Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Φανταστικές Ιστορίες #1

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος kinkynik, στις 4 Σεπτεμβρίου 2016.

  1. kinkynik

    kinkynik Guest

    Όταν ο Τζών συνάντησε μια Φαϊόλι.

    Θα σας πω μια ιστορία, για έναν άνδρα που συνάντησε ένα πλάσμα απο τον κόσμο των νεράιδων. Αν υπάρχει τέτοιος κόσμος... γιατί κανείς δεν το ξέρει στα σίγουρα κι αυτό.

    Ήταν ένα ασημένιο απόγευμα, στο σούρουπο των δύο ήλιων στον πλανήτη του Τζών. Καθώς ο ένας ήλιος έδυε κι ο άλλος ανέτειλλε, έκανε το χρώμα στην δερμάτινη στολή του να μοιάζει σχεδόν χάλκινο. Σαν να φορούσε πανοπλία.

    Το χρώμα του ορίζοντα που ήταν σαν να παρακολουθείς παράσιτα σε μια παλιά τηλεόραση,έκανε το τοπίο να μοιάζει βιομηχανικό. Και εν πολλοίς ήταν. Ο Τζών της ιστορίας μας είναι Συντηρητής. Σε ένα πλανήτη νεκροταφείο. Νεκροταφείο ψυχών των ηρώων απο πολέμους σε όλους τους γνωστούς Γαλαξίες. Και μερικούς άγνωστους κι ανεξερεύνητους ακόμα.

    Στην ανατολή (και ταυτόχρονα στην δύση) έπρεπε να επιβλέπει την διαδικασία. Η ρουτίνα του άρεσε.
    Την είχε συνηθίσει. Εξάλλου είχει πολλές χιλιετηρίδες μπροστά του. Είχε στα 30 του χρόνια δεχτεί την τιμή να είναι ο πρώτος απο το ανθρώπινο είδος που θα έπαιρνε την θέση του Συντηρητή για 100 χιλιετηρίδες.
    Κι είχε απαρνηθεί την ανθρώπινη φύση του φυσικά για να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του για τόσο καιρό.

    Η αρχαία Φυλή που κάνει την επιλογή στους κόσμους κάθε φορά, είχε τον κατάλληλο μηχανισμό επιβίωσης.
    Εμφυτευμένο κάτω απο την μασχάλη του, και με ένα διακόπτη ενεργοποίησης/απενεργοποίησης.
    Ο μηχανισμός του επέτρεπε να ζεί χωρίς η σάρκα του να φθείρεται, χωρίς να γερνά. Και χωρίς να έχει συναισθήματα, χωρίς να αισθάνεται πόνο ή θλίψη, αγάπη ή μίσος. Αόρατος.

    Μονάχα έτσι μπορούσε να επιβιώσει για τόσο μεγάλο χρονικό (με ανθρώπινους όρους) διάστημα.

    Εκείνο το απόγευμα ή ξημέρωμα ήταν όπως τα προηγούμενα. Τίποτα διαφορετικό.
    Κατηφόρισε το γνώριμο δρομάκι που οδηγούσε απο το κατάλυμά του στην Κοιλάδα.
    Γνώριζε όλες τις στροφές μέχρι να φτάσει. Το τοπίο δεν άλλαζε συχνά εξάλλου. Πλανήτης νεκροταφείο, όχι τυχαίο όνομα...

    Λίγο πριν φτάσει στο τελευταίο άνοιγμα που οδηγούσε στην Κοιλάδα, κάτι τον ξένισε αυτή την φορά.
    Ήταν λυγμός ή κλάμα μικρού παιδιού αυτό που άκουγε ?

    Δεν τον συγκινούσε, προσπαθούσε όμως να το επεξεργαστεί με λογική και δεν του έβγαινε... Ποιός να κλαίει σε έναν έρημο πλανήτη που για να επιβιώσει κανείς θα χρειαζόταν έναν μηχανισμό σαν αυτόν που ο ίδιος είχε.
    Ασυναίσθητα άγγιξε τον διακόπτη κάτω απο την μασχάλη του και τα κυκλώματα εμβιονικής απενεργοποιήθηκαν προσωρινά δίνοντας του μια εσωτερική ώθηση συναισθημάτων. Και κάνοντάς τον ορατό ξανά.

    Ήταν σαν να μόλις ξύπνησε απο λήθαργο απόλυτης λογικής και έκανε βουτιά σε μια θάλασσα συναισθημάτων.
    Καθώς πλησίαζε την τελευταία στροφή, το κλάμα ακουγόταν πιο γυναικείο.

    Έφτασε. Και είδε.

