Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Συναισθηματικό Μούδιασμα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 17 Νοεμβρίου 2010.

  1. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Συναισθηματικό Μούδιασμα
    του John Warren

    Οι γερανοί της αποβάθρας ήταν σαν σκελετωμένα δάχτυλα στον φωτεινό ορίζοντα της πόλης, αλλά το μόνο φως ανάμεσα στα κοντέινερ και στα έρημα κτίρια ερχόταν από φώτα ασφαλείας εδώ κι εκεί, απόμακρα το ένα από το άλλο. Τεράστιες εκτάσεις σκοτεινιάς απλώνονταν παντού και το έδαφος, ακόμη κι εκεί όπου το χάραζαν οι ράγες πάνω στις οποίες κινούνταν οι γερανοί, ήταν ανώμαλο κι επικίνδυνο. «Τέλεια αναλογία», σκέφτηκε η Σούζαν καθώς βάδιζε στην μακρόστενη αποβάθρα, αλλά τα «φώτα ασφαλείας» της καρδιάς της ήταν ακόμη πιο θολά και πιο απόμακρα.

    «Συναισθηματικό μούδιασμα» το είχαν ονομάσει οι ψυχίατροι. Όπως οι πρωτόγονοι μάγοι, πίστευαν ότι τα ονόματα είχαν δύναμη και πως δίνοντάς τους ένα όνομα θα μπορούσαν να στρεβλώσουν τα διάφορα κομμάτια μίας ανθρώπινης ψυχής, μέχρι να ταιριάζει στην εικόνα που οι ίδιοι θεωρούσαν «αποδεκτή». «Απλά δεν νιώθω τίποτα!» σκέφτηκε η Σούζαν αγριεμένη. Τότε, το τακούνι της πιάστηκε για ένα δευτερόλεπτο. Η κοπέλα έπεσε και ο αγκώνας της γρατζουνίστηκε άσχημα στο έδαφος που ήταν σαν γυαλόχαρτο. Έμεινε ξαπλωμένη κάτω να γεύεται τον πόνο, αλλά όπως και όλα τα υπόλοιπα στη ζωή της, χάθηκε πολύ γρήγορα. Άρχισε να κλαίει από απογοήτευση και να χτυπάει με οργή τις γροθιές της στην άσφαλτο, αλλά ακόμη και η οργή χάθηκε και η απογοήτευση και η αίσθηση του κενού επέστρεψαν και πάλι.

    Σηκώθηκε αδέξια και στάθηκε στα πόδια της. Συνέχισε να περπατάει, αποφεύγοντας διάφορα εξαρτήματα εξοπλισμού και σωρούς σκουπιδιών που βρώμιζαν την αποβάθρα, μέχρι που είδε τις δέστρες για τα σκάφη, τις μπίντες, σε μία μακριά σειρά, να οριοθετούν την εξωτερική άκρη της τσιμεντένιας κατασκευής. Από μακριά, τα φώτα των αγκυροβολημένων πλοίων τρεμόσβηναν πάνω στο νερό. Σε μία πλευρά, περίπου μισό μίλι προς τα δεξιά, προβολείς φώτιζαν ένα πλοίο όπου δούλευαν ακόμη, αργά μέσα στη νύχτα, ξεφορτώνοντας το εμπόρευμά τους, αλλά τα φώτα είχαν στόχο μόνο την περιοχή εκφόρτωσης και ελάχιστη από τη λάμψη τους φώτιζε την θάλασσα γύρω τους.

    Ξαφνικά ένιωσε μία απέραντη εξάντληση να την κατακλύζει και κάθισε πάνω σε μία μπίντα, αδιαφορώντας για το κρύο μέταλλο που ένιωσε μέσα από το μακρύ παλτό της. Καθώς κάθισε, κοιτάζοντας πέρα τη θάλασσα, έψαξε μέσα της για αναμνήσεις συναισθημάτων. Ναρκωτικά, σεξ, βόλτες αδρεναλίνης, θεότρελα στοιχήματα. Οι αναμνήσεις ήταν εκεί, αλλά δεν μπορούσαν να την κάνουν να σκιρτήσει περισσότερο από ότι θα μπορούσε ένα ποτήρι νερό να σβήσει την δίψα ενός ανθρώπου που πεθαίνει στην έρημο. Σήκωσε το μανίκι της και κοίταξε το μπράτσο της. Οι ουλές φάνηκαν ανάγλυφες στο αμυδρό φως του εμπορικού πλοίου που ξεφόρτωνε. Για μία στιγμή, το μετάνιωσε που δεν είχε πάρει μαζί της το σετ με τα σύνεργά της, το ξυράφι, το Betadine και το χανζαπλάστ. Μετά κούνησε το κεφάλι της. Όλα αυτά είχαν τελειώσει, ανήκαν στο παρελθόν.

