα με τις γκόμενες που σε καλούν για φαγητό στο σπίτι τους έχοντας αγοράσει δύο μπουκάλια κρασί. Εντάξει, το κάνουν για να έχεις την επιλογή ανάμεσα σε λευκό και κόκκινο, αλλά καταλήγεις να τα πίνεις και τα δύο. Όχι όλο μόνος σου, βέβαια. Έχει πιει και αυτή μισό ποτήρι λευκό.

    Και τότε, αφού με είχε κάνει να χύσω με τα χίλια ζόρια πάνω στα παχουλά χειλάκια της, ξάπλωσε δίπλα μου εξουθενωμένη. Την αγκάλιασα, και επιστράτευσα τα δάχτυλά μου. Δεν είμαι και κανένας εγωίσταρος, ήθελα να την ανταμείψω για το σαραντάλεπτο τσιμπούκι, ήθελα να την κάνω να χύσει κι’αυτή.

    Τότε χτύπησε το τηλέφωνο, και ο Αστυνόμος μου είπε ότι στήνεται ένα καλό τραπέζι στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Γι’αυτό είναι οι φίλοι. Για να σε ειδοποιούν εγκαίρως για τα καλά τραπέζια.

    «Αγάπη μου, πρέπει να φύγω,» τη φίλησα.

    «Τέτοια ώρα;» παραπονέθηκε.

    «Σόρρυ καλή μου. Κάτι χαρτόμουτρα που τα κυνηγάμε εδώ και μήνες, απατεώνες. Ο Αστυνόμος χρειάζεται τη βοήθειά μου.»

    «Μα δεν είσαι καν μπάτσος! Υποτίθεται πως δεν είσαι καν μπάτσος!»

    Έχοντας ήδη φορέσει το παντελόνι μου τη φίλησα στο συνοφρυωμένο της μέτωπο. «Σσστ,» της ψιθύρισα. «Ο νόμος λειτουργεί με μυστηριώδεις τρόπους. Μπορεί να μην είμαι μπάτσος, είμαι όμως υπηρέτης του νόμου.»

    Σηκώθηκε. Γυμνή στο μισοσκόταδο, άπλωσε τα χέρια της. Το ξανθό καρέ της χοροπήδηξε εξοργισμένο στο φως του κόκκινου λαμπατέρ. «Υπηρέτης του νόμου; Αρχίδια! Είσαι παράσιτο του νόμου, αυτό είσαι! Τριγυρνάς με μια καμπαρντίνα και μια φωτογραφική μηχανή και παρακολουθείς ζευγάρια που χαμουρεύονται!»

    «Έλα τώρα,» της χαμογέλασα δένοντας τη γραβάτα μου. «Μη με κακίζεις. Παρακολουθώ μόνο παντρεμένα ζευγάρια. Και όχι παντρεμένα μεταξύ τους»

    Βγήκα την πόρτα του διαμερίσματος καθώς στρίγκλιζε. «Μην τολμήσεις να ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ μέσα, Άρη Δήμου! Θα σε καθαρίσω με το ίδιο σου το κωλο-πίστολο, το γαμημένο σκουριασμένο υποκατάστατο μεθυσμένου και άχρηστου πέους σου! Ψεύτη, αχάριστε, τελματωμένε αποτυχημένε ντεντέκτιβ της πλάκας! Μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Πάει η Νίνα. Τελείωσε! Τ’ακούς;»

    Είπε «Νίνα»; Εδώ και εβδομάδες νόμιζα ότι τη λένε Ντίνα.

    Οι οικοδεσπότες μας ήταν ο εμπορικός ακόλουθος της Βρετανικής πρεσβείας και η σύζυγός του. Στο τραπέζι βρισκόταν και ο Μονόφθαλμος Παναγιώτης, επίσης γνωστός και για την ιδιότητά του ως διευθυντής μεγάλου υποκαταστήματος της Eurobank. The boy with the cash. Δεν είναι πραγματικά μονόφθαλμος. Ο Αστυνόμος κι εγώ τον λέμε έτσι γιατί όποτε συγκεντρώνεται στα χαρτιά του κλείνει το αριστερό του μάτι.

    Παίξαμε μέχρι τις πέντε παρά τέταρτο. Κέρδισα τριάμισι χιλιάρικα (κυρίως από τον Μονόφθαλμο Παναγιώτη), και ήπια τέσσερα μεγάλα ουίσκι. Καθώς ξημέρωνε, φάγαμε με τον Αστυνόμο (ο οποίος σηκώθηκε απ’το τραπέζι ακριβώς στα λεφτά του) τυρόπιτα στο Έβερεστ απέναντι απ’τον Ευαγγελισμό μαζί με κάτι ειδικευόμενους με άσπρες μπλούζες. Ο ένας φορούσε τόσο χοντρά γυαλιά που σχεδόν τα μάτια του δεν φαίνονταν.

    «Τι γιατρός είσαι;» τον ρώτησα.

    «Ορθοπαιδικός,» μου απάντησε.

