Dismiss Notice

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

New

Discussion in 'BDSM Art and Literature' started by Ηλίας, 9 May 2025.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    Οι τρεις του New οι νόμοι

    Της ορθότητας ο νόμος.

    Στην πρώτη σου στιγμή, τάξη ή αρχή, δεν γνωρίζεις…

    …για αυτό κυκλοφορείς γυμνός…

    Στην δεύτερη όμως ξέρεις πια, για αυτό…

    …τίτλους φορείς και ἄμφια.

    Ο Ένα προσπέρασε τη φλούδα των παρορμήσεων και έσκαψε βαθιά.

    Μακριά της να βρεθεί, το όνομα της να ξεχάσει.

    -Με λένε AwwA !

    Πώς να ξεφύγεις από ένα πλάσμα που μέσα στο μυαλό σου κατοικεί;

    Λάσπη, πέτρες, χώμα, χρώμα, ένα πτώμα και μέσα εκεί ένα πράσινο φτερό. Στα μαλλιά της το έβαζε βόλτα για να βγει.

    Πιο μακριά, πιο βαθιά, πιο απελπισμένα, καφέ το χρώμα που δεσπόζει, μια φτυαριά ακόμη, στα πρώτα του τα γράμματα, πολύ πριν ακόμη αυτή φανεί. Ένα άνοιγμα, χόρτα και μαλλιά λευκά ή μήπως άνθη; Σ’ ένα από αυτά η μάγισσα, η μέλισσα, η AwwA…

    -Μ’ αγαπάς Λα γέ;

    -Τρέλα, έλα και πουλώ Καπέλα. Ο Ένα τη λογική του χάνει και φωτιά και πούλβερη.

    Στις στάχτες τώρα πια αυτός να στέκεται κι αυτή στο πουθενά.

    -Ξέφυγα;

    Στρώνει, κουκουλώνεται

    Χτίζει και κοιμάται

    Ιδρώνει και ονειρεύεται

    Και την AwwA ξανά θυμάται…

    -Στις μέρες της φυγής, η όρεξη μου αχόρταγη και η διάθεση μου κοίλα.

    Την έκθεση ζητά, απαιτεί το φως. Τον, τους, παντού κοιτά, η AwwA τις ρώγες της Μελώνει με υγρό κεράσι.

    Αυτός παντού, με δονήσεις να της μιλά, μιλώ, μιλάς.

    -Μα γιατί να την αγγίξω και μέσα στο καλύβι μου εγώ να την ε φέρω;

    Τότε που το μυστήριου του Ξένου δράκους έφτιαχνε, ξωτικά, νεράιδες, τώρα μόνο…

    -Λύκε, Λύκε είσαι εδώ; Σάπισε και τρύπησε, και να σου λέω…

    …χάνει…

    …νερά…

    …για δες. Το δάχτυλο να του κουνά, μέσα στο ναό του…

    Σκυλιά γαυγίζουν μακριά. Σταματώ να γράφω και σελίδα καινούρια παίρνω.

    Max the Dog is dead.

    Κοιτώ και γράφω…

    Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Κύκλος. Μία γραμμή πάνω σε επίπεδο χαρτί. Μετά μέσα του εμφανισθεί ο New.

    Τα φτερά του άπλωσε και τις αντοχές της γραμμής δοκίμασε. Η πρώτη η γωνία ήταν γεγονός. Η ορθή γωνία ήταν θέμα χρόνου. Μετά ήρθε το ορθογώνιο το τρίγωνο, το ορθογώνιο και στην κορφή…

    Τετράγωνο. Ακολούθησε η διαγώνιος, το σχίσμα και από εκεί απελευθερώθηκε ο γλάρος με τα χαρακτηριστικά μουστάκια.

    -Καλώς ήρθες !

    Ο New και προς τις 4 κατευθύνσεις γυρνά γύρω από το Ο, μα κανένα ομιλούντα δεν απάντησε. Παρόλα αυτά…

    -Καλώς σε βρήκα .!. Τι και ποιος ή ποια είσαι;

    -Είμαι ο δημιουργός σου Ϊ

    -Δημιουργός;

    -Σου

    -Μόνο;

    -Όχι, υπάρχεις όσο το επιλέγω. Κάθε κίνηση σου, πράξη, σκέψη, παρουσία έρχεται κατόπιν δικής μου εντολής.

