Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

D. de jour

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 26 Ιανουαρίου 2009.

  1. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Επειδή αγαπούσα πολύ τον Κύριό μου, δεν μπορούσα να φτάσω στο επίπεδο υποταγής που απαιτούσε ο ίδιος. Παρά την τρυφερότητα που έτρεφε προς εμένα, ήταν πάντα πολύ σκληρός στις απαιτήσεις του. Είχε συγκεκριμένα σχέδια για μένα, συγκεκριμένους στόχους οι οποίοι έπρεπε να επιτευχθούν και από τους οποίους δεν ήταν διατεθειμένος να παρεκκλίνει στο ελάχιστο. Οι απαιτήσεις του σπάνια είχαν να κάνουν με κάποια υπηρεσία προς αυτόν. Αδιαφορούσε για την δική του απόλαυση, σαν να μην είχε ανάγκη τίποτα που θα μπορούσα να του προσφέρω εγώ. Οι απαιτήσεις του αφορούσαν αλλαγές που γίνονταν αποκλειστικά μέσα μου, στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμουν τον εαυτό μου και τον κόσμο γύρω μου, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο συνδεόμουν με τον ίδιο.

    Ποτέ δεν ήξερα εκ των προτέρων τους στόχους του, βάδιζα στα τυφλά, αγκομαχούσα να ακολουθήσω, σ' έναν δρόμο που αρχικά φαινόταν παράλογος. Όμως στο τέλος όλα φωτίζονταν και γίνονταν ξεκάθαρα, όταν πλέον η αλλαγή είχε συντελεσθεί και δεν υπήρχε η δυνατότητα πισωγυρισμού.

    Δεν ήταν λοιπόν ότι ενοχλούνταν από την αγάπη μου, όσο ότι, με τη μορφή που αυτή ελάμβανε, την θεωρούσε εμπόδιο στο είδος σχέσης που αυτός είχε στο νου του. Εγώ βέβαια ήθελα μία σχέση που να βασίζεται στην ύλη από την οποία είμαστε φτιαγμένοι, στο σώμα μας με όλες τις αισθήσεις του, σ' αυτό το τεράστιο όργανο, το δέρμα, που τόσο σοφά μας περικλείει, και μας απομονώνει ταυτόχρονα από τον κόσμο γύρω μας, που δεν μπορούμε να το παρακάμψουμε, να το ξεφορτωθούμε, παρά μόνο να κάνουμε προσπάθειες να χωθούμε εντός του, σε μία μάταιη προσέγγιση του άλλου, μωλωπίζοντάς το, χαράζοντας, τρυπώντας, προκαλώντας την προσωρινή ασυνέχειά του, ώστε να δούμε τί κρύβει στ' αλήθεια μέσα του. Στηριζόμουν σ' αυτό του οποίου η ομορφιά είναι παροδική, σ' αυτό του οποίου οι βασικές λειτουργίες είναι δύο: η γονιμοποίηση και η φθορά.

    Δεν ξέρω αν έφταιγε γι αυτό η θηλυκή μου υπόσταση, ένα είδος κατώτερης, ζωώδους θεώρησης της ύπαρξης, όπως δεν ξέρω αν η ατέλεια και η παροδικότητα της ύπαρξης και το βούτηγμα μέσα της, με τρόπο απλό και ζωώδη, δεν είναι αυτά που προσδίδουν την υπερβατική ομορφιά του ανθρώπου, μέσα από την συνειδητοποίηση μιας γελοίας τραγικότητας, ή μιας τραγικής γελοιωδίας.

    Με άλλα λόγια, μπορεί η δική του ανωτερότητα, η πνευματικότητά του, η άρνησή του να εντρυφήσει στις χαρές και λύπες του δέρματος, στην μικρή, απλή στιγμή, ή στην τρυφερότητα ενός αγγίγματος, να ήταν ακριβώς η αιτία της πτώσης του από αυτό που λέμε Άνθρωπος. Για μένα, αυτός έχανε το μισό κομμάτι της ανθρωπιάς του. Γι αυτόν, εγώ αδυνατούσα να αγγίξω το άλλο μισό. Τον έβλεπα σαν έναν Αδάμ που αρνείται να φάει το μήλο, πράγμα που στο μυαλό μου έκανε τον Κήπο της Εδέμ να χάνει την ουσία του, να γίνεται ένας νεκρός πίνακας. Αποζητούσε το Αιώνιο μέσα από την αφθαρσία και κέρδιζε μόνο τον θάνατο. Δεν αποζητούσα την αθανασία, αλλά την ζωή, αγκαλιάζοντας την φθορά. Αυτή ήταν η διαφορά μας, παρά την αγάπη που τρέφαμε ο ένας για τον άλλον.

