Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Fifty

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 9 Νοεμβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Κάθε 25 χρόνια της ζωής, μία ανασκόπηση κάνω της πορείας μουστο δρόμο του χρόνου και του χώρου.


    Αυτό το κρατώ για μένα, αλλά δώρο ακόμα έν’ αφήνω, γράμμα, κάπου όπου μπορώ να φτάνω.


    Δώρο που θα βρω, αν ακόμα ζω, 25 χρόνια στο μετά.


    Στα 50 αφήνω, Δώρο για τον εαυτό μου, των 72 και τρία κόμα…


    Τίτλος…


    “Fifty”


    Message in the War ja Bot tle 9th/«Το Κάστρο»/50η μέρα/“Ο Θάνατος των Θεών”


    O Απόλλωνας στις 11:00


    -Έντεκα, Μπλου τζιν διπλό μικρή μου. Στο σαλόνι. Όχι; Ο χρόνος με απορία ξύνει τις τρύπες στο μπουζί του.


    Αχαίος Ήμνος προς τον Απόλλωνα (στη φωνή Ορφέας)


    χρυσοκόμα, καθαρὰς φήμας χρησμούς τ᾽ ἀναφαίνων κλῦθί μου εὐχομένου λαῶν ὕπερ εὔφρονι θυμῶι


    τονδε σὺ γὰρ λεύσσεις τὸν ἀπείριτον αἰθέρα


    πάντα γαῖαν δ᾽ ὀλβιόμοιρον ὕπερθέ τε καὶ δι᾽ ἀμολγοῦ, νυκτὸς ἐν ἡσυχίαισιν ὑπ᾽ ἀστεροόμματον ὄρφνην ῥίζας νέρθε δέδορκας, ἔχεις δέ τε πείρατα κόσμου παντός


    σοὶ δ᾽ ἀρχή τε τελευτή τ᾽ ἐστὶ μέλουσα, παντοθαλής, σὺ δὲ πάντα πόλον κιθάρηι πολυκρέκτωι ἁρμόζεις, ὁτὲ μὲν νεάτης ἐπὶ τέρματα βαίνων, ἄλλοτε δ᾽ αὖθ᾽ ὑπάτης, ποτὲ Δώριον εἰς διάκοσμον πάντα πόλον κιρνὰς κρίνεις βιοθρέμμονα φῦλα, ἁρμονίηι κεράσας {τὴν} παγκόσμιον ἀνδράσι μοῖραν


    Χρυσομάλλη, που μας κάνεις τα ψιλά, λιανά, της Πυθίας και του Profit είες


    Άκου σέ λέω ευχή θα κάνω, υπέρ των ελεύθερων λαών, με ευρωσύνη (ή και ρούβλι) από ψυχή.


    Επειδή συ αγοράζεις, στα δεύτερα λεπτά σου ολόκληρο τον απέραντο αιθέρα(από την πέτρα λάδι)


    και την καλόμοιρη του λαδιού τη γη αποψιλώνεις και τις ώρες του πριν, στο χάραμα στο ήσυχο σκοτάδι που έχει τα αστέρια για μάτια, στο ξε πουλάς


    Εποπτεύεις έως τα βαθιά θεμέλια το στάρι, κατέεις τα τέρατα του κόσμου όλου. Εσύ το ξεκίνημα και το τελείωμα και αυτό που θα γίνει στο μέλλον, ο αειθαλής, εσύ κάθε πόλο (άξονα της γης νοείται) με την πολύηχη κιθάρα, την κουρδίζεις, άλλοτε μεν βαδίζοντας στα τέρματα της νεάτης (κατώτατη χορδή νοείται), άλλοτε εδώ στην ύπατη (υψηλότατη χορδή, ο σκύλος να φυλάει τη Κόκκινη Ψεύτικη Πορεία), κάποτε στη Δωρική παράταξη (τους μπλε) κάθε άξονα αναμειγνύεις (με ροζ και πράσινους κόκκους), διαχωρίζεις τα βιοσυντηρούμενα γένη, (του οίκου οι λόγιοι), αναμιγνύοντας αρμονικά την παγκόσμια μοίρα των ανθρώπων. (Ωχ τι πάθαμε, ζητώ συγγνώ μη από τους φιλώ τους λόγους, για την ή τη φράση του παρά)


    -Απόλλωνα χρυσόμαλλο αγόρι μου φάε κάτι. Στον ήρεμο μαΐστρο, καλάμι που λυγά μοιάζεις.


