Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το Κυνήγι της Τύχης

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 8 Φεβρουαρίου 2023.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Μαρία, Georgia and Hannah this was my most erotic week of my life. Thanks!!!

    This story is dedicated to you.

    Hannah your hair is everywhere…


    Το Κυνήγι της Τύχης (Τ)


    ¿The last dance of the blind dog in Bosporus/the end


    Message in the Castle Battle 9th/Day 86th/«Ο Θάνατος των Θεών»


    Το κορίτσι γυμνό τρέχει ανάμεσα στα δέντρα. Το σώμα της αέριο, στο χώμα δεν πατά. Δύο δέντρα εμπρός, τεράστια τα σκέλη, ξύλινα θεριά. Στην στιγμή χορεύει και στο μικρό κενό που αφήνουν ανάμεσα στα σκέλια τους στοχεύει. Τα χέρια τους αυτά απλώνουν την Ακριβή να πιάσουν. Λεπίδια στις παλάμες τους, το άνεμο μόνο συναντούν μέσα στα μαλλιά της.


    Το κορίτσι στέκεται. Η ανάσα της γοργή και το ακάλυπτο της στήθος σιωπηλά ανεβοκατεβαίνει καθώς τα μάτια της τη λεία ψάχνουν. Ο ήλιος στα πέρατα κοιμάται κι ακόμα προλαβαίνει. Στο σάκο της ένα Μήλο, ένα Ροδάκινο κι ένα ακόμα θέλει…


    Τη βλέπει, από μακριά στα χαμηλά μικρή, στα ψηλά στητή, στην πάχνη να ξεπλένει τη θωριά της. Κόκκινη, γυαλιστερή, ζουμερό πετράδι. Σιρόπι στάζει από τις μικρές πηγές της, ζάχαρη που φέγγει στις λεπτές αγκίδες. Το κορίτσι στα δεξιά κοιτάει. Ένα ποντίκι που τη λαλιά του ψάχνει. Στα αριστερά, ένας μπούφος το ποντίκι να τηρά. Κίνδυνος κανένας. Η Τύχη τα πόδια προσεκτικά αγγίζει στις σημαδεμένες πέτρες, τα σπαθίφυλλα γέρνουν και ψιθυρίζουν στις άκρες των δαχτύλων, οι ψίθυροι το μήνυμα τους φέρνουν, χαμηλώνει και προς την Φράουλα σέρνεται, θέλει και κινείται.


    Η λάσπη πρόστυχα την αγγίζει. Οι λεκέδες για λίγο μένουν, γλείφονται και θέλουν, αλλά την επόμενη στιγμή πράσινες μολόχες από το δέρμα το απαλό, τους ξεβγάζουν τη θέση τους να πάρουν.


    Φτάνει, το Χρυσό πορτοκαλί της χέρι απλώνει και το κόκκινο φρούτο πιάνει.


    -Συγγνώμη γλύκα, το νέκταρ σου θα πάρω… Ένα ήχος, ακούγεται, φιδιού που το αγέρι δέρνει. Με μακρύ μαστίγιο. Η Τύχη την κατάλληλη στιγμή, δε θέλει, αλλά σκοντάφτει. Το βέλος, το Χρυσό της χνούδι, αφαιρεί στα κυκλικά οπίσθια και μετά η αιχμή στη φράουλα καρφώνεται.


    Η Τύχη, αφήνει το σώμα να κυλήσει, να περιστραφεί και την απειλή να δύσει.


    -Γεια σου αδερφούλα. Η Πειθώ. Μελαχρινή, σώμα ιδρωμένο, όμορφο και για στολίδια ουλές. Παράσημα από μάχες με πλάσματα που δεν ήθελαν να σκύψουν. Μαστίγιο στη μέση, το τόξο της στο χέρι, χαμόγελο σαγήνης και το βλέμμα της θάλασσας της Μαύρης φόνισσας…


    Μέρες πριν…


    Μετά της Ηχούς φυγή, ο Πόθος μόνος μένει.


    Το σύμπαν του τρίγωνο, στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, μέρα ή νύχτα;


    Τα χρώματα μόνο δύο.


    Ο παίχτης ένας.


    Λίγο πριν το 0.


    Τίποτε στον αέρα δεν λυγίζει, ο χρόνος άγαλμα, τα πιόνια στη θέση τους, το ρολόι δίχως δείκτες. Το κεφάλι του γέρνει, προς κάθε κατεύθυνση. Ένας ήχος, την προσοχή του θέλει.


    Μία σταγόνα της βροχής στη σιωπή σα παιδί που παίζει. Τα πλοκάμια του αργά, στο κενό πλέει και την φτάνει.


    -Γεια σου μικρή μου. Του καθαρού σταγόνα, καθρέπτης του ειδώλου.


    -Είσαι έτοιμος. Ο Η . Ένας Πόθος που την αντανάκλαση κοιτά. Τη συνείδηση δε βλέπει.


    -Δεν γκρέμισε το σύστημα και το τέλος δεν βρήκε την αρχή. Πόθος που στον καθρέπτη του μιλά.


    -Αυτή ήταν η δοκιμή. Η σύζευξη επετεύχθη. Τα τρία σημεία ενώθηκαν. Στο επίπεδο των τριών είσαι. Η Η.


    -Δύο οι θεοί που μένουν, η Αφροδίτη και ο Ποσειδώνας. Ποθώ.


    -Ένας και άπειροι ακόμη φαρμακωμένε Πόθε. ΤΟ Η


    -Ποιος είναι ο δρόμος και ποιο είναι το πότε; Ωθώ


    -Στο Χάσμα του Βόσπορου, υπάρχει ένα βαθύ Ποτάμι. Αφέσου στον αφρό του και τα μάτια σου κλειστά. Την αντίσταση παράτησε και στους κυματισμούς θα ακούσεις τη μουσική. Του χορού η τελευταία ράψω Δία, μόνη θα ‘ρθει να σε βρει. Η


    Ο Πόθος τα μάτια κλείνει στο Χάσμα του Βοσπόρου βυθίζεται αργά. Στη μέση του κενού, ρεύμα δυαδικής ροπής. Στη κρούση των αντίθετων ροπών, μία σχεδόν ελικοειδής χοάνη, στο μέσα της τραβά. Δεν αντιστέκεται, αφήνει, το σκάφος θα βουλιάξει, στο πάτο ξέροντας πως θα βγει.


    Της λογικής και της τάξεως όμως, η χοάνη είναι για θνητούς.


    Που θέλουν, να γνωρίζουν, την απάντηση του ένα. Αυτή που ναυτία δε θα φέρνει στης ανασφάλειας την συνεχή αμφί και Βόλου μία.


    Λίγο πριν το τέλος, το κύτταρο του Πόθου, διασπάται και σε άπειρα σημεία, η ύλη τη βρωμιά της πλένει.


    Λίγο πριν τη σχάση, ο Πόθος θυμάται…


    -Ποια είναι η σωστή απάντηση σε κάθε ερώτηση; Πόθος.


    -Όλες. Διάλεξε την απάντηση που την καρδιά σου κάνει, να ηρεμεί και ας είναι διαφορετική από το πριν και το μετά. Όλες είναι αλήθεια και συνάμα παραμύθια. Τα Η.


    -Γιατί το Π έχει άπειρα δεκαδικά ψηφία; Θ


    -Για να διαλέγεις αυτό που θέλεις ως τελευταίο. Η


    -Δεν με καλύπτει σαν απάντηση. Θ


    -Ποιον πεπερασμένο θα κάλυπτε; Η


    -Εσύ δεν είσαι; Θ


    -Στο δικό σου κόσμο άπειρος, στο δικό μου όχι. Η


    -Γιατί είμαι εδώ; Θ


    -Τα δάχτυλα σου από το κουτί ξεφεύγουν. Η


    -Και ποιο σε αυτό το πρόβλημα; Ο Πόθος κουρασμένος την συζήτηση αφήνει και πίσω του κλειδώνει. Θέλει κάτι να ξεχάσει, μακριά το βρώμικο το νέφος τη λάσπη του να χάσει. Οι σκέψεις έρχονται περνούν και τα κάλλη δείχνουν. Ο Πόθος την μία μετά την άλλη απορρίπτει. Μέχρι…


    Στον ουρανό πετάει. Πράσινος ο στόχος, υγρός ο τόπος, κυνήγι ο σκοπός.


    Μέρες χρησιμοποιημένες και στα σκουπίδια του μετά ριγμένες, κάπου στο χρόνο…


    Η Τύχη με χαμόγελο μικρός χαμός και λάβδανο στο χάμω, εμπρός και στην Πειθώ την αδερφή της γονατίζει. Μικρό γελάκι δραπετεύει με τα φτερά του ήχου, στον αέρα μάχη δίνει μία μάζα από πουλιά, δικό του ποιο να κάνει της Τύχης το νεράκι.


    Το Χρυσό και σταρόχρωμο κορμό της προς τα πίσω γέρνει. Οι μηροί κι άλλο ανοίγουν και ελαφρώς ανασηκώνονται. Σταγόνες από χρυσό υγρό κρέμονται από το άνοιγμα του κόλπου κι ο ήλιος την κατάλληλη στιγμή ξυπνά και στο ξανθό της εφηβαίο ανατέλλει.


    Στο σώμα της Πειθούς ανεπαίσθητο το τρέμουλο. Τα πόδια δυνατά και με πυγμή στο χώμα καρφωμένα. Στα υπόγεια όμως, κάτι αόρατο τα λαγόνια της θωπεύει.


    Η Τύχη τα χέρια πιο πίσω, στους αγκώνες, των ορθογώνιων τριγώνων τα στηρίγματα, το στήθος της ψηλά κοιτάει και οι ρώγες τον ήλιο σημαδεύουν. Δύο του μικρού τα νέφη λειώνουν, ο ήλιος για να δει και από πόθο να μυρίσει. Τότε η Πειθώ την πηγή του αόρατου βλέπει.


    Από τις καφέ, μεστές της Τύχης ρώγες, γάλα δίχρωμο κυλά. Τα Λευκό με το Χρυσό και στο δρόμο το Λευκόχρυσο, άρωμα σκορπά στη φύση. Κανείς να μην αντισταθεί, δε θα αντέξει, θα λυγίσει.


    Ένα μαχαίρι εμφανίζεται στην αριστερή παλάμη της Πειθούς, σα μικρό δρεπάνι μοιάζει. Η αντανάκλαση τα Βουβά τα Λια τρομοκρατεί και στο στόμα το μαχαίρι βάζει. Τώρα η γλώσσα της Πειθούς με την κόψη παίζει. Λέξεις που υγραίνονται και στη μέση κόβει. Στο σώμα της να λυγίσει επιτρέπει και σαν Λέαινα στα τέσσερα και αργά, προς Τυ Χη σιμώνει. Αφήνει το μαχαίρι της λυτό, με τη λαβή σκύλος στο κόλπο λυσσασμένος και στο ομφαλό της Τύχης γέρνει το κεφάλι, για να πιεί.


    Στης Πειθούς τα χείλια, το γάλα δήθεν αντιστέκεται, υποκύπτει και μέσα της δούρεια εισβάλλει. Η Πειθώ τον δρόμο ξέρει, στο παρελθόν εκεί το έχει χάσει.


    Ο κόσμος της γύρω της τη συνοχή του ψάχνει, εύπλαστος υγρός, στο ρεύμα του ανέμου νέες μορφές φτιάχνει και μέσα τους αυτή. Σε βουνό βρίσκεται να κατεβαίνει ασθμαίνοντας την κατηφόρα. Η ανάσα στάσεις κάνει, κόβεται και με αίμα στίχους γράφει στα γυμνά κορμιά, να κατέβει θέλει, δεν μπορεί ζορίζεται. Η Πειθώ πεισματάρικο κορίτσι, σε λαβύρινθους και γρίφους τυφλή, γυμνή και έμπειρη αρκετά. Δίχως να βλέπει με τα μάτια, μέσα από κόσμο άλλο, το μαχαίρι από την κόψη πιάνει και αργά από τον ταραγμένο κόλπο αφαιρεί.