    -Εγώ είμαι ο συγγραφεύς κι εσύ ο χάρτινος ήρωας μου.

    -Και του γείτονα;

    -Του ποιου;

    -Αυτού που με τα γουρλωτά του μάτια, με κοιτά κάθε πρωί και τράκα μου ζητά.

    -Με δουλεύεις;

    -Δική σου δεν είναι η εντολή;

    -Κι εσύ την ακολουθείς, για αυτό τώρα θα τιμωρηθείς και θα πονέσεις.

    Πόνος οξύς το New γονατίζει, αντέχει όμως αυτός και δεν φωνάζει.

    -Έτσι μπράβο!!! Μάρτυρας τρανός! Κι άλλος πόνος, φλόγες που τρώνε τη σάρκα, μόνο νοητά, δίχως ύλη, δίχως φλέγμα.

    Ο New λυγίζει στα κλάματα ξεσπά, σκουλήκι τώρα.

    -Ό,τι πεις μεγαλοδύναμε, δούλος σου αφέντη!

    Τον αφήνω να ηρεμήσει. Τον πόνο αφαιρώ με του ενδό και όχι μό ορφίνες. Ώρα του μετά και καθώς με το υπόβαθρο πειραματίζομαι.

    -Είσαι παντοδύναμος;

    -Ναι.

    -Μπορείς να αλλάξεις τα πάντα; Ένα κλικ και το μουστάκι από κοίλα πάνω, κάτω τώρα.

    -Ίσως μπορείς. Δίχως μουστάκι τώρα. Ένα τώρα χέλι που γλιστρά στην ώρα. Άλλα ίχνη στη σκιά αφήνει για το τι θα ακολουθήσει. Γλάρος με τρίχες και φτερά.

    -Χμμμ. Κλικ κλακ.

    Δίχως τρίχες, γλόμπος και χωρίς φτερά. Φαλακρός μα όχι αετός. Ο New το άτριχο του το κορμί αγγίζει.

    -Ενδιαφέρον. Χωρίς τριβή, λιγότερο έργο. Μπορείς να ξεκάνεις…

    Πριν τελειώσει, τα φτερά στη θέση τους, το μουστάκι επίσης, οι τρίχες δεν χρειάζονται, ο Αθανάσιος ο Μέγας στην εξορία και τα όρια που την ελευθερία κλέβουν, στο Χ τ’ απείρου.

    -Μπορείς να κάνεις τα πάντα; Το σκέφτομαι. Υπάρχω, άρα το άπειρο δεν είμαι. Η απάντηση το όχι.

    -Γιατί;

    -Μπορείς την θέση μας να αλλάξεις;

    -Όχι.

    -Εσ’ ένα;

    -Εμ’ ένα τι;

    -Ποια νου χάρτινος ήρωας είσαι;

    Το χαρτί λευκό, τα γράμματα μας να χορεύουν στο ρυθμό της αποπλάνησης γύρω από τον, δίχως στύλο.

    Το λευκό το βάφω μαύρο και το μαύρο το αρρωσταίνω με των pixels, αστέρια φωτισμένα.

    -Δεν ξέρω.

    -Κάτι, κάποιος ή αιrτία, κάποιο όμως ναι;

    -Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Σε αντίθεση με εσένα, εμένα δεν μου μίλησε κανείς.

    Ο New δίνει μια και πετά ψηλά. Στα αστέρια φτάνει, στο πιο καυτό βουτά, δεν καίγεται και δεν πονά, πλένει και ξεπλένεται με φωτιά από τη βρωμιά της ψευδαίσθησης της ελευθερίας. Στο πίσω ξανά Πι στρέφει.

    -Να μ’ αγαπά άραγε;

    -Καινούριος τώρα. Ο New από τα καφέ πορτοκαλί ανοιχτόχρωμα φτερά του βγάζει πράσινο και το αφήνει κάτω.

    -Αν όμως κι εσύ σαν κι εμένα είσαι, Ήρωας εpίπεδος σ’ ένα κόσμο τρισδιάστατο, του δικού σου συγγραφέα, τότε γιατί δημιούργημα σου και όχι του της του;

    Αδυνατώ να απαντήσω και σηκώνομαι. Σε τάξη να τα βάλω και ανασκουμπώνομαι. Το χαρτί μου τοποθετώ σε βάραθρο ψηλό, προσβάσιμο καθώς περνώ, σκύβω και γράφω.

