Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Guillaume Apollinaire - Οι έντεκα χιλιάδες βέργες

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Stelios_X, στις 28 Μαρτίου 2018.

  1. Stelios_X

    Stelios_X "Πείρα είναι το σύνολο των σφαλμάτων μας." Ο.W.

    1.
    Το Βουκουρέστι είναι μια όμορφη πόλη στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης. Γεωγραφικά, ανήκει στην Ευρώπη. Αν όμως λογαριάσουμε κάποια ήθη του τόπου, τους Τούρκους, τους Σέρβους και τους άλλους γραφικούς Βαλκάνιους που συναντά κανείς στους δρόμους του, βρισκόμαστε ήδη στην Ασία. Παρ' όλα αυτά, το Βουκουρέστι παραμένει μια πόλη λατινική, και οι ρωμαίοι λεγεωνάριοι που αποίκησαν τον τόπο, είχαν αναμφίβολα τη σκέψη τους συνεχώς στραμμένη στη Ρώμη, πρωτεύουσα του τότε κόσμου και ιδιαίτερη πατρίδα της κομψότητας. Αυτή η νοσταλγία τους για τη Δύση την κληροδότησαν και στις επερχόμενες γενεές· οι Ρουμάνοι ονειρεύονται αδιάκοπα μια πόλη όπου ο πλούτος είναι κάτι το φυσικό, όπου η ζωή είναι μια ατελείωτη χαρά. Όμως η Ρώμη έχει χάσει την αίγλη της. Η βασιλίδα των πόλεων εκχώρησε το στέμμα της στο Παρίσι και δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσικό για τους Ρουμάνους από το να σκέπτονται, με τρόπο αταβιστικό, διαρκώς το Παρίσι, που αντικατέστησε τη Ρώμη στο κέντρο του Σύμπαντος!
    Έτσι, όπως κάθε Ρουμάνος, ο ωραίος πρίγκιπας Βιμπέσκου ονειρευόταν το Παρίσι, την πόλη του Φωτός, όπου οι γυναίκες είναι όλες ωραίες και όλες εύκολες.
    Όταν ακόμα φοιτούσε στο Γυμνάσιο του Βουκουρεστίου του αρκούσε να σκεφτεί μια Παριζιάνα, την Παριζιάνα, για να ερεθιστεί και να αυνανιστεί, αργά κι ευτυχισμένα. Αργότερα, έχυσε σε πολλά μουνιά και κώλους υπέροχων Ρουμανίδων. Όμως το αισθανόταν έντονα, του χρειαζόταν μια Παριζιάνα.
    Ο Μόνυ Βιμπέσκου προερχόταν από μια πολύ πλούσια οικογένεια. Ο προπάππος του ήταν οσποδάρος, κάτι που αντιστοιχεί με το βαθμό του υπονομάρχη στη Γαλλία. Όμως ο βαθμός έμεινε στο όνομα της οικογένειας, και έτσι ο παππούς και ο πατέρας του Μόνυ τον χρησιμοποιούσαν σαν τίτλο μπροστά από το όνομά τους. Προς τιμήν των προγόνων του, ο Μόνυ Βιμπέσκου έπρεπε να κάνει το ίδιο.
    Όμως είχε διαβάσει αρκετά γαλλικά ρομάντζα και έτσι οι υπονομάρχες του φαίνονταν αστείοι. "Ελάτε τώρα", έλεγε, "δεν είναι γελοίο να σας φωνάζουν υπονομάρχη γιατί ήταν κάποιος πρόγονός σας; Απλά, είναι γκροτέσκο!" Και για να είναι λιγότερο γκροτέσκο, είχε αντικαταστήσει τον τίτλο του οσποδάρου-υπονομάρχη με εκείνον του πρίκιπα. "Ορίστε", αναφωνούσε, "ένας τίτλος που πραγματικά μπορεί να κληρονομηθεί. Οσποδάρος είναι ένα διοικητικό αξίωμα, όμως σε ένα διακεκριμένο λειτουργό της Διοίκησης ταιριάζει ένας κληρονομικός τίτλος. Θα γίνω, λοιπόν, Γαλαζοαίματος. Είμαι ένας δυνάμει πρόγονος. Τα παιδιά και τα εγγόνια μου θα με ευγνωμονούν".