    Η Τύχη τα πόδια της απελευθερώνει και την Πειθώ από την μέση πιάνει. Τα Χρυσά πανέμορφα πλοκάμια, αργά ωθούν την Πειθώ προς το άνοιγμα που γρυλίζει πεινασμένο.


    Η Πειθώ στον κόσμο που το άρωμα της Τύχης δείχνει και μαγεύει, τώρα σε ανηφόρα βρίσκεται. Σε σκάλα που ψηλά κοιτά και το πάτωμα δεν βλέπει. Ενώ θα έπρεπε, το ανέβασμα δεν την ανάσα δυσκολεύει, εκτός ίσως από την προσπάθεια που κάνει προς τα πάνω μην άναρχα κυλήσει.


    Τα χείλια του κόλπου στα χείλια της Πειθούς κολλάνε. Σαρκώδεις και υγροί, οι ήχοι του φιλιού. Η ισχύς του κόλπου της Τύχης πιο τρανή και η διάμετρο ανοίγει καθώς την Πειθώ, σιγά σιγά, μέσα του ρουφά. Τα χέρια της Πειθούς αργά, περιμετρικά, στις σκιές κρύβονται οι Ύαινες.


    Στην αντιληπτική ψευδαίσθηση, η Πειθώ να πέφτει βλέπει από τα χαμηλά προς τα ψηλά, σε μία λίμνη από υγρό καθρέπτη. Μέσα του περνά και στην κορφή της καλντέρας του Κυκεώνα φτάνει. Στις άκρες κοντοστέκεται, την ισορροπία χάνει και στη λάβα της Ερυσίβης το σώμα της χάνεται.


    Η φωτιά δεν την πληγώνει, με πετσέτα την σκουπίζει, τον πυρετό να πάρει, το σώμα τρέμει, τα πόδια της ανοίγει και μέσα της πλοκάμια από φωτιά. Η Πειθώ σε ένα μακρινό σύμπαν, σε ένα μικρό κορίτσι το τιμόνι παραδίνει. Στην μικρή Πειθώ. Τον δρόμο να βγάλει στο ταξίδι, γιατί αυτή το χάνει δεν μπορεί.


    Ο κόλπος της Τύχης, τη μέση της Πειθούς έχει ρουφήξει που σα ν μικρό διπλώνει, όλη μέσα από τη πύλη να περάσει. Το μαχαίρι με την θέληση της μικρής καπετάνισσας, στο κεφάλι της Τύχης φτάνει. Μία τούφα πιάνει. Χρυσή στον ήλιο που ζηλεύει, στο μαχαίρι πλέκει και στο από τομα τραβά…


    Η Τύχη νόμιζε πως την Πειθώ είχε μαγέψει και κάτω από τα δεσμά της είχε.


    Λάθος, όμως, τα μαλλιά της στο μαχαίρι της Πειθούς να πετάξουν ελεύθερα ετοιμάζονται. Η πρώτη τρίχα πέφτει, κρυστάλλινος ο θόρυβος που με φωνή τεράστια τη παρουσία της στο κόσμο δίνει.


    Τάφρους και λαγούμια στη γη ανοίγουν και θησαυροί τρανοί αποκαλύπτονται. Η Πειθώ δεν παρασύρεται το μαχαίρι της τραβά. Η Τύχη από κάτω συσπάται, συστρέφεται και στρέφεται. Να ξεφύγει θέλει. Άλλη μία τρίχα από τη μητέρα φεύγει. Σπαραχτικό το κλάμα των διαμαντιών που καίγονται στον πλανήτη Δία. Η γη ανοίγει και από μέσα Πυραμίδα αποκαλύπτεται. Ο Τάφος του Αλέξανδρου!!!


    Είναι αρκετό την Πειθώ να διαφθείρει. Την προσοχή της να απολέσει και στην άλλη να γυρίσει. Η Τύχη, καταφέρνει και γλιστρά, σηκώνεται και τρέχει…


    Τα πόδια της στη πλάτη, καταρράκτης από νιφάδες παγωμένες το γέλιο της προς την πεσμένη στο έδαφος Πειθώ…


    (-Κυρία; Να σταματήσουμε; Ναυτία παιδεύει την κοιλιά μου, στης κυκλικής της ρόδας τον ατέρμονο ρυθμό. Μπίλια.


    -Φυσικά μικρό μου, ανάσα πάρε και όποτε θες, στο Ξανά τον Ι στο υφαίνεις. Ρουλ έτα? )

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Castle Battle 9th/Day 87th/«Ο Θάνατος των Θεών»


    Το Κυνήγι της τύχης (τΥ)


    -Το κόκκινο ή το κίτρινο, Μήτις ρούχο θα φορέσεις; Δίας


    -Δε ξέρω αγαπημένε μου. Κόκκινο ή κίτρινο; Μήτις


    -Αριστερά ή δεξιά θα σκύψεις αναποφάσιστη μου Μήτις;


    -Δεν ξέρω Ερκείε μου. Μήπως στο κέντρο, καλύτερα ταιριάζει;


    Ώρες του μετά, η Μήτις το μπλε και κέντρο έχει διαλέξει, ποτήρι με φαρμάκι και τώρα γλυκά στο πάτωμα, σε σάρκα υγρή κοιμάται. Το στόμα του Δία, Γιγάντιο με δόντια από Τιτάνιο και στο αργά τη γλώσσα μέσα του μαζεύει, μαζί με τη κυοφορούσα Μήτις.


    Το γεύμα του διπλό. Μέσα στα σπλάχνα του η Μήτις και μέσα της η Αθηνά. Δρόμο μακρύ διαβαίνει, να μπορέσει να χωνέψει, αυτό που έπραξε, που έπρεπε και που στο τέλος του συνέβη.


    Ο πόνος στα σπλάχνα του, θεριό που μεγαλώνει. Στη σάρκα πασσάλους μπήγει και προς το κεφάλι σκαρφαλώνει. Λέξεις πικρές, λέξεις μυστικές, λέξεις που στους θνητούς δεν πρέπει ποτέ να φτάσουν.


    Ο Δίας να ξεχάσει θέλει και στο χάος και στον άναρχο κόσμο φτάνει. Κόσμος αλλόκοτος, με κανένα άλλον να μη μοιάζει. Η λογική ξεχειλωμένη, βιασμένη και από δαίμονες, παράφρονες, δικτάτορες και ζώα δίχως όνομα, με οργιώδης φαντασία βασανισμένη.


    Ο Δίας στο όργιο κινείται, μία θάλασσα από σώματα και πλάσματα που σε ένα άλλο όνειρο μπορεί να περιγράψω. Στο κάπου, στο ίσως, μία φιγούρα διακρίνει, αγέρωχη, τυφλή.


    -Το όνομα σου;


    -Θέμις.


    -Ο κόσμος πολύς και η τροφή μας λίγη. Τι προτείνεις;


    -Η Τροία τα κάστρα της υψώνει και τη ψαριά μας τρώει. Έναν πόλεμο προτείνω.


    Οι δαίμονες την μπάντα κάνουν και ο Δίας με την Θέμιδα με έρωτα, την...


    Μία πράξη που κράτησε μέρες 28 και στα διαλλείματα τον κόσμο έχτιζαν από την αρχή.


    Ο Δίας έφυγε για λίγο και την Αθηνά στον κόσμο έφερε. Όταν επέστρεψε, τη Θέμις βρήκε στο βούρκο με ένα πανέμορφο κορίτσι στην αγκαλιά.


    Την Τύχη.


    Δεκάδες τα παιδιά του, θεοί, θνητοί και ημίθεοι, νόμιμοι και νόθοι. Κανένα δεν αγάπησε όσο τη Χρυσή την Τύχη. Κοντά ζήτησε να φέρουν, στου Ολύμπου τα παλάτια.


    Από τον Ερμή του ζήτησε, το τρέξιμο να μάθει. Γρήγορη πολύ, κανείς να μη τη φτάνει. Ο Ερμής ο φτεροπόδαρος της έμαθε τα πάντα. Να τρέχει όχι μόνο με τα μακριά της πόδια. Αλλά πνεύμα και σώμα, να τρέχουν σαν κρεβάτι ένα. Την ημέρα που έτοιμη ήταν, σε αγώνα κάλεσε ο Ερμής, τον Ήχο, το Φως και το Νερό. Τρία αυτά και δύο ο Ερμής και η Τύχη. Εμπρός στους θεούς, αγώνας μυθικός.


    Το Φως πρώτο έφυγε και δίπλα του ο Ερμής. Από πίσω το Νερό και μετά ο Ήχος.


    -Και η Τύχη;


    -Το χέρι της άπλωσε και την ουρά του Ήχου, πρόλαβε και την μυρωδιά της του έδωσε, στον κόρφο φυλαχτό. Ο Ήχος ερωτεύθηκε, παθιάστηκε και συνεχώς το νομα της στις καμπάνες του χτυπούσε. Και κάθε φορά που μία καμπάνα, βαρούσε ρυθμικά με το όνομα της, η Τύχη δίπλα του εχάραζε, βήμα μισό εμπρός του. Ο Ήχος παραιτήθηκε και από τότε, στις νύχτες, στα ανήλιαγα τοπία, σφυρίζει για τα’ ρωμά της.


    –Και το νερό έτρεχε πιο γοργά από τον ήχο;


    -Το νερό αδέρφια είχε στον σύμπαν τούτο. Σε κάθε πλανήτη, σύστημα και γαλαξία. Κάθε φορά που στο δρόμο πίσω έμενε, νερό άλλο τη θέση του έπαιρνε.


    -Και η Τύχη πως πέρασε το Νερό;


    -Με μία του αναρχικού την κίνηση, βρέθηκε μπροστά από όλους. Από το νερό που μέχρι την άλλη άκρη του σύμπαντος υπάρχει, το φωτός που πιο γρήγορα από αυτό τίποτε δε βαδίζει και του Ερμή που πιο πονηρό τίποτε από αυτόν δε λογιάζει.


    Στο δρόμο η Τύχη συνάντησε ένα παράξενο πουλί. Όνομα δεν έχει και ελάχιστοι σε αυτόν τον κόσμο το γνωρίζουν. Το σώμα του διάφανο και η καρδιά του πέτρα. Το καβάλησε και πέταξαν, προς τις Μαύρες Ξέρες. Πίσω από αυτές μία πύλη που βγάζει από εδώ. Του σκουληκιού η τρύπα, για σύμπαν άλλο. Μία παρόμοια χρησιμοποίησε ο Ερμής το φως για να περάσει.


    Το πουλί στον κόσμο του επέστρεφε και όχι στου τέλους το σκοινί. Την Τύχη άφησε, από το παράθυρο πέρασε και εχάθει και η Τύχη να γυρίσει έκανε. Όμως ένας κομήτης σε ήλιο έπεσε κοντινό. Ο ήλιος εταράχθην και τη τροχιά του άλλαξε. Την σκουληκότρυπα λύγισε και την διαδρομή της άλλαξε. Η Τύχη να γυρίσει έκανε, αλλά σκουντούφλησε και στην Τρύπα έπεσε. Η Τρύπα την Τύχη στο στενό της δώμα έγειρε, την φίλησε, την έδειρε, τη ρούφηξε και στο τέλος της διαδρομής τη ξέρασε.


    Η Τύχη τα σώμα της να στάζει υγρά, δεν την ένοιαζε καθόλου, αλλά στα πόδια της μαύρη μικρή κουκίδα, σκύβει εμπρός, όχι ελιά, μπουρδουκλώνεται, πέφτει και το σκοινί πρώτη κόβει. Εκατοστό ένα πίσω της ο πονηρός Ερμής και από πίσω του και εφαρμοστό το Φως. Χαμόγελο ο Δίας, περήφανος πατέρας.


    Ύστερα ο Δίας στη Δήμητρα ζήτησε στη Τύχη για τα δέντρα και τα φυτά να μάθει. Να ξεχωρίζει, να τα βρίσκει και τα πάντα για αυτά να ξέρει.


