Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Χαμένο Στοίχημα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος slave32, στις 1 Σεπτεμβρίου 2025 at 15:34.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    Με τον Γιώργο γνωριζόμαστε από τα φοιτητικά μας χρόνια∙ τότε είχαμε ήδη μοιραστεί το ίδιο σπίτι. Μετά από μια περίοδο που χαθήκαμε, η ζωή μάς έφερε ξανά κοντά. Και οι δύο δουλεύαμε πλέον, οπότε η απόφαση να συγκατοικήσουμε ξανά έμοιαζε φυσική. Ήταν και πρακτικό, με τα ενοίκια να μοιράζονται, αλλά και σχεδόν οικείο – σαν να επιστρέφαμε σε κάτι γνώριμο.

    Εκείνος, στα είκοσι επτά του, παραμένει ο ίδιος δυναμικός τύπος που θυμόμουν: το αθλητικό σώμα από το μπάσκετ, η αυτοπεποίθηση, η σχεδόν χαλαρή σιγουριά στις κινήσεις του. Εγώ, μικρότερος κατά δύο χρόνια, με τη δική μου πειθαρχία από την κολύμβηση – το νερό ήταν το φυσικό μου περιβάλλον από παιδί. Και οι δύο συνεχίζουμε να αθλούμαστε, αν και η καθημερινότητα πλέον μοιράζεται ανάμεσα σε δουλειά και γυμναστήριο.

    Η συγκατοίκηση κύλησε καλά, με μια εξαίρεση: τις δουλειές του σπιτιού. Ο Γιώργος παρέμενε απίστευτα ακατάστατος. Ευτυχώς, τα δύο μπάνια έσωζαν την κατάσταση∙ καθένας είχε το δικό του βασίλειο.

    Ένα βράδυ, τελικός κυπέλου. Οι ομάδες μας αντίπαλες. Μπύρες, πρόχειρο φαγητό, ένταση.

    «Γιώργο, να βάλουμε ένα στοίχημα;»
    «Για πες.»
    «Ο χαμένος αναλαμβάνει όλες τις δουλειές για μια εβδομάδα.»
    «Σύμφωνοι… με μια προϋπόθεση: ο νικητής θα έχει δικαίωμα ελέγχου. Κι αν δεν είναι ικανοποιημένος, θα αποφασίζει την τιμωρία.»

    Η λέξη «τιμωρία» έμεινε να αιωρείται, πιο βαριά απ’ όσο έπρεπε, ξυπνώντας μέσα μου κάτι που δεν τολμούσα να ομολογήσω.

    Το ματς κρίθηκε στα πέναλτι∙ η δική μου ομάδα κέρδισε. Το χαμόγελό μου είχε κάτι πονηρό, σχεδόν ειρωνικό.

    «Μπορείς να ξεκινήσεις από τώρα», του είπα.

    Κι εκείνος υπάκουσε χωρίς αντίρρηση. Τον είδα να καθαρίζει με προσοχή, σχεδόν με ζήλο που δεν του ταίριαζε. Σκούπα, σφουγγάρισμα, τακτοποίηση. Ήταν σαν να έμπαινε σε έναν ρόλο που του ερχόταν φυσικά.

    «Όταν τελειώσεις, φώναξέ με για επιθεώρηση», πρόσθεσα, αφήνοντας τη φωνή μου να γίνει πιο σταθερή.
    «Όπως διατάξατε», μου απάντησε με ένα χαμόγελο που έκρυβε περισσότερο παιχνίδι απ’ όσο ειρωνεία.

    Δυο ώρες αργότερα, το σπίτι έλαμπε. Στην κουζίνα όμως βρήκα ένα ψεγάδι∙ μια λεκεδιά από γάλα που είχε ξεχάσει. Η αυστηρή μου παρατήρηση τον έκανε να χαμηλώσει το βλέμμα. Τα αυτιά του είχαν κοκκινίσει – ένδειξη πως κάτι μέσα του δούλευε πιο έντονα απ’ όσο έδειχνε.

    «Ήσουν σχεδόν άψογος. Την τιμωρία σου θα στη δώσω αύριο.»

    Το άφησα να αιωρείται.

