Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Message in the Bottle 9th

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 29 Σεπτεμβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Bottle 9th


    12 ημέρες πριν την έναρξη του Δίδυμου πολέμου.


    Όταν γράφεις με τα πόδια δε βαδίζεις. Τα δάχτυλα ματώνουν σκλάβοι σε αυτόν που υπαγορεύει. Τα μάτια στις λεπτομέρειες πληγώνονται, υπεύθυνα δεν είναι. Η καρδιά το αίμα δίνει και τον τρελό ρυθμό. Το σώμα φλέγεται. Φωτιά αόρατη, κόκκαλα ξερά και βενζίνη, δώρα στον Κισσό.


    Όταν γράφεις οι εικόνες δικές σου δεν είναι. Σάρκα ωμή που την κλέβεις από το Δάσος. Την μαρινάρεις, με το χρόνο ωριμάζει, την καταπίνεις, την ξερνάς, την ξεπλένεις, προσθέτεις από το αίμα που κυλάει από του χρόνου τον καθρέπτη σου και την καταπίνεις για άλλη μία φορά. Μία διαδικασία που επαναλαμβάνεται…


    Αν στο άπειρο το πλήθος τείνει, η εμμονή σου τρώει τη ψυχή. Να σταματήσεις πότε;


    Για άλλη μια φορά στο στόμα σου τη βάζεις, την χωνεύεις, τα σπλάχνα τρώει και αχνιστή την αφοδεύεις στη σιωπή της νύχτας…


    Και κάποτε τη σερβίρεις.


    “Το Κάστρο” (Μέρα 1)



    Υπάρχει ένας πλανήτης κρυμμένος πίσω από το πιο φωτεινό τ' ουρανού αστέρι. Υγρός, ζεστός, με ανάλαφρη ατμόσφαιρα και τρία μικρά της Μοίρας τα φεγγάρια. Είναι πλημμυρισμένος από άφθονο γόνιμο νερό. Μόνη ξηρά, κοντά στον ισημερινό του, ένα τεράστιο νησί.


    Το μέγεθος του μεγάλο για νησί, αλλά μυρμήγκι μπροστά στους δύο Υδρόσαυρους που τον περικυκλώνουν. Γύρω του, τα υγρά της Πλάνης και της Λήθης, δύο θάλασσες, του πράσινου η μία μάνα, του μαύρου η άλλη κόρη. Από την αρχή της ζωής μεθούν με την οσμή του, όποιον τις πλησιάζει και βράζουν με το άγγιγμα τους, αυτόν που τολμάει.

    Μες το νερό κατοικούν πλάσματα που μόνο μια αλλόκοτη φαντασία θα μπορούσε να περιγράψει την τελειότητα στη συμμετρία τους. Ικανά να επιβιώσουν στα υγρά της Πλάνης και της Λήθης. Ψυχρόαιμα και με δέρμα δέκα εκατοστά πηχτό. Χρώμα μωβ, βαθύ μωβ.


    Πλάσματα με πανάρχαιες προφητείες να μιλούν για κόσμους μυθικούς που βρίσκονται πίσω από τ' αστέρι.


    Αυτοαποκαλούνται "Ντου" και ζούνε σε υποβρύχιες πολιτείες. Οι ζωές τους είναι κύκλοι σε χρόνο μακρύ. Ζούνε μόνο στο το νερό και στην ξηρά ποτέ δεν βγαίνουν. Όχι πως δεν θέλουν. Πάντα υπάρχουν οι αφελείς. Και πάντα η κατάληξη είναι η ίδια. Ένα βήμα πάνω στην άμμο την υγρή, ένα βήμα μακριά από την ασφάλεια, που το δικό τους υγρό βασίλειο τους χαρίζει, μία ανάσα που γονατίζει πάνω στους κόκκους άμμου και ένας κόκκος ακόμα να φωλιάζει πάνω στους αμέτρητους άλλους.

    Ένας πλανήτης με τρία φεγγάρια, ένα κόκκινο, ένα λευκό και ένα βαθύ μπλε.


    Τρεις σφαίρες διαφορετικές, τρεις σκιές αταίριαστες, τρία παιδία του ίδιου πλανήτη που δρόμους διαφορετικούς χαράζουν. Τρεις Νύμφες που χορεύουν εκστασιασμένες πάνω στον ουρανό και σε καλούν να τις συνοδεύσεις.


    Ο χορός τους σε σκηνή διαφορετική της μίας από την άλλη. Εκτός από μία φορά. Για μία στιγμή αυτού του σύμπαντος και μισής γυμνής περιστροφής του πλανήτη. Τότε τα τρία κορίτσια συναντιούνται στον ουρανό πάνω από το νησί. Χύνουν με πάθος σκοτεινό, το φως τους στο κέντρο του νησιού. Εκεί αγέρωχο, τρομακτικό και προκλητικά ψηλότερο από τα τέσσερα βουνά στις άκρες του νησιού, υψώνεται το Κάστρο.

    Κάθε φορά που τα τρία φεγγάρια πλησιάζουν μεταξύ τους, όλα τα πλάσματα του θαλάσσιου κόσμου πλησιάζουν από όλα τα σημεία τούτου του πλανήτη και κυκλώνουν το νησί. Χιλιάδες ανάσες σχηματίζουν έναν παχύ αχνό, μία ομίχλη που θεριεύει, καθώς οι φωνές και οι άτακτοι τον θόρυβο σκοτώνουν. Για να δουν, να ακούσουν, να μυρίσουν την μαγεία που απόκοσμα ξεχύνεται από το κάστρο.


    Να κλέψουν, να μαζέψουν και να κρύψουν στίγματα πετράδια, από τα χρώματα που σαν νιφάδες, όταν στην ομίχλη τους θα φτάσουν, αργά και αρχοντικά πάνω τους θα πέσουν. Μία νύχτα, μια γιορτή, η κόλαση και ο παράδεισος δύο ποτάμια που ενώνονται για να πλάσουν τον πόθο του Άρχοντα, του αφέντη αυτού του Κάστρου.

    Μαύρα και μαρμάρινα τα κολονάκια, στηρίζουν το πρεβάζι του. Το βλέμμα σου απλώνεται σιμά τους. Δεν είναι απλά κολονάκια αλλά σώματα. Γυναικεία, αντρικά, παιδικά. Τα χέρια τους ενσωματωμένα στο μάρμαρο ψηλά. Τα πόδια τους βυθισμένα και παγιδευμένα. Άλλα ανοιχτά και άλλα δεμένα μεταξύ τους. Δεν υπάρχει συμμετρία, δεν υπάρχει ομοιότητα και αυτό είναι το ανησυχητικό. Το καθένα από αυτά είναι διαφορετικό και εκφράζει με τις παγωμένες λεπτομέρειες την δική του προσωπικότητα. Κάποτε είχαν ζωή μέσα τους, κάποτε έκλαιγαν, γελούσαν, χόρευαν, μιλούσαν. Και κάποτε κάποιος την ψυχή τους έκλεψε. Κάποτε ελεύθεροι ήταν, τώρα σκλάβοι που χτίστηκαν ζωντανοί. Τώρα νεκροί ή μήπως όχι; Κοίταξε στον τοίχο, οι σκιές τους κινούνται και χορεύουν.

    Το κάστρο είναι σιωπηλό. Μια τεράστια φωτιά λικνίζεται γυμνή στην κεντρική τη σάλα. Τα υπόλοιπα δωμάτια κλειστά. Τιμωρημένα. Τα παράθυρα τους σφραγισμένα και οι πόρτες τους κλειδωμένες. Φυλακισμένα. Πετώντας φτάνεις στο μπαλκόνι.


    Μεγάλο και επιβλητικό. Δέντρα παράξενα αγκαλιασμένα με τα αγάλματα ζώων μη οικείων στη θωριά τους. Πράσινο το αίμα, που απ’ τις πληγές τους στάζουν και το χώμα τους ξανά ποτίζουν.

    Υπάρχουν κάποια καθίσματα. Δείχνουν αναπαυτικά αλλά όχι αθώα. Σκύβεις και τα παρατηρείς. Σώματα γυμνά και στα τέσσερα στηρίζουν. Σηκώνεσαι και κοιτάς τριγύρω. Τα αγάλματα κρυμμένα σε παρακολουθούν. Φοβάσαι. Κουνιούνται και βυθίζονται στις κουφάλες από τα δέντρα. Αναθαρρεύεις και η περιέργεια σε κερδίζει. Διστακτικά πλησιάζεις στο πιο κοντινό που πίσω από ένα πλατύφυλλο φυτό παραμονεύει. Στο στόμα του ποντίκια. Τρέχουν να κρυφτούν στα σωθικά του, μόλις το κοιτάς.


    Πιάνεις το μεγάλο φύλλο, για να το παραμερίσεις. Το ζώο από μάρμαρο χώνεται, κρύβεται και στις φυλλωσιές, βυθίζεται. Δεν φαίνεται πια. Σταματάς καθώς νιώθεις την ζεστασιά και το πάχος του φύλλου. Αίμα ζωντανό κυλάει μέσα του. Πριν προλάβεις να δεις τι κρύβεται πίσω από αυτό, η μπαλκονόπορτα ανοίγει. Το αφήνεις και γυρνάς απότομα έτοιμη να πιάσεις το τόξο που κρέμεται από πίσω σου, για να αμυνθείς.


    Τον βλέπεις και η κίνηση σου παγώνει. Η φωνή του βαθιά και απόκοσμη. Τον ακούς.

    -Σε περίμενα

    Παγώνεις στην εικόνα! Είναι τεράστιος. Τα μαλλιά του θα μπορούσαν το σώμα σου να θάψουν. Τα μέλη του κορμοί μικροί. Η ομορφιά του απάνθρωπη. Δέος! Μια λέξη που πλάστηκε μικρή και μικρή για πάντα έμεινε. Νιώθεις πουλί μπροστά στον μεγάλο Κυνηγό.

    -Πέρασε.
    Η φωνή του να σβήσει δεν προλαβαίνει, κινείσαι. Προχωράς και τον προσπερνάς δρασκελίζοντας δύο αφύσικα μεγάλες μπαλκονόπορτες. Ένα τριώροφο θα περνούσε δίχως στη κα ν α σκύψει. Μπαίνεις στην σάλα. Δεν τον ακούς που σε ακολουθεί. Δεν πρέπει το έδαφος ν’ αγγίζει. Οι πύλες κλείνουν και ο κόσμος μικρός, σε κουτάκι χάνεται.

    Τέσσερις εντυπωσιακές φωτιές σε κοιτάνε λαίμαργα, θέλουν να ορμήσουν, παγιδευμένες σε τζάκια, μικρά κελιά θυμίζουν. Άλλη πηγή φωτός δεν δείχνει να υπάρχει. Η κάθε μία τους έχει τον δικό της χαρακτήρα. Το δικό της φόρεμα, παιχνίδια και τροφή.

    Τοποθετημένες φαινομενικά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Η φωτιά του Νότου θυμίζει με τα πέπλα της την έρημο. Του Βορρά, ψυχρή και απόμακρη, σαν να μη θέλει να ζεστάνει. Η Ανατολή ζεστή και φιλική και της Δύσης με το φθόνο να την ποτίζει. Ένας μεγάλος σταυρός ο χώρος που φωτίζουν, αφήνοντας τις σκιές σε ημισέληνο, να κρύβουν το μέγεθος της σάλας.

    Κάθεται στο κέντρο του σταυρού. Μία πολυθρόνα ή μήπως ο θρόνος του, κτήνος αντάξιο του αφέντη του; Τρία μέτρα και στα πόδια του σαν παιδική η δική της.

    -Κάτσε.

    Το σώμα της με την δική του θέληση υπακούει στην προσταγή του.

    Αφήνεις το τόξο με την φαρέτρα δίπλα από την πολυθρόνα σου, σε απόσταση όσο το μήκος των χεριών σου. Σε γοητεύει και σε τρομάζει. Το δέρμα σου με γυαλί χαράζει καθώς σε γητεύει.

    -Ποιος είσαι;

    Τα μάτια του μεγάλα όσο οι παλάμες της. Μαύρα ερεβώδεις, διαμάντια ενός κόσμου άλλου ξεχασμένου. Υπολογίζει το ύψος του. Τρία μέτρα ύψους δέντρο δίπλα του θα φαίνεται μικρό. Καταδικασμένο.

    -Ο Φύλακας που γύρευες.
    Κάτι την τρομάζει στα μάτια του. Δεν έχουν λευκό!!!
    -Τι φυλάς;
    -Τις μνήμες. Γιατί με αναζητούσες;

    Κάπου σε κάποια αρχαία μάχη πρέπει πληγώθηκε και τα μάτια του να έχασε. Σχεδόν βλέπει την εικόνα της μπροστά της. Τον βλέπει ξαπλωμένο γεμάτο αίμα σε χέρια πλατιά, με αγάπη τον κρατούν. Στις άδειες κόγχες, ωοειδείς κρυστάλλους βάζουν…



    -Ακολουθούσα έναν μύθο.

    Με μια κοφτή ανάσα, όπως όταν αφήνεις το βέλος να φύγει προς το στόχου του, αποδιώχνεις την εικόνα και συγκεντρώνεσαι σ’ αυτόν.

    -Ψάχνω τον Πόθο.

    Το μαύρο σε μία έκρηξη βαθύ και κόκκινο γίνεται. Στο τέλος Μωβ. Ισχυρή η θέληση που τον συγκρατεί και ας χάνει κάποια από τα άκρα της. Υποτάσσει το χρώμα, αυτό σαν τετράποδο δαρμένο ουρλιάζει φεύγει και της χαρίζει ένα χαμόγελο. Το βαθύ μπλε της Βόρειας θάλασσας φέγγει τώρα και συνοδεύει σαν πιστό σκυλί τις λέξεις του.

    -Δεν ξέρω που βρίσκεται πια. Έχω μόνο τις αναμνήσεις του. Ίσως εκεί βρεις τα σημάδια του Ιχνηλάτρια. Ίσως βρεις τον δρόμο για αυτόν που ψάχνουν και οι Θεοί.

    -Τι ζητάς για να μου δείξεις;

    -Μία δική σου…

    -Μόνο; Το μόνο ποτέ δεν ένιωσε πιο μόνο μέσα σε αυτό απέραντο σκοτάδι.

    -…να την ξαναπλάσω όπως θέλω εγώ. Να την ορίσω και μαζί αυτήν κι εσένα.

    Κοιτάς το πρόσωπο του. Τα μάτια σου φοβούνται. Δέρμα του η άμμος της ερήμου που κρύβει παγίδες. Άλλοτε στερεή και κάποτε σαθρή έτοιμη να σε καταπιεί.



    Δαγκώνεις το χείλος σου, ματώνει, μία σταγόνα κόκκινη, στην καμπύλη του λευκού σου στήθους, από το λαιμό γλιστράει. Αργά.


    -Εντάξει.

    Σε κοιτάει. Συμφωνία με τον διάβολο; Αντίτιμο; Το σώμα του συσπάται, το γέλιο του δαίμονας, ξεχύνεται στο δωμάτιο και το κυριεύει. Δεκάδες οι δαίμονες παιδιά του, όλοι μαζί γελούν. Αόρατα αλλά και συμπαγή. Γυμνά και διάφανα. Διαχωρίζονται και ταξιδεύουν προς τις φωτιές. Βουτάνε μέσα τους και μεταμορφώνονται. Πύρινα πουλιά που φεύγουν από τις μήτρες τους. Πετάνε και γεμίζουν την σάλα. Φωτίζεται και αποκαλύπτει…

    …το άπειρο! Δεκάδες ή μήπως απλά ψευδαίσθηση, καθρέπτες στολίζουν τους τοίχους. Πρόσεχε!!!

    Μ’ ακούς; Πανικοβάλλομαι! Δεν μ’ ακούς, μονάχα εγώ τις σκέψεις σου, που χαζεύουν σαν παιδιά. Κάτι είχε η φωτιά. Σου φωνάζω αλλά μάταια.

    ‘Δεν σα ακούει ταξιδιώτη’, η φωνή του εισβάλει μέσα μου.

    ‘Τι έκανες ;’ Πόσο βαθιά μπορεί να βλέπει; Ψάχνω τα σκοτεινά δωμάτια της ψυχής μου, πρέπει να θάψω ότι επικίνδυνο μπορεί στα χέρια του να γένει.

    ‘Δεν με ενδιαφέρεις’, τον νιώθω να χαμογελάει άλλα το πρόσωπο του παραμένει αμετάβλητο. Σε κοιτάει καθώς πλησιάζεις τους καθρέπτες.

    Δεν κοιτάζω προς τα ‘κει. Συγκεντρώνομαι σε αυτόν. Προσπαθώ να βρω ένα ρήγμα και να διεισδύσω, στις δικές του πολιτείες.

    Σκοτάδι, πηχτό και απροσπέλαστο. Βουτάω μέσα του …

    …νιώθω σα να κολυμπάω. Θα μπορούσα να πετάω ή απλά να αιωρούμαι. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Απλά μου θυμίζει τον ανήλιαγο βυθό μιας λίμνης στην διάρκεια μιας νύχτας. Μόνο το υλικό που με περιβάλει, μου μοιάζει πιο πυκνό από το νερό. Βρίσκομαι άραγε στα σπλάχνα του Κτήνους; Υπάρχουν κάπου άραγε τοιχώματα; Δεν μπορώ να μυρίσω και να γευτώ. Δεν βλέπω. Σταματάω κάθε μου κίνηση. Κάτι ακούω. Κρατάω την ανάσα μου. Ακούω φωνές. Όχι, όχι φωνές, βογκητά. Πνιγμένα ουρλιαχτά αγωνίας, σαν κάτι να εμποδίζει τις φυσικές διόδους τους και να ψάχνουν νέες οπές για να δραπετεύσουν.


    Δεν μπορώ να προσανατολιστώ. Δεν μπορώ καν να καταλάβω από πού έρχονται. Νιώθω ανησυχία. Φοβάμαι, δεν θέλω να προχωρήσω και να μην μπορώ να σε ξαναβρώ. Γυρνάω πίσω…

    …μπροστά σε ένα καθρέπτη, στέκεται η Ιχνηλάτρια. Κοιτάει ξαφνιασμένη. Δεν την έχει ξαφνιάσει η ανυπαρξία της εικόνας, που θα ‘πρεπε να βλέπει. Πίσω από το γυαλί, από τον παγωμένο διάφανο τοίχο δε βλέπει το σώμα της. Ούτε τον Κυνηγό που θεόρατος την πλησιάζει. Στο βάθος της εικόνας δεν σκιαγραφείται η σάλα, μήτε οι φωτιές. Αυτό που την μαγνητίζει είναι ο άντρας. Τα μάτια του. Πλασμένα ψηφιδωτά από κλεμμένες σταγόνες ονείρων εκατομμυρίων ανθρώπων.

    Απλώνει το χέρι της να αγγίξει το δικό της όνειρο. Είναι κοντά του. Σχεδόν μπορεί να αφουγκραστεί την ανάσα του. Να μυρίσει το βλέμμα του. Ο «Πόθος» της.


    Περνάει μέσα από το υγρό τοίχωμα σε έναν κόσμο άλλο. Ακολουθεί ο Κυνηγός. Στέκομαι διστακτικός μπροστά σε αυτή την ονειρική πύλη. Ο Πόθος να παρακολουθεί στις σκιές, η Ιχνηλάτρια σαν ομίχλη να εξαφανίζεται μαζί με τον Κυνηγό. Τους ακολουθώ…


    (Ο Ηλίας τους κοίταξε στα μάτια.


    Και στα 7 του καθενός.


    Έπιασε το BooKali από το λαιμό και στο χαμό του αποφάσισε να πιει.


    Πάνω στο Βοο κάλι , άλλος ένας δαίμον α ριθμός.


    9th Bottle


    Δάγκωσε τη σιωπή του και αυτή ούρλιαξε κατουρώντας στο πάτο μα φεγγΆρη.


    -Σήκωσε το ένατο ψηλά, θα δεις. Το σήκωσε και άφησε μία γερή δόση αντιλήθης να χαράξει στον φάρυγγα το δρόμο για την καρδιά.


    Η φωτιά αρκετή ήταν για να διώξει τον καπνό.


    Το στόμα του άνοιξε ξανά. Μία τρισδιάστατη ιστορία ξεκινούσε.)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    (Μία μύγα στον αέρα θέλει. Αυτό, εκείνο, τον μικρό ή το παπαγάλο; Από το δώμα πρόσφυγας, στη τηλεόραση ικέτης, στο τραπέζι κυρίαρχος, στα χέρια μου πεινασμένη, τολμηρή, των άκρων βάτης…)


    “Το Κάστρο” (Μέρα 2)


    Ένας ημίγυμνος άντρας δεμένος στα κάγκελα μιας βιτρίνας. Τα μάτια του σφραγισμένα με κερί. Μοναδικό ρούχο που τον προστατεύει απ’ τη νύχτα, το λινό του παντελόνι και αυτό όμως κατεβασμένο, απ’ τα γόνατα πιο κάτω.


    Μια γυναίκα ντυμένη με την κυριαρχία της. Η κυριαρχία βρεφική από του χρόνου το γάλα πίνει και μεστώνει. Στα νευρώδεις χέρια της, ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, άκοπα.


    Το μέρος απομονωμένο. Να το δει κανείς δε μπορεί, να το φανταστούν μπορούνε όλοι. Χαλαρώνει, γδύνεται. Τα χρώματα αφανή, με τις μεταλλικές λάμψεις να επιβάλλονται στο χώρο. Νότα μοναχική, το κόκκινο. Πηχτό και σκούρο, στα πέταλα που κείτονται στα πόδια του αιχμάλωτου, της αίρεσης του σκλάβου. Πάνω στο έδαφος, κάτω από τις πατούσες του άντρα που αιωρούνται. Φρέσκο, το πορφυρό στις σταγόνες που ποτίζουν τα λαίμαργα αγκάθια.


    Το χέρι της κινείται γρήγορα και με δύναμη. Τον βρίσκει στο γυμνό του στήθος και τον γδέρνει μέχρι τα λαγόνια. Τα αγκάθια, αλέτρια, οργώνουν στο τσιτωμένο δέρμα. Αιμάτινο το υγρό που ακολουθεί την πορεία των λουλουδιών. Του ξεφεύγει ένα ερεθισμένο βογκητό. Πετάει λίγο και πέφτει στη γη αδύναμο.


    Η γυναίκα απολαμβάνει, τους κυματισμούς στο σώμα του. Τον ξαναχτυπά.


    Κάπου σε κόσμο άλλο ο Μπετόβεν σβήνει χορτασμένος.


    Ξανά. Σε μία νύχτα δίχως φως, ξένο καράβι μαζεύει της λογικής τους πρόσφυγες. Και τους πάει μακριά.


    Ξανά. Με μανία. Με φρενίτιδα. Με την ηδονή να τους καταπίνει, τόσο το θύμα, όσο και τον θύτη.

    Ένα γκροτέσκο πλάσμα, μία νυχτερίδα τους παρακολουθεί από ένα αφρόντιστο μπαλκόνι. Ο Κυνηγός.


    Ένα γκρίζο ποντίκι τινάζει τα λασπόνερα από τα μουστάκια του, με τα μάτια του καρφωμένα στην σκηνή. Εγώ.


    Μαύρη και εύθραυστη η πεταλούδα που το σώμα της δανείζεται η Ιχνηλάτρια.

    Στητός, με τον μανδύα να τον αγκαλιάζει ερωτευμένος. Ο Πόθος. Δεν τον αντιλαμβάνονται, οι δύο. Δεν ήρθε ακόμα η στιγμή. Δεν αισθάνεται την παρουσία μας, ούτε την πεταλούδα που πετάει υπνωτισμένη γύρω του. Μας προστατεύει το παρόν από το γραμμένο παρελθόν. Τα μέλλοντα γαμιούνται από φτηνές πουτάνες.


    Η γυναίκα σηκώνει το χέρι για να ξαναχτυπήσει. Ο Πόθος πιάνει το χέρι της από τον καρπό και τον νιώθει…

    …μια γυναίκα γυμνή στέκεται σε μια νεκρή πια κοίτη. Έχει τα μάτια της κλειστά. Ένας ορυμαγδός πολύβουων χρωμάτων ξεσπά και ένα παγωμένο ποτάμι σκάει πάνω της…

    Το σοκ θα την παράσερνε πάνω στον σκλάβο της. Ο Πόθος την συγκρατεί και την αγκαλιάζει. Όλα σε μια στιγμή, δίχως ήχο και δίχως οσμή. Μόνο η εικόνα να ουρλιάζει σε αυτούς που «βλέπουν» ...

    …κάτι την κρατάει σταθερά και όρθια στο ορμητικό ρεύμα. Σταγόνες κρυστάλλινες που παίζουν με τις ρώγες της. Μέχρι που αυτές ματώνουν. Ακούραστη ροή χαϊδεύει τα λακκάκια της. Κύματα που χορεύουν με τα πόδια της, εισβάλουν μέσα της, ρευστοποιούν τις αντιστάσεις της και τις ανταλλάσσουν με εκστατικούς παφλασμούς.


    Τραγουδάει! Μελωδία δίχως λέξεις . Φωνήεντα που κάνουν ρίμα με τον ρυθμό της ανάσας . Βογκητά που γεμίζουν τα ρεφρέν. Οι ψίθυροι, από μακριά δεν την αγγίζουν. Έχει παρασυρθεί…

    -Σταμάτα!

    Σαν φωτογραφία τα πάντα παγώνουν. Σαν στιγμή που αποτυπώθηκε και ακίνητη, όπως τα νερά που ίπτανται δεν λέει να κυλήσει. Επιστρέφει…

    …πίσω στο σοκάκι. Ο Νίκος είναι ακόμα δεμένος και περιμένει. Κάποιος την κρατάει, την έχει αγκαλιάσει, της μιλάει. Με παράπονο αφήνει να της ξεφύγει μια ομιλούσα ανάσα.

    -Γιατί ;!;

    -Αξίζεις περισσότερα από αυτό, η φωνή του την σαγηνεύει και το παράπονο της γίνεται λάγνα ελπίδα. Αθώα ακόμα η αρχή. Θα μάθει στο μέλλον να πνίγει τη λογική μέσα στου λα τις κούβες.

    -Κάντο.
    -Κυρία; Με ποιον μιλάτε είναι κάποιος εδώ ;,; Ο Πόθος, φυσάει απαλά προς το μέρος του. Η πνοή μεγαλώνει στο δρόμο της και φτάνει πάνω στο Νίκο σαν το φύσημα του Δράκου, δανεικός του Πόθου ο πατέρας. Ο Νίκος βυθίζεται σε μια αυταρχική αποχαύνωση.

    -Σε παρακαλώ κάνε με να νιώσω, η φωνή της έτοιμη να ραγίσει από την αγωνιά.
    Η αγωνία του ανοίγει τα πόδια πρόθυμη.


    Ο Πόθος την πιάνει από τα πλευρά της προσεκτικά και την σηκώνει.

    Την γυρνάει προς το μέρος του και την ακουμπά πάνω στον δεμένο άντρα. Δένει τα χέρια της στα χέρια του Νίκου. Μόνη της τα πόδια μπλέκει, στα πόδια του χαμένου στην ομίχλη, πρώην παιχνιδιού της. Γέρνει το κεφάλι στο στερνό του πάνω και με τα μάτια ανοιχτά παραδίνεται στον Πόθο.

    Ένας πίνακας παράξενος. Φόντο αντρικό, ατόφιο, σταθερό με χρώματα νωπά, ποτισμένα από τις φαντασιώσεις του. Πάνω του και μπροστά του, το εύθραυστο ανάγλυφο θηλυκό. Δύο κεφάλια το ένα κάτω από το άλλο. Δύο περιγράμματα. Γεωμετρία αυστηρή και παθητικές καμπύλες που δένονται η μία με την άλλη.

    Κοιτάω με θαυμασμό αυτό που μου θυμίζει πλάσμα δισυπόστατο .

    Δικέφαλο το πλάσμα, σε κολώνα μία.


    -Θέλω... Μία λέξη σαν πεταλούδα από στάχτη, ψηλά πετ άει χάνεται.

    Δύο στόματα μα η φωνή μία.

    Ο Πόθος, με το χέρι αγγίζει το λακκάκι του λαιμού της και την στέλνει στο ταξίδι της …


    Σάρκα γυμνή, σώμα ζεστό στον αιθέρα κολυμπάει, με τις πύλες του αφύλακτες. Υδάτινοι κισσοί από τον ποταμό φυτρώνουν. Την γυναίκα που ανασαίνει, με προσήλωση τυλίγουν. Από τους πόρους, θεμιτούς και μη, με αγαλλίαση εισβάλουν.

    Την διατρέχουν! Τους δέχεται μένοντας ακίνητη μη θέλοντας να τους τρομάξει.

    Την δοκιμάζουν! Κρατάει την πνοή της.

    Την σφίγγουν! Χαλαρώνει τις αντιστάσεις της.

    Εισέρχονται από τα μάτια της! Τα κρατάει ανοιχτά και βλέπει. Επιτέλους βλέπει.

    Συναντάνε το νερό της! Οι εικόνες της, χιλιάδες σταγόνες ορφανές μέχρι πρότινος.

    Αναμειγνύονται μαζί του και σαν εραστές παλιοί βρίσκονται ξανά! Η ύπαρξη της διασκορπίζεται σε χιλιάδες οντότητες.

    Ανθίζουν! Τα είδωλα της, μετουσιωμένες αντανακλάσεις. Υγρές και διάφανες, με την δική τους ψυχή.

    Καρποφορούν! Είναι μητέρες.

    Καρποί που φουσκώνουν και σκάνε!
    Χιλιάδες σπόροι που φυτρώνουν στην εύφορη την σάρκα! Η υπόσταση αλλάζει, τα χρώματα ενσωματώνονται. Η γυναίκα πια, άνθρωπος να ειπωθεί δεν δύναται.

    Νέοι κισσοί καθάριοι γεννιούνται, σε ένα περίγραμμα που αντιστέκεται σαν βρώμα, γριά και τσούλα. Στο ποτάμι μαζί όλοι κατεβαίνουν και το νερό επιστρέφει. Η στάθμη ανεβαίνει. Αποκτά περίγραμμα, γένους θηλυκού. Και κυλάει κυκλικά στα όρια που του δίνει η γη. Μία νησίδα ορφανή στο διάστημα να πλέει. Σχήμα γένους αρσενικού. Πάνω της ένα ποτάμι που παφλάζει στις καμπύλες του…

    Ο Κυνηγός, μία νυχτερίδα που χαμογελάει. Βλέπει την γυναίκα που σαν υδατογραφία πύρινη, στο σώμα του δεμένου όμορφα δεσπόζει.

    Ένα θαύμα στα μάτια μας μπροστά. Θα μπορούσε κάποιος σαν τατουάζ να το χαρακτηρίσει. Αλλά δεν είναι. Δεν ήταν. Και ποτέ δε πρόκειται να γίνει. Μία γυναίκα πριν. Ένας πίνακας ανάγλυφος τώρα. Ένας άντρας δεμένος στα κάγκελα. Το σώμα του γυμνό και ποτισμένο. Φρέσκο το έργο που απεικονίζει στην επιφάνεια του, τον δικό του πόθο. Νερά στα πόδια στάζουν.

    Ο Πόθος με το χέρι του χαϊδεύει τον πίνακα. Η Ιχνηλάτρια πετάει ερωτευμένη γύρω από τα δάκτυλα του. Κοιτάω μαγεμένος. Η πεταλούδα ακουμπά τον πίνακα και κάθεται να ξαποστάσει με το βλέμμα προς το βλέμμα Του. Αυτός γυρνάει και φεύγει. Κάνει να τον ακολουθήσει. Έχει κολλήσει! Τα ποδαράκια της βυθίζονται στα ρυάκια που κυλούν. Παρακολουθώ παγωμένος. Θα γίνει κομμάτι του πίνακα!

    Ο Κυνηγός βουτάει από ψηλά. Αρχίζω να τρέχω, όσο το σώμα που κατέχω μου επιτρέπει προς τον άντρα. Ο Κυνηγός στέκεται για λίγο διστακτικά πάνω από τα απελπισμένα πεταρίσματα της Ιχνηλάτριας. Ύστερα με ένα τίναγμα την απελευθερώνει.


    Φτάνω την στιγμή που η πεταλούδα με υγρά φτερά πέφτει προς το έδαφος.


    Προσγειώνεται στο τρίχωμα μου πάνω και νιώθω την γλυκιά την μυρωδιά της. Κοιτάω προς το μέρος που βάδιζε ο Πόθος, ξέροντας ότι προς εκεί θα κοιτάζει κι εκείνη. Έχει εξαφανισθεί. Νιώθω την Ιχνηλάτρια να προσπαθεί να τινάξει τις σταγόνες από πάνω της, απογοητευμένη. Μία σταγόνα πέφτει μπροστά στην μουσούδα μου και από εκεί ξεκινάει η ρευστοποίηση.


    (Μessa στης κόλας το Bookali


    πλέει μία μύγα


    ψόφια.)

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    (Τι άλλο να μπορεί να ζητήσει ο δημιουργός και αφέντης, ενός χαρακτήρα, ενός σκίτσου, ενός αγάλματος, μιας κρυμμένης από τους άλλους ραψωδίας; Παρά…)


    “Το Κάστρο” (Μέρα 3η)


    Το όλο σκηνικό λειώνει και οι τρεις μας, σταγόνες ζαλισμένες, παρασυρόμαστε σε μία δίνη πίσω στον καθρέπτη. Προλαβαίνω ρίξω μία τελευταία ματιά. Σαν φωτογραφία που πάνω της κυλάνε υγρά αποχρωματισμού, τα πάντα ανακατεύονται με το σκοτάδι.


    Στα τελευταία παράθυρα φωτός κλέβω μία εικόνα από τον άντρα. Πάνω του, ο ερωτάς του ανάγλυφος, σκαλισμένος, νεκρός ή ζωντανός; Δεν είναι αυτό όμως που βλέμμα παγιδεύει. Είναι το αίμα που κυλάει από το λαιμό του. Ενώ όλα τα χρώματα σβήνουν, αυτό δείχνει να παλεύει να επιβιώσει. Δείχνει φρέσκο καθώς τρέχει από την πληγή, που πριν εκεί δεν υπήρχε.


    Στη σάλα πίσω. Ο καθρέπτης είναι ραγισμένος και θολός και δεν αντικατοπτρίζει τίποτα. Ούτε η εικόνα κόσμου που βρισκόμαστε δε θέλει να φανεί, φοβάται, δειλή ή πρέπει; Η Ιχνηλάτρια γονατισμένη και βρεγμένη πάνω στο παχύ χαλί να φαντάζει τόσο όμορφη μα και τόσο θλιμμένη. Νιώθω τον άηχο πόνο της. Να είσαι τόσο κοντά σε αυτό που αποζητάς, τόσο κοντά αλλά ανίκανη να το κάνεις να σε προσέξει.


