Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

The dome and the crane

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος _voltage_, στις 22 Μαρτίου 2021.

  1. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

    Βερολίνο 1929.


    «Άργησες» της είπε καθώς περνούσε γρήγορα από μπροστά του, πιάνοντας βιαστικά τα μαλλιά της με τσιμπιδάκια.

    «Άργησες πάλι και είμαστε γεμάτοι!» φώναξε δυνατά ενώ εκείνη απομακρύνονταν σηκώνοντας τις κάλτσες τις προσεκτικά πάνω από το μπούτι.

    «Πάντα είμαστε γεμάτοι, και πάντα αργώ!» είπε δυνατά γελώντας η Νadine χωρίς να σταματήσει να κοιτάξει πίσω της. Τον αγαπούσε τον Λαρς αλλά ώρες ώρες δεν άντεχε το πόσο της θύμιζε τον πατέρα της.

    «Και τέλος πάντων δεν πρέπει ένας τόσο μεγάλος άνθρωπος να δουλεύει σε ένα τέτοιο μέρος, τέτοιες ώρες» είπε ακόμα μία φορά στον εαυτό της καθώς έμπαινε στη κεντρική αίθουσα του Haus Vaterland.

    Έβαλε τα χέρια στη μέση της όπως συνήθως έκανε και έριξε μία ματιά στο ballroom που απλώνονταν μπροστά της.

    «Την πιο όμορφη αίθουσα στο Βερολίνο» σκέφτηκε κάπως κοροιδευτικά και έκανε γκριμάτσες με τα φρύδια της και το στόμα της που πρόφερε τις λέξεις χωρίς ήχο.

    Δεν ήταν ότι δεν ήταν όμορφη. Γιατί πραγματικά ήταν. Στην αίθουσα έβγαζε ένας μεγάλος και πλατύς διάδρομος που στο πάτωμα είχε κόκκινο παχύ χαλί και από πάνω κρέμονταν πολυέλαιοι εξωφρενικά διακοσμιμένοι με κρυστάλλινα φτερά από παγώνια, και καλάθια με φρούτα να κάθονται στο κέντρο τους. Ο διάδρομος ήταν τόσο μακρύς που η Ναντίν μέτραγε κάθε φορά 15 πολυελαίους, σε απόσταση 40 βημάτων ο καθένας, μέχρι να βγει στην αίθουσα και ο ήχος από τα τακούνια της να σταματήσει να πνίγεται από το κόκκινο χαλί.

    Η ίδια η αίθουσα είχε ένα στρογγυλό σχήμα και οι τοίχοι ήταν από σκούρο κόκκινο ξύλο που ήταν σκαλισμένο σε διάφορα σημεία σε παραστάσεις ζώων, δέντρων και ανθρώπων. Κάθε φορά που το κοιτούσε η Ναντίν αναρωτιόταν αν η παράσταση είχε να κάνει με τον κήπο της Εδέμ αλλά ποτέ δεν την είχε δει ολοκληρωμένη πάνω στους τοίχους γιατί κομμάτια της κρύβονταν από τεράστια, κατασπρα αγάλματα και ασημένια διακοσμητικά.

    Τα τραπέζια άλλαζαν θεση, ανάλογα με το τι παράσταση ειχαν εκείνο το βράδυ. Όταν ερχόταν το μεγάλο το Βαριετέ, η αίθουσα ήταν σχεδόν άδεια από τραπέζια και καρέκλες, και ολοι ήταν όρθιοι και χορευαν. Είχε δεί πολλά όμορφα πράγματα εκεί μέσα, αυτή ήταν η αλήθεια.

    Είχε δει γυναίκες ντυμένες εξωτικά πουλιά μέσα σε κάτι πελώρια κλουβιά να τραγουδούν σε παράξενες γλώσσες. Είχε δει έναν άντρα να μαγεύει ένα φίδι και είχε ακούσει τις γυναίκες να τσιρίζουν στην αίθουσα καθώς προσπαθούσε να τις πλησιάσει με εκείνο στα χέρια του. Μια φορά είχε δει και κάτι ζώα, που της είχαν πει ότι τα είχαν φέρει από πολύ μακριά, αποκλειστικά και μόνο για μία παράσταση σε όλο το Βερολίνο και εκείνο το βράδυ δεν είχαν καταφέρει να ξαποστάσουν ούτε ένα λεπτό.

    Ήταν σα όλοι οι κάτοικοι του Βερολίνου να είχαν βγεί από τα σπίτια τους για να έρθουν να ρίξουν έστω και μία ματιά στην τίγρη. Στην τίγρη που είχαν τοποθετήσει σε ένα μεγάλο κλουβί στο κέντρο της αίθουσας, ακριβώς όπως είχαν τοποθετήσει και τις γυναίκες με τα εξωτικά κουστούμια που τις έκαναν να μοιάζουν με πουλιά, αλλά αντίθετα από αυτό που είχε συμβεί με εκείνες τις γυναίκες, που όλοι προσπαθούσαν να βάλουν τα χέρια τους στο κλουβί και να πιάσουν λίγο από το γυμνό τους δέρμα, γύρω από την τίγρη είχε σχηματιστεί μία μεγάλη τρύπα στην αίθουσα. Και περα από την τρύπα, είχε πέσει και μία παράξενη ησυχία, παρά τη μουσική που έπαιζε δυνατά, και παρά τα γέλια που ακούγονταν από τις πιο απομακρισμένες παρέες στην αίθουσα.

    «Πολλά όμορφα πράγματα» ειπε στον εαυτό της, και το κεφάλι της σηκώθηκε σχεδόν μόνο του να κοιτάξει προς τα πάνω. Το ballroom, βρισκόταν ακριβώς κάτω από τον θόλο του Haus Vaterland, έναν πράσσινο θόλο, που όταν τους έβρισκαν οι πρωινές ώρες, έριχνε ένα παράξενο φως στα τραπέζια και σε όσους είχαν μείνει να μισοκοιμούνται ή να αργοχορεύουν μέσα στην αίθουσα. Ένα παράξενο, ψυχρό φως που ήταν σαν να τους παγώνει μέσα στο χρόνο. Και από όλα τα όμορφα πράγματα που είχε δει η Ναντίν, αυτό ήταν το πιο όμορφο. Πάντα.

    «Αυτό και η τρύπα που άνοιξε στην αίθουσα η τίγρης» ψιθύρισε και άφησε ένα πνιχτό γέλιο και ένα χασμουρητό ταυτόχρονα.

    «Μα τι κάνεις εκεί, είσαι καθόλου καλά!» ακούστηκε μία αντρική φωνή πίσω της και την έκανε να γυρίσει το κεφάλι της, αλλά όχι απότομα, κάπως βαριεστημένα και κουρασμένα.

    «Τι θέλεις από τη ζωή μου Λούκα?» τον ρώτησε πριν καν βρουν τα μάτια της τα δικά του.

    «Μα κάθεσαι, κάθεσαι και τι κάνεις εκεί, κάθεσαι και χαζεύεις ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΑΙΘΟΥΣΑ και είσαι ακόμα με αυτά τα κουρέλια που είσαι, αυτά τα αχαρακτήριστα, βρώμικα...»

    Ο Λούκα ήταν εκτός εαυτού. Αλλά ο Λούκα ήταν πάντα εκτός εαυτού σκέφτηκε η Ναντίν που είχε σηκώσει και τα δύο φρύδια και απλά κούναγε το κεφάλι της καταφατικά κάνοντας διάφορες γκριμάτσες.

    «Μα ξέρεις ποιος θα έρθει απόψε?!» φώναξε ακόμα πιο δυνατά και τα χέρια του υψώθηκαν μπροστά στο πρόσωπό του σε μικρές κλειστές γροθιες που άφηναν μόνο τον δείκτη και τον αντίχειρα ενωμένους να χειρονομει.

    Η Ναντίν έβγαλε ένα τσαλακωμένο τσιγάρο από την μπροστά τσέπη της ρόμπας της, το έβαλε στο στόμα και το άναψε κάπως βιαστικά και άτσαλα με τα σπίρτα.

    «Λούκα, Λούκα, Λούκα» είπε, επιασε το τσιγάρο με τα μπροστινά της δόντια, και έπιασε το προσωπο του Λούκα και με τα δύο της χέρια. Έσπρωξε το τσιγάρο με τα δόντια της στο πλάι και το κράτησε με τα χείλια της.

    «Η γιαγιά μου είχε ένα άλογο που έκανε όπως εσύ, και επειδή έκανε έτσι, μετά από λίγο ψόφησε. Εκεί πάνω που φώναζε. Απλά, πουφ, έσκασε» είπε και έπιασε το τσιγάρο με το ένα χέρι και με το άλλο του έδωσε ενα δυνατό φιλί στα χείλια και πριν σπάσει το φιλί του έριξε ένα δυνατό χαστούκι στον κώλο.

    Γύρισε την πλάτη της και έφυγε γελώντας δυνατά με το τσιγάρο πάλι στο στόμα.

