Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ωραία μου κυρία (επετειακή αναδημοσίευση)

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Vladimir Nabokov, στις 25 Μαρτίου 2021.

  1. Vladimir Nabokov

    Vladimir Nabokov New Member

    Γιατί βγήκα ραντεβού, δεν ξέρω. Δεν ξέρω καν από πού άντλησα την δύναμη να ευπρεπιστώ και να οδηγήσω. Είχα αποφασίσει να αποσυρθώ, περίπου ως προϊόν ακατάλληλο προς βρώσιν. Τα θαλάσσωσα, το αναγνωρίζω. Εφικτές και Ανέφικτες, διαθέσιμες και απρόσιτες, παντρεμένες και ελεύθερες – τις πίκρανα και τις απογοήτευσα όλες, μου το ξεπλήρωσαν με τόκο, το διάφορο μεγάλο. «– Δεν κάνω γι΄ αυτό πλέον. Όλα έχουν ημερομηνία λήξης. Νισάφι ως εδώ, θα κάτσω στ’ αυγά μου.». Ήταν η απόφασή μου για το νέον Έτος, μετά το φριχτό κι αλησμόνητο 2019.

    Δηλώνει σαραντάρα με βαριές υποχρεώσεις, οικογενειακές κι επαγγελματικές. Η κατηγορία γυναίκας που αρπάζει έναν μεζέ στα όρθια κι επιστρέφει στην οικογενειακή θαλπωρή, συνήθως τρέχοντας. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον το ψευδώνυμο πρώτα, έπειτα το προφίλ της: τόση μετριοφροσύνη καταντάει επιτήδευση. Της έγραψα, απάντησε μετά από μέρες. Η ίδια μετριοφροσύνη συνυφασμένη με αυτοπεποίθηση. Η γυναίκα αυτή έχει ακλόνητη ιδέα για τον εαυτό της. Μάλιστα. Ιδού μια πρόκληση: τι συμβαίνει όταν ένα στοιχείο της φύσης προσκρούει σ’ ένα άκαμπτο αντικείμενο; Έμενε να καθοριστούν οι ρόλοι, ποιος το στοιχείο και ποιος το αντικείμενο. Και βρεθήκαμε στους Κεφτέδες, στην οδό Βογατσικού.

    Κατέφθασε με μικρή καθυστέρηση. Κρατούσε τσάντα Louis Vuitton, μιλούσε σε δύο κινητά που κουδούνιζαν ασταμάτητα, πότε με το σπίτι της, πότε με το αφεντικό της. Κάθισε χωρίς να ζητήσει συγγνώμη και παρήγγειλε μία… σαλάτα. «– Α, τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Μου έλαχε ο Γκόρντον Γκέκο της Σαλονίκης. Μια ωρίτσα το πολύ και μετά δρόμο». Βοούσαν όλες οι Φωνές μέσα μου να σηκωθώ και να φύγω, άλλως να το διεκπεραιώσω ως επαγγελματικό ραντεβού και μετά «χάρηκα, είσαι πολύ ενδιαφέρουσα γυναίκα». Ωστόσο, εκείνη την κρίσιμη στιγμή άρχισαν οι ευχάριστες ανατροπές. Από την πανάκριβη τσάντα έβγαλε ένα ζευγάρι Stan Smith ν’ αντικαταστήσει τα δωδεκάποντα. Έκλεισε τα κινητά και το χαμόγελό της φώτισε τη νύχτα. «– Συγγνώμη για την καθυστέρηση, πάρκαρα στην ΧΑΝΘ και περπάτησα ως εδώ. Δείχνεις νεότερος και το ξέρεις!» με κολάκεψε και με αφόπλισε συνάμα. Χαμογέλασα. «- Ένας επιδεικτικός νάρκισσος είμαι. Μια στιλβωμένη αντίκα. Κάτω από το μπράσο δεν έχει τίποτε να δεις. – Καλά, ας φάμε πρώτα και θα σου πω. Σε πειράζει να τσιμπάω από την μπριζόλα σου; – Παρακαλώ!». Έφαγε όλο το ψαχνό «– μούρλια ε;;» και μου άφησε το κόκκαλο.