    Ο Κύριός μου λοιπόν επιζητούσε ένα διαφορετικό είδος σχέσης από αυτό που είχα εγώ στο νου μου. Ήθελε μία σχέση χωρίς καθημερινότητα, χωρίς σαρκική εγγύτητα, χωρίς τις συνηθισμένες απολαύσεις ενός ζευγαριού. Αν ήθελα να περιγράψω αυτό που επιζητούσε, θα περιέγραφα έναν άντρα που κρατάει στα χέρια του ένα λευκό περιστέρι. Τα φτερά του πουλιού είναι διπλωμένα γύρω στο σώμα του και η καρδιά του χτυπάει γρήγορα. Το άσπρο στήθος του είναι ορθάνοιχτο, σε μια βαθιά κοψιά. Εκεί, στο μέσον της κόκκινης σάρκας, στο εσωτερικό του κορμιού του, πάλλεται η καρδιά του. Κοιτάζονται στα μάτια. Το περιστέρι γέρνει το κεφαλάκι του στο πλάι, δεν φοβάται, αναγνωρίζει τον άντρα, αναγνωρίζει ότι είναι του άντρα και ο άντρας νιώθει τον βόμβο της μικρής ζωής που χτυπάει μέσα στα χέρια του, παραδομένη. Η αίσθηση της εξουσίας ξεχειλίζει μέσα στον άντρα, τον γεμίζει με ένα εκστατικό συναίσθημα απέραντο. Αν ήθελε να το εκφράσει στην πληρότητά του, απλά θα έπνιγε το περιστέρι με τα χέρια του. Αρκείται όμως στο να το κρατάει απαλά, να το λούζει μέσα στο φως της ματιάς του.

    Επειδή λοιπόν εγώ ήθελα να τραβήξω τον Κύριό μου μέσα στην δική μου αντίληψη των πραγμάτων, όπου πίστευα ότι θα είμασταν και οι δυο πιο ευτυχισμένοι, μέσα σε έναν σαρκικό βόρβορο, έναν ορυμαγδό απόλαυσης, όπου εγώ ήμουν εδώ και καιρό βυθισμένη, όπως οι ενυδρίδες που επιπλέουν μέσα στη λάσπη, πλήρως ικανοποιημένη να αφήνω τον χρόνο να γλιστράει πάνω στο δέρμα μου, χωρίς καμία ιδιαίτερη αντίδραση πέραν της αναμενόμενης, πέραν της ψευδαίσθησης ότι είμαι το κέντρο του σύμπαντος, ενώ μου συνέβαιναν πράγματα στα οποία δεν είχα κανέναν έλεγχο, χωρίς να έχω καν την αντίληψη πέραν των λίγων εκατοστών λάσπης γύρω μου, ο Κύριός μου αποφάσισε ότι έπρεπε να λάβει δραστικά μέτρα. Δεν ήμουν το κέντρο του κόσμου, η ζωή ήταν κάτι πολύ πιο τεράστιο και φρικώδες από αυτό που ήδη αντιλαμβανόμουν, και η σχέση μου με αυτόν τον άνθρωπο που λάτρευα δεν ήταν σχέση αγάπης και συντροφικότητας αλλά σχέση ταπεινότητας. Μια σχέση βαθιάς παράδοσης, σχέση εσωτερική, που δεν ανήκε στον κόσμο τούτο. Ένα είδος τέχνης, το αντίτιμο της οποίας ήταν μοναδικό και ανεπίστρεπτο. Ο σύνδεσμος ανάμεσά μας τελεσίδικος, θα περνούσε αναγκαία μέσα από την φρίκη. Ήταν ένα γκρέμισμα, απαραίτητο για να σταθεί ο Έρωτας, στην μόνη μορφή που έχει αξία. Αιώνιος όπως η ψυχή.

    Αυτά πίστευε κι εκεί με οδηγούσε. Κι εγώ τράβαγα από την αντίθετη πλευρά και κλαψούριζα αλλά πήγαινα, πήγαινα...

