Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

24/7/365

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος slave32, στις 24 Μαϊου 2025.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    «Μίλησε μου για εσένα;» μου είπε στο πρώτο του μήνυμα. Πάντα αυτές οι ερωτήσεις με αποδιοργανώνουν. Δεν μπορεί πολύς κόσμος να το καταλάβει αυτό. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι είναι απλό όλο αυτό. Θα μιλήσεις με κάποιον, θα την παίξεις και θα σου φύγει όμως για εμένα δεν ήταν έτσι, καθόλου έτσι. Αυτό που είχα στο κεφάλι μου, ξέφευγε πολύ από αυτό και όσο ήθελα να το ζήσω, άλλο τόσο κόλλαγα. Γιατί;. Πολλά γιατί. Ένα από αυτά είναι ότι δεν είχα ερωτικές εμπειρίες. Όταν δεν έχεις κάνει έρωτα και αυτό που επιζητάς είναι κάποιος που να του δοθείς. Όταν οι φαντασιώσεις σου είναι σκληρές, βίαιες, τότε τόσο περισσότερο φοβάσαι. Από την άλλη όσο το σκέφτεσαι το επιθυμείς περισσότερο. Εκείνη τη στιγμή ήμουν έτοιμος να το ζήσω, περισσότερο.



    Πριν προλάβω να του απαντήσω. Μου έστειλε δεύτερο μήνυμα. Αυτό είναι το skype μου έλα εκεί να τα πούμε καλύτερα.



    Άνοιξα αμέσως την δική μου εφαρμογή και χωρίς να το σκεφτώ καθόλου του έστειλα μήνυμα.



    «Γεια σας» του είπα.

    «Γεια σου, δεν είναι απαραίτητος ο πληθυντικός»

    «Ναι, αλλά δεν μπορώ αλλιώς» φάτσα που χαμογελάει από μεριάς του.

    «Εντάξει. Όπως θέλεις. Μίλησε μου για εσένα»

    «Μπορείτε με ερωτήσεις;»

    «Ναι βρε, είσαι αγχωμένος;»

    «Πολύ»

    «Γιατί;»

    «Δεν ξέρω»

    «Εντάξει μίλα μου για εσένα, πώς σε λένε, ηλικία σου, περιοχή»

    «Είμαι ο Μάριος, τριάντα από Περιστέρι»

    «Είμαι ο Γιώργος σαράντα πέντε. Μένουμε κοντά»

    Ήταν μεγαλύτερος. Αυτό με έκανε να αισθανθώ ακόμα πιο όμορφα. Η πένα του στο φόρουμ πολύ δυνατή. Είχα ρωτήσει. Μου είχαν πει ότι είναι εντάξει. Αλλά πολύ επιλεκτικός. Κάνει μόνο 24/7/365 και μου είχε στείλει πρώτος μήνυμα. Κάτι θα του άρεσε σε μένα.

    «Είσαι άπειρος Μάριε, σωστά;»

    «Ναι» απάντησα.

    «Το σώμα σου είναι εξαιρετικό» μου απάντησε. Είχε δει τις φωτογραφίες μου που ανέβασα στο φόρουμ. Φορούσα ένα chastity belt και μια full face latex κουκούλα. Το σκεφτόμουν καιρό να τις ανεβάσω.

    «Γιατί ανέβασες αυτές τις φωτό;» Έκανα μια διακοπή. Αλλά σκόπευα να απαντήσω ειλικρινέστατα.

    «Είμαι υποτακτικός και..» Έκανα μια παύση Πήρα μια ανάσα

    «Πιστεύω ότι οι υποτακτικοί πρέπει να δίνουμε μια πλήρη εικόνα στους κυριαρχικούς ώστε αν κάποτε επιθυμήσουν κουβέντα μαζί μας να γνωρίζουν τι έχουν απέναντι τους και να το αξιολογούν ανάλογα με τα δικά τους θέλω»

    Έστειλε ένα χαμόγελο πάλι.