    Σηκώθηκε όρθια και ξεκούμπωσε το παλτό της. Πλέκοντας τα χέρια πίσω της, κοίταξε πέρα μακριά στον ορίζοντα και με ένα μικρό κούνημα των ώμων της, άφησε το παλτό της να πέσει στο έδαφος της αποβάθρας. Η νύχτα σύρθηκε δροσερή πάνω στη γύμνια της και αδιάφορα ένιωσε τις ρώγες της να σκληραίνουν λίγο. Σκέφτηκε να βγάλει και τα παπούτσια της, όμως θα έπρεπε τότε να σκύψει και να τα ξεκουμπώσει. Δεν ταίριαζε με αυτή την τόσο δραματική στιγμή, τη στιγμή της Τελευταίας Πράξης της. Στάθηκε στην άκρη της αποβάθρας και κοίταξε κάτω, αλλά το νερό δεν φαινόταν μέσα στο σκοτάδι. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε να πηδήξει.

    Δεν ήταν κάποιος ήχος και η μαυρίλα στα αριστερά της παρέμενε αδιαπέραστη, αλλά κάτι έγινε και αισθάνθηκε...κάτι. Διέκοψε την αυτοσυγκέντρωσή της. Η δραματική στιγμή, η Τελευταία Πράξη, διαλύθηκε μέσα σε έναν παροξυσμό κινήσεων, καθώς γούρλωσε τρομαγμένη μέσα στο σκοτάδι, λυγίζοντας ταυτόχρονα τα γόνατα και πέφτοντας πάνω στις φτέρνες της, ενώ τα χέρια της προσπαθούσαν μάταια να σκεπάσουν αυτό που ένα λεπτό πριν ήταν μία εικόνα κλασικού γυμνού αλλά τώρα ήταν απλά μία ευάλωτη γυμνή γυναίκα.

    «Ποιος είναι εκεί», φώναξε, προσπαθώντας να προσδώσει έναν τόνο αυτοπεποίθησης στη φωνή της, αλλά μην βγάζοντας τίποτε πέρα από ένα άτολμο τσίριγμα. Ανάγκασε τη φωνή της να πάει έναν τόνο πιο χαμηλά και να περιορίσει τα δειλά της χέρια, ακίνητα δίπλα στα πλευρά της. «Δεν μπορείς να με σταματήσεις!»

    Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ήταν μόνο η φαντασία της και άρχισε να μαλώνει τον εαυτό της που χάλασε ακόμη και αυτή την τελευταία της στιγμή. Είχε μετατρέψει αυτό που έπρεπε να είναι υψηλή δραματική τέχνη σε μία άθλια κωμωδία. Για ένα λεπτό, σκέφτηκε να γυρίσει πίσω στο ξενοδοχείο της, καταγράφοντας όλη αυτή τη σκηνή σαν μία ακόμη απόδειξη ότι το σύμπαν ήταν εχθρικό απέναντί της. Μετά, ορθώθηκε, πλησίασε πάλι την άκρη.

    «Γιατί να θέλω να σε σταματήσω;» Η φωνή ήταν σιγανή, είχε όμως έναν μυστήριο τόνο. Ακουγόταν σαν να το...διασκέδαζε.

    Προς μεγάλη της ντροπή, η Σούζαν βρέθηκε και πάλι ακριβώς στην ίδια στάση όπως και πριν, όταν είχε νιώσει για πρώτη φορά την παρουσία του. Αυτή τη φορά, προσπάθησε να ελέγξει τη φωνή της. Τα κατάφερε...κάπως. «Τί θέλεις τότε;» ρώτησε.

    Και πάλι, η ασώματη φωνή είχε έναν εύθυμο τόνο. «Να τελειώσω την βραδινή μου βόλτα, να δω τα αστέρια πάνω στο νερό, ίσως να σε δω να ανακαλύπτεις ότι ο πνιγμός δεν είναι ακριβώς αυτό για το οποίο μιλούν οι ποιητές. Εξάλλου», και η φωνή άφησε ένα μικρό γέλιο, «δεν μπορείς να το δεις με αυτό τον φωτισμό, αλλά το λιμάνι δεν μοιάζει καθόλου με πεντακάθαρη λιμνούλα». Έκανε μία μικρή παύση. «Το πετρέλαιο έχει απαίσια γεύση».

    Η Σούζαν αυτόματα έκανε ένα μικρό βήμα μακριά από την άκρη. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Μέρος της ανίας της προερχόταν από την ικανότητά της, είτε το ήθελε είτε όχι, να χρησιμοποιεί την ευφυΐα της και την ομορφιά της για να ελέγχει κάθε σχέση, κάθε συζήτηση. Οι εραστές της γίνονταν σκλάβοι της. Μπορούσε να χειρίζεται τους επαγγελματικούς συνεργάτες της, ακόμη και τους προϊσταμένους της, χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Πόσο συχνά είχε σκεφτεί, «Δεν υπάρχει καμία πρόκληση!» Τώρα, αυτή η ασώματη φωνή διασκέδαζε μαζί της.

    «Δική μου είναι η ζωή!» είπε απότομα.

    Η φωνή δεν άλλαξε τόνο. «Δική σου ήταν και δική σου θα είναι και με τον θάνατό σου». Σώπασε ξανά, σαν να σκεφτόταν κάτι, και όταν ξαναμίλησε ακούστηκε απαλά, σχεδόν σαν ο άνθρωπος που δεν φαινόταν να μιλούσε στον εαυτό του. «Η τελευταία ελεύθερη επιλογή που ο καθένας μας έχει την ευκαιρία να κάνει». Μετά η φωνή ξαναπήρε τον εύθυμο τόνο της. «Δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να σου στερήσω την ελεύθερη βούληση. Αυτό είναι δουλειά για το Θεό ή για γραφειοκράτες. Εμπρός λοιπόν».