    -Αχ μάνα, τα λόγια σου με τρέφουν και η αγάπη σου γλυκό. Δεν θέλω, εδώ στη δύση, του μόνος, να παίξω εγώ τον άγριο ρυθμό. Στα κύματα να δώσω του ήλεκτρου τη νότα.


    -Αχ παλι κάρυ μου καυτό που τα κορίτσια ξελογιάζεις, φακή σου έχω φτιάξει, με δύο φύλα Δάφνης. Η Λητώ με τον μουσάτο πόνο, ζωγραφίζει στο αλάτι Υάκινθους και Πέρλες.


    -Άσε ρε μάνα τη φακή και την Δάφνη, το πικρό φυτό. Πες μου που είναι η Άρτεμις, η του Λευκού μεγάλη μου αδερφή; Στο πόλεμο της Τροίας, στου Πάλι τα βέλη της βαθιά;


    -Ναι Αργυρόστομε, του Κάλχα του Μαντικού Λοξία, τι ρωτάς αφού στο πάντα εσύ τα βρίσκεις; Άστην μπας και οι Αχαιοί το παλιοκόριτσο τελειώσουν. Η Λητώ στου αγέρα την οθόνη τα δάχτυλα της πέντε. Την κρύβουν από τον Ήλιο.


    -Μι μιλάς Λητώ τσι για το παιδί σου, με φιμώνουν τα λόγια σου και σου γυρνώ τη πλάτη. Ο Απόλλωνας τη κιθ άρα του αρπά ζει και το γκάζι στα χοντρά. Σε μία ώρα δρόμος, δύο επί του τρακόσοι, του Ευρώ λεπτά.


    Και στην ώρα φτάνει καθώς η Άρτεμις τον Οδυσσέα τον πολύτροπο στο πατρί της δόξας σημαδεύει. Ο Απόλλωνας το μέλλον που έρχεται κοιτάζει.


    Αν τον τελειώσει…


    Οι Τρώες τους Αχαιούς κερδίζουν και την Ελλάδα κατακτούν. Στην γάμπα που τη Σι κελιά κλοτσά στα γοργά τους επέ και κτείνονται, στο γρήγορο το βάζει και τον κόσμο ολάκερο στο τέλος βλέπει χαλούμι στον Πασά. Ο Όμηρος της ποίησης, ο τυφλός, την Ιλιάς δε θα γράψει και ούτε το σι κουέλ του Οδυσσέα το καλό.


    Την Κορωνίδα τη φλογίστη που τη καρδιά του και αυτή θα κάψει, δε θα γνωρίσει. Και ας την κάψει, η δίδυμη του Άρτεμις. Και το πιο βασικό από όλα, τον ιό που υιό θετήσει, τον ιατρό τον Ασκληπιό, τον κόσμο δε θα σώσει, από του car το κίνο το κακό.


    Την κιθάρα του στα χέρια του οπλίζει και το λα φορτίζει. Η χορδή νιαουρίζει σιωπηλά. Ο Απόλλωνας λόγια τρυφερά της λέει.


    -Ησύχασε μικρή μου, η στιγμή ακόμα δεν ήρθε. Με δάχτυλο χρυσό την τραβάει από τις άλλες μακριά.


    Στης μάχης το πεδίο, οι Αχαιοί τους Τρώες θερίζουν σαν στάχια του ωρίμου. Το αίμα μετατρέπει το ασπρόμαυρο σε κόκκινο και ροζ.


    Χέρια ορφανά, πόδια δίχως πατέρα, κεφάλια που στην κατηφόρα τους κυλούν.