    «Είσαι άπειρος, αλλά έχεις μία αύρα ενός πραγματικού υποτακτικού». Αν είχα ουρίτσα θα την κουνούσα εκείνη την ώρα. Ήθελα κι εγώ να ρωτήσω. Κρατήθηκα.

    «Θα φύγω τώρα. Μπορείς αύριο ίδια ώρα»

    «Μάλιστα» απάντησα.



    Χαμογέλασε. Για έναν μήνα την ίδια ώρα μιλούσαμε για λίγο. Του είπα τα πάντα για εμένα κι εκείνος. Βέβαια μου καρφώθηκε σαν εικόνα αυτό που είπε για τη πρώτη φορά μας.



    «Όταν θα είμαστε για πρώτη φορά εγώ κι εσύ, θα είσαι γυμνός και γονατιστός. Θέλω να σου κάνω δυνατό skull fucking, να πνίγεσαι και να κάνεις εμετό και μετά θα σε πονέσω. Πολύ»

    Τον είχα ρωτήσει γιατί; η απάντηση του ήταν απλή και αποστομωτική «αυτό σημαίνει χρήση»



    Σήμερα, Κυριακή πρωί. Πρώτη φορά θα μιλούσαμε με ανοιχτές κάμερες. Οι οδηγίες του ήταν απλές. «Θα φοράς ότι και στις φωτογραφίες». Ήξερα ότι σύντομα θα αποφασίσει να με συναντήσει και η ιδέα του σκαλ φακ τριγυρνούσε ολοένα και πιο πολύ στο κεφάλι μου και όσο έβλεπα πορνό με το θέμα, τόσο το ήθελα περισσότερο.



    Με κάλεσε. Ήμουν γονατιστός μπροστά στον υπολογιστή. Η φωνή του, είχαμε μιλήσει κι άλλες φορές, μου φαίνονταν γνώριμη. Κοίταξα στην οθόνη. Είδα ένα ολόλευκο κορμί, άτριχο. Γυμνασμένο πολύ. Αυτό που λέμε φουσκωτός. Ήξερα ότι είναι δυνατός. Όχι αυτό ήταν το κάτι άλλο. Σηκώθηκε όρθιος, είδα το πέος του. Σηκωμένος, τεράστιο.



    «Ξέρεις ακριβώς τι θέλω» μου είπε. Ήξερα, ήξερα αλλά δεν μπορούσα να του το δώσω. Κοίταζα στο πάτωμα.

    «Τα μάτια σου στην οθόνη» μου είπε. Κοίταξα. Ήταν η στιγμή που γκρεμίστηκε όλος ο κόσμος κι ενώθηκαν όλα τα κομμάτια του παζλ.

    «Μα εσείς είστε ο κύριος Γιώργος από το διπλανό διαμέρισμα»

    «Ναι, πάντα αυτός ήμουν»

    «Μα..»

    «Σκάσε» είπε κοφτά, αυστηρά. Έσκυψα το κεφάλι μου. Η σύνδεση έκλεισε.



    Το κουδούνι μου χτύπησε. Τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα. Δεν έβγαλα τη μάσκα. Άνοιξα το στόμα μου, σύρθηκα μέχρι τη πόρτα. Τώρα άρχιζε..
     
  2. slave32

    slave32 Contributor

    Μπήκε στο σπίτι χωρίς να πει λέξη. Ήταν γυμνός και κινήθηκε με σιγουριά στον διάδρομο, αφήνοντας την πόρτα να κλείσει πίσω του. Δεν υπήρχε πια επιστροφή. Άνοιξα το στόμα μου για να μιλήσω, αλλά πριν βγάλω λέξη, πλησίασε. Αργά. Ήρεμα. Αλλά με βλέμμα που δεν σήκωνε αμφισβήτηση.

    Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από τον λαιμό μου — όχι με βία, αλλά με έλεγχο. Έβγαλε την κουκούλα μου. Με κοίταξε, όχι σαν ξένος. Είχαμε ξανασυναντηθεί, αλλά σήμερα ήμασταν αλλού. Δεν ήμουν πια ένας απλός γείτονας. Ήμουν εκεί για έναν σκοπό. Να του ανήκω.