    Ο πρίκιπηας Βιμπέσκου συνδεόταν στενά με τον υποπρόξενο της Σερβίας, τον Μπάντι Φορνόσκι, ο οποίος όπως έλεγαν στην πόλη, γαμούσε συχνά τον γοητευτικό Μόνυ. Μια μέρα ο πρίγκιπας ντύθηκε επίσημα και κατευθύνθηκε προς το υποπροξενείο της Σερβίας. Στο δρόμο όλοι τον κοίταξαν, και οι γυναίκες τον έτρωγαν με τα μάτια, λέγοντας: "Τι Παριζιάνος!"
    Πράγματι, ο πρίγκιπας Βιμπέσκου περπατούσε όπως νομίζουν στο Βουκουρέστι ότι περπατούν οι Παριζιάνοι, δηλαδή με μικρά, βιαστικά βήματα τουρλώνοντας τον κώλο. Τι γοητευτικό! Και όταν ένας άνδρας περπατά έτσι στο Βουκουρέστι, καμία γυναίκα δεν του αντιστέκεται, ούτε καν η σύζυγος του πρωθυπουργού!
    Φτάνοντας μπροστά στο υποπροξενείο της Σερβίας, ο Μόνυ έριξε ένα μακρύ κατούρημα στον τοίχο και ύστερα χτύπησε την πόρτα. Ένας Αλβανός με λευκή φουστανέλα άνοιξε την πόρτα. Ο πρίγκιπας Βιμπέσκου ανέβηκε γοργά στο πρώτο πάτωμα. Ο υποπρόξενος Μπάντι Φορνόσκι ήταν ολόγυμνος στο σαλόνι του. Ξαπλωμένος στο μαλακό σοφά του, ήταν εξαιρετικά καυωλεμάνος. Δίπλα του στεκόταν η Μύρα, μια μελαχρινή από το Μαυροβούνιο, και του γαργαλούσε τ' αρχίδια. ήταν κι αυτή ολόγυμνη και όπως έσκυβε, έδειχνε έναν υπέροχο, τουρλωτό κώλο, σκουρόρωμο και γλυκό, με δέρμα απαλό και τσιτωμένο σαν ώριμο ροδάκινο. Ανάμεσα στα κωλομέρια της, χωρισμένα από μια σκουρόχρωμη βαθιά χαράδρα, μπορούσε κανείς να δει την απαγορευμένη οπή της σαν στρογγυλή καραμέλα. Τα πόδια της χύνονταν ατελείωτα και νευρώδη, και όπως η Μύρα ήταν υποχρεωμένη να τα κρατά ανοιχτά, αποκαλυπτόταν το μουνί της, παχύ, χυμώδες, καλογραμμένο και στολισμένο από μια κατάμαυρη χαίτη.
    Η είσοδος του Μόνυ δεν την ενόχλησε καθόλου. Στην άλλη άκρη, ξαπλωμένα σε μια πολυθρόνα δυο όμορφα κορίτσια με μεγάλους κώλους σχημάτιζαν ένα λεσβιακό σύμπλεγμα, βγάζοντας χαμηλόφωνα, καυλωμένα "Αχ". Ο Μόνυ απαλλάχθηκε γοργά από τα ενδύματά του, και με τον πούτσο ορθωμένο στον αέρα, όρμησε πάνω στις λεσβίες, προσπαθώντας να τις χωρίσει. Τα χέρια του όμως γλυστρούσαν στα υγρά, λεία κορμιά που πάλευαν σα φίδια. Βλέποντάς τες να αφρίζουν από ηδονή, και έξαλλος που δε μπορούσε να τη μοιραστεί, άρχισε να χαστουκίζει τον χοντρό, λευκό κώλο που βρισκόταν από πάνω. Αυτό φάνηκε να ερεθίζει θανάσιμα εκείνη στην οποία άνηκε ο χοντρός αυτός κώλος, οπότε βάλθηκε να τον χτυπά με όλη του τη δύναμη και καθώς ο πόνος επικράτησε στη λαγνεία, η ωραία κοπέλα της οποίας τον όμορφο κώλο είχε κάνει ροζ, ανασηκώθηκε θυμωμένη λέγοντας:
    "Βρωμιά πρίγκιπα των ξεκωλιάρηδων, μη μας ενοχλείς, δε θέλουμε το χοντρό σου πούτσο. Δώσε το ζαχαρωτό σου στη Μύρα. Άσε μας ν' αγαπηθούμε. Δε συμφωνείς, Ζουλμέ;" "Ναι, Τονέ", απάντησε η άλλη κοπέλα.
