Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το πράσινο τετράδιο

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 13 Ιουνίου 2019.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Θυμάμαι τη μάνα μου σε κάποιες καλοκαιρινές διακοπές μου στο μέρος που παραθέριζε η γιαγιά μου, να της μιλώ στο τηλέφωνο ενώ στεκόμουν σε μια εξέδρα, ολοφώτιστη απ’ τον ήλιο και να μου μιλά για ‘κεινο το ποίημα του Πόε, τη δαιμονική εκείνη σύλληψη που απαγγέλνοντας το είναι σα ν’ ακούς καμπάνες. Ποτέ δε βρήκα ποιο ήταν αυτό. Ακόμα και τότε στα 17 είχα μαζί μου το μικρό πράσινο τετράδιο. Ήταν μια σκέψη που σημείωσα. Υπάρχουν εκεί γραμμένες σκέψεις, περιστατικά, τα συναισθήματα μου. Ακόμα και τώρα ξέρω πως βρίσκεται μέσα στη ντουλάπα, στη διαλυμένη μπλε βαλίτσα, που δε χρησιμοποιώ πια. Για την ακρίβεια, σε κάθε ταξίδι αγοράζω ένα καινούργιο σακ βουαγιάζ απ’ τα κινέζικα, που μετά καταλήγει σε μια γωνιά, με αποκόμματα και σκουπίδια. Κι ας υπάρχει πάντα, η παλιά τζάνσπορτ στα χρώματα παραλλαγής, με ένα τελευταίο εισιτήριο από κάποιο τόπο, που υπήρξε μαγικός. Μαγικός όσο ένας παπαγάλος σε μια καφετέρια σε μια στάση τρένου, που δεν υπήρχε πια.


    Έφευγα για τη δουλειά, όταν μου τηλεφώνησε η Αννίτα, το αφεντικό μου. Με ρώτησε πως και δεν ξαναζήτησα να κατέβω κι εγώ στην έκθεση και αν με κάποιο τρόπο, με εκβίασαν για να μην πάω και εγώ ώστε να μην επιβαρυνθεί το μηνιαίο μπάτζετ. Δεν είχα ασχοληθεί με τα μπάτζετ τους, δε με αφορούν. Εγώ πληρώνομαι για μια εντελώς διαφορετική δουλειά. Απλά αποφάσισα να μην το ξαναπώ, ύστερα από τόση δυσανασχέτηση. Και μάλλον, αυτό λειτούργησε με κάποιο τρόπο. Φτάνοντας στη δουλειά, βρήκα στα εισερχόμενα ένα εισιτήριο και μια απόδειξη για τη διαμονή δύο ημερών.


    Είχαν περάσει 7 χρόνια απ’ την τελευταία φορά που βρέθηκα στην Αθήνα. Θυμάμαι, σημείωνα στο πράσινο τετράδιο πως πήγαινα για να συναντήσω την ευτυχία και έφευγα με την ψυχή χωρισμένη στα δύο. Ανάμεσα σε μια συνωμοσία που ήθελα να ισχύει, γιατί αυτό θα σήμαινε πως μ’ αγαπούσε ακόμη και πως έπρεπε να προσπαθήσω περισσότερο κι από την άλλη, στο έντονο τριβέλισμα πως όταν συνειδητοποίησε ότι θα έπαυε να είναι η δεύτερη, επέλεξε να ακολουθήσει τον επόμενο που θα της πρόσφερε μια τέτοια θέση.


    Το είχα μαζί μου και το βράδυ που δε θέλησα να πάω με τους άλλους για φαγητό κι ανόητες στιχομυθίες, παρήγγειλα μια καρμπονάρα που δεν τρωγόταν και άρχισα να πηγαίνω σε τυχαίες σελίδες. Παλιά σε κάποιο συνοικιακό βιβλιοπωλείο, είχα πετύχει ένα βιβλιαράκι – νομίζω του Καστανιώτη, απ’ αυτά τα αυτοβοήθειας – που διαφήμιζε πως σε όποια σελίδα το άνοιγες, σου έδινε μια απάντηση για τη ζωή, ή την αγάπη. Το πράσινο τετράδιο, έκρυβε μέσα του πολλές τέτοιες απαντήσεις κι οι κυριότερες βρίσκονταν στις ερωτήσεις με τις οποίες τελείωναν κάποια κείμενα.


    Ήταν δύσκολη βραδιά απ’ αυτή την άποψη. Βρήκα μέσα τις πιο κρυφές και τις πιο παλιές μου ιστορίες. Από παιδί, σε άντρα, από άντρα σε μαλάκα, από άντρα, σε χέστη, από άντρα σε ερωτευμένο άντρα, σε εργαζόμενο, σε μεθυσμένο, σε ψεύτη, σε τυφλό, σε ενθουσιασμένο με κάποιο βιβλίο, ή μία παράσταση. Βρήκα μέσα του κάποιες απ’ τις γυναίκες που πέρασαν απ’ τη ζωή μου, εκείνες για τις οποίες τόλμησα να γράψω. Τα γυαλιά που φορούσα στο διάβασμα με πόνεσαν στη μύτη, είχε φύγει πάλι το επιρρίνιο. Τα έβγαλα και δεν ήθελα άλλο να διαβάσω. Το ακούμπησα μαλακά στο μαξιλάρι δίπλα μου. Δεν ήθελα να μείνω μέσα, πνιγόμουν. Έβγαλα τη φόρμα, τη φανέλα, και το εσώρουχο μου. Στο τζάμι της καμπίνας του μπάνιου, πρόσεξα τις τρίχες στο στέρνο μου και το μούσι μου που ήθελε φτιάξιμο. Ποτέ δεν τα πρόσεχα, αλλά λίγο πριν είχα διαβάσει ένα κείμενο απ’ τα 19 μου που αναρωτιόμουν με άγχος πότε θα βγάλω τρίχες και πως αυτό έφταιγε που δε με έπαιρνε ο κόσμος στα σοβαρά. Χαμογέλασα. Μπορούσα να επικρίνω τον άντρα, το παιδί όμως δεν ήθελα να το επικρίνω. Κάπου μέσα μου ζούσε ακόμα και δεν ήθελα να το ματαιώσω πάλι. Το μάθημα κάποτε το πήρε.


    Δε μπήκα στη διαδικασία να πάρω το σαμπουάν μου, χρησιμοποίησα αυτά τα μπουκαλάκια του ξενοδοχείου που συνεχώς μου γλίστραγαν απ’ τα χέρια. Βούρτσισα τα δόντια μου, με τη μηχανή πήρα τις τρίχες που πετάγανε και χαμογέλασα πάλι καθώς θυμήθηκα ένα περιστατικό που είχα γράψει με μια κομμώτρια που της είχα ζητήσει να μου φτιάξει τα γένια και με είχε ρωτήσει πόσο θέλω να μου πάρει το μουστάκι και της είχα απαντήσει, όσο χρειάζεται για να μπορώ να τρώω το τζατζίκι μου, χωρίς να μασάω τις τρίχες μου. Το είχα γράψει γιατί μου είχε κάνει εντύπωση το βλέμμα της κομμώτριας. Φόρεσα το γκρι ριγωτό πουκάμισο και το ξεπλυμένο τζιν, έβαλα σε διακριτικά σημεία, που να μπορώ να τη μυρίζω εγώ, τη φαρενάιτ και βγήκα.


    Ο Αλιγάτορας, το Βινύλιο, η Καλτ, το Σέιλ ιν και το Σίξτις, δεν ήξερα αν υπήρχαν πια. Ήθελα όμως να τα αποφύγω. Πήρα ένα ταξί και ζήτησα να με πάει στο κέντρο. Περπάτησα για ώρα, ώσπου κουράστηκα. Ήταν Παρασκευή βράδυ και κάπου τελικά είδα κόσμο μαζεμένο απ’ έξω. Έκατσα κι εγώ στη σειρά και περίμενα. Δυνατή μουσική, ηλικίες κοντινές στη δική μου. Κάθισα στο μπαρ και παρήγγειλα μια χεραντούρα, μου φέρανε κι εκείνα τα σκατουλάκια που αν δεν αδειάσεις το μπολ δε μπορείς ούτε να σκεφτείς, ούτε να καπνίσεις, ούτε τίποτα να απολαύσεις. Το έκανα στην άκρη κι έστριψα ένα τσιγάρο. Δεν κοίταζα κανέναν και τίποτα. Αυτό που ήθελα ήταν να γευτώ τον κόσμο, να αντλήσω απ’ τη διάθεση, την κίνηση, την ομορφιά και την ασκήμια του. Το έκανα κάποιες φορές και με το σούπερ μάρκετ.


    Κοίταζα ευθεία μπροστά μου, το μπάρμαν που εξυπηρετούσε κι έκανε καραγκιοζιλίκια με κόρνες και σφηνάκια. Μετά από τρία ποτά, με ρώτησε κι εμένα αν θέλω ένα σφηνάκι. Το είχα στο πράσινο τετράδιο, πως κάποτε μέθυσα με καμικάζι κι έτσι ζήτησα καμικάζι. Ήταν αηδιαστικό. Δυο κοπέλες είχαν κάτσει δίπλα από ‘μενα και ενοχλημένος είχα παραμερίσει. Πολύ άγαρμπες, πολύ νέες, τραβάγανε πόζες με τα κινητά τους. Θυμήθηκα την εποχή του γκόρντον σπέις και του βικει. Χαμογέλασα. Μετά λυπήθηκα όμως. Ήμουν πλούσιος σε αναμνήσεις κι η πιο κοντινή ήταν τουλάχιστον δύο ετών. Αν μάθεις να ζεις χωρίς τους ανθρώπους, χωρίς τηλεόραση, χωρίς καμιά προσπάθεια για αβαθείς παρέες, μια μέρα καταλαβαίνεις ότι στράγγιξες κι έχει μείνει μόνο η αυτοπαρατήρηση και η εξαντλητική εικασία για τους άλλους γύρω σου, αλλά για κανέναν κοντά σου. Δεν ήξερα αν ήθελα όμως κι ανθρώπους τόσο κοντά πια. Δεν ήθελα να ρισκάρω τον εαυτό που είχα βρει κι όλα εκείνα που μου άρεσαν να κάνω. Δεν ήξερα καν αν ήθελα, νέες αναμνήσεις, αν υπήρχε ένας μαγικός τρόπος να τις αποκτήσω χωρίς να εμπλακώ.


    Το ποτό είχε κάνει τη δουλειά του κι ο νους μου πέταγε από σκέψη σε σκέψη και δεν ολοκλήρωνε τίποτα. Μερικές γουλιές ακόμη και το μπισκοτάκι βουτιόταν στα συναισθήματα και κάθετί ανολοκλήρωτο ήταν αίτιο, για αυτομαστίγωμα. Και τότε έκανα μια σκέψη παράλογη, άρα λογική κατά κάποιο τρόπο, σε ένα άκρο. Το παράλογο δεν είναι το συναισθηματικό, ποτέ δε μπορεί να γίνει. Το παράλογο είναι ο άλλος εαυτός του λογικού. Και κάπως έτσι πείστηκα πως μπορώ να αποκτήσω αναμνήσεις, χωρίς να εμπλακώ. Αποφάσισα να πάω σε ένα πορνείο. Και η λέξη μου φάνηκε εξωφρενική. Δε νομίζω να την είχα χρησιμοποιήσει ποτέ. Γέλασα κακαριστά. Τα κορίτσια δίπλα μου, με κοίταξαν, μπλαζέ η μια, ειρωνικά η άλλη.


    Έφυγα. Δεν ήξερα που έπρεπε να πάω. Ήταν κάτι που δεν είχα κάνει στη ζωή μου. Τελικά, κατάφερα να θυμηθώ τις οδούς που λέγανε κάποτε. Υπήρχαν πράγματι εκεί πιάτσες και χαμοκέλες. Ένα απ’ αυτά μου φάνηκε καθαρό, με φροντισμένα επιχρίσματα – η δουλειά μου με χαρακτηρίζει, όπως τη χαρακτηρίζω κι εγώ – και κίνησα προς τα ‘κει. Ένας κύριος έβγαινε από μέσα και στην είσοδο ανέβαζε το φερμουάρ του και κοίταγε στο κενό. Σιχάθηκα. Όχι την πράξη, όχι αυτόν. Τον εαυτό μου. Προσπέρασα και συνέχισα το δρόμο μου. Κάποια παρακάτω με προκάλεσε αδιάκριτα και πρόστυχα. Καθώς έφευγα μου έλεγε βρωμιές. Παρακάτω, κάποια άλλη ήταν πολύ γλυκιά, όμως τα μάτια της ήταν βαθουλωμένες λίμνες. Προσπέρασα. Το ήξερα πως θα γυρνούσα στο δωμάτιο μου άκαρπος. Όπως τόσα μοναχικά μεθύσια, που μες στη νύχτα με έπιανε το άγχος αν κλείδωσα το αυτοκίνητο και κατέβαινα δεκάδες φορές για να ελέγξω τις πόρτες. Ευτυχώς δεν είχα μαζί μου αυτοκίνητο. Δε χρειαζόταν καν να μην είμαι ακατάστατος, ή βρωμιάρης. Εγώ είχα αυτό το δωμάτιο για να απολαύσω, να χαλαρώσω. Να μην κάνω τίποτα να μου προσθέσει βάρος. Και γι’ αυτό τελικά το δημιουργούσα.


    Κατέληξα σε ένα πιο ήσυχο μαγαζάκι, σαν παμπ. Αναρωτιόμουν αν αυτή τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν ακόμα. Δε θυμάμαι τι πήρα. Είχε όμως τραπεζάκια και κάθισα μόνος μου. Κοντά μου ήταν ένα ενοχλητικό φως κι έπαιζε σόουλ, που δε μ’ αρέσει ιδιαίτερα, αλλά ούτε μ’ ενοχλεί. Στο μπαρ καθόταν μια γυναίκα. Ήταν μεγαλύτερη από ‘μενα, ή έτσι μου φάνηκε. Ήταν όμορφα ντυμένη. Το κινητό της βρισκόταν σε μια άκρη, χωρίς να το κοιτάει καν. Ο πρώτος πόντος υπέρ της. Κοίταζε κατά διαστήματα στα τραπέζια. Στάθηκε σε ‘μενα αρκετές φορές, σκεφτική. Είχα κάνει ωραίο κεφάλι, θυμήθηκα ένα πίνακα του Νταλί κι ένιωσα πως επιτέλους τον καταλάβαινα περισσότερο από ποτέ. Μυστήρια σκέψη, ενώ καρφωνόμασταν. Διακριτικά στην αρχή κι αχόρταγα έπειτα. Σηκώθηκα να πληρώσω και να φύγω, δεν ήταν ένα παιχνίδι που μπορούσα να συνεχίσω να παίζω. Βρισκόμουν σ’ εκείνο το σημείο που αν μιλούσα δεν ξέρω, αν θα ολοκλήρωνα τις φράσεις μου. Πήγα προς το μπάρμαν κι έδωσα την κάρτα μου. Ευτυχώς το ποσό ήταν μικρό και του ζήτησα να την περάσει ανέπαφα. Δεν υπήρχε περίπτωση εγώ να βάλω κωδικό ετούτη τη στιγμή.