    Ένα πλάσμα με σχήμα γυναίκας, κατάξανθα μαλλιά με μπούκλες μέχρι πιο κάτω απο τη μέση... γυμνή, και σχεδόν κουλουριασμένη πάνω σε ένα βράχο. Τα χέρια της σχεδόν διάφανα, κρινοδάχτυλη, πλούσιο στήθος.. γυμνό με ρώγες ροδαλές, δείγμα της νεότητάς της. Το βλέμμα του δεν σταματούσε να εξερευνεί κάθε σπιθαμή της ύπαρξής της.
    Ήταν ενα πλάσμα αισθησιακό πέρα απο κάθε φαντασία, σχεδόν γυμνή και μόνη στον πλανήτη του.

    Και ήταν άνδρας. Πίσω απο την βαριά δερμάτινη στολή του, σχεδόν ηλεκτρισμός τον διαπέρασε και τον έκανε να της μιλήσει.

    " Τι κάνεις εδώ πως έφτασες... γιατί κλαίς, ποιά είσαι ? "

    Εκείνη ξαφνιασμένη που τον άκουσε, σταμάτησε το κλάμα της αμέσως και γυρνώντας να τον κοιτάξει φάνηκαν τα μαργαριταρένια μάτια της και το στόμα σαν λουλούδι που περιμένει την μέλισσα γεμάτο χυμούς.

    Τα μάγουλά της ήταν υγρά με κάτι που στραφτάλιζε σχεδόν μαγικά στο απόκοσμο φως του πλανήτη αυτού.
    Ήταν τα δάκρυά της, τα οποία σκούπισε με μια νωχελική κίνηση των χεριών της πριν μιλήσει κι εκείνη με την σειρά της στον Τζών.

    " Δεν σε κατάλαβα πως με πλησίασες! Πριν μερικά λεπτά δεν ήσουν εδώ.. δεν ήταν κανείς εδώ. Πως σε λένε ? "

    Ο Τζών της είπε το όνομά του κι εκείνη τον ακολούθησε αφου του είπε ότι είναι μια Φαϊόλι. Φαινόταν σχεδόν χαρούμενη που τον συνάντησε. Ο Τζών ήξερε τι ήταν η φυλή των Φαϊόλι, αλλά διάλεξε να το αγνοήσει.

    "Μας πως το έκανες αυτό που δεν ήσουν εδώ και ξαφνικά ήσουν? " τον ξαναρώτησε.

    Ο Τζών της είπε πως αυτό είναι κάτι που θα συζητήσουν αργότερα και μαζί ανηφόρισαν τον δρόμο για το κατάλυμά του. Οταν έφτασαν τα αρχαία κυκλώματα ενεργοποιήθηκαν αυτόματα. Ακόμα και στα δωμάτια που ο Τζών δεν χρησιμοποιούσε όταν ήταν Αθάνατος. Όταν είχε ενεργό τον διακόπτη κάτω απο την μασχάλη του, δεν χρειαζόταν πολλά. Εκείνο το βράδυ όμως, έπρεπε να φροντίσει εκείνη.

    Οι Φαϊόλι ήταν μια αρχαία Φυλή που συνοδεύει όλα τα έμβια όντα στις τελευταίες ημέρες της ζωής τους.
    Δίνοντας τους μια τελευταία γενναία δόση ζωής. Τόσο γενναία, που φεύγοντας να αισθάνονται τόσο "γεμάτοι" απο την ζωή που έζησαν και να μην χρειάζονται άλλη.

    Σέρβιρε κρασί και φαγητό, το οποίο απόλαυσαν παρέα. Ήταν πάλι ζωντανός, κι η μικρή Φαϊόλι είχε βρεί πάλι τον σκοπό της. Να τον συνοδεύσει. Του εξήγησε ότι είχε 30 ημέρες απο την μέρα που την συνάντησε, μα δεν ήξερε το μυστικό του. Κι εκείνος δεν της είπε τίποτα, γιατί δεν ήθελε να την δεί να κλαίει πάλι.

    Η νύχτα έφερε και το πάθος μεταξύ τους και μετά το κρασί έκαναν έρωτα. Εκείνος απόλαυσε το κορμί της, ξανά και ξανά. Δεν την χόρταινε με τίποτα. Είχε ξεχάσει πως μπορεί να τον κάνει μια γυναίκα να νιώσει.

    Δεν ήταν πια μόνος.