    Οι κραυγές γαυγίσματα, λέξεις των ανθρώπων στο ποτέ τους προτάσεις, να μη θέλουν να θυμίζουν. Τα δέντρα τις ρίζες τους σηκώνουν και το πεδίο εγκαταλείπουν. Τα άλογα λουφάζουν, πίσω από τ’ άρματα. Στου ανθρώπου το παράλογο, τα λογα τρομάζουν.


    Ο Σόβοφ δεν φωλιάζει στα όρθια τα δίποδα. Μόνο η τρέλα, η μανία και η δίψα για το θάνατο. Τα ακριβά τα συναισθήματα χάνουν τον πληθυντικό τους και σ’ ένα καταλήγουν.


    Τον τρόμο. Ο φόβος του θανάτου, δύο δρόμους φωτίζει. Στα πόδια βάλτο και σαν λιγόψυχος την μάχη εγκατέλειψε ή μείνε και σκότωσε όσους περισσότερους οχτρούς μπορείς, στόχος είναι η επιβίωση, το πλήθος σημαντικό δεν είναι. Μόνο ο Ένας.


    Κάποιοι στον σώμα του τρόμου, τα ρούχα του ήρωα φορούν. Άλλοι τα ρούχα τα σιδερωμένα τα δικά τους, της οικογένειας που θέλουν να προστατέψουν, της πατρίδας που θέλουν να πιστέψουν, της σημαίας που θέλουν να θαφτούν.


    Κάποιοι στης μάχης το πεδίο την ευκαιρία βρίσκουν τη ζωή του συνανθρώπου να χαλάσουν. Φονιάδες κανείς δε θα τους πει. Σαν ήρωικές θα βαφτίσουν τις με δόλο φονικές τους διαθέσεις.


    Άλλοι άντρες τους είπαν πως θα νιώσουν. Στην μάχη γυναίκες δεν μπορούν. Λυγάνε τους λένε αυτές που μωρά στην κοιλιά τους μπορούν και κουβαλούν. Πως τη ζωή να αφαιρέσεις όταν πόνεσες να φέρεις; Ενώ ο άντρας είναι πλασμένος για κυνήγι. Της τροφής, του εγώ και της καρδιάς του εχθρού που πρέπει να μισείς.


    Στην μάχη που στα φωτεινά του Απόλλωνα τα μάτια, οι άντρες pro σπαθούν να μεγαλώσουν. Με τον τρόμο να φωλιάζει στους τένοντες τους, κόβουν, χωρίζουν, ξεκοιλιάζουν και τα κάποτε μωρά από λάσπη, τώρα στο χώμα πάλι τα στολίζουν.


    Ανάμεσα τους αόρατη η Άρτεμις. Το αίμα των αντρών πάνω της κυλά, άρωμα δικό της.


    Η μυρωδιά του φόβου τα σαρκώδη ρουθούνια της γεμίζει. Τα πνεύμα της φουσκώνει με αυτήν. Το εγώ των πολλών, που στο άδικο σπατάλη, για τον έναν που θα γλυτώσει σήμα του παρά, μικρό μοιάζει εμπρός στο τεράς τιο δικό της.


    Ο Απόλλωνας τη χορδή στο κι άλλο την τεντώνει, αμφίσημη χροιά της δίνει.


    Η Άρτεμις στο τέλος φτάνει τη δική της. Στόχος της ο πολυμήχανος θνητός. Την αφήνει. Το βέλος της τον άνεμο μαστιγώνει και ο λόγος του γοργός. Του Οδυσσέα ο θάνος σίγουρος μοιάζει και ο χάροντας φοράει την ασπρόμαυρη γραβάτα.


    Ο Απ απελευθερώνει τη δική του. Αυτή στο πλάτος του 0, της στιγμής το αγέραστο πουλί, με τρόπο του Απλού, στο πάντα τώρα καβαλάει.


    Το βέλος της Αρτ γοργό, αλλά στο χρόνο κουρασμένο το ατί. Η νότα της χορδής του Απ, στο τώρα Πάντα. Μπά και μπου μ ε χαμόγελο μοιράζει, στους άντρες του πολέμου.


    Τι μπορεί τον τρόμο του θανάτου, να τρομάξει; Μα φυσικά το ξαφνικά, το Μπαμ.


