Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

ME AND the DOG

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 12 Ιουλίου 2025 at 08:51.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    (Η τελευταία μου ιστορία σε αυτό το χώρο, εκτός αν έστω και ένας καταφέρει να τη διαβάσει και να τη καταλάβει...)

    To Μέσο ένα πλάσμα φυσιολογικό πίστευε πως ήταν αλλά δεν…

    Σε τίποτε νόμιζε πως δε ξεχώριζε από τους άλλους. Ούτε πολύ καλό, ούτε πολύ κακό σε ό,τι.

    Η ηθική του, η νοημοσύνη του, το ύψος, το πλάτος, ο κύκλος, το μέλι, το βάρος, το ψέμα όπως και η αλήθεια του, του μέσου η ομορφιά αλλά και η ασχήμια.

    Όλα στη μέση τα μοίραζε, το κρέας, τα χαρτιά, το νερό και το αλάτι, κορυφή κανονικής κατανομής, σημείο ακλόνητο και αγύριστο.

    Θετικό ή αρνητικό δεν ήταν εκτός από τις περιπτώσεις που η χημεία τον πότιζε χαρά ή πίκρα. Αλλά και τότε ακόμη σε ελάχιστη απόσταση από το σημείο μηδέν.

    Στις επιλογές του, σε αυτά που του άρεσαν ή απεχθανόταν, αυτά που ο πολύς ο κόσμος διάλεγε κι αυτό μαζί.

    Να κλαίει με τη μάζα, να γελάει με τη μάζα, να αγαπάει το πιο δημοφιλή και να μισεί το περιθώριο.

    Αλλά το Μέσο δεν ήθελε ποτέ να είναι φυσιολογικό, αλλά ξεχωριστό, διακριτό…

    -Να κοίτα σου λέω είναι το Μέσο, το πιο διακεκριμένο από όλους άτομο…και όλοι αυτό να θαυμάζουν, να το αγαπούν και στάμπα του να έχουν.

    Το πάλεψε, αλλά σε ό,τι και αν δοκίμασε πάντα στη μέση βρίσκονταν.

    Τα ζάρια έριχνε και 4 και 3 έφερνε. Ξανά και τώρα 3 και 4. Δεν ήθελε πολύ το αυγό να σπάσει, η αντοχή στο μέσο και αυτή, πλακωμένος ένιωσε από το πλήθος και κίνησε στη μηχανή της ανακύκλωσης να πάει.

    Μελοδραματικό δεν ήταν, αλλά ούτε χαζοχαρούμενο και αυτό ανάμεσα στο αίσιο όπως και στο απαίσιο της δόξας, όμως η απογοήτευση μεγάλη, που ένιωθε όπως όλοι οι άλλοι, αλλά δεν ήταν…

    …γιατί ήταν τρελό.

    Δεν το γνώριζε, δε το εκδήλωνε, πως να το ήξερε αν άλλος κανείς δεν το έπαιρνε χαμπάρι.

    Πίστευε πως σαν κι αυτό και οι υπόλοιποι άκουγαν φωνές μέσα στο κεφάλι τους. Πως όλοι όπως και αυτό επαφή βαστούσαν με κάποιο που δεν ζούσε πια.

    Που ως πνεύμα τους μιλούσε από τον εκεί τον άλλο κόσμο…

    Και τούτο το πνεύμα ήταν ο αδικοχαμένος σκύλος του ο Τζακ..

    Ο Τζακ.

    Ένα νευρικό, γενναίο, εγώ είμαι ο θεός, ενδεής για κόκκαλα και αγάπη Τζακ Ράσελ. Συνεχώς στο Μέσο φώναζε…

    -Πρόσεχε σου λέω Με, γάτα !

    -Τι να μου κάνει μια γατούλα, με του κλόουν το χαμόγελο το Μέσο, τότε ο Τζακ έπαιρνε το σοβαρό του, μια παύση, τρεις ανάσες, δύο εκπνοές και…

    -Είναι δαίμονες οι γάτες Με !!

    -Πρόσεχε Με, έρχεται αυτοκίνητο τρεκλίζοντας και πίσω από τη στροφή τρακάρει.

    -Που το βλέ… έκοβε ταχύτητα το Μέσο, καλού κακού και στη στροφή το κινητό αυτό κομμάτια στη φωτιά ατμούς να βγάζει.

    -Το άκουσα.

    -Το τρεκλ..