    «Πάω να δω τι άλλη αηδία θέλετε να φορέσουμε απόψε για να ποτίσουμε και τα άλλα τα άλογα που θα έρθουν απόψε να πιουν εδώ. Ξέρεις! Αυτά τα πολύ πλούσια άλογα!» η φωνη της αντιλάλησε στο διάδρομο και όπως απομακρυνοταν άφηνε πίσω της ένα Λούκα που ακομα χειρονομούσε με τις γροθιές κλειστές σε μία άδεια μεριά της αίθουσας.

    Μέσα στην ώρα ο κόσμος είχε ήδη μαζευτεί έξω απο τις πόρτες τους Haus και η Ναντιν τράβηξε διακριτικά την κουρτίνα από το δωματιάκι που είχαν για να αλλάζουν οι σερβιτόρες. Το τσιγάρο ήταν ακομα στα χείλια της, βρώμικο από κραγιον και τσαλακωμένο.

    Τώρα ήταν πολύ έντονα βαμμένη, τα χείλια της ήταν κατακόκκινα, τα φρύδια της ζωγραφισμένα σε ψηλές αψίδες, και λεπτά στις άκρες τους, και τα μάγουλά της είχαν μία απόκοσμη απόχρωση του ροζ.
    Φορούσε ένα μάυρο, πολύ κοντό φόρεμα, με μικρά κρυσταλλάκια και μεγάλες μαύρες χάντρες παντού. Κάτω από το φόρεμα ξεπρόβαλαν μαύρες ζαρτιέρες που έπιαναν πολυ λεπτές μαύρες κάλτσες. Μία γραμμή σε κάθε κάλτσα κατέβαινε από το πίσω μέρος των μηρών της μέχρι τις φτέρνες της. Τα παπούτσια της ήταν απλά και μαύρα.

    Έριξε μία ματιά στον καθρέφτη και ξεφύσηξε.

    Σχεδόν ποτέ δεν περνούσε αρκετό χρόνο στον καθρέφτη, δεν ήταν κάτι που την ενδιέφερε πολύ, η εμφάνισή της. Κάποιοι της είχαν πει ότι ήταν μία όμορφη γυναίκα, αλλά εκείνη το μόνο που έβλεπε στον καθρέφτη ήταν μία γυναίκα με μαυρα, ίσια, μαλλιά και μάυρα μάτια που δεν ξεχώριζε από κάποια άλλη γυναίκα με μαύρα, ίσια, μαλλιά και μαύρα μάτια. Η αλήθεια ήταν ότι έμοιαζε πολύ στον πατέρα της, και έτσι δεν είχε συνδέσει το προσωπό της ακριβώς με τις άλλες γυναίκες.

    Πάντα έβλεπε τον εαυτό της σαν κάτι, λίγο άλλο. Λίγο διαφορετικό. Αλλά ούτε αυτό την ένοιαζε πολύ. Αυτό που την ένοιαζε ήταν να μην χάσει και αυτη τη δουλειά γιατί η σπιτονοικοκυρά της είχε χάσει πολλές φορές την υπομονή της μαζί της για τα χρωστούμενα. Και όσο καλή παραμυθατζού και να ήταν αν δεν είχε λεφτά δεν είχε λεφτά. Και αυτό ήταν όλο. Και για αυτό έπρεπε να φοράει αυτά τα γελοία φορέματα με τα καθρεφτάκια και τις ζαρτιερες. Υπήρχαν και χειρότερα.

    «Πολύ χειρότερα» σκέφτηκε και στο μυαλό της ήρθε μία βραδιά σε ένα άλλο μαγαζί που ήθελε με όλη της την ύπαρξη να ξεχάσει. Μπορεί να είχε πληρώσει το νοίκι της την επόμενη μέρα αλλά ακόμα καμία φορά την έπιανε αηδία όταν σκεφτόταν με πόση ευκολία την είχε νοικιάσει το αφεντικό της σε εκείνον τον μεθύστακα απλά και μόνο επειδή του πέταξε ένα μάτσο λεφτά πάνω στο τραπέζι.

    «Απλά και μόνο» αναφώνησε και δεν αναγνώρισε τον ήχο της φωνής της από την αηδία.

    Τίναξε το κεφάλι της προσπαθώντας να διώξει την ανάμνηση και έσπρωξε την κουρτίνα λίγο ακόμα στην άκρη.

    Εκεί την είδε πρώτη φορά, αν ήταν όντως η πρώτη φορά που την έβλεπε. Ανάμεσα σε μία θάλασσα από ανθρώπους. Ανάμεσα σε μία θάλασσα από κεφάτους, χαμογελαστούς ανθρώπους, με λαμπερά, ψεύτικα χαμόγελα, με τα μάτια τους να γυαλίζουν από την έκσταση, εκείνη ήταν εκεί, μέσα στο πλήθος, σαν ξένη.

    Σαν σιωπή μέσα σε καταιγίδα.

    Κοιτούσε κάτω, και τα ξανθά μαλλιά της έκαναν ένα στεφάνι στο πλάι του κεφαλιού της. Τα χέρια της κρατούσαν γερά μία κοντή καφέ γούνα που σκέπαζε τους ώμους της και την είχε τυλίξει γύρω της με ένα τρόπο που στην Ναντίν θύμιζε τους επιδέσμους που έβαζε στα αδέρφια της όταν μικρά έπεφταν και τσάκιζαν τα γόνατά τους. Το φόρεμά της ήταν κατακόκκινο, και τόνιζε τα μαλλιά της και το άσπρο δέρμα της αλλά ηταν σαν ξένο πάνω της. Όπως ξένο φαινόταν πάνω της και το αντρικό χέρι που την κρατούσε σφιχτά από τη μέση και την έσφιγγε πάνω του κάθε φορά που γελούσε δυνατά.

    Δάγκωσε την άκρη από το τσαλακωμένο τσιγάρο της.

    «Χειροτερα από ξένο» σκέφτηκε η Ναντίν και αναρωτήθηκε γιατί είχε αυτή την αίσθηση σαν να παρατηρεί μία γυναίκα που είναι περικυκλωμένη από φίδια.

    Τα μάτια της έμειναν εκεί ακόμα μία στιγμή. Μία ακόμα στιγμή για να δει, καθώς εκείνη σήκωνε το κεφάλι, ένα μαραμένο χαμόγελο καθώς το χέρι έσφιγγε ακόμα μία φορά τη μέση της.

    Και ίσως όλα τα άλλα να τα είχε αγνοήσει. Θα μπορούσε να αγνοήσει εκείνο το χέρι που την έσφιγγε, εκείνο το φόρεμα που ένιωθε ότι την έπνιγε, εκείνη τη γούνα που την κρατούσε σαν να κρατιόταν από την ίδια τη ζωή.

    Αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει, και δεν μπορούσε να ξεφύγει από μία αίσθηση οτι αυτή τη γυναίκα την ήξερε. Δεν ήξερε πως, και δεν ήξερε γιατί. Ούτε πότε.

    Αλλά όσο την έβλεπε να μαζεύεται διακριτικά κάτω από εκείνη την κοντή καφέ γούνα, τόσο πιο έντονα ένιωθε ότι την γνώριζε. Έξυσε νευρικά το πηγούνι της και μία φωνούλα μέσα της της είπε να κοιτάξει την δουλειά της και να μην ανακατέβεται εκεί που δεν την σπέρνουν γιατί δεν μπορούσε να χάσει ακόμα μία δουλειά.

    «Το νοίκι!» φώναξε η φωνούλα μέσα της.

    «Το νοίκι και τα μάτια σου Ναντιν!»

    Η Ναντίν την αγνόησε, όπως πάντα έκανε.

    Ο κόσμος κάθισε στα τραπέζια.

    Η μουσική ξεκίνησε.

    Ο χώρος στη μέση της αίθουσας, ακριβώς κάτω από τον πράσσινο θόλο γέμισε με χορό, γέλια και χαμόγελα.

    Η Ναντίν πήρε τον πρώτο δίσκο και κινήθηκε προς την αίθουσα, παραμερίζοντας κορμιά που απειλούσαν να ρίξουν κάτω και εκείνη και όλα τα ποτά που κουβαλούσε μέσα σε ξέφρενες κινήσεις χορού.

    Δεν ήθελε τίποτα άλλο, ήθελε μόνο να την κοιτάξει στα μάτια. Αυτό ήταν όλο. Αυτό έλεγε στον εαυτό της όση ώρα προετοιμαζαν τα ποτά, και όση ώρα έκαναν μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες. Γιατί αν την κοίταζε στα μάτια, και δεν την γνώριζε, θα μπορούσε απλά να συνεχίσει τη ζωή της. Δεν ήταν άλλωστε το πρώτο δυστυχισμένο ζευγάρι που είχε δει στη ζωή της. Και σίγουρα δεν θα ήταν το τελευταίο.

    «Άλλωστε μια ματιά θα ρίξω, τι μπορεί να πάεις τραβά με μία ματιά?» έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό της.

    Στάθηκε στα σκαλιά του διαδρόμου, και τέντωσε το κεφάλι της. Δεν ήταν το φόρεμα, ούτε τα ξανθά μαλλιά που είδε πρώτα. Ήταν εκείνο το λεπτό κορμί της που ζάρωνε άβολα πάνω σε μία αγκαλιά στην άκρη ενός τραπεζιού στη μέση της αίθουσας.