    - Με λένε Δώρα

    Δεν ήξερα από πού ήρθε καν η φωνή, ώσπου με μεγάλη καθυστέρηση γύρισα προς το μέρος της. Σχεδόν την ώρα που γύριζε το κεφάλι μου, αισθανόμουν πως μου πήρε πάρα μα πάρα πολύ ώρα να στραφώ. Την κοίταξα και εστίασα αμέσως στα μάτια της.

    - Φεύγω, είπα

    - Δεν έχεις όνομα;

    - Έχω.

    - Δικό σου;, είπε και χαμογέλασε

    Ο πάγος είχε εξατμιστεί, παρότι εγώ δεν καλοεπικοινωνούσα με τον εαυτό μου.

    - Τα τελευταία 38 χρόνια, δικό μου είναι. Έπρεπε να πω την ηλικία μου, έβαζα ένα όριο, είτε ήταν πολύ μικρή, είτε πολύ μεγάλη.

    - Δώρα με λένε 20 χρόνια τώρα. Τα προηγούμενα 23 με φωνάζανε Θοδώρα.

    - Σαν κάποια πριγκίπισσα ε;

    - Κάτι τέτοιο. Να κάνουμε ένα τσιγάρο;

    - Ας κάνουμε. Μερικές φορές δεν κοιμάται ο άλλος και παίρνει τον έλεγχο, ευτυχώς που το κάνει και διπλά ευτυχώς που δεν είναι συχνά.

    Κούνησε το ποτό της με νόημα.

    - Παρήγγειλε μου κάτι.

    - Ό,τι θέλω;

    - Ό,τι θέλω εγώ.

    - Θα μου το πεις;

    - Όχι.

    Μου πήρε ένα γουάιτ χορς.

    - Ο άντρας σου πίνει γουάιτ χορς;

    - Πρώην άντρας.

    - Και; Του φέρνω;

    - Καθόλου

    - Τότε;

    - Τότεε…θα δούμε.

    - Αυτό δε μοιάζει με απάντηση.

    - Μ’ αρέσει η γεύση του.

    - Πίνεις βότκα

    - Μ’ αρέσει να κλέβω τη γεύση του

    Της πρότεινα το ποτήρι μου, μάλλον εξακολουθούσα να μην πολυκαταλαβαίνω

    - Απ’ τα στόματα.

    - …

    - Τι;

    - Φιλοδοξείς να την κλέψεις από ‘μενα;

    - … θα δούμε

    - Α! Μάλιστα.

    - Δεν είσαι με παρέα

    - Προφανώς.

    - Πώς κι έτσι;

    - Έτσι.

    - Δε μιλάς πολύ ε;

    - Δε ρωτάς λίγο ε;

    - Να πούμε καληνύχτα;

    - Αν το θέλεις

    - Αν το θέλω… έλα ντε.

    - Δεν ξέρεις αν το θες;

    - Το θέλω

    - Τότε γεια

    - Δεν εννοούσα αυτό.


    Είχε ένα λευκό πόλο και οδηγούσε παρανοϊκά. Το χέρι της ήταν μονίμως στο λεβιέ των ταχυτήτων.

    - Θα πετάξουμε;

    - Μου αρέσει η ταχύτητα.

    - Και τα κατεβάσματα το ίδιο.

    - Ναι κι αυτά.

    Έκανε μια προσπέραση στη Συγγρού κι όταν έβαλε την πέμπτη, έπιασα το χέρι της απαλά. Το άφησε μέσα στο δικό μου. Η επιδερμίδα της ήταν δροσερή, το δέρμα της ελαστικό.

    - Γιατί;

    - Γιατί τι;

    - Φοβάσαι;

    - Δεν κατάλαβα.

    - Πέντε ταχύτητες έχει, δεν υπάρχει άλλη να βάλω, οπότε μπορείς να ηρεμήσεις.

    Απομάκρυνα το χέρι μου την ίδια στιγμή, ενοχλημένος.

    - Συγνώμη

    - Το εννοείς;

    - Ίσως.

    - Ίσως και να μην το εννοείς;

    - Δεν το εννοώ, ήθελα και το πα, αλλά θέλω και το χέρι σου.

    Δεν έκανα καμιά κίνηση και μετά από λίγο, μου άρπαξε το χέρι. Έβαλε το δικό μου πάνω στο λεβιέ και το δικό της από πάνω. Ένα αμαξάκι πετάχτηκε απ’ το πουθενά και χρειάστηκε να κόψει, έβαλε αμπραγιάζ κι εγώ κατέβασα τετάρτη. Στο φανάρι, με φίλησε.

    - Δε μ’ αρέσει πια η γεύση του.

    - Α!

    - Μ’ αρέσει το στόμα σου, όμως.


    Μπαίνοντας υπήρχε ένα παλιό κομό, εξαιρετικά συντηρημένο και μετά ξεκινούσε το σαλόνι. Μεγάλο σαλόνι. Ένας μαύρος δερμάτινος διθέσιος καναπές στην πέρα άκρη, με ένα τραπεζάκι μπροστά και το λάπτοπ της στον καναπέ και στην άλλη άκρη, μια τηλεόραση. Απ’ το παράθυρο έβλεπες τα φωτάκια της νύχτας, αυτά που μικρός έβαζα το χέρι πότε στο ένα μάτι και πότε στο άλλο, για να τα βλέπω να κινούνται. Ήταν ήσυχα. Ακούστηκε ποδοβολητό και σε λίγο κυλιόταν στο πάτωμα με ένα γκριφονάκι. Την ονόμαζε Κάρμα. Είχα καθίσει στον καναπέ και το φώναξα κοντά μου. Ήρθε. Εκείνη σχολίασε πως δεν ακούει τους ξένους. Το χάΪδεψα και μάλλον δε ζούσε χάδια από άλλους, εκτός απ’ τη μαμά του και κατουρήθηκε.


    Πήγα μόνος μου στο μπάνιο και πήρα χαρτί. Γύρισα να το σκουπίσω και ήδη είχε σερβίρει σε δυο ποτήρια, παγωμένη κόκα κόλα.

    - Πεινάς καθόλου;

    - Θα τσίμπαγα.

    Έφερε από μέσα αγγουράκια και καρότα κομμένα, με ξύδι, αλάτι και βασιλικό. Είχε αλλάξει. Φορούσε μια γκρι ανοιχτόχρωμη φόρμα, ροζ αθλητικά παπούτσια κι ένα μπλουζάκι λευκό κοντομάνικο, που τόνιζε το στήθος της. Μικρό αλλά γεμάτο. Πρέπει να είχε βάλει και κάποιο αποσμητικό, ή άρωμα. Μύριζε πολύ όμορφα, με τον τρόπο που μυρίζουμε όταν μόλις έχουμε βάλει.


    Μετά από λίγο, η Κάρμα ήταν ανάμεσα μας κουρνιασμένη, ενώ φιλιόμασταν. Το φιλί της ήταν γλυκό και όμως είχε κάτι στη βάση του, απότομο. Τα τυλιγμένα στο λαιμό μου, χέρια της, σφίγγανε περισσότερο απ’ όσο περιμένεις από μια συνηθισμένη κοπέλα. Ήταν ένα μήνυμα που θέλησα να διαπιστώσω, αν ανταποκρίνεται σε κάτι, ή αν είναι δείγμα στέρησης. Τη δάγκωσα στα χείλη απαλά. Κι έγινε έκρηξη. Αυτό που αναγνώρισα πριν ως απότομο, έγινε βίαιο, ένα φιλί που ήθελε να αρπάξει. Βαριανάσαινε και τα χέρια της έσφιξαν περισσότερο. Την αγκάλιασα απ’ τη μέση και την έσφιξα πάνω μου. Όχι τρυφερά. Την πίεζα πάνω μου, με τα χέρι μου γράπωνα τους γοφούς της και έβαζα δύναμη, άφηνα το δέρμα να κυλήσει μόνο ανάμεσα στα δυο μου δάχτυλα και τότε έβαζα δύναμη κι όσο έβαζα δύναμη, η ανάσα της γινόταν κοφτή και γρηγορότερη.


    Τράβηξα το αριστερό μου χέρι και κατεβάζοντας απότομα το βε της μπλούζας της, άρπαξα τα στήθη της. Ήταν τέλεια μέσα στο χέρι μου, μαλακά και ζεστά κι οι ρώγες της σκληρές σαν το μέταλλο. Ήθελα να τα γευτώ. Ήθελα να τα δω. Της έβγαλα τη μπλούζα και έπιασα πάλι να τη φιλάω, στο λαιμό τη δάγκωσα στη λακούβα. Το στόμα μου άνοιξε διάπλατα κι έχωσα όσο πιο πολύ απ’ το βυζί μπορούσα κι όταν το στόμα μου γέμισε, κατέβασα τα δόντια μου και το ‘κλεισα ανάμεσα τους, το άφηνα σιγά σιγά γδέρνοντας το. Τα χέρια της έγδερναν το κεφάλι μου, τράβαγαν τα μαλλιά μου, κατέβαινε στο σβέρκο μου κι έμπηγε τα νύχια της.


    Σηκώθηκε σαν αλαφιασμένη και πέταξε τα αθλητικά της, κατέβασε τη φόρμα της και την έσπρωξε μακριά. Ήταν γυμνή και το μουνί της καλοξυρισμένο. Με καβάλησε όπως ήμουν ντυμένος και μου ‘δωσε το άλλο βυζί στο στόμα. Χτυπιόταν πάνω μου, το παντελόνι μου είχε νοτίσει απ’ την υγρασία της. Αυτή τη στιγμή μύριζα το δέρμα της, ανάμικτο με σαμπουάν, άρωμα, αποσμητικό. Ανέβηκα πιο πάνω και τη δάγκωσα δυνατά στο κέντρο του λαιμού. Στην αρχή πάγωσε, μα μετά τα χέρια της τρελάθηκαν. Δεν ήθελα τίποτα λιγότερο απ’ το να αφομοιώσουν το κεφάλι μου, το πρόσωπο μου, την πλάτη μου.


    Μου έβγαλε το πουκάμισο και κάποια κουμπιά τα άκουσα να φεύγουν στο γυμνό δάπεδο. Χαζή σκέψη, αναρωτήθηκα αν θα τα έβρισκα μετά. Μου έβγαλε και τη φανέλα. Τα χείλια της με φίλησαν απ’ το πηγούνι, ως το λαιμό χαμηλά. Έγλειψε τις ρώγες μου, τις δάγκωσε απαλά, τα νύχια της κατέβηκαν γατζωμένα απ’ το στήθος ως κάτω χαμηλά στην κοιλιά μου. Ως διά μαγείας ένα προφυλακτικό εμφανίστηκε. Κι άλλη κουτή σκέψη, πόσο καιρό άραγε είχα να πάρω προφυλακτικά. Μου ξεκούμπωσε το παντελόνι και παραμέρισε το εσώρουχο. Δεν είχα καυλώσει εντελώς. Το χέρι της με χούφτωσε και έβαλε όλη της τη δύναμη στη βάση και μετά τα δάχτυλα της έκαναν αρμέγματα στο πουτσοκέφαλο μου. Ήμουν πανέτοιμος.


    Το προφυλακτικό μπήκε και εκείνη με πήρε στο στόμα της. Μου έκανε αερόπιπα κι έκανε παπ παπ παπ όποτε τον έβγαζε απ’ το στόμα της. Την κοίταξα και της πίεσα το κεφάλι. Ο πούτσος μου μπήκε ως τη μέση στο στόμα της, την πίεσα με μεγαλύτερη δύναμη και εξαφανίστηκε στο στόμα της. Έβηξε. Της κράτησα το κεφάλι με τα δυο μου χέρια και κάθε φορά που την τράβαγα προς τα πίσω την κοίταγα και με κοίταζε κι εκείνη, ολόϊσια στα μάτια.


    Γύρισε ανάποδα κι έκατσε πάνω μου. Η μια πατούσα της όπως τις ανέβαζε στον καναπέ στιγμιαία πίεσε το μπούτι μου εκεί που δεν έχει μύες κι έτσουξε δυσάρεστα. Μόλις λύγισε εντελώς τα πόδια της κι οι πατούσες της σταθεροποιήθηκαν μπήκα εντελώς μέσα της. Κουνιόταν πάνω κάτω με μανία. Κοίταζα την πλάτη της. Ανήκε στις πλάτες που κατά κανόνα ερωτευόμουν. Δεν υπήρχε ίχνος λίπους και έβλεπα τα πλευρά και τα κόκαλα στους ώμους. Με δυσκολία έγειρα όσο περισσότερο μπορούσα το κεφάλι μου κι άρπαξα το λιγοστό δέρμα ανάμεσα στα δόντια μου. Όσο μου επέτρεπε η στάση της, ανεβοκατέβαζα το δάγκωμα μου. Είχα πιστέψει πριν ότι κουνιόταν με μανία, όχι δεν το έκανε. Αυτή τη στιγμή το έκανε. Ανασήκωνε τα γόνατα της κι έπεφτε πάνω μου με δύναμη.


    Στην προσπάθεια να αναποδογυρίσουμε, πατήσαμε το σκύλο που είχε λουφάξει στο πάτωμα από κάτω μας, γελάσαμε, δε διήρκησε πολύ. Την πέταξα με το στήθος πάνω στην πλάτη του καναπέ και τράβηξα τον κώλο της προς το μέρος μου. Μπήκα στο μουνί της από πίσω με την τρίτη, ήταν γεμάτη υγρά και γλίστραγα πολύ. Δε μπορούσα να βγαίνω όσο ήθελα για να τη γαμήσω καρφωτά. Έβγαινα όμως αρκετά για να μπορέσω να της ρίχνω σκαμπίλια στα κωλομέρια. Δεύτερη έκρηξη. Αναστέναξε και όταν εγώ έκανα προς τα πίσω για να ξαναχωθώ μέσα της, με κυνηγούσε με το σώμα της και φώναζε η ανάσα της. Όταν την ένιωθα πως ήταν έτοιμη να χύσει, την τράβηξα προς το μέρος μου και βρεθήκαμε κολλητή σχεδόν όρθιοι. Άρπαξα τα στήθη της και δεν τα άφηνα, δε μπορούσα με τίποτα να μην βάζω όλη μου τη δύναμη στις ρώγες της. Ούρλιαζε. Ούρλιαζε και έχυνε. Και σταμάτησε αλλά εγώ δε σταμάτησα. Συνέχισα έτσι, παρότι το αριστερό μου γόνατο έκαιγε δαιμονισμένα. Και ούρλιαζε. Και πήγα να την αφήσω για να αλλάξω στάση κι έπεσε με την πλάτη της πάνω μου τόσο βίαια που βγήκα από μέσα της.

    - Πιάστα!