    (συνεχίζεται)
     
  2. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Πίσω από το Μύλο, στα Σφαγεία, υπάρχει ένας οίκος ανοχής. Η περιοχή στεγάζει κυρίως τισγγάνους που μένουν σε κάτι χαμόσπιτα. Στα στενά δρομάκια παίζουν τα παιδιά τους, βρώμικα και κακοντυμένα. Κάποια άκομψα κτίρια στεγάζουν αποθήκες στο ισόγειο και εμπορικά γραφεία στους ορόφους, προμηθευτές πατατάλευρων χονδρικής, και άλλα. Ένα άσπρο φως, στην παράπλευρη είσοδο ενός τέτοιου κτιρίου, αναμμένο σε διάφορες ώρες της ημέρας και της νύχτας, δηλώνει ότι το μπουρδέλο είναι σε λειτουργία. Άθλια ανθρωπάκια, γέροι, νέοι, μεσήλικες, αδύνατοι, σωματώδεις, όλα τα είδη, πηγαινοέρχονται στο δρομάκι. Μπαίνουν σκυφτοί από την πόρτα, όλοι δείχνουν να βιάζονται. Δεν ξέρω γιατί.

    Όλα αυτά τα παρακολούθησα για αρκετή ώρα πριν πάρω την απόφαση να μπω μέσα. Ανέβηκα τα σκαλιά και βρήκα μια πόρτα μισάνοιχτη. Μπήκα μέσα. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, λιτά επιπλωμένο, με λίγες απλές καρέκλες γύρω γύρω. Στο βάθος μια πόρτα κλειστή.

    Μερικοί άντρες καθόντουσαν εκεί στις καρέκλες, κοιτάζοντας τα χέρια τους που ακουμπούσαν στα γόνατά τους. Δεν τους κοίταξα καθόλου. Μύριζε τσιγαρίλα, φτηνό άρωμα, σαπούνι, και κάτι άλλο, απροσδιόριστο, πιο γλυκερό. Μια ευτραφής γυναίκα, γύρω στα 55, με πλαδαρό πρόσωπο, βαμμένη άγαρμπα, κάπνιζε ένα τσιγάρο και κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Τα νύχια της ήταν βαμμένα κόκκινα αλλά ήταν ξεφτισμένα.

    Γύρισε και με κοίταξε όταν μπήκα. Δεν έδειξε ιδιαίτερη έκπληξη. Νομίζω ότι και να είχε νιώσει έκπληξη με την παρουσία μου, δεν θα μπορούσε να την εκφράσει κάτω από τα στρώματα μπογιάς στο πρόσωπό της.

    Είχα ντυθεί όσο πιο προκλητικά μπορούσα, έτσι όπως νόμιζα εγώ ότι είναι το "προκλητικά". Δεν έπρεπε να αρνηθεί την πρότασή μου να δουλέψω εκεί, για 2-3 ώρες κάθε Σάββατο. Ο Κύριος πίστευε ότι αυτό θα τακτοποιούσε όλα τα θεματάκια περί απόλαυσης, κέντρου του σύμπαντος, αγάπης και σχέσης τρυφερής καθημερινότητας. Ήταν ψυχρός και απόμακρος όταν μου το ανακοίνωσε.

    "Δώρα. Μπορείς να αρνηθείς αν δεν θέλεις να το κάνεις," είπε.

    Δεν αρνήθηκα. Δεν έχω αρνηθεί ποτέ, τίποτα. Το μόνο που αρνήθηκα, κι αυτό μόνο πρόσφατα, ήταν να μου προσφέρει τον έλεγχο εξ αποστάσεως, ο οποίος μου είναι ξεκάθαρο ότι αποτελεί δώρο απόλαυσης προς εμένα. Ήταν δικαίωμά μου να αρνηθώ το δώρο, όχι από εγωϊσμό, και ήταν μάλλον μια ανακούφιση γι αυτόν. Μπορούσαμε πλέον να ασχοληθούμε με πιο σοβαρά πράγματα, τώρα που είχα ξεπεράσει αυτές τις, σχεδόν παιδικές, ανάγκες.