    Η Σούζαν στράφηκε και πάλι προς την άκρη της αποβάθρας. Η μαγεία είχε χαθεί και το γνώριμο μούδιασμα ξαναγύρισε, αλλά αν έβαζε το παλτό της και έφευγε θα άκουγε περισσότερες κοροϊδίες από την φωνή. «Δεν έχω ζωή, δεν έχω ελπίδα», σκέφτηκε, «αλλά τουλάχιστον έχω την αξιοπρέπειά μου». Ατσάλωσε τα νεύρα της για την επαφή με το νερό και έκανε μισό βήμα προς την μαυρίλα.

    «Παραδέχομαι ότι είμαι περίεργος». Η φωνή την τάραξε τόσο πολύ που λίγο έλειψε να βρεθεί στο νερό. Ήταν παράξενο, αλλά αυτό την τρόμαξε. Βρέθηκε να απομακρύνεται από την άκρη, με ένα είδος φρίκης να πιπιλίζει τις άκρες του μυαλού της γι αυτό που πριν λίγο ήταν έτοιμη να κάνει. «Αν έχεις ένα λεπτό στη διάθεσή σου, πολύ θα ήθελα να ξέρω τί σε οδήγησε εδώ». Η φωνή δεν ακουγόταν να διασκεδάζει πια, αλλά ακουγόταν σαν να νοιάζεται. Ο αυτοέλεγχος της Σούζαν κατέρρευσε. Αφέθηκε να πέσει καθιστή πάνω στην μπίντα, χωρίς το σώμα της να νιώθει το κρύο που ανέδυε το μέταλλο. Έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της και άρχισε να κλαίει με δυνατούς λυγμούς που την συντάραζαν. Ούτε που πρόσεξε τον άντρα που ήρθε δίπλα της, πέρασε το παλτό της στους ώμους της και το τύλιξε γύρω της, κρατώντας την, τη στιγμή που η απελπισία και ο θρήνος ξεχύνονταν από μέσα της.

    ----------------------

    Η πρώτη σκέψη της Σούζαν ήταν απλά έκπληξη. Αυτό ήταν ένα δωμάτιο που της ήταν άγνωστο. Αμέσως κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κινήσει τα χέρια της που ήταν πάνω από το κεφάλι της. Αυτό που την διαπέρασε σαν ηλεκτρικό σοκ, ήταν όταν κοίταξε προς τα πάνω και είδε τα δερμάτινα περικάρπια που έδεναν τα χέρια της σε μία κοντή αλυσίδα. Στριφογύρισε λίγο και ήρθε στα γόνατα, κοιτάζοντας προς το κεφαλάρι του κρεβατιού, ανακαλύπτοντας ότι η αλυσίδα ήταν στερεωμένη στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι. Ένα δοκιμαστικό τράβηγμα την έπεισε ότι ήταν πολύ σταθερά στερεωμένη πράγματι. Τότε θυμήθηκε όσα είχαν γίνει. Μα τί της είχε έρθει; Ο καριόλης την είχε χειριστεί τόσο επιδέξια όσο...όσο...κατάλαβε ότι την είχε χειριστεί τόσο επιδέξια όσο και αυτή χειριζόταν τους άλλους στη ζωή της.

    Τώρα ένιωθε θυμωμένη. Τί στο διάολο τον έκανε να πιστεύει ότι μπορούσε να την αλυσοδένει σαν να ήταν ζώο; Θα φρόντιζε να τον συλλάβουν. Θα τον έβαζε στη φυλακή. Τότε, θυμήθηκε τη φωνή του να την ρωτάει αν θα ήθελε να κοιμηθεί δεμένη και την δική της να δέχεται δειλά. Αυτό την ταρακούνησε. Μα ποιος στο καλό ήταν...

    «Βλέπω ότι ξύπνησες». Καθώς προσπάθησε να γυρίσει, με δυσκολία λόγω της γονατιστής στάσης της και της αλυσίδας που κρατούσε τους καρπούς της, αναγνώρισε τη φωνή του. Τελικά, κρατήθηκε από το κεφαλάρι δίπλα στον κρίκο όπου ήταν δεμένη η αλυσίδα κι έτσι μπόρεσε να γυρίσει αρκετά για να τον κοιτάξει. Ήταν ο ίδιος άντρας από χθες: μετρίου αναστήματος, σαραντάρης, ούτε άσχημος ούτε όμορφος. Αλλά τα καστανά του μάτια την κοίταζαν. Την κοίταζαν μειλίχια αλλά σταθερά...και όπως και η φωνή του, φαίνονταν να διασκεδάζουν μαζί της.

    «Πού βρίσκομαι;» Στο διάολο να πάει. Είχε τον τρόπο να μετατρέπει την φωνή της στη φωνή ενός τρομαγμένου παιδιού.

    «Στο σπίτι μου», της είπε. Αυτό ήταν φανερό. «Ήρθες στο σπίτι μου μαζί μου».

    «Πού είναι τα ρούχα μου;»

    Αυτό απέσπασε ένα γελάκι και η Σούζαν κοκκίνισε καθώς θυμήθηκε.