    Την καβάλησα ολόκληρη και βρέθηκε το κεφάλι μου πάνω απ’ το δικό της κι έτσι το γόνατο μου δεν πονούσε, αλλά έπρεπε να τεντώνω πολύ τα χέρια μου. Όταν όμως οι ρώγες της, οι πετρωμένες, οι υπέροχα σκληρές βρέθηκαν ξανά ανάμεσα στα δάχτυλα μου, άξιζε όλο αυτό το τέντωμα. Δεν άξιζε μόνο, ήταν μια ανταμοιβή. Δε σταμάτησε να ουρλιάζει. Και έχυσε ξανά. Αυτή τη φορά ήταν κάτι άλλο, κάτι εντελώς διαφορετικό. Στους σπασμούς δε με έσπρωχνε, με ρούφαγε προς τα μέσα. Τρελάθηκα, υπήρχε μια πίεση που με αποτελείωσε. Έχυσα και μου κόπηκε η ανάσα…


    Είχαμε φορέσει τα εσώρουχα μας και κοίταγε το δέρμα της εκεί που ήταν πιο σκούρο. Έτρεξε μέσα και έφερε το στρογγυλο καθρεφτάκι της, άνοιξε το κινητό της και κοίταζε την πλάτη της. Ήταν γεμάτη δαγκωματιές, βαθιές. Χαμογέλασε και με φίλησε.

    - Δε μου αρκεί


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  2. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Τι είναι αυτό που δε σου αρκεί; Το σεξ;

    - Και αυτό… ίσως. Δεν ξέρω, μάλλον όχι. Ήταν καλό.

    - Πολύ ωραία, τώρα ηρέμησα, τη διέκοψα ειρωνικά.

    Τα μάτια της έγιναν σκουρότερα. Ηλεκτρίστηκα. Αυτό που έβλεπα μου άρεσε. Και αποφάσισα να συνεχίσω, μόλις βρω την ευκαιρία. Ήθελα να μάθω που θα μπορούσε να οδηγήσει. Αλλά για τώρα, έβαλα άνω τελεία.

    - Δε μου αρέσει αυτός ο τρόπος! Η φωνή της έμοιαζε κρυστάλλινη, παγερή κι όλη η φράση ειπώθηκε δίχως παύσεις και η φωνή της παρέμεινε στην ίδια ένταση, ίσως μάλιστα και χαμηλότερη. Τα μαλλιά της ανακατεμένα και μια τούφα έπεφτε λοξά πάνω απ’ το αριστερό της μάτι, μου θύμισε μια φωτογραφία που είχα κολλήσει στο τετραδιάκι απ’ την εποχή που κρυφά απ’ τους γονείς μου, πήρα το xt το στρογγυλοφάναρο κι είχα πάρει πόζα. Είχα στείλει τη φωτογραφία, σε μια κοπέλα μεγαλύτερη μου, που δεν την ήξερα και ψωνίζαμε απ’ τον ίδιο φούρνο το μεσημέρι ψωμί για το σπίτι. Ποτέ δεν τη γνώρισα.

    Αισθανόταν άνετα να κάθεται όπως της άρεσε μπροστά μου. Δεν υπήρχε αυτή η ιδέα της γυναίκας που ντρέπεται πια για τον εαυτό της, για το σώμα της. Και τώρα την παρατηρούσα καλύτερα. Τα πόδια της είχαν αρχίσει να παχαίνουν και να κάνουν εκείνες τις ζάρες που θυμίζουν κυτταρίτιδα, αλλά ακόμα ήταν ανεπαίσθητο ψεγάδι. Άλλες θα το ‘καναν θεόρατο, όχι όμως αυτή. Όχι όμως… η Δώρα. Έπαιζα το όνομα της στο στόμα μου, μου άρεσε, μου ταίριαζε καλά. Το δέρμα της ήταν όμορφο, τα μπράτσα της πολύ αδύνατα και η ελεγχόμενη οργή της, με σαγήνευε όπως τη μεταμόρφωνε.


    - … με συγχωρείς… απλά θέλω να μάθω τι εννοούσες. Τι ήταν αυτό που δε σε κάλυψε; Τι ήθελες περισσότερο;

    - Πώς να στο πω και να μη με παρεξηγήσεις;

    - Αν το πεις θα μάθουμε αν μοιάζω μ’ εκείνους που έχεις κοιμηθεί μαζί τους τυχαία, ή αν διαφέρω.

    Ήταν σημαντικό να παίξω στο στόμα μου, αυτή τη φράση και να την ακούσουμε κι οι δυο. Είχαν υπάρξει άλλοι, είχαν υπάρξει άλλες…

    - Κοιτώ το σώμα μου αυτή τη στιγμή και μου αρέσει αυτό που βλέπω. Εσένα σου αρέσει;

    Είχε έρθει η στιγμή να συνεχίσω μετά την άνω τελεία, έστω και για λίγο.

    - Είσαι πολύ ματαιόδοξη.

    - Κι εσύ είσαι αλήτης.

    Δε με είχε βρίσει, δεν είχε φωνάξει, δεν είχε καν αλλάξει έκφραση και η φράση της με έτσουξε. Με έκανε να εισπράξω την απογοήτευση της, ενώ μόλις ένα λεπτό πριν είχα αφήσει την προσδοκία πως μπορεί να διαφέρω.

    -… και θα ήθελα να φύγεις τώρα. Θέλω να κοιμηθώ.


    Ντυνόμουν μαγκωμένος. Ξαφνικά σα να με φώτισε ένας προβολέας αισθανόμουν ανόητος με όλες αυτές τις καθημερινές μικροκινήσεις που κάνουμε για να ντυθούμε και το κυριότερο που τις έκανα γρήγορα, με αποτέλεσμα να αργώ πιο πολύ. Ένα μέρος του εαυτού μου ήθελε να μάθει αν είχα δίκιο, ένα άλλο ήθελε μόνο να μείνει κι ο άλλος από μέσα σε ένα ήρεμο τόνο μου ανακοίνωνε ήδη πως θα περνούσαμε το βράδυ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Κι ήταν πικρός, όσο και καθησυχαστικός κατά κάποιο τρόπο.


    Είχε φορέσει τη φόρμα, το μπλουζάκι και τα αθλητικά της και καθόταν στον καναπέ, με την πλάτη να ακουμπάει ολόϊσια στην πλάτη του καναπέ και με τα πόδια να σταυρώνουν το ένα πάνω απ’ τ’ άλλο. Με κοίταζε δίχως εμφανές συναίσθημα, ένιωθα όμως εκείνη την ένταση και το θυμό που μπορείς να καταλάβεις μόνο στον αέρα. Ήξερα πως αν δεν έκανε κάτι εκείνη, σε αυτό το σημείο ανάμεσα σε δυο αγνώστους, εγώ δε θα μπορούσα να κάνω κάτι για να το σώσω. Ήθελα μόνο μια ευκαιρία κι η απόφαση ήταν δική της. Και πλέον είχα δέσει και τα κορδόνια μου, δε θα μπορούσα να χρονοτριβήσω κάπως, περισσότερο. Όχι ότι το προσπάθησα πριν, αλλά τώρα θα ήθελα να κάνω …. αυτό που έκανα.


    Ακούμπησα πίσω στον τοίχο, ξεκούμπωσα το πουκάμισο μου και το έβγαλα, έλυσα τα κορδόνια μου κι έβγαλα τα παπούτσια και μετά το παντελόνι μου. Είχα διαλύσει τη στάση της, κουνιόταν νευρικά και ξεκίνησε να στρίβει τσιγάρο απ’ τον καπνό μου.


    - Τι κάνεις; Υπήρχε απορία στα λόγια της, υπήρχε μπλοκάρισμα, υπήρχε όμως κι άλλη μια νότα που δεν ήθελα να την πω προσδοκία, θα την ονομάσω όμως νεανικότητα. Αυτό το κάτι που εκφράζει ένα συναίσθημα που είναι το χαρακτηριστικότερο όλων της ελαστικότητας που έχει κάποιος μέσα του, το πόσο νέο αφήνει τον εαυτό του να γίνεται.


    - Γδύνομαι.

    - Ναι αλλά γιατί; Μόλις ντύθηκες, αφού είπαμε πως θα φύγεις.

    - Ναι όμως μόλις ντύθηκα συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να καθυστερήσω περισσότερο να ντυθώ, να δώσω και στους δυο μας την ευκαιρία, να κάνουμε κάτι διαφορετικό, ανάλογα των επιλογών που έχει ο καθένας μας. Κι αφού είχα ήδη ντυθεί και αυτό δε γύριζε πίσω, ξαναγδύθηκα. Και τώρα όπως βλέπεις, ξαναντύνομαι.

    - Ποιες επιλογές έχει ο καθένας μας;

    - Τι; Έκανα πως δεν καταλαβαίνω.

    - Είπες ‘’τις επιλογές που έχει ο καθένας μας’’. Τη λέξη ‘’επιλογές’’ την τόνισες. Ποιες έχω εγώ; Ποιες έχεις εσύ;

    - Οι δικές μου επιλογές εξαρτώνται απ’ τις δικές σου.

    -… τότε να φύγεις, όπως σου ζήτησα.

    - Άρα δεν άλλαξε κάτι.

    - Όχι γιατί ν’ αλλάξει;

    - Επειδή… θέλεις να μείνω. Επειδή σκέφτηκες ήδη πως γυμνή μπροστά μου ήσουν ευάλωτη.

    - Δεν αισθάνθηκα τίποτα τέτοιο, απλώς…

    - Απλά

    - Σταμάτα το αυτό!

    - Δε θέλω να μείνεις.

    - Δε θέλεις;

    - Όχι, θέλω να φύγεις.

    - Εντάξει, τώρα γδύσου.

    - Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω;

    - Είπα.

    - Τι είπες;

    -…

    - Τι είπες;

    Και μετά σηκώθηκε, με προσπέρασε κι εκνευρισμένη πήγε και άνοιξε την πόρτα.

    - Εμπρός! Σήκω φύγε τώρα αμέσως απ’ το σπίτι μου. Ντύσου έξω.

    Πήγα κοντά της και την άγγιξα, δε θα μπορούσα να την αγκαλιάσω. Μπορεί να καυγαδίζαμε αλλά ήμασταν ξένοι κι η ανάποδη αγκαλιά είναι η μόνη που έχει πολύ ξεχωριστή θέση στην ψυχή μου. Δεν τραβήχτηκε, δεν τσίτωσε.

    Τα χέρια μου απ’ τους ώμους της βρήκαν τα τελειώματα της μπλούζας. Χάϊδεψα πρώτα το λαιμό της και μετά τα ανασήκωσα. Τσέκαρα τη δυναμική τους. Ακούστηκε εκείνος ο ήχος του ρούχου που ξεχειλώνεται και έφτασε στους ώμους της. Ήξερα πως το τράβηγμα την είχε πονέσει, με δυσάρεστο τρόπο. Δεν είχε κουνηθεί. Άρπαξα τα βυζιά της βίαια, ολόκληρα μες στα χέρια μου και τα πίεσα πάρα πολύ. Οι ρώγες της έπιασαν να πετρώνουν. Της έριξα ένα δυνατό σκαμπίλι στον κώλο. Μετά κι άλλο. Κι άλλο. Και άλλο. Ξανά. Η πόρτα ήταν ανοιχτή κι εκείνη ακουμπούσε πάνω της σα να εξαρτιόταν η γη απ’ αυτό.


    Κατέβασα με το ένα μου χέρι τη φόρμα και το εσώρουχο κάτω απ’ τον κώλο της. Το μουνί της ήταν ακόμη νωχελικά σκεπασμένο. Ξανά. Ξανά. Το άλλο κωλομέρι κρυμμένο, σε σημείο που θα έπρεπε να τη μετακινήσω για να τη φτάσω. Κι εγώ δεν ήθελα να τη μετακινήσω. Όχι προς τα μέσα. Ξανά. Ξανά. Είχε κοκκινίσει πολύ κι εκείνη κόλλαγε όσο περισσότερο μπορούσε στη γωνιά της ανοιχτής πόρτας. Η κοιλιά της πίεζε το πόμολο με δύναμη. Την τράβηξα και την έβγαλα έξω απ’ το σπίτι. Ανάμεσα στο σπίτι της και το διπλανό υπήρχε τοίχος. Τα χέρια της ακούμπησαν εκεί και το πρόσωπο της κόλλησε στον τοίχο. Ξανά. Στο κλιμακοστάσιο. Ξανά. Χωρίς κανένα φως, παρά μόνο απ’ ό,τι έφτανε απ’ το σπίτι της. Ξανά. Ξανά. Και ξανά. Έτρεμε και μόνο τότε έχωσα δυο δάχτυλο στο μουνί της. Ξανά. Έβαζα κι έβγαζα τα δάχτυλα μου και με το άλλο χέρι συνέχιζα. Είχα βγάλει εντελώς το χέρι μου. Έτρεμε. Ξανά. Και μετά έχωσα τρία δάχτυλα. Τα έβγαλα εντελώς. Έκανε να κολλήσει πάνω μου, τυφλά αναζητούσε το χέρι μου. Αυτή τη φορά έπεσε πιο δυνατή πάνω της. Και μετά το χέρι μου περιπλανήθηκε στα βυζιά της. Άδραξα τις ρώγες της, πρώτα τη μια και μετά την άλλη. Με δύναμη. Και μετά το απέσυρα. Ξανά. Ξανά. Και έβαλα τέσσερα δάχτυλα κι όπως τα έβγαζα τράβαγα και τα τοιχώματα της προς τα έξω. Το έκανα συνέχεια. Και το άλλο χέρι έπεφτε και ξαναέπεφτε. Όταν άρχισε να χύνει, έβγαλα το χέρι μου και της έχωσα τον πούτσο μου. Με δύναμη, με σκοπό να φτάσω με τη μια ως τη μήτρα της. Την έπιασα απ’ τους γοφούς και τη γάμησα γρήγορα. Τιναζόταν. Έβγαλε τα χέρια της απ’ τον τοίχο. Σταμάτησα να κουνιέμαι. Τα ξανάβαλε μ’ έναν αναστεναγμό. Συνέχισα να τη γαμάω. Θα έχυνα. Τη γύρισα προς το μέρος μου και την έσπρωξα προς τα κάτω. Της τον έβαλα στο στόμα κι όταν ήμουν έτοιμος, τον έβγαλα και την έχυσα στο πρόσωπο και στα μαλλιά.


    Σηκώθηκε και φιληθήκαμε. Για πολύ ώρα. Το αγκάλιασμα της ήταν σφιχτό. Κάναμε μπάνιο μαζί και μετά στο κρεβάτι έγλειψα την κλειτορίδα της για ώρα. Δεν την άφησα να χύσει. Την ταλαιπωρούσα. Της έβαλα δάχτυλα και παράλληλα της δάγκωνα την κλειτορίδα δυνατά. Τα πόδια της αγκάλιαζαν το πρόσωπο μου και όπως είχε ανασηκωθεί με ‘μενα να τρώω το μουνί της, τα χέρια της τράβαγαν και χάΪδευαν το μαλλιά μου, μια έτσι, μια αλλιώς. Την άφησα να χύσει. Πέσαμε γυμνοί στο κρεβάτι.