    -Το μύρισα.

    Ο Τζακ πυροβολούσε συνεχώς το Μέσο. Πρόσεχε αυτό, πρόσεχε εκείνο, μέχρι και στον ύπνο τους ξυπνούσε και το ξυπνούσε.

    -Με ξύπνα, πρόσεχε εφιάλτης ! Έφαγες βαριά.

    Το Μέσο τρελαινόταν, το μάτι γύριζε το μαύρο άσπρο κάτω και με νεύρα φώναζε στον Τζακ.

    -Hit the Road Jack και του άνοιγε την πόρτα.

    Ο Τζακ έβγαινε έφτανε στο δρόμο, μια βόλτα έκανε για να του περάσουν του Με τα νεύρα και επέστρεφε.

    Πιστός μέχρι θανάτου ο Τζακ και έτσι πέθανε.

    Ήταν ένα από εκείνα τα αγέννητα απογεύματα που το Με φορτωμένο ήταν από το φούσκωμα, του εγώ στη Μέση πάντα και ο Τζακ να τον παρά παρά παρά παρά καλά καλά καλά για βόλτα βόλτα.

    Τελικά υπέκυψε και δίχως λουρί τον έβγαλε.

    -Πρόσεχε Με πέτρα, χαλίκι και λακκούβα.

    -Πούντ ααααααααχχχχ και στο χαλίκι πάτησε, στη λακκούβα χόρεψε και μια αδέσποτη συνάντησε, μα πέτρα.

    Κοίταξε με θυμό τον Τζακ. Επίτηδες μήπως το κάνει; Ανάγκη να τον έχω και θεό να το ναι κάνω;

    -Πρόσεχε Με μια σφήκα !! Τεράστια κακόβουλη και με φόρα από πίσω από το Μέσο ερχόταν.

    -Που την; Γυρνά το Μέσο, περνά αυτή μπροστά, πηδά ο Τζακ και με το στόμα την αρπάζει. Τον τσιμπά αυτή στο φά και από την αλλεργία αυτός να πρήζεται και να ριγά.

    -Με δουλεύεις μπρε Τζακ !;!

    -Hit the road και τον παρατά και φεύγει. Μετά από καμιά ώρα πιο ήρεμος επιστρέφει αλλά ο Τζακ είχε ήδη πια σβήσει.

    Για 24 ώρες όμως μόνο. Το βράδυ εκείνο το Μέσο, τον έκλαψε, τον έθαψε, ήπιε νερό για χάρη του και κοιμήθηκε μέχρι το πρωί.

    Διψούσε, μια γουλιά ακόμη να πιεί.

    -Πρόσεχε Με θα βραστοκαταπιείς !! Πριν ακόμη η φωνή από μέσα του σιγήσει το Μέσο στραβοκατάπιε και από τη μύτη το νερό γι’ άλλα βοσκοτόπια τώρα.

    -Νερά για ιδές βουτιές που παίρνει;

    Για ένα χρόνο, αυτή η αλλαγή στο Μέσο ενδιαφέρον έδωσε και τα προβλήματα του ξέχασε. Όμως μετά επανήλθε και προς τη μηχανή της ανακύκλωσης ξεκίνησε να πάει.

    Κοντά στη γέφυρα που στο κέντρο δέσποζε αυτή, έφτασε αλλά πιο κοντά να πάει δεν μπορούσε. Ουρά από κόσμο και όχι αυτή του σκύλου η της χαράς.

    -Συγνώμη κύριε που παγαίνουν όλοι αυτοί;

    -Στη μηχανή της ανακύκλωσης. Είναι αυτή η μέρα.

    -Αυτή;

    -Εκείνη, που το φως με τη σκιά μοιράζουν εξίσου τη πίπα του πολέμου και τα περισσότερα πλάσματα επιλέγουν για ανακύκλωση να πάνε.

    -Μήπως θέτε λίγο από το νερό μου;

    -Όχι ευχαριστώ, δε πίνω. Το Μέσο περίμενε με υπομονή στην ουρά.

    -Κι εγώ; Ο Τζακ μέσα στη ψυχή του, την κούνια του να κάνει.