    «Τα ρούχα σου, αγαπητή μου, αποτελούνταν από ένα ζευγάρι παπούτσια Gucci, που βρίσκονται δίπλα στο κρεβάτι και ένα μάλλον όμορφο μακρύ παλτό, το οποίο, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, βρίσκεται στο καθαριστήριο. Η αποβάθρα δεν είναι ένα μέρος όπου μπορείς να πετάξεις κάτω τα ρούχα σου και να περιμένεις μετά να τα φορέσεις και πάλι. Μου υποσχέθηκαν στο καθαριστήριο ότι θα είναι έτοιμο σήμερα το απόγευμα».

    «Δεν μπορεί να έχεις την απαίτηση να μείνω έτσι όλη τη μέρα», τραύλισε η Σούζαν, γνωρίζοντας καθώς το έλεγε, ότι μπορούσε άνετα να την έχει, ιδίως αν λάμβανε υπόψη τα δεμένα χέρια της.

    «Για να πω την αλήθεια, δεν έχω απολύτως καμία απαίτηση», είπε ο άντρας. «Όμως, μου είπες μερικά πολύ ενδιαφέροντα πράγματα χθες το βράδυ». Πλησίασε και κάθισε στο κρεβάτι, απλώνοντας το χέρι του και ακολουθώντας με το δάχτυλό του τις ουλές στο μπράτσο της. Η Σούζαν αποφάσισε να μην τραβηχτεί αλλά της προξένησε έκπληξη το ότι το σώμα της αποδέχτηκε αυτό το άγγιγμα.

    Παρόλα αυτά, η περηφάνια της απαιτούσε να αντισταθεί σε αυτή την αίσθηση της παθητικής παράδοσης. «Φαντάζομαι», είπε, «ότι σκοπεύεις να με βιάσεις. Αυτή δεν είναι συνήθως η ‘ανταμοιβή’ για έναν ιππότη πάνω σε λευκό άλογο που σώζει μία γυναίκα;» Προσπάθησε να ακούγεται καυστική.

    Εκείνος γέλασε. «Είσαι ελεύθερη να φύγεις όποτε θέλεις. Υπάρχουν ακόμη μερικά γυναικεία πανωφόρια στη ντουλάπα, αν δεν σε πειράζει να γίνεις θέαμα σε μερικούς περαστικούς και μία ωραία ιστορία για κάποιον ταξιτζή». Η φωνή του έγινε λίγο πιο σκληρή, πιο ψυχρή. «Όμως, πώς το έθεσες ακριβώς...» Σταμάτησε. «Α ναι, το ‘γκρίζο κενό’, αυτό θα σε περιμένει και πάλι». Σήκωσε το ένα του φρύδι. «Πίστεψα ότι θα ήθελες να δοκιμάσεις κάποια διαφορετική προσέγγιση».

    Το ενδιαφέρον της Σούζαν είχε ζωντανέψει, αλλά το τείχος που είχαν υψώσει μέσα της οι αμέτρητες απογοητεύσεις ήταν παχύ και ανθεκτικό. Προσπαθώντας να διατηρήσει τον καυστικό τόνο της, απάντησε, «Και γιατί εσύ να είσαι διαφορετικός από τους άλλους; Τόσοι άντρες...και τόσες γυναίκες...υποσχέθηκαν και δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους».

    «Ίσως και να μην είμαι διαφορετικός», είπε σκεπτικά, «αλλά δεν αξίζει τουλάχιστον μια δοκιμή; Μπορείς πάντα να πας να πνιγείς μέσα στο πετρέλαιο και στα βρωμόνερα». Σταμάτησε και άφησε τα λόγια του να βρουν τον στόχο τους. «Αν είσαι πολύ καλή μαζί μου, θα μπορούσα να κανονίσω μία πιο...ενδιαφέρουσα αποχώρηση από τον μάταιο αυτό κόσμο».

    Η Σούζαν κοιτούσε ίσια μπροστά. Τώρα το κεφάλι της γύρισε απότομα να κοιτάξει τον άντρα, αλλά καθώς μετακινήθηκε το ίδιο έκανε κι εκείνος. Το αριστερό του χέρι έσπρωξε δυνατά τη μέση της, πιέζοντάς την κάτω στο κρεβάτι έτσι ώστε βρέθηκε ξαφνικά ξαπλωμένη ανάσκελα με τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της. Μετά, έφερε το χέρι του στο κεφάλι της και το κράτησε καρφωμένο στο μαξιλάρι, καθώς στο δεξί του χέρι εμφανίστηκε ένα αστραφτερό μαχαίρι. Είδε το μαχαίρι μόνο για μια στιγμή κάτω από το σαγόνι της και ένιωσε ένα καυτό κόψιμο στο λαιμό της. Έντονος πανικός την πλημμύρισε και άνοιξε το στόμα της για να φωνάξει αλλά τα χείλη του ήταν εκεί, σκληρά πάνω στα δικά της. Αντί να φωνάξει, βρέθηκε να ανταποδίδει το φιλί του, στριφογυρνώντας στο κρεβάτι σαν να χωνόταν μέσα της ξανά και ξανά ένας αόρατος εραστής.