    - Δεν αρκεί, είπε

    Κοιμηθήκαμε.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  3. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Στα κακά βιβλία πολύ παραστατικά μας περιγράφουν τα πρωινά ξυπνήματα του εραστή στο ξένο σπίτι. Ξυπνά σα χαμένος και βρίσκει από σημειώματα μέχρι αμερικάνικο πρωινό. Σε αντίθεση, εγώ ξύπνησα πριν απ’ τη Δώρα. Και το είπα εκείνη την ίδια στιγμή στον εαυτό μου, πως ξύπνησα πριν απ’ τη Δώρα. Με το όνομα της. Ούτε χαμένος ήμουν, ούτε ζαβλακωμένος ήμουν. Το σαλόνι βέβαια μου χάλασε τη διάθεση. Ο άπλετος ήλιος έκανε τους ζαχαρί τοίχους να μοιάζουν βρώμικοι και παραιτημένοι. Το ακριβό στερεοφωνικό φαινόταν να ‘χει στρώμα σκόνης μηνών πάνω του. Άνοιξα τις κουρτίνες και κάπως έφτιαξε η διάθεση μου.


    Δεν άργησα να βρω το γαλλικό στο ψυγείο και τα φίλτρα πίσω απ’ την καφετιέρα. Έβαλα τη δόση για τρεις κούπες και το ανάλογο νερό και πήρα το κινητό μου να δω στις υπενθυμίσεις τι είχα προγραμματίσει για σήμερα. Ήταν μάλλον σφιχτό το πρόγραμμα αλλά αν πιεζόμουν για κάποιες ώρες και έκανα υπομονή με τα μέσα μεταφοράς, θα μου έμενε άνετα χρόνος απ’ τις 8 το βράδυ και μετά ως το άλλο μεσημέρι να περάσω ξέγνοιαστα. Δεν είχα βάλει άλλον στο πρόγραμμα μου για μετά τις 8. Όταν ξύπνησα ήξερα πως τη λέγανε Δώρα, ήξερα τι είχαμε περάσει μαζί, δεν είχα δώσει όμως, συνειδητά, καμιά συνέχεια.


    Σε αντίθεση και πάλι με τα κακά βιβλία, αν και βρέθηκε πίσω μου χωρίς να την πάρω χαμπάρι, ούτε το νυχτικό της γιαγιάς μου φορούσε, ούτε ήταν ολόγυμνη και με το μάτι να γυαλίζει έτοιμη να με βιάσει στον πάγκο της κουζίνας. Είπε καλημέρα κι έβαλε στην κούπα που πήρε απ’ το ντουλάπι καφέ. Μετά με κατεύθυνε που θα βρω τη ζάχαρη, γιατί ομολογώ ότι στην ψωμιέρα δε θα σκεφτόμουν ποτέ να κοιτάξω. Ήδη το θεωρούσα περίεργο να βλέπω ψωμιέρα σ’ ένα σύγχρονο σπίτι. Η κουζίνα ήταν μια σταλίτσα, αλλά παρόλ’ αυτά ένα κομψοτέχνημα πατίνας και πατητής τσιμεντοκονίας για να βρω μια ψωμιέρα και μάλιστα κινεζιά καραμπινάτη. Το πήρα μάλλον για διακοσμητικό στοιχείο, παρά για κάτι χρηστικό. Ίσως τελικά και να τα ‘χα λίγο χαμένα και να βρισκόμουν κι εγώ στις μεσαίες σελίδες, ενός κακού βιβλίου.


    - Δουλεύεις σήμερα;

    - Δουλεύω κάθε μέρα.

    Η φωνή της ήταν λίγο βραχνή. Μου άρεσε. Βλακώδες. Αλλά μου άρεσε.

    - Θα φύγω σε λίγο, έχω σερί ραντεβού ως το απόγευμα.

    Δεν απάντησε, ανασήκωσε μόνο τους ώμους.

    Ήπιαμε το καφέ, μοιραστήκαμε και την τρίτη κούπα και τον καπνό μου. Ντύθηκα και όταν φτάσαμε στην πόρτα, με ρώτησε:

    - Να σου δώσω το τηλέφωνο μου;

    Συν 1, σκέφτηκα.

    Έβγαλα το κινητό μου και περίμενα να μου δώσει το δικό της. Κι έκανε κάτι που δεν περίμενα, στην ουσία αντιστρέφοντας μια ήδη κακή πράξη που δεν έγινε εν γνώσει μου, αφού πλέον την αποκάλυπτε. Μου έκανε αναπάντητη.

    - Που βρήκες το κινητό μου;

    - Έκανα κλήση απ’ το κινητό σου στο κινητό μου χθες βράδυ που πήγες στην τουαλέτα.


    Όσες φορές χαλάρωσα ανάμεσα στα ραντεβού κατά τη διάρκεια της ημέρας, ή καθώς στην έκθεση ξελάσκαρα και σταμάτησα να φάω μια τυρόπιτα, όπως κι αργότερα στο τρένο, μα και όταν έκανα μπάνιο στο δωμάτιο, τελειωμένος απ’ την κούραση, μετά τις 9 το βράδυ, το μπράντεφερ με τον εαυτό μου γι’ αυτή την πράξη – αντίπραξη, ήταν διαρκές. Σε όλο αυτό υπήρχε οφθαλμοφανής πρόκληση, υπήρχε παιδικότητα, υπήρχε όμως και ανωριμότητα; Υπήρχε μήπως στρουθοκαμηλισμός από πλευράς μου; Σίγουρα ήταν μια πράξη που δεν ενέκρινα. Την αντίπραξη όμως; Αν σκόπευε να το αποκαλύψει η πράξη ήταν τόσο κακή όσο έμοιαζε; Σε όλο αυτό σίγουρα έβρισκα πως με αναστάτωνε. Με ανακάτωνε και με ερέθιζε. Συνειδητοποίησα ότι μέσα μου ήθελα να δω πόσο χειρότερη μπορεί να ήταν, ή πόσο καλή θα αποδεικνυόταν σε αντιδιαστολή με την πρώτη εικόνα. Μου θύμισε κατά κάποιο τρόπο, μια σκέψη του φίλου μου, του Μιχάλη, που είχα σημειώσει στο τετράδιο: έλεγε πως σε μια παρέα εγώ πάντα λοκάρω σε αυτή με το πιο πρόστυχο βάψιμο και το πιο αθώο βλέμμα, αλλά μόνο όταν τα συνδυάζει και τα δύο, σε μια διαρκή μάχη να αποδείξω το διαμάντι μέσα απ’ το κάρβουνο. Τώρα παιδιά ήμασταν δεν το συνέχιζε ευτυχώς. Και για καλή μας τύχη ούτε εκείνος θέλησε ποτέ να γίνει ψυχολόγος, ούτε εγώ δολοφόνος.


    Αυτό που μου είχε λείψει πολύ ήταν να φάω στο beer academy στην Τερψιθέα. Ο όμορφος κήπος υπήρχε ακόμα, η μουσική βέβαια ήταν πιο θορυβώδης, αλλά βρήκα ξανά την αγαπημένη μου Άντεκς κι αυτό κάπως μου έφτιαξε τη διάθεση. Όπως και το τεράστιο μπέργκερ που ακόμη δε μπορούσα να φάω ολόκληρο. Το κορίτσι θέλει θάλασσα, αλλά εγώ κορίτσι δεν ήμουν κι έκανα κέφι για να ξαναπιώ καφεδάκι στο 14, το οποίο όμως δυστυχώς βρήκα κλειστό κι έτσι περιφερόμενος ασκόπως ούτε και ξέρω πως κατέληξα στον Άγιο Διονύσιο κι από ‘κει κάποιος μου πρότεινε ένα μαγαζί στη θέση μιας παλιάς βιοτεχνίας, κοντά στην πιάτσα που παλιά αγόραζες ρουλεμάν κι ανταλλακτικά για αντλίες. Μου άρεσε πολύ, ο χώρος, η μυρωδιά της πόλης σ’ εκείνο το σημείο, η αίσθηση μιας αύρας που μύριζε μπαρούτι και τριαντάφυλλο.


    Κατά τις 12,30 με πήρε τηλέφωνο. Ναι ήταν χαλαρή και μου άρεσε που άκουσα τη φωνή της, άκουγα όμως μια ανυπομονησία, όχι δεν ήταν ακριβώς ανυπομονησία, ήταν μια ένταση που αναγνώριζα μέσα της την ανασφάλεια μιας παλιάς φιλενάδας μου, αλλά που δεν την καταλάβαινα, διότι ήταν κάτι που δεν ερχόταν, ή μάλλον δεν αποκαλυπτόταν τόσο σύντομα. Η ερώτηση, δυστυχώς, αν και ειπώθηκε με ανάλαφρο τόνο, δεν άλλαζε νόημα, ούτε έκρυβε την ένταση, επιβεβαίωσε το χειρότερο σενάριο:

    - Που είσαι;

    Ναι το ομολογώ, είμαι τόσο αντιδραστικός όσο ήμουν μικρός και παραλίγο να απαντήσω όπου θέλω, μια ματιά όμως στο όμορφο περιβάλλον, με χαλάρωσε υπερβολικά. Τι κακό μπορούσε να συμβεί αν της έλεγα. Μέχρι να έρθει, αν ερχόταν, μπορούσα να φύγω. Κι έτσι της είπα που βρισκόμουν.

    - Α… κι εγώ είμαι πολύ κοντά, στο… Πασαλιμάνι. Μπορώ να έρθω;

    - Σκεφτόμουν να φύγω…

    - Ε τι πειράζει να ρθω και σε γυρίζω με το αμάξι. Δε θέλεις; ( πάλι η ίδια ένταση, ένας τόνος κάτω απ’ αυτό που θυμίζει πολύ αμπούλα υστερίας έτοιμη να σκάσει, ή κάτι ανάμεσα σε παράκληση που αν έρθει η απόρριψη θα καταλήξει σε αυτομαστίγωμα ) και να τα πούμε και λιγάκι;

    - Άκου τι θα κάνουμε. Θα πιω το ποτό μου, θα κάνω το μισό τσιγάρο που μου ‘χει μείνει κι αν όντως είσαι στο Πασαλιμάνι, θα με προλάβεις. Διαφορετικά, όχι.

    Το τηλέφωνο έκλεισε. Η σκέψη μου ήταν πως η αμφισβήτηση μου για το που ήταν, λειτούργησε κι αυτό αν όντως ήταν έτσι, κατά κάποιο τρόπο ίσως και να μετρούσε θετικά. Παρότι, πια δεν έσωζε καμιά κατάσταση. Η… έτσι νόμιζα.


    Πέντε λεπτά μετά έφυγα και βρισκόμουν μετά την εκκλησία πηγαίνοντας για το σταθμό, όταν το μικρό αυτοκινητάκι πέρασε του σκοτωμού απ’ το αντίθετο ρεύμα, με είδε, μου κορνάρισε και ανέβηκα προς τα πάνω ακόμα πιο γρήγορα για να κάνει αναστροφή. Δε σταμάτησα να περπατάω. Στρίγγλισμα τροχών δεν άκουσα, αλλά πολύ σύντομα σταμάτησε δίπλα μου με τα αλάρμ.


    Όταν μπήκα, δε με φίλησε, δεν ήταν καν πολύ διαχυτική. Μου χάΪδεψε όμως το χέρι κι άρχισε να πολυλογεί για την κίνηση στο δρόμο, για τη νύχτα που ήταν πανέμορφη. Σε ένα φανάρι που γύρισε προς το μέρος μου, μύρισα στην ανάσα της κρασί. Έβλεπα πως ήθελε να τη φιλήσω, όμως δεν το έκανα.

    - Πάμε στη Βάρκιζα; Μου έκανε με ένα πολύ χαρούμενο τόνο.

    - Για κόντρες;

    - Θες να οδηγήσεις;

    Αν ήθελα να κόψω όλη αυτή την κατάσταση, έπρεπε να έχω αρνηθεί και να την αφήσω να με πάει στο ξενοδοχείο κι άντε γεια.

    - Ναι θέλω, αλλά δεν έχω διάθεση για βόλτες. Νυστάζω και θα πάμ…

    - Πάμε σπιτάκι;

    -…

    - Δε θα μου πεις;

    - Έλεγα να πάω στο δωμάτιο για να ετοιμάσω τα πράγματα μου να είμαι έτοιμος για αύριο.

    - Ωραία ιδέα. Πάμε να ετοιμαστείς και να πάρεις τα πράγματα σου να μείνεις σπίτι μου;

    - Γιατί;

    - Τι γιατί;

    - Γιατί να έρθω σπίτι σου;

    - Συγνώμη για το τηλέφωνο

    - Για ποιο τηλέφωνο;

    - Που… σου πήρα τον αριθμό χωρίς… να σε ρωτήσω

    - Για ποιο λόγο το συνδέεις;

    - Γιατί όλα ήταν τέλεια χωρίς αυτό. Είναι κακό που ήθελα να ξέρεις; Είμαι ειλικρινής εγώ, είμαι.

    Πάντα προσέχω τις παρατυπίες στη σύνταξη. Μου προξενούν το ενδιαφέρον. Όσο κι οι άνθρωποι που απαντούν σε ερωτήσεις που δεν έχουν τεθεί. Είχα πάρει την απάντηση στις ερωτήσεις που δεν έκανα. Έπρεπε να τελειώσει.

    - Σταμάτα στο Δημοτικό σε παρακαλώ.

    Σταμάτησε απαλά το αυτοκίνητο και περίμενε κοιτώντας όχι ευθεία μπροστά όπως στα κακά βιβλία. Αλλά εμένα. Τα μάτια της δεν ήταν δακρυσμένα, μόνο το βλέμμα τους ήταν τρομερά διεισδυτικό. Θα μπορούσε να με κάνει να αισθανθώ άσκημα, αν επηρεαζόμουν ακόμα από τέτοια.

    - Σου άρεσε χθες;

    - Μου άρεσε πολύ και ήταν όλα τόσο περίεργα και πολύπλοκά, συνεχόμενα, έντονα και…

    - Σου άρεσε χθες;

    -… ναι

    - Μου άρεσε κι εμένα.

    -…

    - Το κλείνουμε εδώ.

    Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο κι έφυγα. Πήρα το πρώτο ταξί που βρήκα ελεύθερο και διαθέσιμο να με γυρίσει στην Αθήνα.


    Στις 8 το πρωί με πήρε τηλέφωνο. Δε μίλησε πρώτη.

    - Καλημέρα Δώρα.

    - Αποθήκευσες τον αριθμό μου δηλαδή. Αντί για καλημέρα, αντί για ερώτηση.

    Και ούτε πρόλαβα να μιλήσω.

    - Πως μ’ έγραψες;

    - Με το όνομα που μου έδωσες

    - Όχι μαλακισμένη;

    - …

    - Θέλω μια ευκαιρία. Καλημέρα κατ’ αρχήν.

    - Κατ’ αρχάς

    - Ναι σωστά, έχεις δίκιο, συγνώμη. Μου ξέφυγε, στη βιασύνη, το ξέρω όμως και…

    - Να την κάνεις τι;

    -…

    - Λοιπόν, καλή σου μέρα.

    - Όχι! Περίμενε!

    - Ναι;

    - Θέλω μόνο να πιούμε ένα καφέ, ένα.

    Ξανά η ίδια σύνταξη.

    - Για ποιο λόγο;

    - Θέλω να… θέλω να με θυμάσαι… καλά

    - Σε θυμάμαι

    - Εννοώ και μετά, όταν φύγεις μετά. Να με θυμάσαι.

