Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Στιγμή Ο Τύπα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 22 Σεπτεμβρίου 2025 at 11:04.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Όπως έλεγα σε κάποιον εχθές δεν χρειάζομαι ναρκωτικά για να δω αυτά που βλέπω

    Για να ‘ράψω στο χαρτί αυτά που γράφω

    Την καταστολή εγώ δεν την αντέχω για αυτό συνήθως μένω μακριά της…

    Τα Στιγμιότυπα είναι μία ιστορία, πολιτική, κοινωνική, ερωτική, προσωπική μου ή σου.

    Μέσα στην ιστορία έχω γράψει ένα ποίημα αρκεί να βρεις τις λέξεις που πρέπει να διαλέξεις και έχω γράψει άλλη μια ιστορία πιο καλά κρυμμένη, από αυτές που δεν θα μπορούσα ποτέ στο φως να βγάλω…

    Αλλά αν κάποιος το ανακαλύψει ας το κρατήσει ή ας ρωτήσει…

    Ένα δωράκι για όποιον καταλάβει.

    Κάποιοι με είπα ναι τρελό
    Κάποια με φώναξε, μπαμπάκα
    Ο Υιός σου, μάνα, μητέρα και μανούλα
    Ο μύθος του παρά η μόνη μας αλήθεια

    Φορά τη Μία μόνο τον καιρό εκείνο...
    Στιγμιότυπα…

    «Το ξύπνημα»

    -Μικρές μου Στιγμή, Ο και Τύπα, ξυπνήστε.

    Τρεις πένες κοιμούνται φορώντας μόνο τα εσώρουχα τους μέσα σε φέρετρο ξύλινο.

    Η μεσαία το μοναδικό της πόδι τινάζει και την αριστερή στο στόμα, βρίσκει. Η αριστερή μέσα στο λήθαργο της, για ρχή γκρινιάζει και μετά το γλύφω, καταπίνω, γλύφω, συνεχίζει.

    Το μικρό κουτί από το χώμα βγάζω, ψηλά και να πέσει το αφήνω. Οι πένες ξυπνούν αλαφιασμένες. Της δεξιάς τα ρούχα στο δρόμο πέφτουν. Γυμνό το σώμα που στον ήλιο φέγγει.

    -Ξυπνήστε καλές μου και τη γλώσσα σας μουσκέψτε, πόλεμο έχουμε και χαμένο να τον αφήσουμε να πάει, κρίμα, ιΧα και πάλι κρίμα θα ‘ταν.

    Η αριστερή το στήθος της μου δείχνει και τη διχαλωτή της γλώσσα.

    -Να πας να γαμηθείς. Πότε πόλεμο δεν είχαμε; Βαριέμαι.

    -Τύπα βαριά η γλώσσα σου και μελανί καθόλου. Η μεσαία, η μουγκή, η «Ο», ξανά το κορμό της απλώνει. Κάθετα στις άλλες, το κεφάλι στης «Στιγμής» το κόλπο και το πόδι στης «Τύπας», βαθιά στην τρύπα.

    Η «Στιγμή» και η «Τύπα», γουργουρίζουν και η «Ο» τις άκρες χάνει και το κορμό της μεγαλώνει.

    -Αρκετά! Τα κεφάλια τους αφαιρώ και στο φούρνο στους 39 τις βάζω. Τη μία μακριά από την άλλη.

    -Λίγες ώρες στο καμίνι και πειθήνιες θα είστε και καλά κορίτσια.

    Μία τελευταία ματιά, από το τζάμι και τις βλέπω γκράφιτι να κάνουν στους μεταλλικούς του ς τοίχους.

    Στα χέρια μου ο σκαλιστός κοκάλινος κορμός τους, τα σπλάχνα άδεια και της καμπύλης της ορθής το πίσθιο το μέρος τους.

    Ο ιδρώτας από τα Χρυσά κεφάλια μελάνι στάζει και φθηνή βρωμιά. Η θερμότητα νεβαίνει και στα χέρια της ξυράφια.