    Το μυαλό της ήταν κομμάτια που περιδινούνταν. Ένα κομμάτι ήταν οι καθαρές αισθήσεις που βίωνε. Ένα άλλο κομμάτι ήταν ο τρόμος. Κάπως έτσι τελειώνουν όλα; Ένα κομμάτι ήταν...ήταν...σαν να το καλωσόριζε αυτό το τέλος. Είχε βγει έξω από το κορμί της. Όχι, λάθος. Δεν αιωρούνταν ούτε τίποτα τέτοιο. Δεν κοιτούσε το κορμί της από ψηλά καθώς εκείνο έμενε ξαπλωμένο ούτε πετούσε προς κάποιο φως. Είχε...ναι, αυτό ήταν: είχε χάσει τη λογική της. Δεν ήταν τρελή ούτε αποστασιοποιημένη. Κυρίως κουλουριαζόταν μέσα σε μία μορφή πάθους, ένα είδος παράδοσης, κάτι που το είχε γευτεί θολά όταν έσερνε το ξυράφι στο μπράτσο της ή στο μηρό της. Τώρα όμως ήταν πιο έντονο, πιο βαθύ. Και όμως, ένα άλλο κομμάτι της, όχι εντελώς λογικό και συγκροτημένο, αλλά ούτε και παραδομένο πλήρως στις αισθήσεις της, ένα μικρό κομμάτι ανθρώπινης σκέψης παρέμενε ζωντανό. Αυτό ήταν που κοίταξε τον τρόμο της και ρώτησε, «Αυτό δεν ήθελες;»

    Δεν μπορούσε να απαντήσει στον εαυτό της.

    Τότε κατάλαβε. Δεν ήταν νεκρή. Με τον ίδιο τρόπο που καμιά φορά έβρισκε ένα λαμπερό βότσαλο στην ακρογιαλιά, αυτό που κάποιοι καλλιτέχνες ονομάζουν objet trouvé, και το στριφογύριζε στα χέρια της, μελετώντας κάθε γωνιά και πτυχή του, έτσι τώρα το μυαλό της εξερευνούσε αυτή τη θαυμαστή σκέψη. «Δεν είμαι νεκρή». Τότε κατάλαβε πως δεν είχε ούτε καν ματώσει. Τραβήχτηκε με κομμένη την ανάσα, σαν να είχε μόλις διανύσει μία τεράστια απόσταση τρέχοντας.

    Το γέλιο του έδειχνε ότι διασκέδαζε και όχι ότι την κορόιδευε. Έδειχνε ότι την καταλαβαίνει. Πήρε το πηγούνι της στα χέρια του και κράτησε το κεφάλι της έτσι ώστε να την βλέπει μέσα στα μάτια. Εκείνη ήθελε σαν τρελή να κοιτάξει, να βεβαιωθεί ότι δεν έτρεχε αίμα στο στήθος της και στην κοιλιά της, να βεβαιωθεί ότι δεν θα πέθαινε, αλλά το χέρι του την κρατούσε...τα μάτια του την κρατούσαν.

    «Ξέρω».

    Αυτό είπε μόνο. Σχεδόν αδιάφορα. Μόνο «ξέρω». Την προηγούμενη νύχτα, της υπενθύμισε το μικρό λογικό κομμάτι του εαυτού της, θα είχε γελάσει μαζί του, θα είχε ειρωνευτεί την τόσο μεγάλη σιγουριά του. Τώρα, απλά τον κοίταξε και είπε, με έναν πρωτόγνωρο τόνο στη φωνή της, «Αλήθεια;»

    Άφησε το κεφάλι της να πέσει πίσω στο μαξιλάρι αλλά αυτή δεν τράβηξε τα μάτια της από το πρόσωπό του. Τράβηξε όμως εκείνος τα δικά του και τα έσυρε πάνω στο κορμί της. Τα απαλά του δάχτυλα ακολούθησαν σχέδια που της ήταν γνωστά και κατάλαβε ότι εξερευνούσε τις ουλές της. Κοιτάζοντας ακόμη το κορμί της, εκείνος συνέχισε, «Μου είπες πολλά χθες το βράδυ αλλά αυτά μου λένε ακόμα περισσότερα. Δεν έχεις τίποτα, το ξέρεις;» Σώπασε και εκείνη ένευσε καταφατικά, αβέβαια, χωρίς να ξέρει αν συμφωνεί μαζί του ή αν απλά...κουνούσε το κεφάλι. «Έχεις αισθήσεις. Έκανες λάθος. Δεν είσαι μουδιασμένη».

    Η Σούζαν διαφώνησε. Ένιωθε το μούδιασμα. Το ένιωθε όλη της τη ζωή. Ήθελε τόσο πολύ να αισθανθεί κάτι! Ήταν έτοιμη να τον προκαλέσει όταν εκείνος σήκωσε το μαχαίρι για να της το δείξει. Στη θέα του αστραφτερού ατσαλιού, η γλώσσα της παρέλυσε. Εκείνος το έφερε κοντά της. Ήταν τόσο κοντά που δεν μπορούσε να επικεντρώσει τη ματιά της σ’ αυτό αλλά δεν μπορούσε και να σταματήσει να κοιτάζει την αντανάκλαση...στη λεπίδα. Σαν από μακριά, τον άκουσε να λέει. «Αυτό το ένιωσες;» Πάλι, βρέθηκε να γνέφει καταφατικά, κρατώντας τα μάτια της πάνω στην θολή εικόνα του μαχαιριού. Ήταν τόσο λαμπερό. Φαινόταν σχεδόν άυλο.