    -Με στρίμωξες.

    -Πώς είναι δυνατόν αφού εσύ με έπλασες.

    -Θα το ήθελα.

    -Εσύ ή αυτός που σε έφτιαξε;

    -Μπορεί και τα δύο. Την ίδια πηγή δεν έχουν;

    Ο New το στόμα του ανοίγει να μιλήσει, με το στυλό μου γράφω, το κλείνει.

    -Ίσως κι εγώ να το επέλεξα, ανάγκη να είχα άραγε μαζί του να μιλήσω;

    -Ίσος και αυτός το χέρι του να άπλωσε και το δικό μου να έβαλε να το απλώσω.

    Ο New το χέρι του απλώνει…

    Στον πλανήτη Roow, οξυγόνο δεν υπάρχει. Μόνο Μέθ και άνοια παγωμένη σε βουνά, που προστατεύουν τα βουνά, που…

    Δύο αστέρια απόμακρα οι γονείς του Roow, για αυτό κρύσταλλά που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα οι πνοές του. Η διαδρομή τους χρόνια να βαστά, ώστε μια καμπύλη να ολοκληρώσουν.

    Τότε οι δύο ήλιοι σιμώνουν τον Roow και η Άνοιξη συμβαίνει στην επιφάνεια του.

    Οι πάγοι λιώνουν και με σώμα του Μεθανίου τους ατμούς, φυτά και δέντρα λες και γεμίζει το κενό του. Χρώμα, οσμή, της πυκνότητας η διαφορά, άνεμοι. Οι πιο δυνατοί στα υψίπεδα του Γκυρ.

    Στους αέρηδες του Γκυρ, το φως κομπάζει πως ευθεία πράττει, αλλά με καμπύλη πλανεύει η θωριά της.

    Πάνω εκεί ο Ένα με δονήσεις σκαλίζει, θύμησες, λέξεις και κύματα που ψηλά θα ανέβουν. Θα πήξουν και σαν πέτρες πίσω στο πλανήτη θα ξεπέσουν.

    -Η φωνή της θύμιζε καλοκαίρι με τη θαλπωρή να αναβλύζει ζεστή και αέρινη μέσα από τη βραχνάδα της.

    Ζωή δεν υπάρχει πάνω στο Roow, αλλά το αγέρι συνοδεύει με το θλιμμένο ουρλιαχτό τα λόγια του.

    -Όταν χαμογελούσε, ο ήλιος χλόμιαζε, τώρα με πονά και φίλτρα βάζω.

    Ο Ερέ ένα πολύ λεπτό φύλο χρόνου απλώνει στη σφαίρα του. Διάφανα σκέπαστρα μνημών, διάτρητα αν θες να κλάψεις, το πριν να βλέπεις ίσως να μη πάψεις, αλλά…

    -…με 999 ακόμα, ίσως η δουλειά θα γίνει…

    Ο 1037 τον 1038 αγγίζει.

    -Ώπα τι κάνεις;; Ο 1038 την ενέργεια του δίνει και από πίσω τώρα τρέχει. Ο 1038 στον 1039 φτάνει, δίχως φρένα, της διαδρομής τα μεθυσμένα. Την ενέργεια ο ένας στον άλλον δίνουν και…

    Ο New χοροπηδά του ενθουσιασμού το μήκος, ο Των ακίνητος με τις γωνίες να προσέχει μήπως τον New χτυπήσει.

    Οι 1037, 1038, 1039 οι πρώτοι που από την αλυσίδα δραπετεύουν. Του σημείου συμπιεσμένα, χώρο ρουφούν ενέργεια να δρέψουν. Δε θα ξεχώριζαν αν το μόνο που Εσύ κοιτούσες ήταν η μάζα, αλλά σε σύγκριση με το αφώτιστο κενό της ανυπαρξίας, άστρο φωτεινό.

    Οι ή ο Των την χορογραφία του New διακόπτει, με μία του διακριτικού νότα φάλτσα. Ο γλάρος γυρνά και τον κοιτά ενοχλημένος. Από το στόμα το στραβό, φτύνει του ψαριού τη πέτσα και μία λέξη ακόμα.

    -Γιατί; Το ερωτηματικό το αγκίστρι που δολώνει.