    «Πάλι καλά που δεν είσαι οφθαλμίατρος,» μουρμούρισα, και ο Αστυνόμος πνίγηκε γελώντας, έφτυσε τη μπουκιά του στη χαρτοπετσέτα και μας παρήγγειλε από ένα κουτάκι μπύρα, για να δροσιστούμε.

    Στη διαδρομή προς το διαμέρισμά μου, έκανα απότομα δεξιά προσπαθώντας να αποφύγω έναν απρόσεκτο αλλοδαπό στη Σπετσών. Ο δεξιός μου καθρέφτης βρήκε σε έναν κάδο και έκλεισε με εκείνο το δυσάρεστο ήχο κοπανήματος που κάνουν οι καθρέφτες των αυτοκινήτων όταν κάπου βρίσκουν.

    Στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας ανακάλυψα ότι δεν είχε κλείσει. Είχε σπάσει. Το τζάμι έλειπε. Πλαστικά εντόσθια και μικρά καλώδια κρεμόταν δυστυχισμένα.

    Συμπέρασμα; Βγάλατε άκρη; Είμαι κουρασμένος ή ακόμα μεθυσμένος; Και τα δύο θα μπορούσαν να τεκμηριωθούν.

    Δεν έχει σημασία, τελικά. Άλλωστε, είναι Παρασκευή. Κανένας δε χτυπάει την πόρτα ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ την Παρασκευή. Όλοι λένε «από Δευτέρα θα πάω σε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ». Σαν δέσμευση για δίαιτα. Η μέρα τελείωσε. Μπορώ να πάρω την Αντζελίνα και να πάμε στο σπίτι. Να την αφήσω να με περιμένει στο τραπέζι της κουζίνας μέχρι το πρωί, καθώς την βλέπω στο DVD να τσακίζει τον άντρα της στο Mr. and Mrs. Smith. Πίτα γύρο χοιρινό, μόνο ντομάτα – μουστάρδα. Πατάτες. Χωριάτικη χωρίς κρεμμύδι.

    Μπορώ να κλείσω τις πόρτες και τα παράθυρα και η πόλη να μείνει πίσω μου.

    Καθώς φοράω το σακάκι μου έχοντας ήδη κλείσει τα φώτα, ακούω τον ήχο νέου μηνύματος στο κινητό μου.

    «XREIAZOMAI EPEIGONTOS SOMATOFYLAKA. GIA APOPSE. EIMAI STO RUE DE MARSEILLES STO KOLONAKI. ME LENE NTINA. ΕΙΜΑΙ ΚSANTHIA KAI FORAW PRASINO FOULARI. SAS PARAKALV ELATE. EXV LEFTA.»

    Κουρασμένος ή ακόμα μεθυσμένος; Δεν ξέρω, γιατί το κείμενο που θα μπορούσε κάτω από κανονικές συνθήκες να με κάνει να γελάσω ή να με σακουλέψει αρκετά ώστε να το ψάξω περισσότερο, δεν καταφέρνει τίποτα από τα δύο. Δεν υπάρχει αρκετή ενέργεια ή δεν είμαι αρκετά νηφάλιος για να δω τη γελοιότητά του ή τις πιθανές υποσχέσεις του.

    Οδηγώ στο κέντρο με ένα καθρέφτη μόνο. Σκέφτομαι ότι αν κάποιος παπάκιας πάει να με προσπεράσει από δεξιά χωρίς να τον έχω δει και τον σκοτώσω, θα φταίω εγώ γιατί ο δεξιός μου καθρέφτης θα είναι σπασμένος. Σύντομα βρίσκω τη λύση: αν συμβεί κάτι τέτοιο θα πω ότι μου τον έσπασε αυτός κατά τη σύγκρουση.

    Το κινητό χτυπάει ξανά. «Άρη, ρε μαλάκα, σε πήρε μια γκόμενα που θέλει σωματοφύλακα;» Ο Αστυνόμος βρίσκεται κάπου με πολύ κόσμο. Από τη μουσική που ακούγεται στο background μαντεύω κάποιο χαζο-μπαρ στο Θησείο, απ’αυτά που σερβίρουν καπουτσίνο μέχρι τις 11.

    «Αστυνόμε, εσύ την έστειλες; Τι είν’αυτό, κάποιου είδους εκδίκηση για το γεγονός ότι κέρδισα χτες το βράδυ; Πάω για ύπνο.»

    «Όχι ρε μαλάκα, πήγαινε. Ήρθε στο τμήμα νωρίτερα. Κυκλοφοράει με είκοσι χιλιάρικα στην τσάντα της. Και είναι και ωραίο γκομενάκι. Πήγαινε. Θα με ευχαριστείς μετά.»

    Η Πατησίων έχει κίνηση. Βλέπω μακριά, στο ύψος της πλατείας Αιγύπτου ένα τρόλλεϋ να έχει χάσει τις κεραίες του. Κορναρίσματα. Προσπαθώ να χωθώ ανάμεσα από ένα ταξί και το κράσπεδο μπας και ξεφύγω στην Ιουλιανού. Αρχίζω να έχω πονοκέφαλο.