    - Και να σου τηλεφωνώ; Να σου στέλνω φατσούλες στο viber;

    - Όχι, αλλά ίσως… ό,τι θελήσεις.

    - Έλα να με πας στο αεροδρόμιο και θα πιούμε εκεί.

    - Τι ώρα πετάς;

    - Σε πόση ώρα να σε περιμένω;

    - Πες μου που είναι το ξενοδοχείο και θα έρθω γρήγορα.

    - Όπως ήρθες χθες απ’ το … Πασαλιμάνι;

    -…


    Κατέβηκα κάτω με τη βαλίτσα μου και την άφησα για λίγο στη ρεσεψιόν και ζήτησα πληροφορίες για το κοντινότερο σούπερ μάρκετ. Βρήκα αυτό που ήθελα και γύρισα πίσω. Το έβαλα στο σάκο μου.

    - Καλημέρα

    - Καλημέρα. Πως ήταν η έκθεση; Γύρισες;

    - Στην Αθήνα είμαι.

    - Τι ώρα πετάς;

    - Στις 14.10 γι’ αυτό σε παίρνω Κυριακάτικα. Μπορούμε να το αναβάλουμε για αύριο;

    - Έγινε κάτι;

    - Χθες, η Εργοτεχνική ζήτησε περιθώριο να απαντήσουν τη Δευτέρα και ζήτησαν ραντεβού στα γραφεία τους.

    - Μόνο εσένα;

    - Οι δυο μας κι ο διευθυντής αν μπορεί. Γι’ αυτό σου έκανα κλήση χθες βράδυ, αλλά δεν το σήκωσες και δεν επέμεινα.

    - Δεν το είχα μαζί. Γιατί δεν πήρες στου Αντώνη;

    - Δεν ήθελα να ενοχλήσω περισσότερο.

    - Στους γονείς του ήμασταν. Μάλλον θα με έσωζες από μια επίδειξη των υπέρ του αρτοπαρασκευαστή.

    - Χα. Εμ… την επόμενη φορά.

    - Θα ‘ρθεις στο γραφείο το πρωί;

    - Θα έρθω κατά τις 10. Μάλλον το ραντεβού θα γίνει μετά τις 12.

    - Τι περιμένεις απ’ τη συνάντηση; Θέλω να πω αξίζει τον κόπο να το παλέψουμε;

    - Χθες τον κόλλησα στον τοίχο. Του είπα ότι με καμιά εταιρεία απ’ όσες έχω δουλέψει κι απ’ τη μια κι απ’ την άλλη πλευρά, οι διευθετήσεις δεν επιβαρύνουν τον Κύριο του έργου. Ο στρωτήρας χρεώνεται μόνο για τα πατήματα που κάνει εντός σκαμμάτων πριν από σκυροδετήσεις και στις επιχώσεις. Όταν διαμορφώνει εργοταξιακούς δρόμους βαραίνει τον εργολάβο. Τέλος πάντων, μάλλον είχαν συζητήσει το ενδεχόμενο και με είδε που μίλαγα και με την ΑΤΕΜ που ρώταγα πληροφορίες για να νοικιάσουμε τα μηχανήματα και να το πάμε αυτεπιστασία, ξέρει και ποιος είμαι, δεν ήθελε και πολύ. Τον είδα που όσο ήμουν στο περίπτερο της ΑΤΕΜ μίλαγε συνέχεια στο τηλέφωνο.

    - Για να καταλάβω, θα πάμε να κλείσουμε συμφωνία;

    - Θα πάμε να τους πάρουμε τα σώβρακα.

    - Αυτό είναι το πνεύμα!

    - Ε ναι.

    - Τι θα κάνεις σήμερα λοιπόν; Θες να ‘ρθεις σπίτι; Τα παιδιά με ρωτάγανε για τον κύριο που τα είχε πάει στο Αλού…

    - Να σε πάρω το απογευματάκι;

    - Όπα!

    - Όχι, δεν είναι κάτι περίεργο. Θέλω να γυρίσω μόνο λίγο.

    - Δεν ξέρω που θα ‘μαστε. Θα σε πάρω εγώ. Ή να μη σε πάρω;

    - Όχι, να με πάρεις. Ελεύθερα.

    - Καλά τα λέμε μετά.

    - Γειά


    Φορούσε μια φούστα που ήταν αεράτη πάνω της και της έφτανε ως το γόνατο. Σταχτιά με κάτι σα λουλουδάκια σε κάποιο άτονο χρώμα. Από πάνω φορούσε μια μαύρη μπλούζα που τελείωνε λίγο πάνω απ’ τους ώμους και ήταν κολλητή στο στήθος και το στομάχι. Τα μαλλιά της ήταν όπως μ’ αρέσουν: αχτένιστα και το βάψιμο της διακριτικότατο. Δε φορούσε κοσμήματα πέρα από ένα ρολόϊ που έμοιαζε ακριβό. Βγήκε απ’ το αυτοκίνητο κι ενώ έκανε κάποια κίνηση σαν διαχυτικό άλμα να μ’ αγκαλιάσει, μαγκώθηκε. Τελικά, πέρασε δίπλα μου άνοιξε το πορτ μπαγκάζ. Βόλεψα το σάκο μου και μετά μου έδωσε τα κλειδιά στο χέρι, όπου την κοίταξα ερωτηματικά.

    - Χθες δεν το έκανες.

    Δε μίλησα. Κάτι την άκουσα να μουρμουρίζει, αλλά δεν κατάλαβα τι. Την κοίταξα και κατέβασε τα μάτια. Μπήκαμε στο αμάξι και ξεκίνησα. Απ’ το δικό μου κτήνος, αισθανόμουν άβολα σε ένα τόσο χαμηλό αμαξάκι και με το λεβιέ και το τιμόνι κολλημένα πάνω μου. Ήταν σχεδόν κλειστοφοβικό.


    - Που πάμε;

    - Γιατί;

    - Πήρες λάθος δρόμο και προλαβαίνουμε να γυρίσουμε.

    - Θα κάνουμε μια παράκαμψη.

    Δεν την κοίταξα αλλά ξέρω πως με κοίταξε εκείνη. Άνοιξα το ηχοσύστημα κι έπαιζε Ρέμο. Ένα σοκ με αυτή τη βαρβαρότητα το ένιωσα. Το έκλεισα βιαστικά.

    - Το ξέχασε η ανιψιά μου, δικαιολογήθηκε.

    Δεν της απάντησα.

    - Τι να βάλω; Ρώτησε κι άρχισε να ψάχνει τους σταθμούς.

    - Τι άλλο cd έχεις;

    - Ε.. είναι όλα της ανιψιάς μου

    - Εντάξει

    Βρήκε τελικά ένα σταθμό που έπαιζε διάφορα κομμάτια πιάνου, όμως ο ήχος ήταν κακός. Το έκλεισα.

    - Ίσως βρούμε κανένα πλανόδιο στο δρόμο, είπε.

    -…

    - Δε μου μιλάς

    - Δεν έχω κάτι να σου πω

    - Και τότε γιατί πάμε; όπου πάμε

    - Θα μιλήσουμε εκεί.

    - Πού πάμε τελικά.

    Άλλαξα λωρίδα και πλεύρισα δεξιά σε ένα πλάτυσμα. Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο και πήγα στο πορτ μπαγκάζ. Βρήκα τη σακούλα του σούπερ μάρκετ κι άνοιξα τη συσκευασία. Πήρα ένα και το έκρυψα στο χέρι μου και γύρισα πίσω. Μπήκα μέσα. Από δίπλα μας περνάγανε αμάξια γρήγορα και το καρυδότσουφλο σταματημένο, σειόταν ολόκληρο.

    - Γιατί το έκανες αυτό με το τηλέφωνο;

    - Δε μπορούμε να το αφήσουμε;

    - Γιατί το έκανες αυτό με το τηλέφωνο;

    - Σου είπα την αλήθεια όμως. Θα στην έλεγα.

    - Γιατί το έκανες αυτό με το τηλέφωνο;

    Εγώ δεν άλλαζα τόνο, ενώ εκείνη γινόταν όλο και πιο παρακλητική.

    - Δεν ξέρω…

    - Γιατί το έκανες αυτό με το τηλέφωνο;

    - Δεν το σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, ήθελα μόνο να ξέρω πως θα σε ξαναβρώ. Και μετά αισθάνθηκα άσκημα.

    - Το έχεις ξανακάνει;

    - Όχι ποτέ.

    - Το έχεις ξανακάνει;

    - Όχι σου είπα!

    - Το ξέρεις πως η πράξη σου ήταν βεβήλωση προς εμένα;

    -…

    - Το ξέρεις πως η…

    - Συγνώμη! Τι άλλο να σου πω; Συγνώμη! Δεν αντέχω άλλο! Το σκέφτομαι συνέχεια. Και θα ‘χες δίκιο να με ‘γραφες μαλακισμένη. Τι άλλο να κάνω;

    -…

    - Τι να κάνω;;;

    - Ήταν μια πολύ κακή πράξη

    - … ναι ήταν. Συγνώμη. Δε θα το ξανακάνω.

    - Ποιος σου είπε ότι θα σου έδινα την ευκαιρία να το επιχειρήσεις;

    - Μα δε μου ‘δωσες;

    - Είμαστε εδώ για άλλο λόγο.

    - Για ποιο λόγο;

    - Γιατί έκανες μια κακή πράξη.

    - Μόνο γι’ αυτό;

    - Ναι. Μόνο γι’ αυτό.

    - Και τώρα που σου ζήτησα συγνώμη;

    - Τώρα θα πρέπει να σε συγχωρέσω.

    - Με συγχωρείς δηλαδή;

    - Θα το κάνω, μόλις μπορέσω να σε πιστέψω. Να πιστέψω πως πραγματικά το μετάνιωσες.

    - Μα αλήθεια το μετάνιωσα.

    - Χαμήλωσε την ένταση της φωνής σου.

    - Συγνώμη γι’ αυτό, απλά θέλω να … μ’ ακούσεις. Να με καταλάβεις…

    - Σε κατάλαβα. Όμως πρέπει και να σε πιστέψω πραγματικά.

    - Πως θα γίνει αυτό; Τι να κάνω;

    - Ανέβασε τη φούστα σου

    - Εδώ; Τώρα;

    Δίπλα μας υπήρχε πεζοδρόμιο, πεζοί περπατούσαν πλάϊ στην παραλία, ήμασταν κοντά σ’ εκείνο το κυκλικό πράγμα, ποτέ δεν κατάλαβα αν είναι καφετέρια.

    - Ανέβασε τη φούστα σου.

    Ανέβασε τη φούστα της κι ένα βαθυπράσινο εσώρουχο με δαντέλα φάνηκε. Άνοιξα το χέρι μου.

    - Μετάνιωσες;

    Κοίταζε το χέρι μου και δε μιλούσε.

    - Μετάνιωσες;

    - σου είπα πως…

    - Μετάνιωσες;

    - ναι μετάνιωσα!

    - Απόδειξε το.

    Το πήρε απ’ τα χέρια μου, διστακτικά.

    - Τι να το κάνω;

    - Να μου αποδείξεις πως μετάνιωσες.

    Κανείς απ’ τους δυο μας δε μιλούσε. Πέρασε υπερβολικά πολύ ώρα. Κοίταζε τα πόδια της κι εγώ κοίταζα εκείνη. Το ανοιγόκλεισε μια δυο φορές. Στο χρώμα του ξύλου, παλιακό, έμοιαζε να έχει μια αυστηρότητα που δε συναντάς πια, μια απολυτότητα. Το δοκίμασε στο ύφασμα. Συνειδητά; Ασυναίσθητα; Δεν ήξερα ακόμα. Με κοίταξε στα μάτια. Δεν υπήρχαν αυτή τη φορά φτηνά κόλπα με το βλέμμα.

    - Θα μείνεις μαζί μου;

    - Θα μείνουμε μαζί όλη την ημέρα.

    - Για να… για να πειστείς;

    - Ναι για να πειστώ πως μετάνιωσες.

    Χωρίς κανένα δισταγμό, το ξύλινο μανταλάκι έπιασε ύφασμα και δέρμα. Η φούστα κατέβηκε. Τα μάτια της έμειναν κλειστά για πολύ ώρα. Ξεκίνησα. Τα άνοιξε.

    - Μπορώ να σε φιλήσω;

    - Μπορείς

    - Θέλεις να σε φιλήσω;

    - Μπορείς.

    Με φίλησε πολύ απαλά και πολύ απέριττα, μεταξύ μάγουλου και λαιμού. Το στόμα της έμεινε εκεί, να με φυλά, να μασά τις τρίχες απ’ τα γένια μου. Τις ύγρανε, κολλάγανε. Η γλώσσα της μπήκε στο αυτί μου. Ερεθιζόμουν σιγά σιγά. Έβγαλα το ένα μου χέρι απ’ το τιμόνι κι άδραξα το βυζί της, πασπάτεψα και βρήκα τη ρώγα της. Ήταν πέτρα. Την έσφιξα ανάμεσα στα δάχτυλα μου και την πίεσα προς τα μέσα. Βόγκηξε. Την άφησα. Και τραβήχτηκε.


    Έξω απ’ το Moorings παρέδωσα τα κλειδιά στον παρκαδόρο και βγήκαμε. Την περίμενα και έπλεξε το μπράτσο της στο δικό μου. Μπήκαμε και καθίσαμε. Δε φαινόταν να έχει όρεξη να παραγγείλει τίποτα. Παρήγγειλα και για τους δυο μας. Έφτασε το μπουκάλι με το νερό κι οι καφέδες. Της έβαλα νερό να πιει και της έφερα το ποτήρι στο στόμα. Μετά της έστριψα τσιγάρο και στη συνέχεια της έφερα τον καφέ με το καλαμάκι στα χείλη. Σιγά σιγά άρχισε να λειτουργεί πάλι. Αμήχανα και μαγκωμένα.

    - Ζωντάνεψε.

    - Πονάω…

    - Εντάξει. Θες να φύγουμε;

    - Με συγχώρεσες;

    - Είμαστε σε καλή πορεία.

    - Πότε θα το βγάλω;

    - Όποτε θες.

    - Αλήθεια;

    - Ναι υπάρχει καλή συγκοινωνία στην περιοχή.

    - Δε θα το βγάλω.


    Μετά από λίγο.

    - Σήκω.

    - Που θα πάω;

    - Μαζί θα πάμε στην τουαλέτα.

    - Ναι.. χρειάζεται. Αλλά μπορώ μόνη μου.

    - Όχι. Θα πάμε μαζί.

    - Δε θα το βγάλω.

    - Δεν είπα κάτι. Θα πάμε όμως μαζί.


    Στην τουαλέτα, άνοιξα το μανταλάκι και ετοιμάστηκε να κάτσει στη λεκάνη. Την κράτησα απ’ το χέρι. Κατέβασα την κιλότα της κι έφερα το χέρι στο στόμα μου, σάλιωσα το δάχτυλο μου, αλλά δε χρειαζόταν. Ήταν πάρα πολύ υγρή. Γονάτισα και την πήρα στο στόμα μου. Είχε περάσει ώρα κι έσπρωχνε το κεφάλι μου συνέχεια στο μουνί της, την αισθάνθηκα να τρέμει. Ήταν έτοιμη. Τότε σηκώθηκα. Ανέβασα το εσώρουχο και μ’ ένα ανεπαίσθητο ήχο, το ξύλινο στόμα έκλεισε πάλι μαλακά πάνω της.