    Όταν την είχε σπρώξει ανάσκελα στο κρεβάτι, τεντώνοντας τα δεμένα χέρια της πάνω από το κεφάλι της, τα πόδια της που ήταν λυτά είχαν ακουμπήσει στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Μία δροσιά, το άγγιγμα μίας περιπλανώμενης αύρας, την έκανε να στρέψει την προσοχή της στα πόδια της και στο μουνί της. Ένιωσε τα πόδια της να ανοίγουν, αυτόνομα και ανεξάρτητα από την δική της βούληση. Τεντώνονταν, άνοιγαν, την άφηναν εκτεθειμένη.

    Και πάλι, ο άντρας την φίλησε. Αυτή τη φορά ήταν ένα πεταχτό φιλί, γρήγορο και τόσο απρόσμενο που εκείνη δεν πρόλαβε να ανταποκριθεί, μόνο ένιωσε το κάψιμο στα χείλια της. Ο άντρας μετακινήθηκε έτσι ώστε να είναι γονατιστός δίπλα της. Η μύτη του μαχαιριού χάραξε μία αχνή γραμμή ανάμεσα στα στήθη της και κάτω προς την κοιλιά της. Η αίσθηση άφησε την γυναίκα έκπληκτη. Δεν ήταν πόνος. Ήταν ωραίο. Ήταν διεγερτικό. Ένιωσε να καλωσορίζει την αίσθηση, όταν ξαφνικά κατάλαβε πού κατευθυνόταν η κοφτερή μύτη του μαχαιριού. Πανικόβλητη, έκλεισε τα πόδια της που την είχαν προδώσει. Ή τουλάχιστον προσπάθησε. Αν επρόκειτο για προδοσία, ήταν ήδη πολύ αργά να την αναιρέσει.

    Το μαχαίρι έφτασε στο τρίχωμα της ήβης της, πέρασε στην αριστερή πλευρά και ταξίδεψε στο εσωτερικό του αριστερού μηρού της, αφήνοντας πίσω του μία αίσθηση σαν να ήταν μία απολαυστική φλόγα. Ένιωσε τα πόδια της να την προδίδουν και πάλι και να ανοίγουν ακόμη πιο πολύ. Καθώς ανασηκώθηκε πάνω στις φτέρνες της, το μουνί της φαινόταν να προσπαθεί να τραβήξει το μαχαίρι μέσα του. «Ωωω...όχι», βόγκηξε.

    Και πάλι το γέλιο της κατανόησης. «Αγαπητή μου», είπε, «πώς μπορώ να αρνηθώ μία τόσο δελεαστική πρόσκληση;» και έσυρε την άκρη της λεπίδας πάνω στα μουνόχειλά της.

    Η μάχη που εξελισσόταν στα ουράνια, ανάμεσα στον ηδονικό Άγγελο του Φωτός και σε έναν σώφρονα Θεό, αντηχούσε μέσα στο μυαλό της Σούζαν. «Θεέ μου, έχει ένα μαχαίρι στο μουνί μου» πάλευε με το «Νιώθω τόοοοσο υπέροχα». Εκεί κοντά πάλευαν ακόμη δύο αντιφατικές σκέψεις, «Αυτό είναι λάθος» και «Αυτό είναι που ήθελα σε όλη μου τη ζωή», σκέψεις που τις παρακολουθούσε το κυνικό της κομμάτι. Και όμως, όταν το μαχαίρι βρήκε την κλειτορίδα της, η πιο δυνατή αίσθηση έπνιξε τα πάντα. Για μία αιωνιότητα το μαχαίρι την άνοιγε. Όταν ο άντρας την γύρισε μπρούμυτα, η γυναίκα ούτε που κατάλαβε ότι τα στήθη και η κοιλιά της ακουμπούσαν στο σεντόνι και ότι δερμάτινα δεσμά κρατούσαν τα πόδια της ανοιχτά.

    Όλα αυτά γίνονταν σε απόλυτη ησυχία, ησυχία από την πλευρά του άντρα, τουλάχιστον. Η Σούζαν ήξερε ότι κατά κάποιον τρόπο εκείνη άρθρωνε πράγματα, με έναν εντελώς ασυνάρτητο τρόπο, αλλά δεν την ένοιαζε. Το σύμπαν της είχε συρρικνωθεί στην φλογισμένη άκρη του μαχαιριού και στο ίχνος που αυτό άφηνε πάνω στο δέρμα της.

    «Σούζαν;» «Σούζαν;» Χρειάστηκε να το επαναλάβει αρκετές φορές πριν να δει τα μάτια της να επικεντρώνονται σ’ αυτόν. Με την επιστροφή της σκέψης, ήρθε και η ντροπή. Μέρος της ντροπής της προερχόταν από τα σάλια της που είχαν τρέξει πάνω στο μαξιλάρι. Ένιωθε μία μεγάλη υγρή κηλίδα στο μαξιλάρι, κάτω από το μάγουλό της. Πριν όμως η αίσθηση της ντροπής μεγαλώσει, ο άντρας μίλησε και πάλι.