    Φορούσα λοιπόν μία πολύ κοντή μαύρη φούστα, μαύρο διχτυωτό καλσόν και καφέ ψηλοτάκουνες μπότες ως το γόνατο. Είχα καταφέρει να αδυνατίσω αρκετά, μετά από επίμονες παραινέσεις του Κυρίου να μετριάσω το ποτό και να ακολουθήσω ένα καθημερινό πρόγραμμα γυμναστικής. Ένα καφέ κολλητό μπλουζάκι με χαμηλό ντεκολτέ αναδείκνυε το γεμάτο στήθος μου. Οι δαντελλένιες τιράντες του μαύρου σουτιέν ξεπρόβαλλαν κάτω από το μπλουζάκι. Καφέ δερμάτινο μπουφάν και μια καφέ καστόρ τσάντα με κρόσια συμπλήρωναν την ενδυμασία. Πουτάνα στα Σφαγεία. Ακόμη μια φορά μου είχε καταστεί αδύνατο να γελάσω με τον εαυτό μου. Η συνήθως ασεβής ματιά μου δεν μπορούσε να διακωμωδήσει αυτό που συνέβαινε.

    Έχουν υπάρξει και άλλες περιπτώσεις, ο Κύριος φροντίζει να με συνεφέρνει όποτε γίνομαι ιδιαίτερα ανάλαφρη και επιθυμώ να γρατζουνίσω χαριτωμένα την επιφάνεια της πραγματικότητας με το γέλιο μου. Πολλές φορές δεν τα κατάφερα να παρατηρήσω τον εαυτό μου, χωμένη βαθιά εκεί που με πετούσε ο Κύριος. Όταν έχυνα όρθια για έναν χρόνο. Όταν με έδερνε και με σοδόμιζε ο σκλάβος. Όταν με μαστίγωσε ο Δ για δώρο Χριστουγέννων. Όταν μάζεψα με την γλώσσα μου τα ούρα μου από το πάτωμα. Όταν πήρα με τα δάχτυλα τις ακαθαρσίες μου και τις πασάλειψα στην κοιλιά μου. Όταν ο Κύριος με αποκάλεσε κατώτερη των κατωτάτων, ή κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι πια γιατί έχω χάσει τα αρχεία μου. Όταν μίλησε άσχημα για μένα μπροστά σε όλους. Αν σκεφτώ λίγο ακόμη, θα βρω και άλλα. "Σας εύχομαι να έχετε μια υπέροχη ζωή", να ακόμα ένα. Φυσικά. Κράτα εσύ τα χαλινάρια και πάμε.

    (συνεχίζεται)
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Και νάμαι λοιπόν στο μπουρδέλο να συνομιλώ με την τσατσά. Παρόλες τις προσπάθειές μου να δείχνω φτηνή, η τσατσά ήξερε ακριβώς τί είχε μπροστά της. Το βλέμμα μιας γυναίκας που διάβασε πολύ, το δέρμα μιας γυναίκας που δεν πείνασε ποτέ, τα νύχια μιας γυναίκας που έχει την πολυτέλεια να περιποιείται τον εαυτό της. Μαλλιά με τις σωστές ανταύγειες, το σωστό κούρεμα. Η άρθρωση καθαρή, οι λέξεις παράταιρες στο άθλιο δωμάτιο. Λάθος λέξεις. Οι άντρες που περίμεναν υπομονετικά στις καρέκλες είχαν σταματήσει να κοιτάζουν τα χέρια τους και κοίταζαν εμένα. Όχι με επιθυμία, όχι. Δεν μπορείς να επιθυμήσεις αυτό που ξέρεις ότι δεν μπορείς να έχεις, αυτό που ακόμα κι αν το έχεις, είναι τόσο ξένο, που δεν μπορεί να είναι πραγματικά δικό σου, ούτε για λίγα λεπτά της ώρας. Ούτε για όλα τα χρήματα του κόσμου.

    Κοίταζαν λοιπόν με περιέργεια. Κοίταζαν την επόμενη τρύπα όπου θα άδειαζαν τα δικά τους λίγα εκατοστά λάσπης, με ένα μικρό αντίτιμο. Κι έτσι θα ξεχνούσαν την αβάσταχτη έλλειψη αυτού που εγώ, με το δικό μου αντίτιμο, συνέχιζα να διεκδικώ και να αποκτώ, κομμάτι κομμάτι.

    "Θα σε βοηθήσω γιατί φαίνεσαι καλό κορίτσι. Είσαι και ομορφούλα. Ξεκίνα με μια ώρα για δοκιμή. Δέκα λεπτά ο πελάτης, κανόνισε. Κώλο δεν θα δίνεις. Πιασίματα επιτρέπονται. Όλοι φοράνε καπότα. Φιλιά δεν δίνει καμία". Μου εξήγησε και για τα λεφτά, δέχτηκα.