    Η Δήμητρα στην δεκαπεντάχρονη Τύχη, την λαχτάρα για την Ακριβή της Περσεφόνη βρήκε. Σε δύο χρόνια όλα της τα έμαθε, την μυρωδιά τους να ακούει και από εκεί τις συλλαβές τους. Τη θωριά τους πως την κρύβουν και τους ήχους μες στο χώμα. Από τους ήχους, τη γλώσσα έμαθε και τις συζητήσεις άκου. Στο δίκτυο των ριζών των δέντρων και φυτών στο κόσμο από κάτω.


    Μυστικό στον κόσμο αυτόν πια για την Τύχη δεν έμεινε κανένα. Δεν υπήρχε δράση θεού, ημίθεου, θνητού που κάποιο από τα ριζωμένα πλάσματα δεν «αντιλαμβανόταν». Το ένα στο άλλο τα μετέφερε και μαζί με αυτά και η Τύχη τώρα. Έτσι έμαθε το σχέδιο της Ήρας για το νόμο για τα νόθα.


    Κανένα μπάσταρδο παιδί στον Όλυμπο κανένα. Ανάμεσα στους θεούς μόνο τα αγνά και στους ανθρώπους νόθα. Στο πατέρα της το είπε, ένα δείλι καθώς στα πόδια την ταχτάριζε.


    Ο Δίας την ακριβή του Τύχη από τον Όλυμπο δε ήθελε να χάσει, οπότε άλλο νόμο έφερε για τη λήψη της των θεών τροφής. Τέλος στο μαγικό delivery. Η Αμβροσία και το Νέκταρ των θεών, από τα πρώτα Μήλα, Ροδάκινα και τις Φράουλες της νύχτας θα έβγαινε, λίγο πριν ο ήλιος τα ‘γγίξει.


    Η μόνη ικανή για αυτό, η Χρυσομαλλούσα Τύχη.


    Ήταν η καλύτερη και από θεούς ακόμα. Πιο γρήγορη από τον ήχο, το φως και το νερό.


    Τα φρούτα άκουγε τη σάρκα που φορούσαν, πριν ο ήλιος τα ακούσει και ξυπνήσει. Στο λιβάδια έτρεχε με τα πόδια στον αέρα. Το νερό άκουγε στις φλέβες των φρούτων να κυλά. Πριν αυτό προλάβει και από μέσα τους ξεφύγει, τα έκοβε.


    Στο δρόμο πουλιά, πέτρες και γεράκια και κάπου κάπου και τα δυο να κλέψουν τα φρούτα προσπαθούσαν, αλλά επιτυχιά καμιά.


    Η Ήρα από φθόνο στον Ήλιο φώναζε, αυτός να ξυπνήσει, τα φρούτα για να γδει, το Μήλο να ξινίσει.


    -Πούντο, πούτην, πούντο το Μήλο το Χρυσό;


    -Εκεί, κει και κει, του έλεγε η Ήρα, καθώς η Τύχη, πιο γοργή από το φως, το χρόνο και το χώρο, σε διαφορετικές θέσεις φαινόταν, αλλά σε μία μόνο ήταν.


    Πρώτη έφερνε τα φρούτα στους θεούς, την Αμβροσία και το Νέκταρ. Ικανοποιημένοι όλοι ήταν, με χαμόγελο περήφανος Πατέρας. Όλοι σχεδόν…


    Εκτός από την Ήρα…


    Περίμενε, σχεδίαζε και χρόνια δυο στην Ανεμώνη σύχναζε, για να μην ο Δίας, την υποψιαστεί. Από την οσμή…


    Στην ηλικία των 19, την ημέρα που ο γείτονας ο Κίσσαβος το τείχος έριχνε με βαριά και πούλα κομμάτι κομμάτι τα χαλάσματα μία μέρα, στο θόρυβο και στο χαλασμό την Τύχη πήρε παραπέρα…


    -Κόρη μου καλή και χιλιολατρεμένη, αχχ Αλμυρίκι επιθύμησα να φάω και λίγο αλάτι. Όλο γλυκό, γλυκό, γλυκό, αμάν πια και φτάνει. Τώρα θέλω στο στόμα αλμυρό να μπει, βαθιά να νοστιμέψει.


    Η Τύχη 19 χρονών και με λόγο λίγο πονηρό, ικανή για να ψηφίσει, αλλά μέχρι εκεί. Είπε…


    -Ok mam το χω, θα σε φτιάξω.


    Πιο πρωί από ότι συνήθιζε σηκώθηκε και στην παραλία πήγε. Ο Σείριος δεν είχε ακόμα φέξει και στα σκοτάδια γυμνή η Τύχη. Με τη ταχύτητα που έτρεχε στου κυνηγητού τα αστέρια, ρούχο δεν έμενε πάνω της, φωτιά να μην αρπάξει.


    Βρίσκει το Αλμυρίκι και τους μικρούς και τρυφερούς βλαστούς του κόβει. Κατάχαμα στα τέσσερα με τουρλωτό το βλέμμα, τα χαμηλά να πιάσει, δίχτυ πάνω της τραχύ πέφτει. Τη σάρκα της πληγώνει, τυλίγει, δένει και ο ψαράς στο σάκο το Βαθύ του χώνει. Η Τύχη, τσιμουδιά…


    Ήταν ολίγο πορνηρή και σα Τύχη και ανώμαλη πολύ, ευκαιρία βρήκε, άλλο που δεν ήθελε…


    Σε βάρκα βάζει, κουπί για ώρα μακρινό και σε νησί, κρυμμένο και μικρό, φέρνει το γυμνό κορίτσι. Στο έδαφος ένας κρίκος που όταν τον Σηκώσεις μία καταπακτή ανοίγει. Μέσα στο στόμα του εδάφους, ο ψαράς και η Τύχη, σκαλιά, στροφή και Νάτο.


    Ένα δωμάτιο μεγάλο, μία φωτιά Γερμανική, δώδεκα ακόμη άντρες και μία η Ήρα…


    Δεκατρείς…


    (-Όπα ρε μάστορ. Ένας αυτός που την κουβαλούσε και δώδεκα οι άλλοι, το δεκατρία το σερνικό μετράω. Υπάλληλος σε οικοδομή.


    -Μαζί με την Ήρα μπαλαντέρ, δεκατρία τα χαρτιά κι ένα τζόκερ. Οικοδομή πριν στα κόκκαλα τα Ιερά χαθεί.


    -Το Δίκαιο δικό σου και η συνέχεια; Μετά το «Υ»;


    -Το λέει και η Άλφα Βήτα, μετά το «Υ»


    -Το Χ..)

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Castle Battle 9th/Day 88th/«Ο Θάνατος των Θεών»


    Το Κυνήγι της τύχης (τυΧ)


    Serendip, ο ξεχασμένος κύκλος και αυτή τετράγωνη καθόλου. Μόνο αγωνίες και αψεγάδιαστες καμπύλες. Η Τύχη Χρυσή και απαστράπtουσα, γυμνή και στα γόνατα στημένη. Ολόγυρα κοιτά, με το χαμόγελο βαρκάκι στα με τρεις οπές, ανάρηχα αυτιά. Δώδεκα οι άντρες στα όρθια στα πέριξ, την Τύχη να κοιτούν με το κατάρτι ναυλωμένο. Οι πατούχες, οι τσιμούχες και τα σώβρακα, πανιά ποτισμένα στην αλάρμη. Μακριά, πιο μακριά, να εκεί, να το ζορίζεις, σκύψε θα τα δεις…


    Ο δέκατος τρίτος, αδιάφορος, με στα, μισό, της Ήρας φόρια. Τις πατούσες της να γλύφει και τα άλμπουρα με την γλώσσα να μαζεύει.


    Η Ήρα αβαραρεί τον άντρα που την Τύχη δεν κοιτάζει.


    -Δώδεκα και των θαλασσών Αντάρες, σήμερα είναι η καλή σας μέρα. Αυτή η γυναίκα που ανοιχτή στη πλώρη στέκει, γούλιασμα θέλει στη θαλάμι και λασκάρισμα στις τρύπες…


    Ένα γέλιο και βογκητό μικρό, ξεφεύγει από τη χαρωπή τη Τύχη. Οι δώδεκα ψηλά τα φλάμπουρα και η Τύχη φέρμα τα κανιά της. Δώδεκα διαφόρων τόνων μουγκρητά στο χρόνο μπαίνουν πιασμένοι με τα χέρια, η Ήρα διακόπτει…


    -Εμπρός και με τον κόλπο ανοιχτό, η Τύχη αναμένει. Η Φορτούνα το χαμόγελο της χάνει…


    -Η Θεά η Τύχη, αυτή το ταξίδι σας στα Πρίμα της Ιθάκης, ικανή να φέρει. Οι δώδεκα μαζεύονται. Τα φλάμπουρα μεσίστια και η Ρα αποπλέει…


    -Πάντα τα ίδια, η Τύχη μουρμουρίζει. Όρθια σηκώνεται και τους άντρες πλησιάζει.


    -Έπαθλο, τρόπαιο, στόχος, ατυχώς τυχαίο και τυχερό για έναν. Δεν θέλω φόβο! Τον πρώτο άνδρα που φτάνει, να αγγίξει προσπαθεί, αλλά αυτός πίσω ανάκλα κάνει. Ο δισταγμός το ρίσκο του ζυγίζει, μικρό παιδί, μπαμπά, μαμά που είστε; Πόσες ευκαιρίες θα έχει την Τύχη να κερδίσει;


    -Δεν θέλω ο Πόθος ο πιο μεγάλος να είμαι εγώ και στο δρόμο του μεταξιού η ψυχή του κυνηγού να λιανίζεται σε τάλαρα. Τον δεύτερο άντρα και εμπρός του γονατίζει. Με μιας κατάχαμα αυτός ξαπλώνει, πιο κάτω από αυτήν να βρίσκεται, τη Θεά να καλοπιάσει την Τύχη του να κάνει.


    Η Τύχη θυμώνει, απότομη η κίνηση και με την βία τον Τέκτονα κλοτσάει. Αυτός με τη σειρά του τον Φέρεκλο, αυτός στα μαλακά τον Πάρη, τούτος την Ελένη την Ωραία, αυτή την Τροία. Ο πόλεμος τρανός μεγάλος. Νεκρός ο Αχιλλέας και Οδυσσέας την Ιθάκη να αναζητά, με στης Κίρκης τα μαντζούνια.


    -Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
    Ποτέ της Τύχης τα καλά ή τα κακά δεν σου έταξε


    Σου έδειξε τα θάματα και τα θεριά που μένουν


    ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.


    Μικρό ατσάλινο μαχαίρι από τα συντρίμμια της Τροίας παίρνει. Την κόψη στο κορμί της ακουμπά…


    Το μαχαίρι το χνούδι τα ‘κριβό θερίζει. Χρυσόσκονη τον άνεμο ούριο για χάρη της βαπτίζει.


    Οι άνδρες στα μύχια πέφτουν, τα δάχτυλα τους ξέρω γλύφουν και την σκόνη στα στομάχια τους μαζέυουν. Η Τύχη όρθια περ και πατά ανάμεσα τους. Αυγά που σπάνε και το Υ του ωθώ μανού λα μου ζητάνε.


    -Υποταγή; Δεν θέλω. Ούτε σκλάβους, οπαδούς, πιστούς. Θέλω αυτό που εννιά φορές στις δέκα θα με αγνοήσει, ανάγκη να μην με έχει, να μην με προσκυνήσει.


    Αυτόν που δώδεκα φορές στις 13 εμπρός του και με τα αμπάρια μου ορθάνοιχτα κι αν με δει, θα με προσπεράσει και στο ραγισμένο του καθρέπτη θα φτύσει, τα κενά του να ζυγιάσει. Κι από αυτές την μία, από τα μαλλιά θα με πιάσει, στα πατώ μάνα και με τη γλώσσα λέξεις γλύφω, στην κλίνη θα με σύρει και με αχινό χαμόγελο τα στήθια μου θα σφίξει, τα κανιά μου ορίζοντα και τα ζουμιά μου στο κορμί του θα αδειάσει…


    Η Τύχη δάκρυα μοιράζει στις άνυδρες ερήμους, Τύχη φωνάζουν οι νεκροί και στους τάφους ανασταίνονται.