    -Θα μιλή θέ δε θέ στε…

    Ο ήλιος έφυγε και η σελήνη τα λόγια της ανταλλάσει με τις μοίρες για λίγη Νικοτίνη. Τα φωτά σβηστά, όλα εκτός από ένα.

    Του φούρνου. Γονατίζω και τα μάτια μου στο τζάμι. Αντίσταση σβηστή και ο ήχος του αέρα που δραπετεύει από τις γρίλιες.

    Καμία τους δεν βλέπω, νά λωσαν; Η καρδιά αναβοσβήνει, φυγάς να γίνει θέλει. Μαζί με τον αέρα. Από τις γρίλιες. Περίπατο μαζί τους πάει και η λογική και ανοίγω ανήσυχος.

    -Μικρές μου; Πουθενά. Το χέρι μέσα βάζω και ψάχνω. Το φως σβήνει. Τώρα στα τυφλά. Στα δάχτυλα των άκρων το καμένο λίπος, κλέβει την υγρασία μου. Τίποτε.

    Στις γωνίες, στα τοιχώματα, στις τρύπες που κυνηγούν οι Λύκοι. Απουσία. Στο ταβάνι η αντίσταση θερμή και η πρόσβαση ανέφικτη. Αγκαθωτή. Δυσκολεύομαι. Γυρνάω το κορμί μου και τα χέρια μου μέσα βάζω. Ακολουθεί και το κεφάλι. Από πίσω χωρίς να θέλει, η μέση, τα πόδια και η πόρτα κλείνει.

    Το φως ανοίγει. Πίσω από το τζάμι η «Ο». Μόνη.

    -Γεια σου… το βλέμμα προς τα πάνω και στο αριστερό μάτι πέφτει και βυθίζεται η «Στιγμή» και στο δεξί η «Τύπα».

    Ώρες μετά, τυφλός. Στα χέρια μου χορεύει η «Ο». Οι άλλες δύο, ακόμα καρφωμένες…

    Στίχος πρώτος

    -Σε περιμένει. Ο αξιωματικός δείχνει στο νοσοκόμο την είσοδο.

    -Χρειάζεται πολύ αίμα;

    -Δύο τουλάχιστον. Ο νοσοκόμος νόημα κάνει και την τρίτη παίρνουν. Με τα πόδι την Πύλη ανοίγει. Σε κρεβάτι, χλωμός και άρρωστος ο βασιλιάς. Γύρω του ανήσυχοι οι αδιάφοροι.

    -Βιάσου. Το βήμα του ανοίγει και από τα μαλλιά σέρνει τις δύο αιχμάλωτες…

    -Γνωρίζω.

    -Τι του ρυζιού σκουλήκι;

    -Για ποιο λόγο σκάβω αυτόν τον λάκκο, αλλά ένας μόνος είμαι, στο σπίτι αυτό μονάχα εγώ μένω.

    Ο δήμιος χαμογελά. Το θύμα τα χείλια του δαγκώνει. Στα μάτια του οι φλόγες του σπιτιού ανάβουν.

    -Έρχεται παρέα…

    -Από την άλλη γύρνα τον, από αυτή του την μεριά ψήθηκε ο Διάκος.

    -Την κοκκινομάλλα θέλω να γαμήσεις και μετά να την σκοτώσεις. Και το μαχαίρι του στον αιχμάλωτο άντρα πετά.

    -Μα αφέντη αυτή είναι η κό.. Ένας πυροβολισμός διώχνει τις κουκουβάγιες μακριά. Ο άντρας πέφτει.

    -Φέρτε μου τον επόμενο. Ένας στρατιώτης σπρώχνει τον νεαρό αιχμάλωτο.