    Η ομορφιά της με αποσβόλωσε. Υπνωτίστηκα από τα μαλλιά, τα μάτια, τα χείλια, τις χειρονομίες της, την παρακολουθούσα με θαυμασμό, εισέπνεα το άρωμά της με βουλιμία. «– Δεν με βοηθάς όμως… Μόνο εγώ μιλάω!». Δικαιολογημένα παρεξήγησε τον θαυμασμό μου για αμηχανία. Χρειαζόμουν επειγόντως βοήθεια, έβλεπα να φυτρώνει μια απογοήτευση τύπου «έχασα την βραδιά μου με δαύτον». Προσέτρεξα στον παλιό καλό μου φίλο, τον Γιάννη Μπουτάρη. Παρήγγειλα μια «Σαμαρόπετρα» και την ήπια σχεδόν μονάχος μου. Να φλερτάρω χωρίς τσιγάρο είναι ήδη δύσκολο, χωρίς αλκοόλ είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Μετά τις πρώτες γουλιές γρήγορα αναθάρρησα. Ξεκίνησα τον μονόλογο, προσαρμοσμένο στην περίσταση. Ήταν η σειρά της να με παρακολουθήσει σιωπηλή για κάμποση ώρα. Άρχισα με τα τετριμμένα και αναμενόμενα, πέρασα σε πιο προσωπικές εκμυστηρεύσεις και μετά εξαπέλυσα την επίθεση: της ανέπτυξα μια φαντασίωσή μου, βολιδοσκόπησα την αντίδρασή της, ήταν ενθαρρυντική. Κλιμάκωσα, επανήλθα με μια φαντασίωση που περιλάμβανε εκείνη. Ζήτησα κάποτε από το φλερτ μου μια φαντασίωση και εισέπραξα μια αληθινή εμπειρία της με τρίτους… Το πικρό δίδαγμα είναι πως, όταν σκαρφίζεσαι φαντασίωση, ο συνομιλητής υπολαμβάνει ασυνείδητα πως θ’ αποτελεί μέρος της. Βάδιζα λοιπόν την πεπατημένη κι όλα εξελίσσονταν κατ’ ευχήν. Τέρμα η περισυλλογή, βρίσκω επιτέλους την φόρμα μου, επανέρχεται ο παλιός κακός μου εαυτός, ώσπου: «– Ωραία τα λες Vladimir, όμως… έχεις πείρα;» με αιφνιδίασε. Ερώτηση εύλογη, αναπάντεχη, υπονομευτική. Μετά βίας χαλιναγώγησα την φυσική παρόρμηση να πιάσω το πρώτο πρόσωπο ενικού, που τόσο απεχθάνομαι. Άλλο δίδαγμα από το παρελθόν: όταν περιαυτολογείς, ο συνομιλητής σου νοιώθει υποχρεωμένος να στο ανταποδώσει, ώστε ν’ αποδειχθεί τουλάχιστον εφάμιλλος. Το έπαιξα αυτό το παιχνίδι με πρόσωπο αγαπημένο και σας διαβεβαιώ πως είναι ανόητο, στο τέλος χάσαμε αμφότεροι. Όποιος μυθοποιεί το παρελθόν, αναπόφευκτα απεμπολεί την ευκαρία για ένα κάποιο μέλλον. Κάθε αναδρομή στο τότε συνιστά σύγκριση με το τώρα – και ποιος αντέχει να υπερπηδάει τους πήχεις των άλλων στο διηνεκές; Ανασκουμπώθηκα. «- Πείρα ομολογώ πως δεν έχω. Έχω όμως διάθεση και φαντασία. Και γενικά μαθαίνω γρήγορα. Θα ‘θελες άραγε να μου μάθεις;». Το εκτυφλωτικό χαμόγελο διαδέχθηκε ένα περιπαιχτικό γέλιο: «– Ουυυυ να σου τα μάθω επί τόπου! Διάβασα την τριλογία της E. L. James και βλέπω βιντεάκια στο redtube! Μπορώ να σου στείλω links αν θέλεις! Άρα είμαστε δύο αρχάριοι. Πού πάμε Vladimir; Τι θα κάνουμε οι δυο μας;». συνέχισε να με υποτιμά. Δεν με αποθάρρυνε, έχω συνηθίσει να με υποτιμάνε, σχεδόν μου αρέσει, σχεδόν πάντα το εκμεταλλεύομαι. «– Λογικά σκέφτεσαι, δεν αντιλέγω. Πλην όμως, η φαντασίωσή μου αφορά εσένα και μόνο. Εσύ την ενέπνευσες, εσύ πρωταγωνιστείς, σου ανήκει. Τα τεχνικά θα τα βρούμε με πειράματα, δοκιμές και σφάλματα. Την έμπνευση όμως; Έπειτα, τι σημαίνει πείρα; Την πρώτη μας φορά θα είμαστε εξ ορισμού παρθένοι ο ένας για τον άλλον, αυτό δεν το αλλάζει καμιά προηγούμενη εμπειρία. Γίνε η Μούσα μου! Κι εγώ ο Πυγμαλίων σου!».