    -Εγώ! Άνδρας μελαμψός, βλέμμα στα κάρβουνα φωτιά και το κατάρτι πέτρα. Η Τύχη χαμόγελο ξανά. Ρυάκι κυλά γεμάτο, μουσκεύει την ποδιά της. Τετράφυλλα τριφύλλια νευρόσπαστα σε τρύπια πήλινα πίνουν στη χαρά της Θεάς.


    -Αχχχ ναι, η Τύχη ανθίζει και μαζί οι βάρκες. Νούφαρα πανιά και ακρόδεα κισσοί. Στο αέρα ίπταται και μηδέν η κλίση. Το ένα πόδι στο νοτιά και το άλλο στο βορά.


    -Βόλισμα θέλει ο βένθος και το ναυάγιο θα βρεις. Η Τύχη τα μάτια κλείνει και του δίνεται. Και περιμένει. Και τα στήθη της γεμάτα γάλα γλυκόπικρο να στάζουν περιμένουν… Και τα καβούρια φύλακες του Κόλπου περιμένουν, τον επισκέπτη να καλοκαρδίσουν. Άλλο δεν αντέχει και το ένα μάτι στα κλεφτά ανοίγει…


    Λευκός ο άνδρας που ανάμεσα σε αυτή και τον Μαύρο Πειρατή στέκεται. Η προσγείωση ανώμαλη, τα δόντια κροταλίες και το αίμα που στα χείλη της κυλάει υγρό ρουμπίνι. Το καταπίνει.


    -Εγώ! Στα χαρτιά τα σχέδια και στα χέρια φήμη. Τα πόδια της Τύχης στο Νότο και στον Βορρά και τα χέρια στην Ανατολή και Δύση.


    -Και για τους δύο, έχω θέρμη εγώ να δώσω. Και στα δύο να με σκίσετε, πάλι πολύ θα είμαι… Τα λόγια της, αλλά μόνο αυτά, κόβονται στα δύο.


    Οι άντρες στα χέρια πιάνονται. Όχι για χορό, αλλά για το κακό του άλλου. Σκύβουν, δαγκώνουν, σάρκες φτύνουν και λυσσάνε. Την Τύχη ο καθένας για τον εαυτό του ολάκερη ζητά. Να μοιραστεί βουνό από χρυσάφι ο εγωισμός δεν τόλμησε ποτέ.


    Χαστούκια πέφτουν, δόντια που φυτρώνουν στο τσιμέντο. Γέφυρες μεταλλικές και σκουριασμένες, στη θάλασσα από χώμα σωριάζονται. Υγρά αδιάφορων χρωμάτων που χύνονται στο έδαφος για την Τύχη, αλλά πάνω και μέσα της κανένα. Ο αριστερός το δεξί χτυπά και ο πάνω κάτω. Η Τύχη στη μέση τους να μπει, αλλά χώρο αδειανό δεν βρίσκει.


    Η μάχη μεταξύ τους μεγάλη, για αυτήν αδιαφορούν και ας αυτή με το λάρυγγα πηγάδι να τους ποτίσει θέλει. Ο αρνητικός τον θετικό ακινητοποιεί με λαβή θανάτου. Το μηδέν λιπαίνει η Τύχη με το γλυκό της μέλι, αλλά κανείς δεν την αγγίζει. Αρκεί όμως ο ένας από τον άλλον να ξεφύγει και το κυνηγητό ξανά να αρχίσει.


    Στο δρόμο με τα βότσαλα, τα κόκκαλα τους τρέχουν, τα πόδια τους ματώνουν, πουλάνε τα παιδιά τους. Γράμματα ή Κορώνα, με την πύλη ανοιχτή το βότσαλο ή την κλειστή; Τα κόκκαλα από την χρήση τους τα δάχτυλα δεξιά στραβώνουν, στη θάλασσα πέφτουν, πιο βαθιά ποιος μπορεί να φτάσει; Το μαργαριτάρι το πιο μεγάλο αυτός θα πιάσει.


    Η Τύχη στον αφρό και αυτοί στον πάτο. Το επίπεδο αφήνουν και στα ψηλά στοχεύουν. Πιο ψηλά εγώ ή εσύ; Στην ανηφόρα τα γόνατα λυγίζουν, φθείρονται, γερνάνε και τώρα τρέχουν με τα χέρια.


    Στα αριστερά η Τύχη, αυτοί ο ένας τον άλλον να κοιτούν. Στα δεξιά με τα όμορφα πανιά της, αυτοί στα κάτω πέτρες να μαζεύουν. Τις πιο βαριές και του δόλου τις φονικές να βρουν. Στην κορυφή ταυτόχρονα φτάνουν και την Τύχη βρίσκουν στην αιχμή να κάθετε και το στήθος της να βρέχει με τα πλούσια ξανθά μαλλιά της.


    Ο ήλιος στην λάμψη της πάσο πάει και αυτοί για λίγο θαμπώνονται στα διάφανα νερά της. Η Τύχη πονηρά τους χαμογελά, ελπίζει, ίσως τώρα, αυτοί όμως καθόλου.


    Στην κορυφή μία παροιμία λέει χώρος υπάρχει μόνο για έναν μόνο. Σε κάθε χέρι βράχος και αμέσως στο κεφάλι. Οι δύο άντρες σώματα ακέφαλα και στην κορφή η Τύχη.


    Την μιλιά στα μάτια της φορά και στους εναπομείναντες άνδρες απευθύνεται.


    Νέφη από καρδιές που καίγονται στο χιονάτο το λευκό της. Από την λαχτάρα δεν αντέχουν και αυτοκτονούν για λύτρωση. Στις κυκλικές τις κόρες, νεράιδες ντυμένες στα διαμάντια. Γοργόνες να προσφέρουν την ποίηση που κανείς δεν τόλμησε ποτέ να φανταστεί. Λέξη δεν αφήνει από το στόμα της να πέσει η Τύχη. Η οσμή της μοιάζει οικεία και συνάμα υγρή σα θεία, ανάμεσα στα αγάλματα περνάει και με την οσμή της τα κοιτάει. Βουβά, τα μάτια τους ρωτούν…


    -Εσύ; Μην πως εσύ; Κι εσείς; Τέσσερα από τα δέκα αγάλματα που στέκονται, παραδίνονται στη Ντουργκά τη Κάλι, κινούνται προς την μεριά της. Κυβικό ναό, με ταβάνι τρούλο και σύμβολο πράσινο. Ζωγραφιά στο εξωτερικό τοίχο, φίδι καρφωμένο με δυο παλούκια, κελί στήνουν και μέσα κλείνουν. Την Τύχη να φυλάξουν και διπλάσια να κάνουν. Χαλιά της στρώνουν, δίχως υγρασία, κρύο, μια καραμέλα με μέντα και μέσα τη κλειδώνουν. Την θαλπωρή γνωρίζει για αυτή τη νύχτα, στο χαλί της Τίγρης.


    Ξαπλώνει και κυλιέται στο τρυφερό το τρίχωμα. Το αριστερό χέρι εμπρός και το δεξί στα πίσω, τις Πύλες διαρρηγνύει. Τα δάχτυλα ατρόμητοι εξερευνητές στα τοιχώματα σκαλίζουν αριστουργήματα, στις νευρικές απολήξεις βασανίζουν και στα τριχοειδή αγγεία, σταγόνες κλείνουν. Τα αγγεία σφραγισμένα καθώς τα πόδια της τινάζει, τα κύματα από χρόνια πεινασμένα δέρνουν με μανία τη λίμνη και το δέρμα. Το στόμα της ανοίγει και στίχοι εμπνευσμένοι και νότες γράφονται στην πέτρα, σε υπόγεια κρύβονται, για του μέλλοντα τα Πέτα.


    Οι σταγόνες αφυδατώνονται και χρυσό το αλάτι που αφήνουν. Τις γροθιές της μέσα βάζει και οι Πύλες ζώα που ουρλιάζουν…


    -Βαθιά πιο βαθιά έλα να μας βρεις φωνάζουν οι Δαίμονες, βαθιά ακόμα πιο μακριά με τους αγκώνες φτάνει, εκεί που σε μία σπηλιά, σε μία μικρή λιμνούλα γλυπτό από διαμάντι κρύβεται, μέτρα 3 επί 3 επί 3.


    Οι χορδές τεντώνονται και στην καρδιά της φτάνουν, στο κόκκινο βουτούν και από την Μιανμάρ με ένταση φτύνουν Πεϊνίτη.


    Ο οργασμός τΗν αρπάζει και στα τέσσερα την στήνει, με ζώνη την χτυπά, βαθύ το κόκκινο που την Τίγρη βάφει. Η Τύχη κλαίει. Υγρός χρυσός κυλάει ανάμεσα στα πόδια της. Λευκόχρυσος με ορμή ξεχύνεται από τις ρώγες, λίθοι του πολύτιμου ξερνούν τα σωθικά της, από τα μάτια της ασήμι που γραμμές παράλληλες χαράζουν στα μήλα τα Λευκά της. Η ορμή των κρουστικών του οργασμού κυμάτων, τους τοίχους της Τράπεζας κτυπούν, το κτήριο κινδυνεύει για να πέσει.


    Τέσσερα τα ανδρείκελα και αγάλματα, που από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα την στηρίζουν να μη πέσει.


    Η Τύχη για ώρα κλαίει με λυγμούς, η Νύχτα και η Μέρα, στην αγκαλιά την παίρνουν και νανουρίσματα γλυκά της τραγουδούν, μέχρι να ξεχάσει…


    Ο ύπνος καλά της φέρεται και αυτή φιλί γλυκό του δίνει και τον αποχαιρετά. Τα μάτια ανοίγει, μόνη είναι, μακριά από το φως κλεισμένη.


    Φωνή βάζει στους τέσσερις να της ανοίξουν.


    -Όχι.


    Γλυκά τους τραγουδά, να έρθουν μαζί της το Κόλπο για να σκίσουν.


    -Όχι.


    Θυμώνει και τα πόδια της χτυπά, με δύναμη στο έδαφος. Σεισμός γίνεται μεγάλος και η Τράπεζα σωριάζεται. Μαζί της τέσσερα τα αγάλματα που παίρνει.


    Αμμοθύελλα που σηκώνεται στη σκόνη. Η Τύχη δεν βλέπει και τυφλή κινείται. Χτύπημα ισχυρό στο κεφάλι και τις αισθήσεις της αφήνει, σε μία βόλτα, μεθυσμένες, στο υπόγειο.


    Όταν συνέρχεται, δεμένη ψηλά στο πιο ψηλό κατάρτι. Τα πόδια και τα χέρια με αλυσίδες από πίσω. Το στόμα και ο κόλπος της κλειστός και το καράβι στην ανοιχτή τη θάλασσα. Οι έξι τελευταίοι άνδρες σε ταξίδι σέρνουν μακρινό την Θεά…


    …Τύχη τρανή να έχουν στη Ψαριά τους…


    (-Και μετά; Ρώτησε ο Μπαρμπούνις.


    -Ασήμωσε την ίριδα με τις χειλιάρες σου και εγώ θα πω… Γοργόνα από το Ματζόρε


    -Αλλά πρώτα θέλω να κόψεις τα…)

     
  4. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Εξαιρετικό!
     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ευχαριστώ   Μετράει.
     
  6. Alex L.

    Alex L. Το BDSM δεν είναι Kinky Sex είναι BDSM

    Τι να πω! Ο απόλυτος σουρεαλισμός, σαν να έχω μπει σε τσονταδικο και εκεί που ψάχνω τις ταινίες, πέφτω πάνω σε έναν Σεφέρη.
     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Έχετε διαβάσει Σεφέρη;

    1.


    Ήταν ένα πέος στη Δήλο
    που ψήλωνε κάτω απʼ τον ήλιο·
    όταν τό ειδε φώναξε: “Ω!
    αν βρισκόταν εδώ,
    με τούτο θα τον τσάκʼζα στο ξύλο.”