    Η νότα του Απ στο τώρα δίχως μέλλον, παρελθόν και χρόνο, στο παρόν το πόνη μα ργα κυλά. Αλλά τι πιο σύντομο και ξαφνικό ακόμα και από το φως, από την στιγμή που στο μη δέν για Πάντα μένει;


    Οι άντρες στην αρχή τρομάζουν. Τα σπαθιά τους πέφτουν. Μαζί και τα παντελόνια. Τα σώματα μικραίνουν, το θάρρος ξεφουσκώνει, τα γένια χνούδι που χάνεται στον άνεμο.


    Τα δόντια που έπεσαν, στο ξανά φυτρώνουν, οι τρίχες οι μαύρες οι λευκές, έγχρωμες και πάλι. Τα χέρια αφήνουν του πυρός τα βόλια, στα χέρια τώρα κούκου τσια από ελιά.


    Τα ού ζει και μπα ζουκας μωραίνουν και αυτά. Του φυσώ καλάμια τώρα. Οι άντρες, του Φοίβου τα κορμιά στην αρχή και στο τέλος, αγόρια και παιδιά.


    Το βέλος της Αρτέμιδος, χάνει το ε ψιλό ντου και το μικρον στη θέση του περνά. Στο μέτωπο του μικρού Οδυσσέα, βόλος παιδικός φτάνει και με δύναμη χτυπά.


    -Αουτς ουτς και αου. Αυτό πόνεσε καλέ! Ποιος το ριξε αυτό το βόλο και με χτύπησε βαριά; Ο μικρός Δυσσέας, το μέτωπο του τρίβει και τα αγόρια τρομαγμένα τον κοιτούν. Τα μάτια του πλησιάζουν το ένα με το άλλο και αγκαλιάζονται σφιχτά.


    -Θα κλάψει ή θα κλάσει, ρωτά με μάτια που γουρλώνουν του Αγά ο Μέμνων με τη χάρτινη περικεφαλαία.


    Τα μάτια του Δυσσέα στο ξάφνου τούμπα κάνουν και στο κάτω πάνω, τα πόδια τους γυρνούν. Ο μικρός Οδυσσέας, τα κλάματα στο δέρμα του δεν μπήγει, αλλά τα γέλια του βροχή, μπου γελώνουν τους συμμάχους και οχτρούς. Στο κυνηγητό τους χάους όλα τώρα τρέχουν και τα γέλια τους βροχή.


    Τα λογα τολμούν και ξεθαρρεύουν και στη βροχή και αυτά. Άλογα μικρά του πόνυ τα κουτά βια.


    Όλα σε τρελό παιχνίδι, όπως μόνο των ανθρώπων τα μικρά ξέρουν να ζουν.


    Όλα; Όχι, εκτός από μία. Είναι θυμωμένη και η οργή, γυναίκα που τον άντρα της χτυπά.


    -Πως μπόρεσες ;!!; Αυτή γυναίκα έμεινε και κορίτσι του ποτέ.


    -Τι έκανες Απόλλωνα και του πολέμου και του τράγου τη Δία, σε παιδική χαρά και στου Κώμο τον ανάδρομο τον Δία μετέτρεψες;


    -Αν σε δω ξανά μπροστά μου, θα σε σκοτώσω.


    Η οργή της Άρτεμις, απάντηση του Απόλλωνα, δεν προσμένει. Φεύγει και κλείνει με κρότο του τώρα την πόρτα από πίσω της.


    Ο Απόλλωνας ξέρει ότι το εννοεί. Ξέρει επίσης ότι το δικό της πρόσωπο θα είναι το τελευταίο που θα δει λίγο πριν ξεψυχήσει.


    (-ΜΠΑΜ!!!


    -Σιγά βλαμμέ ναι, με τρόμαξες.


    -Τι βλέπεις πόρτα ξεχαρβ αλωμένη;


    -Μία ταινία του κακού και του καλού. Τον πόλεμο της Τροίας. Αλλά του Δία φημίσεις έβαλε και ευτυχώς γιατί θέλω να υποχωρήσω. )