    Το επόμενο πρωί, Κυριακή. Ασυνήθιστο: ο Γιώργος ξύπνησε νωρίς, είχε στρώσει το τραπέζι, είχε ετοιμάσει πρωινό και φυσικό χυμό. Είχε καθαρίσει ακόμα και το δικό του πιάτο. Και με περίμενε, σχεδόν ανυπόμονα, να μιλήσω.

    «Σκέφτηκα την τιμωρία σου», του είπα, κοιτάζοντας τον στα μάτια.
    «…»
    «Μία μέρα επιπλέον υπηρεσίας.»

    Η απάντησή του δεν είχε ούτε διαμαρτυρία ούτε ειρωνεία. Μόνο ένα γνέψιμο, ένα χαμόγελο, και εκείνα τα κοκκινισμένα αυτιά που μαρτυρούσαν μια εσωτερική ένταση.

    «Τι θέλετε να κάνω σήμερα, Κύριε;»

    Αυτή τη φορά, η φωνή του είχε κάτι πιο γνήσιο. Σαν να έπαιρνε θέση σε ένα παιχνίδι που και οι δύο, σιωπηλά, γνωρίζαμε ότι μόλις είχε αρχίσει.

    «Σήμερα θέλω να καθαρίσεις όλο το σπίτι. Και τα δύο μπάνια. Δεν θέλω να αφήσεις τίποτα στη μέση.»

    Δεν διαμαρτυρήθηκε. Ένα απλό «Μάλιστα» βγήκε από τα χείλη του και αμέσως ξεκίνησε.

    Τον παρατηρούσα διακριτικά, χωρίς να με βλέπει. Στο μπάνιο έτριβε με δύναμη τα πλακάκια, κατέβαζε σαπούνια και σαμπουάν από τα ράφια για να σκουπίσει κάθε ίχνος υγρασίας. Έπειτα άλλαξε σακούλες, σκούπισε, έβαλε αρώματα χώρου. Στο σαλόνι και την κουζίνα η κίνηση του ήταν σταθερή, σχεδόν τελετουργική. Έμοιαζε να βυθίζεται σε αυτό που έκανε, σαν να έβρισκε μια κρυφή ηδονή στην προσοχή που απαιτούσαν οι λεπτομέρειες.

    Μετά από ώρα εμφανίστηκε μπροστά μου, σκουπίζοντας τα χέρια του σε μια πετσέτα. Η φωνή του χαμηλή, σχεδόν προσεκτική.

    «Να πάρω την άδεια σας να μαγειρέψω;»

    Έγνεψα μόνο. Και τον είδα να μπαίνει στην κουζίνα με ενθουσιασμό. Έκοβε λαχανικά, ανακάτευε την κατσαρόλα, σέρβιρε τα πιάτα με έναν τρόπο που δεν είχα συνηθίσει από εκείνον.

    Φάγαμε μαζί, σε μια ατμόσφαιρα σχεδόν ήρεμη, αλλά γεμάτη με κάτι που δεν λεγόταν. Όταν τελειώσαμε, σκούπισε το τραπέζι χωρίς να χρειαστεί να του πω τίποτα.

    «Θα πάω μια βόλτα» του είπα. «Συνέχισε εσύ τις δουλειές.»

    Με κοίταξε για λίγο, σαν να ήθελε να πει κάτι και συγκρατήθηκε. Έμεινε μόνος στο σπίτι, με τη σιωπή να τον τυλίγει. Καθώς έπιανε πάλι τη σκούπα, ένιωσε το στήθος του να σφίγγεται. Αυτό που έκανε του άρεσε. Όχι μόνο το να καθαρίζει, αλλά ο τρόπος που το έκανε για εμένα∙ η αίσθηση ότι με ικανοποιούσε. Ήθελε να μου το πει, να το παραδεχτεί.

    Αλλά η ντροπή τον κρατούσε. Τα χέρια του συνέχισαν μηχανικά τη δουλειά, ενώ το μυαλό του πάλευε ανάμεσα στην αποκάλυψη και στη σιωπή.

    Γύρισα σπίτι κουρασμένος∙ τα πόδια μου βάραιναν και κάθε βήμα μου φαινόταν πιο δύσκολο. Κάθισα στον καναπέ και τον φώναξα.