    1939

    2.

    Η κόρη είχε στο πράμα της πλήθος εφόδια
    κʼ ένα ταξίμετρο δεμένο με καλώδια·
    σαν της είπα: “Τί θές;”
    μʼ αποκρίθη: “Δραχμές
    ενενήντα, χωρίς τα διόδια.”

    3.

    Ήτανε μια κοπέλα στο Βεζούβιο
    κʼ εκείνος όλο διάβαζε Βιτρούβιο·
    και του λέει: “Βρε συ,
    γιά να ιδώ το δεξί –
    το ζερβί σου τʼ αρχίδι είναι κλούβιο.”

    1940


    4.

    Η μικρή στο μοναστήρι αναθράφη
    και το μουνί της έμεινε στο ράφι·
    σαν έρχουνταν κανείς
    βολικός συγγενής,
    έδινέ το με λίγο πιλάφι.

    5.

    Ήτανε μια Κυρία στο “Βρυντίριον”
    που έλεγε σε μια φίλη της: “Μυστήριον
    τί έχει πάθει αυτός ο Κύριος
    κʼ έχει δέσει ο αλιτήριος
    στα σκέλη του τοιούτον μολυντήριον.”

    6.

    Ήτανε μια Κυρία στην Ουγκάντα
    που κοίταζε μια τζακαράντα·
    κʼ ένας γέρος με ομπρέλα
    σαν την είδε την κοπέλα
    της έδειξε το πέος του από μια βεράντα.

    8. 10. 41

    7.

    Ήτανε μια Κυρία στο Λουρένθο Μάρκες
    που προτιμούσε να πλακώνεται στις βάρκες·
    σα γαμιόταν στη στεριά
    φώναζʼ: “Όρτσα, ρε παιδιά!
    Όρτσα, και θα τρακάρουμε τις νάρκες!”

    10. 1941

    8.

    Ήτανε μια Κυρία στο Καπ-Τάου
    πού ʽκραξε: “Αϊ Φανούριε μʼ, θα του φάου!”
    όταν είδε στην αυλή
    να της γνέφει ένα καυλί
    πού ʽζγιαζε παραπάνω από ʽνα πάου.

    10. 1941

    9.

    Ήτανε μια κοπέλα στη Ναμπούλα
    πού ʽχε κρεμάσει στο μουνί της μιαν αμπούλα
    και διαλάλα: “Κρύο-μπούζι
    το πουλάω το καρπούζι,
    το πουλάω το καρπούζι με τη βούλα!”

    10. 1941

    10.

    Ήτανε μια κοπέλα στο Κουμπάγκο
    που ήταν χωμένη κάτω απʼ έναν πάγκο·
    σαν της εδείχναν ψωλή
    έβγαζε την κεφαλή
    και την πιπίλαʼ σαν της δίναν ένα φράγκο.

    10. 1941

    11.

    Ήτανε μια Κυρία στο Ζαμπέζι
    που δεν έπαυε ποτέ της να το παίζει·
    με μια κόκκινη κλωστή
    είχε δέσει μιʼ απαυτή
    και την τραβούσε το σκυλί της στο τραπέζι.

    10. 1941

    12.

    Ήτανε μια κερά στο Μογκαντίσου
    που είπε στον άντρα της: “Μαλάκα, ντύσου.
    Αʼ δε βρεις κανένα χάπι,
    σύρε βρές ένα χασάπη
    και πες του να σʼ την κόψει την ψωλή σου.”

    10. 1941

    13.

    Ήτανε μια κερά στη Ζανζιμπάρη
    κʼ ήταν μεγάλο το μουνί της σαν αμπάρι·
    σαν εφίλευε κανεί
    έλεγε: “Είναι τάχα κει;
    έχει φύγει; – Δέν τους παίρνω πια χαμπάρι.”

    10. 1941

    14.

    Ήτανε μια κοπέλα στο Βίδι
    που ψάρευε με καλαμίδι·
    σαν της είπα “Τσιμπά;”
    μʼ αποκρίθη: “Πού; … Μπά!
    Το τσάκωσε ο λαγός μου το σαυρίδι.”

    23. 10. 1948

    15.

    Ήτανε μια Κυρία στη Φαμαγούστα
    πού ʽχε αν μη τι άλλο λοξά γούστα·
    σαν ετσάκωνε ψωλή,
    τσʼ έκοβε την κεφαλή
    κράζοντας καυλωμένη: “Χαίρε, Αυγούστα!”

    Βαρώσια [1954;]

    16.

    Ήτανε στα Κατάπολα μια μούλα
    που μόνο στην ανηφόρα ετσούλαʼ·
    την ελέγαν Σεβαστή
    κι όταν άφηνε πορδή
    γίνουνταν εξωφρενική ρεμούλα.

    4. 9. 1961

    #

    Ήτανε μια κοπέλα στην Άντρο
    κʼ έπεσε στο μουνί της ένα χάντρο.
    Σαν την έπιαναν οίστροι,
    ζήταε πούτσο μʼ αγκίστρι
    για να βγάλει το χάντρο απʼ τʼ άντρο.

    29. 8. 40
     
  8. Alex L.

    Alex L. Το BDSM δεν είναι Kinky Sex είναι BDSM

    Ελάχιστα, έτσι τον ανέφερα.
    Γενικά αν ήθελα να διαβάσω ποίηση θα βρισκόμουν σε ένα λογοτεχνικό forum και όχι στην Ελληνική BDSM κοινότητα. Όπως αν βρισκόμουν σε ένα forum με θέμα την ποίηση και κάποιος πόσταρε την ιστορία της Nu West Leda θα ήταν εκτός θέματος.
     
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Ποιος άλλωστε θα μπορούσε να φανταστεί ότι τα μέλη του κάθε είδους forum έχουν και άλλα ενδιαφέροντα...
     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;


    Αυτό που σας ενοχλεί, είναι πως θα θέλατε μία δημιουργία με εύκολους αναγνωρίσιμους σεξουαλικούς συμβολισμούς, ώστε να ερεθιστείτε δίχως να παιδευτείτε.

    Και φυσικά δε θα κατανοούσατε γιατί κάποιος σε ένα λογοτεχνικό σουρεαλιστικό κείμενο ή ποίημα ακόμα και ενός διάσημου ποιητή όπως ο Σεφέρης ή και άλλων όπως ο Όμηρος και πολλών άλλων, υπάρχουν κάτω από αυτά που ο κοινός νους αντιλαμβάνεται κάποιες άλλες ιστορίες γραμμένες. Σε κάποιες από αυτές αν τις έκαναν λιανά θα το καταλαβαίνατε το γιατί τις κρύβουν, σε κάποιες άλλες φοβάμαι πως όχι, αλλά αυτό όμως δε σας δίνει το δικαίωμα στο να ορίζετε εσείς τον τρόπο έκφρασης του κώδικα που θα ερεθίσει κάποιον ή ακόμα και το τι θα τον ερεθίσει.

    Στην ουσία αυτό που κάνετε είναι να ορίζετε το ορθό και το ομαλό για τη ερωτική τέχνη, με βάση τα δικά σας πρότυπα. Και νομίζω πως εκεί βρίσκετε η πραγματική αιτία του εκνευρισμού σας. Αλλά επειδή είναι δύσκολο να ξεφύγω από τη φύση μου…

    Τι είναι αυτό που πραγματικά σας κάνει και υποφέρετε; Που σας βασανίζει τόσο, ώστε να πυροβολείτε με λέξεις όπου σταθείτε και όπου βρεθείτε. Πρέπει να ήταν κάτι απαίσιο. Άσχημο. Ίσως και τριχωτό. Ίσως να βρωμάει, ίσως όχι. Μπορεί να ήταν σκοτάδι, ίσως να είχε φως. Σας υπόσχομαι πως θα το κρατήσουμε μυστικό και δε θα το χρησιμοποιήσουμε εναντίον σας. Δεν είμαστε σαδιστές…

    Νομίζω πως αυτό το τραγούδι θα βοηθήσει. Ιδίως οι στίχοι…

     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Castle Battle 9th/Day 89th/«Ο Θάνατος των Θεών»

    Το Κυνήγι της τύχης (τυχΗ)

    Στη λίμνη των μικρών συμβάντων, ένας αποστεωμένος ερημίτης τα πορτοκαλί του ζάρια ρίχνει, στο Κοσμικό αυγό του Χάους. Ρίχνει, δείχνει, στήνει, ρίχνει, δείχνει και ξανά τα Ζάρια ρίχνει και το αποτέλεσμα πάντοτε το ίδιο…

    Και οι δώδεκα τους έδρες, άδειες. Τίποτε δεν γράφουν, δεν προφητεύουν, ό,τι θες εσύ θα είναι…

    Το καράβι και στις 7 θάλασσες της συμπιεσμένης σφαίρας, με τα χρώματα τους το κορμί του ντύνει με τα ρούχα του πολέμου και η ψαριά του ολάκερος ο κόσμος. Πενήντα και εφτά οι ημέρες που οι ναύτες με την Τύχη μαζί τους, τα δίχτυα από τα νερά μαζεύουν.

    Στην αρχή ψάρια μικρά. Σαρδέλες, γόπες, γαύρο και μαρίδα. Μετά οι τόνοι, οι ξιφίες και στο τέλος οι γοργόνες, οι νύμφες και οι φάλαινες. Οι παράγκες τους, καλύβες και στους λίβες της μεσογείου χωριά με σπίτια, δίπατα, τρίπατα, με τεράστια χιαστί μπαλκόνια, ψηλά να δείχνουν. Με του οίκου τη γενιά τους τα γεμίζουν και στη θάλασσα ξανά.

    Ο καπετάνιος Α, στον Ατλαντικό τους βγάζει, για πιο μεγάλα ψάρια. Τρεις ημέρες ταξιδεύουν και απάντηση καμιά. Όλοι την θεά κοιτούν, που δεμένη βρίσκεται στο πιο ψηλό κατάρτι. Ούρα να μυρίζει και στα πόδια κόλλυβα. Στο μακριά αυτή θωρεί, το κενό στο Χάος. Εδώ δε βρίσκεται. Που; Κανείς δε ξέρει. Χαμένη, από τον κόσμο, το σύμπαν και το κάθε πιθανό συμβάν.

    -Να την κατεβάσουμε από εκεί θα πρέπει, ο δεύτερος και Ε μουρμουρίζει φωναχτά. Πρέπει, δεν πρέπει, το θάρρος δεν έβρισκε κανένας, από εκεί να κατεβάσει και τα νερά μουρμούρισαν κι αυτά…

    -Τη θεά από εκεί κάποιος να αποκαθηλώσει πρέπει. Ανάμεσα μας, να βρεθεί ξανά και να μας πει τι βλέπει. Νύχτα ήταν, δίχως αστέρια και ο ουρανός ορφανός από το μοναχικό φεγγάρι. Ο πιο μικρός, ο πιο χαζός, αμούστακο αγόρι, την τόλμη βρίσκει, το σκοινί γύρω από τη μέση δένει, ζώνη στο σώμα για πρώτη του φορά, ένα σουγιά στο στόμα και στα σιωπηλά σιμά της. Το όνομα του Ω.

    Φως δεν έχει, αλλά Ω στα τυφλά ακολουθεί την αλλόκοτη οσμή της. Και όταν απέναντι από το πρόσωπο της το δικό του βάζει, τότε βλέπει μπροστά του, τη Σελήνη.

    Τα μάτια της θεάς, φωτεινά του μωβ σμαράγδια, το δέρμα της Ανταρκτικής λευκό. Από τον ήλιο και τη φωτιά, κρατήρες και χαρακώματα τα ανομολόγητα γιατί στα μάγουλα της. Ένα σφίξιμο στην καρδιά του νιώθει. Ο πόνος ο δικός της, η θλίψη, η ελευθερία που της στέρησαν και για πάντα το ανέμελο χαμόγελο της. Ω δεν αντέχει και τα χείλια του ακουμπά πάνω στα σκασμένα τα δικά της…

    Φράουλες, Μήλα και Ροδάκινα στο Αυγουστιάτικο λιοπύρι…

    Μια φωτιά, μέσα η Τύχη και γύρω από τον κύκλο, τέρατα εμπόδια με ψυχή γιομάτη από την ουσία του Ω. Φόβος, αμφιβολία, ρίσκο, κίνδυνος, αποτυχία, τραύματα, μνήμες, φαντάσματα, νεκροί οι άνθρωποι που του στέρησαν τη Νίκη. Ανάμεσα στα πόδια του, νιώθει το θάρρος με το αίμα να φουσκώνει.