    -Τι θα απογίνω εγώ, αν εσύ ανά και κυκλωθείς;

    -Μαζί δε θα ‘μαστε για πάντα;

    -Στο ίδιο μαζί σαν δύο ή σαν ένα;

    -Δεν καταλαβαίνω αλλά όπως και να έχει δεν αντέχω μη διακριτό σημείο να ‘μαι του πλήθους και όχι το ‘π’ του λήθους…

    Η παύση που ακολουθεί απρόσμενη και η σιγή μεγάλη, αλλά πάνω που το Μέσο έχει πια πεισθεί πως απάντηση δε θα πάρει…

    -Θες να ακούσεις ένα παραμύθι; Το Μέσο πίσω να κάνει δεν ήθελε και εμπρός του δεν δύναται, οπότε…

    -Hit the story Jack until the end…

    Το Όλον χώρο κενό δεν είχε για να μπορεί να κουνηθεί, αφού το Όλον ήταν.

    Παντού η ομοιόμορφη, ουδέτερη και άπειρη θωριά του. Όπου και αν κοιτούσες το χρώμα ίδιο, ίδια η υφή, τιμή για όποιο μέγεθος και αν μπορούσε ο ποιος να ψάξει.

    Ακίνητος για πάντα αδρανής, αν και ο χρόνος προσοχή δεν του έδινε ποτέ.

    Ηθική καμιά αγαπημένη και γιατί μπρε διάολε να είχε; Όλες κόρες δικές Του ήταν.

    Ούτε καλό, ούτε κακό, μα μήτε λάθος ή σωστό. Τα όποια δύο, αδιαίρετα κομμάτια του.

    Λόγο ή λογική λοιπόν δε θα ‘χε, συναίσθημα ή έστω να νιώσει κάτι.

    Πόσο μάλλον την απέραντη τη θλίψη…

    Το πρόβλημα ξεκίνησε από τη λέξη “Ύπαρξη”. Μέσα στο Όλον και αυτή η λέξη.

    Μυστηριακή, ασπρόμαυρη, θολή και λέξη σκοτεινή.

    Ξεπρόβαλλε μέσα από τα βουνά του Ρήματος και αρρώστησε το Όλον με την εξής ανησυχία.

    -Προφανώς υπάρχω. Στην αντίθετη περίπτωση δε θα υπήρχες ούτε εσύ που αυτή τη στιγμή μπορείς και με διαβάζεις.

    -Τούτες είναι οι λέξεις μου. Και αφού η ύπαρξη μου έχει αποδειχθεί, νέα ερωτήματα προκύπτουν.

    -Τι είμαι;

    -Πώς είμαι;

    Το Όλον τα εργαλεία έψαξε να βρει μέσα στο Όλον, ώστε τις απαντήσεις στα ερωτήματα του, να μπορέσει στο τσιμέντο να στεριώσει.

    Ήταν η λογική της αφαίρεσης αυτή που το πρώτο θεμέλιο θέλησε να βάλει.

    -Αν από το Όλον, αφαιρέσουμε το Όλον τι είναι αυτό που μένει;

    Σχεδόν παντού στο μέσα του, όπου κι αν κοιτούσε, από τη θάλασσα του παραλογισμού, ως τους πύργους της ορθής οργής, η απάντηση ίδια πάντα.

    -Το μηδέν.

    -Σχεδόν; Το Μέσο την ουρά κοιτά αδιάφορα, το ενδιαφέρον όλο μαζεμένο στο πνεύμα του.

    -Ναι, γιατί υπήρχαν και οι αντικομφορμιστές, που υποστήριζαν πως η απάντηση ήταν μεταβλητή και ανάλογα με αυτήν, διαφορετική και η κοσμοθεωρία που προκύπτει.

    Για να κάνεις όμως μια αρχή ξεκινάς από ένα σταθερό σημείο και αυτό για το Όλον ήταν το …

    «Ο»

    Αμέσως μετά στη δίχως κενό στη σκέψη ακολουθία, το Όλον σκέφθηκε πως από το Όλον αφαιρέσει τον εαυτό του, τότε αυτό που μένει δε θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από το…

    -Μαμά;

    Το Μέσο εκνευρίζεται και μια πέτρα κλοτσά με δύναμη, αυτή μια άλλη και στο τέλος δεκάδες οι πέτρες που σε πόλεμο βροντό χτυπιούνται. Γνωστός κι ως Μεσοπετροπόλεμος.

    -Μα τώρα με δουλεύεις; Πώς γίνεται το Όλον Μάνα να ‘χε;

    -Αν τα όρια είναι αυτά που το Όλον καθορίζουν, τότε αυτά θα είναι υπεύθυνα για τη γέννηση του.