    Έπιασε το δίσκο και πήγε προς το τραπέζι.

    Μία ματιά θα έριχνε. Τι μπορούσε να πάει στραβά με μία ματιά?

    «Πόσο δύσκολο σου είναι να μην με ντροπιάσεις έστω ένα βράδυ?» άκουσε να λέει η αντρική φωνή και τώρα το χέρι δεν ήταν στην μέση της, ήταν σφιγμένο γερά γύρω από το μπράτσο της και τράνταζε με μικρές, πολύ διακριτικές αλλά πολύ δυνατές κινήσεις.

    Τα μάτια της Ναντίν σφίχτηκαν στις άκρες και το χέρι της έσφιξε το δίσκο. Πηρε μία βαθιά ανάσα και έβαλε το καλύτερο προσποιητό χαμόγελο που είχε.

    «Τα ποτά σας!» φώναξε και χαμήλωσε το δίσκο ανάμεσά τους αναγκάζοντας τον άντρα να πάρει το χέρι του από το μπράτσο τους.

    «Ο κύριος? Ουίσκι?» ρώτησε και τώρα είχε βάλει σχεδόν όλο το σώμα της ανάμεσά τους. Ανάμεσα σε εκείνον, και ανάμεσα σε ένα ζαρωμένο κορμί τυλιγμένο σαν δώρο μέσα σε ένα κόκκινο φόρεμα.

    «Κανόνισε εσύ» της είπε σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις και γύρισε από την άλλη μεριά και συνέχισε να γελάει δυνατά προς το μέρος της παρέας του.

    «Ε...ναι, ναι. Ουίσκι για εκείνον» είπε μία λεπτή φωνή που βγήκε από ένα πρόσωπο που ακόμα κοιτούσε στο πάτωμα.

    «Εσύ?» την ρώτησε. Μόνο αυτό. Μόνο μία λέξη. Μόνο αυτή τη λέξη.

    Εκείνη σήκωσε το κεφάλι κάπως παραξενεμένη από τον τρόπο της Ναντίν και τα μάτια τους συναντήθηκαν.

    Για πρώτη φορά, για δεύτερη φορά, για ακόμα μία φορά μέσα σε πολλές ζωές και σε πολλούς αιώνες, τα μάτια τους συναντήθηκαν.

    Και τι κακό μπορεί να έκανε μία ματιά? Τι θα μπορούσε να πάει στραβά με μία ματιά?




     
    Last edited: 22 Μαρτίου 2021
  2. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

    «Εγώ, ναι... εγώ θα ήθελα λίγο νερό με λεμόνι και παγάκια» απάντησε η Σίνγκε και σήκωσε επιτέλους, μετά από αυτό που η Ναντίν ένιωσε σαν χρόνια, το πρόσωπό της και την κοίταξε.

    «Ναι, αυτό είναι το πρόσωπο. Αυτό είναι το πρόσωπό της, και αυτά είναι τα μάτια της» σκέφτηκε η Ναντίν και έμεινε βυθισμένη εκει. Σε δύο μπλέ μάτια, που ήξερε ήδη ότι θα ήταν μπλε, και λίγο γερτά στις άκρες, και η όψη τους ήρθε απλά για να επιβεβαιώσει αυτό που η Ναντίν ήδη γνώριζε.

    Με τον δίσκο ακόμα στα χέρια, και το σώμα της ανάμεσα στο σώμα της Σίνγκε, και το σώμα που άνηκε σε εκείνο το χέρι που πριν από λίγο κρατούσε σφιχτά το μπράτσο της, της χάρησε ένα πλατύ χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που δεν χάριζε συχνά, όχι έτσι, όχι με αυτή την ειλικρίνεια.

    Τα δάκρυα δεν ειχαν στεγνώσει ακόμα στα μάγουλα της Σίνγκε, και ένα λεπτό χέρι, ντυμένο με ένα λευκό σατέν γάντι που έφτανε μέχρι τον αγκώνα της σηκώθηκε για να τα σκουπίσει διακριτικά, πριν ακουμπήσει πάνω στο μάγουλό της και μείνει εκεί να κοιτάζει την Ναντίν με ένα κουρασμένο χαμόγελο.

    Ο χρόνος σταμάτησε για λίγο, με ένα τρόπο που δεν κάνει πολύ συχνά, όχι για όλους τους ανθρώπους, και για εκείνη τη στιγμή απλά κοιτάζονταν στα μάτια, και ένα πλατύ χαμόγελο, συναντούσε ένα κουρασμένο αλλά εξίσου αστραφτερό. Ίσως στον εξωτερικό παρατηρητή, η σκηνή να ήταν μία απλή σκηνή, μία ασήμαντη σκηνή, σαν όλες τις απλές και ασήμαντες στιγμές που περνάνε από μπροστά μας καθημερινά, σαν όλες εκείνες τις στιγμές που μένουν ξεχασμένες και που ο χρόνος ζωής τους είναι τόσο μικρός που δεν προλαβαίνουν να αφήσουν κανένα κύμα, καμιά διαταραχή να διαδοθεί στο χώρο, και στο χρόνο.

    Αλλά αυτή η στιγμή δεν ήταν έτσι. Όχι για την Ναντίν και τη Σίνγκε. H Σίνγκε πήρε μία βαθιά ανάσα, και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά σε κάτι που δεν είχε ειπωθεί. Και η Ναντίν έριξε λίγο το κεφάλι της στο πλάι, κοντά στον δεξιό της ώμο, χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω από την Σίνγκε.

    Η ανάσα κράτησε. Και κράτησε αρκετά για να την μοιραστεί με την Ναντίν και να αναπνεύσουν και οι δύο από την ίδια ανάσα. Ένα δευτερόλεπτο, ένα λεπτό, ένα χρόνο. Ανάσα. Ησυχία. Το λευκοντυμένο δεξί της χέρι κρατούσε ακόμα το δεξιό της μάγουλο απαλά, και ένα βραχιόλι με διαμάντια έστελνε ένα φως στο πρόσωπό της.

    Αλλά όπως όλες οι στιγμές, έτσι και αυτή, έπρεπε να φύγει. Ακόμα και αν κράτησε πολύ περισσότερο από όσο κρατούν άλλες στιγμές.

    «Ακόμα με το ουίσκι?» είπε η αντρική φωνή στα αριστερά της Ναντίν και η ανάσα, και η στιγμή, και η ησυχία έσπασαν, και έσπασαν τόσο απότομα και βίαια που τα κομμάτια τους μπήκαν στα κόκκαλα των δύο γυναικών κάνοντας τη μία να πεταχτεί από τη θέση της και να σφίξει πάλι τη γούνα της γύρω από το σώμα της, και την άλλη να χάσει για λίγο την ισορροπια της και ο δίσκος να τρεκλίσει, και να πέσει εκεί που στεκόταν η Ναντίν, ανάμεσά τους.

    «Αν είναι δυνατόν!» φώναξε ο άντρας και σηκώθηκε όρθιος. Κάτι άρχισε να λέει, και να φωνάζει ενώ τίναζε σταγόνες από τα ποτά από το παντελόνι του αλλά η Ναντίν δεν τον άκουγε. Μόνο τον παρατηρούσε.

    Δεν τον είχε παρατηρήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, κάπως η παρουσία του δεν την αφορούσε.Δεν ήταν ψηλός. Για κάποιο λόγο, τις λίγες στιγμές που τον είχε δει θα φανταζόταν ότι ήταν πιο ψηλός από αυτό. Ήταν αρκετά σωματώδης και τα μαλλιά του ήταν πολύ αραια στην κορυφή και κάποια είχαν εμφανώς γκριζάρει, όσο και αν προσπαθούσε να το κρύψει με διάφορες μπογιές τις στρώσεις των οποίων μπορούσε να δει στους κροτάφους του.

    Η Σίνγκε πετάχτηκε από τη θέση της και έσκυψε να μαζέψει τα ποτήρια και το δίσκο από το πάτωμα. Το κεφάλι του άντρα και της Ναντίν γύρισαν απευθείας προς το μέρος της. Και οι δύο άνοιξαν τα στόματά τους αλλά εκείνος μίλησε πρώτος.

    «Σήκω από εκεί αμέσως!» φώναξε και την έπιασε πάλι από το μπράτσο αλλά αυτή τη φορά την τράβηξε με δύναμη προς τα πάνω. Το σώμα της Σίνγκε συσπάστηκε καθώς σηκωνόταν άτσαλα από το πάτωμα.

    «Τι νομίζεις ότι είσαι? Δουλικό? Αυτό είναι δική της δουλειά» είπε και έδειξε με το κεφάλι του τη Ναντίν.

    «Πόσες φορές μέσα σε ένα βράδυ θα με ντροπιάσεις?» είπε και τώρα το πρόσωπό του ήταν απειλητικά κοντά στο πρόσωπο της Σίνγκε και η Ναντίν που παρακολουθούσε τη σκηνή αποσβολωμένη μπορούσε να δει το πως είχε συσπαστεί το στόμα του και οι λέξεις έβγαιναν πίσω από σχεδόν κλειστά δόντια.