    Ω να χάσει πια τι, να κερδίσει ίσως σαν ίσος τη θέση του ανάμεσα στους άλλους.

    Βήμα εμπρός κάνει και τα τέρατα επιτίθενται. Τη σάρκα του στα δόντια τους μαγκώνουν και αυτός κομμάτια της αφήνει στα τέρατα και συνεχίζει. Ένα από αυτά τον ανδρισμό του ξεκληρίζει, τρόπαιο για όλα. Τα τέρατα μεταξύ τους αρπάζονται τη λιχουδιά του ποιος θα φάει. Το βλέμμα της Τύχης, στον κόσμο επανέρχεται και στα μάτια τον κοιτάει. Η θυσία του, νοστιμιά για να την τραβήξει. Μέσα στη φωτιά της, στα κάρβουνα απάνω, του προσφέρει έναν κόσμο διαφορετικό, καινούριο, ξένο με κάθε τι που έχει ζήσει. Οι μάγισσες της Σμύρνης γυμνές στο απάνω στο σταυρό, ματωμένα στήθη.

    Ω στη φωτιά της μπαίνει και οι φλόγες τα παιδιά του παίρνουν και την ωδίνη κοιμίζουν στις άδειες κούνιες. Η σάρκα συρρικνώνεται και Ω νιώθει τον πόνο να γκρεμίζει την αδύναμη λογική του. Σαν σπίρτο αυτή ανάβει και η σάρκα λιώνει, το αίμα τσιρίζει, τις φλόγες με το νερό του να σβήσει θέλει, με τα κόκκαλα γυμνά Ω, συνεχίζει να βαδίζει. Το πείσμα το πιο μεγάλο όπλο. Στη Τύχη φτάνει, αγκαλιά την παίρνει και στα χείλια της προσφορά αφήνει τη ψυχή που τα ‘πομένει. Το δρόμο του δείχνει, το σώμα της γεμίζει με τα υγρά της αθωότητας και με το παιδικό του γεια την απελευθερώνει από τα δεσμά της. Αγκαλιά και οι δύο πέφτουν, από το ψηλό κατάρτι. Τα πανιά απλώνονται με θόρυβο και ταχύτητα τα σώματα να αρπάξουν, αυτά περιστρέφονται και περνούν ανάμεσα τους. Γλάροι, Θαλασσοκόρακες, Μύχοι κι Υδροβάτες, από κάτω μπαίνουν τη πτώση να γλυκάνουν. Τα κόκκαλα μικρά ξερά κλαριά που σπάζουν.

    Στο έδαφος φτάνουν και το σώμα του Ω, κομμάτια, στάχτες και καπνός. Μια θυσία για τη νύχτα. Από το σκύβαλο η Τύχη σηκώνεται γυμνή, το δικό του αίμα μόνο και δίχως φωνή τους δείχνει.

    Εκεί…

    Οι πέντε που απομένουν μαζί κοιτούν, η Τύχη το βυθό τους δείχνει. Μα γιατί και πως και που και πάλι πως;

    Ο Α τότε πρώτος βλέπει, δεν το πολύ ζυγίζει και την εντολή του δείχνει στον ύπαρχο Υ.

    -Βυθίστε το καράβι!

    -Μα πως; Την δίνη εμπρός τους δείχνει και Υ ακολουθεί. Το καράβι στη δίνη μπαίνει και κάτω από τη θάλασσα σε τούνελ ταξιδεύει. Θησαυρούς και ναυάγια με χρυσά κανόνια στον Ευβοϊκό βρίσκει.

    Παλάτια κτίζουν οι ναύτες και αυτοκρατορίες. Πύργους στην άμμο και από Azul Macauba αγάλματα. Οι ναύτες τη θάλασσα με τις αραξιές τους οργώνουνε ξανά κι ανάμεσα τους η Τύχη. Στη σώμα της δέρμα δελφινιού και στα μεριά της έξι μονόσφαιρα πιστόλια.

    Για ώρες που αιώνες μοιάζουν, κάτω από τη σημαία τους ο κόσμος ευημερεί, στυλώνεται, τον Μύτικα σχεδόν αγγίζει, γέρνει, πέφτει, κατρακυλά και στην παρακμή ξανά βουτά. Στις Ώρες θυσία στην Τύχη δίνουν, τα πιο όμορφα θηλυκά κι αρσενικά της πλάσης. Η Τύχη, οργασμό να έχει εμπρός στο «Ολοκαύτωμα» τους. Ο καπνός στις καμινάδες, μυρίζει χαρά και κρέας, μετά την πίσσα και την κούραση και στο τέλος ανθρώπινα μαλλιά και άζωτο.

    Ο Α με τον Ε μιλά, Ο με τον Υ και ο Ι με κανέναν. Οι άντρες φοβισμένοι, σκιές, φαντάσματα, η θεά ένας ήλιος άγριος που την Σκούνα με εγκαύματα στολίζει. Η Σκούνα τα οπίσθια ζερβά και δεξιά, τη θεά να ευχαριστήσει.

    Της μιλούν, την ικετεύουν, της ζητούν, με χαμόγελο και τα μάτια πεινασμένα τους γνέφει, ζωντανό αντίτιμο γυρεύει. Δεν δέχεται πια τα θύματα. Θύτες θέλει κάποιους από αυτούς. Κανείς δεν απαντά, κανείς δε θέλει.

    Οι καιρός γερνά και μαζί οι γλάροι. Τα σύννεφα στη θάλασσα του ρανού, με ξέρες τη γεμίζουν. Η Τύχη στην κουπαστή, στη θάλασσα, τα πόδια της σειρήνες, δίπλα της αβέβαιοι πλησιάζουν οι Ο και Υ. Χαμόγελο προσφέρει και για καλημέρα γλυκό φιλί. Οι ΟΥ παιδιά που στο στήθος κάμπτουν, στο στόμα τους οι ρώγες και με ήχους βίαιους βυζαίνουν.

    -Μανούλα, τι είναι τα σύννεφα και στον Γαλανό τι κάνουν; Ο με σταγόνες από λευκό της σέπιας γάλα, στο πρόσωπο του στίγματα που βολοδέρνουν. Τάματα στο Φραγκίσκο της Ασίζης.

    -Νησιά μικρέ μου πρίγκιπα, τους πιστούς γυρεύουν. Ο Μικρόν βρέφος, με πόδια δαμάλια που τινάζονται, δάκρυα από γέλια, η Τύχη μέσα στα σπλάχνα της τον βάζει και εκεί για πάντα μένει. Η νύχτα τώρα με τρυφερότητα χορεύει στον Υ που σταματάει να πίνει και τον αέρα με ρε και ψι ξεβγάζει. Πεταλούδες της φωτιάς, πυγολαμπίδες και αστέρια από μέσα του ξεπροβάλλουν και τον ουρανό φωτίζουν.

    -Μαμά, τι είναι αυτά τα φωτεινά που στον ουρανό πετούν;

    -Αστέρια, μικρέ μου αντάρτη. Ο Υ τα μάτια του φεγγάρια και οι απορίες του λιμάνια.

    -Και τα στέρια τι ‘ναι; Η Τύχη σκοτεινή.

    -Τα μάτια των θηρίων, μικρέ μου πειρατή που την απείθαρχη σάρκα γυρεύουν για να κατασπαράξουν. Υ ψιλον, τρέμει και φοβάται και στην αγκαλιά της κρύβεται. Την πυκνότητα του χάνει και τη στερεά σκιά του, Εικόνα γίνεται, ζωγραφιά πολύχρωμη και πάνω στο δεξί της στήθος τατουάζ.

    Τα μαλλιά της η Τύχη πιάνει και με μαχαίρι κόβει. Στη θάλασσα τούφες ρίχνει και η αυτή στα δύο ανοίγει. Από μέσα της η ομορφιά σε ένταση Υψηλή. Το νησί της Ατλαντίδος, μια αντίπαλος της «τέλειας κοινωνίας»…

    Ζώνες κυκλικές, στη ξηρά φανταστικά κτήνη και στη θάλασσα φοβισμένοι καρχαρίες. Νερό, ξηρά, νερό, ξηρά, νερό, ξηρά και στο κέντρο η Κλειτώ. Σκήπτρο στα χέρια της κρατά και στη Τύχη δίνει. Η Τύχη βαθύ φιλί, η γλώσσα φίδι, τα σπλάχνα διαπερνά, από τη Μήτρα βγαίνει και από τον Κόλπο βαίνει. Με τίναγμα απότομο, τη Κλειτώ στα δύο ανοίγει. Το αίμα της, κάλεσμα για τον Ποσειδώνα.

    Με το μαχαίρι κόβει σύριζα τα μαλλιά της η Τύχη και στην Ατλαντίδα να πέσουν επιτρέπει. Η κόμη της Θεάς βαρίδια στο νησί των Ατλάντων, Φάρος που κλονίζεται και στον τρίτο το σεισμό βυθίζεται. Η Τύχη στα χέρια της το σκήπτρο…

    Πενήντα και εφτά ημέρες οι άντρες τη φωνή της να ακούσουν είχαν. Και από το στόμα το δικό της ποτέ δε βγήκε. Τα πουλιά της θάλασσας, τα φρόψαρα, οι γοργόνες και οι σειρήνες τις λέξεις, τις δικές της μεταφέρουν. Η βροχή με τις βροντές τις παύσεις.

    -Με πήρατε μαζί σας, παρά τη θέληση μου… Οι αστραπές στο πρόσωπο της την οργή της δείχνουν. Με το μαχαίρι βαθιές ουλές χαράζει. Ξύδι και αλάτι στις πληγές της.

    -Την ελευθερία μου στερήσατε και στην πιο γλυκιά χαρά μου… Αστέρια πέφτουνε στη θάλασσα, κύματα θεόρατα το καράβι παίζουν, στα μακριά τα δάχτυλα τους…

    -Την Γη σας χάρισα και σε Τρεις Δυνάμεις βασιλιάδες είστε. Η Σελήνη τα Λευκά της αφαιρεί και στη θάλασσα βουτάει…

    -Δε σας έφτασε και θέλατε κι άλλα… Η Σελήνη το στόμα της ανοίγει και μέσα μπαίνουν δις τα ψάρια.

    -Ορίστε λοιπόν, το Σκήπτρο, που αυτός που θα το κατέχει…

    Οι Α, Ε, Ι, θέσεις μάχης παίρνουν το σκήπτρο για να πιάσουν. Η θάλασσα να βράζει αρχίζει…

    Η Τύχη η θεά, με μαχαίρι βαθιά τομή. Τη σάρκα σκίζει και μέσα της φωτίζει η ολόχρυση καρδιά της. Στο ελεύθερο της χέρι την πιάνει και την βγάζει στο σκοτάδι. Ένα ήλιος μικρός που λάμπει. Οι Α, Ε και Ι, γονατίζουνε στο δέος. Η Θεά το σκήπτρο της στη θάλασσα πετάει. Κοχλασμός, φυσαλίδες που ακέφαλα πλοκάμια βγάζουν και μέσα στο βραστό νερό το παίρνουν.

    -…την καρδιά μου θα του δώσω και ο Θεός της Τύχης θα ‘ναι…

    (-Και μετά τι έγινε, ο Αστακός ρωτάει;

    -Θα σου πω, αν τη σάρκα σου μου υποσχεθείς πως μετά θα δώσεις. Το χταπόδι στα χέρια του Σφυρί βαρύ κρατά…)

     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message from the Fortune Bottle 9th/Day 90th/«Ο Θάνατος των Θεών»

    Το Κυνήγι της τύχης (τυχηΣ)

    Η θάλασσα των Ατλάντων βράζει. Κεριά που λιώνουν σε κρυφά μπουντρούμια.