    Δεν έπαιζα θέατρο, κυριολεκτούσα, τα αισθήματα ξετινάχτηκαν από μέσα μου σαν τυλιγμένο ελατήριο. Και την άγγιξαν. Παράτησε το σαρκαστικό χαμόγελο, χαμήλωσε το βλέμμα, έπαιζε αμίλητη με το πώμα. Εξέταζε την πρότασή μου. Ω, πόσο θα ‘θελα ένα γαμημένο τσιγάρο τώρα! Ένευσα στον σερβιτόρο. «– Έχουμε παγωτό βανίλια και σουφλέ σοκολάτας. – Την σοκολάτα!» ομοφωνήσαμε και σκάσαμε στα γέλια, αφήνοντας το γκαρσόνι ν’ απορεί. Μας προσέφερε ένα τεράστιο μπολ μα λησμόνησε τα κουταλάκια. Σκεφτήκαμε το ίδιο ταυτόχρονα, ισχυρή ένδειξη αμοιβαιότητας. Τα γέλια φύγανε, δώσανε την θέση τους στην λαγνεία. Ουδείς ωστόσο τόλμησε να ταΐσει τον άλλον με το δάχτυλο. Κοιταζόμασταν επίμονα, μέχρι που έσπευσε ο σερβιτόρος με δυο κουταλάκια και διέλυσε την αιθάλη…

    «– Έλα να σε ασπαστώ» είπε καθώς την ξεπροβόδιζα στην κατάφωτη λεωφόρο Νίκης. Με αγκάλιασε και με φίλησε στο μάγουλο, όφειλε να επιστρέψει στην καθημερινότητά της. Πλήρωσα τον λογαριασμό και αποτελείωσα το ποτήρι της. Μετάλαβα λίγους από τους χυμούς της, αναμεμειγμένους με άφθονο κραγιόν… Χάζευα τάχα μου αδιάφορα τα νεαρά ζευγάρια που συνέρρεαν στο μαγαζί. Τόσο νέοι, αμέριμνοι, ανυποψίαστοι. Μακάριζα και συμπονούσα εξίσου. Τηλεφώνησε, υποσχέθηκε να μου ανταποδώσει με την πρώτη ευκαιρία. «– Ήπια το υπόλοιπο κρασί σου! – Ω, τώρα έμαθες τα μυστικά μου!.».. Παύση γοητευτική κι έπειτα: «– Vladimir… Γιατί δεν το έκανες; – Επειδή έπρεπε να επιστρέψουμε και οι δυο στα σπίτια μας. Κι αν το έκανα, δεν θα επέστρεφε κανείς. Ας το αφήσουμε για το επόμενο ραντεβού, δεν θα διστάσω!» την απείλησα.

    Περπάτησα στην παγωμένη παραλία να ξενερώσω, άλλωστε έπρεπε να οδηγήσω, είχα παρκάρει στον ΟΛΘ. Σήκωσε μπουκαδούρα κι ο Θερμαϊκός βρωμούσε υπέροχα. Πολύτιμες στιγμές αναστοχασμού: ανέφικτες σχέσεις. Ένας απ’ τους δυο παντρεμένος, συχνά και οι δύο. Υποθήκη ασήκωτη, η επίγνωση πως είσαι το side dish στη ζωή του άλλου / της άλλης, ο πουρές ή το πιλάφι στο πιάτο του / της. Πρόγευση θνητότητας να προβλέπεις (και πολλοί προβλέπουν) πως έχει πεπερασμένη διάρκεια ζωής. Ή οι εραστές εξ αποστάσεως. Ο ένας εδώ, ο άλλος κάπου μακριά. Μοναξιά ατελείωτη. Το «καλώς όρισες» να ισοδυναμεί με «εις το επανιδείν». Κάθε λεπτό μαζί της σε φέρνει πιο κοντά στον αποχαιρετισμό. Κάθε οργασμός της τιμωρείται με δάκρυα και φουσκωμένους λογαριασμούς στα κινητά. Αρκετούς ανθρώπους πλήγωσα, μήπως πρέπει ν’ αποσυρθώ οριστικά; Αναζήτησα ανακούφιση στους στίχους του ποιητή από την Χαλκίδα:

    Ωωω… τα’ άνθη τα’ αγκάθια, όλα έρχονται στη φύση
    Κι όλα φεύγουν στην ώρα τους. (Την τύχη τους νάχα…)
    Εγώ τι; Στη ζωή, έχω βιαστεί νάρθω τάχα
    Ή αργήσει;

    Κράτησα το εισιτήριο του parking για ενθύμιο και κίνησα για το σπίτι.