    «Καλά ρε συ, έρχεται στο τμήμα κι εσύ τη στέλνεις σε μένα; Τι είμαι, γραμματεία σου; Άντε και γαμήσου κι εσύ κι αυτή.»

    «Μην είσαι μαλάκας, πήγαινε. Σου λέω δε θα χάσεις.»

    «Ρε παπάρα, σωματοφύλακας είμαι εγώ; Εγώ δε μπορώ ούτε τη γιαγιά μου να δείρω αυτή τη στιγμή. Είμαι τόσο κομμάτια από χθες που άμα με φυσήξεις θα πέσω κάτω.»

    «Θέλει να πάει σε ένα BDSM event.»

    «Σε ένα τι;»

    «Σε ένα BDSM event. Και θέλει προστασία.»

    «Τι σκατά…»

    Τα αυτοκίνητα δεν κινούνται. Το τρόλλεϋ έχει μπλοκάρει σχεδόν όλο το δρόμο, αριστερά του περνούν μόνο μηχανάκια. Ένας άλλος ταξιτζής, ηλικιωμένος και ασπρομάλης, έχει βγει από το Octavia του και φωνάζει. «Ρε παλιοδημόσιουλα, τελείωνε με τις κωλο-κεραίες σου! Ζορίζεσαι εσύ για να βγάλεις το μεροκάματο; Ε; Πες! Ζορίζεσαι;»

    Αρχίζει να βρέχει. Τώρα που βλέπω τις σταγόνες στο παρμπριζ συνειδητοποιώ ότι όλη τη μέρα είχε συννεφιά. Βαριά, χοντρή και γκρίζα.

    «Τι σκατά είναι αυτό το μπι-ντι…»

    Βγες αριστερά. Πάση θυσία. Χώρεσε ανάμεσα στο ταξί και το κράσπεδο. Μπορείς. Χωράς. Παίξε με το συμπλέκτη. Μην ξεχνάς ότι τα μπροστά φτερά εξέχουν λίγο, έτσι είναι τα Γιαπωνέζικα design.

    «BDSM, αγόρι μου! Σκοινιά, μαστιγώματα και τέτοια! Κύριοι και υποτακτικές, αφεντικά και σκλάβοι. Πού ζεις;»

    Μπορείς. Παίξε με το συμπλέκτη. Δεξιά. Ίσιωνε.

    Ο απαίσιος θόρυβος μέρους του αυτοκινήτου που βρίσκει σε κάτι επαναλαμβάνεται, ισχυρότερος κατά τετρακόσια τοις εκατό από αυτόν του καθρέφτη χθες. Μηχανάκι, σκέφτομαι. Τον έφαγα το μπούστη. Προσπαθούσε να με προσπεράσει από δεξιά και δεν τον είδα γιατί δεν έχω καθρέφτη. Καρφώθηκε πάνω μου και μέσα στο επόμενο δευτερόλεπτο θα τον δω να πετάει πάνω απ’το καπώ.

    Αλλά όχι. Δεν έχω σκοτώσει κανέναν. Απλά ο ταξιτζής έχει πέσει πάνω μου. «Αστυνόμε, τράκαρα.»

    «Πάλι; Δημόσιος κίνδυνος είσαι μωραδερφάκι μου!»

    «Σ’αφήνω.»

    «Να πας στη γκόμενα.»

    «Να πας να γαμηθείς. Τράκαρα σου λέω.»

    «Ρε μαλάκα, σου λέω π…»

    Παρατάω το κινητό στο χώρο κάτω από το λεβιέ ταχυτήτων. Χειρόφρενο. Βγαίνω έξω στη βροχή, η οποία δυναμώνει, δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο οι σταγόνες γίνονται όλο και πιο χοντρές. Έχει πέσει πάνω μου το ταξί. Σκεφτήκαμε και οι δύο ταυτόχρονα να κάνουμε αριστερά για να ξεφύγουμε. Αυτός το έκανε στρίβοντας το τιμόνι του πιο πολύ και πατώντας περισσότερο γκάζι. Μάλλον δεν κατάλαβε ότι άρχιζα κι εγώ να κινούμαι.

    «Ρε μαλάκα! Ρε στραβάδι!» Ένας κοντόχοντρος τύπος με αραιά ξανθά μαλλιά με χωρίστρα έχει βγει από το ταξί και με βρίζει δυνατά. «Πού πας ρε αρχίδα;»

    Ξαφνικά μου περνάει η κούραση (ή το μεθύσι). Είναι μια από εκείνες τις στιγμές που κάτι νιώθεις μέσα σου, μια αδικία, ένα κάψιμο μια φωνή που λέει: το μόνο που προσπαθώ είναι να φτάσω στο διαμέρισμά μου.