    Φουσκάλες, τα σύνορα μεταξύ του υγρού και αέριου στοιχείου, συναντούν και σκίζονται στα τρία. Τριξίματα ακούγονται και απάνθρωπα ουρλιαχτά, αλλά μέσα δεν κατοικεί κανείς.

    Ο Α το νερό κοιτάζει, ένα βήμα πίσω.

    Ο Ε…

    -Το νερό κοχλάζει, δύο πίσω.

    Ο Ι φόρα παίρνει και τη βουτιά του κάνει. Για λίγα του δεύτερου τα διστακτικά λεπτά, στον αέρα ίπταται και μετά το υγρό καυτό σεντόνι διαπερνά. Χελιδονόψαρα ξαφρίζουν τους ατμούς του…

    -Καλησπέρα Κύριε. Ροφός παπιγιόν φορά και στον Ι το τραπέζι δείχνει.

    -Θέλετε να καθίσετε; Το έπαθλο για σήμερα, το χαμένο Σκήπτρο. Ο Ι να καθίσει κάνει, αλλά ο Ροφός το χέρι του τεντώνει απλώνει και με τα δάχτυλα τα τρία, το δρόμο κλείνει.

    -Συγγνώμη αλλά χρειάζεται να καταθέσετε κάτι πολύτιμο, ώστε να έχετε δικαίωμα στη συμμετοχή. Ο Ι πάνω του κοιτάει, τσέπες δεν έχει, μήτε ρούχα, γυμνός όσο η αλήθεια.

    -Μα τίποτα δεν έχω.

    -Το ρούχο που φοράτε, θα μου ταίριαζε θαρρώ.

    -Μα ύφασμα πάνω μου δεν λιάζεται. Ο Ι τις ουλές του αγγίζει και τότε καταλαβαίνει. Ελάχιστος ο χρόνος που το σκέφτεται, να προλάβει πρέπει. Με λεπίδα κοφτερή από το κεφάλι ξεκινά, το δέρμα ανοίγει και με γδαρτάκι το αφαιρεί προσεκτικά. Στο Ροφό το δίνει.

    -Μπορείτε να καθίσετε.

    -Ευχαριστώ προτιμώ κι όρθιος. Ο Ροφός χαμογελά και το μάτι κλείνει. Μετά το μουσαμά από το τραπέζι αφαιρεί και τέσσερα τα ψάρια τα παράξενα, που πάνω κολυμπάνε.

    Το πρώτο Σκύλος που γλυκά γαυγίζει, το δεύτερο Γατί ερεθισμένο νιαουρίζει, το τρίτο μία Γλώσσα τριπλή σε χρώμα και το τέταρτο Λιοντάρι δίχως χαίτη. Ο Ροφός βήχει, ξέρω βήχει, οι ανεμώνες δίπλα τα πόδια τους λικνίζουν αισθησιακά στον αφρό της μουσικής.

    -Σε ένα από αυτά τα ψάρια, το Σκήπτρο βρίσκεται στα σπλάχνα του κρυμμένο. Εσείς θα πρέπει να μας πείτε σε ποιο δεν είναι. Οι πιθανότητες πιστοί και οπαδοί σας, 3 υπέρ και μια κατά…

    Τα χταπόδια τα γκονγκ χτυπούν η ώρα έχει φτάσει. Βιαστική η επιλογή, η καρδιά του Ι μια βόλτα κάνει το γύρω από τη πλάση. Οι σκιές μοιάζουν απειλητικές.

    -Τον Σκύλο! Ο Ρο το μαχαίρι του πετά.

    -Άνοιξη να δεις. Ο Ι το μαχαίρι…

    -Σας παρακαλώ Κύριε, εγώ Σκύλος της εταιρείας είμαι Φιλικός και όχι ψάρι. Τα μάτια του μεγάλα, ακόμα και όταν πονούν δεν παύουν να αγαπούν. Ο Ι βαθιά τομή του κάνει, τα άψυχα τα χέρια στα εσώψυχα του σκύλου. Άδειος. Ανακούφιση, ποντάρισμα επόμενο.

    -Για να συνεχίσετε Κύριε, δύο τα τεμάχια που θα πρέπει να μου δώσετε. Στα τρία ψάρια που έμειναν, τα δύο που το σκήπτρο μέσα τους δεν έχουν, θα πρέπει να διαλέξετε.

    Ο Ι πάνω του κοιτά, να προδώσει τι; Τι θα μπορούσε να στερηθεί, πιο άχρηστο από τ’ άλλα.

    -Τα πόδια μου!! Τσεκούρι, του δίνει ο Ροφός. Παλιό και χολωμένο. Χτυπά τη σάρκα, αυτή ατίθαση δεν κάθεται, τα κανιά της δεν ανοίγει, δεν κόβεται καλά. Χτυπά, ξανά, χτυπά, ξανά, χτυπά, ξανά, τα πόδια του χωρίζουν, το ένα στο βορά και τ’ άλλο σπίτι…

    Ο δίχως πόδια ι, μέτρο ένα πιο κοντός, στο τραπέζι Βασιλιάς έκπτωτος και ξαπλωμένος. Μπρούμυτα, τα ψάρια που έμειναν κοιτά.

    -Την Γάτα.

    -Μα Κύριε, γιατί;;; Γατί είμαι εγώ και όχι ψάρι. Με την αξιοπρέπεια του ο ι, το Γιατί ξεκοιλιάζει, ψάχνει, ψάχνει, χνούδια, ψάχνει κι άλλο, ψάχνει, ανάμνηση καμία. Ο ενθουσιασμός άγριο θηρίο, τον πόνο μαλακώνει. Και μείναν δύο.

    Ο Λέοντας και η Γλώσσα. Το πρώτο μεγάλο, ευρύχωρο, μπαλκόνι ηλιόλουστο, επιτυχία σίγουρη. Το δεύτερο όμως, το μόνο ψάρι από τα τέσσερα και μικρό, λεπτό, πολύ μικρό, πάρα πολύ λεπτό, το Σκήπτρο να χωρέσει. Η παρόρμηση τυφώνας, το βέβαιο παγίδα, να μιλήσει αχτένιστη η Γλώσσα δεν την αφήνει, με της Κίρκης το σουγιά τη χωρίστρα της ξεσκίζει...

    …και από μέσα ξεπροβάλλει το Σκήπτρο. Η θάλασσα να βράζει σταματά.

    Στην επιφάνεια οι Ε και Α βλέπουν τη θάλασσα να ηρεμεί. Στην ηρεμία λάδι και στο λάδι, πέτρες. Το φαρμάκι της το ήπιε, το δίχως δέρμα, πόδια, πτώμα του Ι βλέπουν να στο Βόλο δέρνει χαρωπά και τη μέση τους λυγίζουν. Ο Α είναι αυτός που προλαβαίνει και βουτάει πρώτος. Τα νερά είναι χλιαρά…

    Μέδουσα τον υποδέχεται στο Καζίνο του θανάτου. Κύβος το κεφάλι της και 24 τα μάτια που βλέπουν. Τα είκοσι αλλού, τα τέσσερα αυτόν.

    Δεκάδες τα πλοκάμια της, το νερό να μαστιγώνουν.

    -Γεια σου Α σου γεια. Το όπλο σου θα ήθελα να αφήσεις να ήθελα θα σου όπλο το. Μεταλλικό χρώμα στη φωνή, ηλεκτρική η συχνότητα της. Δίχως λόγο, ασαφής η λογική της. Ο Α να μιλήσει θέλει, αλλά το ραμμένο με σπάγκο στόμα του , δε του επιτρέπει. Ακόμα νιώθει το σουβλί τη σάρκα να διαπερνά. Δεν μπορεί να θυμηθεί το πότε.

    Το κοντόκανο πυροβόλο δίνει στη Μέδουσα και στο σαλόνι μπαίνει. Διάδρομος με παγωμένους εφιάλτες. Ανθρώπους, μετόχους και άλλα πλάσματα από κόσμο Ξένο, παγωμένα σαν αγάλματα. Στις εκφράσεις ο τρόμος την στιγμή που πάγωσαν ή αυτός τους πάγωσε;

    Τα βήματα επάνω σε φύκια που βογκούν. Τμήματα από τα μέλη τους αποκολλούνται και στο νερό ζαλισμένα κυκλοφορούν. Ψάρια αρπακτικά από τις σκιές πετάγονται και τους μπεζέδες αρπάζουν. Στις σκιές ξανά αποσύρονται. Φτάνει σε ένα διάδρομο στενό. Τούνελ, βράχια και πέτρες κοφτερές, αριστερά και δεξιά ή άνω κάτω;

    Το σώμα του, στης ανώσεως τη περιστροφή στο ανάποδα γυρνά και στις πέτρες το κορώνα παίζει. Γράμματα δεν έμαθε ποτέ. Χάλκινος ο κρύσταλλος, το δέρμα του ανοίγει και το αίμα στης Φιμπονάτσι το Α ρυθμό δίνεται. 144 λευκά, 233 ερυθρά, 377 τα αιμοσφαίρια που δραπετεύουν. Η απόγνωση είναι σκύλα που μαζί σου σέρνεται. Αν απότομα γυρίσεις θα τη δεις. Και μαζί της τον Α θα έπαιρνε αλλά από μακριά το Φως…

    Το Σκήπτρο σαλιωμένο, σε Στρείδι σπασμένο που κλαίει γιατί δεν το θέλει η της Τύχης η θεά. Ο δρόμος ανέμελος μοιάζει προς τα εκεί, εκτός από τα πλοκάμια της Μέδουσας που αιωρούνται στη διατομή του δρόμου.

    -Μη φοβάσαι Α φοβάσαι μη. Πορτοκαλί Χιονόψαρο να περάσει θέλει, σίγουρο και βέβαιο, το ανέμελο της Μέδουσας το Πλόκα αγγίζει, το Χιονόψαρο στο λαβύρινθο που θάφτηκαν οι θύμησες, στο ατέρμονα δίχως μνήμη παγιδεύεται.

    -Μην Α Μην. Να πεθάνεις όχι πεθάνεις να. Να ξεχάσεις ναι ξεχάσεις να. Ο Α δεν το σκέφτεται, τον φόβο κανείς δεν τον αγάπησε και αυτός στο βουνό, μένει τώρα μόνος. Βήμα με θάρρος μπροστά του κάνει, μα τα φώτα σβήνουν.

    Το θάρρος, στα μουλωχτά ξεφεύγει, κάτι να τον κρατήσει όρθιο ο Α μονάχα θέλει. Μνήμη καλή, από τα βάθη του μυαλού του. Της Ανοίξεως το μεσημέρι, το φως από τις κουρτίνες…

    -Κού-κου τσα!!! Στο δωμάτιο μωρό ο Α. Της κουνάς τα κάγκελα, τείχη που τα τέρατα βαστούνε μακριά. Στο δωμάτιο αυτό, άλλος κανείς.

    -Κούκου- Τσα!! Η κουρτίνα σαλεύει, ο Α τρέμει, φοβάται πίσω από το σιδηρούν το παραπέτασμα ποιο κτήνος κρύβεται, ποια Άγκυρα φοβέρα; Η κουρτίνα φουσκώνει, κάτι σφαιρικό, ψηλά, μοιάζει να την σπρώχνει, μέσα θε να μπει τον Α να τελειώσει. Ο Α το μικρό του μαξιλάρι σαν ασπίδα σηκώνει και τη πιπίλα σαν σπαθί κορδώνει.