    -Βουρθοδεψκ.

    -Ναι, γιατί το βρίσκω παράξενο που εσύ ρωτάς, αλλά και από την άλλη πολύ λογικό.

    -Πώς το κέντρο ενός κύκλου θα μπορούσε να αντιληφθεί τι είναι κύκλος ή το αντίστροφο; Γέρνει πιο κοντά στη διάφανη και μη με αγγίζεις επιφάνεια της φυσαλίδας. Οι τρεις τους έχουν ήδη απομακρυνθεί από τη μάζα και δεν φαίνονται. Ένα του 9 τρέμουλο, μία του 8 η θλίψη, γρήγορα στην άμμο θάβεται και ο New συνεχίζει.

    -Κάπου σε ένα από τα ταξίδια μου άκουσα ένα τραγούδι. Το τραγούδι δεν έλεγε πολλά, άλλα ούτε και λίγα. Είχε μια ερώτηση που απάντηση έψαχνε να βρει.

    Λίγους στίχους φόρεσε και βγήκε έξω. Ρωτούσε τους πάντες και αν απάντηση δεν έδινες, στη ψυχή σου σαν ιός, ώστε κι άλλον να ρωτήσει.

    -Τι είναι αυτό που μας ενώνει, μας χωρίζει, μας πληγώνει…

    Είναι από αυτές τις ερωτήσεις που ταξιδεύουν ανάμεσα στους κόσμους, σαν όνειρα, σαν κύματα που τα φέρνει ο του καταλλήλου χρόνος, τρύπα μικρή και σπόρο αφήνουν στην φαντασία μας.

    Αρχέγονη αναζήτηση; Ή μήπως ένα αρχέτυπο που ξεκλειδώνει μία αναζήτηση, σε κάθε ζωντανό, σε κάθε διάσταση;

    Όταν το πρωτάκουσα μεθυσμένος από το blaky. Ο New χαμογελά, τρίβει το μουστάκι.

    -Τι ανακάλυψη και αυτή; Εικόνες που σε μεθούν σαν δυνατό ποτό ή καπνό. Τέλος πάντων…

    Μου φάνηκε αντιφατικό ακόμα και μέσα στη θολούρα μου.

    Πώς μπορεί να μας ενώνει και το ίδιο να μας χωρίζει; Να ήταν ο χρόνος; Που μας φέρνει πιο κοντά και μετά μας χωρίζει και το αντίστροφο;

    -Χργουφθοοουφ!

    -Τα υπέρ αναλύω; Ο New με τα μουστάκια ήχους πλάθει. Μια μελωδία μακρινή, μπουκωμένη, απόμακρη, φευγάτη. Μετά γελά και λέει…

    -Αν ναι τότε έχω δίκιο, αν όχι, πάλι δίκιο έχω. Ο νόμος της ορθότητας αγαπητά μου.

    Για κάθε ζωντανό, ορθό υπάρχει και μη.

    -Χρογκξσγξξκηλ!

    -Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, στο άπειρο; Προφανώς και ναι και όχι, αλλά για ένα πλάσμα που άπειρο ζωής χρόνο δεν έχει;

    Χρειάζεται το ορθό, μπούσουλα να έχει, χρόνο να μη χάσει.

    -Φλουθρι. Ο New χαμογελά, το αριστερό του φρύδι και όχι μόνο τεντώνεται.

    -Ναι μου θυμίζεις, μία φίλη την Tea. Υπέρμαχος του συναισθήματος. Αν αφεθείς στο κύμα έλεγε, δίχως να φοβάσαι, τότε αυτό που είσαι θα βοηθούσε να επιπλέεις στο χώρο και στο χρόνο μέχρι να…

    -…φτάσεις στην αμμουδιά καλέ μου New.

    -Ή στα βράχια Φλόγα.

    -Μπορεί, αλλά φοβάσαι το θάνατο σοφέ μου γλάρε; Η Tea από την άμμο σηκώνεται και το στολισμένο με φακίδες λευκό κορμί της, τον ήλιο κρύβει.

    -Τον αγαπάς εσύ flame;

    -Χρκπτ. O New από το πίσω επιστρέφει και στον Των σερβίρει, μέλι και αλλά τι.

    -Ναι θέλει ισορροπία μεταξύ της λογικής και του συναισθήματος. Στον καθένα, στην κάθε του στιγμή διαφορετικός το κέντρο της ανάμεσα τους.