    Ο Κυνηγός όρθιος, με γυρισμένη την πλάτη, δείχνει να σκουπίζει το πρόσωπο του. Ή μήπως το στόμα του; Τι ψάχνει; Τι ζητάει; Ποια τα κίνητρα του; Πρέπει να τον παρακολουθώ περισσότερο. Κάπου στις εκφράσεις του στις κινήσεις του θα υπάρχει ένα ίχνος, μία απόχρωση της αδυναμίας του. Ένα μήλο πράσινο, γυμνό να το δαγκώσω στα κρυφά.


    Πρέπει να μάθω, πριν την Ιχνηλάτρια προσπαθήσει να βλάψει. Προς το παρόν την χρειάζεται. Τα μαύρα του μακριά μαλλιά δράκοι, που διώχνουν τις σκιές από κοντά της. Μία του δράκου μύγα εγώ, καβαλώ και πλέω σε θάλασσες καινούριες.

    Η κοπέλα τινάζει τα μακριά μαλλιά της και σηκώνεται αποφασιστικά.

    -Έχεις ξαναπεράσει στον κόσμο του;

    Θεόρατος, γίγαντας, μαύρος, γυρνάει και την κοιτάει. Είναι ρυτίδα αυτό που σκιάζει στο δεξί του μάτι; Ή μήπως κόσμος μικρός που γερνάει και χάνεται;

    -Ναι.
    -Και; Τι είχε γίνει;
    -Δεν μπορούσα να επηρεάσω. Δεν είχα καν μορφή. Υπήρχα αλλά δεν μπορούσα να κάνω αισθητή την παρουσία μου, σαν τον φίλο σου που βρίσκεται ανάμεσα μας. Το τελευταίο το συμπληρώνει με μια σαρδόνια λάμψη στα μάτια του. Η Ιχνηλάτρια, το προσπερνά. Δεν το άκουσε ποτέ, για να το αγγίξει. Κάτι σφίγγεται μέσα μου.

    -Τι άλλαξε τώρα;
    -Δεν ξέρω …κάτι καταλυτικό πάντως. Κάτι ενδιαφέρον. Ο Κυνηγός χαμογελάει.



    Τρεις λύκοι σφάζονται στα πόδια της κόκκινης σκουφιά φορώ.

    Δεν δείχνει να προσέχει το χαμόγελο του. Δεν δείχνει να την ενδιαφέρει τίποτα, παρά μόνο ο Πόθος της. Άμοιρη. Κοιτάει στα αριστερά του Άρχοντα του κάστρου. Το βλέμμα της δείχνει να διαπερνά κάθε αντιληπτή εικόνα αυτού του κόσμου. Σαν προσπαθεί να διεισδύσει σε αυτό που βλέπει. Σε έναν νέο κόσμο. Σε μια άλλη ανάμνηση, στην αντανάκλαση της που βρίσκεται εγκλωβισμένη πίσω από το γυάλινο παραπέτασμα. Τότε αρχίζει να τρέχει προς την κατεύθυνση που κοιτούσε.


    Πριν κανείς από τους δύο μας να αντιδράσει προλάβει, η Ιχνηλάτρια χάνεται μέσα σε έναν νέο καθρέπτη…

    …ακολουθούμε. Είμαστε ανάσες. Συννεφάκια που βγαίνουν απ’ τους δύο που περπατούν. Λίγο πριν κάθε φορά διασπαστούμε σαν συννεφάκια από μόρια που διαχέονται στην ατμόσφαιρα, έρχονται οι επόμενες εκπνοές που ανανεώνουν την εύθραυστη ύπαρξη μας.


    Η Ιχνηλάτρια στην ανάσα της επιβλητικής γυναίκας που δείχνει να ορίζει την διαδρομή. Εγώ με τον Κυνηγό στην ακανόνιστη και λαχανιασμένη του άντρα που ακολουθεί προσπαθώντας να προλάβει. Τα μόρια μου γεμάτα απ’ τη φωτιά του έρωτα μου. Του Κυνηγού δηλητηριασμένα σαν από νικοτίνη, από το σκοτάδι του.

    Μια παράξενη μίξη να χαρακτηρίζει το σκυφτό πλάσμα που τρέχει στους ήχους των τακουνιών, αφέντες της σιγής. Ευθυτενής και αγέρωχη με τα μακριά της και σε μεγάλος μέρος ακάλυπτα της πόδια, να θωπεύει τις σκιές της νύχτας. Αυτές υγραίνονται και χύνουν. Τα μαλλιά της κοντά σαν πολύτιμα πετράδια κόκκινα φωτίζουν την κορυφή. Νιώθω την λαγνεία του άντρα που την παρατηρεί λαίμαργα. Η λαγνεία με καταλαβαίνει και σκύβει ακόμα πιο πολύ.


    Στα μόρια του Κυνηγού την απληστία του, σαν απτός ερεθισμός. Στο δρόμο της παιδιά, η απληστία μέρες τους χαρίζει και τα κρύβει για πάντα κάτω από το μαύρο της το φόρεμα.


    Το βάδισμα της γυναίκας σαγηνεύει την ματιά μου. Σαν πειθαρχημένος στρατηγός κάνει την δερμάτινη φούστα που φορά να αγκομαχά σε τόνο ρυθμικό. Το πλάσμα που υπόσταση μας δίνει, άσχημο. Δεν είναι μόνο η σύγκριση με το πλάσμα που προφανώς το διαφεντεύει, άλλα και η λάθος τοποθέτηση. Αρχή, αξία ή ψευδαίσθηση;


    Των χειλιών του που δεν σφραγίζουν και αφήνουν τα σάλια να κυλούν ανάρμοστα.


    Της μύτης να δυσχεραίνει το οξυγόνο που απεγνωσμένα ζητάει.


    Των ματιών του που μάλλον δεν του επιτρέπουν να απολαύσει την ομορφιά μπροστά του.


    Ο λαιμός δεν αντέχει το βάρος του παραμορφωμένου κεφαλιού.


    Ποιος ξέρει ίσως να επαναστατεί για τον λόγο της ύπαρξης του. Ακόμα και ο Κυνηγός που το αλλόκοτο, οικείο του θα ‘πρεπε να είναι εκφράζει αηδία κάθε φορά που ποτίζεται από τα σάλια του.

    -Στάσου!

    Τι θράσος!

    Η γυναίκα αυτομάτως διακόπτει το πέρασμα της στην νύχτα και γυρνά και τον κοιτά.

    Θα ήταν δύο απλά γαλάζια όνειρα τα μάτια της. Όνειρα να θέλεις μέσα του να σβήσεις. Ποτέ να μη ξυπνήσεις. Στους εφιάλτες της ερήμου, σε οάσεις να ασελγήσεις. Η εικόνα διευρύνεται και ο αχνός της Ιχνηλάτριας προσθέτει το αμόλυντο.

    -Περίμενε.

    Τινάζει το μαλλί και καρτερικά τον περιμένει. Δύο θα ‘ναι ίσως και περισσότερα τα βήματα που να φτάσει του επιτρέπουν και τον καθαρόαιμο καλπασμό της πάλι ξεκινά. Αλλά αυτή τη φόρα αδιόρατα συγκρατημένο.


    Ο καμπούρης χαμογελά μωρά, ενώ ο Κυνηγός ξεσπά σε ένα γέλιο, άηχο, φτηνό. Νιώθω τα τραντάγματα του. Μα δεν καταλαβαίνω. Τι συμβαίνει; Χαμένος ακόμα κοιτάω τον κακομοιριασμένο άντρα, όταν μια λάμψη στα μάτια του στιγμιαία, μου αποκαλύπτει την δική μου απροσεξία. Ο Πόθος.

    Φτάνουμε σε μια μονοκατοικία. Δεν ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια που οδηγούν στο σπίτι. Με τα τακούνια να βασανίζουν το υγρό έδαφος, η γυναίκα ακολουθεί ένα μονοπατάκι που οδηγεί στο πίσω μέρος του σπιτιού. Ο Πόθος σέρνοντας το κορμί που έχει δανειστεί, σκεπάζει τα πατήματα της. Ίχνη δικά του σε αυτό τον κόσμο δεν αφήνει. Αόρατος θεός, για τους θνητούς. Μια αποθήκη μ’ ένα μεγάλο λουκέτο να την προφυλάσσει από τους τυχόν περίεργους, το τέλος του δρόμου μας.

    Στέκεται και με τα πόδια ανοιχτά δίχως να λυγίσει καθόλου το κεφάλι της για να κοιτάξει, την ανοίγει. Παραμερίζει για να προηγηθεί ο Πόθος. Φοβισμένα περνάει το κατώφλι και η πόρτα κλείνει πίσω του. Σκοτάδι.

    Μυρουδιά από ξύλο μουσκεμένο, μέταλλο και πλαστικό. Το φως ανοίγει.

    Ένας αυτοσχέδιος θάλαμος βασανιστηρίων.

    Δύο κορμοί καρφωμένοι στο έδαφος, παράλληλοι, στο ένα μέτρο ο ένας από τον άλλο. Κρίκοι μεγάλοι βιδωμένοι βαθιά σαν κάποιος το ξύλο να ήθελε να πληγώσει. Τρία ζευγάρια, ένα στην κορυφή κάπου στα δύο μέτρα ύψος, ένα στην μέση και ένα λίγο πιο πάνω από το έδαφος. Όργανα βασανισμού κρεμασμένα στο ξύλινο τοίχο. Τα πάντα στην θέση τους. Όλα τακτοποιημένα. Ο πόνος λείπει και τα φωνήεντα στη τάξη.

    Οι ανάσες τους χορεύουν μαζί με τις υπάρξεις μας κάτω από το χλομό φως. Πεταλούδες που ζούνε για 39 δευτερόλεπτα και μόνο. Της γυναίκας σταθερή, πειθαρχημένη ίσως από την Ιχνηλάτρια που τον Πόθο ακόμα δε θα ‘χει βρει. Δεν μπορούν τα μόρια μου να την φτάσουν, όσο και αν προσπαθούν οι απεγνωσμένες ανάσες του πλάσματος που δειλά λιμνάζει μπροστά της.

    Η γυναίκα αρχίζει να γδύνεται. Με κινήσεις σίγουρες μέχρι που το έργο της ολοκληρώνεται, αφήνοντας μόνο τις μπότες της.

    Ίσως σε κάποιους πολιτισμούς να έλειπε η μεγαλειώδης έμπνευση. Ίσως να υπήρχε και να κινούταν αόρατη στις σκιές. Ίσως απλά να κοσμεί με το κεφάλι, τους τοίχους της Πυραμίδας που ακόμη δεν έχει ανακαλυφθεί.


    Το μήκος του σώματος της είναι μεγάλο, όσο απαιτεί η τέχνη ενός παθιασμένου σμιλευτή. Μια γυναίκα σαν και αυτή κανένας άντρας δεν θα μπορούσε να την φανταστεί δική του.

    Η μόνη φαντασίωση που θα επέτρεπε, η εικόνα που απλώνεται μπροστά μου, θα ήταν μία ομάδα δούλων, μαύρων σκουληκιών που περίμεναν ένα μόνο νεύμα των μεγάλων ματιών της. Και όταν αυτή τους έδινε το δώρο και καθόταν στο σάρκινο της θρόνο, αυτοί θα ξεκινούσαν την μάχη μεταξύ τους. Ένας αγώνας μέχρι θανάτου.



    Μέχρι να μείνει ένας.

    Ο νικητής.

    Ο νέος θρόνος της.

    -Στους κορμούς. Οι λέξεις του Πόθου, ανατρέπουν τα δεδομένα που χτίζουν οι σκέψεις μου. Αυτά χαμογελούν και λύνονται. Μεταλλικά σκοινιά, από γράμματα που απλώνουν…


    (…μόνο τη στιγμή που ο ήρωας των γραμμάτων του αφέντη σκλάβος, βρει το τρόπο και από το δρόμο που του ορίζει ο δημιουργός του, δραπετεύσει, φύγει. Μόνο τότε ο δημιουργός ίσως, μπορεί και ναι και όχι ίσος, βρει τον τρόπο από την δική του ιστορία να ξεφύγει.)



     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the future from the past Battle 9th


    “Το Κάστρo” (Η μέρα 4η)


    Καθρέπτης 2ος


    “Η Εσμεράλδα”


    Αίθουσα τελετών. Ένα βάθρο. Μία ψηλή γοητευτική κοπέλα, κομψά ντυμένη, κοιτάει στο πλήθος. Αφήνει το βλέμμα της να κουρνιάσει στο περήφανο στήσιμο των γoνιών της. Με δυνατή φωνή από το στόμα της ξεπροβάλλει ο όρκος της. Ο πατέρας της δακρύζει…αλλαγή…

    Ίδια η αίθουσα, το βάθρο ίδιο, η κοπέλα εξωτερικά η ίδια. Το παράστημα αρχοντικό, η φωνή σταθερή, η εκφώνηση της μνημονική. Οι άντρες και όχι μόνο νιώθουν δέος καθώς η αύρα της κοπέλας ασελγεί στις κρυφές τους σκέψεις. Η κοπέλα τελειώνει και το πλήθος ξεσπά σε ένα αυθόρμητο χειροκρότημα.


    Κατεβαίνει παίρνει το πτυχίο της από τον πρύτανη, γυρνάει με μέτωπο προς τους φωτογράφους, γονατίζει και με τα χείλια της προσεκτικά πιάνει το πτυχίο. Οι πάντες κοιτούν αποσβολωμένοι.


    Ένας καμπουριασμένος μεσήλικας, το μοναδικό πλάσμα που κινείται στην αίθουσα. Την πλησιάζει κρατώντας μία αλυσίδα που γυαλίζει, σαν αυτές που δένουν τα σκυλιά. Κάποιος φωτογράφος με ληθαργικές και ενστικτώδεις κινήσεις σηκώνει την μηχανή του. Ο Πόθος περνάει το γαντζάκι, από τον χρυσό κρικάκι που κρέμεται από το λιτό της μενταγιόν.

    -Γλυκό μου, μπράβο.

    Η τρεμάμενη και χαμηλή σε ένταση φωνή του, ξυπνάει τους φωτογράφους. Τα φλας ξεσπούν φρενιασμένα πάνω τους. Χτυπούν το κορμί της με τις φωτεινές ακτίνες να το στολίζουν με γραμμές του ροζ. Ο Πόθος, βαδίζει μπροστά σέρνοντας το ιδιότυπο «σκυλάκι» από πίσω του. Αυτό ακολουθεί πιστό και περήφανο σαν καθαρόαιμο.

    Άλλη μια ανάμνηση προς διόρθωση…

    Μέρα γάμου. Η Ιφιγένεια, κόσμημα που ξεχωρίζει ανάμεσα στο πλήθος που την αποθεώνει, βγαίνει από το γαμήλιο αυτοκίνητο κάνει ένα διστακτικό βήμα και δυο παιδιά πιάνουν την ουρά από το νυφικό. Ένας διάδρομος ανοίγεται από τους καλεσμένους που παραμερίζουν. Ο πατέρας της, την πιάνει από το ένα χέρι και νιώθει περήφανα υπεύθυνος για την τόση ομορφιά που ακτινοβολεί δίπλα του.


    Πλησιάζουν με βήματα αργά προς το γαμπρό. Ο αγαπημένος της, νιώθει δέος και κάπου κρυφά μέσα του, ένα μικρό φόβο για την απίστευτη τύχη του, να έχει ένα τέτοιο πλάσμα δίπλα του. Η Ιφιγένεια τον βλέπει και χαμογελάει σπέρνοντας σε όλα τα πρόσχαρα πρόσωπα που την περιτριγυρίζουν μια ανάμνηση που θα την θυμούνται για πάντα.

    Λίγο παραπέρα ο επαγγελματίας φωτογράφος, αποθανατίζει τις εικόνες που αυτή θα θέλει για πάντα να θυμάται. Κάτι στο βλέμμα του και στο στράβωμα των χειλιών του και λίγο πριν κρυφθούν πίσω από την μηχανή, την ταράζει.


    Ένας άντρας μεγάλος σε ηλικία και σίγουρα όχι όμορφος και όμως νιώθει κάθε φορά που την κοιτάει ένα μικρό σκίρτημα μέσα της. Στιγμιαία συννεφιάζει απαλά, το ίδιο και ο ουρανός σαν κάποιο συννεφάκι που περνάει βιαστικά μπροστά από τον ήλιο. Ο φωτογράφος κατεβάζει πάλι την κάμερα και της χαμογελάει. Το ίδιο και αυτή και συνεχίζει…

    Εικόνες μπερδεμένες, γλυκές και ποτισμένες με άρωμα και λιβάνι. Μελωδίες από φωνές, που εύχονται, γελάνε και δακρύζουν, χορεύουν αυθόρμητα στημένες…

    Οι Ώρες μετά, καθισμένες, μεθυσμένες από την ακριβή σαμπάνια, στο υπόγειο της αίθουσας της γαμήλιας δεξίωσης. Στις γυναικείες τουαλέτες, μόνη στο καθρέπτη μπροστά κοιτάει το πρόσωπο της. Στα δάκτυλα της παίζει αγχωμένη με το χαρτί που κρατά σφιχτά. Νιώθει να την καίει. Τι κάνει; Τι πάει να κάνει; Θέλει να το πετάξει, αλλά δεν μπορεί. Από την ώρα που της το έδωσε άλλαξαν τα πάντα.


    Μπορεί να το σκίσει και να συνεχίσει σα να μην συνέβη τίποτα. Βαθιά μέσα της δεν θέλει. Της το πέρασε στο χέρι, όταν της ευχόταν. Έσφιξε την χούφτα της για να μην το καταλάβει κανείς. Λίγο αργότερα το διάβασε κρυφά.

    -Στις 1 στις γυναικείες τουαλέτες


    Κοιτάει το ρολόι της, μία παρά πέντε. Πανικός την τυλίγει σαν ένα απότομο φύσημα, πρέπει να φύγει! Δεν μετακινείται όμως από την θέση της, σφίγγει κι άλλο το χαρτάκι. Και αν έρθει κάποιος άλλος; Μα τι σκέφτεται; Τι κάνει; Ποια είναι; Ποια θα ήθελε;


    Αφήνει τον αέρα να φύγει από τα σπλάχνα της. Παίρνει βαθιές ανάσες και διορθώνει το μακιγιάζ της. Ακούει βήματα να πλησιάζουν. Απρόσμενα δεν τρομάζει, της μοιάζουν οικεία δίχως το να ξέρει το γιατί. Ζεστό υγρό σαν να λιώνει από την μέση της επίπεδης κοιλιάς της απλώνεται σε όλο της το σώμα.


    Περιμένει…

    …τον βλέπει από τον καθρέπτη, που μπαίνει. Στέκεται και της χαμογελάει, τα πόδια της τρέμουν, θέλουν να του δοθούν.

    -Γύρνα και κοίτα με, φωνή βαθιά, σαν μην είναι μόνο δική του. Δεκάδων άλλων ζώων, σφιχτά δεμένων, στη δική του.

    Γυρνάει υπνωτισμένη και άθελα της ανοίγει ελάχιστα τα πόδια της. Δύο λαμπάδες φωτισμένες. Την πλησιάζει, με το ροζιασμένο χέρι του αγγίζει το αψεγάδιαστο πρόσωπο της. Γέρνει λίγο το κεφάλι της μπροστά για να το νιώσει καλύτερα κι αυτό αρχίζει να γλιστράει στο λαιμό της προς τα πίσω, μην παίρνοντας το βλέμμα από πάνω του.


    Χαράζει ένα δρόμο θερμό πάνω της, αλλά η Ιφιγένεια ανατριχιάζει σα να είναι γυμνή στο χιόνι. Από τα χείλια της στο λαιμό της, ανάμεσα στα στήθη της που σφίγγονται με λαχτάρα, ένα μισοφέγγαρο από κάτω τους και ανεβαίνει στο ώμο της. Διατρέχει με τα βρώμικα νύχια του τη γυμνή της σάρκα μέχρι το μακρύ λευκό της γάντι. Στο καρπό σταματάει και την σφίγγει. Την τραβάει προς τις τουαλέτες. Διαλέγει την μεσαία ανάμεσα σε τρεις διαδοχικές. Μπαίνουν μέσα και κλείνει την πόρτα.

    -Γύρνα προς τον τοίχο και στηρίξου με τα χέρια σου στο καζανάκι. Το μικρό καζάνι, στυλώνει το κορμό του. Ευκαιρία.

    Το λευκό σατέν που φοράει θροΐζει και συνοδεύει τις κινήσεις της.

    Σκύβει μπροστά και οι παθητικές νεαρές καμπύλες της, αναγκάζουν την μέση της σε μια ελκυστική Καμάρα. Η άκρη του κοντού φορέματος ανασηκώνεται τόσο όσο να αποκαλύψουν λίγο περισσότερο το λευκό καλσόν άλλα όχι όσο η λευκή δαντέλα να φωτίσει το δρόμο προς τις ευαίσθητες περιοχές της. Αυτό το κάνουν τα χέρια του Πόθου.

    Σηκώνει το ύφασμα απότομα, βεβηλώνοντας την όποια ιεροτελεστία θα άξιζε σε τέτοιο πλάσμα. Ο κορμός της μετατοπίζει το βάρος στα χέρια της και τα πόδια της πιο ελεύθερα τώρα ανοίγουν για να καλοδεχτούν την βούληση του. Όλα γίνονται δίχως να της τα ζητήσει. Αυθόρμητα το σώμα προσπαθεί να διευκολύνει καθώς οι αισθήσεις βυθίζονται στην υγρασία που της προκαλεί.

    Αποδεσμεύει τις ζαρτιέρες της. Το τρυφερό της δέρμα νιώθει την ελάχιστη επαφή που μπορεί να έχει με τις άκρες των δακτύλων του ακόμα και όταν πια εκεί δεν βρίσκονται.



    Κατεβάζει με μία υποτιμητικά άτεχνη κίνηση το εσώρουχο της.

    Καλλιτεχνικά τα λικνίσματα της που υποβοηθούν την απελευθέρωση.

    Ο αντίχειρας του, χαϊδεύει τα λακκάκια στην βάση της μέσης της. Μόνη της αναγκάζει με τους μυς της ωμοπλάτης της την σπονδυλική στήλη να λυγίσει ακόμα περισσότερο.

    Ακολουθεί ένα δρόμο φυσικό, μέγεθος που βαθαίνει χιλιοστό με χιλιοστό.



    Τα χέρια της δεν θέλουν πια να στηρίζονται. Αποστατούν και τις καμπύλες της απομακρύνουν για να φανερώσουν μυστικά. Τώρα στο δεξί της μάγουλο ισορροπεί.

    Φθάνει σε μια πύλη που εύμορφα σουφρώνει. Την πιέζει μαλακά. Αυτή γουργουρίζει.

    Χαλαρώνει, θέλει να ανοίξει την πύλη, που για πρώτη φορά στην αντίθετη κατεύθυνση να παραβιαστεί ζητάει.

    Βυθίζει τον αντίχειρα μέχρι την βάση του νυχιού του. Απρόσμενα εύκολα. Χαμογελάει.

    Από το στόμα της που ανοίγει, ξεγλιστράει ένα παρθενικό βογκητό.

    -Σου έχω ένα δωράκι. Το γαμήλιο θα έλεγα, στο ελεύθερο του χέρι μια λαστιχένια, μικρόσωμη και κομψή σφήνα, φοράει τα καλά της. Την φτύνει στην κορυφή της και πιάνοντας την από την ελλειψοειδής της βάση, βοηθάει το σάλιο του να απλωθεί στο λειψό της μήκος. Η σφήνα βρεγμένη, με το υγρό να απλώνεται στο από λά στιχο δέρμα.

    Δεν τον διακόπτει, ούτε με λέξεις, ούτε με νεύμα. Δεν θέλει. Δεν βλέπει. Δεν μπορεί. Περιμένει.

    Τραβάει τον αντίχειρα του και ακουμπά στην είσοδο, την, στρογγυλεμένης, άκρη.

    -Δεν θα την βγάλεις. Θα αφήσεις να το κάνει ο σύζυγος σου.

    Νιώθει το δώρο του και ανοίγει τα πόδια πιο πολύ.
    -Θα γδυθείς, θα στηθείς και δίχως να του πεις τίποτα θα aναμμένης. Θα σοκαριστεί, αλλά στο τέλος θα τον κερδίσει η περιέργεια και θα το βγάλει.

    Η σφήνα εισχωρεί μέσα της. Φουσκώνει, θέλει να την νιώσει. Ο ερεθισμός της μεταφέρεται στην είσοδο και την υποδέχεται με λαγνεία.

    -Δεν θα απαντήσεις σε ότι και αν σε ρωτήσει. Θα περιμένεις…

    Ο λεπτός της σωλήνας αγκαλιάζει την σφήνα.
    Αυτή σκληραίνει ακόμα κι άλλο.

    -…αν διστάσει θα τον κάνεις σκλάβο σου…

    Ο λειτουργικός πάτος της σφραγίζει την είσοδο.

    -…αν μπει μέσα σου, δούλα του για πάντα θα γίνεις και εμένα δεν θα με ξαναδείς ποτέ.

    Σφίγγεται με μια αίσθηση απώλειας να την τρομάζει και παγιδεύει την σφήνα που εφαρμόζει τέλεια. Σηκώνεται και γυρνάει γεμάτη αντιρρήσεις. Ο Πόθος δεν είναι πια εκεί.

    Οι αναμνήσεις αλλάζουν…

    (Συνέχεια θα έχει ρωτάει η ερεθισμένη σφήνα. Να θα έχει λέει ο υγρός πρωκτός κι άλλο θέλω, κι άλλο…)

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    (Μισό βήμα πίσω...)

    Message in the life bottle 9th


    “Το Κάστρo” (η μέρα 3,5)


    Καθρέπτης 2ος


    “Η Εσμεράλδα”


    Ο καμπούρης πάει και στέκεται ανάμεσα τους. Σηκώνει τα χέρια ψηλά. Οι καρποί της φλερτάρουν τους κρίκους της κορυφής. Ανοίγει τα πόδια της, όσο της επιτρέπει η μικρή απόσταση σε σύγκριση με τις δυνατότητες της. Οι αστράγαλοι της, αγγίζουν τους τελευταίους κρίκους. Οι κρίκοι σκληραίνουν.

    Ο Πόθος βαδίζει προς τα αντικείμενα που αδημονούν ανυπόμονα. Βλέπει ένα μεγάλο βρώμικο ψαλίδι και το παίρνει. Το φέρνει κοντά στη μύτη του και το μυρίζει. Εγώ και ο Κυνηγός νιώθουμε τη σκουριά του και μια παχιά ζωώδης υγρασία που έχει επικαθίσει στην κόψη του. Έχει καιρό να παλέψει.

    Περπατά προς την γυναίκα που περιμένει και σκύβει ανάμεσα στα πόδια της.


    Πιάνει την φούστα της και με το ψαλίδι ξεκινά να κόβει. Η φούστα αντιστέκεται στο βιασμό. Τα παραμορφωμένα χέρια που διαχειρίζεται δείχνουν να δυσκολεύουν το έργο του. Ελάχιστα λεπτά αργότερα, ολοκληρώνει. Σηκώνεται κρατώντας στα χέρια του τέσσερα πολύ λεπτά κορδόνια. Σταγόνες από το δέρμα της φούστας κρέμονται από τις άκρες τους. Με τα δύο δένει τους καρπούς της κοπέλας στους πάνω κρίκους. Με δυσκολία τα καταφέρνει και με ακόμα μεγαλύτερη σκύβει για να δέσει τα πόδια της.

    -Είναι πολύ λεπτά και μ’ ένα ζόρισμα θα σπάσουν. Κάτι που δεν θα το θέλαμε γλυκιά μου. Συμφωνείς; Οι τελευταίες λέξεις βγαίνουν με λαχάνιασμα και νιώθω το ξεψυχισμένο τόνο τους να με διαβρώνει.



    -Μάλιστα. Δεν πρόκειται Κύριε. Οι δικές της εκπέμπουν σταθερότητα και σιγουριά. Αναρωτιέμαι τι να σκέφτεται η Ιχνηλάτρια. Να έχει ήδη υποψιαστεί;

    Ο Πόθος σηκώνεται ξανά και στέκεται ακίνητος μπροστά της. Είναι ψηλότερη από αυτόν και οι ανάσες του μας στέλνουν μέχρι την βάση του αψεγάδιαστου λαιμού της. Άρωμα παιδιού, τραγούδι μυστικό, κορίτσι ξωτικό, γυμνή λούζει τα μαλλιά της σε κρυμμένη λίμνη.

    Αφήνει το βλέμμα του να ταξιδέψει πάνω της. Η κοπέλα το νιώθει και ανατριχιάζει. Το απαλό χνούδι της, λυγάει σε ανύπαρκτο αγέρι. Πλησιάζει την ιδρωμένη του παλάμη, αλλά δεν την ακουμπά. Το δέρμα της βουλιάζει ανεπαίσθητα σα να την αγγίζει. Θα ‘λεγε κάποιος ότι με την βρώμικη αύρα που εκπέμπουν τα δάκτυλα του την βιάζει. Η αύρα το απολαμβάνει.


    Οι μυς της ευαίσθητοι και ατόφιοι αλλάζουν τον χάρτη του κορμιού της ακολουθώντας τις κινήσεις του. Η επιφάνεια μιας καθάριας λίμνης που κάποιος την βασανίζει με μαεστρία. Ένας αργός χορός, με τις απρόβλεπτες καμπύλες του να κάνουν το δέρμα άλλοτε να ικετεύει και άλλοτε να ευγνωμονεί.


    Κι άλλο…


    Ένα μονοπάτι γνωστό ανάμεσα στα μνημεία που οι γυναίκες παραδίνουν με χαμόγελο στους εραστές τους. Μέσα από το νεανικό της στήθος, γύρω από τέλειο αφαλό της, που τρέμοντας σε εκλιπαρεί να τον γευτείς, στρίβοντας και πάλι πριν φτάσει ανάμεσα στα πόδια της. Αποφεύγοντας να περάσει από σημεία που πριν βρισκόταν.


    Τιμωρώντας με την απόρριψη, την ομορφιά των σειρήνων που σε μεθούν με την εικόνα τους και σε παρασέρνουν με στην γλυκιά τους λήθη.

    -Σας παρακαλώ… Φωνή σαν κερί που λειώνει, στη του Ήλιου, φλόγα.

    Την κοιτάει. Τα μάτια του αφήνουν πάνω της υγρούς λεκέδες.

    -Σας ικετέυω… Οι λέξεις γονατίζουν.

    Χαμογελάει. Γελάει. Σιωπή.

    -Πάρτε με… Τα γράμματα υγραίνουν.

    Αγγίζει τα μάτια της. Του δίνονται με λαχτάρα.
    -Εντάξει μικρή μου. Καλό ταξίδι …

    Πέφτει !!!

    Γυμνή, από ψηλά με ένα στρώμα ζεστού αέρα να την συντροφεύει. Δεν μπορεί να αντισταθεί στα ρεύματα που αντιστέκονται στην πτώση της. Της ανοίγουν τα πόδια και τα χέρια διάπλατα. Μαστιγώνουν το σώμα της αδιάκοπα. Χτυπάνε το κέντρο της και τις ρώγες της με μανία.


    Προσπαθεί να φωνάξει αλλά ο άνεμος που εισβάλει στο στόμα της την εμποδίζει. Η ορμή των αερίων πολλαπλασιασμένη με την ταχύτητα αποκτά σχεδόν στερεή πυκνότητα. Μέλη αόρατα στο μάτι αλλά στιβαρά και σκληρά την ανοίγουν διψασμένα. Το σώμα περιστρέφεται και στροβιλίζεται δημιουργώντας έναν ασταμάτητο χορό διείσδυσης. Όποια πύλη από τις τρεις βρίσκεται αντιμέτωπη με τα ρεύματα ξεδιπλώνεται και γεμίζει σε οριακό σημείο. Λίγο πριν το τέλος της απόλαυσης, εκεί που ο πόνος περιμένει για να αρχίσει. Ελάχιστα πριν από τον πόνο το σώμα πάλι μέτωπο αλλάζει και σε νέα είσοδο τώρα ο άνεμος εισδύει.

    Νιώθει την ηδονή να καλπάζει στο κορμί της. Επικάθεται στους ναούς της σαν χείμαρρος που γεννιέται στην απότομη βροχή. Προσπαθεί να εστιάσει στην απόλαυση που σε εκείνο το σημείο πλημμυρίζει επικίνδυνα τις όχθες. Να μεταφέρει την συναίσθηση της εκεί και τότε ξανά η ηδονή δραπετεύει και πηδάει με μια στροφή τρελού αλόγου αλλού.

    Βασανίζεται κυνηγώντας τον άνεμο που απρόβλεπτος γλύφει με γλώσσες χίλιες εκεί που ιδρωμένη προσπαθεί να φτάσει.

    Σε μοτίβα του χάους τα παιδιά ακολουθούμε και οι τρεις μας. Η Ιχνηλάτρια, ο Κυνηγός και εγώ. Τρέχουμε δεμένοι στο ζεστό ρεύμα που μας σέρνει σε κάθε του παραβίαση.


    Ο Κυνηγός την γνώση της ύπαρξης του Πόθου, στην Ιχνηλάτρια έχει μεταφέρει που ψάχνει τα ίχνη του απεγνωσμένα. Το ρεύμα με μια άξαφνη κίνηση πάλι το σώμα περιστρέφει.

    Ακολουθούμε στην νέα διείσδυση και οι τρεις ξανά. Τώρα ξέρουμε.


    Μόρια ανέμου, άγριοι ιππείς που κινούνται με ταχύτητα σε σάρκινα τούνελ διανθισμένα με νεύρα. Συγκρούονται στα τοιχώματα και κάποια ανατινάζονται δημιουργώντας ρωγμές. Από πίσω τους ακολουθούν οι ανιχνευτές που εισχωρούν στις πιο κρυφές πτυχές του οικοδομήματος, ψάχνοντας για τα ανεξερεύνητα κέντρα των πιο ζωώδη ενστίκτων. Στους πληγωμένους έλεος, κανένα.

    Νιώθω ότι παντού γίνονται μάχες με την διαφορά ότι δεν βλέπω την αντίσταση, παρά μόνο τους κατακτητές που καταπίνουν τους πειθήνιους αιχμαλώτους. Η δύναμη στα όρια της Κυράς του παρά Φροσύνης, οι επιθέσεις που μόνο άτακτες και φρενιασμένα ολοκληρωτικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και η έλλειψη του οίκτου, που θεριεύει ταϊσμένος από την παράδοση. Αχόρταγος, πηγάδι δίχως τέρμα.