    Γονάτισα. Δεν χρειάστηκε να μου το πει. Η σιωπή του ήταν πιο ηχηρή από κάθε εντολή. Με άγγιξε, με καθοδήγησε, χωρίς βιασύνη, χωρίς εξηγήσεις. Είχα προετοιμάσει τον χώρο – όχι μόνο πρακτικά, αλλά ψυχικά. Ήξερα τι με περίμενε, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.

    Η έντασή του μεγάλωνε όσο εγώ παραδινόμουν. Η ανάσα μου γινόταν όλο και πιο ρηχή, το σώμα μου αντιδρούσε με κάθε του κίνηση. Με σήκωσε, με οδήγησε στο κρεβάτι. Εκείνος από πάνω μου, εγώ εκτεθειμένος, έτοιμος. Τα αγγίγματά του εναλλάσσονταν ανάμεσα σε πόνο και ηδονή. Δεν κρατήθηκα — βογκητά, ένταση, υποταγή.

    «Δεν ξέρεις πόση υπομονή έκανα», μου είπε με φωνή βραχνή.

    Δεν είχα τι να απαντήσω. Ήμουν ήδη αλλού. Και τότε, με ένα απότομο τράβηγμα από τα μαλλιά, με σήκωσε. Με οδήγησε στον διάδρομο, στο δικό του σπίτι.

    Η πόρτα άνοιξε. Εκεί στεκόταν η σύντροφός του. Ήταν ντυμένη με τρόπο που έδειχνε ακριβώς ποια είναι. Δεν είπε πολλά. Μόνο:
    «Ετοιμαζόμουν να έρθω από εκεί.»

    Χαμογέλασαν. Ήξερα τι ακολουθούσε. Τώρα ήταν η σειρά της.



    Με έσυραν μέσα. Ο χώρος είχε την αίσθηση τελετουργίας — φωτισμός χαμηλός, ατμόσφαιρα πυκνή, σχεδόν ιερή. Η παρουσία της κυριαρχούσε τον χώρο, με εκείνον να στέκεται δίπλα της, σαν μέρος του σχεδίου της. Δεν υπήρχε ίχνος δισταγμού στα μάτια τους. Ήξεραν ακριβώς τι ήθελαν από εμένα. Κι εγώ — το ήξερα κι εγώ.

    Με γονάτισαν ανάμεσά τους. Ήμουν εκεί για να υπηρετήσω. Το βλέμμα της ήταν εξεταστικό, αυστηρό. Άγγιξε το πηγούνι μου με τα δάχτυλά της, με σήκωσε να τη δω.
    «Έχεις μάθει να υπακούς;» με ρώτησε. Δεν χρειάστηκε να απαντήσω. Το σώμα μου μίλησε για μένα.

    Πλησίασαν. Εκείνος από τη μια, εκείνη από την άλλη. Το στόμα μου ήταν δικό τους — πεδίο εναλλασσόμενης κυριαρχίας. Το ένιωθα να γεμίζει, να πνίγεται από την επιθυμία τους, την ανάγκη τους να με δουν να χάνω τον έλεγχο. Χέρια με καθοδηγούσαν, με κράταγαν, με έσπρωχναν βαθύτερα σε μια υποταγή που με έκανε να νιώθω πιο αληθινός από ποτέ.

    Το ένα αγγίζονταν με το άλλο. Η ανάσα τους συγχρονιζόταν. Ο ρυθμός τους με τύλιγε, με κατακτούσε. Δεν υπήρχε πια "εγώ", μόνο "εκείνοι" κι εγώ ανάμεσα — αφοσιωμένος, παραδομένος, διαθέσιμος.

    Κάποια στιγμή σταμάτησαν. Εκείνη με κράτησε από το πρόσωπο, με ανάγκασε να τη κοιτάξω.
    «Καλή αρχή» είπε με χαμόγελο σκληρό, σχεδόν στοργικό.
    «Τώρα αρχίζουν τα αληθινά», συμπλήρωσε εκείνος, πίσω από την πλάτη μου.