    Κάπου στο μυαλό της έφερε την τίγρη. Χωρίς λόγο. Για όλους τους λόγους.

    Η Σίνγκε έβγαλε έναν ήχο, σαν αναφιλητό και έσκυψε το κεφάλι της να κοιτάζει μακριά από το πρόσωπό του.

    «Έχετε απόλυτο δίκιο» είπε η Ναντίν επιτέλους, και έβαλε ξανά το σώμα της ανάμεσά τους.

    «Απόλυτο απόλυτο δίκιο» είπε πάλι και τους έσπρωξε μακριά τον έναν από τον άλλο όπως έσκυβε να μαζέψει τον δίσκο και τα πεσμένα ποτήρια.

    Όπως έσκυβε, η Σίνγκε κάθισε και πάλι στην καρέκλα της, τρέμοντας, αλλά το βλέμμα του άντρα ήταν τώρα καρφωμένο στον κώλο της Ναντίν και στο κοντό φόρεμα που είχε σηκωθεί όπως είχε σκύψει.

    «Έλα δεν πειράζει» της είπε και της έριξε ένα δυνατό χαστούκι στον κώλο και γύρισε να γελάσει προς την παρέα του «Έχει ωραία θέα οπότε μερικές σταγόνες στο παντελόνι μου χαλάλι».

    Το χαστούκι ήταν τόσο δυνατό που έκανε την Ναντίν να χάσει την ισορροπία της και να αρχίσει να πέφτει προς τα εμπρός όπως ήταν σκυμμένη στα τέσσερα και η Σίνγκε χωρίς να το καταλάβει είχε απλώσει το χέρι με το γάντι να πιάσει το μπράτσο της Ναντίν.

    Έτριξε τα δόντια της και πήρε μία βαθιά ανάσα.

    «Το νοίκι Ναντίν. Το νοίκι και τα μάτια σου» είπε μέσα της η φωνούλα.

    Ήθελε να γυρίσει προς το μέρος του και να αρχίσει να φωνάζει, όπως της φώναζε ο Λούκα. Αλλά το σατέν ύφασμα από το γάντι την έκανε να γυρίσει το κεφάλι της δεξιά και να κατεβάσει το πηγούνι της προς αυτό. Ανάσα.

    «Είστε εντάξει?» την ρώτησε η Σίνγκε.

    «Πάντα» απάντησε η Ναντίν και της χαμογέλασε ξανά με ένα ελαφρώς υψωμένο, και πολύ βαμένο φρύδι. Τα μάτια της έπεσαν στο κόκκινο φόρεμά της που ήταν βρεγμένο από τα γόνατα και κάτω.

    «Λυπάμαι για το φόρεμα» της είπε ενώ τα χέρια της ψαχούλευαν τα ποτήρια στο πάτωμα.

    «Δεν πειράζει» απάντησε η Σίνγκε και της χάρισε ακόμα ένα κουρασμένο χαμόγελο «δεν είναι σταλήθεια δικό μου» είπε ψιθυριστά και ήρθε λίγο πιο κοντά στην Ναντίν.

    Έριξε μία ματιά για να δει που βρισκόταν ο άντρας αλλά εκείνος είχε πλέον χαθεί με την παρέα του προς το κέντρο της αίθουσας και χόρευαν. Έβλεπε ότι γελούσε αλλά τα γέλια του δεν έφταναν μέχρι εκείνες. Εκείνος, δεν έφτανε μέχρι εκείνες.

    Ανάσα.

    Μάζεψε το φόρεμά της, έσκυψε και γονάτισε δίπλα στην Ναντίν και πήγε να ξεκινήσει να μαζεύει και εκείνη τα ποτήρια.

    «Σταλήθεια δεν χρειάζεται» είπε η Ναντίν «εγώ έκανα τη ζημια. Και αυτή, και στο φόρεμά σου».

    Η Σίνγκε άφησε το ποτήρι που κρατούσε πάνω στο δίσκο που ήταν ακουμπησμένος στο πατωμα και έριξε τους ώμους της που τόση ώρα ήταν σφιγμένοι. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και κοιτούσε την αίθουσα γύρω της σαν να ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν εκεί.

    «Αυτό είναι το πιο ωραίο απόλα» είπε η Ναντίν και σήκωσε τα μάτια της δείχνοντάς με το κεφάλι της προς τα πάνω, προς το θόλο.

    Η Σίνγκε τον κοίταξε, και χαμογέλασε, αλλά όχι όπως πριν. Όχι κουρασμένα. Χαμογέλασε με όλο της το πρόσωπο, και τώρα, χαμογελούσαν και τα μάτια της.

    Χωρίς να το καταλάβει, χωρίς να το κάνει η ίδια, το χέρι της Ναντίν κινήθηκε προς το χέρι της Σίνγκε, και το άφησε εκεί, πάνω από το δικό της, να το κρατάει, αλλά όχι να το πιέζει.

    Η Σίνγκε κατέβασε το κεφάλι της και την κοίταξε, και κοίταξε τα χέρια τους. Και άφησε το δικό της κάτω από εκείνο το καινούργιο, το γνώριμο, το οικειο χέρι, χωρίς να το κουνάει, χωρίς να το τραβάει, χωρίς να το μετακινεί.

    Ανάσα.

    «Έλα. Πάμε» είπε η Σίνγκε με έναν τρόπο που δεν ήταν ακριβώς ο δικός της ο τρόπος, αλλά με ένα τρόπο που ήταν πραγματικά εκείνη.

    «Πάμε να καθαρίσουμε το φόρεμά σου» είπε, και τώρα το χέρι της έσφιξε γύρω από το χέρι της Σίνγκε και την τράβηξε από το πάτωμα.

    Πίσω τους έμεινε ο δίσκος, μερικά ποτήρια πάνω του, και μερικά ποτήρια ακόμα γερμένα πάνω στο κόκκινο παχύ χαλί.

    Η μουσική της ακουλούθησε μέχρι τις τουαλέτες, και ακόμα και όταν έκλεισε η πόρτα πίσω τους μπορούσαν να ακούσουν ένα σαξόφωνο, κάπου μακριά, κάπου πολύ μακριά.

    «Κάθισε» της είπε η Ναντίν και έδειξε με το κεφάλι της ένα ξύλινο σκαμπό με μπορντό μαξιλάρι δίπλα από τον νεροχύτη στο μπάνιο.

    «Αλήθεια δεν είναι ανάγκη» είπε η Σίνγκε και λυγισε το σώμα της στο πλάι, με έναν τρόπο που έκανε την Ναντίν να μικρύνει τα μάτια της όπως συνήθως έκανε με το Λούκα.

    Η Ναντίν την κοίταξε και έβαλε το ένα χέρι της στη μέση της.

    Το δεξί χέρι της Σίνγκε πήγε πάλι να ακουμπήσει στο δεξί μάγουλό της, και το αριστερό ήρθε κάτω από το στέρνο της να υποστηρίζει το δεξί. Κάθισε στο σκαμπό, αλλά έξω έξω, τόσο που η Ναντίν κοιτώντας την σκέφτηκε ότι σίγουρα θα έπεφτε από εκεί.

    «Κάτσε κανονικά» της είπε έντονα ενώ έβρεχε ένα πανί με νερό στο νεροχύτη δίπλα της «δεν θα σε φάω, το υπόσχομαι» είπε και της χαμογέλασε πλατιά.

    Η Σίνγκε γέλασε και το γέλιο της ήταν τραγουδιστό. Ίσως η Ναντίν να μην περίμενε να βγει ένα τέτοιο γέλιο από ένα τόσο κουρασμένο πρόσωπο, πίσω από ένα τόσο κουρασμένο χαμόγελο.

    Γέλασε και η Ναντίν και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά σε μία σκέψη που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Έκλεισε το νερό, έστιψε το πανί και γονάτισε μπροστά στην Σίνγκε.

    «Βλέπεις?» είπε και χαμογέλασε ρίχνοντας πάλι το κεφάλι της προς τον αριστερό της ώμο «Απλά πανί και νερό»

    Η Σίνγκε κούνησε το κεφάλι καταφατικά και κοιτούσε τη Ναντίν που ήταν γονατισμένη μπροστά της. Το σώμα της ήταν σφιγμένο αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο που ήταν πριν. Αλλά το χέρι της είχε κολλήσει στο μάγουλό της λες και καμία δύναμη στο σύμπαν δεν θα μπορούσε να το ξεκολλήσει από εκεί. Το βραχιόλι της ακόμα λαμπύριζε.

    Το αριστερό χέρι της Ναντίν μπήκε κάτω από το κόκκινο φόρεμα και ανέβηκε αργά μέχρι τα γόνατα της Σίνγκε. Το πάνω μέρος της ανοιχτής παλάμης της κρατούσε το ύφασμα στη θέση του, και το κάτω ακουμπούσε το δέρμα της Σίνγκε που της φαινόταν πολύ παγωμένο. Το αριστερό της χέρι έφερε το πανί στο φόρεμα και άρχισε να το τρίβει απαλά. Παρόλο που η αίσθηση του δέρματος της Σίνγκε στην κάτω μεριά της παλάμης της την έκανε να στραβοκαταπιεί με ένα τρόπο που δεν συνήθιζε, τα χέρια της έμειναν σταθερά πάνω στο φόρεμα και τα μάτια της προσυλωμένα σε αυτό που έκανε.

