Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το Γλωσσόφιλο του Ιούδα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 8 Σεπτεμβρίου 2021.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Ο Κώστας ήταν ο μεγαλύτερος εγωίσταρος του κόσμου όλου. Ψηλός και γεροδεμένος, αν και ποτέ δεν τον είδα να γυμνάζεται και από τότε που παντρεύτηκε έκανε στομάχι.

    Επίσης ήταν η μοναδική μου σχέση. Θα μπορούσα να κάνω τα πάντα για αυτόν, και τα έκανα – εκείνος πάλι τίποτα!

    Γνωριστήκαμε τυχαία, στεκόταν μπροστά μου στα εκδοτήρια του ΟΑΚΑ και πρόσεξα ότι του είχε λυθεί το κορδόνι. Όταν του το είπα, με κοίταξε βαθιά στα μάτια και με απόλυτη φυσικότητα μου είπε: «δέσε το». Και το έκανα, χωρίς να νοιαστώ για μένα ή για τον κόσμο τριγύρω. Μου έδωσε την κάρτα του και έφυγε χωρίς άλλο να περιμένει.

    Το ίδιο βράδυ στο σπίτι του με υποδέχτηκε ψυχρά. Μάλλον για να σπάσει ο πάγος μού είπε να γδυθώ, «σαν να κάνω στριπτίζ». Εκείνος σερβιρίστηκε ένα ποτό και πήγε να καθίσει αναπαυτικά στον καναπέ.

    «Είσαι σαν ισχνή αγελάδα, μικροτσούτσουνος και άσχημος», μου πέταξε. Έβγαλε τη ψωλάρα του και μου έκανε νόημα να πλησιάσω… «Μην αγγίζεις, μόνο κοίτα», είπε.

    Έφυγα με το πουλί στο χέρι, όλη την ώρα ήταν σαν να έβλεπα σε φωτογραφία το «αρματωμένο» πουλί που ανεβάζει ο κάθε επίδοξος γαμιάς. Εν ολίγοις, η σχέση μου ήταν κατά κυριολεξία φαντασιακή. Και εγώ, δουλεύοντας όλη την εβδομάδα θα προσπαθούσα να της δώσω σάρκα και οστά, κι αυτό, μόνο και μόνο για να πάω το Σάββατο το πρωί να τα ακουμπήσω, με αντάλλαγμα να δω ένα φάντασμα.

    Είχα μαγευτεί από έναν αδιάφορο νάρκισσο και αγόγγυστα κουβαλούσα τρύπιους κουβάδες νερό στην ερημιά της πόλης. Του άφηνα τα χρήματα στο τραπεζάκι και εκείνος έκανε ότι επιθεωρεί τη στύση μου. Είχε σταματήσει να δείχνει τη δική του.

    «Δεν ψάχνω αυτό, το άλλο Σάββατο θέλω πάθος», μου έλεγε σαν σκηνοθέτης και μου έδειχνε την πόρτα της εξόδου.

    Αυτό το σκετς, σε διάφορες παραλλαγές του, κρατούσε για εβδομάδες, αλλά ούτε γκρίνιαζα , ούτε έκανα σκηνές – το κατάπινα όπως το μουρουνέλαιο. Ζούσα μόνος και έκανα διάφορες δουλειές για να τα φέρω εις πέρας. Τις περισσότερες ώρες μοίραζα φυλλάδια, πότε μόνος μου και πότε με έναν φιλαράκο, άξιο παιδί, από εκείνα που δεν βαρυγκωμούν μπροστά στο μεροκάματο.

    Τρέχαμε όλη μέρα πάνω-κάτω την δυτική Αθήνα και στο τέλος της ημέρας αράζαμε σε κάποια απόμερη οικοδομή ή αδιέξοδο. Εκείνος άναβε τσιγάρο και εγώ, που δεν κάπνιζα, ξεκινούσα να τον τρίβω χαμηλά. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο ερωτικό μεταξύ μας, ήταν μία φάση σχεδόν παιδική. Ωστόσο, η στύση του μπουμπούκιαζε σαν τριαντάφυλλο και εγώ ξεκινούσα να την γεύομαι. Εκείνος συνέχιζε να ξεφυσάει καπνό στον αέρα και με κάποιον μαγικό τρόπο πάντα τελείωνε μαζί με το τσιγάρο του. Τον σκούπιζα όσο μπορούσα καλύτερα και φεύγαμε μέσα στο σκοτάδι.

    Κάποτε ήρθε και εκείνη η στιγμή που ο Κώστας, ο μεγάλος μου έρωτας, μου ανακοίνωσε ότι παντρεύεται. Μου το πέταξε ένα Σάββατο την ώρα που έφευγα. Μου κόπηκαν τα πόδια. Στεκόμουν στο κατώφλι και τον κοίταζα βουρκωμένος. Με πλησίασε και με το δεξί του χέρι πίεσε δυνατά τα μάγουλα μου, γέρνοντας προς εμένα έριξε μία εντυπωσιακή ροχάλα βαθιά μέσα μου και απαλά με έσπρωξε προς τα έξω.