    Οι μέρες και οι νύχτες κυλούσαν όλο και με μεγαλύτερη ευτυχία ανάμεσά τους. Γελούσαν σαν μικρά παιδιά κι έκαναν έρωτα κάθε βράδυ σαν άγρια ζώα. Με αναπνοές κομμένες, ξεκουράζονταν λίγο και μετά το πάθος για το κορμί ο ένας του άλλου τους έκανε να ξεχνούν μέχρι και την ύπαρξή τους.

    30η ημέρα.

    Το πρωινό αυτό το φως χαϊδευε τους γλουτούς της μικρής Φαιόλι καθώς ήταν ξαπλωμένη δίπλα στον Τζών.
    Γυμνή, και γυρισμένη στο πλάι με τα μάτια κλειστά, παραδομένη στην ξεκούραση του ύπνου.
    Μέχρι που οι αχτίδες του 2ου ήλιου χάιδεψαν απαλά και τα μαγουλά της και άνοιξε τα μάτια της αναζητώντας ταχρόχρονα με το χέρι της το στήθος του Τζών δίπλα της.

    Ο Τζών ήταν ξύπνιος απο ώρα. Την αγκάλιασε και την φίλησε στα χείλη με θέρμη.
    Παρατεταμένο φιλί που σχεδόν κόβει την ανάσα και ταυτόχρονα ξυπνά το πάθος της για πρωινή συνουσία.

    Ήθελε κάθε φορά που βρισκόταν κοντά του να κάνει τα πάντα γι'αυτόν. Και τις προηγούμενες ημέρες είχαν κάνει τα πάντα με τα σώματά τους, είχαν παραδοθεί στις πιο απίθανες ορέξεις του μυαλού τους.

    Μα αυτό το πρωινό ήταν διαφορετικό. Και η Φαϊόλι το ήξερε. Ηταν το τελευταίο πρωινό μαζί του.
    Το σεξ έπρεπε να ήταν το καλύτερο απο όλες τις άλλες φορές. Και πραγματικά ήταν.

    Κουρασμένοι και οι δύο, (ο Τζών πιο πολύ) κοιτάχτηκαν στα μάτια κι εκείνος της είπε:

    "Πρέπει να σου πω κάτι."

    "Ξέρω.." απάντησε εκείνη, "σήμερα είναι η τελευταία μας ημέρα μαζί... ήρθα εδώ στον πλανήτη για να σε συνοδεύσω στον θάνατό σου. Ελπίζω να αισθάνεσαι ότι έζησες έναν γεμάτο απο ζωή τελευταίο μήνα μαζί μου".

    Το βλέμμα του Τζών ήταν για λίγο απλανές. Απάντησε όμως με ένα ξερό "όχι".

    "- ξέρεις τα καθήκοντά μου εδώ είναι τέτοια που μου επιτρέπουν να υπερβαίνω το όριο του θανάτου".

    Η Φαϊόλι έκανε έναν μορφασμό σαν να μην καταλαβαίνει τι της λέει.

    Ο Τζών ήταν με έναν τεράστιο κόμπο στο λαιμό. Που έπρεπε να της εξηγήσει, να την αποχωριστεί. Μήπως τελικά ήταν καλύτερο να πεθάνει έχοντας ζήσει τόσα πολλά μαζί της. Τι παραπάνω άλλωστε να ήθελε.

    Η Φαϊόλι είχε πετύχει τον σκοπό της. Της είπε όμως για τον μηχανισμό και τον διακόπτη κάτω απο την μασχάλη του που τον έκανε αθάνατο, έκανε την σάρκα του άφθαρτη, τον έκανε αόρατο για όλα τα όντα και του στερούσε όλα του τα συναισθήματα.

    Η Φαϊόλι δεν τον πίστευε όσο της εξιστορούσε.

    Όπως ήταν ξαπλωμένοι, τον πλησίασε και του είπε "για να δω..." αγγίζοντας τον μικρο-διακόπτη κάτω απο την μασχάλη του.

    Τα αρχαία εμβιοκυκλώματα ενεργοποιήθηκαν και ο Τζών πέρασε στο φάσμα του αόρατου.

    Η Φαϊόλι ξαφνικά ήταν μόνη. Δεν μπορούσε ούτε να τον δεί ούτε να τον αντιληφθεί.
    Ο Τζών ήταν πάλι γυμνός απο αισθήματα. Δεν ένιωθε τίποτα πια για εκείνη.

    Την παρακολούθησε να τον αναζητά για μέρες κλαίγοντας γοερά. Η μορφή της αδυνάτιζε μέρα με την μέρα, γινόταν σχεδόν διάφανη... ώσπου έγινε λεπτή αστερόσκονη κι εξανεμίστηκε στον ασημί ορίζοντα της κοιλάδας.