    «Γιατί είσαι τόσο παγωμένη?» τη ρώτησε και σκέφτηκε ότι ίσως δεν ήταν και το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο να ρωτήσει μία γυναίκα της οποίας δεν ήξερε καν το όνομα. Η σκέψη της έκανε το κεφάλι της να τιναχτεί.

    «Και πως σε λένε» είπε η Ναντίν. Και δεν ήταν ακριβώς ερώτηση.

    «Σίνγκε» απάντησε εκείνη και το χέρι άφησε για λίγο το μάγουλο της «εσένα?»

    «Ναντίν» απάντησε και επέστρεψε στο να παρατηρεί τους λεκέδες από τα ποτά να εξαφανίζονται καθώς περνούσε το πανί από πάνω τους.

    «Λοιπόν?» είπε και έκανε μία κίνηση με το σώμα της προσπαθώντας να βολευτεί καλύτερα. Μία κίνηση που έφερε το στέρνο της πιο κοντά στα γόνατα της Σίνγκε.

    «Α! Ναι, ναι. Πάντα κρυώνω, νομίζω πάντα είμαι λίγο παγωμένη» είπε η Σίνγκε και το βλέμμα της έφυγε για λίγο προς την κατεύθυνση που πέρα από το σαξόφωνο είχαν προστεθεί και πολύ δυνατά κρουστά.

    «Αλλά απόψε έγινε και κάτι ακόμα» είπε και σήκωσε το φόρεμά της λίγο πιο πάνω από τους αστραγάλους της.

    «Μπαίνοντας στο αμάξι έσκισα την κάλτσα μου. Δεν ξέρω πως το έκανα, δεν μου έχει ξανασυμβεί. Γιαυτό θύμωσε τόσο μαζί μου και μου...» είπε και έκλεισε το στόμα της κάπως απότομα.

    «Και σου τι?» είπε η Ναντίν που και εκείνη έκλεισε το στόμα της απότομα. Δεν την αναγνώριζε αυτή την αυστηρότητα στη φωνή της. Θα μπορούσε άνετα να το έχει πει κάποιος άλλος αυτό, την ίδια πρόταση και εκείνη δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά.

    «Μου έβγαλε την κάτσα και την πέταξε. Την έσκισε πάνω μου και μου είπε να μείνω με μία κάλτσα αφού δεν μπορώ να προσέξω τα πράγματά του» είπε και έσπρωξε τα πόδια της μπροστά, δείχνοντας στην Ναντίν ένα πόδι καλυμένο με μία λεπτή, μαύρη κάλτσα, και ένα πόδι, εκείνο που ακουμπούσε το χέρι της Ναντίν, χωρίς. Γυμνό.

    Η Ναντίν σταμάτησε να σκουπίζει το φόρεμα, άφησε το πανί στο πάτωμα και κάθισε και εκείνη, φέρνοντας τα πόδια της στο πλάι.

    «Είναι πάντα έτσι?» ρώτησε. Η ίδια, αγνώριστη φωνή ήταν ακόμα εκεί.

    Η Σίνγκε αναστέναξε. Είχε κουραστεί. Είχε κουραστεί να λέει ψέμματα. Είχε κουραστεί να βρίσκει δικαιολογίες. Είχε κουραστεί να απολογείται σε θεούς και ανθρώπους. Είχε κουραστεί να είναι κουρασμένη. Είχε κουραστεί, να είναι, αυτό.

    Ανάσα. Μία σπαστή ανάσα, μία ανάσα που θύμιζε εκείνες που παίρνει κάποιος που έχει κλάψει για ώρες, μία ανάσα που έκανε το διάφραγμά της να ανεβοκατέβει πιο πολλές φορές από όσες κατάφερε η Ναντίν να μετρήσει.

    «Ναι. Είναι πάντα έτσι» απάντησε. Και τώρα ήταν εκείνη που δεν αναγνώρισε τη φωνή της.

    Η Ναντίν ξεφύσηξε και ευχήθηκε να είχε λίγο ακόμα από το βρώμικο και τσαλακωμένο τσιγάρο της να δαγκώσει με τα μπροστινά της δόντια. Έφερε τα πόδια της μπροστά της, και με αποφασιστικές κινήσεις, έβγαλε πρώτα τη μία κάλτσα της, αποδεσμεύοντάς την από την ζαρτιέρα που κρεμόταν έξω από το φόρεμά της, και μετά την άλλη.

    Η Σίνγκε την παρατηρούσε με τα μάτια γουρλωμένα, και όταν η Ναντίν τελείωσε, έπιασε και τις δύο μαύρες, λεπτές κάλτσες και τις κράτησε με το δεξί της χέρι.

    «Όχι δεν μπορώ να το κάνω αυτό!» αναφώνησε η Σίνγκε και το σώμα της πάλι συσπάστηκε.

    «Ή θα το κάνεις εσύ, ή θα το κάνω εγώ» είπε η Ναντίν «δεν υπάρχει άλλη επιλογή».

    Η Σίνγκε πήρε άλλη μία βαθιά ανάσα, και χωρίς να μιλήσει τράβηξε το φόρεμά της προς τα πάνω και έσπρωξε τα πόδια της πάλι μπροστά, προς την Σίνγκε.

    Η Σίνγκε ένευσε σε κάτι που δεν ειπώθηκε ποτέ, και πήρε πρώτα το δεξί της πόδι, ξεκούμπωσε το λουράκι από το λευκό παπούτσι και το έβγαλε και το έβαλε στην άκρη. Για ένα λεπτό έμεινε να παρατηρεί τα κόκκινα νύχια του ποδιού της. Ήταν ένα πολύ όμορφο πόδι, πολύ λεπτό και ο αστράγαλός της ήταν πολύ αδύναμος. Μία μακρινή φωνή της ψιθύρισε τη λέξη ‘ελάφι’ αλλά την έδιωξε.

    Έφερε το σώμα της πιο κοντά στην Σίνγκε και έβαλε το πόδι της να ακουμπάει το πέλμα του πάνω στο στομάχι της. Με τα δύο της χέρια μάζεψε την κάλτσα και την πέρασε πάνω από τα δάχτυλα της Σίνγκε, κάτω απο τη φτέρνα της, κάλυψε τον αδύναμο αστράγαλο και έσπρωξε την κάλτσα προσεκτικά πάνω από τη γάμπα, πάνω από το γόνατο, ως εκεί που είχε το φόρεμά της σηκωμένο.

    Σήκωσε μόνο τα μάτια της και την κοίταξε. Η Σίνγκε τράβηξε το φόρεμά της προς τα πάνω, πάνω από τους μηρούς της, και η Ναντίν έσπρωξε την κάλτσα μέχρι πάνω, στα μισά από το μπούτι της.

    Πήρε το αριστερό πόδι της Σίνγκε, και επανέλαβε την διαδικασία με τον ίδιο, σχεδόν τελετουργικό τρόπο. Ξεκούμπωσε το λουράκι, έβγαλε το λευκό παπούτσι, έβαλε το πόδι της να ακουμπάει στο στομάχι της, και η κάλτσα πέρασε από τα δάχτυλα, την φτέρνα, τον αστράγαλο, τη γάμπα, το γόνατο και έφτασε μέχρι το μηρό της.

    «Και τώρα?» είπε η Σίνγκε της οποίας οι παλάμες κρατούσαν σφιχτά το κόκκινο φόρεμά της πάνω από τους μηρούς της.

    «Και τώρα» είπε η Ναντίν και σηκώθηκε από το πάτωμα «τώρα δεν θα κρυώνεις. Τουλάχιστον όχι τόσο όσο πριν» συνέχισε και ακούμπησε το χέρι της πάνω στο μάγουλο της Σίνγκε, αυτό που σχεδον όλο το βράδυ κάλυπτε με το δικο της χέρι.

    «Δεν θα κρυώνεις τόσο» επανέλαβε.

    Τα χέρια της Σίνγκε ξεσφίχτηκαν από το κόκκινο φόρεμα, σήκωσε το κεφάλι της για να αντικρύσει την Ναντίν και έμειναν κλειδωμένες σε ένα ατελείωτο, αιώνιο κοίταγμα. Το αριστερό χέρι της Σίνγκε ταξίδεψε μέχρι το πρόσωπό της, και μπήκε κάτω από το χέρι της Ναντίν, εκεί, στο μάγουλό της.

    Έκλεισε τα μάτια της, και η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε διάπλατα.


     
  3. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

    Οι δύο γυναίκες που μπήκαν στην τουαλέτα έκαναν πολύ περισσότερη φασαρία απόσο η Ναντίν μπορούσε να φανταστεί ότι είναι δυνατόν να κάνουν δύο άνθρωποι μόνοι τους. Το άνοιγμα της πόρτας έφερε μέσα του και μερικές νότες από ένα σαξόφωνο αλλά και μακρινά γέλια που η Ναντίν έδειχνε να έχει ξεχάσει εντελώς.