    -Αυτός ποιος είναι;

    -Ο Υιός του…

    Η όψη του μικρού σπιτιού στέκεται αγέρωχη μπροστά στον κατακτητή. Στα παράθυρα οι διάφανες κουρτίνες ανεμίζουνε στις φλόγες. Η πόρτα της ανοιχτή. Στο κούφωμα κρεμασμένη η μαυροντυμένη γριά. Από πίσω της χαλάσματα…

    Σε γνωρίζω από την όψη

    Στίχος δεύτερος

    -Του! Το μικρό, μικρό, πολύ μικρό ανθρωπάκι, πάνω στη σφαίρα κάθετα στα πόδια του ορίζει και με το σπαθί Του δείχνει, προς την Άπω Ανατολή. Η αρχή προς τα κει Του τρέχει.

    Εκατοντάδες τα έκτακτα δελτία που τον ακολουθούν, υπάκουοι στρατιώτες από πίσω του. Η σφαίρα στα πόδια τους γυρίζει.

    Σε πέντε της πλάνης της μικρή της σφαίρας, σκηνικό παρόμοιο. Άνθρωποι δεν είναι. Άλλοι πετούν, άλλοι σέρνονται, άλλοι κολυμπούν σε θάλασσες και άλλοι μες το χώμα. Και στις έξι σφαίρες, ενέργεια δίνει το Εγώ τους. Έξι σφαίρες που περιστρέφονται προς κατεύθυνση την ίδια.

    -Άρχοντα, το αμάξι έτοιμο. Και οι τροχοί οι έξι σε κίνηση, στο τώρα.

    Ο Άρχοντας αγέρωχος, στην άμαξα ανεβαίνει και τον κορμό του όρθιο κρατά ψηλά. Με την αστραπή του δείχνει εμπρός, στους φτερωτούς πολεμιστές του που απ’ τα όπισθεν το σύνθημα του περιμένουν.

    -Του! Η Άμαξα αρχή και τρέχει. Από πίσω πετούν οι φτερωτοί. Η πύρινη η σφαίρα, ανάποδα πω τα ίχνη τους περί και στρέφεται.

    Πέντε ακόμα ήλιοι το παράδειγμα Του ακολουθούν…

    Στα πόδια του Τηλέμαχου, καβάλα οι γυμνές και σκύλες. Στους κόλπους που αφρίζουν, τα δάχτυλα χάνονται και τα κόκκαλα εξαρθρώνουν. Οι θολωτές καμάρες ακολουθούν. Ξυρισμένα κεφάλια, στις γυναίκες, ιδρώτας που στάζει στα βαριά αλλά κερασμένα όχι, στήθη τους. Τα ουρλιαχτά τους μουγκά, γλώσσα και χορδές κομμένες. Ο Αυτοκράτορας τη ψυχή του γεμίζει με την εικόνα, του αίματος που τα πόδια χρωματίζει;

    Όχι. Πίσω και στον Τοίχο, ο χάρτης της Γης, γεμάτος στο ολό γιο μο του, με του πράσινου φωτός λαμπάκια. Ο πλανήτης στα πόδια του, τον κόλπο του ξεσκίζει για να τον υποδεχθεί. Ο ργασμός στις γυναίκες μαζί με τον θα Νατο τους έρχονται. Με τα πόδια του τινάζει, τα ψυχα κορμιά τους. Στο μάρμαρο του Λευκού Φευγιού, το κόκκινα αποτυπώματα του αίματος, τα ίχνη που αφήνει ο Τηλέμαχος.

    Σήμερα είναι μία μέρα όμορφη και ο χάρτης, δικός του πράσινος.

    Κόκκινο φωτάκι το πράσινο σ’ ένα διώχνει.

    Ο Τηλέμαχος ανησυχεί. Το δεύτερο μαζί με το τρίτο, κόκκινα κι αυτά.

    Δεν είναι δυνατόν, ο Τηλέμαχος τους συμβούλους του καλεί. Ζωντανός κανείς. Τους είχε αφανίσει.

    Δέκα κόμα και μετά εκατό. Ο χάρτης άρρωστος στα μάτια του, από πράσινος στο κόκκινο βαθύ.