    "Πως, μικρές βρώμες; Πιάνοντας η μια τον κώλο της άλλης;"
    Μετά, αρπάζοντας τη μια πάσχισε να την φιλήσει στο στόμα. Ήταν η Τονέ, μια όμορφη μελαχρινή, που το κατάλευκο κορμί της είχε, στα κατάλληλα σημεία, όμορφες κρεατοελιές που το έκαναν να φαίνεται ακόμα λευκότερο. Το πρόσωπό της ήταν το ίδιο λευκό, και μια ελιά στο αριστερό μάγουλο πρόσθετε ιδιαίτερη γοητεία στην όψη αυτής της σκανταλιάρας κοπέλας. Το στήθος της στόλιζαν δυο υπέροχες ρώγες, σκληρές σαν μάρμαρο, γύρω γύρω γαλάζιες και στη μέση απαλά ροζ όπως αυτό της φράουλας. Τη δεξιά ρώγα κηλίδωνε μια υπέροχη ελιά, βαλμένη εκεί σαν μύγα, μια μύγα δολοφόνος.
    Ο Μόνυ Βιμπέσκου την άρπαξε και πέρασε τα χέρια του κάτω από τον χοντρό της κώλο, που ήταν στρογγυλός σα γοητευτικό πεπόνι που είχε ωριμάσει κάτω από τον ήλιο του μεσονυκτίου· τόσο λευκός και γεμάτος ήταν. Κάθε της κωλομέρι έμοιαζε με λαξευμένο μάρμαρο της Καράρας χωρίς το παραμικρό ψεγάδι, και τα μπούτια της φάνταζαν σαν κολώνες ελληνικού ναού. Όμως τι διαφορά! Τα μπούτια της ήταν χλιαρά και τα κωλομέρια της κρύα, πράγμα που δείχνει καλή υγεία. Το ξύλο τα είχε κάνει λίγο ροζ, έτσι που θα 'λεγε κανείς ότι ήταν φτιαγμένα από κρέμα ανακατεμένη με βατόμουρα. Αυτή η θέα είχε ερεθέσει μέχρι τρέλας τον άμοιρο Βιμπέσκου. Το στόμα του πότε πιπίλαγε μια μια τις σκληρές ρώγες της Τονέ και πότε περιδιάβαινε το λαιμό και τον ώμο της γεμίζοντάς την σάλια. Τα χέρια του έσφιγγαν το χοντρό αυτόν κώλο, σφιχτό σαν καρπούζι σκληρό και σαρκώδες. Πασπάτευε αυτά τα βασιλικά κωλεμέρια και είχε χώσει το δείκτη του σε μια κωλοτρυπίδα συναρπαστικά στενή. Η χοντρή του πούτσα, που καύλωνε όλο και περισσότερο, χτυπούσε σε ένα υπέροχο κοραλλένιο μουνί, φαρνιρισμένο από μια εκπληκτικά λαμπερή μαύρη τούφα.
    Εκείνη του φώναξε στα ρουμανικά: "Όχι δε θα μου τη χώσεις", και συγχρόνως κούναγε τα όμορφα στρογγυλά μπούτια της. Το χοντρό καυλί του Μόνυ είχε κιόλας αγγίνει με το κόκκινο ξαναμμένο κεφάλι του την υγρή στενωπό της Τονέ. Αυτή του ξέφυγε πάλι, αφήνοντας μια πορδή, όχι μια χυδαία πορδή, αλλά μια πορδή με ήχο κρυστάλλινο, που την έκανε να γελάσει κάπως βίαια και νευρικά. Η αντίστασή της χαλάρωε, τα μπούτια της άνοιξαν, και το χοντρό εργαλείο του Μόνυ είχε ήδη κρύψει το κεφάλι του στο στενό άνοιγμα, όταν η Ζουλμέ, η φίλη και λεσβιακή της σύντροφος, άρπαξαε ξαφνικά τ' αρχίδια του Μόνυ και, πιέζοντάς στα στο μικρό της χέρι του προκάλεσε τέτοιο πόνο, που το καυλί του αχνίζοντας βγήκε από το καταφύγιό του προς μεγάλη απογοήτευση της Τονέ, που είχε αρχίσει κιόλας να κουνάει ναζιάρικα το χοντρό της κώλο.