    Η Σίνγκε πετάχτηκε από τη θέση της και γύρισε το πρόσωπό της προς τον μεγάλο καθρέφτη ακριβώς δίπλα από το σκαμπό. Το χέρι της επέστρεψε στο μάγουλό της αλλά τώρα επέστρεψε για να κρύψει εναλλάξ δύο κατακόκκινα μάγουλα.

    Τοο απότομο της κίνησής της έκανε την Ναντίν να κάνει δύο βήματα πίσω κάπως άτσαλα και η αμηχανία που της δημιούργησε αυτό το ξαφνικό σπάσιμο της σύνδεσης που ένιωθε την έκανε να γυρίσει το κεφάλι της στο πάτωμα και να κάνει ότι ψάχνει να βρει το πανί που είχε χρησιμοποιήσει για να καθαρίσει το κόκκινο φόρεμά της.

    Οι γυναίκες δεν έδειχναν να προσέχουν τίποτα από αυτά, και σε λίγες στιγμές, ο σαματάς που είχαν δημιουργήσει μπαίνοντας στην τουαλέτα της ακουλούθησε καθώς η πόρτα έκλεισε και πάλι πίσω τους.

    H Σίνγκε γύρισε αργά προς το μέρος της Ναντίν και την κοίταξε με τα χείλια της σφιγμένα.

    «Ίσως πρέπει να γυρίσω στη δουλειά» είπε η Ναντίν και σήκωσε επιτέλους το πανί από το πάτωμα «ο Λούκα θα με ψάχνει και γίνεται έξαλλος όταν δεν μπορεί να με βρει»

    Η Σίνγκε αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά πολλές φορές και άφησε το βλέμμα της να πέσει στο πάτωμα και να μείνει καρφωμένο εκεί.

    «Ναι φυσικά καταλαβαίνω» είπε και οι λέξεις έφυγαν πολύ γρήγορα από το στόμα της «ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου απόψε, είσαι πολύ γλυκειά και σε ευχαριστώ και για τις κάλτσες, αλλά πρεπει να μου πεις πόσο έκαναν για να σου δώσω τα λεφτά γιατί δεν ξέρω αν θα ξαναγυρίσω και αν θα ξαναγυρίσω εαν θα είσαι εδώ και δεν είναι σωστό να γίνει κάτι διαφορετικό από αυτό γιατί αν...»

    Η Ναντίν της έπιασε το χέρι που ήταν κρεμασμένο στο πλάι της και το κράτησε και με τα δύο της χέρια. Ο χείμαρρος των λέξεων σταμάτησε. Το σώμα της σφίχτηκε. Το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο στο πάτωμα.

    Ανάσα.

    «Εαν θέλεις μπορώ να μείνω για λίγο ακόμα» είπε η Ναντίν που προσπαθούσε να αγνοήσει μία φωνούλα που ούρλιαζε για το νοίκι της και τα χρωστούμενα.

    Η Σίνγκε δεν απάντησε, έμεινε εκει να κοιτάζει το πάτωμα με το κεφάλι κάπως γερτό προς τον δεξιό της ώμο. Το χέρι της όμως έσφιξε τόσο πολύ το χέρι της Ναντίν που δεν χρειαζόταν κάποια άλλη απάντηση.

    «Θα μείνω» της είπε και της χαμογέλασε και η Σίνγκε, σαν κάποιος να της είχε σηκώσει από τους γερτούς ώμους όλο το βάρος του κόσμου άφησε το σώμα της να γλυστρήσει στο πάτωμα αργά, με την πλάτη της να σέρνεται στα πλακάκια κάτω από τον καθρέφτη και το χέρι της να κρατάει σφιχτά το χέρι της Ναντίν.

    Και έμεινε εκεί, καθιστή, στο πάτωμα, με το αριστερό της γόνατο να έρχεται κοντά στο στέρνο της και το δεξί της πόδι κουλουριασμένο μπροστά από το αριστερό. Και το χέρι της, να κρατάει της Ναντίν σαν να κρατιόταν από την άκρη ενός γκρεμού. Η Ναντίν γονάτισε και έκατσε προσεκτικά δίπλα της, σε μία μικρή απόσταση από το σημείο που ήταν κουλουριασμένη και που τώρα ακουμπούσε το σαγόνι της πάνω στο αριστερό της γόνατο.

    Το άλλο της χέρι, ψηλάφιζε την κάλτσα, μία ξένη κάλτσα, μία δική της τώρα κάλτσα, και τα δάχτυλά της ταξίδεψαν στο πίσω μέρος της, εκεί που η μαύρη γραμμή κατέβαινε από το μηρό μέχρι τη φτέρνα της.

    "Εαν θέλεις να μιλήσεις, θέλω να σε ακούσω» της είπε η Ναντίν αφού προσπάθησε να διαλέξει τα λόγια της όσο πιο προσεκτικά μπορούσε. Η λέξη ελάφι της ήρθε πάλι στο μυαλό αλλά την έσπρωξε μακριά.

    «Ξέρεις, είχα πριν κάποια χρόνια ένα όνειρο» είπε η Σίνγκε χωρίς κανένα σημάδι ότι θα ξεκινούσε να μιλάει «ότι είχα πεθάνει. Και στην κηδεία μου ήρθαν φίλοι και συγγενείς, και μιλούσαν για εμένα και ήμουν ανάμεσά τους όσο έλεγαν αυτά που έλεγαν για εμένα και δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου μέσα σε αυτά. Και ήταν όλα καλά λόγια, μην με παρεξηγήσεις, όλοι έλεγαν ότι ήμουν ευγενική, και πάντα άκουγα τους άλλους με προσοχή. Έλεγαν ότι είχα καλούς τρόπους, και μία πολύ καλά συγκροτημένη ιδιοσυγκρασία και ότι ήξερα να κρατήσω ένα μυστικό παρόλο που ήμουν γυναίκα. Κάποιος έλεγε ότι παρόλο που δεν διάβαζα πολύ ότι ήμουν έξυπνη για την ηλικία μου, και κάποιος άλλος έλεγε ότι ήμουν πάντα ένας καλός και σωστός άνθρωπος.

    Είπαν ότι θα γινόμουν πολύ καλή μητέρα, αν προλάβαινα, γιατί πάντα μου άρεσε να φροντίζω τους άλλους ανθρώπους και ότι ήταν κρίμα που δεν είχα την ευκαιρία να κάνω δικά μου παιδιά. Οι φίλοι μου έλεγαν ότι αν φρόντιζα τα παιδιά μου, αυτά που κανονικά θα μου έφερνε η ζωή, έστω και το μισό όσο κατά καιρούς είχα φροντίσει τους ίδιους ότι θα ήταν τα πιο ευτυχισμένα παιδιά στον κόσμο.

    ‘Ελεγαν ότι πάντα ήμουν χαρούμενος άνθρωπος, και πάντα μιλούσα με το χαμόγελο στο στόμα, ό,τι και αν συνέβαινε γύρω μου. Κάποιος χρησιμοποίησε τη λέξη ‘σταθερή’ και ένας άλλος είπε ότι ‘άντεχα’. Εκεί πρέπει να παραδεχτώ ότι πήγα, στο όνειρο, λίγο πιο κοντά για να ακούσω γιατί ήταν ίσως η λέξη που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση. Άντεχα έλεγαν. Μεταξύ τους.

    Και όσο τα έλεγαν αυτά, ένιωσα την ανάγκη να κοιτάξω μέσα στο φέρετρο και να δω εαν το νεκρό σώμα που ήταν εκεί μέσα ήταν όντως το δικό μου. Και πήγα και κοίταξα, ναι, γιατί έπρεπε, γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιο άνθρωπο μιλούσαν. Ήταν όντως εκεί, ήμουν όντως εγώ εκεί στο φέρετρο, το σώμα μου, αλλά τίποτα από αυτά που έλεγαν δεν ήμουν εγώ. Ακόμα και αυτά που φορούσα δεν ήμουν εγώ και κοιτούσα το φόρεμα που μου είχαν φορέσει και αναρωτιόμουν, ενώ τα λόγια τους ακόμα χοροπηδούσαν γύρω μου, αναρωτιόμουν, ποιος μπορεί να μου έβαλε ένα τέτοιο φουστάνι. Σίγουρα κανείς που να με γνωρίζει πραγματικά

    Το χειρότερο ίσως ήταν ότι προσπαθούσα να τους μιλήσω, προσπαθούσα να εξηγήσω ότι δεν είμαι έτσι, ότι δεν το θέλω αυτό το φόρεμα, ότι αυτά που έλεγαν, και ας ήταν καλά λόγια, ότι έπρεπε να τα πάρουν πίσω, έπρεπε να σταματήσουν να τα λένε γιατί τίποτα, μα τίποτα από αυτά δεν ήταν έτσι».

    Πήρε μία βαθιά ανάσα και ο δείκτης του χεριού της άρχισε να ανεβοκατεβαίνει αυτή τη μαύρη λεπτή γραμμή της κάλτσας.