    «Σου άρεσε αυτό;»

    Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά το μόνο που κατάφερε να βγάλει από το στόμα της ήταν ένα βραχνιασμένο «Ναι».

    «Η απόλαυση και ο πόνος είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος». Η Σούζαν τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει αλλά εκείνος μετακινήθηκε και πάλι. Καθώς ξάπλωνε μπρούμυτα, δεν μπορούσε να δει καλά, αλλά ένιωσε την άκρη του μαχαιριού στο εσωτερικό του γονάτου της. Περίμενε να το πάρει από εκεί, να αρχίσει και πάλι το ταξίδι του πάνω στο δέρμα της, όμως αντί γι αυτό, ένιωσε την πίεση να μεγαλώνει. Πονούσε. Πονούσε. ΠΟΝΟΥΣΕ. «Ω Θεέ μου!» Η Σούζαν ούρλιαξε και άρχισε να παλεύει αλλά ο πόνος μεγάλωνε πέρα από κάθε λογική, πέρα από την σκέψη. Τότε, η πίεση χαλάρωσε κι εκείνη βρήκε την ανάσα της λαχανιάζοντας μέσα στο μαξιλάρι. Ένα άγγιγμα στο πόδι της. Αυτή τη φορά η πίεση αυξήθηκε απότομα και η Σούζαν ούρλιαξε άναρθρα μέσα στο μαξιλάρι. Λίγο πριν να διαλυθεί το μυαλό της, η άκρη του μαχαιριού μετακινήθηκε, πίεσε κι εκείνη ούρλιαξε και πάλι.

    Πόση ώρα είχε περάσει από τη στιγμή που είχε σταματήσει ο πόνος...δεν ήξερε. Ούτε καν το πρόσεξε όταν της έβγαλε τα δεσμά από τα χέρια και τα πόδια. Περισσότερο ένιωσε το γυμνό του σώμα να γλιστράει στο κρεβάτι δίπλα της. Απαλά χείλια φιλούσαν το πρόσωπό της, μετά το στόμα της. Τότε αναγνώρισε τη γεύση τους. Ήταν δάκρυα, τα δάκρυά της.

    ------------------------------

    Το επόμενο πρωί, η Σούζαν σηκώθηκε κάνοντας ησυχία για να μην τον ξυπνήσει και πήγε στην κουζίνα. Για εργένικο διαμέρισμα, ήταν καθαρή και καλά εξοπλισμένη. Είχε σκεφτεί να βρει λίγα δημητριακά ή ίσως να φτιάξει λίγο φρυγανισμένο ψωμί αλλά βρέθηκε να φτιάχνει τηγανητά αυγά με μπέικον. Όταν λίγες σταγόνες καυτού λαδιού πήδηξαν από το τηγάνι στο γυμνό της δέρμα, εκείνη ανέβασε τη φλόγα του γκαζιού, σήκωσε τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της και γύρισε γύρω γύρω αφήνοντας το λάδι να φιλήσει το κορμί της με τα καυτά φιλιά του. Γέλασε, όπως δεν είχε γελάσει χρόνια ολόκληρα.

    Σταμάτησε να γυρίζει και έσκυψε προς τα εμπρός, παραδίδοντας τα στήθη της στα μικρά βέλη πόνου. Είχε μαγευτεί τόσο πολύ με την ανακάλυψή της που δεν κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνη πια, μέχρι που ένιωσε να την παρασέρνουν μακριά από την εστία, να την βάζουν σκυφτή πάνω από το τραπέζι της κουζίνας και να την χτυπούν αρκετές φορές στον κώλο. Η πρώτη έκπληκτη κραυγή της μετατράπηκε σε νιαούρισμα, καθώς η Σούζαν ανασήκωνε και στριφογυρνούσε τον κώλο της.

    Αυτή τη φορά εκείνος γέλασε ανοιχτά. Δεν έλειπε ο εύθυμος τόνος όπως και πριν, αλλά είχε πάψει πια να είναι το βασικό μοτίβο, ήταν απλά μέρος ενός ευρύτερου συνόλου. «Θα βρω τον μπελά μου μαζί σου, είναι βέβαιο», είπε, χαμηλώνοντας την φλόγα του γκαζιού. «Να καθαρίσεις τις πιτσιλιές από τον τοίχο, καλά;».

    Η Σούζαν χαμογέλασε και ένευσε καταφατικά.

    Στη διάρκεια του πρωινού, της μίλησε για τις ενδορφίνες, τα χημικά που μετατρέπουν τον πόνο σε απόλαυση. Της μίλησε για ανθρώπους που χρειάζονται τον πόνο για να δώσουν ενδιαφέρον στη ζωή τους. Της μίλησε για την ένταση, για τα οφέλη της και για τους κινδύνους της. Της μίλησε για το τί ήταν η ίδια.

    Καθώς η Σούζαν τον άκουγε, σκέφτηκε τα άπειρα χρήματα που είχε ξοδέψει σε ψυχιάτρους. Μερικοί από αυτούς είχαν πλάσει πειστικά σενάρια, κάποια από τα οποία εκείνη είχε προσπαθήσει να ασπαστεί, αλλά κανένα από αυτά δεν είχε αντηχήσει τόσο βαθιά στην ψυχή της όσο αντηχούσαν αυτά τα λόγια.