    Το Μέσο την ουρά κοιτά, 424 άτομα ακόμη. Για πρώτη φορά πολύ μικρή του μοιάζει. Της ιστορίας η συνέχεια σα σειρήνα του φωνάζει. Ο Jack όμως δεν μιλά και αυτός ανήσυχος.

    -Jack;

    -Εδώ είμαι και τη ψυχή σου ξεσκονίζω. Είτε αληθές ή μη, για το Όλον αφού και τα δύο ήταν δυνατά, το πρώτο επέλεξε για αλήθεια.

    -Ναι Υιέ μου;

    -Ποιος είμαι Μάνα;

    -Το άπειρο Υιέ μου.

    -Που βρίσκομαι;

    -Μέσα μου.

    -Εσύ ποια είσαι;

    -Για κάποιους το Ο, για άλλους το σημείο αναφοράς, το σπίτι, η τέλεια η σφαίρα κι εσύ το εσωτερικό της. Άπειρα σημεία που μέσα μου κατέχεις.

    Αυτή ήταν η πρώτη φορά που το Όλον μια θολή εικόνα απέκτησε για τη δόκιμη μορφή του.

    -Και προς τι η θλίψη;

    -Αυτή ήρθε, όχι πολύ αργότερα, πριν ακόμα η βροχή της αποκάλυψης την οσμή της κρύψει, το Όλον στην επόμενη πράξη προχώρησε.

    -Αν το Όλον με το Όλον διαιρέσω τι προκύπτει τότε;

    -Εύκολη απάντηση, το Μέσο χαμογελάει μετά από δέκα χρόνια. Το πρόσωπο ατροφικό ζορίζεται αλλά τελικά τα καταφέρνει. Μαζί του και η ουρά.

    -Το Ένα.

    -Ένα τι;

    -Σκέτο Ένα, δίχως μονάδες ή μανάδες, χρώμα ή εθνικότητα. Ένα μέτρο όχι, ούτε λεμόνι, ούτε αυγό, καθαρό το ένα, καν ενός τη σάρκα δεν πληρώνει.

    -Όντως.

    -Ένα το Όλον ίσο με το Όλον, μια φορά εγώ, το αποτέλεσμα εγώ, είπε το Όλον και ένιωσε το τσίμπημα της μοναξιάς που γεννιέται από την αξία της μονάδας…

    -Άλλος σαν κι εμένα να υπάρχει; Μια κουβέντα να ανταλλάξω ρε παιδί μου. Μια θάλασσα να πιω, ένα βουνό να τον κεράσω και στην κορφή του άχνη και κανέλα.

    -Άλλη μήπως; Μαζί της να φλερτάρω. Ένα φιλί μου να της δώκω και αν αυτή το ανταποδώσει αστέρι να το κάνω και με αστερόσκονη να βαφτίζω τα πονήματα της…

    -Να μονολογεί δίχως κανείς να του απαντά, μέχρι που στην επόμενη πράξη προχώρησε. Στην πρόσθεση.

    -Σ’ εμένα αν προσθέσω ό,τι έως κι εμένα ακόμη, τι προκύπτει;

    -Το ‘χω, το ‘χω, το Μέσο από τον ενθουσιασμό του τον βηματισμό του χάνει και 925 τώρα οι μονάδες που στέκονται εμπόδιο ανάμεσα σ’ αυτόν και το σημείο ανακύκλωσης.

    -Όλον συν κάτι;

    -Όχι.

    -Γιατί;

    -Αφού το Όλον ήταν, κάτι παραπάνω από αυτόν δεν μπορούσε να προκύπτει. Άρα Όλον.

    -Όσο κι αν προσπάθησε, πάντα Όλον.

    -Καθιστώντας το κάτι που πρόσθετε σ’ αυτόν ασήμαντο. Απεγνωσμένος, της απελπισίας κακός υιός, να αφαιρέσει προσπάθησε από εαυτόν, αλλά αν από το άπειρο το πεπερασμένο βγάλεις πάλι άπειρο προκύπτει.

    -Ποιο το πρόβλημα σ’ αυτό;

    -Αν δεν μπορούσε να υπάρξει τίποτε διαφορετικό από το Όλον, τότε για πάντα μόνος θα ήταν…

    Το Όλον στη θλίψη τη βαριά κατρακύλησε, πηγάδι δίχως πάτο…

    -Εεεεεε δε σε πιστεύω πια. Σταμάτα!!