    "Να έρθω το άλλο Σάββατο;"

    "Όχι, ξεκίνα τώρα. Σε λίγο τελειώνει η βάρδια της Καιτούλας, θα μπεις εσύ. Πώς σε λένε;"

    "Ντη" είπα και λίγο σαν να ντράπηκα, κοίταξα αλλού.

    Γέλασε, δεν είπε τίποτα. Τότε η πόρτα στο βάθος άνοιξε και βγήκε ένας άντρας, που έφυγε χωρίς να κοντοσταθεί λεπτό. Πίσω του βγήκε μια γυναίκα, πιο νέα από μένα, λίγο παχουλή, με κοκκινωπά μαλλιά. Πήρε ένα μπεζ παλτώ από την κρεμάστρα πίσω από την τσατσά, με κοίταξε για μια στιγμή χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον, "αύριο στις 12" είπε στην τσατσά, που της έδωσε ένα μάτσο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα. Τα μέτρησε, τα έχωσε στην τσάντα της κι εξαφανίστηκε στις σκάλες.

    (συνεχίζεται)
     
  4. hugger

    hugger Regular Member

    ντροπηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηη
    χωρις βιβλιαριο υγειας??????
     
  5. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Έχω. 

    Κοστίζει 80 Ευρώ. 
     
  6. hugger

    hugger Regular Member


    α, ωραια, φτηνο, δυο ξεπετες πραγμα  
     
  7. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "Σου κάνει η κοπελιά μας;" ρώτησε η τσατσά τον πρώτο άντρα στα δεξιά μου. Με έπιασε από το μπράτσο και με γύρισε προς το μέρος του να με δει καλά.

    "Ναι, εντάξει" είπε ο τύπος και σηκώθηκε.

    "Τσιμπουκάκι ή πήδημα;"

    "Πήδημα" είπε ο τύπος και της έδωσε τα χρήματα.

    Μπήκα πρώτη στο δωμάτιο. Αν με ρωτούσε κάποιος τί αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή, θα απαντούσα "τίποτα". Απλά έκανα τις κινήσεις. Δεν είχε συντελεσθεί ακόμα και δεν ήξερα.

    Με μια ματιά είδα το κρεβάτι δίπλα στον τοίχο, μια καρέκλα για τα ρούχα του πελάτη και μια για τα δικά μου, μια παλιά ξύλινη ντουλάπα στον άλλο τοίχο, ένα ρολό χαρτί στο κομοδίνο, ένα αμπαζούρ, ένα τασάκι, το παράθυρο από όπου έμπαινε το φως του ήλιου μέσα από μία κιτρινισμένη κουρτίνα, ένα καλάθι σκουπιδιών με καπάκι, ένας νιπτήρας στην άλλη άκρη του δωματίου, φτηνά πλακάκια στο πάτωμα, από αυτά που μπαίνουν για να καλύψουν τα σάπια παρκέ.

    Με μια ματιά είδα τον άντρα, που έβγαζε τώρα τα ρούχα του, φορούσε ένα μπλε μπουφάν, ένα γκρι φούτερ, ήταν γύρω στα 50, κοντός, με λεπτά πόδια, λίγο στραβά, είχε ψαρρά μαλλιά, ήταν ελαφρώς αξύριστος με άσπρα γένια, είχε μεγάλη κοιλιά, έβγαλε και το άσπρο εσώρουχο, τα αρχίδια του κρέμονταν τριχωτά, δεν ήταν ούτε αποκρουστικός ούτε όμορφος, δεν ήταν τίποτα, ένας άντρας ήταν.