    Και ήξερα. Ήμουν πια δικός τους.


    Το στόμα μου ήταν γεμάτο. Εκείνος κινιόταν με ρυθμό αυστηρό, αμείλικτο. Δεν υπήρχε χώρος για σκέψη, μόνο για προσαρμογή. Με κάθε του ώθηση με ανάγκαζε να παραδοθώ λίγο περισσότερο, να γίνω λιγότερο άτομο και περισσότερο όργανο της επιθυμίας του.

    Ταυτόχρονα, τα χέρια της γυναίκας του με κρατούσαν κάτω, σφιχτά. Και τότε ήρθε το πρώτο χτύπημα — δυνατό, ξερό, γεμάτο πρόθεση. Το σώμα μου τινάχτηκε, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα. Αντίθετα, υπάκουσα. Τα επόμενα χτυπήματα ήρθαν γρήγορα, με ρυθμό, σαν μουσική πειθαρχίας. Κάθε της χτύπημα ήταν δήλωση κυριαρχίας. Ένα μελανό σημείο υποταγής. Ένα σημάδι πως ανήκω εκεί, ανάμεσά τους, γονατιστός και γυμνός από κάθε έλεγχο.

    Ο πόνος και η πίεση, ταυτόχρονα, με διαμόρφωναν. Όχι σαν τιμωρία — αλλά σαν μεταμόρφωση.

    Όταν σταμάτησαν, ένιωσα πως κάτι είχε αλλάξει βαθιά μέσα μου. Και το ήξεραν.

    Εκείνη με σήκωσε με σταθερή κίνηση, με κοίταξε με βλέμμα γεμάτο απόφαση.
    «Ώρα να σου δώσουμε τη μορφή που σου ταιριάζει», είπε.

    Με οδήγησε στο δωμάτιο, γεμάτο ρούχα, υφάσματα, δαντέλες, κορσέδες. Εκείνος παρακολουθούσε, ήρεμος αλλά παρών. Με έντυσαν με σχολαστική φροντίδα — κάθε στοιχείο δεν ήταν απλώς ένδυση, αλλά ρόλος. Κάλτσες, τακούνια, ελαφρύ μακιγιάζ, περούκα. Κάθε λεπτομέρεια χτίζε την εικόνα μιας άλλης ταυτότητας, όχι λιγότερο δικής μου.

    Όταν τελείωσαν, με κοίταξαν σαν κάτι έτοιμο να εκτεθεί.

    «Η φίλη μου σε περιμένει», είπε εκείνη.
    «Θέλει να σε γνωρίσει. Ελπίζω να είσαι ευγενικό κορίτσι.»

    Το κόκκινο της ντροπής είχε ανέβει ήδη στα μάγουλά μου πριν καν περάσουμε την πόρτα. Αλλά τους ακολούθησα. Δεν υπήρχε επιστροφή. Κι αν υπήρχε… δεν ήθελα να τη βρω.



    Η βραδινή βόλτα ξεκίνησε με τις δυο τους να με πλαισιώνουν. Εκείνη κρατούσε το λουρί μου, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Η φίλη της, γεμάτη χαμόγελα και σχόλια κοφτερά σαν λεπίδες, με κοίταζε σαν να ήμουν παιχνίδι και καθρέφτης μαζί.

    Ο κόσμος γύρω μας κυλούσε αδιάφορος, ή έτσι ήθελα να πιστεύω. Εγώ, με κάθε βήμα, ένιωθα πιο εκτεθειμένος, πιο γυμνός πίσω από το πέπλο του ρόλου που μου είχαν φορέσει. Κάθε ήχος τακουνιού στο πεζοδρόμιο με κρατούσε στο τώρα. Κάθε βλέμμα των περαστικών, είτε φευγαλέο είτε παρατεταμένο, με φλόγιζε.

    Και τότε, σχεδόν θεατρικά, εμφανίστηκε μπροστά μας.

    Η αδελφή μου.