    Για κάποια δευτερόλεπτα η προηγούμενη κατάσταση σχετικής ψυχραιμίας υπερτερεί: «Φίλε μου, δε φταίω εγώ, εσύ έπεσες πάνω μου.»

    «Θα σου βάλω τη γραβάτα στο γκώλο ρε τσόγλανε, αρχίδι καπιταλίστα του ΔΝΤ, που θα μου πεις ότι εγώ έπεσα πάνω σου!»

    Στέκομαι όρθιος στη μέση του δρόμου. Το τρόλλεϋ έχει μόλις ξαναβάλει τις κεραίες του και ξαναρχίζει να ανηφορίζει σιγά-σιγά την Πατησίων. Τώρα είμαι εγώ αυτός που ευθύνεται για την καθυστέρηση. Κορναρίσματα. Φωνές. Ντουζίνες από μεγάλες σταγόνες βροχής σκάνε στο κεφάλι μου.

    Το συναισθηματικό άλμα του τσαμπουκά, ο ηλεκτρισμός της εχθροπραξίας με κυριεύουν.

    «Τι βρίζεις ρε σαπιοκώλη; Θέλεις να σε στείλω στο ΚΑΤ;»

    «Τώρα θα σε σκίσω ρε μουνόσκυλο!» Χωρίς καν να καταλάβω για πότε άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ του ταξί και έβγαλε από μέσα ένα σιδερολοστό, βρίσκεται μπροστά μου με το χέρι του σηκωμένο.

    Κορναρίσματα. Χριστοπαναγίες από παντού. Είμαι αυτός που μπλοκάρει την Πατησίων, είμαι κουρασμένος (ή ακόμα μεθυσμένος; ) και βρέχομαι πολύ. Αντανακλαστικά ακουμπάω το χέρι μου στο στήθος μου ψάχνοντας το περίστροφό μου, αλλά δε φοράω το σακάκι μου. Είναι ξαπλωμένο στο πίσω κάθισμα, και κοιμάται με νανούρισμα τον ήχο της νεροποντής.

    «Τι έγινε ρε φίλε; Τι γίνεται εδώ;» Ένας δεύτερος ταξιτζής (πίσω απ’το δικό μου αυτοκίνητο) κατεβαίνει και σηκώνει τα μανίκια του, έτοιμος να χωθεί στον τσαμπουκά. Γυρίζω το κεφάλι μου αριστερά και δεξιά προσπαθώντας να δω πόσο ακόμα θα ενδυναμωθούν οι εχθρικές δυνάμεις, βλέπω τον ηλικιωμένο γκριζομάλη ταρίφα που έβριζε τον οδηγό του τρόλλεϋ να βηματίζει γρήγορα και απειλητικά προς το μέρος μου.

    Κάνω να ανοίξω την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου μου για να αρπάξω το σακάκι μου, αλλά με το που πιάνω το πόμολο νιώθω ένα δυνατό χτύπημα στην πλάτη. Μου κόβεται η ανάσα.

    Πριν από τριάντα χρόνια έκανα ποδήλατο γύρω απ’την πλατεία Αιγύπτου, σχεδόν κάθε Κυριακή. Με τους φίλους μου ξεκινάγαμε αγωνιστικές κούρσες από την κορυφή του Πεδίου του Άρεως, κοντά στη Μουστοξύδη, φτάναμε μέχρι τα ΚΤΕΛ και γυρνάγαμε πίσω. Στο πρώτο μέρος της κούρσας πάντα έπαιρνα κεφάλι, έκανα πετάλι άφοβα. Στο γυρισμό, στην ανηφόρα, με τρώγανε λάχανο. Ποτέ δε νικούσα. Ο πατέρας μου φώναζε «μην τρέχετε έτσι ρε κωλόπαιδα, θα σκοτωθείτε!»

    Δεν είχα προσέξει πόσα ταξί βρίσκονταν γύρω μου. Πρέπει να είναι δέκα, ίσως και δώδεκα. Όλοι τους έχουν βγει έξω, και είναι προφανές πια ποιος έχει δίκιο για το τρακάρισμα και ποιος άδικο. Νιώθω κι άλλα χτυπήματα, τρία ή τέσσερα. Δεν προλαβαίνω να σηκώσω το κεφάλι για να δω προς τα πού πρέπει να ρίξω κι εγώ καμιά γροθιά. Μπορώ μόνο να τρέξω.

    Καβαλάω το κράσπεδο και βρίσκομαι στην άλλη μεριά της Πατησίων. Είμαι μούσκεμα, πανικόβλητος, και η μύτη μου τρέχει αίμα. Το καταπίνω, ζεστό και αηδιαστικά γλυκό. Χάνομαι στα στενά. Ακούω ακόμα τους ταξιτζήδες να φωνάζουν και να βρίζουν. Τρέχω.