    Οι τρεις μας παρασυρμένοι ακολουθούμε δεμένοι στις ουρές των σεληνιασμένων. Γητεμένοι, ρουφάμε μεθυσμένα τις εικόνες της ισοπέδωσης. Όπου υπάρχει νεύρο που απόλαυση έχει την δύναμη να πλάσει, σαν τα σκυλιά κάποια χωρίζονται από το κύμα και ορμάνε με λύσσα πάνω του. Το γλύφουν, το δαγκώνουν, το ξεσκίζουν, το κάνουν να ουρλιάζει εκλιπαρώντας να μην το αφήσουν ποτέ μόνο του ξανά.

    Παντού μικρές εστίες οργασμού. Δεκάδες που γίνονται γεωμετρικά χιλιάδες. Σημεία που επιμηκύνονται μέχρι να ενωθούν διαδοχικά. Ακτίνες που παγιδεύουν την πλάση τούτη από άκρη σε άκρη. Σφιχτά ακινητοποιούν την σάρκα και συμπιέζουν κάθε μορφή καμπύλης ή εξογκώματος στα μικρά ανοίγματα που αφήνουν.


    Σαν ζώα και στάζοντας υγρά, όχι σίγουρα όχι δικά τους, περικυκλώνουν τα ακάλυπτα και προς τα παρόν ελεύθερα τμήματα. Κίνηση ακόμα δεν κάνουν, περιμένουν. Ίσως να περιμένουν τους συντρόφους από πίσω να τελειώσουν το αναπόφευκτα σαγηνευτικά καταστροφικό τους έργο. Ίσως κάποια εντολή.

    Της Ιχνηλάτριας της ξεφεύγει ένα βογκητό. Άραγε απόλαυσης ή μήπως ανομολόγητου πόθου; Ιλιγγιώδη διασχίζουμε τους δρόμους που μπροστά μας ανοίγονται πλησιάζοντας στο κέντρο ύπαρξης της κοπέλας. Προς τον Κυνηγό στέλνω μια βουβή σκέψη.

    -Που πάμε;

    -Θα δεις. Εκεί που άνθρωπος το πόδι δε βαστάει.

    Μια στροφή προς τα πάνω, μία σπηλιά που περνάμε βιαστικά και βουτάμε...

    Βυθιζόμαστε σ’ ένα λαβύρινθο. Το μυαλό της! Παντού λακκούβες με πηχτή και υγρή ύφανση. Σε διάφορα ύψη σε αφύσικές για την βαρύτητα γωνιές και θέσεις.


    Όσες ανάποδα στέκονται δεν στάζουν. Δείχνουν ρηχές, δείχνουν όμως μόνο. Το απίστευτο βάθος τους το συνειδητοποιώ, ίσως όχι τόσο όσο του αξίζει, όταν με την φόρα που έχουμε σκάμε στην πρώτη που συναντάμε...

    Ένα δωμάτιο, μία κρεβατοκάμαρα, μία λεπτή μάλλινη καφέ κουβέρτα, λευκές ημιδιαφανείς κουρτίνες, ένα κορίτσι που κάθεται πάνω στο κρεβάτι. Το κορίτσι νιώθει την θαλπωρή να το τυλίγει παρέα με το φως που τις χαϊδεύει τα μαλλιά της.


    Η μητέρα της σαν μια αέρινη νεράιδα χορεύει στο δωμάτιο συμμαζεύοντας το. Την κοιτάει μαγεμένη. Η εικόνα μεταμορφώνεται, αλλά όχι τα συναισθήματα.

    Το δωμάτιο γίνεται μπουντρούμι. Ένα στρώμα στο έδαφος ριγμένο, το κορίτσι πάνω του να κάθεται με τα χέρια του δεμένα. Η θαλπωρή παραμένει και η υγρασία τώρα, τα μαλλιά της να λάμπουν, κάνει. Ο Πόθος να τακτοποιεί τα διάφορα όργανα στην θέση τους. Τον κοιτάει μαγεμένη. Περνάμε σε άλλη ανάμνηση…

    Γρασίδι. Ένα κορίτσι, γυναίκα λίγο πριν την εφηβεία. Ένας σκύλος που χοροπηδά χαρούμενος. Ο πατέρας του κοριτσιού του πετάει ένα μπαλάκι του τένις και το τετράποδο σαν σφαίρα τρέχει να το πιάσει. Το κορίτσι ορμάει πάνω στον σκύλο για του πάρει το μπαλάκι και ο πατέρας πάνω και στους δύο. Όλοι μαζί ένα ξεκαρδισμένο κουβάρι. Γελάει σα να είναι η πιο ανέμελη μέρα της ζωής της.


    Επέμβαση…

    Το γρασίδι παραμένει. Τα σκυλιά, δύο, δεμένα να κοιτάζουν σαν φύλακες. Ένα νεαρό κορίτσι με περιλαίμιο περιμένει σε στάση προσοχής στα τέσσερα. Ο Πόθος πετάει το μπαλάκι προς τα σκυλιά. Κυλάει προς αυτά και σταματάει ανάμεσα στα πόδια τους. Το ένα από τα δύο πειθαρχημένα το πατάει και περιμένει.


    Το κορίτσι μπουσουλώντας πλησιάζει ακολουθώντας την διαδρομή του. Φτάνει, κατεβάζει το κεφάλι της προς το έδαφος, πιάνει το μπαλάκι με τα δόντια της και γυρνάει πάλι μπουσουλώντας προς τον Πόθο. Το ακουμπά προσεκτικά ανάμεσα στα πόδια του σκαμνιού που κάθεται και τον κοιτάει. Της χαμογελά και την αγγίζει τρυφερά στο πρόσωπο. Νιώθει ευτυχισμένη για το μικρό της κατόρθωμα.

    Σκίζοντας το πέπλο περνάμε στην επόμενη

     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    (Ένα βήμα εμπρός ή πίσω; )


    Message in the Satellite Bottle 9th.


    “Το Κάστρο” (Μέρα 5η )


    Καθρέπτης 2ος


    “Η Εσμεράλδα”


    Μέρα γάμου. Το αυτοκίνητο μπαίνει σε μια στροφή ακόμα και μετά ξανά στρίβει σε ένα μικρό και σχεδόν αθέατο χωματόδρομο. Τα δέντρα με το πυκνό τους φύλλωμα διεκδικούν το χώρο που τα χωρίζει. Τα χαμηλά κλαδιά τους χτυπάνε στα τζάμια. Tο όχημα να αρπάξουν θέλουν και λεία τους να το κάνουν.

    Η Ιφιγένεια δεν δείχνει να τρομάζει . Νιώθει το κολλημένο στο σώμα της, από βινύλιο φόρεμα να την κρατάει άκαμπτη στην θέση που την πρόσταξαν. Είναι μέρα ιερή, για αυτήν σήμερα.



    Ανάμεσα στα δέντρα, κρύβεται ένα αρχοντικό. παλιό. Δίπλα στους χοντρούς τοίχους του από πέτρα και κορμό, στοιχημένα τέσσερα αυτοκίνητα. Σιωπηλά. Μια ψηλή δεσποτική καμινάδα ξεφυσά το καπνό της στο βαθύ γαλάζιο του ουρανού.


    Το αυτοκίνητο τους σταματά δίπλα της. Ο οδηγός κατεβαίνει αλλά η Ιφιγένεια περιμένει ακίνητη κοιτώντας μπροστά. Η πόρτα της ανοίγει, πιάνει την αλυσίδα της.

    -Βγες και την τραβάει προς τα έξω.

    Η Ιφιγένεια ξυπόλυτη εκτελεί. Στα πόδια της το υγρό και σκληρό χώμα την στηρίζει στα σταθερά της βήματα. Μπροστά ο δεσμώτης της, πίσω αυτή πειθήνια ακολουθεί τα ίχνη του. Μπαίνουν στο αρχοντικό. Μικρές μπουκίτσες σε σπηλιά μεγάλη.


    Ένα βαθύ τζάκι την κοιτάει λαίμαργα και μια φλοκάτη στρωμένη και παχιά την καλεί ικετευτικά. Κανείς άλλος. Δεν την αφήνει να κινηθεί προς τα εκεί. Την οδηγεί μέσα από ένα μικρό διάδρομο σε μια πόρτα που ανοιχτή και με τα πέτρινα σκαλιά της μοιάζει με στόμα που περιμένει να τους καταπιεί. Έτσι και γίνεται.

    Κατεβαίνουν σε μια υπόγεια σάλα. Στους επιστρωμένους από πέτρα τοίχους υπάρχουν οι λάμπες που φωτίζουν. Τρεις άντρες και δύο γυναίκες καθισμένοι την παρατηρούν με βλέμματα ψυχρά. Αποσπάται με ένα τίναγμα από τον στιγμιαίο δισταγμό της και κατεβαίνει το τελευταίο σκαλί.

    Την αφήνει ανάμεσα τους και πάει και στέκεται δίπλα στην, σαν θρόνο, μεγαλύτερη πολυθρόνα που κάθεται ο κύριος της. Ο Πόθος.

    Οι υπόλοιποι τέσσερις σε διάταξη τετραγώνου την γεύονται με τα μάτια τους, καλύπτοντας τις οπτικές που της επιτρέπει η θέση της. Τα μάτια τους, λαίμαργα, αλλά υπάκουα. Ο Πόθος μιλάει…

    -Ξέρεις γιατί είσαι εδώ σήμερα;

    -Για να γίνω και επίσημα δική σας, η φωνή της επιτηδευμένα δεν αφήνει κανένα χρώμα να αποκαλύψει τα όποια συναισθήματα της, όπως την έχουν διατάξει. Όπως το γιατί, της έχουν φορέσει.

    Ο Πόθος με ρούχα χοντρά και μπότες να δείχνουν σκληρές και ανθεκτικές, χαμογελάει ικανοποιημένος. Οι μπότες αδημονούν, πάνω της να σκουπιστούν.

    -Αποκάλυψε την. Δίνει στο άντρα που την έφερε μια χρυσή φαλτσέτα.



    Αυτός την παίρνει και την πλησιάζει από πίσω.

    Η Ιφιγένεια βαστάει την ανάσα της. Η ανάσα την ακούει και στέκεται.

    Ακουμπά την στρογγυλεμένη αρχή της κόψης στο ξεκίνημα του φορέματος, στο μέσο της ωμοπλάτης της.

    Κλείνει τα μάτια. Τελευταία εικόνα, το σαρδόνιο χαμόγελο, της ηλικιωμένης γυναίκας που κάθεται αντικριστά της. Επόμενη, η δίχως τέλος νύχτα, ορφανή από τα στρα.

    Ο υπηρέτης πιέζει την φαλτσέτα και αρχίζει να τεμαχίζει.

    Ανοίγει το δρόμο στο ύφασμα με το κοφτερό μέταλλο. Η ώθηση είναι σταθερή και η λάμα αγγίζει ανεπαίσθητα το δέρμα κάτω από το βινύλιο. Η λεπτή γραμμή που κοκκινίζει με την ώρα, σημάδι της κατάκτησης. Στο αψεγάδιαστο, δερμάτινοι οι στίχοι.

    Επιδέξια χαράζει ένα ορθογώνιο με στρογγυλεμένες άκρες. Το κομμάτι αφαιρείται αφήνοντας μία μικρή σε πλάτος ζώνη, ένα πλαίσιο που οριοθετεί τα όρια του υφάσματος. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται και από μπροστά και το δεύτερο τμήμα του φορέματος καταλήγει στο έδαφος. Η Ιφιγένεια γυμνή, σαν ένα υπέροχο άγαλμα στέκεται ακίνητη. Τα φτηνά αγάλματα, σαλεύουν.

    Η ηλικιωμένη γυναίκα σηκώνεται και την πλησιάζει. Ο υπηρέτης παίρνει τα δύο κομμάτια τα βάζει το ένα πάνω στο άλλο και αρχίζει να τα κόβει σε λεπτές λωρίδες.

    Η γυναίκα με το χέρια της γεμάτα από καφετί κηλίδες, να σιγοψιθυρίζουν τα χρόνια τους, δοκιμάζει την ελαστικότητα και φρεσκάδα της Ιφιγένειας. Νύχια κίτρινα από την νικοτίνη γδέρνουν ότι φθονούν. Η γλώσσα της λαίμαργα υγραίνει την σκασμένη λεπτή γραμμή των χειλιών τους. Πόδια μακριά λευκά, χέρια άσπιλα, σώμα καμβάς υπάκουος γεμίζει από άτεχνες παράλληλες καμπύλες.

    Πνιχτός ο λαρυγγισμός της νεαρής κοπέλας, δεκτικός σε κάθε είδους δράση.
    -Σ’ αρέσει το απόκτημα μου Νεφέλη; Λέξεις μυτερές, ειρωνικά προκλητικές.

    Η Νεφέλη γυρνάει και ρίχνει ένα βλέμμα μοχθηρίας προς τον Πόθο.

    -Ότι αγάπη όμορφα καλεί δεν σημαίνει ότι κι απόλαυση χαρίζει.

    Το στόμα του στραβώνει ηλίθια προσπαθώντας να χαμογελάσει. Τα μάτια του όμορφα μπλε βαθαίνουν και μαύρα δείχνουν τις προθέσεις του. Νύχτες που οι άνθρωποι κρυμμένοι από τις θύρες τους, κρυφά κοιτούν.

    -Ένα φρούτο σου φανερώνει την γεύση του όταν το δαγκώσεις. Εκτός αν φοβάσαι ότι είναι δηλητηριώδης πικρή μου Νεφέλη;

    Δεν τον κοιτάει καθόλου. Οι λέξεις του όμως την πονάνε. Βάζει τα δάχτυλα της στο κλειστό στόμα της Ιφιγένειας, αυτή τ’ ανοίγει πρόθυμα. Σπρώχνει τα δάχτυλα μέσα και με δύναμη τραβάει προς τα κάτω και την αναγκάζει να γονατίσει. Ο πόνος λάδι στην αδύναμη φωτιά της.

    -Νίκο! Βγάλε μου το παντελόνι.

    Ένα από τους άντρες που κάθονται, σηκώνεται αμέσως και εκτελεί με σεβασμό.
    Οι υπόλοιποι με φθόνο τον τηρούν.



    Τώρα η Νεφέλη είναι γυμνή από την μέση και κάτω. Το σώμα της χαμένο στο αντίκρισμα. Η Ιφιγένεια και γονατιστή φτάνει την γυναίκα στο πεσμένο στήθος της.

    -Νίκο, ξάπλωσε την βρώμα.

    Ο νεαρός, σχεδόν έφηβος, πιάνει την Ιφιγένεια από τα μακριά μαλλιά της και την ρίχνει ανάσκελα. Το κορίτσι πονεμένα του χαρίζει ένα γλυκό και ικετευτικό χαμόγελο. Του ζητάει βουβά να είναι τρυφερός μαζί της. Έχουν την ίδια ηλικία. Την φτύνει στο πρόσωπο και με το ελεύθερο του χέρι την πασαλείβει, με τα σάλια του. Η Νεφέλη του χαϊδεύει το πρόσωπο ικανοποιημένη. Το πρόσωπο γεμίζει.

    -Μπράβο μωρό μου. Τώρα κράτα την εκεί.

    Κάθεται πάνω στο πρόσωπο της και το γέρικο αιδοίο της κολλάει σαν άρρωστη βδέλλα στο ανοιχτό στόμα του κοριτσιού. Την νεαρή ανάσα, ξοδεύει με λαχτάρα.
    Η Ιφιγένεια νιώθει την ταγγίλα στην οσμή και μετά στην γλώσσα της. Χωρίς δισταγμό όμως αρχίζει να ρουφάει λαίμαργα…



    Συγκεντρωμένη σε αυτό που κάνει, σε αυτό που νιώθει, σε αυτό που γεύεται. Προσπαθεί να προσπεράσει αυτό που την αηδιάζει, να καθαρίσει αυτό που για καιρό διέξοδο δεν έχει, να εξαγοράσει τα σημάδια της Νεφέλης, με την φρεσκάδα των δικών της. Στιγμή με την στιγμή αυτό που την ξενίζει αρχίζει να της αρέσει. Η γλώσσα της πιο ευλύγιστα σα κοριτσάκι μεθυσμένο να χορεύει στις βαθιές στεγνές πτυχές, σ’ ένα χορό αποπλάνησης γύρω από τον πυρήνα.




    Τα χείλια της, με πάθος που φουντώνει, πιότερο να θέλουν τώρα να τρυγήσουν. Το υπόλοιπο σώμα της να αγνοεί την στάση του και κάθε εξωτερικό ερεθισμό. Στο στόμα, το δικό της, να μεταφέρεται η οντότητα της και να απολαμβάνει αυτό που κάνει. Όπως φαντάζεται να το κάνουν στην ίδια. Πρώτο το δικό της βογκητό και ακολουθεί της Νεφέλης.




    Ταγκό για ήχους, φωνήεντα και λείες. Σύμπλεγμα φθόγγων και παροτρύνσεων, μελωδίες μεθυστικές, χρώματα που γεμίζουν εύφλεκτα, την εικόνα που παραμορφωμένη απέχει χιλιοστά από τα μάτια της.

    Δεν ακούει, βλέπει, δεν μυρίζει, βλέπει, δεν γεύεται, βλέπει. Δεν αντιλαμβάνεται την προσταγή του Πόθου, ούτε την φαλτσέτα που αλλάζει χέρια και στον Νίκο καταλήγει. Μόνη της ανάγκη να βιώσει, την κορύφωση που πλησιάζει. Λαχτάρα της να μην χάσει τα βήματα της Νεφέλης που βιαστικά κινούνται προς το τέλος.

    Το κορίτσι φτάνει μαζί με την γυναίκα και αγγίζουν τον οργασμό ταυτόχρονα. Μια γυναίκα που σπάει το κορμί της καλπάζοντας στον τερματισμό. Ένα κορίτσι που ουρλιάζει και το στόμα της ανοίγει καταπίνοντας στάλες. Στάλες που γίνονται βροχή.




    Βροχή χρυσή από ούρα που ξεχύνονται ορμητικά στο πρόσωπο, στα χείλια, στο στόμα και καταπίνει εκστασιασμένη. Η Ιφιγένεια πίνει μεθυσμένη, διψασμένη και ο Νίκος με βία κόβει τα μαλλιά της άγαρμπα. Τούφες που πέφτουν σαν τα φύλλα στο φθινόπωρο. Σάρκα που ποτίζεται, στεγνή στο καυτό καλοκαίρι.



    Ώρα μετά, οι ήχοι ελάχιστοι. Οι κινήσεις μετρημένες. Η Ιφιγένεια στα τέσσερα, πιστή του παρά λόγου, άλογο. Τα πλούσια μαλλιά της, ρεαλιστική αλογοουρά, να ξεπροβάλει από την δύστροπη την πύλη της. Ο τρίτος άνδρας γυμνός ερεθισμένος από πίσω της, αλλά όχι μέσα της. Το όργανο του αφύσικα τεράστιο, δείχνει με τα εφτά αυτοσχέδια δακτυλίδια κατά μήκος του, σαν μηχανή κάποιου κτηνώδους βασανισμού. Η Νεφέλη και ο Νίκος, αριστερά και δεξιά της κρατώντας δύο κοντόφθαλμα μαστίγια με λωρίδες από βινύλιο, πρόσφατα φτιαγμένα.

    -Τα λόγια τα έχεις μάθει; Ο Πόθος μέσα στο γερασμένο του σώμα, καθισμένος εμπρός της, με τα μεστωμένα του παπούτσια να κρατούν παγιδευμένα στο πάτωμα, τα εύθραυστα και μακριά της δάκτυλα.

    -Μάλιστα Κύριε

    -Τότε ας αρχίσει η τελετή

    Ο υπηρέτης αφαιρεί το φελλό από ένα σκονισμένο μπουκάλι, μάλλον με κρασί. Ταυτόχρονα ο άνδρας από πίσω της, απότομα τραβάει το ομοίωμα πέους, που στην βάση του δεμένα κρέμονται τα πολύτιμα μαλλιά της.

    Το κορίτσι με μια αντανακλαστική βαθιά αναπνοή, παλεύει να γεμίσει το κενό που δημιουργείται. Κρατάει για λίγο, σκύβοντας το κεφάλι, την πνοή φυλακισμένη στα σπλάχνα της. Σηκώνει πάλι το κεφάλι της και κοιτώντας με καθαρό βλέμμα τον Κύριο της απελευθερώνει τον χρωματισμένο από τις λέξεις της αέρα.

    -Κανόνας πρώτος.

    Οι λωρίδες από τα μαστίγια με λατρεία προσγειώνονται στο δέρμα της. Σφίγγεται αλλά δεν κομπιάζει.

    -Είμαι το αντικείμενο Του. Αναπνέω, κοιμάμαι, φροντίζω τον εαυτό μου γιατί Του ανήκω. Βελτιώνω την ποιότητα μου γιατί δεν του αξίζουν τα σκουπίδια.

    Η Νεφέλη και ο Νίκος την ξαναχτυπούν με δύναμη μεγαλύτερη από πριν. Η κοπέλα λυγίζει το σώμα της σαν κάποιο βάρος να επικάθισε λίγο πιο ψηλά από την μέση της. Τα οπίσθια της κλείνουν προς τα πάνω σα να προσφέρονται.


    Μία θελκτική προσφορά που δεν αφήνει τον άνδρα αδιάφορο. Με προσοχή και σταθερή ώθηση διαρρηγνύει τον σφιγμένο σφιγκτήρα και εισχωρεί μέσα της τρία εκατοστά μέχρι το πρώτο δακτυλίδι. Ο νέος κοφτός πόνος που μεγαλώνει συνεχώς αναγκάζει το κορίτσι να έρθει στην πρωτινή του θέση. Ο άνδρας την ακολουθεί δίχως να χάσει ούτε χιλιοστό. Ο υπηρέτης αδειάζει μία γενναία ποσότητα βαθυκόκκινου κρασιού πάνω της. Συνεχίζει…

    -Κανόνας δεύτερος. Είμαι ιδιοκτησία Του. Οτιδήποτε βιώνω, συμβαίνει στην κτήση Του και πρέπει το γρηγορότερο δυνατό να το Μάθει. Οι αποφάσεις είναι δικές Του και αν δεν είναι δυνατή η επικοινωνία πριν την εκτέλεση αντίδρασης, πράττω αναλόγως για το δικό Του μέγιστο συμφέρον.

    Τρίτο χτύπημα πιο λυσσασμένο. Τα δόντια της Νεφέλης τρίζουν. Αυτή την φορά το κορίτσι δεν λυγίζει. Το πρώτο δαχτυλίδι βιάζει την αντίσταση της και ο εκπορθητής εισβάλλει άλλα τρία εκατοστά μέχρι το δεύτερο. Κρασί ποτίζει τη πληγωμένη της πλάτη.

    -Κανόνας Τρίτος. Είμαι το παιχνίδι Του. Δεν μου προκαλώ ερωτικό ερεθισμό ή άλλου είδους προσωπική απόλαυση αν δεν μου το Επιτρέψει. Αυτός Διαλέγει το πώς, το πού και με ποιόν θα απολαμβάνω την οποιαδήποτε φύσης ψυχαγωγία. Είμαι η φωτογραφία στο πορτοφόλι του.

    Το παράπονο του αέρα που σκίζεται βάναυσα. Τέταρτη φορά. Κοφτό ξεφωνητό. Το δεύτερο μεγαλύτερο δακτυλίδι προχωρά, τρία εκατοστά ακόμα και φτάνει στο τρίτο.

    -Κι άλλο κρασί μαέστρο. Πόθος που γλεντά…

    -Κανόνας τέταρτος. Είμαι η σκλάβα Του. Μπορεί να με Χρησιμοποιήσει όπως, όπου και όποτε θελήσει και το ίδιο σε όποιον ή όποιο Επιτρέψει Αυτός. Είμαι το Δώρο Του.

    Συγχρονισμένα και φρενιασμένα σαν να παλεύουν, τα μαστίγια μπλέκονται σώμα με σώμα για πέμπτη φορά. Σταγόνες κόκκινες βαθιές, ζεστές και κρύες που πετάγονται ψηλά. Δακτυλίδι τέταρτο και δώδεκα εκατοστά μέσα της. Οι λέξεις, οι επόμενες από ένα κορίτσι που φωνάζει.

    -Κανόνας πέμπτος! Είμαι αυτό που Θέλει να είμαι. Νιώθω ότι Αυτός Θέλει. Τα συναισθήματα μου είναι αυτά που Αυτός Καθορίζει να είναι. Όταν δεν μου Έχει Δώσει εντολές μόνο τα θετικά συναισθήματα για Αυτόν επιτρέπονται. Είμαι η καρδιά Του.



    Πώς δεκάξι πόδια από λάστιχο χαοτικά πλεγμένα μπορούν να τερματίζουν μαζί, σκάβοντας στη σάρκα; Ο Νίκος φωνάζει από την προσπάθεια. Η Νεφέλη μια αναψοκοκκινισμένη μαινάδα που φτύνει προς κάθε κατεύθυνση. Το πέμπτο σημάδι φτάνει στην παραβιασμένη πύλη. Το κορίτσι νιώθει τις παρθενικές σπηλιές της να γεμίζουν με κάτι μεγαλύτερο από αυτήν. Ουρλιάζει!

    Ο Πόθος σκύβει με αφύσικη ταχύτητα για το σώμα του. Το πρόσωπο του απέναντι από το δικό της.

    -Συνέχισε!



    -Καα..νόνας έκτος. Αν μου Επιτρέψει την πρωτοβουλία το… ένας λυγμός μπουκώνει το στόμα της. Ακολουθούν και άλλοι ανεξέλεγκτοι.

    Ο Πόθος πιάνει το πρόσωπο της από τα μάγουλα.

    -Θέλεις να σταματήσεις; Απλά πες το και θα σε αφήσω να φύγεις.



    Μάτια ατόφια, κρυμμένες κι άπατες οι θάλασσες τους. Ξένα στα μάτια των ανθρώπων, τα θηρία που τις αφεντεύουν. Η Ιφιγένεια τα κοιτάει και ο ακριβός της έρωτας, δύναμη στη θέληση της βάζει. Δαγκώνει την γλώσσα της και συνεχίζει. Τα χέρια Του πηγή φωτιάς. Ερεθίζεται…

    -Κανόνας έκτος. Αν μου Επιτρέψει την πρωτοβουλία τότε μπορώ να κάνω ότι θελήσω αλλά Διατηρεί το δικαίωμα της άσκησης της κυριαρχίας Του πάνω μου, όποια στιγμή το Θελήσει. Είμαι η συνέχεια Του.

    Πετάνε τα μαστίγια και χτυπάνε με τα χέρια. Λυσσασμένα σκυλιά που περιμένουν για να εφορμήσουν. Δεκαοκτώ εκατοστά μέσα της συμπαγής σάρκας, την κάνουν να νιώθει θαλπωρή και παράδοση. Θέλει στην μανία τους να αφεθεί.

    -Κανόνας έβδομος. Του ανήκω για πάντα. Είναι και θα είναι Κύριος μου μέχρι το τέλος της ζωής μου και ίσως και μετά από αυτό. Ακόμα και αν έχω σχέση ή είμαι παντρεμένη με άλλον ή άλλη, με δυο Του λέξεις θα γίνεται ξανά ο Κύριος μου. Είμαι η σάρκα και το αίμα του.


    Τα πάντα παγώνουν και όλοι περιμένουν.

    -Δική μου.
    Το έβδομο σημάδι συναντά την πύλη. Κοιτούν τον Πόθο. Πρόσωπο αγάλματος, ανέκφραστο. Μόνο οι ανάσες. Μια ρυτίδα αρχίζει να βαθαίνει. Σαν ρήγμα που ανοίγει μετά από σεισμό, προκαλώντας τον τρόμο και το δέος. Τα χείλη του ανοίγουν, οι φλέβες του λαιμού φουσκώνουν και φωνάζει!

    -Δική σας!!!

    Ο Νίκος και η Νεφέλη χιμούν στην σάρκα της. Σεληνιασμένοι δαγκώνουν, φτύνουν, χτυπάνε, τρίβουν, τσιμπούν και κλοτσάνε.

    Ό άνδρας από πίσω της, τραβιέται αργά μέχρι το τεράστιο όργανο του να βγει από μέσα της. Ξαναμπαίνει πιο γρήγορα αυτή την φορά. Ξαναβγαίνει, ξαναμπαίνει ρυθμό που μεγαλώνει. Μέσα ξανά, έξω. Τρένο που ταχύτητα αναπτύσσει. Ρυθμός που φτάνει φρενιασμένος την τρέλα των άλλων. Ένα έμβολο που γαμάει ασθμαίνοντας.


    Ο υπηρέτης κατεβάζει το παντελόνι του στο πρόσωπο της μπροστά και την κατουράει. Η κοπέλα πρόθυμη, πίνει. Το πλησιάζει. Καταπίνει. Κι άλλο. Το ρουφάει, το γλύφει, το βάζει βαθιά στο στόμα της και το χρυσό υγρό συνεχίζει να ρέει όπου διέξοδο βρίσκει καθώς το μόριο του φουσκώνει. Το στομάχι της γεμίζει με το χρυσάφι του.

    Η Ιφιγένεια απλώνεται στο αέρα που την παρασέρνει και το σώμα της δικό Του.

    Ο Πόθος τους κοιτάει, ανοίγει το στόμα και αρχίζει να ουρλιάζει. Ήχος που καίει το μυαλό, λάμψη λευκή που απορροφά και που σκεπάζει. Μία δίνη γαλακτώδης που παρασύρει τις εικόνες και εμάς μαζί, σε ένα χωροχρονικό στρόβιλο.


    Αντικείμενα, εικόνες, αμαρτίες που στροβιλίζονται μαζί μες τις συνειδήσεις μας. Πίσω. Πιο πίσω. Στην αποθήκη ξανά.

    Ένα κορίτσι. Μια ανυπέρβλητης ομορφιάς παράδοση. Ο πόθος κάθε άντρα.




    Ο Πόθος. Ένα καταβεβλημένο από το χρόνο κορμί.




    Σταγονίδια από ανάσες. Εμείς αιωρούμενοι.


    Ο Πόθος κοιτά το υποταγμένο πλάσμα με ικανοποίηση. Την επόμενη στιγμή το βλέμμα του γεμάτο απορία. Κάτι μετακινείται στο φως και στις σκιές ξεφεύγει. Ο Πόθος σκοτεινός το σώμα αφήνει. Ένα σκηνικό που κλείνει, εικόνες που συμβαίνουν και που ακολουθούν, πολλές.

    Ο γέρος συνεχίζει να κοιτάει το κορίτσι αποσβολωμένος. Το κορίτσι που από το περίπτερο του, μόνο να θαυμάζει μέχρι τώρα μπορούσε. Πως βρέθηκε εδώ; Αυτός, που την τελευταία φορά να πέφτει να κοιμηθεί, θυμάται. Αυτή που λίγες ώρες πριν, από το περίπτερο του να παίρνει τσιγάρα και να αποχωρεί με ένα λίκνισμα και για τα διψασμένα μάτια του νέκταρ, θυμάται και τώρα εδώ. Που; Γυμνή μπροστά του. Πως;



    Σοκ που βαστάει λίγο.

    -Κύριε και αφέντη μου για πάντα δική σας, λέξεις μέθης και έρωτα.

    Για αυτόν; Πως; Δική του; Χαμογελάει. Τι σημασία έχει. Τι και αν όνειρο σημαίνει. Ακόμα καλύτερα κι αν όχι. Είναι δική Του!

    Ένα φάντασμα που αποχωρεί. Ο Πόθος φεύγει. Στέκομαι αβαρής στον αέρα και παρακολουθώ μη ξέροντας τι να κάνω. Η Ιχνηλάτρια στροβιλίζεται προσπαθώντας να τον φτάσει. Τα σταγονίδια της, άλματα μικρά, απ’ τη δύναμη του θέλω της, βήματα τεράστια για την βαρύτητα, που της χαρίζει λίγα εκατοστά πιο κοντά του.


    Ένα τραγούδι που μελαγχολικά και πάλι σβήνει. Ακόμα πιο κοντά του. Οι σταγόνες την Ιφιγένειας, την ψυχή της Ιχνηλάτριας προσπαθούν να μεταφέρουν.


    Αλλά λυγίζουν. Ακόμα πιο κοντά. Στο βρώμικο πάτωμα καταλήγουν. Ακόμα πιο κοντά. Τρεις οι τελευταίες. Η σκιά του Πόθου σταματά. Δύο σταγόνες, μια παλάμη μακριά. Μία μένει. Μια ύστατη προσπάθεια. Ο χρόνος να βοηθήσει θέλει. Λίγο ακόμα. Φτάνει. Στην μύτη της σκιάς ακουμπά. Γεύεται το άπειρο και το γλυκό του χρώμα και μετά…

    Ο Πόθος φεύγει! Χάνεται οριστικά και η σταγόνα καταλήγει και αυτή στο πάτωμα.

    Ο Κυνηγός σ’ ένα τρελό χορό το ρίχνει. Στροβιλίζεται γύρω από το γέρο που την κοπέλα γεμίζει με λαίμαργα φιλιά. Μία φιγούρα που δυναμώνει και φουντώνει και θεριεύει και μας παρασέρνει, πίσω στο κάστρο. Εγώ, ο Κυνηγός και η Ιχνηλάτρια.

    Η Ιχνηλάτρια κλαίει, γονατισμένη. Τα γυμνά της νευρώδη πόδια διπλωμένα. Τα δάκρυα της, υγρά διαμάντια που λιώνουν, αφήνοντας δρομάκια αθωότητας, στα χρώματα πολέμου που έκρυβαν μέχρι στιγμής το πρόσωπο της.

    Την θέλω. Θέλω να την αγκαλιάσω, να την παρηγορήσω, να την νανουρίσω. Στα χέρια μου το ακριβό της κεφάλι, να προστατέψω. Να ηρεμήσω τις ανάσες της και από λυγμούς, σε φτερά που αιωρούνται να τις οδηγήσω. Να κοιμηθεί και εγώ εκεί ακίνητος να στέκομαι και να την στηρίζω στα γλυκά της όνειρα.

    -Πονάει.. φωνή από κρύσταλλο που φρεσκάρει τις σταγόνες της βροχής.



    -…νιώθει μόνος. Νιώθει να πεθαίνει. Θέλει να νιώσει… ρυάκια που κυλούν σε μια πολιτεία άδεια. Μελαγχολική. Ξεχασμένη. Καθάρια.

    -Μίζερος και κακόμοιρος. Δηλητηριασμένα καρφιά. Ο Κυνηγός στέκεται όρθιος και επιβλητικός. Ακουμπά στο τζάκι του Βορρά και διαλέγει λέξεις.

    -…τη ζωή. Φράση που ακολουθεί από κεκτημένη ταχύτητα, πλάθεται από το στόμα της αγαπημένης μου ηρωίδας.

    -Άπληστος σαν τα ανθρωπάκια. Λέξεις που εξοργίζουν.

    Το γεράκι που βουτάει να το δει κανείς μπορεί; Τις ραβδώσεις μιας τίγρης που επιτίθεται; Ένα σώμα μαγικό και θλιμμένο με μια έκρηξη πετάγεται όρθιο σαν το ελατήριο μιας παγίδας, αρπάζει το όπλο του.