    Η γυναίκα που πήρε ήταν μία πραγματική αριστοκράτισσα, αλλά σπανίως θα την έβλεπα. Έπασχε από εκείνη την ασθένεια των γαλαζοαίματων, την μελαγχολία. Όμως, πάντα με χαρά θα την χαιρετούσα πεσμένος στα γόνατα και εκείνη, καμιά φορά, με άφηνε να της φιλήσω τα πόδια – πάντα περιφερόταν ξυπόλητη.

    Μόνο μία φορά με προσκάλεσε στο κρεβάτι της για να την γλύψω και διαπίστωσα ότι θα έπρεπε να είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχε περιποιηθεί τον εαυτό της.

    Όταν τελείωσε έβγαλε μία αχνή οιμωγή και το πυκνό της εφηβαίο θρόισε σαν δασύλλιο. Συνέχισε να βρίσκεται σε παραζάλη, κάτι σαν ύπνωση. Πήρα μία λεκάνη με ζεστό νερό και ξεκίνησα να της σφουγγίζω απαλά το κορμί.

    Όλο αυτό πρέπει να ερέθισε αρκετά τον εγωισμό του Κώστα, γιατί ευθύς απαίτησε την αυτομαστίγωσή μου για το απόγευμα, την ώρα των ειδήσεων. Στην πίσω αυλή θα έβρισκα ένα χοντρό ηλεκτρικό καλώδιο από καουτσούκ που είχε περισσεύσει.

    Αμέσως κατάλαβα ότι με αυτό το νέο ανακάτεμα της τράπουλας η τύχη μού χαμογελούσε. Μπροστά μου ανοιγόταν μία σπάνια ευκαιρία για να του την πάρω στο στόμα… Όλα εξαρτιόνταν τώρα από εμένα. Η σκηνή της αυτομαστίγωσης είναι κάτι σαν τον σαιξπηρικό μονόλογο στο θέατρο. Δεν υπάρχουν συνταγές πώς θα παιχτεί, περισσότερο έχει να κάνει με το κατά πόσο ο πρωταγωνιστής ψήνεται στον «πυρετό»!

    Ωστόσο, η καινούργια μέρα δεν είχε ακόμα ξημερώσει και μέχρι το απόγευμα είχαμε ακόμα πολλές ώρες μπροστά μας. Πληγωμένος και άυπνος, ο φανταστικός εραστής μου πήρε ένα ζευγάρι χειροπέδες και μου πέρασε τα χέρια στην πλάτη, και έτσι όπως ήμουν γυμνός άνοιξε την μπαλκονόπορτα και με πέταξε σε έναν ακάλυπτο στο πίσω μέρος της οικίας. Ευτυχώς ήταν ακόμα σκοτάδι και κανείς από τα γύρω σπίτια δεν θα με έβλεπε, σε λίγο όμως ξημέρωνε… Κουλουριάστηκα όπως-όπως σε μία γωνία για να αντιμετωπίσω την πρωινή δροσούλα.

    Ξύπνησα απότομα από την μπότα ενός ένστολου που μου πίεζε τα οπίσθιά. Γύρω μου διέκρινα τρεις ιδιωτικούς φρουρούς με κλομπ στα χέρια και μαζί τους ο Κώστας με το μπουρνούζι. Ο ένστολος εξακολουθούσε να με πατάει και να γυρνάει την μπότα του όπως κανείς σβήνει την γόπα του.

    Τελικά μου είπε να σηκωθώ και να τους ακολουθήσω στο σαλόνι. Ούτε προσπάθησαν να μου βγάλουν τις χειροπέδες ούτε να μου δώσουν κάτι να φορέσω. Από τα διάφορα πονηρά γελάκια και τα χυδαία σχόλια, κατάλαβα ότι κάποιος γείτονας τους είχε φωνάξει και ότι ο Κώστας τούς είχε διηγηθεί όλη την «πιπεράτη» ιστορία μας, από την αρχή έως και απόψε το βράδυ. Και με είχε παραδώσει στα χέρια τους…

    Έτσι, βρέθηκα να στέκομαι γυμνός και με χειροπέδες απέναντί σε τρεις φουσκωτούς, που τώρα που τους έβλεπα καλύτερα δεν μου φαίνονταν για τα καλύτερα παιδιά.

    Δεν υπήρχε καιρός για μία κανονική γνωριμία, τα παιδιά βρίσκονταν σε βάρδια. Αυτός που ήταν πιο κοντά μου και ήταν ο πιο κοντός, έβγαλε κάτι σαν φακό και με αυτό μού χάιδεψε απαλά τις ρώγες. Την ίδια στιγμή ο ψηλός πέρασε το μαύρο γκλοπ του πάνω από τον ώμο τού συναδέλφου του και μου το έχωσε άγαρμπα στο στόμα. Ήταν απολύτως κατανοητό όλο αυτό.