    «Τα πόδια μου είναι πιασμένα. Θέλω να μου βγάλεις τα παπούτσια και τις κάλτσες. Και μετά να μου κάνεις μασάζ.»

    Ήξερα ότι έπαιρνα ρίσκο λέγοντάς το. Μα εκείνος δεν διαμαρτυρήθηκε. Δεν θα μπορούσε άλλωστε. Γονάτισε μπροστά μου, σχεδόν αβίαστα, και με κινήσεις προσεκτικές έλυσε τα κορδόνια, έβγαλε τα παπούτσια μου και έπειτα τις κάλτσες. Τα δάχτυλά του άγγιξαν για λίγο το δέρμα μου∙ μια επαφή τόσο απλή, αλλά φορτισμένη.

    Άρχισε να πιέζει τις πατούσες, τις γάμπες μου, μεθοδικά, σαν να ήθελε να με ανακουφίσει όσο πιο πολύ μπορούσε. Ένιωσα τους μυς μου να χαλαρώνουν, κι εκείνος έμενε σκυφτός μπροστά μου, αφοσιωμένος.

    Όταν πλέον ένιωσα ξεκούραστος, σηκώθηκα.

    «Τώρα θα επιθεωρήσω το σπίτι. Αν βρω έστω και κάτι, η τιμωρία σου θα είναι πραγματική αυτή τη φορά.»

    Με ακολούθησε σιωπηλός. Κοίταξα κάθε δωμάτιο∙ όλα ήταν άψογα. Μέχρι που μπήκα στο δικό του μπάνιο. Στον καθρέφτη υπήρχαν ακόμα μερικά σημάδια από νερό.

    Γύρισα απότομα προς το μέρος του.

    «Τι είναι αυτά; Σου είπα να μην αφήσεις τίποτα!» φώναξα. Η φωνή μου αντήχησε στον χώρο. Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα, τα αυτιά του είχαν κοκκινίσει ξανά.

    «Κανονικά θα έπρεπε να βγάλω τη ζώνη μου και να σου δώσω ένα καλό μάθημα.» Η φράση βγήκε σκληρή, πιο φορτισμένη απ’ όσο περίμενα. Έκανα μια μικρή παύση. «Διάλεξε λοιπόν: ή αυτό… ή την εναλλακτική που θα τη δεχτείς χωρίς να ξέρεις τι είναι.»

    Το δωμάτιο γέμισε σιωπή. Εκείνος στεκόταν μπροστά μου, διχασμένος, μα ανίκανος να αρνηθεί.


    Στεκόταν απέναντι μου, σιωπηλός. Τα μάτια του έδειχναν αμφιβολία, μα και μια περίεργη λάμψη. Δεν τολμούσε να απαντήσει αμέσως∙ λες και ήξερε πως ό,τι έλεγε θα τον δέσμευε.

    «Λοιπόν;» τον πίεσα.

    Κατάπιε, πήρε μια βαθιά ανάσα.

    «Διαλέγω την εναλλακτική.»

    Χαμογέλασα ελαφρά. Είχα ποντάρει σε αυτό. Έγειρα λίγο μπροστά, κρατώντας τον να με κοιτάξει στα μάτια.

    «Η εναλλακτική, Γιώργο, είναι η εξής: από εδώ και πέρα, όταν κάνεις δουλειές, θα είσαι γυμνός. Δεν θα κρύβεσαι πίσω από ρούχα. Θα τα κάνεις όλα έτσι, μέχρι να σου πω εγώ διαφορετικά.»

    Είδα το βλέμμα του να τρεμοπαίζει∙ ντροπή, αμηχανία, αλλά και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να κρύψει. Τα αυτιά του κοκκίνισαν ξανά, πιο έντονα αυτή τη φορά.

    Για μια στιγμή πίστεψα ότι θα αρνηθεί. Ότι θα γελάσει, θα κάνει πίσω. Μα δεν το έκανε. Αντίθετα, έγειρε το κεφάλι του ελαφρά, σαν να αποδεχόταν τη μοίρα του.

    «Μάλιστα», είπε τελικά με χαμηλή φωνή.