    Το Όλον σε θλίψη;

    Ο Θεός σε κατάθλιψη;;

    Αυτός που τα έχει όλα;;;

    Είναι δυνατόν;;;;

    -Αν ο Θεός μπορεί και αγαπά, γιατί όχι σε κατάθλιψη να πέφτει;

    Το Μέσο στέκεται αποσβολωμένο.

    -Ποτέ δεν είχα σκεφθεί από αυτή την οπτική. Στάση κάνει παγωτό να πάρει, τις πληγές του για να γιάνει, το κενό για να γιομίσει. Δύο πελαργοί τον προσπερνούν και 500 ακόμη νοματαίοι.

    -Θρηνούσε το Όλον μέχρι που τον άκουσε η μάνα του.

    -Γιατί κλαις Υιέ μου;

    -Συγνώμη έχω μία απορία. Γιατί το Όλον έχει φύλο και είναι αρσενικό;

    -Γιατί η μάνα έχει και είναι θηλυκό;

    -Εγώ δεν έχω…

    -Είσαι το Όλον;

    -Όχι.

    -Είσαι μάνα;

    -Όχι.

    -Γιατί να έχεις; Το Μέσο προβληματισμένο στη κουπαστή του ακουμπά και το βλέμμα του απλώνεται στην ερημιά του κόσμου. Πίσω του το πλήθος στη σειρά, κυλά ατέρμονα.

    -Συνέχισε.

    -Μάνα είμαι μόνος και δεν θα μπορέσω ποτέ να συναντήσω, κάτι άλλο πέρα από εμένα.

    Την μοναξιά μου σε ποιον θα τη πουλήσω; Η μάνα του τον κύκλο δένει, παρηγοριά, θαλπωρή και η φωτιά που τρέμει.

    -Μα αν από το Ο, σημείο η στιγμή, το άπειρο γεννιέται, πως είναι δυνατό διαφορετικό σύνολο από αυτόν να μη μπορεί να δημιουργήσει;

    -Αμ να εγώ είμαι το Όλον. Που εγώ να σκάψω, ώστε χώμα να βρω διαφορετικό από το δικό μου;

    -Στο νεκρό ζωή να δώσεις και ελεύθερο να τον αφήσεις.

    -Ελεύθερος; Πώς μπορεί κάποιος να ‘ναι;

    -Όταν μπορεί τα πάντα να βιώσει.

    -Κι αυτό αρκεί;

    -Όταν τον αγαπήσεις, τότε αυτό που ψάχνεις θα το βρεις…

    Το Όλον, το ζύγισε, το σκέφθηκε, το πότισε, βλάστησε αυτό, μεγάλωσε και ωρίμασε.

    Μια χούφτα κόκκους πήρε από την άμμο και κόσμο έφτιαξε. Για χάος έμοιαζε ο κόσμος, αλλά με μη ορατούς νόμους λογικής, στέριωσε σφιχτά το αχανές.

    Ζωή έπλασε παντού και στο κέντρο της σφαίρας του, ένα πλάσμα του ξεχώρισε…

    Το έφτιαξε με τη μέση δόση από τα πάντα και τη φαντασία ελεύθερη την άφησε να μπορεί να φτάσει όπου θέλει. Πριν πνοή του δώσει, ένιωσε πως κάτι έλειπε, την κορυφή πήρε της αιχμής και τεράστια ενέργεια της έδωσε.

    -Τώρα είναι έτοιμο. Φύσηξε και το πλάσμα ανάσα πήρε. Σηκώθηκε αυτό, κοίταξε από κέντρο γύρω του και άρχισε να τρέχει…

    Με τα πόδια του οκτώ, μακριά δεν έφτασε. Θα ἤ τάν ἤ δεν θα τᾶς χίλια, τα χιλιόμετρα που η παλίρροια του φεγγαριού και το ελατήριο της ασφαλιστικής δικλείδας, του επέτρεψε να φτάσει. Το πολύ μια ώρα να του πήρε.

    Μια πλατεία, ένα Χ στο κέντρο και εκεί στη τομή επάνω, ένας βράχος αιχμηρός. Σημείο βολικό το σώμα να στηρίξει και ενέργεια να κλέψει από τον ήλιο που κουρασμένος έγερνε. Κάθισε και περίμενε κάτι σημαντικό να γίνει.