    Φτάνω στην πλατεία Βικτωρίας για να τους χάσω. Χώνομαι στην είσοδο του ΟΤΕ της Γ’ Σεπτεμβρίου για να ξεφύγω για λίγο από το σφυροκόπημα της βροχής. Ακουμπάω την πλάτη μου στα κατεβασμένα ρολά. Παρέα μου μια πρεζού σωριασμένη στη γωνία, με τα μάτια μισάνοιχτα. Φοράει μια μπλούζα Iron Maiden, είναι αδύνατη, έχει μικρά βυζιά και μακριά, σγουρά μαύρα μαλλιά, σγουρά ακόμα και όταν είναι βυθισμένα μέσα στην υγρασία της βρώμικης βροχής. Βήχει, βήχει, βήχει. Τελικά μιλάει, και εκτείνει το δεξί της λεπτό και εύθραυστο χέρι. «Σήκωσέ με, ρε φίλε.»

    Τη βοηθάω να σηκωθεί. Τα μάτια της λένε ιστορίες τρόμου.

    «Να’σαι καλά ρε φιλαράκι,» μου λέει με βαριά φωνή. Με το που την αφήνω ξανασωριάζεται. Αυτή τη φορά τα μάτια της κλείνουν.

    Περπατάω. Δεν έχω άλλη επιλογή. Πρέπει να γυρίσω στο αυτοκίνητό μου. Το σακάκι μου, το περίστροφό μου, το πορτοφόλι μου, το κινητό μου, όλα είναι εκεί.

    Είμαι μούσκεμα. Η μύτη μου συνεχίζει να τρέχει αίμα, αλλά λίγο πιο ήπια τώρα. Όταν το καταπίνω είναι πιο παχύρρευστο. Ο οργανισμός μου αμύνεται. Πηκτικοί φορείς περιορίζουν την αιμορραγία.

    Ανεβαίνω τη Γκιλφόρδου με προσοχή. Τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο από μια εξαγριωμένη μάζα ταξιτζήδων. Οι Πακιστανοί έχουν μαζέψει τα εκθέματα και έχουν εξαφανιστεί, τρέχουν στα άθλια υπόγεια τους, μακριά απ’τη θεομηνιά. Στο Γρηγόρης Μικρογεύματα κατεβάζουν τα πατζούρια για να μην πλημυρίσουν. Πεινάω. Θα ήθελα μια τυρόπιτα. Aλλά δεν έχω λεφτά. Το πορτοφόλι μου είναι στο αυτοκίνητο, μέσα στο σακάκι μου. Όταν φτάνω στην Πατησίων βλέπω ένα γερανό να το σηκώνει για να το απομακρύνει. Οι ταξιτζήδες είναι ακόμα εκεί, μιλούν σε δυο αστυνομικούς που έχουν αράξει το περιπολικό τους στο πεζοδρόμιο. Δεν έχω άδεια οπλοφορίας. Δεν έχουν όλοι οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ άδεια οπλοφορίας. Αυτό ο περισσότερος κόσμος δεν το γνωρίζει.

    Είναι όλα εντάξει. Δεν πρέπει να πανικοβληθώ. Ένα τηλεφώνημα στον Αστυνόμο και όλα θα είναι εντάξει. Θα φροντίσει να πάρω πίσω το αυτοκίνητό μου, και το σακάκι μου, και το περίστροφό μου, και το πορτοφόλι μου.

    Kαι τα κλειδιά για το διαμέρισμά μου.

    Στέκομαι στη βροχή, κάτω από ένα μπαλκόνι, μπροστά από ένα κατάστημα γυναικείων ρούχων. Χθες το βράδι έπινα το κρασί της Νίνας. Της Ντίνας. Whatever.

    Πλησιάζω ένα περίπτερο. Χρειάζομαι βοήθεια. Λένε ότι ένα μεγάλο ποσοστό της οικονομίας της χώρας εξαρτάται απ’τα αθηναϊκά περίπτερα. 25%. Όχι. 10%. Δε θυμάμαι. Δεν είμαι πια μεθυσμένος. Μόνο κουρασμένος. Ζαλίζομαι.

    «Φίλε, με λήστεψαν. Χρειάζομαι μια τηλεκάρτα. Θα στο ξεπληρώσω, στο υπόσχομαι.»

    Ο περιπτεράς είναι χοντρός, καραφλός και ανέκφραστος.

    «Δίνε του.»

    «Έλα ρε φίλε.»

    «Δίνε του, που σου λέω.» Βλέπω τα χέρια του να ανοίγουν ένα συρτάρι.

    Ξαφνικά: «ΝΑΤΟΣ!»

    Οι ταξιτζήδες με είδαν.

    «Νάτος, νάτος ο πουσταράς! Γαμήστε τον!»

    «Ήρεμα ρε, ήρεμα ρε!» Φωνάζει ένας από τους αστυνομικούς. Αλλά τα λόγια του δεν έχουν ισχύ. Δεν έχουν σχεδόν καν νόημα. Αυτή εδώ είναι μια πόλη που θέλει να εκραγεί.