    Η ατμόσφαιρα πάγωσε γύρω μας, μα μέσα μου ήξερα: το παιχνίδι είχε μόλις ανέβει επίπεδο.

    Τον κοίταξα σοβαρά.

    «Μάλιστα, Γιώργο;»

    Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του. «Μάλιστα, Κύριε.»

    Το άκουσμα της λέξης με χτύπησε κατευθείαν. Η στάση του, ο τρόπος που υπάκουε, το σώμα του που είχε αρχίσει να προδίδει τη διέγερσή του — όλα με ερέθιζαν. Το καταλάβαινε κι εκείνος∙ τα μάτια του χαμήλωσαν, σαν να ήθελε να κρυφτεί.

    «Συγγνώμη…» ψιθύρισε, νιώθοντας την αμηχανία να τον κυριεύει.

    Και όμως, δεν υπήρχε λόγος να κρυφτεί. Το κορμί του ήταν σχεδόν αψεγάδιαστο: φαρδιές πλάτες, γραμμωμένος θώρακας, σφιχτή μέση, κάθε μυς καλοδουλεμένος από τα χρόνια στο γήπεδο. Η εικόνα του γυμνού του σώματος στο χώρο, εκτεθειμένου για χάρη μου, έμοιαζε με σκηνή βγαλμένη από φαντασίωση.

    «Μη ντρέπεσαι, Γιώργο» του είπα ήρεμα. «Αυτό που συμβαίνει είναι αληθινό.»

    Η τελευταία μέρα. Απόγευμα, επιστρέφω από τη δουλειά. Το σπίτι με υποδέχεται σε απόλυτη τάξη. Κι εκείνος… γυμνός, ήρεμος, σαν να έχει συνηθίσει πια τον ρόλο του. Με σερβίρει φαγητό, προσεκτικά, σαν τελετουργία. Στέκεται διακριτικά δίπλα μου ενώ τρώω.

    Κάποια στιγμή γονατίζει και αρχίζει να μου κάνει μασάζ στα πόδια, με την ίδια αφοσίωση όπως τότε που ξεκίνησαν όλα. Η αίσθηση είναι απολαυστική, αλλά περισσότερο με συγκλονίζει η εικόνα: το σώμα του, σκυφτό, υποταγμένο, να με υπηρετεί με φυσικότητα.

    «Γιώργο… δυστυχώς, σήμερα είναι η τελευταία μέρα που γίνεται αυτό.»

    Πάγωσε. Το βλέμμα του σήκωσε διστακτικά προς εμένα. Τα χείλη του έτρεμαν.

    «Σε παρακαλώ…» είπε σχεδόν ικετευτικά. «Μη σταματήσουμε. Θέλω να συνεχίσω. Θέλω να σας υπηρετώ.»

    Η φωνή του ήταν γεμάτη ένταση, ειλικρίνεια, ντροπή και λαχτάρα μαζί.

    Τον κοίταξα με μισό χαμόγελο. «Αν το θέλεις στ’ αλήθεια, τότε υπάρχει ένας μόνο όρος: από εδώ και πέρα θα έχεις τον απόλυτο έλεγχό μου. Χωρίς όρια, χωρίς ερωτήσεις. Και για να το αποδείξεις… πήγαινε τώρα στο κρεβάτι μου. Στα τέσσερα. Να με περιμένεις.»

    Το βλέμμα του σκοτείνιασε για μια στιγμή από την ένταση, αλλά δεν υπήρχε δισταγμός. Έσκυψε το κεφάλι, σαν να δεχόταν τον όρο, και άρχισε να κατευθύνεται αργά προς το δωμάτιο.

    Μπήκα στο δωμάτιο και τον βρήκα όπως του είχα πει. Στα τέσσερα, στη μέση του κρεβατιού μου, το σώμα του γυμνό, εκτεθειμένο και πειθαρχημένο. Δεν γύρισε να με κοιτάξει∙ έμεινε εκεί, περιμένοντας, κρατώντας την αναπνοή του.

    Πλησίασα αργά, αφήνοντας τη σιωπή να βαραίνει. Το σώμα του ήταν τέλειο∙ κάθε μυς τεντωμένος, γεμάτος ένταση, σαν χορδή που περιμένει να παιχτεί.