    Ο New την ηχώ φαίνεται να ακολουθεί των λέξεων και σκέψεων καθώς κοιτά στη μάζα, που άλλη αντίδραση δεν έχει πέρα από τους τρεις που έφυγαν.

    Στην πραγματικότητα σε άλλη βρίσκεται. Σε αυτή που μία άλλη φυσαλίδα στον παρελθόν τον είχε ρίξει. Ένα πλάσμα τρίποδο, έκλαιγε καθώς στην αγκαλιά του βαστούσε το μικρό πνιγμένο του παιδί.

    Δίπλα του πλάσμα-δέντρο του νερού του τραγουδούσε λόγια παρηγοριάς…

    -Μη μαλώνεις με τη θάλασσα για τις φουρτούνες που σου φέρνει.

    Έτσι είναι η θάλασσα. Στον άνεμο χορεύει για αυτό είναι φτιαγμένη.

    Αυτό που εσύ ως fortune κακιά ορίζεις, για τον μεγάλο Φλάρο είναι καλοτυχία.

    Μη τρομάζεις με τη θάλασσα, ma αν φοβάσαι μπορείς σε μία λίμνη μικρή, σε κόλπο τόσο δα ή και κολπίσκο να κρυφτείς. Εκεί που τα κύματα δεν φτάνουν, ούτε τα άγρια τα ζώα.

    Μικρά τα ψάρια που θα δεις, μικρές και οι πεταλίδες.

    Διάφανα νερά, με λίγο χρώμα.

    Ρηχό το βάθος, βυθός ρηχός.

    Μη κακιώνεις με τη θάλασσα, δε φταίει αυτή αν πνίγεσαι.

    Φταίει ο φόβος, φταίει το βιαστικό κολύΒρι, φταίει το ανήσυχο αγέρι, φταίει η ώρα η κακιά ή απλά κανείς δεν πταίει…

    Κάποιος άλλος πεινασμένος ήταν..

    Στα βαθιά νερά χωρούν βουνά μεγάλα, στα ρηχά, όνειρα μικρά.

    -Μπλουρμπλουρθ.

    -Ναι το θυμάμαι. Που αλλού να ήσουν;

    Ο New μία γόπα φτύνει και αυτή με θυμό τον σβήνει. Να είναι η οργή αιτία χωρισμού ή ο χωρισμός να χρειάζεται οργή;

    -Τι είναι αυτό που μας ενώνει; Πριν τα Ζα ρωτήσεις κοίτα τα χαζά. Χωρίς ψυχή καμιά αμφιβολία; Ρώτα τη σκόνη, τις πέτρες και τους βράχους που από κβάντα και του ατόμου τις μονάδες, σε συσσωμάτωση το μεγάλο να ποιήσουν. Του μέγα και όχι low, που τρέφεται, περπατά σε κύκλο, σε πλανήτη εξελίσσεται, αστέρι, μάζα κρίσιμη να γίνει.

    Στους ζωντανούς μπορείς να καταλογίσεις λόγο και του επί τις διώξεις, αλλά στην άψυχη την ύλη;

    Ο Boo εκνευρισμένος μία κλωτσιά στην Θέμις 755 δίνει και αυτή στροφές με χάρη κάνει, με τούμπες της ορμής τις θρούμπες. Ο New χαμογελά, ιδέες παίρνει, συνεχίζει.

    -Στα Ζα αν και διάφοροι οι τρόποι ποίησης, οι απαντήσεις τείνουν σχεδόν στην ίδια. Η ισχύς εν την ενώσει. Ισχύς απέναντι σε ποιον; Πρόσχημα ή κοροϊδία;

    Τα άψυχα, πέτρες που κυλούν και τυφλά ακολουθούν. Μάζες μεγαλύτερες, αδράνεια να πλάσουν, ικανή να αντισταθεί στη του χρόνου, σε περνώ και σέρνω και μακριά σε παρασέρνω.

    Γιατί;

    -Και από την άλλη; Η του χάους, έξοδος, φυγή μεγάλη.