    - Γιατί;

    - Δεν είναι ώρα

    - Θέλω όμως να κάνω την ανάγκη μου.

    - Δεν είναι ώρα.

    - Δε μπορώ να κρατηθώ!

    - Δεν είναι ώρα.

    Με κοίταξε στα μάτια και κατέβασε το βλέμμα. Την πλησίασα να τη φιλήσω. Στην αρχή τα χείλη της ήταν πεισματικά σφιχτόκλειστα. Στην πίεση μου, στο χάδι μου, υποχώρησαν. Η γλώσσα μου χώθηκε στο στόμα της. Με δάγκωσε δυνατά και μετά συνέχισε με κυκλάκια ολόγυρα της.

    Γυρίσαμε στο τραπέζι. Της έβαλα νερό να πιει.

    - Δε θέλω άλλο, ήδη δυσκολεύομαι να κρατηθώ.

    Γέμισα το ποτήρι και το έφερα στα χείλη της. Ήπιε και με κοιτούσε ευθεία στα μάτια.

    - Δε θέλω να κάνεις την ανάγκη σου ακόμα.

    - Μα πότε;

    - Όταν είναι ώρα.

    Παραιτήθηκε και την ίδια στιγμή ένα κύμα, ή κάτι την έσπρωξε και με άρπαξε απ’ το λαιμό κι άρχισε να με φυλάει με πολύ μεγάλη ένταση. Ανταποκρίθηκα. Έφερα το χέρι μου χαμηλά της, άγγιξα το πίσω μέρος απ’ το μανταλάκι και το έσπρωχνα χωρίς να την απελευθερώνω. Η γλώσσα της μπαινόβγαινε γρήγορα στο στόμα μου, σα να το γαμούσε. Και συνέχιζε. Και συνέχιζε. Και σε μια στιγμή άνοιξε τα μάτια της ολόκληρα. Κι αυτό δεν ήταν κόλπο. Έγιναν σχεδόν διάφανα. Ερωτεύσιμα. Χώθηκε στην αγκαλιά μου και κούρνιασε εκεί. Πέρασαν ώρες. Δε μου ξαναζήτησε να πάει τουαλέτα και κατά διαστήματα με το χέρι μου χαίδευα σε φάσεις που κανένας δεν έβλεπε τα στήθη της, το λαιμό της.


    Την πήρα να περπατήσουμε. Περπάταγε αργά, δύσκολα. Φτάσαμε στην παραλία. Προχωρήσαμε μακριά από μπαμπάδες με παιδιά και γεροντοζεύγαρα της περιοχής.

    - Θα μου το βγάλεις τώρα;

    - Δεν είναι ώρα.

    Με φίλησε με γλώσσα, αγκαλιάζοντας με και κολλώντας πάνω μου, ανασηκωμένη στις μύτες. Αυτά τα μικρά μπουκαλάκια ήταν πάντα η αδυναμία μου.


    Φύγαμε και πήγαμε προς το σπίτι της. Στο δρόμο κάπου χάθηκα και με δυσκολία πια επικοινωνούσε. Αισθανόταν πως επιτέλους θα άλλαζε κάτι.


    Στο σπίτι της βρήκα ένα λεκανάκι και το έφερα στο σαλόνι. Έβγαλα το μανταλάκι από πάνω της και μαζί του έφυγε κάτι σα λάμψη. Της είπα να βγάλει εντελώς το εσώρουχο, να κρατήσει τα παπούτσια με το ημίψηλο τακούνι και να ανασηκώσει τη φούστα της.

    - Κάντα

    - Δε μπορώ έτσι.

    - …

    Έκλεισε τα μάτια, για ώρα δε μπορούσε κι ύστερα με έναν αχόρταγο ρυθμό πάμπολλα ούρα με θόρυβο άρχισαν να πέφτουν στο λεκανάκι.

    - Θέλω τα μάτια σου ανοιχτά.

    Τα άνοιξε και με κοίταξε ξανά με το ίδιο διάφανο βλέμμα.

    Όταν καταλάγιασε κι έβγαιναν μόνο σταγόνες, ένας απαλός ήχος της ξέφυγε και κατέβασε τα μάτια στο πάτωμα. Πήγα κοντά της και τη φίλησα απαλά στα χείλη, παράλληλα με το διπλωμένο χαρτί που κρατούσα τη σκούπισα μαλακά. Όταν σταμάτησα να τη φιλώ, σήκωσε τα μάτια, με κοίταξε και με φίλησε πάλι. Με αγκάλιασε.

    - Θα φύγεις;

    - Όχι.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Ωου!

    - ‘’Ώου’’;

    - Αυτό σήμερα

    - Ποιο;

    - Όλα. Μα όλα. Δεν ήταν συγκλονιστικό;

    - Συγκλονιστικό είναι η λέξη που επιλέγεις;

    - Το μίσησα κι ήταν στιγμές που τ’ αγάπησα. Όταν…

    - Δε θέλω να μου πεις

    - Γιατί δε θέλεις;

    - Ο βαθμός οικειότητας δεν το επιτρέπει.

    - Και ποιος τον ορίζει;

    - Η εκκρεμότητα, η συνακολουθία, η συγχώρεση. Δηλαδή, εγώ.

    - Όχι δε συμφωνώ. Μαζί θα το…

    - Όχι μαζί. Εγώ.

    - Μα είμαστε δύο.

    - Είμαι εγώ

    - Κι εγώ;

    - Είμαι εγώ

    - Δεν υπάρχω εγώ;

    - Ως τι;

    - Ως άνθρωπος, ως … ως… δεν ξέρω! Μαζί σου σε όλα;

    - Με ρωτάς κάτι;

    - Δεν καταλαβαίνω.

    Τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνεις;

    - Γιατί εγώ δεν έχω λόγο στο βαθμό της οικειότητας; Πως θα έρθουμε πιο κοντά αν δε με μάθεις;

    - Θα σε μάθω με τον τρόπο που θα επιλέξω εγώ.

    - Κι αν εγώ δε μπορώ να εκφραστώ μ’ εκείνο τον τρόπο; Αν έχω το δικό μου;

    - Ακολούθησες τον τρόπο σου σήμερα;

    -…

    - Τον ακολούθησες;

    - Όχι.

    - Κι ήταν συγκλονιστικό είπες. Απ’ το μίσος, στην αγάπη είπες. Δεν το χαρακτήρισες γκρίζο.

    - Ναι.

    - Άρα;

    - Θα δοκιμάσουμε τον τρόπο σου.

    - Γιατί;

    - Επειδή έχεις … δίκιο

    - Διστακτικά, έχω δίκιο;

    - Έχεις δίκιο.

    - Και;

    - Δηλαδή;

    - Πως σε κάνει να αισθάνεσαι το ότι έχω δίκιο;

    - Δεν καταλαβαίνω.

    - Θα ακολουθήσεις τον τρόπο μου πιστεύοντας στη μεγαλύτερη αξία του δικού σου και άρα θα σαμποτάρεις εκ των προτέρων ό,τι δεν έχεις δει;

    - Όχι, όχι. Θα ακολουθήσω ολόκληρη, θέλω να τον δω τον τρόπο σου.

    - Θέλεις να τον ‘’δεις’’;

    - Να τον ζήσω.

    - Για ποιο λόγο;

    -…

    - Για ποιο λόγο;

    - …

    - Θα το πεις σε τόνο που να σε ακούσω μέσα στην ημέρα;

    - σ’ … εμπι… σ’ εμπιστεύομαι

    - Μ’ εμπιστεύεσαι; Πολύ εύκολα εμπιστεύεσαι

    - Δεν καταλαβαίνω πια; Τι θέλεις να ακούσεις;

    - Με εμπιστεύεσαι απόλυτα;

    - … σχεδόν

    - Άρα έχει μείνει ένα μικρό ποσό ακόμα;

    -…

    - Επομένως;

    - Έχω αρχίσει να σ’ εμπιστεύομαι. Αυτό;

    - Πήγαινε ν’ αδειάσεις το λεκανάκι και να το πλύνεις.

    Έφυγε με μικρά βηματάκια, χοροπηδηχτά. Δεν είχε καν συνειδητοποιήσει τόση ώρα που μου μιλούσε πως το εσώρουχο ήταν ακόμη στα πόδια της, είχε αρχίσει να μιλάει προτού το ανεβάσει, αφού το φόρεσε κι η φούστα σηκωμένη στη μέση ψηλά. Άκουσα το άδειασμα στη λεκάνη και το καζανάκι. Μετά άκουσα το νερό του ντουζ όπως πέφτει με δύναμη πάνω στο πλαστικό. Όταν γύρισε είχε ευπρεπιστεί.

    - Που είναι το λεκανάκι;

    - Κάτω απ’ το νεροχύτη, πλυμένο. Όπως… μου ζήτησες.

    - Τι φρούτα έχεις;

    - Μπανάνες, μήλα, αχλάδια.

    - Κόψε από δύο, πρόσθεσε κανέλα και φέρτα μου.

    - Πώς να τα κόψω;

    - Τα θέλω με τη φλούδα, εκτός απ’ τις μπανάνες και θέλω να δω πως θα τα κόψεις, πως πιστεύεις ότι μου ταιριάζουν να τα φάω.

    - Και πόση κανέλα να βάλω;

    - Η απάντηση είναι η ίδια.

    - Μάλιστα

    Γύρισε να φύγει.

    - Δώρα;

    - Ναι;

    - Δώρα;

    - Ορίστε; Ναι;

    - …

    - Μάλιστα.

    - Το λεκανάκι το σαπούνισες και το ξέπλυνες καλά;

    - Εννοείται.

    - Εκεί θα μου φέρεις τα φρούτα.

    - Μα… δεν είναι για να τρώμε. Η χρήσ…

    - Έχω πεινάσει αρκετά. Πας;

    - Ναι. Μάλιστα


    Η μπανάνα ήταν κομμένη σε λεπτές ροδέλες, το αχλάδι σε κυβάκια και το μήλο σε μεγάλα κομμάτια κι είχαν ανακατευτεί καλά μεταξύ τους. Με την πρώτη ματιά κατάλαβα πως είχε πλυθεί κι η μπανάνα. Αυτή η όχι ακριβώς γλίτσα που πιάνει μερικές φορές όταν δεν την τρως απ’ ευθείας, αλλά την τοποθετείς σε πιάτο που άλλα φρούτα έχουν αφήσει τους χυμούς τους, έλειπε εντελώς.

    - Δε χρειάζομαι πιρούνι. Μπορείς να το πας μέσα.

    Γύρισε κι έκατσε δίπλα μου. Έτρωγα τα φρούτα ένα – ένα κι όταν έμειναν λιγότερα και ο χώρος ήταν περισσότερος στα υγρά που υπήρχαν με το δάχτυλο μου πίεζα ολόκληρο το φρούτο απ’ τη μια άκρη, ως την άλλη και μετά το έφερνα στο στόμα μου.

    - Άνοιξε το στόμα σου.

    Πήρα μια ροδέλα μπανάνας κι αφού την πέρασα απ’ άκρη σ’ άκρη της λεκανίτσας και στάζανε υγρά απ’ τα δάχτυλα μου, της την έβαλα στο στόμα. Κάποιες σταγόνες κύλησαν στο πηγούνι της. Τα μάτια της στιγμιαία κοίταξαν προς τα κάτω. Έγλειψε τα χείλη της κι έπειτα μάσησε διακριτά το φρούτο. Πήρα το πηγούνι της στο στόμα μου. Απορρόφησα τους χυμούς των φρούτων. Τα χέρια της πλέχτηκαν στο κεφάλι μου. Το χέρι μου πέρασε κάτω απ’ τη φούστα της, το βρακί το είχε βγάλει εντελώς. Ήταν λίγο υγρή. Κράτησα το δάχτυλο μου στην είσοδο, χωρίς να το βάζω μέσα. Απλά χάϊδευα τα χείλη. Υγράνθηκε περισσότερο. Τα δάχτυλα της σχεδόν έγδερναν το κεφάλι μου. Με κοίταζε παρακλητικά. Συνέχισα να κρατάω το δάχτυλο μου εκεί. Ανασήκωσα το άλλο δάχτυλο και το ακούμπησα στην κλειτορίδα της. Στέναξε. Το κατέβασα ξανά προς τα κάτω, πολύ αργά. Το μουνί της είχε υγρανθεί εντελώς. Έβαλα τα δάχτυλα μου μέσα εντελώς ίσια κι αμέσως βγάζοντας τα, τα λύγισα προς τα πάνω. Βγήκα με πίεση, τραβώντας τη προς τα έξω, σα να ήταν τεράστιο το χέρι μου και να μην έβγαινε. Ξανά. Ίσια τεντωμένα. Γερτά. Τραβώντας. Έξω. Ξανά. Και πάλι. Κλαψούριζε και κουνιόταν νευρικά.

    Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου και έβγαλα τον πούτσο μου έξω. Απέσυρα το χέρι μου και την έπιασα γερά απ’ το σβέρκο, την τράβηξα προς τα κάτω. Το στόμα της ανοιχτό σε ‘’ο’’ με ρούφηξε λίγο και πίεσε προς τα κάτω, μέχρι μέσα. Κράτησα το κεφάλι της εκεί. Κι έπειτα το τράβηξα προς τα πάνω, πολύ αργά. Με το άλλο μου χέρι την κρατούσα με τα μάγουλα πιεσμένα. Βγήκε ο πούτσος μου από μέσα μ’ ένα ποπ. Ξανά. Την κρατούσα γραπωμένη και την κατέβασα στον πούτσο μου, αυτή τη φορά δεν της κράταγα το στόμα. Τον ρούφηξε. Στάθηκε στην κορυφή και μετά αργά κατέβηκε και τον πήρε μέχρι μέσα, με τα χείλη της αγκαλιαστά να πιέζουν. Στάθηκε λίγο και μετά πίεσε περισσότερο. Τραβήχτηκε προς τα πάνω, σπρώχνοντας το χέρι μου που δεν έβαζα καμιά αντίσταση, απλά ανέβαινε μαζί με το κεφάλι της. Στάθηκε λίγο πιο κάτω απ’ το πουτσοκέφαλο. Έβαλε όλη τη δύναμη της σιαγόνας της και τραβήχτηκε. Το ίδιο ποπ. Θέλησε να κατέβει πάλι. Τη σταμάτησα.


    - Ώρα για μπάνιο.


    Σηκώθηκα χωρίς να την περιμένω και πήγα μόνος μου στο υπνοδωμάτιο της. Έβγαλα τα ρούχα μου και πήγα στο μπάνιο. Τη βρήκα να στέκεται εκεί. Γυμνή και να ρυθμίζει το νερό.

    - Θα κάνω πρώτα εγώ.

    - Μα θέλω να κάνουμε μαζί.

    - Όχι.