    «Είσαι έτοιμος να με υπηρετήσεις πραγματικά, Γιώργο;»

    «Μάλιστα, Κύριε.»

    Η φωνή του έτρεμε, αλλά η αποφασιστικότητα ήταν εκεί.

    Χαμήλωσα μπροστά του, αφήνοντας το χέρι μου να περάσει απαλά από τον σβέρκο του. Έγειρε το κεφάλι πιο χαμηλά, υποταγμένος. Τον καθοδήγησα με ηρεμία∙ η πρώτη του υπακοή ήταν αδέξια, γεμάτη αμηχανία, αλλά τόσο έντονα φορτισμένη που η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Κάθε του κίνηση είχε μέσα της ντροπή και λαχτάρα μαζί, μια σιωπηλή εξομολόγηση χωρίς λόγια.

    Κάποια στιγμή σταμάτησα, άγγιξα τη μέση του, τον έκανα να μείνει ακίνητος.

    «Τώρα θα μάθεις και την άλλη πλευρά της υπακοής.»

    Η παλάμη μου έπεσε αποφασιστικά πάνω του, όχι με βία, αλλά με σταθερότητα. Ο ήχος γέμισε το δωμάτιο∙ ένα σημάδι εξουσίας, ένα χτύπημα που περισσότερο έστελνε μήνυμα παρά πόνο. Τινάχτηκε ελαφρά, το σώμα του φανέρωσε την ένταση, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε. Αντίθετα, έμεινε εκεί, δεχόμενος, σαν να ήθελε να δοκιμαστεί.

    «Έτσι είναι η πειθαρχία, Γιώργο. Υπακοή και τιμωρία. Και τα δύο δικά μου να σου δώσω.»

    «Μάλιστα, Κύριε.»

    Η φωνή του χαμηλή, σχεδόν βραχνή, αλλά μέσα της έκρυβε ανακούφιση. Ήξερε πως είχε περάσει το κατώφλι. Από εδώ και πέρα, δεν υπήρχε επιστροφή.


    Το χέρι μου κινήθηκε αργά, αλλά σταθερά. Το χαστούκι αντήχησε, πιο πολύ σαν σφραγίδα εξουσίας παρά σαν πόνος. Ο Γιώργος αναστέναξε απότομα∙ το σώμα του σείστηκε, και τότε ήρθε η ρωγμή.

    Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Δεν προσπάθησε να τα κρύψει∙ έτρεχαν ελεύθερα, γυμνώνοντας τον τόσο βαθιά όσο και η γυμνότητα του σώματός του.

    «Δεν… δεν το έχω ξανακάνει αυτό, Κύριε…» η φωνή του έσπασε, αλλά συνέχισε, σαν ποτάμι που δεν κρατιέται. «Ποτέ μου δεν ήμουν με άνδρα. Ποτέ μου δεν άφησα κανέναν να με δει έτσι. Όμως μαζί σας… είναι αλλιώς. Δεν μπορώ να σταματήσω να το θέλω.»

    Έσφιξε τα δάχτυλά του πάνω στα σεντόνια, σαν να κρατιόταν από εκεί για να μη χαθεί.

    «Θέλω να είμαι μαζί σας… σαν σκλάβος, σαν παθητικός εραστής, σαν ό,τι θελήσετε εσείς. Θέλω να με έχετε δικό σας, στα πάντα. Να με ορίζετε, να με οδηγείτε, να με τιμωρείτε και να με κρατάτε. Αυτό είμαι… αυτό θέλω να είμαι για εσάς.»

    Τα λόγια του έβγαιναν κομμάτι–κομμάτι, σαν εξομολόγηση αμαρτωλού που ζητούσε λύτρωση. Μα κάθε λέξη ήταν φορτωμένη με επιθυμία∙ όχι μόνο σωματική, αλλά ολοκληρωτική, σαν να μου παρέδιδε την ψυχή του.

    Σήκωσε το βλέμμα του προς τα δικά μου, με τα μάτια του βουρκωμένα, αλλά γεμάτα φως.

    «Σας παρακαλώ… δεχτείτε με. Όπως είμαι. Όλα μου. Δικό σας.»

    Τέλος!!!