    Σταμάτησα. Ήθελα να εξαφανιστώ, να διαλυθώ στον αέρα, αλλά τα χέρια της Κυρίας μου με κράτησαν στη θέση μου. Το βλέμμα της αδελφής μου πέρασε πρώτα πάνω μου, αμήχανα — ύστερα κατάλαβε. Την αναγνώρισε. Τις γνώριζε. Και τότε… χαμογέλασε. Όχι αμήχανα. Σαν να περίμενε αυτή τη στιγμή καιρό.

    «Τελικά τον έκανες δικό σου», είπε απευθυνόμενη στην Κυρία μου, με φωνή γεμάτη ικανοποίηση.

    «Είναι πειθήνιος, πρόθυμος… και αρκετά ανθεκτικός», απάντησε εκείνη χαϊδεύοντας το λαιμό μου.

    Η αδελφή μου με πλησίασε αργά. Το βλέμμα της, διαφορετικό από κάθε άλλη φορά. Δεν είχε καμία διάθεση να σώσει, να νουθετήσει, να προστατεύσει. Το αντίθετο.

    «Πάντα ήθελα να σε δω έτσι», μου ψιθύρισε. «Σπασμένο. Εκτεθειμένο. Δεμένο και υποταγμένο σε εκείνες που πραγματικά ξέρουν τι να κάνουν με σένα.»

    Η Κυρία μου γύρισε προς εκείνη.
    «Έλα μαζί μας. Απόψε θα μείνουμε σπίτι μου. Θέλεις να τον δεις να τιμωρείται σωστά;»
    Η αδελφή μου δεν δίστασε.
    «Οδήγησέ με.»

    Και καθώς ξαναπαίρναμε τον δρόμο πίσω προς το σπίτι, το βήμα μου ήταν βαρύ, μα η ψυχή μου ελαφριά. Γιατί εκείνη τη νύχτα, θα έβλεπαν όλες ποιος είμαι στ’ αλήθεια. Χωρίς μάσκες, χωρίς άμυνες. Ένα σώμα, ένα όργανο, μια παραδοχή.

    Η φίλη της έφυγε..

    Η πόρτα έκλεισε πίσω μας. Ο ήχος της αντήχησε σαν σφραγίδα. Δεν υπήρχε επιστροφή, μόνο η διαδρομή προς το βαθύτερο κομμάτι του εαυτού μου — αυτό που ήθελα να απαρνηθώ, κι όμως το έψαχνα.

    Ο Εκείνος, ο Κύριος του οίκου, δεν μίλησε αμέσως. Μόνο με κοίταξε. Το βλέμμα του με ζύγισε, σαν να αποφάσιζε αν αξίζω αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει.

    «Γονάτισε, πρόσωπο στον τοίχο», πρόσταξε. Η φωνή του ήρεμη, αλλά πιο επικίνδυνη έτσι. Δεν υπήρχε περιθώριο διαπραγμάτευσης, μόνο υπακοή.

    Έτσι έκανα.

    Οι δύο γυναίκες κάθισαν ήσυχα στον καναπέ, σαν κοινό σε παράσταση. Εκείνη — η Κυρία μου — χαμογελούσε ελαφρά. Η αδελφή μου, ήσυχη, παρατηρούσε, τα μάτια της φωτιά συγκρατημένη.

    Ο ήχος του πρώτου χτυπήματος ήταν πιο δυνατός από όσο περίμενα. Όχι από το μαστίγιο, αλλά από τον αέρα που έσκισε. Κι ύστερα το δέρμα μου — να καίγεται, να αντιδρά, να μην ξέρει αν πονά ή απελευθερώνεται.

    Χτύπημα. Μετά χτύπημα. Με ακρίβεια. Ρυθμό. Σιωπή ανάμεσά τους, σαν να άκουγε την αναπνοή μου να αλλάζει, σαν να μελετούσε την ψυχή μου μέσα από τον πόνο μου.

    Ήθελα να αντέξω. Να μην λυγίσω. Να τους δείξω πως μπορώ. Αλλά κάθε του χτύπημα κατέστρεφε κι ένα κομμάτι άμυνας. Και το κοινό… ήταν εκεί. Μάρτυρες στην αποδόμησή μου.