    - Γιατί; Γιατί όχι;

    Της βγήκε μεγάλο παράπονο, ήταν τόσο έντονο στα μάτια που ένιωσα όμορφα. Ένιωσα πως κάπου βαδίζαμε εδώ.

    - Ποιος μπορεί να είναι ο λόγος;

    - …

    - Δεν ξέρεις;

    - … νομίζω.

    - Νομίζεις πως δεν ξέρεις;

    - ….

    - Πάλι δε σε ακούω.

    - ο βαθμός της οικειότητας.

    - Σε πέντε λεπτά θα έχω βγει.


    Βγήκα απ’ το μπάνιο και ήδη ένιωθα μεγάλη χαλάρωση. Ήθελα για λίγη ώρα να ξαπλώσω. Αλλά ήταν η ώρα της να κάνει μπάνιο. Τη βρήκα στο σαλόνι.

    - Τελείωσα

    - Λάμπεις. Να σε σκουπίσω στην πλάτη;

    - Μπορείς να μπεις κι εσύ.

    - Θα κάνω πιο μετά εγώ. Έλα να σε σκουπίσω τώρα.

    - Μπορείς να μπεις τώρα.

    -…

    Την κοίταξα γλυκά.

    - Μάλιστα.


    Άκουσα το νερό να τρέχει. Πήγα προς το μπάνιο. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ανεβοκατέβασα το χερούλι δυο φορές χωρίς ένταση. Ήξερα πως είχε την κουρτίνα μπροστά. Δε θα το έβλεπε. Ούτε ένα λεπτό δεν πέρασε κι ήρθε με τα νερά να στάζουν και άνοιξε την πόρτα. Το είχε δει.

    - Συγνώμη, είναι συνήθεια.

    - Τι άλλο κάνεις από συνήθεια;

    - Δε.. δεν ξέρω. Πολλά πράγματα. Δε μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή κι αρχίζω να κρυνώνω. Ακουγόταν ανυπόμονη.

    Άνοιξα την πόρτα καλά και στάθηκα μπροστά της. Τα νερά απ’ το σώμα της έπεφταν πάνω μου.

    - Θέλω να μου πεις πέντε.

    Ίσιωσε το σώμα της και με κοίταξε στα μάτια. Για λίγο δε μίλησε.

    - Μερικά βράδια όταν γυρ…

    - Ένα!

    - Συγνώμη. Μερικά βρ… συγνώμη. Ένα: μερικά βράδια όταν γυρνώ φοβάμαι πως θα με κλέψουν κι αφού κλειδώσω βάζω πίσω απ’ την πόρτα τη σκούπα με το κοντάρι να μπλοκάρει την πόρτα.

    - Δύο.

    - Όταν γράφω κάποιο μήνυμα πολλές φορές ξανανοίγω το κινητό μου για να δω ότι το έστειλα όπως το έχω στο μυαλό μου.

    - Τρι…

    - Όχι περίμενε.

    - Ναι;

    - Δεν το κάνω έτσι. Όταν το κάνω με πιάνει κάτι πιεστικό και το κάνω πολλές φορές, όπως αυτοί που ανοιγοκλείνουν τα μάτια. Είναι ακατανίκητο.

    - Τρία.

    - Δε.. δε μπορώ να σκεφτώ άλλο τώρα.

    - Άρα δε θα ολοκληρώσεις αυτό που ξεκίνησες;

    - Αυτή τη στιγμή δε μου έρχεται κάτι στο νου. Θα το σκεφτώ το υπόσχομαι.

    - Για κάποια που πριν από λίγες ώρες ζητούσε συγχώρεση και τώρα τσινάει και στριφογυρνά – από ‘μενα ή τον εαυτό της; - τι πρέπει να υποθέσω;

    - Δε μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή. Και κρυώνω.

    - Όπως νομίζεις. Γύρνα στο μπάνιο σου.

    - Συγνώμη, αλήθεια στο λέω και πριν το εννοούσα. Αλλά δε μπορ…

    - Δε μπορείς;

    - … δε θέλω

    - Γιατί;

    - Κάτι μέσα μου κλωτσάει.

    - Αυτός είναι ο τρόπος που ζήτησες να εμπιστευτώ λοιπόν.

    - Όχι! Δεν … δεν είναι το ίδιο.

    - Και ζητάς πάλι συγνώμη.

    - Ναι ζητάω. Συγνώμη.

    - Από ποιον;

    - Από ‘σενα.

    - Από ποιον;

    - από … ‘μενα;

    - Από ποιον;

    - Από… από…

    - Δε σε άκουσα

    - εμάς!

    - Φτάσαμε στο να ζητάς συγνώμη λοιπόν από εμάς.

    - Εμείς πρέπει να σε τιμωρήσουμε;

    - Ήδη με τιμωρώ μέσα μου, ή … τουλάχιστον θα το κάνω ύστερα.

    - Άρα να το αφήσουμε έτσι.

    - Θα επανορθώσω.

    - Πότε;

    - Όταν μπορέσω να μιλήσω. Όταν… όταν δουλέψει μέσα μου.

    - Δεν είναι επαρκές. Πότε;

    - Όχι τώρα! Δε μπορώ.

    - Είπαμε ότι δε θες.

    - Ναι τώρα δε θέλω!

    - Πότε;

    - Όποτε … μου πεις…

    - Τώρα αμέσως.

    - Μα σου είπα…

    - Θα επανορθώσεις αμέσως.

    Την έστρεψα προς τη ντουζιέρα. Την πήγα ως εκεί. Το νερό ήταν ζεστό.

    - Τόσο το θέλεις το νερό;

    - Λίγο πιο ζεστό… έχει κρυώσει. Ακουγόταν μαγκωμένη. Κοίταζε στο πάτωμα.

    Αύξησα το ζεστό.

    - Καλά είναι τώρα;

    - Ναι, τέλειο.

    Μόλις μπήκε τεντώθηκα και έβαλα το τηλέφωνο στην πάνω βάση. Το ρύθμισα να πέφτει πάνω της. Αύξησα το ζεστό λίγο ακόμα κι έβγαζε ήχους ικανοποίησης. Και τότε άρπαξα δυνατά με τα χέρια μου τα βυζιά της και τα ‘σφιξα. Έγλειψε τα χείλη της κι αφέθηκε. Για ένα απειροελάχιστο χρονικό διάστημα τράβηξα λίγο το χέρι μου και γύρισα το νερό στο παγωμένο. Τσίτωσε και έβγαλε έναν ήχο. Σοκαρισμένη άνοιξε τα μάτια. Ξαναγράπωσα τα βυζιά της και έπιασα στα δάχτυλα μου της ρώγες της και τις πίεζα όσο πιο δυνατά μπορούσα. Κοιταζόμασταν στα μάτια. Τιναζόταν απ’ το παγωμένο νερό. Τα μάτια της όμως δεν τα απέστρεφε. Άηχα με τα χείλη, είπε ένα και μοναδικό ‘’συγνώμη’’. Συνέχισα να την κρατάω έτσι. Με τα χείλη άηχα της είπα ‘’ένα’’. Όταν φτάσαμε στο πέντε, την άφησα, αύξησα το ζεστό και την τράβηξα στην αγκαλιά μου. Γραπώθηκε πάνω μου και κρεμάστηκε. Με φίλησε στο μάγουλο.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
     
    Last edited: 20 Ιουνίου 2019
  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Πως άραγε ξεκινά κανείς απ’ την αρχή να επικοινωνεί με έναν άλλο άνθρωπο, να διακοινωνεί τον εαυτό του; Υπάρχει ο διάλογος, αλλά είναι μόνο αυτό; Υπάρχει η φυσική επαφή, αλλά είναι μόνο αυτό; Παλιά, μικρότερος που ήμουν, βιαζόμουν τόσο πολύ να φτάσω σ’ εκείνο το σημειάκι του κώδικα επικοινωνίας, εκείνο ακριβώς που έχει έρθει η οικειότητα, αλλά ακόμη δεν έχει παραδοθεί στο ατέρμονο βύθισμα. Έμοιαζε κατά κάποιο τρόπο μαγευτικό να ζω το Α και το Γ σε μια ενωμένη γραμμή, με το Β να μην εξυπακούεται καν, ίσως γιατί η γλύκα του είναι που μας λείπει περισσότερο. Όλα εκείνα τα λάθη που δεν καταλαβαίνουμε ακριβώς τον άλλο, πληγώνουμε, πληγωνόμαστε και κάθε συμφιλίωση φέρνει έναν αέρα επανάστασης κόντρα σε έναν εαυτό που θέλει μόνο να κάνει το δικό του. Κι έχει μια γλύκα αυτή η περίοδος, που σχεδόν κάθε φορά δε θέλεις να την ξαναζήσεις.


    Είναι ο τρόπος του Β να ενώνει το Α με το Γ, να συγγενεύει και με τα δύο, που στην πραγματικότητα είναι ξένες φύσεις μεταξύ τους, που μοιάζει σαν μια νεοφανής κάθε φορά, αλχημιστική φόρμουλα και κάθε ασυνεννοησία, κάθε στραβό κοίταγμα που φανερώνεσαι λίγο πιο γρήγορα σε μια άσκημη ημέρα, κάθε φόβος που ξεπηδά πως αυτά τα καθημερινά καλημέρα θα υποκαταστήσουν το γαμημένο καλημέρα που γεμίζει το στόμα και ανοίγουν τα μάτια διάπλατα, το χέρι ακουμπά στη ζεστή πλάτη, που μυρίζεις την ανάσα του ύπνου και μοιάζει μαγευτική, η ίδια που λίγους μήνες, ή λίγα χρόνια μετά θα σε κάνει να θέλεις να ξεράσεις, ή έστω θα την έχεις τόσο συνηθίσει που δε θα αντιλαμβάνεσαι πόσο σε ενοχλεί και πόσο την αγάπησες, όταν αυτό το πρόσωπο έμοιαζε νέο και αγαπημένο. Όμως βρίσκεσαι κάθε φορά στο Α και ο άλλος είναι ένας εξωγήινος κι εσύ αισθάνεσαι εκείνο το μάγκωμα πως έχεις απέναντι σου ένα ξένο και που μια αγκαλιά φαίνεται να παίρνει το ρόλο διερμηνέα. Εκείνη η φάση που κάθετί κακό ακόμα που μπορεί να μάθεις για τον άλλο, θα πονέσει απίστευτα, αλλά θα γίνει ευκολότερα πιστευτό. Πρέπει βέβαια να λες σε εμπιστεύομαι κι είναι καλύτερα να μη λες τίποτα, όμως η εμπιστοσύνη κερδίζεται, όσο και το μάθε με είναι κάτι που υφίσταται. Δεν είσαι σχολείο να διδάσκεις τον εαυτό σου, είσαι βιβλίο που αγοράζεται, πρέπει να θέλει να το διαβάσει.


    Κι είσαι λοιπόν στο Α κι έχεις μόνο τον εαυτό σου και τον τρόπο σου. Και κάπου ξινίζει να αντιλαμβάνεσαι πως όσο σε αφήνει ο άλλος και δε σου ανοίγει τις δικές του σελίδες, δεν τις πλέκει με τις δικές σου ώστε να θρυμματιστεί το χαρτί, εξυψώνοντας και των δυο τις λέξεις στον αέρα αρχικά, για να ταξιδέψουν μέχρι το βιβλίο που δεν άνοιξε ακόμα, τότε μένεις να απαγγέλεις σελίδες ολόκληρες από ζωές που δε σου ανήκουν πλέον. Κι ο αέρας της φρεσκάδας χάνεται μέσα στη φθοροποιό ιστορία, που ξέρεις και τα Α και τα Β και τα Γ της.


    Όσο κοιμόταν διάβαζα στο παλιό πράσινο τετράδιο μου, τους πόνους τόσων Α που ήθελαν να μεγαλώσουν και να γίνουν Γ, να γίνουν αγκαλιές κουτάλι, να γίνουν καφές στο τραπέζι, με την ποσότητα ζάχαρης που ξέρει πως θες, να γίνουν βλέμματα και άλαλη επικοινωνία και θύμιζαν πολύ κάθε άλλη ανησυχία να μεγαλώσω γρήγορα. Άκουσα ένα ‘’πάρε με’’, που θα μπορούσε να ήταν φανταστικός απόηχος, αλλά πήγα προς το υπνοδωμάτιο. Η ημέρα είχε χαθεί εντελώς κι απ’ το φως του διαδρόμου την είδα να κοιμάται μισοανάσκελα, με τα σκεπάσματα μπλεγμένα στα πόδια της – για λίγο σκέφτηκα που να ‘ξερες μικρέ πως κάποτε θα αναρωτιέσαι που είναι το τέρμα της ελαστικότητας της νιότης, που θα αναρωτιέσαι πότε δε θα μπορείς άλλο και ήδη αντιλαμβανόμουν το λάθος στο συλλογισμό, που δεν έπρεπε καν να επιτρέπω – το στόμα της μισάνοιχτο, τα μάτια της κλειστά. Πήγα προς τα ‘κει μαλακά κι έφερα τη μύτη μου κοντά στο ανοιχτό της στόμα. Η μυρωδιά δε με ενόχλησε, ούτε ένιωσα να την αγαπώ. Αισθανόμουν πως αυτή, εγώ, που είχαμε κοιμηθεί μαζί, είχαμε παίξει σε όλα αυτά τα σκετς εκείνη τη στιγμή που το ζούσαμε, δεν είχαμε ηλικία. Και αυτή ακριβώς, είναι η απάντηση: όταν το ζεις, το οτιδήποτε ζεις, δεν έχεις ηλικία.


    Γύρισα στο σαλόνι κι έβαλα πάλι στο σάκο μου το πράσινο τετράδιο. Βγήκα να βρω ψιλικατζίδικο. Τελικά, δυσκολεύτηκα κάπως να βρω craven και χάθηκα σε δρόμους με σπίτια με κακή αύρα, που σχεδόν ζωντάνευαν και μιλούσαν μεταξύ τους, όπως έγραψε κάποτε ο Λιγκόττι, αλλά βρήκα και μικρές αυλές ανάμεσα σε μονοκατοικίες ξεχασμένες, ίσως λίγο φροντισμένες, που έφερναν κάτι απ’ τη αναπολήσεις της Μενεξεδένιας Πολιτείας. Μακρινή και όμως κοντινή. Ίσως κάπου να μου έλειπε αυτή η ζωή, ίσως να ήθελα να πειστώ πως μπορώ ακόμα να πηγαίνω όπου θέλω και πως δεν παρασυνήθισα να έχω τη βολή και το κονάκι μου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Μιλάγαμε ώσπου βρήκα κάποιο στενό που φαινόταν η οδός και προσπάθησε να με κατευθύνει. Της ζήτησα αντ’ αυτού να έρθει να με βρει.