    Τα πάντα γύρω δείχνουν να βαλτώνουν σε χρόνο ιξώδες, σε σχέση με την κίνηση της. Δύο στροφές, σκίζει τον αιθέρα, τένοντες και χορδή που διαστέλλονται πιο γρήγορα και από την σκέψη και ξεπερνούν την ηθική της αντίληψης.

    Ο χρόνος κυλάει και πάλι κανονικά, με μια νέα εικόνα.

    Η Ιχνηλάτρια, σε στάση μάχης με το τόξο της τεντωμένο και ένα μακρύ βέλος να περιμένει ένα της τρεμόπαιγμα. Σημαδεύει τον Κυνηγό στο πρόσωπο από ένα βέλος απόσταση. Τίποτα δεν μπορεί να επιβιώσει από τόσο κοντά. Ατάραχος, αμετάβλητος, συνεχίζει…

    -…που δεν απολαμβάνουν αυτά που δεν πιστεύουν ότι τους αξίζουν.

    Κλείνει το στόμα του. Παγωμένος σαν φίδι που κοιτά και περιμένει.
    Η Ιχνηλάτρια, ανταποδίδει το βλέμμα και αφήνει την χορδή. Το βέλος γεμίζει το κενό που μεσολαβεί από το πρόσωπο του.

    (συνεχίζεται, άχυρα οι σκέψεις μου, στη φωτιά θα δυναμώσουν)





     
    Last edited: 3 Οκτωβρίου 2022
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Fairy tale bottle 9th


    “Το Κάστρο” (6η μέρα)


    Καθρέπτης 3ος


    ‘Οι κλωστές’


    (Κόκκινη κλωστή δεμένη)


    Ο Κυνηγός, άρχοντας του χωροχρονικού συνεχές σε αυτό το κομμάτι από βράχο που σε νησί φαντάζει, με μαεστρία νουθετεί τον χώρο και πατρονάρει τον χρόνο.


    Άλλωστε το Κάστρο του, δεν ανήκει σε αυτό τον πλανήτη. Ούτε καν σε αυτό το σύμπαν. Εξόριστος από τους Δίχως Όνομα Θεούς σε μία σανίδα που πλέει στο πουθενά, βρίσκεται.


    Τον έσερναν σε ένα τεράστιο κλουβί προς τον τόπο της τιμωρίας του και αυτός με την δική του τέχνη, αποπλάνησε την μικρή θεά Τους. Σε μια στιγμή που κανείς δεν μπορούσε να δει, καλυμμένη από το μαγικό της πέπλο, του χάρισε τις αναμνήσεις του Πόθου και αυτό της το ανταπέδωσε με ένα του φιλί.


    Το φιλί του δηλητηριασμένο, χρωμάτισε κάθε της κύτταρο, με την μαύρη φωτιά του και την παρθένα ψυχή της με γκρίζο μίσος. Ένας πόλεμος που ξεκίνησε πριν από εκατομμύρια ανθρώπινες γενιές και που μέρος σε αυτήν την ιστορία, τώρα δεν βρίσκει.


    Ο Κυνηγός, εκδιώχθηκε σε αυτόν τον βράχο που δεν είχε χρόνο μα μήτε χώρο. Με ψευδαισθήσεις, έπλασε τα πρώτα χτίσματα. Έσπειρε λουλούδια που στο άρωμα τους, έκρυβαν και μια ανάμνηση. Σειρήνες τα ακριβά λουλούδια, καλούσαν αυτoύς που το κατάφερναν, στο νησί του Κυνηγού.


    Παγίδες ποτισμένες με την ανάσα του Πόθου και όταν το δόκανο τους σφράγιζε πάνω στων αγγέλων τα φτερά, αιχμαλώτιζε την θέληση τους. Ρυθμιστής του χρόνου του μέρους τούτου, έπαιζε μαζί τους, σε μικρές δικές του στιγμές που χιλιετηρίδες για αυτούς γενόταν.


    Και οι άγγελοι λυγίζουν και καταρρέουν. Δεν πεθαίνουν, γιατί αθάνατοι είναι. Απλά κοιμούνται. Σε ένα γλυκό και τρυφερό ύπνο, για πάντα.


    Σαν συλητής, ο κορυφαίος όλων, έγδυνε τα πλάσματα. Αποδομούσε, αυτά τα πανάρχαια συμπυκνώματα, θεϊκών τραγουδιών και πανάρχαιων μύθων. Με τα πολύτιμα υλικά τους έχτιζε το Κάστρο του.


    Με τα υπολείμματα από την σάρκα τους και τις μικρές ατέλειες που στα σώματα τους απειροελάχιστες υπήρχαν, έπλασε τον λαό που βρίσκεται γύρω από το νησί. Με τα κόκαλα τους έπλεξε θεόρατα βουνά. Με την λάμψη των ματιών τους, γέμισε τα φεγγάρια του. Με της ψυχής τους την απόσταξη, έδωσε ζωή στην πλάνη του. Και συνεχίζει…


    Το βέλος φεύγει, από τα δάκτυλα της, με στόχο τον Κυνηγό. Στην επόμενη σελίδα η εικόνα, διορθώνεται από τον ίδιο. Σαν χαρτιά που ανακατεύονται, η θέση και η πορεία του βέλους αλλάζει. Εξαφανίζεται από εκεί που στον καλπασμό του χρόνου βρισκόταν και εμφανίζεται με τρόπο κακόβουλο δικό του, να πορεύεται προς έναν χλομό καθρέπτη.


    Η Ιχνηλάτρια, δεν προλαβαίνει να γυρίσει, ακούει τον ήχο από το θρυμμάτισμα. Σαν αφύλαχτο παράθυρο διαλύεται και απελευθερώνει το κενό που λαίμαργα φωνάζει για τροφή. Μια χοάνη στριγκλίζει και τα αυτιά μας θα μάτωναν, αν μπορούσαν. Σαν αέρας που εφορμά σεληνιασμένος προς την ρωγμή, τα είναι μας, ταξιδεύουν μέσα του…


    …κλωστές.


    Ένα απίστευτο θέαμα, από μικρούς ιστούς που δεσμεύουν τον χώρο. Ένα δωμάτιο φωτισμένο με κεριά. Το φως είναι αρκετό ώστε να φαίνονται οι κλωστές που ξεκινούν από τον τοίχο ένα και καταλήγουν στον απέναντι ή και στο διπλανό του.


    Πινέζες καρφωμένες σε διάφορα ύψη και σε θέσεις ασύμμετρες, κρατάνε τα λεπτά νήματα τεντωμένα, στο ξεκίνημα και στο τελείωμα τους. Μοιάζει σαν ένα τεράστιο ιστό ή μάλλον σαν πολλούς ιστούς, ρομποτικές αράχνες που χόρεψαν για μία και τώρα παγιδεύουν το δωμάτιο, αφήνοντας ένα χώρο κενό, στο κέντρο.


    Εκεί κάθεται στο πάτωμα ο γυμνός άντρας. Τα νήματα με τον ευαίσθητο κορμό τους, σχηματίζουν ένα αδιαπέραστο για ανθρώπινο ή και μικρότερο σώμα, σωλήνα, με πάχος τοιχωμάτων, κάπου μισό μέτρο. Αδιαπέραστο όχι λόγω αντοχής τους. Του άδεια πέρας το, σκληρή μάνα, η θέληση.


    Τίποτα δεν μπορεί να μπει ή να βγει από το κύκλο που βρίσκεται ο άντρας, δίχως να σπάσει τα δεκάδες νήματα που τον δρόμο, κλείνουν. Όλα τα νήματα στέκονται άθικτα και στρεσαρισμένα και τον κρατούν φυλακισμένο. Όλα τα νήματα στρατιωτάκια, πειθαρχημένα, ακούνητα κι αμίλητα, τον νιώθουν, τον θέλουν, αλλά να τον αγγίξουν δεν τολμούν.


    Είναι μέτριου αναστήματος, με εύρωστη κορμοστασιά και μαλλιά κοντά. Ένα σώμα που θυμίζει αρχαίο αθλητή. Θρονιασμένος στο πάτωμα, έχει τα πόδια διπλωμένα σε μια στάση που μοιάζει τελετουργική και τον κορμό του στητό. Τα μάτια του κλειστά, τα χείλια του γεμάτα, όμορφα με ένα μουντό κόκκινο χρώμα να τα συντροφεύει. Φύλακας άγριος στο στόμα του μεσοπαραλλήλου καρφωμένος.


    Θα μπορούσε να κοιμάται, αν δεν τρεμόπαιζαν ακανόνιστα κάποιοι μυς στην πλάτη του.


    Θα έμοιαζε εγκλωβισμένος, αν η ανάσα του δεν έβγαινε αβίαστη από το πλατύ στέρνο του.


    Θα έλεγε κάποιος ότι πριν από λίγο βρέθηκε σε αυτή την θέση και ότι οι ίνες της φυλακής του, έκλεισαν τις διεξόδους, του δευτέρου τα λεπτά πιο πριν. Αλλά το θολό γυάλινο μπουκάλι μπροστά του, γεμάτο κατά το τρίτο ένα με του χρυσαφιού το χρώμα, υγρό ζεστό, καταμαρτυρεί το αντίθετο.


    Σαν πνεύματα πιο ελαφριά κι από τις ανάσες, πλέουμε ανάμεσα από τις κλωστές.


    Η Ιχνηλάτρια, γεμάτη απορία διασχίζει κάθε πιθαμή του χώρου. Ο Κυνηγός ξεχειλίζοντας από μοχθηρία και με μία νότα καχυποψίας με παρακολουθεί. Εγώ σοκαρισμένος παρακολουθώ τον εαυτό μου να στέκεται μπροστά μου. Κι αυτός ανήσυχος, μόνος του να νιώθει πως δεν είναι.


    Γονατισμένος και γυμνός. Λίγο πριν το φινάλε του. Οι τελευταίες μου στιγμές. Το Ρέκβιεμ μου…


    Σκέφτομαι. Υπάρχω;
    Αντιλαμβάνομαι. Ζω;
    Θυμάμαι μετά το θάνατο μου. Σχεδόν μυρίζω το άρωμα στην ατμόσφαιρα. Τη ένταση. Τα κύματα ανυπόφορης αναμονής και τις κοιλάδες στιγμιαίας ηρεμίας.


    Αγγίζω το σώμα μου. Το ξαναζώ;


    Κάθε θόρυβος και μία ιαχή, που ξυπνάει τις αισθήσεις μου. Μήπως έρχεται; Το ρολόι στον τοίχο, είναι πληγωμένο. Ο δείκτης του μοναχός, τον άλλον τον έφαγε σε νύχτα δίχως φώτα. Βαδίζει γρήγορα. Ένα λεπτό την βόλτα. Σα να καλεί τις σκιές να ταξιδεύσουν μαζί σε μια νάσα της Κυράς του Πασά Φροσύνης.


    Δεν ξέρω τι ώρα είναι. Η ώρα την ύπαρξη μου αγνοεί.


    Πρωί ήταν, όταν η Πηγή του Φωτός μου με διέταξε να καθίσω πάνω στην στρογγυλή φλοκάτη. Έβαλε τις πινέζες. Μαύρες όλες. Δεν θέλει περισπασμούς. Έτσι τους προσφωνεί. Κάθε ζευγάρι και μία κλωστή. Αλλά πριν από αυτό έκλεισε τα παντζούρια και μετά κρέμασε κουβέρτες από τις κόγχες τους. Ζορίσθηκε, αλλά κατάφερε να κλείσει και τα παράθυρα , συμπιέζοντας και αποκλείοντας, κάθε ήχο και κάθε αχτίδα, δημιουργώντας, την τελευταία της έμπνευση. Το Μαύρο δωμάτιο.


    Και μετά οι κλωστές …


    Σαν την ζεστή θάλασσα στην άμμο, η θαλπωρή που μου γεννούσε η φιγούρα της, εμπρός μου χόρευε. Έπλεκε ένα τρισδιάστατο υφαντό, δένοντας με μαεστρία τις άκρες της κλωστής και προσεκτικά μαζεύοντας την όποια καμπύλη τολμούσε να αποστατήσει. Δεν ξέρω πόσες ώρες, πέρασαν. Ρουφούσα την μαγεία της, από τα κενά που σιγά αργά σιγά, χανόντουσαν. Τα μαλλιά της τιθασευμένα, άλογα δεμένα, τα χέρια της λευκά, τα μάτια της φεγγάρια, τα πόδια της, οι ιεροί μου κίονες.


    Διψούσα; Νερό είχα. Ένα μπουκάλι ακόμα, με συντρόφευε για την όποια βρωμιά μου, όπως μου είπε με την ναζιάρικη της φωνή. Μετά με άφησε…


    Αλλά μόνο προσωρινά. Έκανε μπάνιο. Στέγνωσε τα πλούσια μαλλιά της. Βάφτηκε. Ντύθηκε. Δεν την έβλεπα, την άκουγα. Με αυτούς τους ήχους που τόσο οικεία πια έκαναν την καρδιά μου να λικνίζεται στις εναλλαγές τους. Όταν τελείωσε, ήρθε!


    Πάντα το κάνει. Του ιερού tal κι εστία.


    Στέκεται με τα πόδια ανοιχτά. Ποτέ δεν μιλάει. Οι κινήσεις της, αργές όχι όμως νωχελικές. Σαν μια μπαλαρίνα που ξεκινά από μια θέση χαλάρωσης και στοχεύει προς την έκταση. Πρώτα γέρνει το κεφάλι της προς τα πίσω. Τα μαλλιά της ξεμπλέκονται, απελευθερώνονται, κρεμιούνται. Ο λαιμός της, αψεγάδιαστος, της πέτρας λάδι για τα δεια χείλια μου.


    Τα χέρια της, στο δικό τους ρυθμό, τις ραφές πρώτα διατρέχουν. Το σώμα σε μια καμπύλη που μιλά, περιστρέφεται σαν μια πορσελάνινη κούκλα, σε βάση που γυρνά. Τα δάκτυλα της, επιδέξια δείχνουν να αποφεύγουν και ξαναγυρνούν, την παρουσία να θυμίσουν.


    Θωπεύουν και αποπλανούν και μετά δήθεν τρομαγμένα, βιαστικά απομακρύνονται. Ένα πλάσμα αθώο στην αρχή να δείχνει και στιγμή με την στιγμή σε μια κολασμένη ιέρεια να μετατρέπεται. Ο ρυθμός πάντα αυξάνει. Τα χέρια τσιμπούν, τρίβουν, ερεθίζουν, υγραίνουν. Τα χείλια της πυρωμένα ανταγωνίζονται την φλόγα των ματιών της.


    Είναι έτοιμη! Έτσι θα βγει. Έτσι βγαίνει πάντα. Υγρή. Δύο λέξεις, με φωνή ώριμη και παιδική συνάμα.


    -Να περιμένεις. Η πόρτα κλείνει πίσω της…


    …και μετά μόνος. Η πόρτα του δωματίου κλειστή. Μεγάλα χοντρά κεριά ύψους ενός μέτρου, μου θυμίζουν συνεχώς την απουσία της. Οι κλωστές δεν με πείθουν για το αδιαπέραστο τους. Όποια στιγμή θελήσω, μπορώ να σηκωθώ και να ανοίξω έναν ανέμελο δρόμο διαχωρίζοντας τους. Αλλά δεν θέλω. Δεν θέλω να καταστρέψω κάτι που με τέτοιο κόπο, πόθο, πόνο, έφτιαξε. Άλλωστε η πειθαρχία στην Πηγή μου, τις δυναμώνει. Δεν νιώθω εγκλωβισμένος, ακόμα. Υπήρξαν και άλλες φορές, που με διέταξε να μείνω σε μία θέση, όσο απολάμβανε την έξοδο της.


    Στις αρχές, μπορούσα να φεύγω από το δωμάτιο μόνο όταν ήθελα να ικανοποιήσω τις ανάγκες μου. Καθόμουν για κάποια ώρα στην θέση μου. Μετά όμως η νευρικότητα μου με μετακινούσε. Λίγα διστακτικά βήματα στο διάδρομο. Στέκομαι και η αράχνη στη γωνία. Αφουγκραζόμουν, μήπως και έρχεται. Το ίδιο και η αράχνη.


    Ακουμπούσα το αυτί μου στην εξώπορτα, άνοιγα, έκλεινα την τηλεόραση. Περπατούσα γρήγορα, σιγομουρμούριζα ρυθμούς, προσπαθώντας να βιάσω το χρόνο σε πιο βιαστικό καλπασμό. Αυτός με έγδερνε με τα λεπτά του.


    Όταν άκουγα τα τακούνια της στις σκάλες έτρεχα στην θέση μου. Ερχόταν και με έβλεπε εκεί που με είχε αφήσει. Με ρωτούσε και της έλεγα μικρά του Αθώου, ψεματάκια. Τα ίχνη μου τα κάλυπτα. Με πίστευε; Έτσι νόμιζα. Το ίδιο και ο Λύκος.


    Καθόταν, στην πολυθρόνα απέναντι μου και μου εξιστορούσε, πως είχε περάσει. Μαγεμένος ρουφούσα την κάθε λεπτομέρεια. Την φανταζόμουν. Το γεμάτο Νάζι πρόσωπο της, να γελάει με τους φίλους της. Τίποτα το πονηρό. Χαλαρές βόλτες με την παρέα της. Όταν τελείωνε με ρωτούσε αν ήμουν φρόνιμος. Της έλεγα πως ναι. Θα ήθελε το Όχι.


    Με έβαζε να την γδύσω. Τα χέρια μου έτρεμαν. Με έβαζε να της πω, πόσες φορές βγήκα από το δωμάτιο, για πόση ώρα, πως ένιωθα και τι μύριζα στις φλόγες. Με κάποια ενοχή, της έλεγα το ένα εικοστό, από όσα είχα κάνει. Φοβούμουν. Δεν ήθελα να την θυμώσω. Ήταν και λίγο ο εγωισμός που με βοηθούσε και το βλέμμα μου δεν ήταν κατεβασμένο.


    Ξάπλωνε στο κρεβάτι και με έβαζε να την γλύψω. Μέχρι να τελειώσει. Τίποτα άλλο δεν μου επέτρεπε όταν είχε εξόδους.


    Άρχισε να γυρνάει πιο αργά. Θύμωνα. Δεν της το έδειχνα. Το όποιο αρνητικό συναίσθημα εξανεμιζόταν, όταν την έβλεπα. Κάθε μου οργισμένη έκρηξη όταν την περίμενα, μου φαινόταν μακρινή, όταν τα χέρια μου ένιωθαν την θέρμη του κορμιού της. Πήγαιναν για χορό. Μου περιέγραφε με λέξεις, αθώα αυθόρμητες το πως χόρευε, σε τι ρυθμό, με ποιους. Τα μάτια της έλαμπαν. Ζοριζόμουν.


    Διοχέτευα τη ζήλια μου, στο πάθος της γλώσσας μου. Στις καλές βραδιές, με έβαζε να συνεχίσω. Οι οργασμοί της, που της πρόσφερα, άφηναν το σώμα της ανικανοποίητο. Γυρνούσε, όλο και πιο ερεθισμένη.


    Ένα Σαββάτο, ήρθε ξημερώματα. Της είχα κάνει αναπάντητη. Δεν μου είχε απαντήσει. Τα ρούχα της φαινόταν στραβά στρωμένα. Δεν μου μίλησε. Τη ρώτησα. Μου έριξε ένα βλέμμα, θυμωμένο. Στα χείλια αυτό τις θύρες μάτωσε πριν στο πάτωμα κυλήσει. Ίσως και περιφρονητικό. Γδύθηκε μόνη της.


    Ξάπλωσε. Την κοιτούσα μη ξέροντας τι να κάνω. Δίπλωσε τα πόδια της στα γόνατα και τα άνοιξε. Άρχισε να χαϊδεύεται. Της ζήτησα συγνώμη. Τα χέρια της πιο βίαια. Τα νύχια της χάραζαν σχέδια στο σώμα της. Την παρακάλεσα. Πιο άγρια. Δεν άντεξα. Έκανα να την πλησιάσω. Σήκωσε το κεφάλι της. Το σχήμα των ματιών της άλλαξε. Οι λέξεις της, κοφτερές, με πόνεσε.


    Έκανε έρωτα στον εαυτό της. Άγρια, απαιτητικά, με πάθος. Σαν να ζητούσε κάτι, κάποιον. Όσο περισσότερο ανέβαινε, τόσο περισσότερο οργιζόταν, που δεν υπήρχε κάποιος να την πάρει. Έβλεπα τις θέσεις που το σώμα της έπαιρνε.


    Μια θάλασσα που φούντωνε και ξεσπούσε στα μάτια μου, απογοητευμένη που δεν τολμούσε κάποιος να τη δαμάσει. Οι φωνές της συνόδευαν τα πόδια της. Τα χέρια της ακολουθούσαν τις εκφράσεις του προσώπου της. Ήθελε, ζητούσε, άνοιγε τις πύλες της τόσο επιτακτικά που τις βίαζε. Έφτανε στον οργασμό και σταματούσε.


    Στριφογυρνούσε στο κρεβάτι, με υστερική αναρχία. Γυρνούσε, στηνόταν, ξέσκιζε τον εαυτό της, έγλυφε τον τοίχο, το μέταλλο του κρεβατιού. Φώναζε, έγδερνε το στήθος της, βυθιζόταν σε λυγμούς. Έκλαιγε; Χαιρόταν; Πενθούσε; Έπλεε ανεξέλεγκτα στην τρικυμία της. Ξανασταματούσε. Ένας οργιώδης χορός. Κυλούσε.


    Πάνω στον κύκλο των βημάτων της, πέφτει κάτω από το κρεβάτι. Το σώμα της, ένας τεντωμένος μυς, βυθισμένο στην φωτιά του να νιώθει και να αντιλαμβάνεται μόνο αυτήν. Με αγγίζει φευγαλέα. Καίει. Δεν με προσέχει. Ούτε τον χώρο που βρίσκεται. Βουτάει τα δάκτυλα της στο στόμα. Αρπάζει την γλώσσα της, πασαλείβει την παλάμη της με σάλια και ξανακατεβάζει το χέρι ανάμεσα στα πόδια. Όλο της το χέρι πια αγκαλιά με τη μητρότητα της. Οι φωνές της βραχνές, σχεδόν θλιμμένες. Το άλλο της χέρι από πίσω της, στην όποια διείσδυση δύστροπα της επέτρεπε η αδυναμία της ανατομίας του.


    Αυτή τη φορά δεν προσπέρασε τον οργασμό. Παραδόθηκε σε αυτόν. Την άρπαξε και την έσυρε στο πάτωμα. Τη λεηλάτησε, την πόνεσε, την έκανε να ικετέψει, να ζητήσει έλεος. Κράτησε σχεδόν λεπτό. Τη γκρέμισε, τη σήκωσε, την πάτησε στο πάτωμα. Τη χλεύασε, την έσπασε σε γωνίες, της χάρισε ένα τρυφερό φιλί σβήνοντας. Τη σκέπασε με χνουδωτό πέπλο και έφυγε. Κοιμήθηκε στη θέση που έμεινε. Την κοιτούσα ακίνητος, μέχρι το πρωί.


    Τα πράγματα άλλαξαν. Ο εγωισμός μου παραδινόταν στο δέος μου, για αυτό που είχα δει. Ένιωθα μικρός κι αδύναμος για να την οδηγήσω σε τέτοια μεγέθη. Το καταλάβαινε. Κάθε πόντο που έχανα, τον άρπαζε με απληστία. Κατακτούσε τα εδάφη και υποσκέλιζε το εγώ μου, σε πιο σκοτεινά δωμάτια. Προσπαθούσα να κρατηθώ από κάπου και να αντισταθώ. Δεν κάναμε πια έρωτα, απλά με χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες της.


    Στα διαστήματα της άρνησης κάποια ψήγματα θυμού με κρατούσαν στην επιφάνεια. Μετά έμπαινε στο δωμάτιο που βρισκόμουν, σε όποιο και αν ήταν αυτό, ό,τι και αν έκανα, γυμνή από την μέση και κάτω και με διέταζε να τη γλείψω. Δίχως άλλη σκέψη σταματούσα την προσπάθεια και αφηνόμουν στα ρεύματα που με παράσερναν στα βαθιά. Ψάρια πω ψηλά κοιτούσαν απορημένα. Γονάτιζα και τρυπούσα την γλώσσα μου με την γεύση της…


    Ένα πρωινό αμίλητοι πίναμε τον καφέ μας στην κουζίνα. Την κοιτούσα, τη λάτρευα, δεν άντεξα και το πα.


    -Θέλω να κάνουμε έρωτα.


    Με κοίταξε, με μέτρησε, έριξε το κεφάλι της, ελαφρώς αριστερά.


    -Δεν κάνουμε αγαπημένε μου;


    -Θέλω να μπω μέσα σου, λόγια διστακτικά δίχως υποστήριξη και συνέχεια.


    Χαμογελάει σαν την άνοιξη. Φωτίζει τα πρόσωπα των άλλων με το ζεστό χαμόγελο της.


    -Τι θα κερδίσω εγώ; Μπορεί να θεωρηθεί μια γάτα άγριο αρπακτικό; Ένα ποντίκι, ελέφαντας;


    -Δε με θέλεις; Χάνω έδαφος, δε θέλω να αρχίζω να γκρινιάζω σαν να μυξοκλαίω.


    Ψάχνω γρήγορα ανάμεσα στις λέξεις του μυαλού μου για επιχειρήματα. Αυτές τρέχουν μακριά γελώντας, σα νύμφες, του Πάνα νύμφες.


    -Θα προσπαθήσω να…, όχι θα σε κάνω να τελειώσεις, να απολαύσεις… να περάσεις καλά. Νευριάζω με τον εαυτό μου. Αυτός γυρνά και φτύνει.


    -Θα δώσω όλο μου το είναι για να σου δείξω πόσο σε θέλω. Πόσο σε λατρεύω, πόσο σε αγαπάω. Η καρδιά μου μιλάει, η ανάσα μου τρέμει, τα χέρια μου κρυμμένα.


    Το χαμόγελο της ξεχειλώνει και αρχίζει να γελάει. Εκνευρίζομαι. Το γέλιο, γεμάτο νάζι, ακολουθεί σαν γλοιώδης κόλακας, το λαιμό της που ωθείται προς τα πίσω. Σβήνει καθώς τανύζεται. Μ’ ένα χασμουρητό μου χαρίζει ένα γλυκό της βογκητό.


    Ηρεμώ. Τεντώνει και τα χέρια της προς τα πίσω. Το μπλουζάκι της τραβιέται απελευθερώνοντας στα μάτια μου, ένα κόσμημα στην θέση του αφαλού.


    Παραδίνομαι τρυφερά. Στέκεται για λίγα δευτερόλεπτα σε αυτή την θέση, ατενίζοντας το ταβάνι. Το φως παιχνιδίζει στις γραμμές του λαιμού της, ξεκινώντας από τις καμπύλες των χειλιών της. Επαναφέρει το λαιμό της απότομα. Μια ιδέα λάμπει στο βλέμμα της.


    -Δέχομαι…, χαμογελάω, «αλλά …», συγκρατούμαι, «θα γίνει όπως θέλω εγώ», χαλαρώνω.


    Την κοιτάω σαν χαζός. Ο ξύπνιος φεύγει από τη πίσω σκάλα.


    -Σε ευχαριστώ, νιώθω σαν χαζός. Ο ξύπνος θυμάται ότι είναι γυμνός. Βρέχει.


    Σηκώνεται και με πλησιάζει. Ακουμπάει τα λευκά μακριά της δάκτυλα, σφραγίζοντας το στόμα μου.


    -Σήμερα, το βράδυ. Αλλά πρώτα θα βγούμε έξω. Θέλω να είσαι έτοιμος στις εννιά.


    -Θα είμαι, λέξεις, που το λάκτισμα δίνουν σε ώρες που περνούν, βασανιστικά αργά...


    (-Συν έχει ααα; Ρωτάει η κόκκινη δεμένη κλωστή, τη Κυρά Βελόνα.
    -Έχει μικρή μου κόκκινη, βούλωστο τώρα και πέρνα από την τρύπα…)

     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Dark Bottle 9th


    “Το Κάστρο”


    Mirror mirror on the wall, who is the χουμαν in the dark?


    The Third


    “Οι Κλωστές” (Η μέρα 7η)


    (Κίτρινη κλωστή θαμμένη)


    Η ώρα είναι περασμένες δέκα και είμαστε σε ένα μπαρ. Εγώ, η Πηγή και μια φίλη της, η Νίκη. Τα κορίτσια τώρα μιλάνε και γελούν. Δεν μ’ αφήνει η μουσική να κλέψω κάτι από την συζήτηση τους. Έχω αφεθεί διακριτικά στο ρυθμό του χαοτικού ήχου.

    Έχω ανταλλάξει ελάχιστες κουβέντες, με την Νίκη από την ώρα που ήρθαμε. Τυπικές και λίγο άγαρμπες λόγω του θορύβου.

    Η Πηγή μου έχει χαρίσει δύο αργόσυρτα, βαθιά, μαγικά φιλιά. Στο δεύτερο, παρατήρησα τυχαία την Νίκη που μας κοιτούσε, μ’ ένα παράξενο χαμόγελο. Πασπαλισμένο με πιπέρι κι ένα ανεξήγητο ενδιαφέρον. Ξαφνιάστηκα, σχεδόν ταράχτηκα, δίχως να μπορώ να προσδιορίσω το γιατί. Κάτι το δυσοίωνο μετρίαζε την χαρά μου και η αναμονή μου γδυνόταν νευρικά.

    Το οινόπνευμα και η ώρα που κυλούσαν υπονόμευε τις άμυνες μας. Ή από ότι κατάλαβα και αργότερα, μάλλον μόνο την δική μου. Μετά τα πρώτα ποτά ακολούθησαν σφηνάκια. Η Πηγή και η Νίκη άναβαν τον κόσμο με την φρεσκάδα τους και ο μπάρμαν δεν τις άφηνε να σβήσουν.

    -Να πιούμε στις νύχτες που δεν πρέπει να τελειώνουν, η Νίκη κράτησε το λιλιπούτειο ποτηράκι στα τρία της δάκτυλα και το στόμα ανοικτό.

    Αδειάσαμε το σφηνάκι με μια κίνηση καθαρά θεατρική. Η Νίκη κάπως άτσαλα. Κάποιες σταγόνες ξέφυγαν και απλώθηκαν στα χείλη της. Δεν τις σκούπισε. Σαν ήξερε τι θα κέρδιζε με αυτό. Η Πηγή με τα τέσσερα δάκτυλα αγγίζει το μάγουλο του απρόσεκτου κοριτσιού και με τον αντίχειρα της τις μαζεύει και τις επιστρέφει στο στόμα της Νίκης.

    Ένα σχεδόν αόρατο άγγιγμα στην γλώσσα και αυτή αναδιπλώνεται προσπαθώντας να κρατήσει τον διαφθορέα της. Δεν φαίνεται να τα καταφέρνει καθώς αυτός αργά αποσύρεται. Κλείνει το στόμα της και τα δόντια της παγιδεύουν στιγμιαία την επιδέξια σάρκα. Το χέρι αγριεύει αποτραβιέται απότομα και της δίνει ένα χαστούκι.

    Το κορίτσι ξαφνιάζεται. Κάποιοι που μας κοιτάνε αφήνουν τις λέξεις τους μετέωρες. Στα του καπνού τα σύννεφα για λίγο στέκονται και στο μετά με θόρυβο στο έδαφος σκουπίδια. Κοιτάω τη σκηνή μη ξέροντας τι να κάνω. Δευτερόλεπτα πριν ένιωθα αμήχανος. Τώρα προσπαθώ να γίνω αόρατος. Η παλάμη της Πηγής είναι ακόμα κολλημένη στο μάγουλο της Νίκης. Τα μάτια του κοριτσιού γουρλώνουν αργά και το άνω χείλος τρεμοπαίζει. Ψάχνω να βρω κάτι να πω πριν με κλάματα, το πρόσωπο μιλήσει.

    -Λοιπόν ;,; Με προλαβαίνει η Πηγή. Των μετεώρων οι λέξεις βρέχουν τα τραπέζια. Η Νίκη την κοιτάει και ασυναίσθητα χαμηλώνει χιλιοστά το βλέμμα.

    -Συγνώμη, στρέφει και φιλάει απαλά το χέρι της Πηγής. Η βροχή φουντώνει και φέρνει καταιγίδα.

    -Φεύγουμε, βγάζει το πορτοφόλι της και πληρώνει το μπάρμαν που μας έχει πλησιάσει διακριτικά. Το στόμα κλείνει, τα λεφτά είναι αρκετά.

    -Τα ρέστα για τα μάτια σου, αγόρι μου, του χαμογελάει και αυτός την ευχαριστεί. Ένα τσίμπημα κάπου μέσα με ξυπνάει. Σκουντάει τα υπόλοιπα, αλλά αυτά αργούν.

    Βγαίνουμε από το μαγαζί, μπροστά η Νίκη και από πίσω η Πηγή. Κλείνω την πόρτα από πίσω μας.

    -Που πάμε;

    Γυρνάει και μου προσφέρει αυθόρμητα ένα ναζιάρικο μειδίαμα. Οι καμπύλες του στήθους της χαϊδεύουν τα μάτια μου. Σφιχτά δεμένα καταλήγουν στις ρώγες της. Με καλούν να πλησιάσω, ξεχωρίζουν κάτω από το όχι και τόσο λεπτό ύφασμα. Ένα μικρό θερμό κύμα γεννιέται ανάμεσα στα πόδια μου. Θα ακολουθήσω άβουλα όπου κι αν πει. Του ανέμου μύλος, το μυαλό αλέθει.

    -Στο σπίτι της Νίκης, γυρνάει πάλι μπροστά αποκαλύπτοντας λίγα εκατοστά από τις μαύρες ζαρτιέρες της. Ακολουθώ. Πιστός της. Δε θα μπορούσα να κάνω και αλλιώς.

    Η φίλη της ξεκλειδώνει με δάκτυλα ασταθή την πόρτα, από το διαμέρισμα και παραμερίζει. Μια βάρκα παιχνιδίζει στην ομίχλη μου αφύσικα. Δρασκελίζει το πέρασμα, πρώτα ο ηνίοχος που απότομα δειλιάζει. Στρέφεται.

    -Γονάτισε σκυλίτσα! Φωνή ελαστική, μέταλλο λεπτό.

    Στιγμιαία η επιφύλαξη της και ευτυχώς για ‘μένα. Καταρρέει και υπακούει σε μια δύναμη που υπόβαθρο και παρελθόν δείχνει να κατέχει.