    Η Ζουλμέ ήταν ξανθιά και η πυκνή της χαίτη κατέβαινε μέχρι τις φτέρνες της. Ήταν πιο κοντή από την Τονέ, μα δεν υστερούσε απ' αυτήν ούτε σε σβελτάδα ούτε σε χάρη. Τα μάτια της ήταν μαύρα και λοξά. Μόλις άφησε τ' αρχίδια του Μόνυ, αυτός της ρίχτηκε λέγοντας: "Πολύ καλά! Θα πληρώσεις εσύ για την Τονέ". Μετά, αρπάζοντας το όμορφο βυζί της άρχισε να γλείφει τη φώγα του. Η Ζουλμέ τινάχτηκε. Για να κοροϊδέψει τον Μόνυ, κουνούσε λικνιστικά την κοιλιά της κάνοντας το ξανθό, σγουρό γενάκι που βρισκόταν από κάτω της να χορεύει. Συγχρόνως πρότεινε το εφηβαίο της, χωρισμένο στα δύο από ένα εξαίσιο μουνί. Ανάμεσα από τα ροζ χείλη του ξεπεταγόταν μια κλειτορίδα αρκετά μεγάλη, απόδειξη των λεσβιακών της συνηθειών. Η ψωλή του πρίγκιπα μάταια προσπαθούσε να εισχωρήσει σ' αυτή τη στενωπό. Τελικά την άρπαξε από τα κωλομέρια, και ήταν έτοιμος να εισχωρήσει, όταν η Τονέ, θυμωμένη που στερήθηκε την εκτόνωση του υπέροχο οργάνου του, βάλθηκε να γαργαλά με ένα φτερό τις πατούσες του νεαρού. Αυτός άρχισε να γελά, να συσπάται. Το φτερό του παγωνιού συνέχισε να τον γαργαλά! Από τις πατούσες ανέβηκε στα μπούτσια, στον βουβώνα, και τέλος στο πέος που ξεκαύλωσε γρήγορα.
    Οι δυο κατεργάρες, η Τονέ και η ζουλμέ, ευχαριστημένες από τη φάρσα τους, γέλασαν για λίγο, και ύστερα, κόκκινες και λαχανιασμένες, ξανάρχισαν να λεσβιάζουν, να φιλιούνται και να γλείφονται μπροστά στον άναυδο πρίγκιπα. Οι κώλοι τους κινούνταν ρυθμικά, οι τρίχες τους ανακατεύονταν, τα δόντια τους χτυπούσαν, τα βελούδινα βυζιά τους πιέζονταν σφιχτά, της μιας πάνω στης άλλης, σφιχτά και πάλλονταν. Τέλος, διπλωμένες και σφαδάζοντας από ηδονή, μούσκεψαν η μια την άλλη, ενώ ο πρίγκιπας ξανάρχισε να καυλώνει. Μα βλέποντας και τις δυο τόσο εξαντλημένες από το λεσβιακό τους παραλήρημα, γύρισες προς τη Μύρα, που πασπάτευε πάντα το καυλί του υποπρόξενου. Ο Βιμπέσκου προχώρησε σιγά, και περνώντας τον χοντρό του πούτσο ανάμεσα στα στρογγυλά μεριά της Μύρα, τον έχωσε στο υγρό, μισάνοιχτο μουνί της νεαρής, που μόλις ένιωσε το πουτσοκέφαλο να τη διαπερνά, έδωσε μια κωλιά που έκανε το εργαλείο του Μόνυ να χωθεί ολόκληρο μέσα της. Έπειτα συνέχισε τις άτακτες κινήσεις της, καθώς το ένα χέρι του πρίγκιπα της έτριβε την κλειτορίδα και το άλλο της γαργαλούσε τα βυζάκια.
    Η πήγαινε-έλα κίνησή του μέσα στο σφιχτό μουνί έμοιαζε να δίνει ιδιαίτερη ικανοποίηση στη Μύρα, γεγονός που το μαρτυρούσαν οι φωνές της ηδονής. Η κοιλιά του Βιμπέσκου χτυπούσε πάνω στον κώλο της Μύρα και η φρεσκάδα του έδινε στον πρίγκιπα μια ευχαρίστηση εξίσου μεγάλη με εκείνη που αισθανόταν η νεαρή από τη ζεστασιά της κοιλιάς του. Σύντομα οι κινήσεις έγιναν πιο γρήγορες, πιο βιαστικές, ο πρίγκιπας κόλλησε πάνω στη Μύρα, που ανάσαινε βαριά σφίγγοντας τα μεριά της. Ο πρίγκιπας τη δάγκωσε στον ώμο και την κράτησε εκεί. Αυτή φώναζε:
    "Αχ! Είναι ωραία... στάσου... πιο δυνατά... πιο δυνατά! Να... να... πάρ' τα όλα. Το χύση σου, δώσ' το μου. Δώσ' το μου όλο... Να... Να! Να!"
    Και τελειώνοντας μαζί κατέρρευσαν και έμειναν για μια στιγμή σαν χαμένοι. Η Τονέ και η Ζουλμέ ξαπλωμένες σε μια πολυθρόνα τους κοίταζαν γελώντας. Ο υποπρόξενος της Σερβίας είχε ανάψει ένα τσιγάρο με ανατολίτικο καπνό. Μόλις ο Μόνυ σηκώθηκε, του είπε:
    "Τώρα αγαπητέ πρίγκιπα, η σειρά μου. Περίμενα την άφιξή σου και η Μύρα είχε αρχίσει να μου χαϊδεύει το πέος, εγώ όμως κράτησα για σένα όλη μου την ηδονή. Έλα, καρδούλα μου, γλυκέ μου ξεκωλιάρη, έλα να στον βάλω!"
    Ο Βιμπέσκου τον κοίταξε μια στιγμή, και ύστερα, φτύνοντας τον πούτσο που του πρότεινε ο υποπρόξενος, πρόφερε αυτά τα λόγια:
    "Βαρέθηκα να με γαμάς, όλη η πόλη μιλάει γι' αυτό".
    Όμως ο υποπρόξενος είχε σηκωθεί, έτσι καυλωμένος όπως ήταν και άρπαξε ένα πιστόλι.
    Κόλλησε την κάνη στον Μόνυ που, τρέμοντας, του πρότεινε τα οπίσθιά του τραυλίζοντας:
    "Μπάντι, γλυκέ μου Μπάντι, το ξέρεις πως σ' αγαπώ. Γάμησέ με, γάμησέ με!"
    Ο Μπάντι χαμογελώντας έχωσε το καυλί του στην ελαστική τρύπα που βρισκόταν ανάμεσα στα κωλομέρια του πρίγκιπα. Με την πούτσα χωμένη εκεί, και καθώς οι τρεις γυναίκες τον κοίταζαν, άρχισε να χτυπιέται σα δαιμονισμένος φωνάζοντας:
    "Χριστέ μου! Χύνω, σφίξε τον κώλο σου, αγαπημένε μου. Σφίξ' τον, χύνω. Σφίξε τα ωραία κωλομέρια σου".
    Και με το βλέμμα απλανές, τα χέρια γαντζωμένα στους λεπτούς ώμους του Μόνυ, έχυσε. Έπειτα, ο Μόνυ πλύθηκε, ντύθηκε και έφυγε λέγοντας ότι θα επιστρέψει μετά το δείπνο. Μα φτάνοντας στο σπίτι του, κάθισε και έγραψε αυτό το γράμμα:
    "Αγαπημένε μου Μπάντι,
    Βαρέθηκα να με γαμάς, βαρέθηκα τις γυναίκες του Βουκουρεστίου, βαρέθηκα να σπαταλάω την περιουσία μου εδώ, ενώ θα ήμουν τόσο ευτυχισμένος στο Παρίσι. Πριν περάσουν δυο ώρες, θα έχω φύγει. Ελπίζω να διασκεδάσω αφάνταστα και σου λέω αντίο.
    Μόνυ, Πρίκηψ Βιμπέσκου
    Κληρονομικός Οσποδάρος".

    Ο πρίγκιπας έβαλε το γράμμα αυτό σε ένα φάκελο, έγραψε ένα άλλο στο συμβολαιογράφο του, όπου τον παρακαλούσε να ρευστοποιήσει όλη του την περιουσία και να στείλει το ποσό στο Παρίσι μόλις θα του γνωστοποιούσε τη διεύθυνσή του.
    Ο Μόνυ πήρε όλα τα χρήματα που διέθετε, ήτοι πενήντα χιλιάδες φράγκα και αναχώρησε για το σταθμό. Ταχυδρόμησε τις δύο επιστολές, και πήρε το Οριάν Εξπρές για το Παρίσι.

    -ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-
     
  2. cadpmpc

    cadpmpc Contributor

    Βιβλίο χωρίς εξώφυλλο, δεν λέει...

     
     
  3. Stelios_X

    Stelios_X "Πείρα είναι το σύνολο των σφαλμάτων μας." Ο.W.

    Don't judge a book by its cover, λένε