    Η μνήμη το σκοτάδι στο τούνελ φωτίζει και οι Διάφανες του Πλοκαμιού σαν τρίχες, φωσφορίζουν κάτω από το φως. Ο Α, βαδίζει, σκύβει, στρίβει, μία κάνει να τον αγγίξει, την προσπερνά και…

    -Κουκούτσα! Η κουρτίνα απότομα ανοίγει, ο Α τα μάτια του κλείνει και το στόμα του όσο πιο ανοιχτό μπορεί. Λίγος ο αγέρας μέσα στα πνευμόνια, αλλά με δύναμη ο φόβος. Η στριγκλιά του διαπερνά τους τοίχους, τη Πόλη, τα σύνορα και ακούγεται σε ολάκερο τον κόσμο. Χέρια γιασεμί μυρίζουν, αγκαλιά τον παίρνουν, τα μάτια του ανοίγει…

    Το Πλόκα βλέπει, να το αποφύγει δεν προλαβαίνει… Δεκάδες χιλιάδες τα βολτ του ηλεκτροσόκ που του διαπερνούν, σύγχυση…

    Τη μάνα βλέπει στην αγκαλιά τον παίρνει…

    -Όλα καλά μικρέ μου, να φοβάσαι μην…

    …σύγχυση, πόνος, το σπίρτο σβήνει, η μνήμη μαζί του και για πάντα χάνεται.

    Ψέμα ή αλήθεια;

    Κρύο κάνει κρύο, παγωνιά κάτω από τα του μονού σεντόνια..

    Ο Α στα σκοτάδια ψάχνει να βρει, μνήμη να ανάψει. Να φωτίσει, να ζεστάνει, για το Σκήπτρο να παλέψει.

    -Μην φοβάσαι Α φοβάσαι μην. Τη βρίσκει. Είναι χνουδωτή, γουργουρίζει, μεγάλη η μικρή του γλώσσα, κουτάβι. Τα μάτια των συνωμοτών στο σκοτάδι σιωπηρά συνεννοούνται. Το κουτάβι υπόσχεται να μη μιλήσει, ο Α αγκαλιά τον παίρνει, στο δώμα από το παράθυρο σκαρφαλώνει, μπαίνει, στο κρεβάτι, κάτω από το πάπλωμα φακός ανάβει…

    …ακριβώς την στιγμή που πρέπει. Τρία τα πλοκάμια που τον δρόμο κλείνουν. Μικρό κενό στο συρματόπλεγμα στα νοτιοανατολικά του Τείχους. Ο Α αφήνει το σώμα να λυγίσει, τα μάτια με καρδιά καρφώνει, μέσα από το κενό περνά η μέλισσα και τα μελισσόπουλα…

    …το φως αποκαλύπτει το κουτάβι. Αυτό τη γλώσσα. Και ο Α το χάχανο που Να το κρύψει δεν προλαβαίνει…

    Δύο τα Πλόκα που με το ρεύμα τους σε οργασμό τον φέρνουν. Με σπασμούς το σπέρμα, σπέρα λέει στους Κοκωβιούς, την μνήμη του Α ναζί του παίρνει και για πάντα φεύγουν. Ποτέ τους δεν υπήρξαν;

    Σύγχυση… Το Σκήπτρο μία οργιά μόνο μακριά, το χέρι να απλώσει θα το πιάσει.

    Μία μνήμη…

    Τα Μάτια του… Όταν χαμογελά, ο ήλιος ανατέλλει. Σύννεφα στη Γαλάζια τη σημαία λεκέδες δεν αφήνουν και.. Το χέρι απλώνει, της Τροίας τα Πλόκα είναι τρομερά, το χέρι του σαπίζουν, το χάνει, με το στόμα του το κόβει, φτου και βγαίνω και προχωρά μπροστά.

    Μία μνήμη ακόμα…

    Ο γιος του, στον δρόμο απέναντι. Στη μέση το Ποτάμι.

    -Όχι ακόμα γιε μου…

    Βήμα κάνει σταθερό μέσα στο ποτάμι. Τα Πλόκα τον χτυπούν με δύναμη. Το κορμί του οργώνουν, νούφαρα φυτρώνουν. Δύο βήματα ακόμα πιο κοντά.

    -Όχι ακόμα γιε. Πέντε τα Πλόκα που το πρόσωπο του αγκαλιάζουν, το ρεύμα διαπερνά, τις δεκατρείς της Ύπαρξης στιβάδες από τον εγκέφαλο του.

    Ποιο είναι αυτό το παιδί που του γνέφει από τα απέναντι;

    Στα δεξιά το Σκήπτρο. Στα μπροστά ορφανό παιδί που στη νοηματική τον Σταυρό του κάνει. Να διαλέξει τι; Να προτιμήσει ποιον; Το Σκήπτρο επιλέγει.

    Το μοναδικό του χέρι απλώνει. Τα Πλοκάμια τον αγκαλιάζουν τρυφερά. Το χέρι χωρίζουν από τον Πατέρα. Αυτός καθώς στο βυθό βουλιάζει, το όνομα του χάνει…

    Το χέρι με το Σκήπτρο σφιχτά στην παλάμη, στην επιφάνεια ανεβαίνει.

    Η Φλόγα στην επίπεδη στιγμή που χωρίζει το νερό από τη φυγή…

    -Σε θυμάμαι από την όψη, σε γνωρίζω, σε ξέρω, με έχεις κόψει, Ελευθερία! Το χέρι Ζητώ κραυγάζει…

    Σμέρνες το αρπάζουν, από το Σκήπτρο το απομακρύνουν και στη κόκκινη Μηλιά το φέρνουν. Το Σκήπτρο, μοιάζει να το σκέφτεται και μετά αρχίζει να βυθίζεται ξανά.

    Απόχη, τρύπια και στα χείλια μπαλωμένη, το βουτάει και στον αέρα βγάζει.

    -Σε έπιασα!!! Ο Ε το Σκήπτρο πιάνει και στην Τύχη τη θεά γυρνά.

    -Το ‘χω και της Τύχης ο θεός, είμαι τώρα ‘γω. Η Τύχη, ξανθά στο χαμό του γελάει και γυμνή χορεύει.

    Τα ψάρια βγαίνουν από το νερό και τις λέξεις τις δικές της μεταφέρουν.

    -Θεός της Τύχης είναι αυτός! Πάνω στη κουβέρτα του καραβιού τα λέπια τους γδέρνουν και στη σαρκόφουστανέλα του Ε, τα αγκίστρια τους ματώνουν.

    -Θε θεε και θε, λω αυτό, τούτου και του παρά πέρα ‘κείνο. Τη σάρκα του τραβούν, θνητή ακόμα είναι.

    Η Τύχη γύρω του χορεύει, τριών ειδών υγρά που χύνει ασταμάτητα…

    -Θεός αυτός της Τύχης και όχι εγώ πια… Ελεύθερη, Μαχαίρι και Ελεύθερη ξανά. Τα πουλιά του ρανού, μαζί τα αστέρια, πίσω το φεγγάρι και ξοπίσω του ο Ήλιος.

    -Θεέ της Τύχης, θέλω τούτο, ‘κείνο και της κακοτυχιάς το φυλαχτό. Όλοι μαζί πάνω στον Ε σφηνώνουν. Χώρο δεν αφήνουν στη θνητή καρδιά του. Θόρυβος, κλάματα, γέλια, πανηγύρια Ζητώ και Ζήτω και το Σκήπτρο, κυλάει στη κουβέρτα του καρά και βίου…

    Η Τύχη θεά ξανά, κατάχαμα ξαπλώνει. Ο Ε πουθενά…

    Τα ψαριά στη θάλασσα, τα αστέρια στον ρανό… Η μέρα γλυκά περνάει, η Σκούνα τα στενά του Γιβραλτάρ, η Τύχη η Θεά ελεύθερη κοιμάται. Το μεσημέρι αποφεύγει την Παντελλερία, Mare Nostrum, το σούρουπο τη Λινόζα και το βράδυ τη βρίσκει στα νότια του Γκόζο.

    Η Τύχη μέσα στον ύπνο της σαλεύει, τον Όλυμπο ονειρεύεται. Η Νυξ στα φεγγάρια της σήμα δίνει και τα πόδια της Τύχης απαλά απομακρύνουν. Το ένα από το άλλο. Τα αστέρια με τις αιχμές τους, γραμμές αφήνουν και χάρτες θησαυρού στο κατάλευκο κορμί της. Βασίλισσα η Τύχη, κομήτες και Υποκόμη, πλανήτες, δορυφόρους και ένα νάνο κόκκινο, ζωγραφίζουν στο μακρόστενο λαιμό της. Στις καμπύλες των θερμών βουνών, δέντρα του κρασιού φυτεύουν.

    Κόλουρες πυραμίδες στο χρώμα της άμμου, τα φρούτα τους. Το κάλεσμα της φύσης κόβει, τρώει, μεθάει και το σώμα της Τύχης, θέλει και θωπεύει.

    Μικρό το τρέμω του Συρμού στο τρίγωνο νησί της Αφροδίτης.

    -Μη σταματάς, θέλω σε, συνέχισε, μη σταματάς. Το κύμα αργά, των σταχυών το χνούδι στο σώμα της, τρυφερά σηκώνει. Με τη κόψη του μαχαιριού το θερίζει, πλούσια και απόψε η σοδειά. Το κύμα στη σκούνα μεταφέρεται και από ‘κει στη θάλασσα. Η Τύχη βογκά και με άναρθρες κραυγές στο Μορφέα ερωτικά του τραγουδά. Βουκαμβίλες τα απαγορευμένα της τετράστιχα. Τα πάντα την ανάσα τους κρατούν, την Τύχη για να ακούσουν.

    -Την ακούς; Ο Ξιφίας των Ιωνάθαν ρωτά και αυτός ερωτευμένος στη χώρα του ανέμου, την ελευθερία του γιορτάζει. Οι κραδασμοί στον υγρό κόλπο της Τύχης δυναμώνουν, στο σεντόνι της ύλης την ακολουθία του 0 1 1 2 3 φέρουν και σε Γαλαξία μακρινό, η ζωή με του Ύψους τη νοημοσύνη και την λευτεριά φτερών γεννιέται.

    Η Σκούνα σε τρικυμία μπαίνει, η Τύχη στη ξύλινη κουβέρτα βουρλίζεται, χτυπιέται, τη παλάμη της δαγκώνει χρυσό το αίμα που από τα χείλη της κυλάει. Και τα δύο…

    Η Τύχη και η θάλασσα σε οργασμό συγχρόνως φτάνουν. Άκρα που διαστέλλονται και στο μακριά σε πάνε. Η σκούνα βυθίζεται, η Τύχη όχι.

    Σκόπελος και Ύφαλος να την πληγώσουν προσπαθούν. Αλλά δελφίνια ανάμεσα τους μπαίνουν και τη ζωή προσφέρουν.

    Καρχαρίας Λευκός, τη σάρκα της ποθεί και το στόμα ανοίγει. Χταπόδι στη θέση της και την ανάσα αίρει.

    Το σώμα της καλοτυχισμένο σε αγνώστου νήσου παραλία ξεβράζεται. Η θεά κουρασμένη, αγκαλιά με ένα καβούρι, ξανά αποκοιμάται.

    Ο ήλιος δίχως θόρυβο σηκώνονται, μη τυχόν ξυπνήσει. Τα πουλιά και τα εντόμια, βουβά γύρω της, κατάχαμα τη βλέπουν. Οι ώρες η μία μετά την άλλη, από πάνω της περνούν. Η Τύχη ξυπνά. Το βλέμμα της θολό και οι εικόνες επίσης…

    Εμπρός της ο δέκατος τρίτος ναύτης. Γλυκά του χαμογελά, αυτός την απορρίπτει. Γυμνό το σώμα της, νησιά από άμμο στο πρόσωπο. Να ντραπεί; Όχι…

    -Αυτή είναι η κόρη σου; Η φωνή του Ναύτη κοφτερό σπαθί που στο γρανίτη σέρνει. Η Τύχη απότομα γυρνά…

    Τεράστιος, βουνό, νησί μεγάλο.

    -Κόρη μου;

    -Μπαμπά; Ο πατέρας της ο Δίας, όρθια σηκώνεται, τρέχει και στην αγκαλιά του πέφτει..

    -Μπαμπάκα…

    (-Κόρη μου που πας; Συνέχεια έχει..

    -Μάνα πάω στα καράβια, την Αντάρα αποθύμησα και το φίλο της τον Μούτσο.)