    «Σου αρέσει να πονάς, μωρό μου;», άκουσα την τρεμουλιαστή φωνή του κοντού να λέει. Την ίδια στιγμή κάτι τσιτσίρισε και ένιωσα έναν δυνατό χτύπημα στο στήθος μου, καθώς και έναν αβάσταχτο πόνο να παραλύει όλο μου το κορμί. Η έκπληξή μου ήταν τόσο μεγάλη που ασυναίσθητα δάγκωσα δυνατά το «πέος» που είχα στο στόμα και αμέσως τινάχθηκα προς τα πίσω για να πέσω στον καναπέ. Συνέχισα ακόμα για λίγα δευτερόλεπτα να νιώθω απολύτως ανίκανος να αντιδράσω. Ο ψηλός της παρέας με άρπαξε και με έστησε ξανά στα πόδια μου.

    «Σου άρεσε, μωράκι μου;», ακούστηκε ξανά η φωνή του κοντού.

    «Μάλιστα, κύριε», απάντησα πολύ σιγά, σηκώνοντας το βλέμμα να τον κοιτάξω ηδονικά στα μάτια.

    Αυτό, μάλλον, τον άναψε γιατί με πλησίασε τόσο ώστε θα μπορούσε να μου χαρίσει ένα ανεπανάληπτο γλωσσόφιλο, αλλά αντί για αυτό ανεβοκατέβασε το taser, ανενεργό, πάνω κάτω στο κορμί μου, αφήνοντας το μια-δύο φορές να σπινθηρίσει στον αέρα.

    Η ανάσα μου έβγαινε ακανόνιστα και με δυσκολία, το κορμί μου έτρεμε ανεξέλεγκτα. Όχι, σκέφτηκα, δεν έχει τόσο να κάνει με την ηλεκτρική εκκένωση όσο με αυτόν τον ίδιο.

    «Πόνεσέ με», τον ικέτεψα και η φράση μου αντήχησε στον χώρο. Κάτι πολύ πρόστυχο με τραβούσε σαν ψυχάρι στις σαδιστικές του ορέξεις.

    Ένιωσα το taser παγερό να πιέζει τον ομφαλό μου…. Περίμενα τρία δευτερόλεπτα και μετά έσκυψα ελαφρώς να βρω το στόμα του καράφλα βασανιστή μου. Η ηλεκτρική εκκένωση ήρθε ένα δευτερόλεπτο πριν από το φιλί, και ήταν δυνατή σαν ένα νοκ άουτ!

    Χωρίς τα δύο άλλα παλληκάρια να περιμένουν να συνέλθω, έβαλαν μπροστά τα γκλοπ και ξεκίνησαν να με χτυπούν με δύναμη στα μπράτσα και στην πλάτη. Αυτή τη φορά είχα λυγίσει στα δύο και είχα σωριαστεί στα πόδια τους. Λόγω του ζήλου τους, ξέφυγε το γκλοπ από τον ένα και έσπασε ένα κρυστάλλινο τασάκι.

    Σταμάτησαν και ο ατζαμής ζήτησε αμέσως συγνώμη από τον Κώστα και έτσι κάπως αμήχανα οδηγήθηκαν προς την έξοδο. Η ώρα ήταν εννέα το πρωί.

    «Πήγες να τον φιλήσεις μπροστά μου, λοιπόν», είπε με έκπληκτη φωνή ο Κώστας γυρίζοντας πίσω στο σαλόνι.

    Αυτό δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό. Τώρα καταλάβαινα την βλακεία που είχα κάνει… Βρισκόμουν μπρούμυτα στο πάτωμα, με τα χέρια ακόμα δεμένα με χειροπέδες και συνειδητοποιούσα ότι ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες που τον είχα «προδώσει» μέσα στο ίδιο του το σπίτι!

    Με άρπαξε από τα μπράτσα, έτσι όπως ήταν περασμένα πίσω από τον ώμο μου και με σήκωσε σαν πούπουλο στον αέρα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, για δεύτερη φορά την ίδια μέρα, βρισκόμουν εκτός οικίας – αυτή τη φορά έξω στον δρόμο!

    Προσπάθησα να σκεφτώ όσο πιο λογικά γινόταν. Τις χειροπέδες δεν μπορούσα να τις βγάλω, ρούχα και να έβρισκα δεν θα μπορούσα να τα βάλω. Έτσι γυμνός, δαρμένος και καυλωμένος θα ήταν παραλογισμός να ζητήσω βοήθεια χτυπώντας κουδούνια.

    Εκείνη τη στιγμή, ως εκ θαύματος, είδα να ξεπετάγονται πίσω από κάτι πρασιές, τραβώντας τα παντελόνια τους πάνω, τα δύο παλληκάρια που πριν από λίγο με ξυλοφόρτωναν. Δεν συνέχιζε να είναι μόνο για μένα έντονο το πρωινό!

    «Αγόρια, χρωστάω ένα γλωσσόφιλο στον φίλο σας», τους πέταξα κλείνοντάς τους το μάτι.