    Φορούσε μια λευκή φόρμα κι από πάνω ένα ζακετάκι πλεχτό και φαινόταν πως δε φορούσε εσώρουχα πάνω ή κάτω. Πρόσεξα τα αθλητικά της που δεν είχαν στάμπες, ή λερώματα. Μου άρεσε το γρήγορο βάδισμα της. Έστριβα ένα τσιγάρο κι έμεινα λίγο παραπίσω ώσπου να το καταλάβει και να σταματήσει, καθώς περπάταγε γρήγορα γιατί κρύωνε και θαύμαζα τον τρόπο που περπατούσε. Στιγμιαία ήταν σα μια νεφέλη, να έπαιξε στα μάτια μου, ένα ξεγέλασμα της μνήμης, από άλλο τόπο, από άλλη γυναίκα, με άλλο βάδισμα, σε μια άλλη εποχή, που πίστευα πολύ πιο αθώα, απ’ όσο πίστευα τώρα τις ουτοπίες μου, πάντα αμφιβάλλοντας γι’ αυτές.


    - Πεινάς καθόλου;

    - Περιμένω τηλέφωνο από μια συνάδελφο μου.

    - Ναι αλλά πεινάς;

    -Μια λιγούρα μόνο. Εσύ;

    - Μα αφού σε ρωτάω;

    - Εντάξει. Να σε ρωτήσω κάτι;

    - Ναι πες μου.

    - Αν σου έρθει να κατουρήσεις, θα με ρωτήσεις αν θέλω κι εγώ;

    - Ε, όχι, δε νομίζω.

    - Σε παρακαλώ να το κάνεις. Το ίδιο κι αν θελήσεις να κοιμηθείς, ή να τεντωθείς, ή …

    - Εντάξει, κατάλαβα!

    - Τι κατάλαβες;

    - Να μη σε ρωτάω γι’ αυτά που θέλω να σου πω;

    - Πρέπει να απαντήσω;

    -…

    - Αν πεινάς, βρες και φάε. Αν θέλεις να μου προτείνεις κάτι, πρότεινε το. Ούτε αυτοκόλλητα είμαστε, ούτε τουρκοκρατία έχουμε.

    - Συγνώμη.

    - Για ποιο πράγμα;

    - Που είμαι χαζή, που δεν καταλαβαίνω.

    - Αν ήσουν χαζή, δε θα είχα ξαναγδυθεί εχθές.

    - Μπορώ να κάνω κάτι χωρίς να σε ρωτήσω;

    - Μάλιστα.

    - Λες εσύ μάλιστα;

    - Γιατί δεν κάνει;

    - Όχι… νόμιζα πως…

    - Κάνε αυτό που είναι να κάνεις.


    Με πήρε στην αγκαλιά της, το φιλί της ήταν απαλό.


    Χτύπησε το τηλέφωνο.


    - Που είσαι; Ακόμα τριγυρνάς;

    - Κάτι τέτοιο.

    - Τι θα κάνεις; Τι φωνάζει ο Αντώνης;

    - Θα έρθεις να φάμε;

    - …

    - Μ’ ακούς;

    - Ναι.

    - Δεν έχεις πεινάσει;

    - Περίπου.

    - Ε ωραία, άντε έλα. Ή μάλλον κάτσε, θέλεις να έρθουμε να σε πάρουμε;

    - Πάμε κάπου έξω; Κερνάω εγώ.

    - Ε, κάτσε να ρωτήσω τον Αντώνη.

    - Έλα ρε φίλος τι κάνεις;

    - Καλά, εσύ Αντώνη;

    - Μόλις γύρισα από χειμερινό μπανάκι.

    - Άρα θα πεινάς πολύ…

    - Ναι, ναι.

    - Τι θέλεις να φας;

    - Ό,τι δεν έχει μαγειρέψει η Ανίτα.

    - Ωραία, πάμε για κάτι αμαρτωλό;

    - Ε άμα το θέτεις έτσι…

    - Ωραία…

    - Αλλά έχω έναν όρο…

    - Ναι;

    - Δε θα ακούσω για δουλειές.

    - Μα … φυσικά.

    - Που θα βρεθούμε;

    - Να πούμε στο Κολυμβητήριο της Γλυφάδας σε μισή ώρα;

    - Μεξικάνικο λοιπόν.

    - Όχι;

    - Ναι, ναι μέσα.

    - Οι δυο σας θα είστε;

    - Ναι.

    - Θα φέρω και μια φίλη.

    - Κανένα πρόβλημα. Την ξέρουμε τη φίλη;

    - Θα τη μάθετε.

    Άκουσα ψίθυρους.

    - Περίμενε σε θέλει η Ανίτα.

    - Να σου πω κύριε, δεν πιστεύω να μην έρχεσαι σπίτι επειδή έχεις τη φίλη σου…

    - Όχι, θέλω να φάω μεξικάνικο.

    - Σίγουρα;

    - Σίγουρα.

    - Τα λέμε σε λίγο.

    - Γεια.


    - Θα έρθω κι εγώ;

    - Να πάρω να τους πω ότι θα πάω μόνος μου;

    - Πρέπει να βγούμε με άλλους;

    - Δεν πρέπει, θέλω.

    - Κι εγώ;

    - Εσύ θα έρθεις μαζί μου.

    - Μα, ήθελα να μείνουμε μόνοι. Αύριο φεύγεις.

    - Και;

    - Άστο, πάω να ντυθώ.

    - Έλα δω σε παρακαλώ.

    - Μάλιστα;

    - Μάλιστα;

    - Μάλιστα.

    - Πάρε με στο στόμα σου.


    Γονάτισε και μου ξεκούμπωσε το παντελόνι, το χέρι της μπήκε μέσα απ’ το εσώρουχο μου και έβγαλε το ξεκαύλωτο πέος μου έξω. Μου έδωσε ένα απαλό φιλί και με την άκρη του στόματος της, παραμέρισε μια τριχούλα ξέμπαρκη. Απαλά άρχισε να με μαλακίζει και να μου δίνει μικρά φιλιά. Όταν καύλωσα, με έπαιρνε ολόκληρο στο στόμα της, πήγα σε κάποιο σημείο να της πιάσω ξανά τα μάγουλα σε ‘’ο’’ και με απέφυγε. Αλλά αμέσως το έκανε μόνη της κι έσφιξε γύρω μου κι η γλώσσα της άρχισε τα παιχνίδια πάνω μου.


    - Σήκω.

    - Μα δεν..

    - Σήκω.

    - Να σε κουμπώσω;

    - Σήκω

    - Μάλιστα.

    - Γδύσου.

    - Μάλιστα.

    - Πάμε στο μπαλκόνι.

    - Μα… κάνει κρύο.

    - …

    - Πάμε, εντάξει.


    Τα χέρια της στηρίχτηκαν στο στηθαίο και τα πόδια της άνοιξαν ελαφρά. Το χέρι μου χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της. Ζεστή, υγρή κι έτρεμε απ’ το κρύο.

    Τραντάχτηκε με το πρώτο σκαμπίλι στα κωλομέρια της, τραντάχτηκε με το δεύτερο, τραντάχτηκε με το τρίτο. Ο κώλος της άρχιζε να κοκκινίζει και σταμάτησε να τρέμει. Κανένας δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους.

    - Γύρνα και γονάτισε.

    Με πήρε στο στόμα της ξανά και την άφησα να συνεχίζει μέχρι που κατάλαβα πως κρύωνε πάλι παρά τις ρώγες της που είχαν γίνει πέτρα.

    - Σήκω όρθια.

    Το μανταλάκι έκλεισε απαλά πάνω στην κλειτορίδα της.

    - Άνοιξε τα μάτια σου.

    - Μάλιστα.

    - Σου αρέσει;

    - Μου… δεν ξέρω.

    - Να το βγάλω;

    - Όχι, δε θέλω, αλλά θα αργήσουμε.

    - Να το βγάλω;

    - Όχι.

    - Γύρνα


    Σφηνώθηκα πίσω της και τον έτριβα στην τρύπα της απαλά, ήταν απίστευτα υγρή. Έμπαινα λίγο κι έμενα εκεί χωρίς να προχωράω απλά έπεφτα και τραβιόμουν πάνω της. Πλέον δεν κρύωνε καθόλου. Έφερα το χέρι μου μπροστά και πίεσα το μανταλάκι περισσότερο στην κλειτορίδα της και καρφώθηκα μέσα της. Τα χείλια μου έκλεισαν γύρω απ’ το αυτί της, βαρανάσαινε.

    - Αργείς. Θα αργήσουμε εξαιτίας σου.

    - Τι να κάνω; Δεν ξέρω. Θέλεις να σταματήσουμε;

    - Θέλω να μου δείξεις πως σ’ αρέσει.

    - Δε μπορώ έτσι;

    - Δε μπορείς;

    Και την κάρφωνα βιαστικά, δυνατά και τα δόντια μου έκλειναν το λοβό της σχεδόν δυνατά και το χέρι μου πίεζε το μανταλάκι. Ανέβασα το χέρι μου κι έφερα και το άλλο μπροστά, πέσαμε στο κάγκελο που τρανταζόταν μαζί της, γείραμε μπροστά, τα δάχτυλα μου σφήνωσαν τις ρώγες της, τις έτριβα ανάμεσα τους δυνατά, πήρε μια ανάσα και σαν να αφέθηκε γείραμε περισσότερο και πίεσα πιο πολύ μπροστά.

    - Στάσου στις πατούσες σου

    - Μα θα πέσω.

    - Θα σε κρατάω.

    Σήκωσε τις πατούσες της και το τράνταγμα απ’ το γαμήσι της έγινε πιο δυνατό, το στηθαίο έτρεμε πολύ κι έβγαζε εκείνο το μεταλλικό ήχο.

    - Δείξε μου, ό,τι λες αυτές τις μέρες.

    Άνοιξα το μανταλάκι και το έπιασα ξανά πάνω στην κλειτορίδα της, χωρίς λεπτότητες και βγήκα σχεδόν εντελώς, μπήκα πάλι μέχρι μέσα. Έξω και μέσα και για άλλη μια φορά το μανταλάκι άνοιξε κι έκλεισε. Αισθάνθηκα κάτι αδύναμο σα να με πετάει προς τα έξω. Τα πόδια της χαλάρωσαν, αλλά οι πατούσες έμειναν τεντωμένες.

    - Τέλειωσε με

    Γύρισε και με πήρε στο στόμα της.

    Όταν αισθάνθηκα πως δεν κρατιόμουν, τον έβγαλα και κρατώντας πιεστικά κοντά στη βάση έχυσα μακριά και δυνατά στα μαλλιά της κι ανάμεσα στις κάθετες στράντζες του κάγκελου, κάτω στο δρόμο.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  6. red&black

    red&black Ότι δεν είναι "ξεκάθαρο" μας γίνεται "εμμονή"...

    Έπρεπε... 
     
  7. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Είμαι όμορφη;

    - Είσαι;

    - Άστο, εντάξει λοιπόν. Πάμε;

    - Αν είσαι έτοιμη.

    - Αυτό είπα.

    - Χαμήλωσε τον τόνο σου.

    - … μάλιστα.



    - Να οδηγήσω;

    - Κρατάς τα κλειδιά κι είσαι στην πόρτα του οδηγού.

    - Οκ.

    - Οκ;

    Ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο και ήρθε προς το μέρος μου, κάτι άλλαζε στο βλέμμα της

    - Δεν καταλαβαίνω τι να κάνω για να σ’ ευχαριστήσω. Γιατί δε μου λες, επιτέλους;

    - Μίλα πιο σιγά.

    - Αυτό είναι υπεκφυγή!

    - Αυτό, είναι… υπεκφυγή;

    - Ναι, είναι και σταμάτα το αυτό.

    - Ήσουν στο Πασαλιμάνι;

    - Τι σχέση έχει αυτό;

    - Τι σχέση δεν έχει αυτό;

    - Μόνο και μόνο εξαιτίας σου αργούμε. Πες τι θες να κάνεις, να οδηγήσω ή όχι;

    - Αποφάσισες λοιπόν.

    - Δεν πας στο διάολο.

    Τα χέρια της είχαν γίνει μικρές γροθιές. Έπλεξα τις παλάμες μου γύρω τους και την κράτησα πολύ απαλά. Και σιγά σιγά η ανάσα της ηρέμησε.

    - Αποφάσισες τι θέλεις να κάνεις;

    - Μάλιστα. Θέλω να αποφασίσεις εσύ.


    - Δώρα μου, δοκίμασε κι αυτό εδώ το ντιπ, θα σ’ αρέσει πιστεύω, αν και είναι λίγο καυτερό

    - Ευχαριστώ. Πώπω Ανίτα είχες δίκιο! Είναι μοναδικό.

    - Λοιπόν, αποφασίσατε τι θα παραγγείλετε;

    Την ώρα που έπαιρνε την παραγγελία του Αντώνη ο σερβιτόρος, ακούστηκε από κάποιο κινητό ο ήχος της δόνησης, όταν βρίσκεται εγκλωβισμένο σε τσάντα, ή μπουφάν. Έβγαλε το κινητό της και το άνοιξε. Το μήνυμα έλεγε:

    << Αποφάσισες τι θα παραγγείλεις >>;

    Απ. << Τι θέλεις… να παραγγείλω >>;

    << Ζήτησε συγνώμη και πες πως πρέπει να πας στην τουαλέτα. Πριν σηκωθείς βάλε το χέρι σου στο μπουφάν μου, θα βρεις ένα φόρεμα. Πήγαινε και άλλαξε, ξεζάρωσε το φόρεμα και γύρνα πίσω αμέσως >>

    Ο σερβιτόρος συνέχιζε με την παραγγελία της Ανίτας, όταν ζήτησε η Δώρα συγνώμη και είπε πως πρέπει να λείψει για λίγο. Ένιωσα το χέρι της να μ’ ακουμπάει καθώς χωνόταν στην τσέπη του μπουφάν μου. Σηκώθηκε.

    Δε χρειάστηκε να γυρίσω. Δε θα το έκανα άλλωστε. Αρκούσε το έκπληκτο βλέμμα της Ανίτας και αμέσως μετά η ματιά που μου έριξε.

    Κάθισε δίπλα μου, αργά, με τα πόδια της να γυαλίζουν υπέροχα και τα σταύρωσε. Κρατούσε το αμπιγιέ ρούχο της στα χέρια κι όμως στο απλό υπήρχε όλη η ομορφιά της.

    - Φέρτο να το βάλω στο μπουφάν μου μην το κρατάς. Είσαι πολύ όμορφη.

    Το πρόσωπο της ήταν κατακόκκινο, αλλά δικαιολογία δε δόθηκε σε κανέναν. Δε ζητήθηκε άλλωστε. Και γιατί να ζητηθεί άλλωστε;


    - Πέρασα πολύ ωραία φιλαράκο, γιατί δε μας έρχεσαι συχνότερα;

    - Για να μη με σκοτώσει η γυναίκα σου που σε ταϊζω αμαρτωλά…

    - Χαχαχα… Δώρα, χάρηκα πολύ για τη γνωριμία.


    Πηγαίναμε προς το αυτοκίνητο. Το χέρι της είχε παραμείνει μέσα στο δικό μου. Εκεί το ήθελα. Ήμασταν κοντά.

    - Είσαι όμορφη.

    - Ναι… το ξαναείπες, είπε και σταμάτησε να περπατάει, φρενάροντας κι εμένα. Γύρισα και την κοίταξα. Τα μάτια της είχαν γίνει τεράστια. Οι λέξεις δεν έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους, παρά μόνο σε ό,τι είναι για τους ανθρώπους.


    ΤΕΛΟΣ