    Η Ναντίν ένιωθε την ανάγκη να την πάρει σφιχτά στην αγκαλιά της και να την κρατήσει εκεί, αλλά δεν κουνήθηκε, ούτε πήρε το χέρι της από το δικό της.

    «Ήταν πολύ παράξενο. Ήταν πολύ παράξενο πως εκείνο το όνειρο, εκείνη η γραμμή μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών στον ύπνο μου, και εκείνη η αίσθηση που είχα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, η αίσθηση εκείνης της γραμμής με έκανε το επόμενο πρωί να μην μπορώ να δω τίποτα με τον ίδιο τρόπο. Όταν άνοιξα τα μάτια μου η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι όταν πεθάνω, οι άνθρωποι δεν θα ξέρουν ούτε ποια είμαι, ούτε γιατί είμαι, αυτή που είμαι. Και έτσι άρχισα. Έτσι άρχισα να παρατηρώ.

    Εκείνο το πρωί που έπινα το τσάι μου στην κουζίνα, την κοιτούσα με τον ίδιο τρόπο που κοιτούσα το νεκρό σώμα μου μέσα στο φέρετρο. Δεν ήξερα τι κάνω εγώ εκεί, μέσα σε αυτήν. Κοίταξα το ποτήρι μου και ούτε αυτό το αναγνώριζα. Εγώ το αγόρασα το ποτήρι αυτό, θυμάμαι ακριβώς που και θυμάμαι και την τιμή του. Αλλά δεν μπορούσα να το αναγνωρίσω. Μετά κοίταξα το δέρμα μου και ακόμα και αυτό μου φαινόταν ξένο.

    Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει. Δεν μπορούσα να θυμηθώ και ξέρεις, έχω πολύ καλή μνήμη. Όταν διαβάσω ένα βιβλίο θυμάμαι σχεδόν τα πάντα μετά. Σε κάποια, στα αγαπημένα μου ίσως θα μπορούσα να σου πω και τη σελίδα που συμβαίνει το κάθε τι. Αλλά εκεί, στην κουζίνα δεν θυμόμουν. Και αν δεν θυμόμουν και αν δεν αναγνώριζα εγώ εμένα, πως θα μπορούσα να περιμένω να με θυμούνται και να με αναγνωρίζουν άλλοι, όλοι εκείνοι οι άλλοι που ήρθαν στην κηδεία μου να πουν τόσο καλά, και τόσο ψεύτικα λόγια για εμένα.

    Ίσως αυτή ήταν η αρχή. Ίσως αυτή ήταν η γραμμή, που χωρίζει την αρχή από το τέλος. Η κουζίνα, το ποτήρι, και το δέρμα μου.

    Και από τότε, από εκείνο το πρωί δεν ήθελα να χαμογελάσω άλλο, δεν μπορούσα. Δεν ξέρω ποιο έφερε ποιο, δεν ξέρω αν ήρθε πρώτα το δεν μπορώ, ή το δεν θέλω. Αλλά ήρθαν και όπως ήρθαν τα πράγματα και οι άνθρωποι γύρω μου άρχισαν να αλλάζουν. Ή μπορεί να μην άλλαζαν, μπορεί να ήταν πάντα αυτοί που ήταν και να μην τους αναγνώριζα πια εγώ.

    Αλλά ξέρεις με ρωτούσαν, αναρωτιόντουσαν γιατί δεν χαμογελάω πια, και κάποιες, λίγες φίλες μου αναρωτιόντουσαν γιατι δεν πήγαινα πια να τις βρω στα σπίτια που μαζευόντουσαν για καφέ και για συζήτηση και μουσική. Δεν είχα κάποια απάντηση. Δεν τις ήξερα, και δεν ήξερα εμένα. Και είναι αφόρητο ξέρεις, να γυρίζεις μέσα σε αυτο τον κόσμο μέσα σε ένα δέρμα, μέσα σε ένα φουστάνι που δεν αναγνωρίζεις.

    Κάποια στιγμή έκανα το λάθος να πω σε μία, την Μαρί, είναι Γαλλίδα και έχει μία περίεργη και παράξενη προφορά, και είναι πολύ γλυκός άνθρωπος αλλά έκανα το λάθος να της πω ότι δεν ήμουν ευτυχισμένη και η αντίδρασή της ήταν ίσως χειρότερη από το δέρμα μου που ένιωθα να στενεύει όλο και πιο πολύ.

    Μου είπε ότι ήταν απογοητευμένη μαζί μου, γιατί δεν υπήρχε λόγος να είμαι δυστυχισμένη, γιατί ήταν όλα στο μυαλό μου και μάλλον είχα πολύ ελεύθερο χρόνο να κάθομαι και να συλλογίζομαι αηδίες ενώ θα έπρεπε να προσέχω τον άντρα μου και το σπίτι μου και τον εαυτό μου. Ένιωσα ότι έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη αλλά δεν ήξερα ούτε σε ποιον ούτε και γιατί, όχι ακριβώς.

    Αλλά σκέφτηκα ότι μάλλον είχε δίκιο και έτσι γύρισα στον άντρα μου και στο σπίτι μου και άρχισα να καθαρίζω, και να μαγειρεύω, και να κάνω δύο φαγητά και δυο γλυκά την ημέρα. Και έβαλα όλη μου τη δύναμη να θυμηθώ το σπίτι που βρισκόμουν, και καθάρισα κάθε ένα αντικείμενο με τα χέρια μου προσπαθώντας να το νιώσω δικό μου, να θυμηθώ την ιστορία του, να το αγαπήσω όπως ίσως το αγαπούσα όταν το αγόρασα.

    Τίποτα όμως δεν έπιανε, όλα έμεναν άγνωστα και θολά. Και δεν θυμόμουν. Δεν μπορούσα να θυμηθώ.

    Το πρώτο πρωινό που δεν βγήκα από το κρεββάτι είπα σε όλους ότι μάλλον είχα κάποια γρίπη, και έκανα στα ψέμματα ότι έβηχα στο τηλέφωνο στη Μαρί που μου έλεγε γελώντας ότι ήταν ευκαιρία να μου φέρει και εμένα επιτέλους το πρωινό στο κρεββάτι μία φορά. Η σκέψη και μόνο έκανε τα σωθικά μου να αηδιάσουν.

    Το δεύτερο πρωινό που δεν βγήκα από το κρεββάτι, έφεραν το γιατρό που είπε στον άντρα μου ότι ήμουν καλά. Τον άκουσα να βγάζει από το στόμα του τις λέξεις «είναι μια χαρά» με τρόμο. Δεν ήθελα να γυρίσω στο θολό, δεν ήθελα να γυρίσω σε αυτη την απουσία τόσων αναμνήσεων, δεν ήθελα να πρέπει να φορέσω το δέρμα μου, και το χαμόγελο και το φόρεμα.

    Αλλά σηκώθηκα, και αποφάσισα να γεμίσω όλες αυτές τις τρύπες που ειχα στο κεφάλι μου. Άρχισα λοιπόν να κοιτάζω τις φωτογραφίες. Από το γάμο μας. Από το γάμο της αδερφής του. Έμεινα ξύπνια όλο το βράδυ να κοιτάζω προσεκτικά το πρόσωπό μου, και το πρόσωπό του. Με κάθε φωτογραφία ερχόταν στο μυαλό μου η ανάμνηση από μία πόρτα που έκλεινε με δύναμη, από ένα βάζο που έσπαγε λίγο πάνω από το κεφάλι μου, από το χέρι του στα μαλλιά μου όταν η πετσέτα δεν ήταν στη θέση της, από τα σφιγμένα χείλια του κοντά στο πρόσωπό μου. Και έτσι παραιτήθηκα και με τα πρόσωπά μας, όπως είχα παραιτηθεί και με τα αντικείμενα στο σπίτι. Γιατί και αυτά ήταν θολά και δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε την κοπέλα με το άσπρο φόρεμα που χαμογελούσε διπλα του, αλλά ούτε και εκείνον.

    Ήταν μερικές εβδομάδες μετά από αυτό που κλείστηκα στην τουαλέτα και πήρα τα ξυραφάκια του» είπε και έβγαλε με το στόμα της το λευκό γάντι και το έφτυσε με δύναμη στο πλάι της.

    Τα μάτια της Ναντίν γούρλωσαν αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση της.

    «Δεν ξέρω αν ήθελα να πεθάνω ή αν ήθελα απλά να ξεφορτωθώ αυτό το δέρμα που με στένευε τόσο» είπε με μία ηρεμία και μία φυσικότητα που έκανε το στέρνο της Ναντίν να πονέσει.

    «Ήθελα απλά να φύγω. Έπρεπε να φύγω από το θολό, από την απουσία, από τα πρόσωπα που δεν αναγνώριζα, από την κουζίνα, από το ποτήρι, από το δέρμα. Αλλά δεν τα κατάφερα. Με βρήκαν, είπαν ευτυχώς, πολύ γρήγορα.