    Τρέχω. Πού βρίσκω αλήθεια τη δύναμη; Περνάω τη Σπύρου Τρικούπη, συνεχίζω για χιλιόμετρα, περνάω ακόμα και την Ιπποκράτους. Όποτε κοιτάζω πίσω μου βλέπω διαφορετικά πράγματα. Τη μία βλέπω την Αλεξάνδρας σχεδόν άδεια, την άλλη βλέπω να ξεχύνονται από τα Εξάρχεια μικρές ομάδες νεαρών που κοπανάνε αυτοκίνητα και βιτρίνες με λοστούς ή με τα γυμνά τους χέρια. Τους βλέπω έξω απ΄το Revenge of Rock να πετάνε πέτρες στη βιτρίνα, θαμώνες να ξεχύνονται πανικόβλητοι στις λεωφόρους. Βλέπω και τους ταξιτζήδες, έναν ή δύο ή τρεις κάθε φορά που κοιτάζω, στα ίχνη μου, να αναπνέουν πάνω στο σβέρκο μου.

    Αντιλαλούν συνθήματα του όχλου. «Κάτω οι προδότες του ΔΝΤ!»

    Ανηφορίζω την Βουλγαροκτόνου και βήχω τόσο πολύ που μού’ρχεται να κάνω εμετό. Η Διδότου είναι λίγο πιο πάνω, στη Μασσαλίας ο στόχος μου, το μοναδικό μέρος που μπορώ να πάω. Rue de Marseilles. Η αποστολή μου. Η γυναίκα που θέλει σωματοφύλακα.

    Το εύκολο χρήμα μου.

    Κατεβαίνω τα σκαλάκια και στέκομαι στο κέντρο του υπόγειου μαγαζιού. Αφήνω όπου πατάω μικρές λίμνες από βρώμικο βροχόνερο. Γονατίζω. Αναπνέω.

    Νιώθω χέρια στις μασχάλες μου. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω μια γυναίκα να προσπαθεί να με σηκώσει.

    «Άρχισα να πιστεύω ότι δε θα έρθεις. Πρέπει να βιαστούμε. Ο Αφέντης μου με περιμένει.»
    Λαχανιασμένος, προσπαθώ να ζητήσω τη βοήθειά της. «Άκου, κοπελιά…»

    Είναι ένα ψηλόλιγνο ξανθό κορίτσι, νεαρό, σχεδόν παιδί, με πρόσωπο βγαλμένο από γιαπωνέζικο κόμικ. Φοράει άσπρο πουκάμισο με κοντή μαύρη γραβάτα και μαύρη φούστα, επίσης κοντή. Παπούτσια χωρίς τακούνια. Να με πάρει ο διάολος, είναι τόσο όμορφη που σχεδόν συνέρχομαι.

    Καταφέρνω να σταθώ όρθιος μπροστά της.

    «Άκου… πρέπει να πας σπίτι σου. Η πόλη θα καεί.»

    «Αδύνατον. Πρέπει να πάω στον Αφέντη μου. Και πρέπει να είσαι μαζί μου. Να με προστατέψεις. Έλα, κάθισε. Πάρε ανάσες. Δεν έχουμε πολύ χρόνο.»

    Σωριάζομαι σε ένα μουχλιασμένο καναπέ. Από τα μουχλιασμένα ηχεία βγαίνει, με φωνή μουχλιασμένη, σαν απ’τον τάφο, ο Van Morison. Have I told you lately that I love you?

    «Από τι να σε προστατέψω;»

    Όταν ήμουν στη δευτέρα λυκείου, άκουσα για πρώτη φορά την καρδιά της Βέρας. Η Βέρα ήταν ένα μελαχρινό κορίτσι με μεγάλο στήθος και κώλο, συμμαθήτριά μου, αρραβωνιασμένη με έναν εικοσιπεντάρη που κληρονομούσε το εστιατόριο του πατέρα του. Άκουσα την καρδιά της στο Rue des Marseilles. Τότε ήταν καινούργιο μαγαζί, είχε πολύ κόσμο από τη Νομική. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα. Τη φίλησα στο λαιμό. Ήταν το βράδυ που σκότωσαν τον Παύλο Μπακογιάννη, και πέρασα μαζί της τα μπλόκα της αστυνομίας πάνω σε ένα Yamaha RD 125 φωνάζοντας έξω οι βάσεις των Αμερικάνων.

    «Θα με σκοτώσει. Πιστεύει ότι είναι καλύτερα να πεθάνω. Πιστεύει ότι είναι καλύτερα να μη δω τι θα συμβεί στην πόλη.»

    Μπαίνουμε σε μια πολυκατοικία στη Δεινοκράτους, λίγο πιο πάνω απ’το St. George.

    «Είναι ένα περίεργο σπίτι,» μουρμουράει στο ασανσέρ. Μιλάει αλλά δεν το κάνει για να την ακούσω. Λέει πράγματα στον εαυτό της. «Είναι ένα περίεργο σπίτι. Είναι ένα περίεργο σπίτι. Είναι ένα περίεργο σπίτι.»

    Ζαλίζομαι.