    Ένα παιδί τον πλησίασε με πόδια έξι, τα δυο να λείπουν. Το χρώμα του, της βανίλιας του αρρώστου.

    -Συγνώμη μήπως έχεις να μου δώσεις ένα λεπτό; Στην κουφάλα του χρόνια εκατό να μένουν. Τι βάρος θα είχε ένα μόνο λεπτό;

    Εκείνη τη στιγμή Χρυσόμυγα στο πεδίο του περνά και στο γερμά του ήλιου ξεκινάει να τρυγά.

    -Οιωνός !

    -Τι είπατε κύριε;

    -Cero τ’ όνομα μου, όπως και ο χρόνος που σου δίνω και τα μάτια του σφραγίζει, το πόνο να μη βλέπει.

    Μία η ευχή του.

    -Θα ήθελα η κορυφή της πυραμίδας εγώ να γίνω και ό,τι πιο πολύτιμο στους ζωντανούς ανήκει, στη κατοχή μου να περάσει ! Το χρόνο των ζώντων της πλατείας δαύτης για αρχή.

    Όντως, πρώτα τα μεγάλα, το χρόνο τους να χάνουν και του Cero να αυξάνεται. Τέσσερις του κορακιού οι ελέφαντες που καταρρέουν.

    Στη κουφάλα του Cero 17000 χρόνια τώρα.

    Ακολουθούν τα έλλογα, τα ιπτάμενα φυτά, αυτά που στο χώμα κολυμπούν κι αυτά που έρπουν. Μέχρι και τα πλάσματα που η μύτη της καρφίτσας για αυτά πλανήτης.

    7635452 τα χρόνια μαζεμένα.

    Ο Cero τα μάτια του ανοίγει, το τοπίο σκοτεινό. Πτώματα παντού, κουφάρια ξεφούσκωτα κι αυτός διακριτός στην πέτρα πάνω.

    -Τι όμορφα που είναι να νικάς. Κι άλλο θέλω, αλλά τους δικούς μου, μη τους πειράξεις.

    Το θανατικό στο πλανήτη αυτό απλώνεται από άκρη σ’ άκρη, μέχρι που δύο πλάσματα πέρα από το Cero, ταύροι καθιστοί ακόμα.

    Τα δύο τα παιδιά του. 19000000000 σχεδόν τα χρόνια.

    -Το ένα μου παιδί, αδύναμο και αχάριστο, 19000000200.

    Ο Cero νιώθει στα νέφη να πετά, έτοιμος να φύγει από αυτόν το βράχο.

    -Το άλλο την ευθύνη του θανάτου να κουβαλάει; Άδικο θα ήταν, 19000000401.

    Ο θάνατος σαν ιός φωτός εξαπλώνεται στο ηλιακό του σύστημα, ένας πλανήτης κι ένας δορυφόρος τη ζωή προσφέρουν. Οι υπόλοιποι κενοί.

    Από τούτο στο διπλανό και από εκεί στα πλάνα τα μεγάλα, μέχρι που το μόνο ζωντανό του γαλαξία είναι αυτός.

    -Είμαι ο κορυφαίος ! 158 επί 10 εις την 200 τα χρόνια που κατέχει.

    -Κι άλλο… Ο ένας μετά τον άλλο γαλαξίας τα κεριά τους του προσφέρουν, για τη δική του τη ζωή. 10 εις την 10 εις την 10 εις την …

    Ο Cero της νάρκης ο κισσός που τη ζωή από παντού απορροφά και τους κοιμίζει όλους. Ένα ακόμα ζωντανό μένει πέρα από αυτόν.

    Το τελευταίο πλάσμα, ένα κύμα κόκκινου φωτός ζωντανό και με τη συνείδηση ενός πολιτισμού, αποθηκευμένο στη κυματομορφή του.

    Το κόκκινο τον τηρά και ο Cero τηρά αυτό.

    -Το τρόπο βρήκες να ξεφύγεις;

    -Όχι.

    Το κόκκινο το άδειο σύμπαν νιώθει, το ίδιο και ο ανυπόμονος Cero.

    Το κόκκινο τέλος στη ζωή του βάζει και ο Cero η μοναδική μορφή ζωής σε ολάκερο το σύμπαν.

    Μέσα του, τα χρόνια που μπορεί να ζήσει, 100 εις την 100, εις την 100, εις την 100, εις την 100, εις την…

    Νιώθει θεός και ό,τι στην άκρη έχει φτάσει το ελατηρίου.