    Πρώτα λυγίζουν τα γόνατα της. Διπλώνονται μέχρι να κατέβει στο επιθυμητό για κάθε αρσενικό ύψος. Η φούστα τραβιέται αδύναμη να καλύψει τις καμπύλες που πιέζονται. Τα παπούτσια της δύσκολα κλείνουν στη γωνία που τα’ ναγκάζει. Αφήνει το κορμό της μπροστά να γείρει.




    Τα χέρια της μεταλλάσσονται σε μικρά και αδύναμα ποδαράκια. Τα πίσω πόδια, γόνατα που να ματώσουν εκλιπαρούν. Η φούστα σηκώνεται ακόμα περισσότερο. Ο καβάλος μου αρχίζει να ζορίζεται. Το κεφάλι της στρέφεται προς τα πάνω πασχίζοντας να ευθυγραμμισθεί στα μάτια του εντολέα της.




    Σε μια κλίση άλλη, μιμούμαι την κίνηση της. Τα μάτια της Πηγής λάμπουν κρύβοντας μια αδιόρατη απληστία. Στο πισώ πατάει νιώθοντας τον χώρο που την υποδέχεται.

    -Μπείτε μέσα, φωνή που υγραίνεται καθώς βραχνιάζει και γδέρνει τις χορδές της.




    Το κορίτσι σκύλος σέρνει το δεξί γόνατο μπροστά. Το ύφασμα παραδομένο πια παράλληλο με το σκονισμένο πάτωμα. Λευκή σάρκα που σε προσκαλεί να την ανοίξεις. Μπαίνει μέσα με κινήσεις μετρημένες. Ακολουθώ ερεθισμένος, κλείνοντας την πόρτα για άλλη μια φορά στα πίσω μας.

    Φτάνουμε στο σαλόνι. Το Φως μου οδηγεί το κορίτσι μπροστά σε μια μεγάλη πολυθρόνα. Το σηκώνει και το γδύνει. Οι σκέψεις μου ρωτάνε αδύναμα για το παρελθόν των κοριτσιών, γρήγορα όμως χάνονται στο στίχο της εικόνας.

    -Στην κάβα υπάρχει ένα ουίσκι. Πήγαινε να το φέρεις, φωνή κουφή για αντιρρήσεις. Ιδίως όταν συνοδεύονται και από νωχελικές κινήσεις χεριών, που απελευθερώνουν από τα ρούχα το γυμνό της σώμα. Άγαλμα από σάρκα. Κινείται.

    Επιστρέφω καθώς τοποθετεί την Νίκη. Ο κορμός του κοριτσιού μπρούμυτα πάνω στην αναπαυτική πολυθρόνα. Το πρόσωπο της πιέζεται στην πλάτη. Το στόμα της ελεύθερο για να αναπνέει και να μην πνίγει τις κραυγές του. Οι μηροί της εφάπτονται με το έπιπλο. Το στήθος της βουλιάζει στο μαξιλάρι, από το βάρος της Πηγής που θρονιάζεται στην πλάτη της. Η λεκάνη ακολουθεί την πίεση προς την αντίθετη φορά.



    Τα μάτια μου δοσμένα στην Φωτιά μου. Στέκομαι μπροστά τους κρατώντας το μπουκάλι άγαρμπα. Δεν είναι ο πόθος μου γυμνός τελείως. Ίχνη υφάσματος, σαν πέταλα δεμένα, κρύβουν τα λατρεμένα μου κοσμήματα. Ανεβάζει τα πόδια της και ακουμπάει τις μεταξένιες πατούσες της πάνω στους γλουτούς του «καθίσματος της».

    Τα γόνατα της αποχωρίζονται και απομακρύνονται αργά. Ένα μονάκριβο μπουμπούκι που ανοίγει, αναγκάζοντας με τα φτερά του, να αποκαλύψει και το κορίτσι από κάτω τις τρυφερές σχισμές του.

    Το χέρι της με μια επιτακτική κίνηση μου ζητάει τη μποτίλια και το άλλο θεατρικά με προστάζει να γδυθώ.

    Οι κινήσεις της αβασάνιστες. Οι δικές μου μεθυσμένες. Το καπάκι πέφτει χλευάζοντας στο πάτωμα. Στον αέρα, βγάζει φτερά και φεύγει. Κανείς σημασία δε του δίνει. Το εσώρουχο μου με βία αντιστέκεται. Το σκίζω και το πετάω. Ακολουθεί το πώμα, κάπου ψηλά στα στέρια.

    Γονατίζω όπως έχω εκπαιδευτεί. Πλησιάζω κρεμασμένος από τα χείλια της. Γέρνει απαλά το μπουκάλι πάνω από τις πύλες της Νίκης. Το μπρούτζινο υγρό σταματάει οριακά στην έξοδο. Το βλέμμα της λίμνη που σε καλεί για να ξεχάσεις. Η γραμμή του στόματος καμπυλώνει και το υγρό αφεντικό που πέφτει. Ένας μικρός καταρράκτης που σκάει στην κορυφή. Ένα ρυάκι που ορμητικά παγιδεύεται στο χώρισμα. Ψάρια, οι εικόνες των χρωμάτων που χορεύουν.

    Προσπερνάει την πρώτη οπή η οποία ανοιχτή προλαβαίνει να ρουφήξει μερικές σταγόνες. Η Πηγή πιέζει τα πόδια της και την αναγκάζει να καταπιεί μεγαλύτερη ποσότητα. Η πύλη βήχει, η Φωτιά πιέζει, μια γουλιά ακόμη.




    Το υπόλοιπο καταλήγει σε πτυχές που μη μπορώντας να αντισταθούν στην βαρύτητα αφήνουν του υγρό να κυλήσει στο πάτωμα. Η ορμή επιτρέπει όμως, μερικές σταγόνες να ξεγελάσουν την φύση και να ακολουθήσουν ελάχιστα ακόμα το κρυφό τους δρόμο.

    -Πιες! Σε κάθε μάχη υπάρχει η εναρκτήρια ιαχή . Σαν άλογο που του ανοίγουν τις πύλες της αφετηρίας, εφορμώ στο χώρο που πρέπει να κατακτηθεί. Κανείς ζωντανός αιχμάλωτος. Καμία φωνή μετά να μείνει να προδώσει.

    Η Νίκη καίγεται και φωνάζει, πριν προλάβω να την λυτρώσω. Πίνω άτσαλα, αχόρταγα, αφηνιασμένα μα το υγρό ρέει όλο και πιο γρήγορα.



    Η γλώσσα μου τσούζει και τα χείλια μου επίσης. Ψάχνω με σκοπό τους χυμούς της κοπέλας για να σβήσω την κάψα. Πόνος και ηδονή που λευτερώνει την γεύση.




    Κυνηγητό σε σάρκινα δρομάκια. Κρυφτό στις τριανταφυλλί αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων. Το ποτό σταματάει να κυλάει αλλά δεν το καταλαβαίνω. Έχω παρασυρθεί στα σύννεφα των εφηβικών μου ονειρώξεων. Η γλώσσα μου εξερευνητής σε αυτά που μ’ έμαθαν να λησμονώ.




    Μαθαίνω, χαρτογραφώ, γεύομαι την όποια ευαίσθητη ατέλεια προσδιορίζει την διαφορετικότητα του πλάσματος που αναστενάζει. Οι γευστικοί μου κάλυκες γοητεύονται από την αλμύρα του πολύτιμου. Δίνουν εντολές και καθοδηγούν τις μεταμορφώσεις των λεπτεπίλεπτων μυών. Ένα όργανο εύπλαστο , πότε διστακτικό κορίτσι που αγγίζει, πότε ρυθμικό κυματάκι που παίζει και άλλοτε στρόβιλος που χορεύει γύρω από την κλειτορίδα του κοριτσιού.

    Κάτι βίαια κλοτσάει το κεφάλι μου προς τα πίσω .

    Τα μάτια σχισμές που κρατούν με το ζόρι την φωτιά. Διακρίνω φθόνο; Στο χαμό γελάω.

    -Αρκετά … προσπαθεί να διατηρήσει την σταθερότητα του τόνου. Όχι με μεγάλη επιτυχία όμως.

    -…δεν της πρέπει η καλοπέραση. Άρωμα θλίψης;

    -Η σειρά μου ... με την δεύτερη καταφέρνει να καβαλήσει την θέληση της.

    -…πιστεύω ότι ζεστάθηκες, ελπίζω ικανοποιητικά. Και το στόμα σου από ότι βλέπω πήρε το χρώμα που χρειάζεται. Έλα λοιπόν… και στοχεύει τώρα στη δική μου.

    -…σκλάβε.» Ο κύβος ρίφθει. Ο Ιούλιος ξέρασε τα όπλα του. Το σώμα μου υπακούει δίχως να με ρωτήσει.



    Σέρνω το στήθος μου πάνω στην πλάτη της Νίκης, προσπαθώντας να μην την επιβαρύνω. Την νιώθω λαχανιασμένη να ανεβοκατεβαίνει. Φίδι σε φίδι σέρνεται, δίχως να κουμπά. Πλησιάζω, αλλά η Πηγή τραβιέται προς τα πίσω. Σταματάω και την κοιτάω. Παλεύω να καταλάβω τι θέλει. Μου κάνει νόημα να πάω πιο κοντά. Βάζω τα χέρια μου πάνω στην χέρια της πολυθρόνας και κινούμαι.

    -Θέλω να την αγγίζεις! Δεν θέλω κενό ανάμεσα σας. Λυγίζω τα χέρια και νιώθω πάλι την επιδερμίδα του κοριτσιού, πιότερο καυτή από το άγγιγμα μου. Η Πηγή σηκώνεται όρθια και κάθεται στο κεφάλι της πολυθρόνας. Στιγμιαία αγχώνομαι μήπως το έπιπλο γείρει προς τα πίσω. Το βάρος το δικό μου και της Νίκης την κρατάνε.




    Πατάει στην στους ώμους της φοράδας και ανοίγει τους μισχούς της. Απέχω λίγο μόνο εκατοστά, το χαμόγελο της σκοτεινιάζει σαρδόνια. Πλησιάζω και τότε καταλαβαίνω.

    -Προχώρα! Ή μήπως δεν θέλεις; Ο ερεθισμός μου αγγίζει την δύστροπη της Νίκης Θύρα. Η κοιλιά μου νιώθει ένα τρέμουλο που δεν πηγάζει από μένα.

    Η κλειτορίδα της κόκκινη και ορθωμένη με καλεί. Δεν μπορώ να αντισταθώ στο λατρεμένο μου μηκώνιο, ευλαβικά τείνω τα χείλη μου στον εθισμό. Βάρβαρα, σκίζω το κορίτσι από κάτω. Δεν με νοιάζει. Στο δρόμο για την κόλαση στις φλόγες πετάω τα φτερά μου. Δυο κεφάλια που το δρόμο τους ορίζουν. Το ένα στη λατρεία και τ’ άλλο στην ανίερη λεηλασία.

    Με το εσωτερικό του άνω χείλους πιέζω στο μέσο της πτυχής που προστατεύει τον ευαίσθητο και μικροσκοπικό κλωναράκι, μέχρι αυτό να ανασηκωθεί ελαφρά. Αφήνω την μύτη της γλώσσας μου να αγγίξει ανεπαίσθητα την είσοδο και να συρθεί με σεβασμό μέχρι την κορυφή. Συναντά το μονάκριβο κλειδί της, την Κερκόπορτα των έλλογων στοχασμών της.




    Σαν θηρευτής που αξιολογεί τον μοναδικό του στόχο, ο υγρός φύλακας της γεύσης μου, το περιτριγυρίζει γλυκά δοκιμάζοντας το σχήμα του και καταμετρώντας τις τυχόν αδυναμίες του. Σε κάθε μου άγγιγμα μου, ο λιλιπούτειος υπερασπιστής και προστάτης της ηδονής της, φουσκώνει λες και προσπαθεί να τρομάξει τον επιτιθέμενο. Το έδαφος υγραίνεται με ανέρωτο κρασί αποπλανώντας την όσφρηση μου και καλώντας τον ιππότη μου να ξαποστάσει και να χαλαρώσει.




    Μία κραυγή από το ζώο που εκπορθεύεται από κάτω μου με επαναφέρει. Ο ιππότης μου κάνει την καλοσχεδιασμένη του επίθεση. Βαδίζει και ζωγραφίζει με το χρώμα το δικό του, τα σύμβολα της πίστης του. Μία οριζόντια γραμμή με λεπτά άκρα και βαθύ κέντρο. Μία καμπύλη που συμβολίζει το μαγεμένο φεγγάρι και φτάνει στην κορυφή. Μία κάθετη γραμμή που με βήματα απαλά ξεκινά και πατήματα βαριά το κέντρο δήθεν αδιάφορα, προσπερνά.

    Στη βάση του νοητού σταυρού φεγγάρι συμμετρικό του πρώτου στα νοτιοδυτικά και το πρώτο σχήμα κλείνει. Το δεύτερο σχήμα ξεκινά συγγενικό του πρώτου, αλλά με φεγγάρια στα απότιστα βορειοδυτικά και νοτιοανατολικά εδάφη τώρα. Μια χορευτικά πειθαρχημένη κίνηση που ο σκοπός της δεν είναι να κατακτήσει, αλλά να προκαλέσει, με το τελετουργικό της το χλευασμό του μικρού προστάτη, που χαλαρώνοντας θα πλησιάσει ένα βήμα πιο κοντά στο στόμα μου.




    Μια φορά ακόμα και πλέκω τον ιστό μου και ο φύλακας προελαύνει επαρμένος. Κλείνω την πύλη και τα πάντα σκοτεινιάζουν. Ο σκοπός προσπαθεί να αποτραβηχτεί τρομαγμένος, αλλά είναι αργά.

    Έχει ο άνεμος σχέδια αρμονικά πλασμένα;

    Χαοτικό μοτίβο κινήσεων, ψεύτικα τινάγματα που αποκαλύπτουν τις άνυδρες μεριές του αμυνομένου και στερεή υγρασία που προσφέρεται απλόχερα από τον άνεμο.

    Έχει ο χορός της έκστασης μοντέλο;

    Παραπλάνηση, αποπλάνηση, βήματα αβέβαια και ο υπερασπιστής γονατίζει. Έρμαιο του ανέμου, ξαπλώνει και παραδίνεται. Ο ιππότης μου διασπάται και κάθε του πόρος ένα σεληνιασμένο αρπακτικό. Δεκάδες πεινασμένα πουλιά που γλείφουν, μυρίζουν, γεύονται και τυφλά σαν νυχτερίδες ακολουθώντας το ένστικτο τους και μόνο αυτό, επιδίδονται σε ένα απάνθρωπο όργιο βιασμού κάθε αντίστασης.

    Ένα θηλυκό βογκητό, πλασμένο από μια θεά, δείγμα της κτήσης που αργά αλλά σταθερά μου δίνεται. Ένα κύμα άγριου ενθουσιασμού κεντρίζει τα λαγόνια μου.


    Πηδάω με δύναμη το κορίτσι σκύλο , που ορθάνοιχτο και καλά διερρηγμένο, δεν μουγκρίζει εξαιτίας του βιασμού της, αλλά από την βιαιότητα της σύγκρουσης πάνω στα κοκκινισμένα οπίσθια της, κάθε φορά που μπαίνω μέσα της. Έχω παρασυρθεί σαν ανόητος σε ένα παιχνίδι, που νόμιζα ότι εγώ ορίζω μόνο.

    Η Πηγή μου, φωνάζει ρυθμικά και γρήγορα, η Νίκη απλά πλέει ανεξέλεγκτα ακολουθώντας την παλινδρομική κίνηση και εγώ καλπάζω σαν τρελός απρόσεκτα. Λίγο πριν η Πηγή ολοκληρώσει το μαγικό της δρόμο, φτάνω εγώ και το μόνο που προλαβαίνω να κάνω είναι να αποτραβηχτώ.




    Το σπέρμα πετάγεται με ορμητικά τινάγματα σε μεριές αδιάφορες. Γκράφιτι, φιγούρες από γκρίζο και λευκό. Κοιτάω αποσβολωμένος από την ανοησία μου, την Πηγή και τότε καταλαβαίνω το δεύτερο λάθος μου. Με κλοτσάει με δύναμη στο πρόσωπο και η μύτη μου σπάει. Πέφτω χύνοντας ακόμα.

    -Ηλίθιε! Βρίσκομαι θρονιασμένος άτσαλα πάνω στο χαλί.

    -Δεν με ρώτησες πριν τελειώσεις… σπασμοί βοηθάνε το πηχτό υγρό να εκτιναχθεί από μέσα μου και σβήνουν καθώς το πρόσωπο μου πλημμυρίζει από ένα άλλο πιο γλυκό.

    -…βγήκες από μέσα της και σταμάτησες να με γλύφεις. Ποιος σου έδωσε άχρηστε την άδεια; Ερωτήσεις δίχως απάντηση να περιμένουν. Η Νίκη έχει ανακαθίσει και μας κοιτάει τρέμοντας. Τα μάτια μου έχουν βουρκώσει από τον πόνο και δεν μπορώ να καταλάβω αν τρέμει από τον βιασμό της ή από τον τρόμο.

    -Μπορούσες να συνεχίσεις βλάκα μέχρι να τελειώσω και ας έχυνες μέσα στη βρώμα. Προσπαθώ να την κοιτάξω. Δεν μπορώ να φανταστώ το γλυκό και παιδικό της στόμα να ξεστομίζει τόσες βρισιές. Βλέπω την εικόνα παραμορφωμένη. Ελπίζω να φταίνε τα δάκρυα μου.



    Κάτι στάζει από το πηγούνι μου στη παλάμη. Το φέρνω στο οπτικό μου πεδίο.

    -Αίμα… ψελλίζω αδύναμα. Σηκώνω πάλι το κεφάλι με ένα παράπονο. Πρόσωπο σφιγμένο και τα μάγουλα της φλογισμένα. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει μεταλλάσσοντας την ηδονή της σε μένος, επικίνδυνο.

    -Ναι. Πρέπει να σε ξεπλύνω… με πλησιάζει όπως είναι όρθια, πιέζει το κεφάλι μου προς τα πίσω και με κατουράει. Κλείνω τα μάτια μου.

    Με καίει. Το αίμα ρέει ανεμπόδιστα και το χρυσό νερό της πέφτει στο πρόσωπο μου και το ξεπλένει. Το στόμα μου ανοιχτό γεύεται και τα δύο υγρά. Το ένα πηχτό και βρώμικο, το άλλο διαλύτης και καθάριο.

    -Χρησιμοποίησε τα χέρια σου. Τόνος που με ερεθίζει. Πριν προλάβει το μόριο μου να παραδώσει αρχίζει να σαλεύει και να σκληραίνει ξανά.

    Σαν παιδί που καθαρίζεται βιαστικά, για να πάει να παίξει, γεμίζω τις χούφτες μου και το ρίχνω στο πρόσωπο μου. Ξανά και ξανά. Τα μάτια μου κλειστά, νιώθω να βάζει κάτι στα ρουθούνια μου και να τα σφραγίζει. Το υγρό της σταματά να τρέχει. Τελευταίες σταγόνες, δεν τις χαραμίζω. Τις γεύομαι.

    -Είσαι εντάξει τώρα. Λάμπεις. Αφήνω την εικόνα να φωλιάσει πάλι στο μυαλό μου.

    -Όσο για αυτό που έγινε πριν …, περιμένω με λαχτάρα και ερεθίζομαι περισσότερο.

    -…θα το πληρώσεις , μικρέ μου πρίγκιπα. Είμαι ο πρίγκιπας της. Ο χαμογελαστός της πρίγκιπας!

    -Νίκη φέρε τις αλυσίδες. Η Νίκη σηκώνεται απότομα και παραπατάει με τα μουδιασμένα της πόδια να μην δείχνουν να την βαστάνε.

    -Άντε γρήγορα γλυκιά μου μαριονέτα και τα λουκέτα. Το υπάκουο κορίτσι βγαίνει από το δωμάτιο. Το δωμάτιο να την ακολουθήσει θέλει, αλλά η Φωτιά με δύναμη καρφώνει τα πόδια της στο ξύλο του.

    Μερικά λεπτά αργότερα, βρίσκομαι δεμένος στο πάτωμα μπρούμυτα. Τα πόδια μου και τα χέρια μου δεμένα καθένα ξεχωριστά με μία αλυσίδα που καταλήγει σε κάποιο σταθερό και ακλόνητο αντικείμενο. Τα κορίτσια όπως είμαι ξαπλωμένος δεν μπορώ να τα δω. Το μόνο που ακούω είναι τα πλήκτρα του κινητού. Μάλλον στέλνει μήνυμα.

    -Νίκη . Έλα ‘δω. Κίνηση και πατήματα αθόρυβα στο χαλί.

    -Γονάτισε και συνέχισε. Τι να συνεχίσει;

    -Θέλω να τελειώσω, για αυτό γλύψε καλά και μην σταματήσεις μέχρι να σου πω. Τα πλήκτρα συνεχίζουν το τραγούδι τους. Το μου παρά στο πόνο πνίγεται, καθώς δέχομαι μία κλωτσιά ακόμα, στο κεφάλι… Στα νερά του Μορφέα βυθίζομαι. Σκυλόψαρα τα κατοικίδια μου. Νούφαρα με στόμα, η τροφή τους.

    Το πρόσωπο μου στο χαλί και ο ύπνος απαλός. Πόση ώρα αλήθεια να έχει περάσει; Πόση να, η αλήθεια, θέλει να περάσει; Πόσες στιγμές, πόσες εικόνες να έχουν χαθεί για πάντα; Το σώμα μου παγιδευμένο και ευάλωτο. Θυμάμαι τους μελωδικούς αναστεναγμούς της Πηγής που σαν νανούρισμα με ταξίδευσαν στα μικρά μου όνειρα. Τι να ‘γινε τελικά;

    Οι σκιές στο πάτωμα δεν δείχνουν να σαλεύουν. Δράση που να δηλώνει αντανάκλαση καμία. Να είμαι μόνος μου στο δωμάτιο άραγε; Τα κορίτσια; Στο κρεβάτι μέσα κοιμισμένες και στην τρυφερή τους αγκαλιά παραδομένες; Σηκώνω το κεφάλι, να αλλάξει θέση προσπαθώντας.

    Πόνος οξύς, φωνή από τομή.

    -Ξύπνησε! Η φωνή της Νίκης σιμά μου και ανυπόμονη.

    -Ξύπνησε Κυρία, μπορώ να έρθω; Φύλακας άραγε ή μήπως ο Ερμής, μαντάτων φόρος;

    -Μπορείς μικρή μου. Η Πηγή μου, ήχος βρεγμένος και απομακρυσμένος.

    Στιγμές που καλπάζουν στην ράχη του γέρου χρόνου. Τώρα με πόδια μακριά. Η πόρτα του δωματίου αφού και αυτή την καταπίνει, χορτάτη κλείνει. Λέξεις που χάνονται σε εμπόδια ηλίθια και άλλες που στα αυτιά μου φτάνουν.



    -…έτσι …κούμπωσε το … η Πηγή Φωτιά το Φως μου.

    -…γλιστράει…βαρύ… η Νίκη. Είναι απλοϊκά εύκολο να συμπληρώσεις τα κομμάτια που λείπουν. Είναι διαβολικά βολικό να κάνεις λάθος.

    -…ακίνητη…γείρε…η Πηγή.

    -…εντάξει… η Νίκη.

    Ένας σβησμένος καγχασμός. Βαρύς;

    Η πόρτα ανοίγει με δύναμη διάπλατα. Δεν μπορώ να την δω, μα νιώθω την ασφυκτικά απελπισμένη εισπνοή της. Ο αέρας μετατοπίζεται και ήχοι πνιχτοί και γυμνοί, τα βήματα δεν μου επιτρέπουν να διαχωρίσω.

    Κάποια στέκεται πίσω μου και μένει ακίνητη.

    -Γονάτισε! Αριστερά το Φως μου, αντίθετα από εκεί που επιτρέπω να στον εαυτό μου να κοιτάξει. Γονατίζει το πλάσμα που το όνομα της Νίκης κατέχει, αλλά το χαρακτήρα της πιστής σκύλας απόψε υιοθετεί.

    Κίνηση πλεγμένη και δύσκολη από εκεί που η Πηγή μου μίλησε. Τα πόδια της ακριβά με νύχια κομψά και βαμμένα μαύρα τώρα στέκονται στο κεφάλι μου εμπρός. Γεμίζω με το λευκό τους την καρδιά μου γυρνώντας να τα δω.

    -Κάποιος θα περάσει καλά. Φωνή ξένη κι αντρική. Εισβολέας στη φωλιά μου!!! Οι σειρήνες τις κατσαρόλες τους χτυπούν και με κοροϊδεύουν. Τα καβούρια δρόμο βρίσκουν και ξεφεύγουν.



    Απότομα κάνω να στραφώ. Το λευκό της πέλμα με ακινητοποιεί και πατάει το πρόσωπο μου με δύναμη, χρησιμοποιώντας το βάρος της. Η καρδιά βροντοχτυπά φρενιασμένα. Εισβολέας! Ξένος!! Εχθρός!!! Βόρειος και Ξένος…

    Νιώθω τους χτύπους της πάνω στο μάγουλο μου. Δεν μπορώ να τους ακολουθήσω, με μπερδεύουν οι ταραγμένοι δικοί μου. Καταλαβαίνω όμως ότι είναι υπό έλεγχο. Η πίεση που μου ασκεί το πόδι της αρκετή ώστε να με κρατάει άλλα όχι τόσο όσο να με πονάει.




    Οι επαναστάτες σταυρώνονται και παλουκώνονται.




    Το δέρμα της θερμό και η μυρωδιά της μάγισσα. Καταβάλω την ανάγκη μου για αντίσταση και παραδίνομαι στην θέληση της. Τραβάει το πόδι της. Μήπως να ανασηκώσω τώρα το κεφάλι μου; Ο πειρασμός μεγάλος. Όχι όμως για πολύ.

    -Μπορείς να ξεκινήσεις. Κάθεται στο σβέρκο μου. Είναι γυμνή. Νιώθω την υγρασία της καυτή να τρυπώνει από τους διψασμένους μου πόρους. Ο σφυγμός της εκεί είναι δυνατός και αντηχεί από τον πυρήνα της. Τι νόημα έχει πια κάθε μου αντίσταση;




    Είναι γελοία η όποια απόχρωση του λειψού μου εγωισμού. Κατανυκτική η υποταγή μου στην ολοκληρωτική της κυριαρχία. Δεν αντιστέκομαι. Δεν αντιδρώ ούτε στην εισβολή του κρύου πλαστικού στην παράφυση διακόρευση. Η ηδονή, κόρη των σκιών που με κυριεύει. Σαν ομίχλη ασελγεί και κομματιάζει κάθε σειρά στη τάξη των λογικών μου στοχασμών.




    Κλείνω τα μάτια μου και βλέπω τραπουλόχαρτα να στροβιλίζονται στο σκοτάδι του μυαλού μου.

    Τρία καρό και ο πρωκτός μου ανοίγει σαν νυχτολούλουδο που θέλει να υποδεχθεί το σεληνόφως.

    Τρία κούπα και η Νίκη με λύνει, με γυρνάει ανάσκελα και με παίρνει σαν άντρας που θέλει απελπισμένα να βρει το Άγιο δισκοπότηρο του, τον υπέρτατο οργασμό.

    Δέκα καρό. Τα μάτια μου αυθόρμητα ανοίγουν και βλέπουν την Πηγή μου να προσπαθεί να χωρέσει στο μικρό της στόμα, το ορθωμένο όργανο του Ξένου.

    Τέσσερα καρό και η Νίκη ατυχώς γλιστράει και βουλιάζει μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο, μέσα μου. Με κοιτάει επιφυλακτικά να δει αν πόνεσα και αγκομαχώντας την προκαλώ να πάει πιο βαθιά.

    Δέκα μπαστούνι, ο Ξένος κορεσμένος από το γλείψιμο πετάει την Πηγή κάτω και σαν ιδρωμένος τοξοβόλος σε έκσταση τεντώνει τα πόδια της σαν χορδές και τοποθετεί το βέλος του στο ιερό ναό της.

    Οκτώ κούπα, τα βέλη του εύστοχα θα είναι, κρίνοντας από τις φωνές της Πηγής. Πως μπορεί ένα τόσο εύθραυστο πλάσμα να κραυγάζει τόσο δυνατά;

    Εννιά μπαστούνι και τα δάκτυλα των ποδιών της καρφώνει λίγο πιο πάνω από το κεφάλι της. Θα τη σπάσει.

    Εφτά κούπα και η Πηγή σαν θάλασσα που τραβιέται παίρνοντας φόρα, εισπνέει βαθιά, τινάζεται πετώντας προς τα πίσω τον εισβολέα και χύνει βρέχοντας τα πάντα γύρω της. Σταγόνες τρέχουν στα χείλη μου. Κόκκινες, λευκές, ροζ, υγρές και του παπά οι ρούνες.



    Οκτώ μπαστούνι και η Νίκη σαν σκύλα πεινασμένη βγαίνει απότομα από μένα και χιμάει στην Κυρά της να μαζέψει με το στεγνό της στόμα, το νέκταρ που απομένει.

    Εννιά καρό, ο Ξένος βλέπει την τρύπα μου ανοιχτή και αποφασίζει να δοκιμάσει να σβήσει εκεί τον αναμμένο του πυρσό.



    Εφτά σπαθί, τον δέχομαι σαν υγρή και καυλωμένη πόρνη.

    Έξι σπαθί, ανοίγω τα πόδια μου διάπλατα βοηθώντας τον να με σκίσει.



    Με χτυπάει στο πρόσωπο ικανοποιημένος. Ματώνω ταυτόχρονα σε δύο αντίθετες μεριές. Να συναντιούνται άραγε στο κέντρο, τα κόκκινα και δύο άκρα;

    Δύο κούπα, η Πηγή τρίβει την παραπονεμένη της πύλη στο αίμα που κυλάει στο πρόσωπο μου, μέχρι αυτή να μουσκέψει και στήνεται στα τέσσερα για τη Νίκη.

    Βαλές κούπα, ο Ξένος βρίσκει την λύτρωση και πλημμυρίζει το αθέατο μου είναι, με πηχτό υγρό.

    Τέσσερα σπαθί, μια λυσσασμένη σκύλα που πηδάει φρενιασμένα την ερεθισμένη της Κυρά.

    Πέντε σπαθί, με τα νύχια και τα δόντια της γδέρνει τον λευκό καμβά.

    Οκτώ καρό, φτάνουν μαζί κολυμπώντας στην στεριά.

    Τρία σπαθί, ο Ξένος ακόμα βυθισμένος με οδηγεί με τους σπασμούς του.

    Άσσος καρό, η Νίκη πάνω από το στόμα μου βάζει, τη σκοτεινή ορθάνοιχτη πύλη της και τα κόπρανα αδειάζει.




    Η λογική μου νερό γλυκό, σε μία θάλασσα καφέ, ζεστή, υγρή, αλμυρή, πικρή, γκρεμίζεται και με λάσπη ξαναχτίζεται.




    Νιώθω στο στόμα μου, το αφυδατωμένο από το πολύτιμο, κρέας. Στα μικρά λουκούμια από κόκκους του, το προέλευση του. Κάποτε γουρούνι ήταν και στην μάνα του βύζαινε το γάλα. Χαρά και θαλπωρή, το χορτάρι ποτέ του, δε δοκίμασε. Στους κάλυκες στη γλώσσα μου, ανατινάζονται η χαρά, το γέλιο, η ανεμελιά και μετά ο τρόμος, από το μαχαίρι του χασάπη.




    Άσσος κούπα, το μισοσβησμένο πέος του αρσενικού εισβολέα. Δαγκώνω και με λάσπη, ανακατεύω το αίμα που φτύνει. Τούτο είναι το αίμα μου. Πιες το.




    Άσσος μπαστούνι, η Φωτιά μου, κομμάτι από τη σάρκα μου, αφαιρεί και στα δόντια μου, το βάζει. Νιώθω το στόμα να κατά σπαράζει, το σώμα μου. Στα μικρά του της στιγμής μηδέν σημεία, οι αναμνήσεις μου. Βρέφος που κλαίει, παιδί που γελάει, αγόρι που με το τόξο το ουράνιο μαγεύεται, έφηβος που με τον έρωτα ξεχνά την αλήθεια του, άνδρας που μαθαίνει το νομά του. Τούτη είναι η σάρκα μου. Φα τη.




    Εννέα κούπα, ο οργασμός παίζει με τα νήματα μου. Το τέλος αγκαλιάζονται σιωπηλά με την αρχή, ο κύκλος το άπειρ ο ρί ζει και εγώ σαν μαριονέτα λιποθυμώ.

    (συνέχεια έχει άλλη, το έντερο τη σπλήνα του ρωτά; Και άλλο έχει, βούλωστο και τύλιξε
    καλά το κοκορέτσι…)

     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Μασκ Bottle 9th


    “Το Κάστρο” (Μέρα η 8)


    Mirror mirror on the wall, is the lie couple with the truth?


    The Third


    Οι Κλωστές


    Λήθη και επιστροφή. Γύρω μου κλωστές…


    Πως μπορεί κάτι αδύναμο, ακόμα και στην πνοή του ενός ανθρώπου, ανθεκτικό να γένεται; Μια στιγμή ένας αιώνας; Ένα ποτήρι χλιαρό νερό, βράχος παγωμένος; Λεπτές κλωστές, αγκαθωτό συρματόπλεγμα που με χωρίζει από τη θωριά της; Οι ώρες που περνούν σαν χρόνια σκάβουν στο πρόσωπο μου λαγούμια. Βαδίζω σε κόσμο χλομό που βασιλεύουν οι θύμησες μου. Ένας τοίχος από νήματα. Ελάχιστο το τίποτα που ορθώνεται θεόρατο μπροστά μου. Η εξώπορτα ανοίγει και φέρνει το άρωμα της. Ήρθε.

    Ήχοι κοφτοί και ξύλινοι που αφήνουν στο πάτωμα τα αποτυπώματα της. Μόνη δεν είναι. Δεν της ταιριάζει.

    Απόψε η ποίηση κοιμάται. Τα λόγια λιτά, φύλα νεκρά που ο άνεμος τα παίρνει μακριά.

    Η πόρτα του δωματίου, αποκαλύπτει το κενό της. Το Φως μου, φεγγάρι λαμπερό και από πίσω Δαίμονας. Τώρα τον αναγνωρίζω. Είναι ο Πόθος, ο κρυφός μας πόθος, άραγε η Ιχνηλάτρια το παρελθόν της να θυμάται;

    Με τα μάτια της, που πάντα θλιμμένα μοιάζουν, με ορίζει και μετά γυρνάει και μου στρέφει την πλάτη.