    Ο Τηλέμαχος φωνάζει. Φοβάται και τρομάζει. Μοιχός ο χάρτης, στο κόκκινο δίνει την ψυχή του.

    Ο Τηλέ γκρεμίζεται και το παράθυρο ανοίγει. Από του παρά τη θύρα φωνάζει, για βοήθεια, Hell p και SoS. Κανείς ζωντανός. Τον Λαό τον αφάνισε στο χθες. Μία του τελευταία ματιά στο χάρτη. Ένα μόνο φωτάκι πράσινο. Ο Τη στο περβάζι ανεβαίνει και βουτάει. Και η τελευταία πια φωτιά του κόκκινου…

    Τη πόρτα, το μικρό της τραπ χαρτί, ανοίγει. Ψηλή η γυναίκα και γυμνή το κέντρο του ορίζει. Μπότες σε ανάποδα στιλέτα, τα θεμέλια της.

    -Play ork mobil ? Στα νύχια της τσεκούρι, το χαρτί αβέβαιο. Στην ανατολή ο πατερούλης, στη δύση η μητερούλα.

    -Μπόμπα! Πατέ…

    -Χαρακίρι! Μητέ… Το χαρτί την Θεά του ορίζοντα κοιτά και…

    -Play. Ψελλίζει. Η γυναίκα στον σΑρτ χαμόγελο, το πόδι της σηκώνει και το χαρτί καρφώνει.

    Η ώρα Του περνά και τα πάντα έτοιμα. Στα στιλέτα της γυναίκας τα μαύρα χαρτιά διαχωρισμένα από τα κόκκινα. Ο κόσμος περιμένει, οι κάμερες σκασμός, ο ηγέτης κάθεται, το πλήθος του κοιτά και το στόμα του ανοίγει. Μία λέξη, στη μέση κόβεται, λίγο νερό να πιεί και μετά το κεφάλι του κρεμάει.

    Η γυναίκα τους γονείς κοιτά και με τα λόγια μαστιγώνει.

    -Αφόρτιστος; Η μητέρα τον πατέρα χαστουκίζει.

    -Αυτός την μπαταρία ξέχασε. Η γυναίκα τον πατέρα στα τέσσερα τον στήνει και ψάχνει στην πέτρα λάδι.

    -Όχι εγώ αυτή και στη μητέρα κλωτσιά χαρίζει. Η γυναίκα συννεφιάζει, οι γονείς στα πόδια προσκυνούν και τα χείλια τους τις μπότες της γυαλίζουν.

    -Συγχώρεση σου ζητούμε, τα πεινά και οι δύο. Τα πόδια της τινάζει και τα δόντια στο χαλί γκρεμίζει.

    -Άχρηστοι. Τα βήματα ακέραια, στο παρασκήνιο δεκαδικά τελειώνουν, το πέος του ηγέτη πιάνει και στο ρεύμα βάζει. Το κεφάλι του σηκώνει και χαμόγελο εγκάρδιο στο πλήθος που αναμένει.

    -Ψαίματα!!!

    -Κύριε το παλάτι είναι έτοιμο. Η Εστία περιμένει.

    Ο Κύριος το κεφάλι του χαμήλωσε και η πυραμίδα στον ήλιο τα μάτια του τυφλώνει. Οι βολβοί στη φωτιά του ήλιου μαραίνονται και πέφτουν. Το χέρι του απλώνει, νέα μάτια, ζεστά ακόμα, στις κενές φωλιές τοποθετεί και πάλι βλέπει.

    Πυραμίδα το έργο που τον ουρανό ταράζει. Πέτρα και βράχοι, τα θεμέλια δεν είναι. Αλλά Δέντρα ζωντανά, αιχμάλωτοι πολέμου.