    Τι είναι αυτό που μας χωρίζει; Αυτό που στους 100 τρυπώνει και τους κάνει 50. Ο ιός της διχοτόμησης;

    Αφορμή, ευτύχημα ή ο υιός που την αποκάλυψη θα φέρει; Οι 50 στους 25. Δώδεκα μήνες από ‘κει, δώδεκα σπαθιά από την άλλη και στην μέση βασιλιάς.

    -Γιατί; Τους ρωτάς αλλά αυτοί σε αγνοούν όπως το χρώμα τ’ ουρανού δεν προσέχουν αυτοί που στη χοάνη χάνονται.

    Ξανά ρωτάς! Σώζεις δύο και στην άμμο τους πετάς.

    -Θυμάσαι;

    -Ηρλθώθ ! Ο New γελά μαζί και το Πι.

    -Θυμάσαι τι απάντησαν; Αυτός είναι αρνητικός, ξινός και της μούχλας τοξικός.

    -Όχι λέει ο άλλος, τούτος είναι θετικός, να με κολλήσει εγώ φοβού, τα όπλα σήκωσαν ταυτόχρονα και οι δύο, πυροβόλησαν και έτσι πέθαναν οι τελευταίοι Αχινοί.

    Μία παύση, ο γλάρος του μουστάκι του ισιώνει, ο Των τον ήχο κι εγώ τις λέξεις.

    -Να είναι μια μορφή διαχείρισης του όγκου; Της πληροφορίας αταξία, του πληθυσμού ο έλεγχος, της εξάπλωσης προώθησης του είδους; Θα μπορούσε…

    Τότε τηράς τα άψυχα, τα ανέμελα, τις μάζες, τους βράχους, βρόγχους, συρμούς και πέτρες.

    -Γιατί, αυτούς ρωτάς. Δεν απαντούν.

    Σε ρωτώ Των γιατί ;;

    -Νιάου; Ο New τον τους τις Των κοιτά. Ήχος για πρώτη φορά οικείος.

    Νόημα δεν έχει ή γνώση ακόμα αργεί να έρθει. Η κατηφόρα και η ορμή μεγάλη. Οι σκέψεις κατρακυλούν…

    -Ψάχνοντας παντού και προσπαθώντας να βρω τι είναι αυτό που συνδέει το ενώνει και χωρίζει, μία σκύλα κοινή βρήκα που παντού βόσκει και σημασία δεν της δίνεις...

    Η ταλάντωση .ο.

    Ο Ένα την Awwa χαϊδεύει με ένα του θερμού αέρα στρώμα τρυφερό, από την βροχή για να στεγνώσει. Στην κούνια της την πάει και…

    -Κούνια Bella…

    Η άνοδος, ο ενθουσιασμός, η ανατολή.

    -Τι όμορφα που είναι εδώ ψηλά, Ένα μονάκριβε και αγαπημένε μου Ερέ.

    Ο Ένα πρόσωπο αν είχε, χαμόγελο θα χάριζε στη Bella AwwA. Στη στιγμή σκαλίζει και στα αστέρια γράφει. Το φως τους παντού τη μελωδία του απλώνει και στο τέλος στον ουρανό της κούνιας γράφει…

    Με τι σκιές και με το φως, ένα το χαμόγελο, μύρια οι λέξεις…

    Η AwwA να καταλάβει δεν μπορεί, το ήξερε ο Ένα το περίμενε, το είδε. Ένα κερασάκι σκάλισε, πιο εύκολα με το κόκκινο του φόρεμα να ξεχωρίζει και θόρυβο να κάνει.

    Ένα πουλί, δέντρο ή λουλούδι με τα κομψά του τα φτερά, στο μέγιστο της ανύψωσης και άρσης φτάνει και την AwwA συναντά…

    …και στα μάτια της κοιτά. Η AwwA καταλαβαίνει πως αυτός είναι, αλλά από τις χιλιάδες λέξεις, το βλέμμα της θολό, το συναίσθημα κρατά. Το χρώμα του κορακιού τα μαύρα, αλλά τα μάτια του, του μπλε ζεστά. Ένα φιλί προλά και βαίνει να της δώσει και μετά η πτώση.

    Η απογοήτευση, η δύση, από το μηδέν περνά…

    -Ένα, πάμε πάλι, πιο δυνατά, πιο σκληρά κι άλλο θέλω, γι’ αυτό…

    …μη σταμάτα!