    Τώρα δυο φωτιές χαράζουν λέξεις μυστικές στο δέρμα μου. Ο Πόθος με τις χιλιάδες ιστορίες του. Με τα χέρια του, το σώμα το δικό της γδύνει. Στα χείλια τρυφερά τον φιλάει, νεαρό φθινόπωρο στο γερασμένο καλοκαίρι δίνεται. Τα ντελικάτα άκρα της, μικρά αρπακτικά, τα δικά του ρούχα μακριά να διώξουν θέλουν. Με βία τα πετάει στις κλωστές και αυτές με θόρυβο σαν τρίχες σπάνε. Οι υποκρίτριες!

    Το σώμα του, της ερήμου θάλασσα και το Φως μου αχόρταγος εξερευνητής. Σέρνει τη γλώσσα της, πάνω του . Δεν είναι το δέρμα το δικό του διψασμένο. Τα χείλη της σκασμένα νερό να ψάχνουν. Περιπλανιέται στο αχαρτογράφητο στερνό του και από κει στην σκαλιστή κοιλιά του. Κάνει να κατέβει πιο χαμηλά, αλλά αυτός δεν την αφήνει. Ένα παράπονο μαζί με βογκητό, σκιάχτρο που μαραίνεται η Πηγή μου. Με τα αγαλματένια του χέρια την κρατά δεμένη. Ικετεύει και τα πάντα στα πόδια του προσφέρει. Της χαμογελάει…

    Ο δρόμος της πλάνης απ’ την κόλαση περνάει και πίσω απ’ τις φλεγόμενες τις βάτους, τα νόθα παιδιά της κρύβει.



    Της ζητάει ένα ψαλίδι. Του το φέρνει και λυγίζει μπροστά του. Η εικόνα με πονάει, δεν την αντέχω, γιατί να την ξαναζήσω πρέπει;

    Ιχνηλάτρια, λύτρωσε με και θυμήσου! Να τα ‘χει καταφέρει; Ή ακόμα τα μαγικά δεσμά του να μην της επιτρέπουν;

    Μια χρυσή τούφα από τα ακριβά μαλλιά της τεντώνεται ψηλά. Μέτρο κοντά, από το πιο σπάνιο μετάξι , απλωμένο στον αιθέρα να στοχεύει τον ουρανό.

    ΜΗ! Την κόβει! Στα μακριά του δάκτυλα την πιάνει και την πετά ψηλά. Άψυχα φτερά που αιωρούνται στιγμιαία κι ύστερα μαγνητίζονται από το έδαφος. Κάνω να κινηθώ αλλά σε εφιάλτη είμαι μουδιασμένος και δύναμη δεν έχω.

    ΜΗ!! Η φωνή μου δεν φτάνει πουθενά. Δεύτερη τούφα. Θεέ μου. ΜΗ!!! Σε παρακαλώ… Τρίτη … σε ικετεύω … τέταρτη … σε εκλιπαρώ … Πέμπτη … δεκάδες …

    Ο ουρανός αίμα και πέταλα γεννά σε ένα κόσμο που ποτέ του δεν θυμάται και για το τίποτα ξεχνά.

    -Άφθαρτη από δω και πέρα θα ‘σαι και για πάντα νέα, φωνή ενός θεού.

    -Θα λησμονήσεις. Τι ήσουν, τι είσαι, τι θα ‘θελες να γίνεις, τον κοιτάει και η λάμψη των λιμνών της, νεκρόφωτα των χαμένων μου νησιών.

    -Το όνομα μου, η Ιθάκη σου και πόθος σου ακριβός, αυτός και μόνο θα ‘ναι … απ’ τα πύρινα του μάτια, φλόγες ξεγλιστρούν και το σκοτάδι της φιγούρας του μαγεμένες αγκαλιάζουν.

    -…και όταν μπορέσεις και με φτάσεις τότε μόνο ελεύθερη θα μπορείς να επιλέξεις, καυτός και εκτυφλωτικός σαν μικρός ήλιος, πυρσός της λήθης γίνεται. Το Φως μου, η Πηγή μου, με τα μαλλιά της κομμένα, αρπάζει και παραδίνεται στη λησμονιά της ξεχωριστής αγκαλιάς Του. Η σάρκα της δεν μαγαρίζεται, μόνο οι μνήμες της διαγράφονται. Το Φως μου φεύγει. Ιχνηλάτρια πια.

    Βρίσκω τη δύναμη και σηκώνομαι. Τα πόδια μου σαν τον κόσμο μαζί τους να κουβαλούν. Με τα βήματα μου αργά φτάνω στους ζωντανούς πυρσούς. Τους αγγίζω και με αγγίζει και εμένα η φωτιά. Όχι όμως τρυφερά αλλά τι σημασία έχει τώρα;
    Το σώμα μου καίγεται, το σημάδι σε τούτο τον κόσμο, σβήνει, αλλά…


    Μέσα στις φωτιές, το Δάσος. Κορμοί από φωτιά, που τώρα δε με καίνε.


    Φύλα από φλόγες, που χαμογελούν πλατιά.


    Χώμα από λάβα, τα πόδια μου μέσα της ξεπλένω. Βαδίζω, στη φωτιά, εκεί που άνθρωπος ποτέ δεν έφτασε. Ζώα από τη μάνα του πυρός, παίζουν και πηδούν τα εμπόδια του να. Τα θάματα που απλώνονται μπροστά μου στάλες από ήλιο.


    Η καρδιά μου, δε χτυπάει. Τώρα τραγουδά και εγώ ακολουθώ τους στίχους κάτω από τους στίχους. Τον ρυθμό που κρυμμένος βρίσκεται στο μύθο. Βράχοι από κόκκινο και πορτοκαλί με πόδια τρέχουν γύρω μου. Ένα πεύκο με το καυτό ρετσίνι, τις πληγές του αρωματίζει. Στέκομαι και στέκεται. Το χέρι, κλαδί που καίγεται και ποτέ δε σβήνει, μου δίνει.


    Μαζί, τα βήματα τώρα και σε ξέφωτο με πάει. Μία λίμνη το έδαφος, από λάδι που βράζει, αλλά ποτέ σου δε βουλιάζεις. Και στη μέση της λίμνης, ένας γέρικος κορμός.




    Πάνω του Αυτός.


    -Ποιος είσαι; Μου χαμογελάει, το πρόσωπο του θυμίζει κουρτίνα παιδική. Γνωστή, οικεία, δική μου.


    -Ποιος είσαι; Με ρωτάει.


    Δίχως να ξέρω το γιατί, σκύβω και τον φιλάω. Η γλώσσα μου, στο στόμα του χορεύει.


    Η γλώσσα του, στο στόμα μου χορεύει.


    Γλυκό το αίμα που κυλάει από την κόρη της. Πικρό το άμα, που κυλάει από το δίδυμο αδελφό της.


    Και τότε, καταλαβαίνω… Τραβιέμαι και τον κοιτώ.


    Τραβιέται και με κοιτά. Δύο αντίθετα εγώ που σε ψυχή μία κλείνονται μαζί. Κώνος, η σφαίρα του χρόνου και του χώρου, κώνος που ρουφάει το εκεί και σε σημείο τα πάντα…


    …τα μαζεύει. Όλο το σύμπαν, συμπυκνωμένο σ ένα ci το μείον. Μέσα σου, το μηδέν εγώ, στο βυθό του απείρου, κολυμπώ. Σε κάθε μηδέν, το στίγμα μου αφήνω και άπειρα τα σημεία, σκιές και αποχρώσεις του μηδέν.


    Το ένα τρώει, το άλλο και στο τέλος, το τελευταίο εγώ. Μία στιγμή του πάντα και ένας θόρυβος μεγάλος. Μία γέννηση, μία νέα αρχή. Μία Μεγάλη Έκρηξη…


    Από τη μήτρα που ξερνά, χιλιάδες τα εμείς του ενός εγώ.


    Επιστρέφω στο πριν και στο τότε η λήθη το ρούχο που φοράω. Από κάτω του, η μνήμη που στα όνειρα μου ψιθυρίζει.


    Ο Πόθος χάνεται για άλλη μια φορά. Η Ιχνηλάτρια φεύγει μακριά στο αέναο κυνηγητό με την λευκή και μαρμάρινη ψυχή της να την προσδιορίζει. Η σάρκα μου συρρικνώνεται και καταστρέφεται. Το υλικό μου, κάρβουνο που ζεσταίνει την παγωμένη νύχτα. Αφήνω τον κόσμο της φθοράς και ακολουθώ τα βήματα της. Το ταξίδι αρχίζει. Μόνο που τώρα ο κύκλος έχει κλείσει και τα τρία σημεία μπορούν να πάνε παρακάτω. Το νομα μου Ιανός…



    (Ένα γεράκι προσγειώνεται στο έδαφος.


    Στο στόμα, η λεία του, ένα ματωμένο αηδόνι.


    -Έχει και συνέχεια; Ρωτάει το αηδόνι;


    -Έχει, σκάσε και άκουσε το πουλί που μέσα στο κλουβί κελαηδά. Και τώρα δίπλωσε τα πόδια σου, πεινάω… Απαντάει το Γεράκι.

    Το αηδόνι τα πόδια του μαζεύει και το τραγούδι του αρχίζει. Του Γερακιού τα σωθικά στο ρυθμό χορεύουν.)


     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Bottle 9th



    “Το Κάστρο” (Μέρα 8 και 1/2)



    Καθρέπτης 4ος



    ‘Κανναρίνι στο κλουβί’



    Οι φωτιές κοιμούνται κουρασμένες. Η Ιχνηλάτρια όρθια μπροστά στο παράθυρο κοιτάει προς τα έξω. Το πρόσωπο της κρυμμένο πίσω από τα δάχτυλα. Από την στιγμή που επιστρέψαμε δεν έχει με κανένα τρόπο εκδηλώσει, κάτι που θα σήμαινε μια οποιαδήποτε αλλαγή. Δεν μπορώ να εισχωρήσω στο μυαλό της. Στο σύμπαν αυτό που βρισκόμαστε αφέντης είναι ο Κυνηγός και οι φυσικοί κανόνες πιόνια του.

    -Δεν χαράζει ποτέ εδώ; η φωνή της άχρωμη, δίχως κανένα στοιχείο που να θυμίζει το αλλοτινό της πάθος. Ίσως αυτό να κρύβει…

    -Θέλεις να χαράξει; Καθισμένος στο παχύ χαλί, με ένα μέγεθος που θυμίζει μεγαλόσωμο άντρα να κάθεται σε θρόνο επιβλητικό, στο κέντρο της σάλας την κοιτάζει.

    Με τα εφηβικά της δάκτυλα αγγίζει το καθαρό τζάμι που θυμίζει δάκρυα αγγέλων.




    Ίσως να μην θυμίζει απλώς.

    -Δεν βαρέθηκες να παίζεις; Η φωνή στην ίδια χροιά. Οι σκέψεις της;

    -Θα μπορούσα να κάνω και τίποτε άλλο, σε αυτό το μέρος;

    Στιγμές παγωμένες, σε ένα χώρο που φωτίζεται ατέρμονα από ψυχρά φεγγάρια.



    -Τους καθρέπτες τους ορίζεις εσύ; Γυρνάει και τον κοιτάει δίχως δέος να της προκαλεί. Μία από πορσελάνη μπαλαρίνα, εύθραυστη. Το όμορφη λέξη τόσο φτηνή…

    Ο Κυνηγός σηκώνεται. Ένας θεός πολεμιστής. Εικόνες μάχης περνούν φευγαλέα από το συνειδητό μου.

    -Όχι το θέμα τους. Όχι. Μόνο τη σειρά τους, μυς μεγάλοι, βουνά μικρά από σάρκα που φουσκώνει προσπαθώντας να κρατήσει κάτι απύθμενο.

    -Παίζεις μαζί μου. Βαριέμαι, ένα τεράστιο πουλί ρίχνει τη σκιά περνώντας μπροστά από το κεντρικό φεγγάρι. Ο Κυνηγός στρέφει ελάχιστα το βλέμμα του προς τα ‘κει και ξανά στην Ιχνηλάτρια. Αόρατος ο διακόπτης, άηχο το κρακ και το πουλί χάνει τον έλεγχο και πέφτει. Νεκρό. Από μάρμαρο ή σάρκα;

    -Και ο Πόθος; Μήπως αυτός δεν παίζει μαζί σου; Το βλέμμα της, σαν την φωτιά στο τζάκι που βρίσκει κάτι ξερό, ξυπνάει.

    -Τι εννοείς; Ο Κυνηγός στρέφεται προς τα δυτικά και της δείχνει έναν οβάλ σκονισμένο καθρέπτη. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα και η εικόνα παγωμένη. Μετά η Ιχνηλάτρια βαδίζει προς τα ‘κει. Προσπερνά τον Κυνηγό. Την αφήνει να πορευθεί λίγα βήματα και σαν πιστό άγριο σκυλί την ακολουθεί. Ένα νέο ταξίδι…

    “Κανναρίνι στο κλουβί”




    Σκοτάδι. Μία φωνή. Ένα κορίτσι που τραγουδά. Ένα καναρίνι που κελαηδά φυλακισμένο…

    «Πέτα ψηλά μικρό μου
    τόσο ψηλά, που να μη σε βλέπουν μάτια.
    Άσε τη γη καρδιά μου
    μακριά απ’ τα χωμάτινα παλάτια.

    Δε σ’ αγαπάει γλυκό μου η φωτιά
    Δε θέλει το καλό σου η βροχή.
    Πρόσεχε των δέντρων τα κλαδιά
    απόψε η ψυχή δε κοιμάται, μοναχή.

    Ξέχνα τη φωλιά σου, φύγε για αλλού
    κρύψου στα σύννεφα, μύρισε τ’ αστέρια.
    Έχουν για ‘σένα δώρα, τα μάτια του ουρανού
    στις γλυκές πηγές ακονίζουν, οι κυνηγοί μαχαίρια.

    Κι όταν έρθουν κοντά σου της νύχτας τα παιδιά
    φίλα τους καλό μου, φίλα τους στα χείλια.
    Στη ζεστασιά της γλώσσας τους, κρύβει ο θεός παιχνίδια
    και στο πάθος της ανάσας τους, η μάγισσα στολίδια.



    Τέσσερα, χαμόγελο μου είναι τα παιδιά
    τρία κορίτσια κι ένα αγόρι, πανέμορφα τραγούδια.
    Οκτώ τα μάτια , θα πλανέψουν τη κόκκινη ψυχή σου
    ένα, όμως να νικήσει των ονείρων σου τη λήθη.



    …η φωνή σβήνει. Σιωπή. Ένας ήχος κοφτός και πλούσιος. Μία μελωδία εγχόρδων Ένα μαστίγιο. Ένα πνιχτό βογκητό. Τα φώτα ανάβουν. Ένα καναρίνι γυμνό, φυλακισμένο…

    Νεαρό κορίτσι, τα τριάντα δεν την αγγίζουν, τα είκοσι τα φέγγει. Τα χέρια δεμένα ψηλά από τα κάγκελα του κλουβιού. Γυμνό, με ένα σώμα που η φρεσκάδα φαίνεται στο αίμα που κυλάει στην λεπτοκαμωμένη πλάτη του.




    Μια γυναίκα λιτά ντυμένη και από την προσπάθεια υγρή κρατάει ένα μεγάλο μαστίγιο. Τραβάει το όργανο προς τα πίσω. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και με δύναμη χτυπάει το κορίτσι κραυγάζοντας και φτύνοντας περισσότερο παρά εκπνέοντας.




    Σαν φίδι που δείχνει κοιμισμένο στο θύμα του και στη κατάλληλη στιγμή επιτίθεται το φερέφωνο του πόνου ξεδιπλώνει τις ουρές του και τυλίγει τη κοπέλα χαράζοντας το τραγούδι του πάνω στο κορμί της.

    -Δύο, ένας άντρας στην είσοδο του μεγάλου ορθογώνιου κλουβιού.

    Δεν αισθάνομαι τους άλλους. Ο χώρος ένα δωμάτιο μεγάλο. Άδειο σχεδόν. Δύο μεγάλοι προβολείς, γέρικοι γλοιώδεις, που κοιτάνε στο κλουβί από τις γωνίες που βρίσκονται εκτός του. Τέσσερα σκαλιά που κατεβαίνουν από μια πόρτα ξεφλουδισμένη.




    Το κελί θυμίζει κλουβί και δύο άντρες κατά μήκος δύσκολα θα χωρούσαν ο ένας μετά τον άλλον. Το πλάτος ακόμα πιο μικρό και στο ύψος, ο άντρας που στέκεται στην πόρτα τα χέρια να σηκώσει και από το πάνω μέρος μπορεί να κρεμαστεί.

    Η γυναίκα τεντώνει το δεξί της χέρι και η προσοχή προς το κορίτσι πάλι. Η σκληρή και με δέρμα ντυμένη λαβή τινάζεται και πάλι. Μαέστρος η γυναίκα επιδέξια κινείται και το κορίτσι χαρίζει μια μελωδική και μονοσύλλαβη κραυγή.

    -Τρεις

    Τα πόδια του χαλαρώνουν και λυγίζουν. Το βάρος δίχως καμιά δύναμη να του αντιστέκεται, με βία τα χέρια προς το έδαφος τραβάει και οι ευαίσθητοι καρποί από τις αλυσίδες που τους κρατούν , τραυματίζονται.




    Η γυναίκα σταματά, αφήνει το μαστίγιο κάτω και πλησιάζει το κορίτσι. Ο άντρας έναν αόρατο για μένα διακόπτη πιέζει και οι αλυσίδες κατεβαίνουν με την βοήθεια κάποιου μηχανισμού.

    Η γυναίκα αγκαλιάζει το λιπόθυμο και μικροκαμωμένο κορίτσι. Το ακουμπά με τρυφερότητα κάτω και το απελευθερώνει από τα δεσμά του. Οι δυο τους σηκώνουν το παραδομένο πλάσμα, το μεταφέρουν και το ξαπλώνουν σε ένα στρώμα που κείτεται αδύναμο και ξαπλωμένο. Με μια μάλλινη κουβέρτα το σκεπάζουν και αποχωρούν.




    Το κλουβί κλείνει. Μία τουαλέτα και ένας μικρός νιπτήρας, οι μόνοι συγκάτοικοι του κοριτσιού σε αυτή τη φυλακή. Οι ανέκφραστοι δεσμοφύλακες του δρασκελίζουν τα σκαλάκια και η πόρτα ήσυχα σφραγίζει το δωμάτιο. Τα φώτα κλείνουν. Το σκοτάδι ξαπλώνει στη σιωπή και μια ανάλαφρη ανάσα μένει για να βοηθάει το χρόνο που τις γάτες του μετράει. Γιατί είμαι μόνος;

    Ιχνηλάτρια. Σε ένα σώμα άγνωστο, εισβολέας. Νιώθει. Νιώθει τον πόνο στο σώμα από το μαστίγιο. Την υγρασία ανάμεσα στα πόδια του κοριτσιού που την φιλοξενεί. Τις σκέψεις της. Τον λήθαργο που ναρκώνει και την ίδια. Τα όνειρα που ακολουθούν. Τους στίχους.

    Ονειρεύονται …




    Σε ‘να δρόμο που το φως αφύσικα ζωντανό φαντάζει, σε σχέση με τη φυλακή που βρίσκονται. Το κορίτσι ανεβαίνει τα σκαλιά και στη πόρτα σταματά. Δεν κάνει κίνηση καμιά. Περιμένει.




    Ένα χέρι, το χέρι Του από την αριστερή μεριά εμφανίζεται και το κουδούνι χτυπάει. Αχχχ να μπορούσε, να της επέτρεπε να γυρίσει να Τον δει, για ακόμη μια φορά.

    Η πόρτα ανοίγει. Η γυναίκα. Η Ιχνηλάτρια την αναγνωρίζει. Η κοπέλα δεν την γνώριζε αλλά στο όνειρο το παρελθόν και το παρόν μπερδεμένα αλλάζουν τη σειρά. Την ξέρει. Η Μαρία. Η θεότητα που στο σώμα του κοριτσιού το πόνο σπέρνει.

    Τους υποδέχεται. Λέξεις; Το όνειρο άλλο δρόμο αναζητά. Μια εικόνα φευγαλέα ψάχνει. Το Κύριο της. Μια στιγμή μονάχα. Μια αντανάκλαση καθώς στο χωλ βαδίζουν. Ένα έπιπλο μεγάλο. Σύνθετο με διάφορα στολίδια. Ένα τζάμι που προστατεύει πορσελάνινες μινιατούρες. Εκεί! Η τελευταία του εικόνα! Η φιγούρα Του αχνά να σκιαγραφείτε στην αντανάκλαση.




    Η Ιχνηλάτρια με τα μάτια της οικοδέσποινας προσπαθεί με περιέργεια να διακρίνει. Το κορίτσι με λαχτάρα προσπαθεί να ρουφήξει το όποιο άρωμα θα μπορούσαν οι απαλές γραμμές να εκπέμπουν.




    Η Ιχνηλάτρια, ψυχρά προσπαθεί να διακρίνει τη δύναμη που θα μπορούσε να υποτάξει κάποιον. Το κορίτσι ξεκινά με σεβασμό από κάτω και με λατρεία ανεβαίνει. Στέκονται ακίνητοι στο διάδρομο, καθώς ο Κύριος της και η Μαρία συζητάνε. Μάλλον τα λόγια σώνονται, γιατί το κορίτσι βιαστικά φτάνει στο πρόσωπο Του.




    Μια έκρηξη, ένας μικρός ήλιος ανατέλλει και η καρδιά του κοριτσιού το σκοτάδι και το ψύχος εκτοπίζει. Η Ιχνηλάτρια, σοκαρισμένη κοιτάζει τα μάτια Του. Τα μάτια του Πόθου, το Άγιο Δισκοπότηρο της. Κινούνται. Το κορίτσι προσπαθεί στο ονειρικό του κόσμου να αντισταθεί. Λίγο ακόμα ! Η Ιχνηλάτρια, παλεύει να τη βοηθήσει. Μάταια. Ξυπνούν.

    Το κορίτσι δεν ανοίγει τα μάτια του. Δε θέλει. Βάζει το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της. Είναι μούσκεμα. Τα χείλια γλιστράνε στα ακροδάχτυλα της. Εύκολα βυθίζει δύο δάχτυλα μέσα της. Φωτιά αδύναμη, σάρκα θέλει για να μεγαλώσει. Με το άλλο χέρι τρίβει απαλά την κλειτορίδα της. Το κλειδί μία στροφή κάνει και το καναρίνι κουρδίζει. Το τραγούδι πρέπει να συνεχίσει. Η εικόνα Του, μαέστρος της. Πρέπει να τελειώσει. Μονάχα έτσι θα Τον ξαναδεί.

    Η Ιχνηλάτρια νιώθει την ηδονή και την αγωνία να τη παρασέρνουν και να σμίγουν, σα δίδυμα ποτάμια με τα δικά της ορμητικά νερά. Ένα τραγούδι που τώρα δύο γεννήτορες έχει. Στίχοι που αιωρούνται στο κενό και στη θέση που τους ταιριάζει με αρμονία μπαίνουν. Το τραγούδι συνεχίζει…

    -Ένα κορίτσι με μπλε μαλλιά
    και μάγουλα χρυσά
    παιδί της χρυσαυγής
    και του ώριμου Δεκέμβρη

    χορεύει όπου υπάρχει πάθος
    και κλαίει λίγο πριν το μεσημέρι.

    Σε φιλάει με στόμα υγρό
    και γλώσσα απ’ των ονείρων το βυθό.

    Και εσύ θυμάσαι:



    Θυμάσαι το κορίτσι του Ιούνη
    που τη φωνή της ποτέ δεν άκουσες
    τη μυρωδιά της έμαθες
    αλλά όχι και τ’ όνομα της
    το σώμα σου και τον πόθο σου της χάρισες
    αλλά δε πρόλαβες τον έρωτα.


    Το ποτάμι της ψυχής σου ξεχείλισε
    και χόρτασε απ’ τα φράγματα.
    Η κοιλιά του νέου χρόνου άνοιξε
    και δώρισε τα πλάσματα.

    Όμορφα, ερωτικά κι αόρατα
    Πληγωμένα απ’ τα φωτεινά, τα δόρατα.
    Θλιμμένοι χορευτές της έκστασης
    νεκρά από τους εραστές της έκφρασης.

    Μη σταματάς μικρό μου, είσαι δυνατό
    σκούπισε το δάκρυ και γύρνα να σε δω.
    Χαμογέλα με τη θλίψη σου και τα λευκά μαλλιά σου
    περιμένει το δεύτερο κορίτσι να λαβώσει τη καρδιά σου.

    Οι στίχοι λικνίζονται τρυφερά και τους τοίχους στο σκοτάδι βρίσκουν. Τυφλοί απορροφιούνται από το σκληρό πετσί και ποτίζουν με ζωή τα άψυχα θεμέλια. Λίγο πιο πάνω, ένα ζευγάρι κάνει έρωτα. Ένας άντρας. Μια γυναίκα. Και ο Κυνηγός αόρατος κρυμμένος στο μυαλό τους…

    Ο Παναγιώτης παρακολουθεί με τα μάτια μισόκλειστα τη Μαρία να γλύφει το πέος του. Οι κινήσεις της πάντα έδειχναν την εμπειρία της αλλά τώρα… Τώρα δεν φτάνει. Τα μαλλιά της βαμμένα ξανθά, κάποτε τον ερέθιζαν, αλλά τώρα; Κλείνει τα μάτια μου και ψάχνει για εικόνες που θα τον βοηθήσουν. Δεν αργεί. Ο Πόθος του βρίσκεται δύο πατώματα πιο κάτω. Στο υπόγειο. Γυμνός και ανυπεράσπιστος.

    Η Μαρία πιέζει με τα χείλια της, στα σημεία που γνωρίζει, το όργανο του Παναγιώτη. Δεν έχει σκληρύνει ακόμη. Δυο φορές το ένιωσε να ανασαλεύει στο στόμα της και μετά σαν κάποιος ν’ αφαίρεσε τη ροή από μέσα του. Νιώθει απογοήτευση. Λαχταράει κάτι στιβαρό, δυνατό και αυταρχικό να την παρασύρει.




    Ζηλεύει το κορίτσι. Για αυτό που ζει. Για αυτόν που της το προκαλεί. Θα ήθελε και αυτή … Με ένα τίναγμα του κεφαλιού της διώχνει την εικόνα Του. Θέλει να συγκεντρωθεί σε αυτό που κάνει. Ίσως να φταίει αυτή. Ίσως …

    Ο Κυνηγός μια ηλεκτρική πνοή ελίσσεται ανάμεσα στις σκέψεις τους. Έχει κάνει μια σημαντική ανακάλυψη. Η ταχύτητα του φανερώνει την ανυπομονησία του. Ένα παράθυρο. Ένα σχέδιο. Μια ελπίδα ...

    Ο Παναγιώτης, ταξιδεύει στο υπόγειο. Βλέπει ξανά το κορίτσι πρόθυμο. Να στυλώνει το σώμα του και να περιμένει τα χτυπήματα της Μαρίας. Το μάτια του κλειστά. Κραυγές, μικρές κοφτές, πόνος και ηδονή καθώς η Μαρία με προσήλωση σημαδεύει κάθε σημείο του εύθραυστου κορμιού της. Καυλώνει. Θα ήθελε να τη χτυπήσει αυτός. Μέχρι να καταρρεύσει.




    Να της λύσει τα χέρια και όπως είναι πεσμένη να τη μπουκώσει. Σχεδόν νιώθει το στόμα της παραδομένο στις ωθήσεις του. Τη γλώσσα της να τον υγραίνει να τον σκληραίνει, να τον μετατρέπει σε έναν άκαμπτο σωλήνα. Βγαίνει και πάει από πίσω της. Ούτε καν θα την ανασηκώσει. Εκεί όπως είναι πεσμένη θα παίξει με τη υγρασία της. Θα φτύσει και θα ανακατέψει το σάλιο του με τη δική της μυρωδιά και θα μπει μέσα της.

    Να μπει μέσα της, πόσες φορές δεν το έχει σκεφτεί. Να τινάζει το μικροσκοπικό κορμό της και να πιέζει την νεανική της σάρκα προς τα μέσα. Να την νιώσει να τεντώνεται, να συνέρχεται, να βογκάει, να φωνάζει το όνομα του…


    Τα μάτια της σφραγισμένα. Ρουφάει με λαχτάρα. Δεν είναι ο Παναγιώτης. Είναι ο Κύριος της μικρής Δούλας. Δεν είναι ξαπλωμένη. Στέκεται στα γόνατα και τα χέρια της, βρίσκονται κάτω από τις σκληρές Του μπότες. Γλύφει, καταπίνει, γεύεται και προσπαθεί να ικανοποιήσει.

    Το σώμα της γυμνό στη καταιγίδα. Οι σταγόνες ζεστές, στιγματισμένες από το άρωμα του. Χτυπάνε με μανία την το σώμα της και το οδηγούν στην έκσταση.

    -Σου ανήκω, εγώ μια ψυχή χαμένη. Θεέ μου πάρε με…, λέξεις που ξεφεύγουν από το στόμα της.

    Την ακούει, αλλά δεν συνειδητοποιεί τα λόγια της. Πάνω στα βλέφαρα του βλέπει το ανώνυμο κορίτσι που κρατά φυλακισμένο. Τώρα του φωνάζει. Την ακολουθεί και με ένα τίναγμα με σπέρμα τη γεμίζει. Το κορίτσι, τον ευχαριστεί. Είναι δική του. Είναι η δική του δούλα…

    Νιώθει το στόμα της να γεμίζει από το ακριβό υγρό Του. Χύνει. Χύνει μαζί Του, με σπασμούς. Καταπίνει και ευχαριστεί …

    -Σας ευχαριστώ, Κύριε μου… ανοίγει τα μάτια της και βλέπει. Δεν βλέπει αυτό που ήθελε. Το σπέρμα του ξινό…

    Ανοίγει τα μάτια του και το κορίτσι χάνεται. Στη θέση της, η Μαρία, γερασμένη από τη σύγκριση. Αποτυχημένη μεταμόρφωση. Φθηνής παραγωγής ταινίας τρόμου. Τα λόγια, δικά της. Αηδία. Θέλει κι αυτή τέτοια περιποίηση. Σιγά μη…


    Ο Κυνηγός παίζει με τις αισθήσεις τους. Σβήνει και γράφει. Αντικαθιστά τα οργασμικά τους χρώματα με γεύσεις απέχθειας που ξεθάβει από τις δικές τους αναμνήσεις…

    Ώρα μετά, ένα ζευγάρι κοιμάται. Τα σώματα τους απομακρυσμένα στο κρεβάτι. Δε θέλει κανείς τους να αγγίξει τον άλλο, έστω και κατά λάθος. Λίγο πιο κάτω. Ένα γλυκό πλάσμα κινείται στο σκοτάδι…

    Πλένεται και καθαρίζει τις πληγές του. Το νερό συγκεντρώνεται με αγαλλίαση στις μικρές χούφτες της νεαρής κοπέλας. Βρέχει με τη δροσιά του το πρόσωπο της και δείχνει να το απολαμβάνει. Σειρά έχει το υπόλοιπο σώμα.




    Ο λαιμός της και οι ώμοι της , η επίπεδη κοιλιά της, τα πόδια της, τα γόνατα της, οι ταρσοί της. Μικροτεχνήματα που εξαγνίζονται επιμελώς. Κλείνει τη βρύση, στέκεται για μια στιγμή και μετά γονατίζει. Μάτια ανοιχτά και χείλια που ψελλίζουν. Προσεύχεται;

    Πλησιάζω για να ακούσω. Νιώθω το άρωμα της. Αμόλυντη σάρκα που τίποτα το τεχνητό δεν την έχει ακόμα μαγαρίσει. Ψίθυροι που δένουν με την πνοή της. Οι Στίχοι. Τους έχω ακούσει. Απομακρύνομαι.




    Ψάχνω το δωμάτιο. Δίχως την ύλη να με εμποδίζει, μπαινοβγαίνω στο κλουβί. Η κοπέλα δεν μπορεί. Είναι κλειδωμένο. Εξερευνώ τον χώρο που αντιλαμβάνομαι. Καταλήγω στην πόρτα. Κάνω να τη διασχίσω και το ξύλο με σταματά. Είμαι εγκλωβισμένος! Πανικοβάλλομαι! Αλλάζω κατεύθυνση και τρέχω. Πέφτω πάνω στο τοίχο. Αδιαπέραστος! Δοκιμάζω άλλη διαδρομή. Το ίδιο! Ξανά και ξανά. Είμαι φυλακισμένος… Ένα φάντασμα στο υπόγειο θαμμένο.


    Η νύχτα αποχωρεί από τη πόλη και η μέρα, προστατευτική μητέρα, την ξυπνάει με ένα φιλί. Το φως που αναβλύζει από τα μαλλιά της ξυπνάει και το σπίτι. Οι ώρες περνούν και τα άτομα ακολουθούν σε ένα σενάριο που την ψευδαίσθηση της ελεύθερης βούλησης κρατούν στα χέρια τους και ελπίζουν.

    Αιωρούμαι μπροστά της, αλλά δε με βλέπει. Η μάσκα της φωνής της νοτισμένη με κάτι οικείο. Με έχει συνεπάρει. Ίσως είναι η κίνηση και η στάση του σώματος.




    Γονατισμένη με τα πόδια σε γωνιά αμβλεία. Το πάνω μέρος του κορμού γερμένο ελαφρά προς τα πίσω με τις θηλές να με δείχνουν προκλητικά, σα να γνωρίζουν την ύπαρξη μου. Τα μάτια της κλειστά, το στόμα της στολίζει τις λέξεις. Τα χέρια της ταξιδεύουν, παίζουν και υπνωτίζουν, θυμίζοντας μου το μάγο που γοητεύει τα πλήθη με τα επιδέξια δάκτυλα του. Υπάρχει κάτι στην εικόνα που με ξενίζει, αλλά το κελάηδημα της δεν με αφήνει να το διακρίνω…

    -Είναι χλομό , με χειλάκια νεκρού παιδιού
    πλάστηκε στ’ όργιο των θεών που κατοικούν στις σκιές.
    Έχει πρόσωπο λευκό και πυρωμένα μάτια
    και μαγική φωνή από καπρίτσιο φτερωτών δαιμόνων.

    Φιγούρες απόκοσμες, ξεπροβάλλουν απ’ τα τραγούδια της
    σκιές πολύχρωμες, που γητεύουν τις παιδικές ψυχές.
    Στους στοίχους πλέκει ναούς για να μείνουν τ’ αγγελούδια της
    μακριά από τις αρρώστιες που φέρνουν γκρίζες ενοχές.

    Κι εσύ χορεύεις ομορφιά μου, χορεύεις για το θάνατο
    και νιώθεις πόνο που γεννάει έρωτα, στους τόπους της φυγής.
    Χορεύεις με τις κραυγές των πληγωμένων, που διψάνε για ζωή
    και δίνεις αίμα σε πλούσια στεφάνια, στις εκκλησίες της οργής.

    Πεθαίνεις για τη μοναξιά στα μάτια της, ψυχή μου
    και σου προσφέρει το σώμα του με σπασμούς, μικρή μου.