    Κάποια στιγμή, με έσπρωξε με το πόδι του να γυρίσω. Γονάτισα μπροστά του, γυμνός, εκτεθειμένος, σημαδεμένος.
    «Τι θες τώρα;» ρώτησε.
    Δεν απάντησα αμέσως. Ντρεπόμουν. Όχι γιατί δεν ήξερα. Αλλά γιατί ήξερα.

    «Πες το», με πρόσταξε.
    Η φωνή μου, ραγισμένη, μα ειλικρινής:
    «Θέλω… να με κάνεις δικό σου. Τώρα. Εδώ. Μπροστά τους.»

    Μια σιωπή. Με κοίταξε. Δεν χαμογέλασε. Δεν συγκινήθηκε. Απλώς γύρισε προς τις δύο γυναίκες και ρώτησε:

    «Θέλετε να μείνετε;»

    Η Κυρία έγνεψε.
    Η αδελφή μου είπε μόνο: «Περιμένω αυτή τη στιγμή χρόνια.»

    Ήμουν στα γόνατα, το σώμα μου πονούσε σε κάθε άγγιγμα, αλλά ο πόνος δεν ήταν πια εχθρός μου — ήταν η αλήθεια που έπρεπε να νιώσω. Ξέραμε και οι τρεις τι είμαι τώρα. Δεν υπήρχε επιστροφή.

    Τα μάτια τους ήταν βαριά πάνω μου, γεμάτα εξουσία και μια παράξενη, ψυχρή στοργή. Δεν ήθελα οίκτο, δεν ήθελα λύπηση. Ήθελα να είμαι τίποτα άλλο παρά αυτό που έγινα.

    Ήταν εκείνη που με σήκωσε. Τα χέρια της ήταν σταθερά, και το βλέμμα της βαθύ, σαν να διάβαζε κάθε σκέψη μου.
    «Ποιος είσαι τώρα;» με ρώτησε.

    Κοίταξα μέσα στα μάτια της και κατάλαβα πόσο αληθινή ήταν η στιγμή. Δεν ήμουν πια ο ίδιος.
    «Είμαι αυτός που έπρεπε να γίνω», ψιθύρισα με φωνή που έτρεμε, αλλά είχε μέσα της τη δύναμη της παράδοσης.

    Ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω. Να παραδοθώ ολοκληρωτικά. Να σβήσω κάθε υπόλοιπο εγωισμού που είχε απομείνει μέσα μου.
    «Σας εκλιπαρώ», είπα, «να με αφήσετε να νιώσω την τιμωρία που αξίζω. Να με δει εκείνη που πάντα ήξερε ποιος είμαι στ’ αλήθεια.»

    Η σιωπή που ακολούθησε ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Ήταν η στιγμή που ο κόσμος μου άρχισε να γκρεμίζεται — και να ξαναχτίζεται.

    Ήξερα πως ήμουν έτοιμος. Να παραδοθώ, να αντέξω, να αλλάξω.

    Και ήξερα πως, όσο κι αν πονούσα, αυτός ο πόνος ήταν η ελευθερία μου.







    Ήταν εκεί, γονατισμένος, εκτεθειμένος μπροστά μας. Κάθε χτύπημα, κάθε αναστεναγμός του, ξεσκέπαζε κάτι από το βάρος που κουβαλούσα όλα αυτά τα χρόνια — την ανάγκη να τον δω γυμνό, όχι μόνο στο σώμα, αλλά στην ψυχή.

    Παρατηρούσα την Κυρία να τον κρατά με τέτοια αποφασιστικότητα, και ήξερα πως αυτός ο άνθρωπος που είχα μεγαλώσει δίπλα μου, αυτός ο αδελφός μου, είχε ανάγκη να χάσει τον έλεγχο. Να παραδοθεί. Να διαλυθεί για να ξαναδημιουργηθεί.

    Κάθε χτύπημα που δεχόταν δεν ήταν μόνο τιμωρία του σώματός του — ήταν κάθαρση. Και κάτι μέσα μου, βαθιά κρυμμένο, άναβε φωτιά.