    Τώρα; Την αξία της μονάδας νιώθει και το μετά από τη μέγιστη απομάκρυνση. Μια νέα απόφαση παίρνει.

    Ένας βράχος, νερό, χώμα και ύλη δίχως ποθώ και πάθος. Ο Cero με τα πόδια σημαδεύει…

    -Κι εγένετο ζωή !!

    Η Tea τις κηλίδες της κοιτά, ουλές του ήλιου. Ο New τις τρίχες τις λευκές, παράσημα του χρόνου.

    -Κουράστηκες;

    -Λίγο ακόμα… Η Tea μια πεταλίδα αφαιρεί από το καφέ το βράχο. Ένα μικρό ματάκι χρωματισμένο με αλμύρα. Με το φτερό της το ακουμπά και στο βράχο πίσω. Συνεχίζει…

    -Έπρεπε πατέρα να μ’ έβλεπες. Πώς το ‘πες; Ααα ναι σωστά, πανταχού παρών και τα πάντα βλέπων. Όπως και να ‘χει θα στα πω και με κύματα φωτός την ιστορία γράφει..

    -Όντας πια μόνος, στάθηκα γυμνός και ζωντανός με πρόσωπο στις μωβ θάλασσες του αλλόκοτου φωτός, λίγο πριν τα δύο μεγάλα αστέρια διεκδικήσουν την ίδια θέση στο χώρο και στο χρόνο.

    Να βλέπω αυτό το θέαμα, το απίστευτο, έχοντας στη κουφάλα μου όλα του κόσμου τα χρόνια, μα κανένα άλλο να το μοιραστώ.

    Ένας λυγμός, σιωπή και παύση και επαναφορά.

    -Τι νόημα πατέρα έχει να είσαι η κορυφή του κόσμου, όταν από κάτω σου κανείς.

    -Μέσα μου;

    -Ούτε μέσα μου, ακόμα και αυτών τη ζωή είχα απορροφήσει.

    -Νικητής σου λέω !! Είσαι περήφανος για ‘μένα;

    -Η περηφάνια αμαρτία; Έχεις δίκιο πατέρα, συγχωρέσε με αμάρτησα, ούτε εγώ είμαι περήφανος για ‘μένα.

    Η σύγκρουση δύο αστέρων δεν κρατάει μερικά δευτερόλεπτα όπως θα πίστευε κανείς. Ο Μέγας ανατολικός μέσα στο Μέγα δυτικό βυθίστηκε γοργά, με το δεύτερο τα φώτα και την πυρά του να απλώνει, αργά σ’ αυτή τη βαθιά διείσδυση.

    Ο μέγα Ανατολικός δύο τεταρτοσφαίρια θυσίασε και δόρυ τεράστιο εποίησε που τη καρδιά του Δυτικού χώρισε στα τρία. Μετά και οι δύο αγκαλιάστηκαν με πάθος, σε μία άμορφη πια μάζα.

    Πίδακες ύλης και φωτός στα πέρατα νεκρά να απλώνονται. Πρώτα στο φως έδωσα ζωή. Ύστερα εκεί που η φωτιά το νέφος του διαστήματος συνάντησε, φυλακές του ελαχίστου μήκους σχηματίστηκαν. Κι εκεί ζωή, άφησα ανενεργή, να ταξιδέψει σαν τις πυγολαμπίδες και αν εύφορη η ευκαιρία που θα απαντήσουν και κάθετα μπορέσουν να χωθούν, τότε τη ζωή παντού να διασπαθίσουν.

    Δεν μου ήταν όμως αρκετό. Το διαστημικό σεντόνι χρησιμοποίησα, ξέρεις αυτό που το χώρο με το χρόνο δένει και από τους πόρους τους τυχαίους σε διάφορα του σύμπαντος, τα σημεία εμφανίσθηκα και τη ζωή μοίρασα, αδιακρίτως παντού με αγάπη.

    Τα χρόνια πέρασαν και εγώ χρόνια σκόρπισα μέχρι που σε μία πλατεία, μ’ ένα Χ στο κέντρο βρέθηκα να κάθομαι, σε βράχο αιχμηρό.

    -Ένα παιδί με πλησίασε με έξι πόδια. Να λείπουνε τα δύο.