    Μ’ ακούει και να ζήσεις σ’ αφήνει
    Το τραγούδι σταματά και τη ψυχή της χύνει.

    Στον Αχέροντα.

    Μη κλαις πουλί μου είσαι κουρασμένο
    πέτα χαμηλά γιατί είσαι χτυπημένο.
    Πάρε ανάσα ακριβή και κοίτα στα ψηλά
    το αίμα των θεών απ’ τα χείλη του αγοριού κυλά




    Ένα πάτωμα πιο πάνω χτυπάει το τηλέφωνο. Το κορίτσι ανοίγει τα μάτια του απότομα. Δεν είναι τρομαγμένο. Αφουγκράζεται για λίγο ήχους που δε μπορώ να τους αντιληφθώ και μετά ένα χαμόγελο διαβολικό σ’ ένα πρόσωπο αγγέλου ζωγραφίζεται…

    (συνέχεια έχει ρωτάει η πόρτα το κλουβί




    Έχει, στάσου τώρα ακίνητη και μην υποχωρήσεις…




    Ό,τι και αν συμβεί.)

     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Bottle of Terror Bird 9th




    “Το Κάστρο” (Μέρα 9η)




    Mirror 4ο/The Holy Unicorn




    ‘Κανναρίνι στο κλουβί’


    Το τηλέφωνο χτυπάει για δεύτερη φορά, η Μαρία το φτάνει λαχανιασμένη. Το σηκώνει στη παύση για το επόμενο κουδούνισμα.



    -Παρακαλώ; H φωνή της κάνει αυτόν που την ακούει, να τη φαντάζεται μικρότερη.

    -Καλημέρα, μια εικόνα αρπάζει απότομα τη Μαρία. Αυτή δεμένη σε ένα βράχο στην θάλασσα των άκρων, γυμνή, να τη μαστιγώνουν τα κύματα.

    -Καλημέρα σας. Τι κάνετε; Δισταγμός. Μπορεί μια γυναίκα να μην υποκλιθεί μπροστά στη αρχέγονη θάλασσα;

    -Όμορφα γλυκιά μου. Το καναρίνι μου; Και να μη παραδοθεί στον άρχοντα του αλμυρού στοιχείου;

    -Καλά. Πολύ καλά κύριε Νίκο, ακολουθούμε πιστά τις οδηγίες σας.

    -Και;

    -Τι κύριε Νίκο; Θέλει να κάτσει. Δίπλα της ένα σκαμπό που βρίσκεται όπως πάντα στη θέση του για αυτόν ακριβώς το λόγο. Προτιμά το πάτωμα.

    -Τραγουδάει; Πατρική φωνή που απευθύνεται σε ένα τρακαρισμένο παιδί και όχι σε μια ώριμη γυναίκα. Η Μαρία νιώθει να ζεσταίνεται.

    -Μάλιστα κύριε Νίκο. Προχωράει το τραγούδι της και είναι πολύ όμορφο, πολύ… άθελα της τοποθετεί το αριστερό χέρι ανάμεσα στα πόδια της. Νιώθει την ανυπομονησία της θέρμης της. Κάπου μέσα της ο Κυνηγός μετακινεί διόδους.




    Σε κάποιο μακρινό σημείο της πόλης, ίσως και της χώρας, μέσα στο σκοτάδι, ο Πόθος αποπλανεί.

    -Την φροντίζετε όπως της πρέπει; Η Μαρία φαντάζεται τον εαυτό της να είναι παραδομένη στα χέρια έμπειρων υπηρετών και να ετοιμάζεται για γίνει το πρόχειρο χαλί που θα πατήσει ο άρχοντας.

    -Μάλιστα Κύριε. Τη μαστιγώνω κάθε μέρα με τον τρόπο που μου έχετε πει. Ο Παναγιώτης ηχογραφεί το τραγούδι της. Όταν ο ήλιος μπαίνει στη τροχιά της δύσης του, της κάνουμε μπάνιο και την ταΐζουμε. Μετά επιστρέφει στο κλουβί για να συνεχίσει. Το χέρι της τρίβει τη σχισμή.




    Το ρούχο την εμποδίζει. Το ξεκουμπώνει και βάζει το χέρι μέσα από το εσώρουχο. Τώρα είναι πιο καλά, μαμά.

    -Καμιά απόκλιση; Η φωνή του, δείχνει ικανοποίηση. Το τηλεφώνημα θα τελειώσει. Τα δάκτυλα της Μαρίας χαμένα στη θαλπωρή του κόλπου της. Οι βάρκες στο ανέβα βρίσκουν το κατέβα. Δε θέλει να σταματήσει.
    -Καμιά Κύριε Νίκο, δεν βρίσκει κάτι για να πει. Να τον καθυστερήσει. Δάκρυα κυλούνε από τα μάτια της. Τρία δάκτυλα μέσα της μοιάζουν πολύ λίγα για ξεγελάσει τη πείνα της.

    -Τότε … Θα φύγει. Θα κλείσει. Θα χαθεί. Δεν πρέπει. Η Μαρία δε θέλει.

    -Κύρριε… Η λέξη άρρωστη από τους σφυγμούς, της ακούγεται αλλόκοτη. Η αμηχανία της ενοχλητική. Ο Κυνηγός μέσα στο μυαλό της, το διορθώνει και χάνεται. Ένα τέταρτο δάκτυλο κάνει συντροφιά στα μουλιασμένα άλλα. Γεια σου ξένε.

    -Ναι τρυφερή μου; Τι θέλεις; Ένα άγαλμα, ένας αθάνατος που περιμένει βαριεστημένα αλλά με ευγένεια, το μικρό σκουπίδι να κάνει τη φιγούρα του. Η ερεθισμένη γυναίκα το συνειδητοποιεί, αλλά δε τη σταματά η αξιοπρέπεια της. Δεν έχει. Έχει χαθεί στο βάζο με το γλυκό και στη ηδονή που της γεννά η γεύση του.
    Πιπέρι μικρό, πιπέρι καυτό, στο στόμα σου θα μπω.

    -Κύριε Νίκο… σας… θέλω… Ο ρυθμός των λεπτών διακορευτών της, αυξάνεται. Ακόμα και αν την απορρίψει, ο οργασμός της, θα αγκαλιάσει τις στερνές του λέξεις.

    Παύση. Μόνος ήχος, το θρόισμα του υφάσματος που εμποδίζει τις κινήσεις της Μαρίας. Ξερόχορτα στη νύχτα. Γυμνά τα πέλματα αυτού που τα πατάει.

    -Γδύσου, τόνος επιτακτικός και δυνατός. Ικανός σαν άνεμος να σκίσει τα ρούχα της και να τα πάρει μακριά.

    Λίγο πιο κάτω μέσα σε ένα κορίτσι, η Ιφιγένεια νιώθει την αλλαγή στην διάθεση και στο σώμα που τη φιλοξενεί. Το νομά της; Δε θυμάται.




    Ένα μικρό και ανυπεράσπιστο πουλί πριν. Θλίψη και παράδοση που την παρέσερναν στων μελωδών τη ραψωδία και τώρα…

    Τώρα αρπακτικό που αγριεμένο αναζητά τη σάρκα. Κρύβεται από τη συνείδηση της μικρής σλάβας, νιώθει ευάλωτη και λουφάζει στις σκιές. Παρακολουθεί όμως γεμάτη περιέργεια… Η πείνα, ο ήλιος που ανατέλλει.

    Το κορίτσι σηκώνεται. Άλλος αέρας στις κινήσεις της. Κοιτάει τα κάγκελα ψηλά. Αυτά τραβιούνται τρομαγμένα. Λυγίζει τα γόνατα της και με ένα καλοζυγισμένο σάλτο πηδάει και κρεμιέται από αυτά. Κοιτάω σοκαρισμένος το πλάσμα που μέχρι από λίγο έδειχνε ταλαιπωρημένο να περνάει το σώμα του ανάμεσα από τα σίδερα και να δραπετεύει. Στέκεται για λίγο κουλουριασμένη πάνω στο κλουβί. Μαύρη οχιά, με φτερά πετάει. Ίσως όχι. Μου θυμίζει γάτα που μόλις έχει κατασπαράξει το θύμα του. Γέρνει το σώμα της μπροστά, σφίγγει τα κάγκελα και με ανάποδη στροφή αθόρυβα πέφτει στο πάτωμα.

    Αποτραβιέμαι τρομαγμένος. Λες και μπορεί να με αισθανθεί. Ίσως και να μπορεί. Κινείται προς τη πόρτα και παραμερίζω να περάσει. Ανεβαίνει τα σκαλιά και σκύβει στη κλειδαρότρυπα. Τι σκοπεύει να κάνει; Φυσάει μέσα απαλά και ένας ήχος ακούγεται. Σηκώνεται και δοκιμάζει το χερούλι. Η πόρτα ανοίγει δίχως τρίξιμο. Ακολουθώ…

    Η Μαρία είναι γυμνή και γονατισμένη. Ανάμεσα στο στήθος της κόκκινη από τη προσπάθεια.

    -Ξάπλωσε και σήκωσε τα πόδια. Άνοιξε τα καλά για μένα, φοράδα μου μικρή. Φθόγγοι κυρίαρχοι, σώμα φθηνό, η αντίσταση χνούδι στο τυφώνα.

    Δεν αντιλαμβάνεται που είναι. Βρίσκεται αλλού, σε ένα στάβλο. Από κάτω δεν υπάρχει χαλί, παρά μόνο άχυρο. Γυμνή και βρώμικη με τα πόδια της δεμένα από αλυσίδες. Δίπλα της ο άρχοντας με τις μπότες του γυαλισμένες. Από πάνω της ο Μονόκερος.




    Ο Μονόκερος είναι ερεθισμένος και η στύση του θηριώδης. Περιμένει.

    -Άσε το ακουστικό, δε χρειάζεται. Βάλε τα χέρια κάτω από τη λεκάνη και άνοιξε περισσότερο. Δεν ακούει, απλά κυματίζει. Βλέπει τις αλυσίδες που τεντώνονται και τα πόδια της που ξεδιπλώνονται. Η αμβλεία γωνία ανάμεσα τους μεγαλώνει. Το σώμα της σέρνεται κάτω από το Μονόκερο. Με τα χέρια της πιάνεται από τα μπροστινά του πόδια. Ο άρχοντας της βάζει χειροπέδες. Αυτές του λένε ότι δεν χρειάζεται. Τις σφίγγει και στραβώνουν.




    Κάθε χέρι και ένας κρίκος. Κάθε πόδι και ένας άλλος. Το σώμα της τανύζεται και τα πόδια της ανασηκώνονται. Ο κορμός της ακολουθεί. Η λεκάνη πλησιάζει και ο Μονόκερος τινάζεται νευρικά. Ο άρχοντας τον ηρεμεί, οι αλυσίδες συνεχίζουν, τρέμουν αλλά απλώνονται.




    Το κεφάλι του οργάνου μεγάλο όσο ο πάτος ενός μπουκαλιού αγγίζει την είσοδο της. Το σώμα της μια ευθεία που με το έδαφος κλίση σχηματίζει. Κλίση που με πιο αργό ρυθμό τώρα αυξάνεται...

    Αόρατος παρακολουθώ τη σκηνή. Η γυναίκα με τα σκέλη της ψηλά και ορθάνοιχτα, να μουρμουρίζει ακατάληπτα και να βογκάει με τα μάτια της κλειστά.




    Ένα μέχρι πρότινος εύθραυστο πλάσμα, το Καναρίνι πεσμένο μπροστά του. Όχι δεν τιμάει με λατρεία τη δεσμοφύλακα της. Ούτε την ικετεύει για συγχώρεση. Η εικόνα είναι απλή μα η αντίφαση, τεράστια.

    Τη σκίζει με τη γροθιά της, που αργά και με επιδεξιότητα χάνεται στο κόλπο της άμοιρης γυναίκας…

    Οι μηροί της ανοίγουν κι άλλο ακολουθώντας τις αλυσίδες. Η φύση του Μονόκερου παρασέρνει τις αντιστάσεις της σάρκας και ανοίγει δρόμο στην ισοπέδωση μιας πύλης που κάποτε οδηγούσε στο ναό της γυναίκας.




    Χρόνια πολλά, σε ταξίδια γεμάτα ηδονή και του ιερού και δούλου, οι αισθήσεις, είχαν χαρίσει στη Μαρία σημάδια και αναμνήσεις που την προφύλασσαν από το δέος του καινούριου. Ένας ναός με δικά του σκαλίσματα που προσωπικότητα είχε και ιστορία γραμμένη στο μωσαϊκό του.




    Τώρα ένας κατακτητής με μήκος πάνω από μισό μέτρο και πάχος όσο το πόδι ενός μικρού παιδιού σβήνει κάθε κληρονομιά. Ο κόλπος της γυναίκας τείνει να εξαρθρωθεί στην απελπισμένη προσπάθεια να υποδεχτεί τον ανομολόγητο του πόθο. Πόνος; Πονάει η μαύρη τρύπα;

    Δεν υπάρχει. Ξένες παρουσίες κατέχουν τον έλεγχο στο πυρήνα του υποταγμένου θηλυκού. Αντιθέτως συγκεντρώνουν τα ουρλιαχτά και τις ικεσίες του νευρικού συστήματος της και τα μετουσιώνουν σε συμπυκνωμένη ερωτική λάσπη. Η πλάνη είναι ολοκληρωτική και καθώς το όργανο του Μονόκερου στη φαντασία και το χέρι του κοριτσιού στη πραγματικότητα, έχει εισχωρήσει σε πολύ επικίνδυνό για τη μήτρα της γυναίκας βάθος, οι αλυσίδες σταματούν τη διαδρομή της.




    Το ίδιο και η μικρή δούλα που βγάζει το χέρι έξω από τον ταλαιπωρημένο ναό.




    Σηκώνεται και γυρίζει στη φυλακή της. Η γυναίκα μουρμουρίζει αδύναμα και ζητάει την επιστροφή του βάναυσου κατακτητή της. Ο οργασμός ηθελημένα δεν την άγγιξε και παραμένει κλαψουρίζοντας στη θέση αυτή για ώρα. Έτσι ακριβώς τη βρίσκει και ο Παναγιώτης όταν μπαίνει στο σπίτι.




    Πεσμένη στο χαλί με τα πόδια να μην μπορούν να κλείσουν και μια μικρή γραμμή από αίμα που παγώνει, στο στρεσαρισμένο της μονοπάτι, το μοναδικό ίχνος της εισβολής.

    Λίγο πριν η αυλαία της ημέρας αποχωρήσει και απομακρυνθεί η τραυματική επιρροή της στο σπίτι, ο Παναγιώτης βρίσκεται χαμένος στις σκέψεις του και κρυμμένος στο καπνό του. Η Μαρία στην κρεβατοκάμαρα τους κοιμάται. Την φρόντισε και αφού δεν μπορούσε να βγάλει άκρη από το παραλήρημα της έδωσε ένα ηρεμιστικό και την βοήθησε να ξαπλώσει. Έλεγξε την πόρτα αρκετές φορές όπως και τα παράθυρα για σημάδια παραβίασης. Τίποτα. Προσπάθησε να βγάλει κάποια άκρη από τις λέξεις της, αλλά το μόνο που ξεχώρισε και που επαναλαμβανόταν συνεχώς από τα δαγκωμένα χείλια της ήταν το όνομα Του.




    Να τους επισκέφθηκε όσο αυτός έλειπε; Μετά από σκέψη το απέρριψε, δεν το Συνήθιζε και από την άλλη η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα και το κλειδί στη θέση που το έβαζαν πάντα.




    Έτσι είχαν αποκλείσει και το ενδεχόμενο απόπειρας απόδρασης του κοριτσιού, αν και κάτι τέτοιο δεν είχε φανεί ούτε μια φορά στις προθέσεις του. Μια μικρή εντύπωση του έκανε η θέση της Μαρίας δίπλα από το τηλέφωνο. Έλεγξε τις κλήσεις. Καμία, ούτε εισερχόμενη αλλά ούτε και στις εξερχόμενες.

    Ώρα μετά ο Παναγιώτης ανεβαίνει την ενδιάμεση σκάλα τρομοκρατημένος τρέχοντας. Οι σκέψεις και οι εικόνες περνούν σαν πουλιά με ταχύτητα μπροστά στα μάτια του. Μπαίνει στο δωμάτιο, κλείνει τη πόρτα, όχι το φως και τρέχει στο κρεβάτι.




    Η γυναίκα του, η μόνη γυναίκα πέρα από τη μητέρα του που τον κάνει να νιώθει ασφαλής, το μοναδικό του καταφύγιο. Χώνεται στην αγκαλιά της χαλαρώνει στη μυρωδιά της. Η ανάσα του ηρεμεί και κάνει αναδρομή στο τι συνέβη τη τελευταία ώρα. Θυμάται που…

    …έσβησε το τσιγάρο και κατέβηκε να ελέγξει την πόρτα του υπογείου. Κλειδωμένη και αυτή και το κλειδί απέξω. Ξεκλείδωσε. Δύο φορές. Όσες φορές πάντα κλείδωναν. Κατέβηκε τα σκαλάκια και άνοιξε το φως . Την είδε που καθόταν στο πάτωμα του κλουβιού της. Πλησίασε και είδε το λουκέτο στη θέση του. Δεν κοιμόταν αλλά ούτε και φάνηκε να του δίνει σημασία.




    Πάντα χαμένη στο κόσμο της. Να είχε άραγε ακούσει τίποτα; Την φώναξε. Δεν τον άκουσε ή τουλάχιστον έτσι έδειξε. Άρχισε να εκνευρίζεται. Ξεκλείδωσε το κελί και μπήκε μέσα. Της ξαναμίλησε πριν την πλησιάσει. Τίποτα.




    Ξεκρέμασε το μαστίγιο από το γάντζο που το είχαν κρεμασμένο και δρασκέλισε τα δύο μέτρα που τους χώριζαν. Κάτι άρχισε να φουντώνει μέσα του και δεν ήταν μόνο η οργή. Την σκούντησε με το πόδι του. Καμιά αντίδραση στο πρόσωπο της.




    Ένα σαδιστικό μειδίαμα ζωγραφίστηκε στο στόμα του. Ήταν μόνος του...


    Κατέβασε το μαστίγιο για δέκατη φορά ή μήπως ήταν παραπάνω; Πάλι καμιά αντίδραση. Ήταν αφύσικο. Ούτε τα μάτια της δεν τρεμόπαιξαν. Κανένα βογκητό δεν βγήκε από το στόμα της για άλλη μια φορά. Η ανάσα της φυσιολογική. Μόνο τα σημάδια. Στο πρόσωπο της, στο στήθος της, στη πλάτη, στα πόδια της.




    Κόκκινες ματωμένες γραμμές να καταμαρτυρούν την αποτυχημένη του προσπάθεια. Πέταξε θυμωμένος το μαστίγιο πάνω της. Αυτό αναπήδησε με ένα υπόκωφο ήχο στο κεφάλι της και κατέληξε μπροστά στα πόδια της. Ουδεμία αλλαγή στην εικόνα.

    -Τι στο διάολο συνέβη εδώ μέσα ;‘; Η φωνή του γεμίζει το δωμάτιο, οι σταγόνες της το μάρμαρο λεκιάζουν. Νιώθει σαν τρελός που φωνάζει σε ένα άδειο δωμάτιο.




    Ξαφνικά αρχίζει να νιώθει σαν παιδί. Ένα φοβισμένο παιδί που μόνο του φωνάζει στη μοναξιά του για διώξει τους εφιάλτες του. Ένας αδικαιολόγητος φόβος.


    Προσπάθησε να το διώξει. Όσο περισσότερο όμως καθόταν μπροστά στο κορίτσι τόσο πιο ευάλωτος ένιωθε. Σήκωσε το μαστίγιο και της γύρισε τη πλάτη. Ήξερε ότι δεν τον κοιτούσε αλλά τα βήματα του πιέστηκε να τα κρατήσει σταθερά.




    Προσπάθησε να βάλει το λουκέτο. Του έπεσε. Ταράχθηκε. Βιαστικά έσκυψε να το πιάσει και χτύπησε το κεφάλι του στα κάγκελα. Ψήγματα πανικού άπλωσαν στα παγωμένα τους δάκτυλα από πίσω του. Γύρισε απότομα. Κανένας. Άφησε να βγει ο αέρας από τα πνευμόνια του και σφράγισε το κλουβί.




    Με γοργά βήματα έφτασε στα σκαλιά. Σκόνταψε αλλά δεν έχασε την ισορροπία του. Ο τρόμος τον άγγιζε. Δεν ήθελε να την κοιτάξει. Βγήκε έκλεισε την πόρτα και γύρισε το κλειδί δυο φορές. Το ξανασκέφτηκε και το γύρισε άλλη μία. Πήρε το κλειδί μαζί του. Με το ζόρι δεν το έβαζε στα πόδια. Η αίσθηση ότι κάτι κακόβουλο παραμόνευε στο υπόγειο δυνάμωσε.




    Στις σκάλες άρχισε να τρέχει . Πήγε στο δωμάτιο που βρισκόταν η Μαρία. Ούτε καν ξεντύθηκε. Χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα και την αγκάλιασε. Όχι για να την προστατεύσει αλλά για το αντίθετο…

    Η νύχτα σκέπασε το σπίτι. Τρεις άνθρωποι ανάσαναν από τη δροσιά της, μέσα Του. Δύο που σφιχτά αγκαλιασμένοι ακολουθούσαν τον Μορφέα στο ταξίδι του και ένα κορίτσι που γλυκά τραγουδούσε για τον έρωτα της. Η νύχτα έσκυψε μαγεμένη να την ακούσει…

    Πρόσεχε πολύ θνητό μου και ο ουρανός δειλιάζει.
    Οι άγγελοι σαν τα φύκια στη φουρτούνα σωριάζονται μπροστά του
    και οι δαίμονες σαν κομμένα τριαντάφυλλα ξεραίνονται στα μπλε τα δάκτυλα του.



    Ο θεός με ευλάβεια μαζεύει όλα τ’ αστέρια του ουρανού και τ’ ανατέλλει, το αγόρι να υπνωτίσει

    κι αυτό με μάτια αθώα , σα φωτεινά πετράδια τα σκορπάει, το θεό για να κοιμίσει.

    Τα πάντα υποκύπτουν και αυτό γυμνό χορεύει
    τα χέρια του δουλεύουν και το σώμα σου ληστεύει.
    Ερωτεύεσαι, την αθωότητα στις ρώγες του και θες να τις γευτείς
    το πρόσωπο σου, πλησιάζεις στο φωτεινό δικό του χωρίς να το σκεφτείς.

    Σκύβεις και στα μάτια του ζωντανεύει η φλόγα
    στα χρώματα και στις σκιές της πετροβολά το θάμα.
    Ψιχάλα οι σπίθες της ραίνουν τα όνειρα σου
    λάβδανο τα χάδια της ζεσταίνουν τα φτερά σου.

    Άνεμος στη γη γεννιέται κι ανεβαίνει στα βουνά
    Μυρίζει άνθρωπο και τζάκι και φυσάει δυνατά.
    Τη φλόγα σβήνει και παγώνει τη καρδιά
    τους εραστές χωρίζει και χαρίζει μοναξιά.

    Κάνε υπομονή πουλί μου και χτύπα τα φτερά σου
    δε τέλειωσαν ακόμη της αγάπης τα φιλιά σου.
    Μη χαμηλώνεις το κεφάλι και μην κοιτάς στη γη
    υπάρχει μια ψυχή ακόμη και είναι μοναχή.



    Το σκλαβωμένο κορίτσι σταματά και αποκοιμιέται. Η μέρα στα πρώτα της βήματα συναντά τη νύχτα πληγωμένη. Ένα μεγάλο κομμάτι από την καρδιά της ξαπλωμένο πάνω στο σπίτι κείτεται άψυχο…

    Ο Παναγιώτης ανοίγει τα μάτια του. Ακόμα σκοτάδι, τα ξανακλείνει. Ανοίγουν πάλι από μόνα τους, δεν νιώθει ότι του λείπει ύπνος. Παραξενεύεται, γυρνάει και κοιτάει την ένδειξη στο ηλεκτρονικό ρολόι του κρεβατιού. Η ώρα είναι μία, είναι ακόμα νύχτα, επιστρέφει στην αρχική του θέση. Έχει ώρες ακόμα. Οι αριθμοί προβάλλονται στην οθόνη πίσω από τα βλέφαρα.




    Δεν το συνειδητοποιεί αμέσως. Τα κόκκινα ψηφία αναβοσβήνουν. Ανοίγει τα μάτια του και πετάγεται απότομα από τα σκεπάσματα. Ξανακοιτάει ! Η ένδειξη και τα κόκκινα ψηφία δεν λένε ψέματα. Η ώρα είναι 13:32. Κοιτάει το παράθυρο. Η κουρτίνα ανοιχτή. Τα παντζούρια επίσης. Σηκώνεται και τρέχει προς το παράθυρο, σκοτάδι.




    Μόνο το τζάμι εμποδίζει το οπτικό του πεδίο. Μαυρίλα. Δεν μπορεί να δει τίποτα από πίσω του. Τα χέρια του αρχίζουν να τρέμουν. Το γυαλί είναι πεντακάθαρο, φτιαγμένο έτσι ώστε να του χαρίζει το φως και τις ακτίνες του ήλιου, σε μια θέα που τίποτα το φυσικό δεν της εναντιώθηκε ποτέ.




    Τραβιέται ένα βήμα προς τα πίσω αλαφιασμένος. Τώρα το μόνο που τον κοιτάζει τρομαγμένο, είναι το είδωλο του. Μια φωνή διώχνει την σιωπή από το σπίτι. Δύο πατώματα πιο κάτω ένα κορίτσι τραγουδά. Οι πόρτες κλειστές. Η μόνωση καλή, αλλά αυτός την ακούει πεντακάθαρα. Το τρέμουλο μεταδίδεται στα πόδια του.




    Γονατίζει…

    Η Μάνα, η Μεγάλη δημιουργεί το σύμπαν στα τρυφερά τα βάθη της
    φωτιά, πάγος και μέταλλα βαριά ξεφεύγουν απ’ τα σκοτεινά τα σπλάχνα της.

    Ένα βουνό μικρό από πάγο καμωμένο
    στο σκοτάδι το βαθύ στριφογυρνά χαμένο.
    Ένας πόνος δυνατός και απ’ τη πληγωμένη μήτρα
    ένας βράχος πυρωμένος εκσφενδονίζεται για τ’ άστρα.

    Χρυσός, χαλκός και Μπρούντζος
    τον πνίγουν σα φουσκωμένες φλέβες .
    Αδάμας, Οπάλιο και καθαρό Σμαράγδι
    Τον στοιχειώνουν σαν ανέγγιχτες παρθένες.

    Ο βράχος με ταχύτητα απίστευτη, τον πάγο φτάνει
    βυθίζεται στον ύπνο του και το πρόσωπο του χάνει.
    Δευτερόλεπτα κρατά μια αδύναμη σιωπή
    θόρυβος ξεσπά και μια τυφλή οργή.

    Πόλεμος θεριεύει μεταξύ των υλικών
    θάνατος και γέννηση στις λίμνες των ατμών.
    Τα πύρινα ποτάμια κάποτε στερεύουν
    ιδρωμένοι νεκρολάγνοι τα συντρίμμια ψαχουλεύουν.

    Και ξεθάβουν το κορίτσι.
    Και αγκαλιάζουνε τον χάροντα…

    …ο Παναγιώτης κουνάει το κορμί του μπρος πίσω και προσπαθεί να διώξει τον τρόμο από μέσα του. Η φωνή της, δεν είναι πια η ίδια.




    Ακούγεται βαθιά, δυνατή και δείχνει να έρχεται προς το δωμάτιο. Όχι από κάτω, σαν να ανεβαίνει τις σκάλες, αλλά από παντού. Απ’ έξω από πάνω, από κάτω, μέσα από τους τοίχους, από μέσα του. Η Μαρία ακόμα κοιμάται και νιώθει μόνος, παγιδευμένος σε έναν εφιάλτη, μήπως βρίσκεται ακόμα στο κρεβάτι ξαπλωμένος δίπλα της; Η φωνή της συνεχίζει. Ακόμα πιο κοντά…

    Η ομίχλη σπλαχνικά το σώμα της σκεπάζει, σα μεταξένιο σάβανο
    και τρεις ήλιοι τρυφερά το στέλνουν, για το ξεχασμένο άπειρο.

    Σ’ ένα ταξίδι που ψυχή αν είχε και μέχρι τέλος αντοχή
    χίλιες ανθρώπινες ζωές, τη μία στην άλλη πάνω θα προλάβαινε να δει.

    Σα βαρκάκι πεθαμένο κάποτε αράζει
    σ’ ένα παλιό καλύβι κι ένα κήπο που μαράζει.
    Η πόρτα μουχλιασμένη, χωρίς πνοή, τον ύπνο της αφήνει
    το καλύβι για κάποιο λόγο μυστικό, το κορίτσι κάτα πίνει.

    Όταν η πόρτα ανοίγει, για δεύτερη φορά
    μια σκιά ξεφεύγει και τραβάει για Βορρά.
    Είναι το κορίτσι, που γελάει ζωντανό
    Τραγουδάει στο φεγγάρι και κοιτάει ουρανό…

    Πρέπει να ξεφύγει, να φύγει από το δωμάτιο. Δεν ξέρει προς τα που…

    Μην χαμηλώνεις το κεφάλι και μην κοιτάς στην γη
    υπάρχει μια ψυχή ακόμη και είναι μοναχή.
    Έρχεται λένε απ’ του Βορρά τα δάση
    το πιο όμορφο λουλούδι, που μύρισε η πλάση.
    …την ακούει είναι σχεδόν πίσω από τη πόρτα. Ο πανικός του δίνει την έναρξη, σηκώνεται, ανοίγει τη συρόμενη πόρτα του παραθύρου και αρχίζει να τρέχει σαν τρελός στο σκοτάδι. Η φιγούρα του χάνεται. Ο ήχος του ποδοβολητού του σβήνει.




    Ρουφιέται από τους υγρούς, παλλόμενους , ζωντανούς τοίχους του τούνελ που ξεδιπλώνεται μπροστά του…



    (-Μαμά, μητέρα και μανούλα, συνέχεια έχει ρωτά το αρνάκι;




    -Ναι μικρό μου, έχει. Τα δάκρυα σβήνονται στο λευκό της τρίχωμα.


    θα προλάβεις τη συνέχεια να τη διαβάσεις, πριν από την επίσκεψη μας στο…




    …Θείο Φούρνο)

     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Sunless night Bottle 9th



    “Το Κάστρο” (10η μέρα)



    Mirror mirror on the wall 4ο


    Who is the shadow in the tunnel;



    ‘Κανναρίνι στο κλουβί’



    Πλέω σε μια ατμόσφαιρα που ώρα με την ώρα πυκνώνει. Δεν έχω την αίσθηση της οσμής, αλλά σκέφτομαι ότι κάτι δύσοσμο πρέπει να μυρίζει. Κολυμπάω με δυσκολία στα σκοτεινά δωμάτια. Βλέπω την υφή στα άψυχα υλικά να αλλάζει σε κάτι μαλακό. Η γεωμετρία των σχημάτων τη γλώσσα της γελάει και ενσωματώνεται σε κάτι μεγάλο και ενιαίο. Τα όρια επιμηκύνονται, οι γωνίες καμπυλώνουν, ακούω τα τριξίματα στην αντίσταση των στερεών κατά την μεταμόρφωση τους.




    Όλο το σπίτι σαν κάτι γιγάντιο που ξυπνάει από λήθαργο αιώνων, τεντώνεται και επιτρέπει στο μαύρο αίμα του να αρχίσει πάλι να κυκλοφορεί. Μεγάλοι σωληνοειδείς σχηματισμοί εμφανίζονται παντού. Φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν με κάτι πηχτό που στην αρχή αργά μέσα τους κυλάει. Βήματα. Φωνή, που φτύνει τις λέξεις της, μαρκάροντας οτιδήποτε έχει ακόμα αλώβητο απομείνει…

    «Τα σύννεφα ανοίγουν και η τελειότητα απλώνεται σα φλογισμένο χάδι
    χείλια από καθαρό οπάλιο και μάτια από πράσινο σμαράγδι.
    Λαιμός από παρθενικό αλάβαστρο και πρόσωπο πολικά λευκό
    μήλα από θαλασσί διαμάντι και μαλλιά από ακατέργαστο χαλκό.

    Στήθος απαλό, παρμένο από Αυγουστιάτικο φεγγάρι
    δέρμα μεταξένιο, φερμένο απ’ το Ελληνικό Φανάρι.
    Κοιλιά προκλητική, σα πρόσωπο υπνωτισμένης λίμνης
    πόδια λεία, μπρούντζινες εικόνες ερωτευμένης μνήμης.

    Την είδα και θέλω το πρόσωπο της με τρυφερότητα ν’ αγγίξω
    στα χείλια της, τη γλώσσα καθώς δαγκώνω, να βογκήξω.
    Τα δάκτυλα μου, στο σώμα της εξωτικοί ταξιδευτές
    της ψυχής της και των νεύρων της πρωτοπόροι πλανευτές.

    Με το χρώμα των ματιών σου, θέλω να βαφτώ τ’ ουρανού πολεμιστή
    με τη θλίψη της φωνής σου, να πληγώσω της φωτιάς μου βαπτιστή.
    Τις πολιτείες των παιδικών σου μυστικών, με ηδονή να λεηλατήσω
    με τις φλόγες των χειλιών σου, το σκοτάδι της ψυχής μου να σκορπίσω.

    Μα οι φωνές πουλί μου τώρα να πάψουν πρέπει
    γιατί ο χρόνος με φθόνο τα φτερά σου βλέπει.
    Χάρισε μου το απρόσιτο μυαλό σου και την ελεύθερη ψυχή σου
    και κέρδισε του πάθους την ανάσα μου, με το πρόστυχο φιλί σου.

    Φ ί λ α μ ε !

    Δαγκώνω απαλά τα χείλια σου και γεύομαι την ανάσα σου
    γλιστρώ τη γλώσσα μου στο στόμα σου και νιώθω την παράδοση σου.
    Πανικοβάλλομαι και υποχωρώ στο απότομο και απαιτητικό φιλί σου
    επανέρχομαι, ζω τα πάντα και εγκαταλείπω στη σφιχτή αγκαλιά σου.

    Οι χτύποι της καρδιάς σου, οι τελευταίοι ήχοι που ακούω
    τα μισόκλειστα τα μάτια σου, η τελευταία εικόνα που βλέπω
    τα δόντια σου στο λαιμό μου, το τελευταίο άγγιγμα
    και οι σταγόνες αίματος στα χειλάκια σου

    οι τελευταίες μου, κορίτσι μου γλυκό.

    Σ’ αγαπώ
    και καληνύχτα
    για πάντα.