    Μετά την πήγε πάλι πίσω στην κρεβατοκάμαρα και της έδειξε τις βελόνες. Αισθάνθηκε να αποτραβιέται. Το ξυράφι ήταν μία παρηγοριά αλλά οι βελόνες πάντα την απωθούσαν. Ήταν πράγματα που ανήκαν σε νοσοκομεία και σε ναρκομανείς. Από την μία πλευρά ο απωθητικός χώρος της υγείας και από την άλλη η βρωμιά της εξάρτησης. Όμως κάθισε στην καρέκλα όταν εκείνος της είπε να καθίσει, γραπώνοντας τα μπράτσα του καθίσματος με τα δυο της χέρια. Οι πρώτες βελόνες την σόκαραν. Όχι τόσο με το μέγεθος του πόνου, αλλά με το είδος του πόνου. Δεν ήταν όπως το μαχαίρι. Μετά όμως μία ζεστή αίσθηση την συνεπήρε, μία αίσθηση που την είχε νιώσει και πριν. Τώρα είχε μία λέξη γι αυτή την αίσθηση: ενδορφίνες. Αλλά η λέξη δεν είχε σημασία. Μόνο η ίδια η αίσθηση ήταν σημαντική.

    Κοίταξε το σώμα της. Πάντα κοίταζε αλλού όταν κάποιος γιατρός της έκανε μία ένεση ή της έπαιρνε αίμα, τώρα όμως κοίταξε και θαύμασε. Οι βελόνες ήταν παραταγμένες σε ένα ημικύκλιο στο στήθος της, οι άκρες τους άγγιζαν σχεδόν την θηλή και οι χρωματιστές κορυφές τους έφτιαχναν μία αψίδα προς το μέρος της. Όταν εκείνος της έριξε κι άλλο αντισηπτικό κατευθείαν πάνω στη ρώγα, της κόπηκε η ανάσα, λίγο λόγω της κρύας αίσθησης αλλά περισσότερο λόγω της προσμονής. Ήξερε τί ετοιμαζόταν να κάνει ο άντρας και αυτό την τρόμαξε. Τότε κατάλαβε ότι μπορούσε να τον σταματήσει. Θα αρκούσε ένα απλό όχι. Ποτέ δεν της είχε κάνει τίποτε με το ζόρι. Τότε κατάλαβε ότι δεν θα έλεγε όχι...ότι δεν ήθελε να πει όχι. Αυτή η σκέψη την τάραξε ως τον πυρήνα της ύπαρξής της. Μία ζεστασιά και μία τεμπέλικη αίσθηση άρχισε να απλώνεται μέσα της ξεκινώντας από αυτόν τον πυρήνα. Τράβηξε τη ματιά της από τις βελόνες και τον κοίταξε μέσα στα μάτια. Με έναν ηθελημένο αισθησιασμό, έγλειψε τα χείλια της και χαμογέλασε.

    Καθώς η βελόνα χώθηκε στον στόχο της και πέρασε από την άλλη πλευρά, η Σούζαν πήρε μια βαθειά ανάσα, απολαμβάνοντας την δροσιά του αέρα στο λαιμό της και το κάψιμο στη ρώγα της.

    Τον άκουσε από πολύ μακριά να της λέει να σηκωθεί. Στην αρχή, λίγο έλειψε να πέσει. Αλλά εκείνος την βοήθησε να απομακρυνθεί από την καρέκλα. Πέρασε μία θηλιά από ελαστικό σκοινί γύρω από την οριζόντια βελόνα που τρυπούσε τη ρώγα της. Έπιασε την άκρη του σκοινιού και το τράβηξε απαλά. Τεντώνοντας το χέρι του πίσω του, άνοιξε το CD player και οι νότες από ένα βαλς του Σοπέν πλανήθηκαν στο δωμάτιο.

    Καθώς η Σούζαν έμενε ακίνητη, το πρώτο τράβηγμα στην τρυπημένη της ρώγα την ανάγκασε να κάνει ένα απότομο βήμα μπροστά, όμως το δεύτερο τράβηγμα ήταν πιο υποφερτό. Το τρίτο ήταν...διαφορετικό και σύντομα βρέθηκε να αντιστέκεται σθεναρά στο ελαστικό σκοινί που την τραβούσε, καθώς οι δυο τους στριφογυρνούσαν έτσι γύρω γύρω στο δωμάτιο, χορεύοντας το βαλς που την οδηγούσε στη νέα της ζωή.


    Πηγή: BDSM Fiction:

    Μετάφραση: dora_salonica (με την ευγενική άδεια του John Warren)
     
  2. zoyzoy_

    zoyzoy_ Contributor

    Υπέροχο...απλά!
    Μέσα στις ιστορίες του Warren η κάθε μιά πρωταγωνίστρια
    ανακαλύπτει την αλήθεια της.
    Σίγουρα δεν είμαι απόλυτα μέσα σε αυτό,
    όπως είπες γούστα είναι αυτά, αλλά δεν παύει να με γοητεύει
    ο τρόπος που τελικά οδηγούνται στην αλήθεια τους.

    ΥΓ. keep translating...