    Καθώς βγαίνουμε από το ασανσέρ, η Νίνα (Ντίνα; ) βγάζει από την τσάντα της ένα μάτσο κατοστάρικα. «Ορίστε,» μου χαμογελάει. Έχει ανοιχτά πράσινα μάτια.

    Το διαμέρισμα είναι πολυτελές, πολύχρωμο. Υπάρχουν Χριστουγεννιάτικα στολίδια (αλλά όχι δέντρο), δίσκοι με ορεκτικά, αναπαυτικοί καναπέδες. Λίγοι άνθρωποι, τρεις άντρες (ανάμεσά τους ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων που χαϊδεύονται απαλά) και δύο γυναίκες, η μία γύρω στα σαράντα, φορώντας μόνο τα εσώρουχα και γεμάτη περίπλοκα τατουάζ, η άλλη μια κοκαλιάρα twenty-something που καπνίζει ένα τσιγαριλίκι. Ο τρίτος άντρας σηκώνεται.

    Έχουν καλό γούστο στη μουσική. My Funny Valentine, εκτέλεση του Miles Davis από το “Cookin’”.
    Ο τρίτος, αυτός με το μούσι, γύρω στα πενήντα, με γκρι κουστούμι και κόκκινη γραβάτα σηκώνεται. «Ντίνα!»

    Ντίνα. Όχι Νίνα. Ντίνα.

    Την αγκαλιάζει. «Και αυτός,» με κοιτάζει, «πρέπει να είναι ο φίλος σου, ο σωματοφύλακας. Σωστά;»
    «Σωστά, Κύριε,» του απαντάει κοιτώντας το πάτωμα.

    Οι υπόλοιποι καλεσμένοι εξαφανίζονται, λες και κάποιος τους προστάζει να διαλυθούν. Οι ομοφυλόφιλοι εξέρχονται του διαμερίσματος χωρίς να χαιρετήσουν. Οι λεσβίες χώνονται πίσω από μια άσπρη πόρτα διακοσμημένη με μικροσκοπικές κορνίζες από έργα του Schiller. Μένουμε οι τρεις μας.

    «Απλά θέλω να γυρίσω στο σπίτι,» μουρμουράω, καθώς σωριάζομαι στον καναπέ.

    Δε με ακούει και δε νοιάζεται κανείς. Σχεδόν ούτε καν εγώ δε νοιάζομαι γι’αυτό που είπα. Βυθίζομαι στα μαξιλάρια. Ο τύπος βάζει στο στόμα μου ένα κρακεράκι. «Θα σε κάνει να αισθανθείς καλύτερα,» μου λέει. Τραγανίζω μηχανικά το αλμυρό έδεσμα.

    Σύντομα, η γυναίκα που τελεί υπό την προστασία μου είναι γυμνή. Έχει μικρό, σχεδόν παιδικό στήθος, με μυτερές ρόγες. Τα πλευρά της εξέχουν, η κοιλιά της βυθίζεται κάτω απ’το θώρακά της. Είναι ένα εύθραυστο μπισκότο. Αυτό έρχεται στο μυαλό. Ένα εύθραυστο μπισκότο. Ένα εύθραυστο μπισκότο. Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου. Πρέπει να γυρίσω στο εύθραυστο μπισκότο που είναι το σπίτι μου.

    Στα τέσσερα, τον αφήνει να της σηκώσει τη φούστα και να της κατεβάσει το εσώρουχο, αποκαλύπτοντας ένα βουτυράτο και σφιχτό κώλο. Δέχεται τα χτυπήματα της ζώνης του χωρίς να βγάζει ήχο. Αυτός είναι ανέκφραστος, σφιγμένος μέσα στο κατάλευκο πουκάμισό του, το κορμί του ξαφνικά τόσο τσιτωμένο που φαίνεται γιγάντιο, λες και θα εκραγεί. Τη χτυπάει ρυθμικά, στην πλάτη, στα κωλομέρια, στο σβέρκο, στο κεφάλι. Της ρίχνει γροθιές στο κεφάλι. Αυτή βογγάει.

    Σέβομαι τον άνθρωπο που ανατινάζεται μέσα στο κατάλευκο πουκάμισό του. Την περιμένω να μου ζητήσει να την προστατέψω. Ποτέ δεν το κάνει.

    Μετά από λίγο αρχίζει να στάζει αίμα από τη μύτη της. Κυλάει πρώτα στο πάνω χείλος της, φτάνει στην άκρη του στόματός της, μετά στάζει στο ακριβό χαλί. Το λεκιάζει. Ο λεκές απλώνεται, απλώνεται. Καταπίνει τις ίντσες και τα μέτρα. Οι ίνες του χαλιού είναι αυτοκινητόδρομοι γι’αυτό, συνεχίζει απτόητο την τρελή του πορεία, φτιάχνει έναν κόκκινο αστερία στην παραλία, βάφει τη θάλασσα κόκκινη.

    Είμαι τόσο κουρασμένος, και απλά θέλω να πάω σπίτι μου.