    -Κύριε, δεν φοβάστε μήπως φύγουν και η πυραμίδα καταρρεύσει. Τα Βλεμ ζωντανά και οι ρίζες γερά κρατούν, αλλά τι είναι αυτό που στις θέσεις του δεσμεύει και του ς τίχους τους βαστά ζει;

    -Τα παιδιά τους μικρέ μου Λαντ, οι σπόροι τους, η ελπίδα για το μέλλον τους. Στείροι όλοι πια, λάφυρα πολέμου τα σπόρια τους. Η μόνη ελπίδα που ‘χουν στο βάλτο τους παρελθόντος να μη χαθούν. Και όλους τους πολύτιμους, τους ακριβούς τους σπόρους, στα χέρια μου κρατώ. Μικρό πουγκί, στη μέση του δεμένο.

    Η Εστία μαχαίρι δίνει στον Άρχοντα των Τζε και το μικρό Σκαμνί, στα έξι πόδια του αναγκάζει να σταθεί.

    Το κεφάλια του Σκαμνιού, στο αντίθετο κοιτούν και το ένα το άλλο δεν βλέπει, όταν από το σώμα χωρίζεται με βία. Ο Άρχοντας, με μανία και λαχτάρα τα κεφάλια αφαιρεί και το πράσινο υγρό το ζωτικό του Σκαμνιού, από τη Λάμια πάνω του σκουπίζει. Το μαχαίρι άγαρμπο, άκομψο ή μήπως όχι, τρύπα χαρίζει στο πουγκί και οι Σπόροι στο θόρυβο κρυμμένοι, δραπετεύουνε στη Γη. Βυθίζονται, σε τούνελ χώνονται και σε μέρη άλλα φτάνουν.

    Τα αιχμάλωτα Βλεμ την απόδραση ακούνε και τα κύματα από τα σπόρια που κάτω από τη Γη θεριεύουν αισθάνονται, χαίρονται, ετοιμάζονται και…

    Σεισμός μεγάλος, ο Εγκέλαδος τη Βιαστική τη Γη ταράζει, τα Βλεμ τις αλυσίδες σπάνε και η πυραμίδα πέφτει. Το πιο μεγάλο και γέρικο απ’ αυτά, τον Άρχοντα ζητά και στο έδαφος ξαπλώνει…

    Στοίχος πρώτος και δεύτερος

    Σε γνωρίζω από την όψη

    Του φευγιού την βιαστική

    Up τα λάβαρα στιμμένη

    Των Ρανών τα σκοτεινά

    Στίχος 3ος

    UP το λαιμό του το κλειδί αφαίρεσε.

    ΤΑ ψύχουλα τίναξε. Μεταλλικά τα λογα, με φτερά πουλιά, στον αέρα τις αλυσίδες άρπαξαν.

    ΛΑΒΑΡΑ τεντώθηκαν και μαζί και του άντρα άκρα.

    ΣΤΥΜΜΕΝΗ από υγρά της Δόξας του Δούλου η σάρκα.

    Στίχος 4ος

    ΤΩΝ συμφώνων τα φωνήεντα από χείλια στερεά

    ΡΩΜΙΩΝ νεκρά φιλιά, θέλουν οι ρώγες του, αλλά αυτή στα δύο ανοίγει και ο χυμός τους στάζει.

    ΤΑ πουλιά τη φωνή τους ακούνε και τις αλυσίδες αφήνουν.

    ΣΚΟΤΕΙΝΑ τα μονοπάτια που στο εγώ του, τα πόδια της αφήνουν.

    -Σε παρακαλώ, να με λυτρώσεις θέλω. Ο πρώην Βασιλιάς τα ακροδάχτυλα της πίνει.

    Η γυναίκα δεν μιλά, το κλειδί στην τρύπα βάζει και το κόκκινο μικρό του φώνο δείχνει.

    Ο βασιλιάς σέρνεται και το κουμπί πατάει…

    Η μοίρα του Κόσμου όλου, στην γωνία της Μικρής Ασίας…

    Στο Βοσπόρου τα στενά ο σκύλος ο τυφλός..