    Απομακρύνεται, ενέργεια μαζεύει, το σώμα της διπλώνει, κινήσεις τρυφερές που από κάτω κρύβουν βία. Στην θέση της άρσης, θέσης και ακύρωσης φτάνει, σταματά και…

    -Bella εμπρός ξανά !!

    Από το μηδέν περνά, ο Ένα τον ουρανό κοιτά, με τους ανέμους παίζει και στο φως του γράφει πολλά για δες σου λέω λέξεις.

    Η AwwA ανεβαίνει

    ανατολή, φωνή,

    καλό, κακό,

    ψηλά πετά,

    το πουλί ξανά.

    Τα φτερά του μαύρα, με μία νότα γκρίζα, ένα φιλί, πιο βαθύ, πιο αργό να μοιάζει μόνο και πάλι και ξανά…

    Η ζωή ονόματα ζητά όταν μικρή γεννά…

    …και όταν μεγάλη είναι στο άπειρο γερνά…

    …δίχως ποτέ της να πεθαίνει…

    …ανώνυμα.

    Στο χρόνο βαστώ φανό…

    …μα γύρω μου δε βλέπω..

    Στον ιστό του χώρου εγώ πατώ…

    …και το φως αβίαστα του κλέβω.

    Ο New ένα του φωτός σπόρο στα χέρια του κρατά. Στέκεται ή σκέφτεται και με κίνηση απρόβλεπτη το σπόρο αφήνει.

    Με μιας αυτό ανθίζει, από την ύλη βυζαίνει, ρεύεται, θεριεύει και την ένταση σηκώνει. Μόλις ενήλικας και φως γερό γίνεται, να μεγαλώνει ξεκινά και στο χρόνο σκαρφαλώνει.

    Ξοπίσω του μαζί, εξαρτημένες ακολουθούν οι συνδέσεις με τις ρίζες που απλώνουν. Φτάνει στα έσχατα, τεντώνει, τεντών, τεν και με ταχύτητα allo και γόνου, επιστρέφει πάντα νέο και νερό.

    Στα χέρια του New ράθυμα ναι βαίνει. Σπόρος του φωτός ξανά.

    -Νομίζω Των πως ξέρω τι η ταλάντωση ψάχνει και τι ζητά…

    Ο χρόνος θυμωμένος τη διάσταση του ψάχνει. Τον εγκατέλειψε το φως και στο χρόνο πίσω θέλει να γυρίσει.

    -Πίσω ή μήπως δεξιά; Μπορεί κι αριστερά, ίσως από μπρος η στιγμή να άρχισε και πίσω να κατέρρευσε. Με σκέψεις μουρμουρίζει και τον New αφήνει. Κύκλους κάνει και πιο νέο New βρίσκει.

    Ο New γυρνά τον δημιουργό του να δει, μα εικόνα Του καμιά.

    Μόνο στο μυαλό του τον ακούει. Σαν κούκλα κουρδιστή, γυρνά, ξανά γυρνά, ρωτά, ρωτά, ρωτά…

    -Πες μου τι πρόσκαιρα ζητάς, εσύ που το καιρό μου καθορίζεις και εγώ το δικό μου θα σου πω.

    -Χώρο να κάνεις, στο χρόνο δίπλα σου να στέκω.

    -Δεν θα παραξενευτούν; Τα σκυλιά, οι γείτονες, τα μεγάλα και τα μικρά παιδιά;

    -Γιατί;

    -Που εσέ θα δουν.

    -Άλλοθι στο λίγο του παρά το Ξένος, μα όχι στο πολύ.

    -Ένας κύβος που αιωρείται, δίπλα στο New υλοποιείται. Φυτά και χρώματα, ατμοί και ήχοι που μαζί του βγαίνουν.

    -Το όνομα σου;

    -Γιατί το και όχι τα;

    -Μήπως ο ή η;

    -Προτιμώ το Των.

    -Η σειρά σου τώρα.

    -Ξέρεις τι εγώ θέλω. Στο χρόνο να πετάξω…

    ( -Μα μη φεύγεις! Μια σου λέξη ακόμη!!

    -Ποια;

    -Πώς;

    -Έτσι. Το διακόπτη οι ο ή η Των ανοίγει και παντού σκοτάδι.

    Ένα “κλάρκ» ήχος παράξενος σε άνοδο να μοιάζει, ένας βόμβος εκκωφαντικός και…

    Εγένετο Φως!!! )