    -Συγνώμη μήπως ένα λεπτό έχεις να μου δώσεις;

    Στη κουφάλα μου χρόνια ενενήντα και εννιά να μένουν. Τι βάρος ένα μόνο λεπτό να είχε;

    Μύγα του Χρυσού στην περιοχή μου μπαίνει και στην ανατολή του ήλιου το μου στο Α φήνει.

    -Κύκλος;

    -Κύριε, τι είπατε;

    -Cero τ’ όνομα μου και 99 τα χρόνια που σου δίνω. Cero να μείνουν…

    -Άστο Jack μη συνεχίζεις, το κατάλαβα. Φθίνουσα ταλάντωση είναι η ζωή, μετρημένες οι ευκαιρίες που σου δίνονται. Μπλα, μπλα, μπλα…

    Έχω άδικο; Δύο άτομα ακόμα για το σημείο ανακύκλωσης.

    -Jack? Ένα.

    -Jack??

    -Σε εμένα απευθύνεστε;

    Το Μέσο στο σημείο του Μη και δεν, φτάνει, αρκούδα ο υπάλληλος που τον υποδέχεται.

    -Όχι, όχι, στο σκύλο μου μιλούσα.

    -Η αρκούδα κοιτάει αριστερά και μετά στα αριστερά, σκύλος πουθενά.

    -Αaα μάλιστα, ακουστική ψευδαίσθηση.

    -Όχι Mr. Bear, ψέμα δεν είναι, αλλά… το σκέφτεται, το αφήνει, αόρατο αυτό, χώρο καθόλου να μην πιάνει.

    Σε μία δακτυλήθρα άπειρες οι σκέψεις που χωρούν;

    -Είμαι έτοιμος για ανακύκλωση.

    -Θα δούμε. Η αρκούδα κόκκινο κουμπί πατά, τα κλουβιά ανοίγουν.

    -Γιατί υπάρχει και άλλη κατάληξη; Το Μέσο με ασύμμετρο χαμόγελο, την ευθεία να κυκλώσει. Μπαίνει μέσα στο κλουβί.

    -Ναι υπάρχει και η οριστική διαγραφή. Το πράσινο κουμπί πατά και το κλουβί κλείνει. Το Μέσο νιώθει τη μέγγενη να σφίγγει.

    -Τι εννοείτε; Η αρκούδα το κεφάλι της σηκώνει, κόσμος στη γέφυρα της στέπας περιμένει, τις λέξεις διαλέγει προσεκτικά. Ο χρόνος είναι χρήμα.

    -Αν στη προηγούμενη ζωή σας πέτυχατε παραπάνω από ότι σε αυτή, τότε διαγραφή. Σε αντίθετη περίπτωση, ανακύκλωση και άλλη μια ευκαιρία σας δίνετε.

    Το Μέσο νιώθει το οριστικό να το αγγίζει.

    -Μα τι λέτε; Σε τι θα μπορούσα να επιτύχω; Ποια είναι η τύχη και ποιο το ατυχές;

    -Ο σκοπός της ζωής τη σύζευξη ζητά στο Όλον για να φτάσει και τη ζωή στο θεό να δώσει.

    Για αυτό επιλέγουμε από τις random συνειδήσεις της δημιουργίας, αυτές που κατάφεραν σε τούτη τη ζωή, σε σύζευξη μεγαλύτερή να συμμετέχουν από ότι στην προηγούμενη.

    -Μα πώς; Που να θυμάμαι στη προηγούμενη ζωή μου τι κατάφερα;

    -Δε θυμάσαι, ώστε κάθε φορά οι επιλογές να γίνονται δίχως εξαναγκασμό.

    Το Μέσο νιώθει να παγώνει, η αρκούδα με τις μέλισσες την αναζήτηση της κάνει.

    -Λοιπόν στην επιφάνεια του μελιού, βλέπω πως σε αυτή τη ζωή μία μόνο φορά. Εσύ και ο σκύλος σου, σαν ένα λειτουργήσατε.

    -Και στην προηγούμενη; Στη θάλασσα κοιτά και τα πάντα στο διάστημα διαβάζει. Κοιτάει και στη Γη και βλέπει…

    Η αρκούδα χαμογελά, μεταλλικά τα δόντια της.

    -Είσαι τυχερό, καμιά. Είναι ο πρώτος σου κύκλος.

    Σκουλήκια ξεκινήστε την ανακύκλωση…

    Τέλος