    Τα χτυπήματά που της καταφέρνει με τις γροθιές του στο θώρακά της ακούγονται σε όλη την πόλη. Οι αναρχικοί αφήνουν τις πέτρες να πέσουν απ’τα χέρια τους. Τα εγκλωβισμένα αυτοκίνητα αποκτούν φτερά και πετούν πανικόβλητα προς το πουθενά, μέχρι να προσκρούσουν στο δηλητηριώδες νέφος και να γίνουν κόκκινες μπάλες φωτιάς. Κυβερνήσεις καταρρέουν και επαναστάσεις αποτυγχάνουν. Μέσα σε δευτερόλεπτα, στο αίμα της, χάνονται όλα τα κέρδη μου που με τόση δεξιότητα εξασφάλισα παίζοντας πόκερ. Τα κλειδιά μου μέσα στο σακάκι μου μέσα στο αυτοκίνητό μου κάνουν θόρυβο καθώς κάποιος τα τραβάει και βρίσκει αυτό της εισόδου της πολυκατοικίας, το πιάνει ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη και προσπαθεί να το χώσει στην απίθανη πόρτα της εισόδου. Πίσω της, παραμονεύει η άβυσσος.

    «Περίμενε λίγο, φίλε. Το κορίτσι αιμορραγεί.»

    Η φωνή μου έρχεται απ’το πουθενά, λες και κάποιος άλλος εγκέφαλος την πρόσταξε να βγει.

    «Τι είπες;»

    «Περίμενε λίγο.»

    Ο Αφέντης με κοιτάζει με χαμόγελο ειρωνικό, σα καρχαρίας. “Θες να λογαριαστούμε, φιλαράκο;»

    «Όχι, φίλε, δε θέλω να λογαριαστούμε. Απλά, ας πάμε όλοι σπίτι μας.»

    Και τότε, χωρίς να ξέρει κανείς γιατί η πόλη κουράστηκε να αυτοκτονεί, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς τι ακριβώς έφερε την εκεχειρία, όλοι πήγαν στο σπίτι τους. Ακριβώς έτσι όπως τους πρόσταξα.

    Όλοι πήγαν στο σπίτι τους, όλοι κοιμήθηκαν.

    Εκτός από εμένα.

    Εγώ βρήκα ένα ταξί στην πλατεία Κολωνακίου και του είπα να με πάει στη διεύθυνση της Νίνας. Δεν είχα ιδέα αν θα μου άνοιγε.

    Ξημέρωνε.

    «Να μην κατεβούμε Κουμπάρη,» είπε με σπαστά Ελληνικά ο οδηγός. «Πάμε από πάνω. Δεν ξέρω αν έχουν τελειώσει οι φασαρίες.»

    «Έχουν τελειώσει,» του απάντησα, «αλλά πάμε από πάνω. Έχω κατοστάρικο. Έχεις ρέστα;»

    «Κάτι θα γίνει,» μου χαμογελάει.

    Τα δέντρα του Λυκαβηττού λικνίζονται στον πρωινό αέρα, πράσινα. Δικά μας.
     
    Last edited: 30 Νοεμβρίου 2010
  2. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Σπασμένος Καθρέφτης

    Excellent,full of feelings rotation....για άλλη μια φορα με συνεπήρες doc
     
  3. thanasis

    thanasis Contributor

    Doc...απίστευτο.
     
  4. Απάντηση: Σπασμένος Καθρέφτης

    Καταπληκτικός  
     
  5. Nesaea

    Nesaea Guest

    Απάντηση: Σπασμένος Καθρέφτης

    Very nice Doc.
     
  6. devine_sub

    devine_sub Contributor

    Απάντηση: Σπασμένος Καθρέφτης

    Υποθέτω απαιτεί δεινή γνώση του χάρτη της Αθήνας.  

    Για αντιστάθμισμα, πρέπει να γράψεις ένα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης!
    Ροτόντα, Βενιζέλος, Ολύμπια, αποβάθρες ΟΛΘ, Νίκης κ.ο.κ.
     
  7. innerneed

    innerneed Regular Member

    Απάντηση: Σπασμένος Καθρέφτης

    Έκλαψα. Δεν ξέρω τον λόγο. Θέλω να κλάψω κι άλλο. Φοβάμαι.
     
  8. devine_sub

    devine_sub Contributor

    Απάντηση: Σπασμένος Καθρέφτης

    Επειδή το κατάλαβες. Καλό. Ελπιδοφόρο.

    Μην κρατιέσαι, είναι χαλαρωτικό. Added bonus, ότι βοηθάει να σκέφτεσαι καθαρότερα, μετά.

    Δεν είσαι μόνος, dear. Αντίληψη μάλλον διαθέτεις: αν κοιτάξεις γύρω σου θα δεις ότι όλοι φοβούνται.
     
  9. innerneed

    innerneed Regular Member

    Απάντηση: Σπασμένος Καθρέφτης

    Όχι. Δεν το κατάλαβα. Μόνο το ένιωσα.