    Μια αθώα σκιά χρωματίζει το χάραμα Του,
    Ένα πουλί μικρό,
    σκίζει τα χυμώδη σύννεφα με τα λευκά φτερά του.
    πέφτει με ταχύτητα νεκρό.

    Σε σκότωσα μικρό μου, σ’ έστειλα στο θάνατο
    έχασα το χαμόγελο σου για πάντα, εγώ που σε ήθελα αθάνατο.
    Μη μου κρατάς κακία τρυφερό μου, το ‘κανα γιατί σ’ αγαπώ
    μη φεύγεις έτσι, τα μάτια σου για τελευταία φορά θέλω να δω.

    Το σύντομο ταξίδι τελειώνει και φτάνει προς το σκληρό το χώμα
    Πυκνό αέρος ρεύμα όμως, σταματά και αγκαλιάζει τρυφερά το σώμα.
    Σα παλάμη μητρική σε φέρετρο χρυσό το βάζει
    Κι απ’ τις ξύλινες τις πύλες, του κόσμου του φθαρτού, παντοτινά το βγάζει.»

    Διαλύομαι και υποτάσσομαι καθώς το τραγούδι, τις στερνές του λέξεις στην καρδιά μου αφήνει. Γονατίζω και κλαίω. Δύο σκιές μέσα από το σκοτάδι ξεπροβάλλουν. Η μικρή δούλα, πολεμίστρια πια.




    Ο Θεός Πόθος φόντο πίσω της, απερίγραφτης ρώμης και ομορφιάς. Περνούν μέσα από το δίχως ύλη σώμα μου. Κομματιάζομαι σε χιλιάδες μικρά σημεία. Το ίδιο και η Ιχνηλάτρια που την συναντώ ξανά. Ο Πόθος μπαίνει στο δωμάτιο, παίρνει στην τεράστια αγκαλιά του την κοιμισμένη Μαρία και επιστρέφει. Με την αύρα του στέλνει τα μόρια μας σε διάφορες κατευθύνσεις. Κανένα δεν τον αγγίζει.

    Η μικρή πολεμίστρια με δύο μεγάλα σπαθιά να κρέμονται από τα χέρια της προχωράει προς το τούνελ που χώθηκε ο Παναγιώτης . Το πάτωμα απ’ τα χάδια της ματώνει. Το σπίτι ουρλιάζει…

    Η Μαρία ξυπνάει. Δεν ανοίγει αμέσως τα μάτια της, της είναι δύσκολο. Κάποιος την μετακινεί με μεγάλη ευκολία στα χέρια του λες και είναι κούκλα. Η μυρωδιά του, της είναι γνωστή αλλά όχι οικεία. Οι σκέψεις της είναι θολές και μπερδεμένες. Για λίγα δευτερόλεπτα έχει επιστρέψει στην παιδική της ηλικία.




    Νιώθει ότι ο πατέρας της την πάει για ύπνο. Ίσως είχε αποκοιμηθεί. Η θαλπωρή την τυλίγει και την κάνει να αισθάνεται ασφαλής. Απλώνει τα χέρια της να τον αγκαλιάσει, νιώθει το βάρος τους και οι θύμησες την χτυπάνε στο πρόσωπο σαν παγωμένη βροχή.




    Στιγμές, πολλές, έγχρωμες και πηχτές. Δεν είναι μωρό, είναι η γυναίκα του Παναγιώτη. Μένουν μαζί στο σπίτι τους. Στο υπόγειο η μικρή που κρατούν φυλακισμένη. Το τηλέφωνο που χτυπάει. Στα γεννητικά της όργανα ένα μικρό κάψιμο. Θυμάται! Ανοίγει τα μάτια της τρομαγμένη και Τον βλέπει…

    -Σσσσς… τρυφερό μου λουλούδι μου. Ηρέμησε… κατευναστικός όπως ο ανοιξιάτικος ήλιος.

    -Γεια σας … η πρώτη λέξη που έφτασε στο στόμα της. Η ευγένεια που της χάρισαν οι γονείς της.

    -Τι κάνετε εδώ; Που είμαστε; Κοιτάει πίσω του. Δεν βρίσκεται πίσω του. Σαν υπόγειο εγκαταλειμμένο σταθμό μετρό. Όπως τουλάχιστον τα παρουσιάζουν στις ταινίες. Γυρνάει το κεφάλι της. Μόνο που είναι πιο στενός. Σαν σήραγγα από κάποιο λατομείο που χάνεται στα σπλάχνα της γης.

    Γυρνάει και πάλι και τον κοιτάζει. Τα μάτια Του μεγάλα και βαθιά. Θέλει κάτι να του πει αλλά δεν θυμάται πια. Την σηκώνει και φέρνει το πρόσωπο της κοντά με το δικό Του. Την φιλάει…



    Σε ένα άλλο κόσμο, αλλά πολύ κοντά, ο Παναγιώτης τρέχει λαχανιασμένος μέσα στο σκοτάδι. Την ακούει, του μιλάει, τον καλεί, ακούει το σύρσιμο του μετάλλου στο πέτρινο έδαφος και φοβάται…

    …τα χείλια του γεμάτα και αλμυρά. Δεν είναι η γεύση του ιδρώτα, παρά κάτι πιο πλούσιο και από το Νοτιά της θάλασσας. Η γλώσσα Του με χάδι από μετάξι παγιδεύει γλυκά την δική της και την πλανεύει με τις ιστορίες της. Δεν τολμάει να εισπνεύσει μήπως τυχόν και τίποτα διαφορετικό από την δική Του πνοή, εισχωρήσει στα σπλάχνα της.




    Την ρουφάει σαν ακριβό τσιγάρο και ο ανεπαίσθητος ήχος των υγρών της χειλιών που έχουν παγιδευτεί ανάμεσα στα δικά Του, ο ήχος που την γεμίζει. Ένα φιλί που δεν κρατά γιατί ο χρόνος δεν κυλά. Ένα φιλί που δεν τελειώνει ποτέ για αυτήν. Τα μάτια της ανοίγει και το τοπίο της χρώματα ατέρμονα.




    Λίμνες από έρημο στη χρώση τους κυλούν. Ζώα αρπακτικά που στη Γη ποτέ θήραμα δεν γεύτηκαν. Το στόμα του μια μαύρη τρύπα που την εγκλωβίζει και την έλκει. Μαζί και η ακοή της και η γεύση της αγκαλιασμένες χάνονται στα θλιμμένα μουντά λιβάδια Του. Θέλει να τα παρηγορήσει, πάνω τους γυμνή για πάντα να χορεύει.

    Την απομακρύνει. Αντιστέκεται. Κάτι Του λέει, αλλά δεν ακούει. Όχι μητέρα μην με ξαναφέρνεις στο κόσμο τούτο. Δύο ήλιοι που δύουν, την κοιτούν και την όραση της, πληρώνουν.




    Σκοτεινιάζουν γρήγορα. Τυφλή. Τα χείλια με την γλώσσα της, την πνοή της μαστορεύουν μα λέξεις δεν θεν, δε βγαίνουν. Είναι μουγκή. Την απιθώνει κάτω, τα πόδια της με δύναμη χτυπάει, την απελπισία της να δείξει, μα ήχους δεν ακούει. Είναι κουφή. Πέφτει μπροστά στα πόδια Του και γλύφει τις μπότες του, την λατρεία και την ικεσία της να Τον κάνει να αντιληφθεί. Μα οι κάλυκες τίποτα δεν της δωρίζουν. Δεν νιώθει γεύση.

    Μόνο η αφή. Με τα χέρια της Τον βλέπει, μα δεν τον χορταίνει. Σκίζει τα ρούχα της και απελευθερώνει το στήθος της, Τον αγκαλιάζει. Η λαχτάρα της φουντώνει. Ξεγυμνώνεται τελείως. Με το αιδοίο της, την κοιλιά της, τα πέλματα, θέλει να χορτάσει. Βαδίζει και την σέρνει από πίσω του.




    Το έδαφος άγριο την ξεφλουδίζει και το δέρμα της μουσκεύει. Ο πόνος της αλλού, αντιστέκεται, βαστιέται, παλεύει, η δύναμη της την προδίδει, αφήνεται. Το στήθος της τραντάζεται, κλαίει. Τα δάκρυα της, χάδια τρυφερά, γλιστρούν στα μάγουλα της και καταλήγουν στο χώμα. Η ώρα περνά, αλλά η οδύνη όχι. Ξαφνικά χέρια δυνατά την αρπάζουν και την σηκώνουν. Δεν είναι δύο μόνο. Δεν είναι τα δικά Του. Αφήνεται…

    Δεν αντέχει άλλο. Δεν μπορεί να αναπνεύσει. Τα πόδια του πονάνε. Γονατίζει και προσπαθεί να ακούσει. Ησυχία. Η καρδιά του χτυπάει φρενιασμένα. Βάζει τα χέρια του πάνω της. Φοβάται μήπως την ακούσουν. Ζορίζει την ανάσα του και προσπαθεί να την τιθασεύσει. Ίσως τον έχουν χάσει. Δεν ξέρει πόσα είναι. Ξέρει ότι όλα είναι θηλυκά.




    Τα άκουσε, τον φώναξαν, τον χλεύασαν, τον παρακάλεσαν ναζιάρικα, τον προκάλεσαν πρόστυχα. Φωνές λεπτές, βαθιές, στριγκές, φωνές που του έμοιαζαν πολύ οικίες και που όταν κιότευε και έτρεχε ακόμα πιο μακριά, τότε ζωώδης, με καμιά χροιά ανθρώπινη έδειχναν τους πραγματικούς σκοπούς τους.

    Ένα σούρσιμο. Μαγκώνει την ανάσα του. Άλλο ένα. Δαγκώνει την γλώσσα του…

    Σε ένα σκοτάδι που οι ήχοι με την απουσία τους μιλάνε, η ηδονή ξεγυμνώνεται και κατευθείαν από την πηγή αναβλύζει. Νιώθει στο σώμα της τα δάκτυλα, τα υγρά τους μέλη, τα ασύμμετρα τους νύχια.

    Στην απουσία της γεύσης, οτιδήποτε γεμίζει το στόμα φαντάζει απειλητικό, βδελυρό και άλλες φορές λυτρωτικά ανακουφιστικό. Είναι ψυχικά ισοπεδωτικό να μην μπορείς πια να αντιληφθείς τη γλώσσα και τα δόντια από την γνώριμη τους γεύση. Οτιδήποτε τώρα σπρώχνει τα χείλια και εισβάλει στην υγρή κοιλότητα μοιάζει καλοδεχούμενο.

    Οι έλλειψη των υπολοίπων κάνει την οσμή κυριαρχική ανάγκη. Τα σώματα αλλάζουν θέση πάνω της και δεν μπορεί να ξέρει αν είναι οι ίδιοι, οι άλλοι που περιμένουν ανυπόμονα την σειρά τους. Ο πόνος είναι το αρσενικό που την κρατά ακόμα στην επιφάνεια…

    Δεν φεύγει από την θέση του. Δεν έχει άλλη δύναμη. Σηκώνεται και στέκεται περιμένοντας να αντιμετωπίσει αυτό που τον πλησιάζει. Ο θυμός ενώνεται με την αδυναμία και ανάβει. Ο εγωισμός του, η κατάλληλη εύφλεκτη ύλη.

    -Ποιος είναι; Δεν φοβάται. Η ένταση της φωνής του τον συντροφεύει.

    Ο χώρος διακριτικά διώχνει τις σκιές και φως σαν πάντα μαζί του να υπήρχε, ξεκαθαρίζει τις εικόνες…

    Άλλοτε κουλουριασμένη, πότε με τα πόδια σε διάταση, είτε από έναν, δύο, παραπάνω, θωπεύεται, παραβιάζεται, βιάζεται, πλάθεται και επαναπροσδιορίζει τη διαδρομή της προς τον οργασμό. Οι σταγόνες, τα υγρά, οι σπασμοί τους, δεν της ξεκαθαρίζουν τι εκφράζουν.




    Μπορεί να την φτύνουν, το σπέρμα τους να την ξεπλένει, τα ούρα τους να την βαφτίζουν. Το δυσάρεστο και η απόλαυση σφιχτοδεμένα το ένα με το άλλο την μαστιγώνουν ανελέητα και την μπερδεύουν. Αργεί να συνειδητοποιήσει ότι γελάει, κλαίει, τελειώνει, παρακαλάει για την ελαχιστοποίηση των παύσεων από το ένα άγγιγμα στο άλλο.




    Νιώθει σαν τον καρπό που κυλάει, πάνω σε ένα διάδρομο από επιδέξια ξυράφια. Η σάρκα της άχρηστη αφαιρείται προσεκτικά, σε ένα αποκαλυπτικό ταξίδι προς την αποκάλυψη του πυρήνα της…

    Τα μαλλιά της, δεν κρύβουν τα μάτια της. Εκεί παραμονεύουν οι δαίμονες. Τα χαμόγελο της πρόστυχο και αιχμηρό. Το στήθος της ιδρωμένο και αρωματικά διάφανο υγρό δείχνει να ρέει αφύσικα από τις ρώγες του. Ρυάκι από χυμό που διακλαδίζεται στον αριστουργηματικά κομμένο αφαλό της και ενώνεται διαγράφοντας δύο αντίθετης κυρτότητας καμπύλες στο μαγικό της τρίγωνο ανάμεσα στα πόδια της.




    Πόδια γυμνά και στολισμένα από τις σκιές των μυών, εξυμνούν τα κατορθώματα που έχουν καταφέρει. Τα χέρια της σε γωνιά από τον κορμό τους κρατούν δεσποτικά δύο δίδυμα σπαθιά.

    -Τι θέλεις; Ερώτηση και ρήμα που μέσα του, σε άλλο πρόσωπο διατυπώνεται.

    Δεν του απαντάει. Τα χέρια της τεντωμένα μετακινούνται και τα κοφτερά μέταλλα αργά πληγώνοντας αέρινους μανδύες συναντιούνται, σχηματίζοντας ένα βέλος. Μία νοητή γωνία, αυστηρά διατυπωμένη, φανερώνει το στόχο της. Το αρσενικό του εγώ που κρέμεται μεστό ανάμεσα στα πόδια του…

    Σκύβει το κεφάλι του και κοιτάει ανάμεσα στα πόδια του. Είναι γυμνός. Ούτε θυμάται που έχασε τα ρούχα του. Ο ανδρισμός του μισοκοιμάται. Τα τελευταία χρόνια του είχε προκαλέσει μεγάλα προβλήματα.




    Προσπαθούσαν να κάνουν παιδί με την Μαρία χρόνια τώρα. Οι καυγάδες που είχαν φουντώσει ανάμεσα τους ήταν άσχημοι στην αρχή. Πρώτα η ψυχραιμία και η αλληλοσυμπαράσταση. Μετά οι κακίες, ο ένας κατηγορούσε τον άλλο. Πέρασε καιρός μέχρι να απευθυνθούν σε κάποιο γιατρό.




    Η πρώτη απάντηση, αφορούσε την Μαρία. Ήταν στείρα. Η γυναίκα λύγισε και ξέσπασε σε λυγμούς. Την κοιτούσε και δεν ήξερε αν έπρεπε να της συμπαρασταθεί ή να θριαμβολογήσει. Ο γιατρός γύρισε και τον κοίταξε. Όχι για να τον επικρίνει για την στάση του. Το σπέρμα του ήταν εξαιρετικά αδύναμο. Ήταν σχεδόν ανίκανος. Όλα τους τα όνειρα, αποδομήθηκαν.




    Όχι με τρόπο προσεκτικό. Σαν το βάναυσο γκρέμισμα ενός πύργου από τραπουλόχαρτα.

    Κοίταξε το κουρασμένο του μόριο. Τι νόημα έχει…

    Το κουβάρι ξετυλίγεται και η Μαρία απλά υπάρχει. Ίσως λιπόθυμα. Ίσως απλά κοιμάται. Όταν η καταιγίδα την αφήνει γυμνή και μούσκεμα, ανοίγει τα μάτια της. Βλέπει! Θολά στην αρχή. Παίρνει βαθιά αναπνοή. Ακούει τον αέρα που την γεμίζει! Τον μυρίζει! Τα χείλια της ξερά, τα γεύεται! Το αίμα που τα σκεπάζει εκκωφαντικά γλυκό ! Η εικόνα της καθαρίζει...



    Ξαπλώνει στο βρώμικο χώμα και ανοίγει τα πόδια του. Παραδίνεται. Δε θέλει πια να παλεύει. Η κοπέλα τον πλησιάζει. Στέκεται από πάνω του και ακουμπά με τις λεπίδες στις αντίθετες μεριές της βάσης του πέους του. Πιέζει απαλά, δεν θέλει και παραπάνω, το μέταλλο είναι κοφτερό, ανοίγει με τρυφερότητα την σάρκα του…

    Κάπου αλλού.

    Είναι δεμένη στους καρπούς της και στους αστραγάλους της πάνω σε ένα γυναικολογικό κρεβάτι. Δίπλα η μάνα της, την κοιτάζει επιτιμητικά. Ένα ξερό βήξιμο. Γυρνάει το κεφάλι της τρομαγμένη και βλέπει τον πατέρα της. Και οι δυο έχουν πια πεθάνει. Η ντροπή της όμως την προστατεύει από το σοκ. Κανένα ρούχο δεν την καλύπτει και το φύλο της ορθάνοιχτο κοιτά προς τον πατέρα της…

    Δίπλα και ατέρμονα μακριά...

    Ο πόνος τον ερεθίζει, τον απελευθερώνει. Η κοπέλα πιέζοντας κι άλλο τις λεπίδες βρίσκει τον κόμπο που χρόνια τώρα τον εμπόδιζε, να απολαύσει. Ένα στραβοπλεγμένο κομμάτι σάρκας, μυών και νεύρων που εκ γενετής μείωνε την ροή αίματος και πάθους προς τους βουβώνες του.

    Το κορίτσι κάνει μερικά βήματα και τώρα στέκεται πάνω από το κεφάλι του. Οι προεκτάσεις των κοφτερών της χεριών χαράζουν δρόμους μυστικούς ανεβαίνοντας προς τις ρώγες του. Η ηδονή απίστευτη, ένα παιδί που για πρώτη φορά απολαμβάνει τον έρωτα στις προσταγές μιας πολύπειρης γυναίκας. Το σώμα του γεμίζει με αιθέρα, με καπνό ποτισμένο με την υγρασία των θεών.

    Η φωτιά δεν καίει πια μόνο ανάμεσα στα πόδια του, αλλά με μικρές εστίες κλιμακώνει την διέγερση, σε ένα σώμα που επαναστατεί και διεκδικεί με αντίτιμο ακόμα και τον θάνατο. Είναι γεράκι που βουτάει προς τον θύμα του. Είναι άγγελος που στα πόδια ενός δαίμονα γίνεται θνητός.




    Είναι μια χαλκογραφία σε ένα πίνακα του Νταλί. Είναι σκυλί που ικετεύει καυλωμένο για την ευχαρίστηση.

    Είναι διψασμένος και χαμένος στην έρημο και με το στόμα ανοιχτό πίνει ότι η κοπέλα με γενναιοδωρία του προσφέρει. Το κορίτσι χαμογελώντας αδειάζει το χρυσό της περιεχόμενο και τον βαπτίζει στα σκοτεινά της μονοπάτια . Στο πισώ πατά και τα πόδια της λυγίζει. Ο ανδρισμός του λυμένος, σκληρός, κόκκινος και υγρός καταπίνεται από ένα αχόρταγο «στόμα» .

    Ένα τρέμουλο, ξεκινά στο δέρμα της από την λεκάνη και σαν κύμα ανεβαίνει προς τα πάνω. Σκάει αφρισμένο στο στόμα της και ενώνεται με το ουρλιαχτό της. Χορεύει αφηνιασμένη τον χορό των γεμάτων φεγγαριών και ο άνδρας χύνει ασταμάτητα.




    Από το στόμα αφρούς που ποτίζουν τις λεπίδες που πηδιούνται με την γλώσσα του. Από τις ρώγες και την κοιλιά του αίμα και ιδρώτα, που κάνουν τους αγκώνες της λασπωμένοι, σε βούρκο ακριβό να μοιάζουν. Από το πέος του λευκούς και πηχτούς κουρσάρους που χρόνια εγκλωβισμένοι σε απροσπέλαστη φυλακή το ηθικό τους θέριεψε και τώρα τη σημαία ψάχνουν.

    Χύνει σπέρμα, ψυχή, αγάπη, οργή, δάκρυα, χρόνο, απελπισία, λαχτάρα, αναμνήσεις, θέλω, λέξεις. Τρέχει, καλπάζει στην βροχή γυμνός και ελεύθερος, πηδάει από τις ανοιξιάτικες φωτιές και βουτάει από ψηλά στη θάλασσα του απύθμενου έρωτα του…



    Λεπτά πιο πριν σε ένα «άλλο» δωμάτιο…

    -Μητέρα, συγνώμη… Προσπαθεί να κλείσει τα πόδια της, αλλά είναι ακινητοποιημένα.

    -…λύστε με σας παρακαλώ, δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Με παρέσυραν… Ένα ξερό χαστούκι την διακόπτει.

    -Τσούλα! Βρομοθήλυκο πάντα έτσι έκανες. Έκανες τα σκατά σου και μετά μας πουλούσες τα παραμύθια. Νομίζεις ότι εγώ τα έχαβα; Άλλος ήταν ο ανόητος εδώ μέσα, πριν τελειώσει την επίθεση, το βλέμμα της γυρνά με δύναμη προς τον πατέρα. Αυτός σκύβει το κεφάλι, αλλά όχι προς το πάτωμα.

    -Ναι μουρόχαβλε, δείξε μας τα αρχίδια σου ή μήπως αυτά τώρα σκέφτεσαι; Τι έγινε σου γυάλισε το μουνί της μικρής;

    -Μαμά!!! Σταμάτα !!

    -Γιατί σκυλίτσα; Μήπως δε το ήξερα; Καθόσουν και πόζαρες στο καθρέπτη φορώντας τις κιλότες μου και ο πουστόγερος, σε κοιτούσε από το παράθυρο.

    -Μαμά; Κοιτάζει το πατέρα της κατάματα, την γύμνια της, ξεχνώντας.

    -Βούλωστο βρώμα, που μας το παίζεις και ηθική, το ήξερες, βούλωστο, το χέρι της κινείται με μανία και την ξαναχτυπά στο πρόσωπο.

    -Σταμάτα Πόπη, άσε το κορίτσι. Λόγος διστακτικός, φοβισμένος και ένοχος.

    -Ναι σταμάτα Πόπη άσε το κορίτσι ήσυχο, άσε το κορίτσι ήσυχο, μια ζωή μαλακοπίτουρας. Αδύναμος. Χέστης. Πες της βρε αν τολμάς, πες της.

    -Πόπη, σκάσε! Σηκώνει το ανάστημα, αλλά όχι με τόσο σθένος. Αρκετά όμως ώστε οι δυο γυναίκες να παρατηρήσουν τον ερεθισμό του.

    -Μμμμ, σιγά τον επιβήτορα. Πες της ρε, πόσο ανίκανος ήσουν. Δεν τολμάς ε; Πες της ότι του σπέρμα σου ήταν ίσως πιο άχρηστο και από σένα.

    -Βού…λωστο… Φωνή ξεψυχισμένη παραδομένη, με ένα άρωμα αλλόκοτης λαγνείας. Η μάνα γυρνάει προς την Μαρία.

    -Άκουσε μικρή μου. Δεν είσαι παιδί του. Δεν μπορούσε, μόνο νερό έβγαζε ο άχρηστος. Και αυτό της λάσπης.

    -Μα… εγώ; Πώς;

    -Ο Πέτρος ο τρελός, εκείνος ο ονειροπαρμένος, το ζώο. Ήταν η ιδέα δική του, του πατέρα σου. Πα τέρας σου, ας γελάσω. Δεν θα το μάθαινε κανείς, έτσι έλεγε, ποιος θα πίστευε το τρελό, που όλο με το πουλί του γυρνούσε έξω.

    -Και εσύ μαμά; Τι έκανες; Γιατί; Λυγμοί τις λέξεις, τεμαχίζουν.

    -Τι περίμενες να κάνω …, ψυχή νεκρή που λυγίζει,…πιτσιρίκα ήμουν. Σιχάθηκα, σιχάθηκα… Βρωμούσε και πονούσα, τον είχε μεγάλο και εγώ ήμουν… μικρή. Και αυτός ο μαλάκας κοιτούσε. Μην πάθω τίποτα και καλά. Καύλωνε ο μαλάκας!




    Καύλωνε και χαϊδευόταν!! Δεκαεπτά χρονών ήμουν, ρε άθλιε... Προχωράει απειλητικά προς το μέρος του. Στέκεται ακίνητος και την περιμένει στωικά.

    -…και το άλλο; Γυρνάει ξανά προς το μέρος της και την πλησιάζει ανάμεσα από τα ανοιχτά της πόδια.

    -Με έβαλε να στηθώ και στα τέσσερα, έτσι θα ήταν πιο σίγουρο, ήξερε αυτός… Πίκρα, δηλητήριο θρεμμένο από τάφο.

    -Σκάσε πια Πόπη. Τι θέλεις πια; Οι φλέβες του λάμπουν, δίχως αίμα όμως.

    Η μάνα γυρνάει και ισιώνει την πλάτη της, σκόνη πέφτει από τα μαλλιά της, ίσως να είναι χώμα. Τα πρόσωπα τους αντίκρυ, το χέρι της από πίσω ψάχνει, καταλήγει, έμπειρα τρίβει, δοκιμάζει και εισχωρεί σε στεγνή πύλη.

    -Τι θέλω; Τι θέλω…Θέλω αυτό που σε εμένα δεν χάρισες, θέλω να την γαμήσεις… Η Μαρία ασπρίζει, παγώνει, θέλει να φύγει από εδώ, να ξυπνήσει.

    -…θέλω να της σπείρεις ένα παιδί, γυρνάει, φτύνει λάσπη στο αιδοίο της Μαρίας και παραμερίζει. Η Μαρία κοιτάει τρομοκρατημένη. Δεν είναι η μάνα της που την τρομάζει. Είναι ο πατέρας της, το βλέμμα του. Είναι η στύση του που αποκαλύπτεται καθώς το πολυκαιρισμένο παντελόνι του κατεβαίνει ανυπόμονο…

    Τρία χρώματα σαν ομίχλη αναμοχλεύουν, τις ψευδαισθήσεις με την πραγματικότητα.




    Το γκρίζο του Κυνηγού, την αλήθεια που δεν θέλει ποτέ να ειπωθεί.




    Το μοβ της Ιχνηλάτριας που τον Πόθο δεν δύναται να νιώσει.




    Το λευκό το δικό μου, που χρώμα δεν μπορεί ποτέ να το λυτρώσει, μα το μαύρο του διδύμου εαυτού μου, ρούχα του δίνει να ντυθεί. Υπάρχουμε αδυνατώντας να βιώσουμε. Δημιουργούμε ως στημένοι θεατές και στο τέλος αποχωρούμε σαν τις μαριονέτες που τα δεσμά τους είχαν λησμονήσει…



    Σάρκα που ανοίγει και τα μυστικά της παραδίδει με ευκολία. Ο πατέρας με το πέος του, συναντά την μήτρα που απ’ αυτόν δεν φύτρωσε. Το ευαίσθητο όστρακο παραδομένο ανοίγει για να δεχθεί ότι πόθησε αλλά μέχρι τώρα δεν γνώρισε.




    Αλλά πλάνη, η προσδοκία γιατί ο άντρας σαδιστικά αποχωρεί και το ναό με βιάση εγκαταλείπει. Τίποτα σε αυτόν τον κόσμο το δύσκολο, αμέσως δεν χαρίζεται. Στο γεμάτο, επιβλητικό και γκρίζο όργανο του, οι φρέσκοι χυμοί της δείχνουν την αγωνία για την ολοκλήρωση.




    Η μάνα της, δίπλα με τα χέρια ψηλά, σαν τον μαέστρο που δείχνει στον οργανοπαίχτη ότι πρέπει, τον ρυθμό πιστά να ακολουθεί.

    Τα χέρια της μάνας κατεβαίνουν κοφτά και πόνος και κίνηση γεννιέται. Στο χέρι της, ξύλο με καρφί μπροστάρη. Μέσα της, μυς τεντωμένος μπαίνει και στο δέρμα της κοιλιάς μέταλλο με μύτη υγρή, τρύπα ανοίγει.




    Πικρά, δύσοσμα και άρρωστα αέρια δραπετεύουν και αερίζουν τα σωθικά της Μαρίας. Η γονιμότητα δείχνει να ξυπνά σαν την κοιμούμενη ομορφιά. Η μήτρα για άλλη μια φορά με χαμόγελο ανοίγει, αλλά και πάλι τον επισκέπτη δεν προλαβαίνει να καλωσορίσει.

    -Αχχ γιατί μανούλα; Κοριτσάκι ευτυχισμένο με τα πόδια ανοιχτά.

    Σε ένα παραμύθι που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που ο άλλος σκέφτεται, γιατί ο καθένας με τα δικά του χρώματα τις παιδικές ζωγραφιές προσηλωμένος κάνει, ποιος την μάνα, που την κόρη μάνα, θέλει, να κατηγορήσει για το δρόμο που ακολουθεί;

    Ένα φάντασμα καθοδηγεί, ένα φάντασμα εκτελεί και μία γυναίκα με σάρκα και οστά το ταξίδι στο όνειρο του φανταστικού της παραδείσου γεύεται με την γλώσσα της ψυχής της .

    Το παραμύθι στην κλιμάκωση βαδίζει όπως και η κάθε ιστορία που τον εαυτό της έχει ερωτευτεί. Η Μαρία βογκάει, αναπνέει, γελάει, ματώνει και στην αγκαλιά των γονιών της τα χεράκια της απιθώνει.
    Και ο πατέρας φτάνει. Μόνο που σπέρμα δεν ξεπροβάλει. Αλλά δυο μικρά χεράκια, λιλιπούτεια τις δύο πόρτες ανοίγουν.




    Το πανέμορφο σωματάκι, από κορμό χρόνια τώρα νεκρό απεγκλωβίζουν. Με αγάπη, ψάχνοντας την χαμένη τους στοργή, τη μήτρα της μανούλας ανοίγουν και φεύγοντας από τον τύμβο του πατέρα, το χρόνο σκύλο κάνουν. Μπαίνει μέσα και κλείνει πίσω του απαλά την Θύρα. Ξαπλώνει σε τόπο υγρό και σε εννιάμηνο λήθαργο παραδίνεται.

    Η Μαρία ξεσπά σε γέλια νευρικά και της ανακούφισης δώρα χρυσωμένα. Τα φαντάσματα φεύγουν και η εικόνα καθαρίζει. Η Μαρία στο χαλί είναι ξαπλωμένη και από πάνω της τρυφερός και αιώνια δικός της, ο Παναγιώτης.




    Το παιδί κοιμάται ευτυχισμένο, μέσα στα σπλάχνα της μανούλας, ανάμεσα στα ιδρωμένα τους κορμιά. Στο σπίτι και πάλι η μέρα έχει θρονιάσει και μια πόρτα κάπου κλείνει. Είναι ο Πόθος που πάλι το πεδίο Του αφήνει. Απογοητευμένος;




    Ίσως. Αλλά στον ώμο Του μία ηλιοπλασμένη καρδερίνα, τιτιβίζει χαρούμενη που κοντά Του ξανά βρίσκεται.

    Τρεις ακτίνες . Οι ακριβές μας ψυχές σε μια μελωδία από φως στροβιλίζονται και επιστρέφουμε σε ένα τόπο ανίερο…




    Οι φωτιές έχουν ξυπνήσει και ψάχνουν για τροφή. Ο Κυνηγός τις φροντίζει ψιθυρίζοντας τους και προσφέροντας τους κάτι που για μια στιγμή δείχνει να αντιστέκεται.

    Η Ιχνηλάτρια όρθια κοιτάει προς τα έξω, βρίσκεται αλλού, ίσως ακόμα πίσω.

    -Τι είναι για τον Πόθο, οι άνθρωποι; Φωνή σμιλευμένη από πάγο, είχα μια ελπίδα…

    Δεν της απαντάει αμέσως. Ρίχνει ένα κομμάτι απροσδιόριστης προέλευσης, στην φωτιά του Βορρά και αυτή το δέχεται αφήνοντας μια τσιριχτή φωνούλα. Γυρνάει με την πλάτη προς τη φωτιά. Το τζάκι χάνεται από πίσω του.

    -Η ερώτηση σου δεν είναι σωστή. Θα έλεγα ότι και η προσέγγιση σου, βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Αναρωτήσου, τι πιστεύει ότι είναι για τους ανθρώπους.




    Η Ιχνηλάτρια γυρνάει αργά και απορημένη.

    -Τι εννοείς; Ο σκοτεινός άρχοντας, χαμογελάει. Όταν στο πρόσωπο του σχηματίζεται αυτή η γκριμάτσα, μου θυμίζει κάποιο σαρκοβόρο, που προσπαθεί να μιμηθεί το χαμόγελο ενός παιδιού και τότε ανησυχώ.

    Η λατρεμένη μου αντιθέτως όχι.
    -Ακολούθα με, υπάρχει μια ανάμνηση, που θα σου περιγράψει καλύτερα αυτό που λέω. Ο Κυνηγός διασχίζει το τεράστιο δωμάτιο. Η φιγούρα δείχνει να μικραίνει. Ο χώρος είναι απίστευτα μεγάλος και κάθε του βήμα κοντά στα δυο μέτρα. Η Ιχνηλάτρια, αφήνει ένα στεναγμό και κινείται από πίσω του. Κορεσμός;

    Όταν φτάνω στον καθρέπτη που έχει επιλέξει και οι δύο έχουν χαθεί μέσα του.




    Στέκομαι για λίγο διστακτικός. Κάτι έχει αλλάξει στο χώρο πίσω μου. Γυρνάω και κοιτάω, τα πάντα μοιάζουν ακίνητα. Σα να περιμένουν να φύγω για να ξεσπάσουν.




    Στρέφομαι πάλι προς το γυαλί. Η επόμενη σκηνή ήδη διαγράφεται, αλλά για μια ελάχιστη στιγμή, για μια άτομη σταγόνα, διακρίνω μια διάφανη φιγούρα. Δεν της δίνω σημασία. Είναι ακόμα πολύ νωρίς για να συνειδητοποιήσω. Εισχωρώ στο όνειρο…



    (-συνεχίζεται, ρωτά το μπουμπούκι τη Τριανταφυλλιά;


    -Ναι μικρό μου, ηρέμησε τώρα.


    -Και μέρες πόσες ακόμα για την έναρξη του Δίδυμου πολέμου;


    Η Τριανταφυλλιά θυμώνει και με το αγκάθι το κορμό τρυπά. Στάζει και τρεις σταγόνες αίμα κυλούν προς το λουλούδι…


    -Λευκό γεννήθηκες και κόκκινο θα πεθάνεις…)