    Έβγαλα κι εγώ τα ρούχα μου, ταυτόχρονα με αυτόν, αυτός με κοίταζε, το φως του ήλιου έμπαινε από το παράθυρο και έμεινα ολόγυμνη μπροστά στον άντρα και μετά απλά κάθισα στο κρεβάτι, σαν να είχα κουραστεί. Δεν ήξερα τί να πω, έμεινα βουβή, έπρεπε να πω κάτι άραγε; Με πλησίασε και μια μυρωδιά μπογιάς και σκόρδου και κακοπλυμένων ρούχων μου ήρθε στη μύτη. Στάθηκε μπροστά μου και μου έτεινε τον πούτσο του. Άπλωσα το χέρι μου και τον μάλαξα σταθερά μέχρι που σηκώθηκε. Του φόρεσα το προφυλακτικό και συνέχισα να το παίζω για λίγο. Με έσπρωξε πίσω στο κρεβάτι, έπεσε πάνω μου και μου έπιασε τα βυζιά. Είχα βγάλει τους κρίκους κατ' εντολήν του Κυρίου ("θα σε σακατέψουν αλλιώς" είχε πει) και ο άντρας τα χάιδεψε λίγη ώρα, μετά ζούληξε τον κώλο μου, τρίφτηκε πάνω μου, το όργανό του ήταν σκληρό πάνω στην κοιλιά μου. Μετά μου το έχωσε με ένα σπρώξιμο, μπήκε καλά μέσα με την μία. Άρχισε να κινείται μέσα έξω, με τα χέρια του γαντζωμένα πάνω μου, το ένα στο βυζί μου και το άλλο στον κώλο μου. Ανάσαινε πάνω στο πρόσωπό μου, δεν κουνήθηκα, ανάσαινα μαζί του. Έχυσε γρήγορα. Μούγκρισε λίγο όταν έχυνε, "πουτάνα μου" είπε μια φορά και τελείωσε. Τραβήχτηκε, έβγαλε την καπότα και την πέταξε στο καλαθάκι. Σκουπίστηκε με λίγο χαρτί, ντύθηκε κι έφυγε. Δεν με κοίταξε φεύγοντας.

    Δεν αισθανόμουν τίποτα. Το σύμπαν ήταν ένα φωτεινό μέρος μέσα από την κίτρινη κουρτίνα κι εγώ μια γυμνή γυναίκα που μόλις την είχαν πηδήξει. Αυτό ήταν όλο. Δίχως τσιριμόνιες.

    Μπήκε μέσα η τσατσά.

    "Όλα καλά χρυσό μου;"

    Ένευσα καταφατικά.

    "Είσαι έτοιμη για τον επόμενο; Σε είδε, εντάξει, καθόταν έξω πριν. Ένα τσιμπουκάκι θέλει".

    Ένευσα καταφατικά.

    "Όταν τελειώσεις βάλε αυτή τη ρομπίτσα και βγες έξω να σε δούνε και οι άλλοι. Ήρθαν δύο καλά παιδιά, δικά μας".

    Είχα καταλάβει τη διαδικασία. Ήταν απλή. Στο άνοιγμα της πόρτας φάνηκε ο πελάτης μου. Ήταν ένας ηλικιωμένος, κοντούλης, με ένα γκρίζο σακουλιασμένο σακάκι. Αυτός δεν ξεντύθηκε καθόλου. Άνοιξε μόνο το παντελόνι του και έβγαλε έξω το πουλί του. Το έπαιξα, μισοσηκώθηκε, του φόρεσα την καπότα και το πήρα στο στόμα μου μέχρι που έχυσε. Όταν έχυνε μου κράτησε το κεφάλι μέσα στα χέρια του και με πίεσε επάνω στην κοιλιά του. Τα χέρια του έτρεμαν λίγο.

    Πήρα τέσσερις άντρες σε μία ώρα. Τα "καλά παιδιά" ήταν λίγο σκληρά με τα πιασίματα και άργησαν κάπως να χύσουν, δεν ξέρω γιατί. Ίσως να είχαν τραβήξει μαλακία πριν έρθουν. Με γάμισαν καλά, με έναν απλό, δυνατό τρόπο. Και αυτό ήταν όλο. Δίχως τσιριμόνιες.

    Κατέβηκα τις σκάλες, κρατώντας τα λεφτά που μου έδωσε η τσατσά. Δεν τα μέτρησα καν. Δεν ήξερα τί να τα κάνω, μου ήταν εντελώς άχρηστα. Ο Κύριός μου, το βράδυ που μιλήσαμε στο τηλέφωνο, μου είπε να του τα στείλω την επομένη. Αυτό με ανακούφισε.

    "Πρέπει να ξαναπάω εκεί Κύριε;" ρώτησα.

    "Ακόμη δυο φορές", είπε.

    Μετά με ρώτησε: "Πώς αισθάνεσαι;"

    "Καλά Κύριε. Ποθητή κι αγαπημένη".

    Δίστασα λίγο.

    "Δεν είμαι;"

    Το κλικ καθώς έκλεινε το τηλέφωνο ήταν εκκωφαντικό. Καμιά φορά κάνω χαζές ερωτήσεις.