    Όταν άκουσα την φωνή του, τρεμάμενη, να εκλιπαρεί για την υποταγή, ένιωσα ένα μίγμα λύπης και ανακούφισης. Λύπης για τα χρόνια που πέρασαν χωρίς να του δοθεί αυτή η ελευθερία, και ανακούφισης γιατί, έστω και τώρα, μπορούσε να βρει την αλήθεια του.

    Μα καθώς τον κοιτούσα, δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ — πιο δυνατά από ποτέ πριν — ότι ίσως έπρεπε να είχα κάνει κάτι πολύ νωρίτερα. Να τον είχα οδηγήσει εγώ σε αυτήν την αλήθεια, πριν χαθεί μέσα στις δικές του αμφιβολίες και ψεύτικες μάσκες.

    Ίσως, αν είχα πάρει την ευθύνη τότε, τώρα θα ήταν ήδη ελεύθερος.


    Όταν μπήκα στο δωμάτιο και τον είδα γονατισμένο, ταράχτηκα περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα να παραδεχτώ. Ήταν ο αδερφός μου, αλλά ήταν κάτι πολύ παραπάνω από αυτό πια. Δεν ήταν το παιδί που μεγάλωσα, ούτε ο άντρας που πίστευα πως γνώριζα. Ήταν γυμνός, εκτεθειμένος σε μια κατάσταση που μου έσπαγε τα νεύρα, και ταυτόχρονα κάτι μέσα μου ξυπνούσε, κάτι σκοτεινό και βαθιά κρυμμένο.

    Από παιδί, πάντα ένιωθα πως υπήρχε ένα μέρος του που δεν έδειχνε ποτέ, μια πλευρά του που έκρυβε πίσω από μάσκες και άμυνες. Ήξερα πως υπήρχαν μάχες μέσα του, αλλά ποτέ δεν είχα τον τρόπο να τον βοηθήσω να τις κερδίσει ή να τις αφήσει πίσω. Η αλήθεια είναι πως, κάπου μέσα μου, ήθελα να του δείξω — να του αποδείξω — πως έπρεπε να παραδοθεί, να αφεθεί, να σπάσει. Να καταλάβει ποιος είναι στ’ αλήθεια, πέρα από το ψέμα που ζούσε.

    Τώρα, να τον βλέπω έτσι, καταρρακωμένο, μα ταυτόχρονα γαλήνιο σε αυτή την παράδοσή του, ήταν σαν να έκλεινε ένας κύκλος μέσα μου. Μια βαθιά, ανομολόγητη ανάγκη είχε βρει επιτέλους διέξοδο. Δεν ήταν απλά λύπη ή οίκτος — ήταν η αναγνώριση της αλήθειας του, και η συνειδητοποίηση του δικού μου ρόλου που δεν έπαιξα.

    Αισθανόμουν ενοχές, μα και μια απροσδόκητη δύναμη. Αν είχα το κουράγιο να του δείξω αυτό που τώρα βιώνει, ίσως να τον είχα σώσει από τόσες άσκοπες μάχες μέσα του. Ίσως να του είχα δώσει την ελευθερία πολύ νωρίτερα.

    Και καθώς τον κοιτούσα, ήξερα πως δεν μπορούσα να αφήσω τα πράγματα να τελειώσουν εδώ. Ήθελα να τον προστατέψω από τον εαυτό του, από τις αμφιβολίες, από την αιώνια πάλη που κρυβόταν πίσω από κάθε του σκέψη.

    Πλησίασα την Κυρία και με φωνή που έτρεμε, αλλά γεμάτη αποφασιστικότητα, της είπα:
    «Σε παρακαλώ, κράτησέ τον. Μην τον αφήσεις να χαθεί ξανά. Δεν μπορώ να το κάνω εγώ, αλλά εσύ μπορείς. Κάνε το για μένα… και για εκείνον.»

    Ήξερα πως εκείνη τη στιγμή δεν ζητούσα απλά μια χάρη. Ζητούσα σωτηρία.