    Τις μέρες που ακολούθησαν ζήτησα συγγνώμη σε μία λεγεώνα από κόσμο. Χωρίς να ξέρω πραγματικά γιατί ζητάω συγγνώμη. Οι φίλες μου ήθελαν να μάθουν πως μπόρεσα να κάνω κάτι τέτοιο, ή μάλλον, πως μπόρεσα να *τους* κάνω κάτι τέτοιο. Ο άντρας μου ήθελε να μάθει πως μπόρεσα να τον ντροπιασω με αυτό τον τρόπο. Οι γονείς μου ήθελαν να μάθουν τι λάθος είχαν κάνει όσο με μεγάλωναν.

    Αλλά δεν με ένοιαζε, τις έδωσα τις συγγνώμες μία μία. Και απλά τα χείλια μου έλεγαν τα ίδια λόγια σε όλους και το έκανα τόσες φορές που νομίζω στο τέλος σχεδόν το πίστεψα και εγώ η ίδια. Αλλά φαίνεται αυτη η γραμμή ήταν μία γραμμή που δεν μπορούσα να περάσω» είπε και ανασήκωσε τους ώμους της ενώ ξεφυσούσε γυρνώντας το κεφάλι της στο πλάι.

    Η Ναντίν έμεινε σιωπηλή, να την κοιτάζει, εκείνο τον άνθρωπο που μόλις γνώρισε και εκείνο τον άνθρωπο που ήξερε ήδη μέσα της όλη της τη ζωή. Πήρε μία βαθιά ανάσα.

    «Μου αρέσεις» της είπε και της έσφιξε το χέρι που δεν είχε αφήσει το δικό της τόση ώρα.

    «Παρόλαυτά?» είπε η Σίνγκε που δεν αντέδρασε ούτε στο παραμικρό με αυτή τη δήλωση της Ναντίν.

    «Για όλα αυτά» απάντησε η Ναντίν και έφερε τον καρπό με τα σημάδια από το ξυράφι στο στομα της κοντά και τα φίλησε.

    Το σώμα της Σίνγκε ξεκόλησε από τα πλακάκια και βρέθηκε στην αγκαλιά της Ναντίν με τα χείλια της να πιέζουν τα δικά της και αθόρυβα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της και η Ναντίν την έσφιξε σε μία αγκαλιά που είχε ξεκινήσει πολύ πριν γνωριστούν, και που θα διαρκούσε πολύ μετά από αυτή τη νύχτα, έξω από το χώρο, έξω από το χρόνο, στο πάτωμα, στην τουαλέτα του Haus Vaterland, κάτω από ένα μεγάλο θόλο.


     
  4. Koproskylo

    Koproskylo Regular Member

    όλα τέλεια, αλλά αυτή η τελευταία εικόνα που κολλάει  
     
  5. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

    Το καλοκαίρι του 1911 η Ναντίν θα γινόταν 14 χρονών. Και για αυτά τα συγκεκριμένα γενέθλια ανυπομονούσε. Και ανυπομονούσε γιατί τα κορίτσια που έφταναν την ηλικία των 14 χρόνων μπορούσαν πλέον να λύσουν τα μαλλιά τους που μέχρι τότε είχαν πλεξούδες, και μπορούσαν να κάθονται μαζί με τις γυναίκες του χωριού, στα τραπέζια και στις συζητήσεις τους, χωρίς κανείς να τις μαλώνει ότι αυτά που έλεγαν ήταν θέματα για ενήλικες που καλύτερο ήταν να μην απασχολούν τα μικρά παιδιά.

    Αλλά η Ναντίν με κάποιο τρόπο δεν είχε νιώσει ποτέ τον εαυτό της σαν ‘μικρό παιδί’. Ήταν μόλις εφτά χρονών όταν είχε βρεθεί με τον ένα της αδερφό στην αγκαλιά της και τον άλλο της αδερφό ακόμα τυλιγμένο με πανιά μουσκεμένα στα αίματα όταν η μαία βγήκε από το δωμάτιο και ανακοίνωσε ότι η μητέρα της δεν τα είχε καταφέρει. Ο πατέρας της δεν έκλαψε, μόνο ξεσκέπασε βιαστικά το ένα από τα πανιά που σκέπαζε το τρεμάμενο βρέφος και, βλέποντας ότι είναι αγόρι, ψέλισε ένα ‘πάλι καλά’ και έφυγε από το δωμάτιο.

    Έτσι, η μέρα της Ναντίν που είχε ακόμα τα μαλλιά της πλεξούδες κυλούσε πολύ διαφορετικά από εκείνη των άλλων κοριτσιών. Το εγερτήριο ήταν στις 4 το πρωί, πολύ πριν ακόμα βγει ο ήλιος και ξεκινούσε με τις δουλειές στην αυλή και τη φροντίδα των λιγοστών ζώων που είχαν. Έπρεπε να ταίσει τις κότες, να ψάξει για αυγά, να αρμέξει τις τρεις κατσίκες. Έπρεπε να φροντίσει να υπάρχει νερό, να το ζεστάνει και να φροντίσει να υπάρχει τσάι ή χαμομήλι.

    Οι ώρες που πήγαινε στο σχολείο ήταν λιγοστές, και ακόμα και αυτές οι λιγοστές ώρες που πήγαινε κάθε μέρα κράτησαν για λίγο αφου η αδερφή του πατέρα της επέστρεψε στη δική της οικογένεια και το βρέφος έγινε και αυτό, ευθύνη της Ναντίν. Και έτσι η Ναντίν μεγάλωνε τα αδέρφια της, και τον εαυτό της, και κατά κάποιο τρόπο μεγάλωνε και τον πατέρα της, ο οποίος ποτέ δεν της έριχνε μία δεύτερη ματιά παρά τις προσπάθειές της να είναι η σούπα και το ψωμί πάντα ζεστά την ώρα που θα γυρνούσε από το εργοστάσιο και τα ρούχα του πάντα στη θέση τους.

    Στην αρχή, τους μήνες που ακολούθησαν την αναχώρηση της θείας της, το σπίτι είχε μία παράξενη σιωπή, μια σιωπή την οποία έσπαγε μόνο το κλάμα του μωρού και το οποίο ο πατέρας της έβρισκε ανυπόφορο. Πολύ συχνά, όταν το μωρό έκλαιγε εκείνος έφευγε από το σπίτι και καθόταν στο πεζούλι της πόρτας πίνοντας.

    Ένα από αυτά τα απογεύματα το μωρό ήταν απαρηγόρητο. Και η Ναντίν, μωρό και η ίδια, δεν είχε καταφέρει να το ηρεμήσει ό,τι και αν είχε δοκιμάσει. Το κλάμα κράτησε μέρες, και τις νύχτες ο πατέρας της παρέμενε, αμετακίνητος, στο πεζούλι του σπιτιού μαζί με ένα διάφανο μπουκάλι πηχτής μπύρας μέχρι που, μία μέρα, το κλάμα του μωρού σταμάτησε, στην αγκαλιά της Ναντίν. Και δεν ακούστηκε ξανά.

    Του πήγε στο πεζούλι το μωρό, ακόμα τυλιγμένο στην κουβέρτα του, ενώ σιωπηλά δάκρια έτρεχαν από τα μάτια της. Ίσως να θεώρησε ότι το χαστούκι που της έριξε το άξιζε. Ίσως να θεώρησε ότι τις άξιζαν πολύ χειρότερα από το χαστούκι και, ίσως, για αυτό, τα όσα ακολούθησαν το θάνατο του μωρού να τα σκεφτόταν πάντα ως δίκαια. Ως σωστά. Ως λίγα. Ακόμα και το ότι την έβαλε να ανοίξει τον μικρό λάκκο της τελευταίας κατοικίας του μωρού στην αυλή με τα χέρια της, το θεώρησε σωστό. Λίγο.

    Κάποια στιγμή, και αυτή τη στιγμή τη θυμόταν, το ξύλο σταμάτησε να την ενοχλεί. Το δεχόταν απλά σαν κάτι που συνέβαινε ως κομμάτι της μέρας της. Το ίδιο φυσιολογικό με το κομμάτι της μέρας της που μάζευε τα αυγά από τις κότες.

    Και μέσα σε εκείνη την ησυχία των στιγμών που ο πατέρας της έβγαζε τη ζώνη του και ανέβαινε στο δωμάτιο της Ναντίν και του αδερφού της, άρχισε να παρατηρεί, κυρίως τον εαυτό της, και κυρίως τις αντιδράσεις του πατέρα της. Όσο δεν διαμαρτύρονταν, εκείνος θύμωνε ακόμα περισσότερο, και όσο δεν έκλαιγε εκείνος την χτυπούσε πιο δυνατά. Ώσπου μία μέρα, μία παράξενη μέρα, άκουσε με έκπληξη τον εαυτό της να γελάει ενώ εκείνος την χτυπούσε λυσασμένα στην πλάτη.

    Η Ναντίν ήταν εκεί, κουλουριασμένη στο πάτωμα, σε ένα παλιό κομοδίνο δίπλα από το μεγάλο αχυρένιο στρώμα που μοιράζονταν με τον αδερφό της, και η ήχος της φωνής της να γελάει της φάνηκε ξένος. Ξένος και παράξενος.

    Από εκείνη τη στιγμή, από τη στιγμή που το γέλιο έσπασε την αυστηρότητα της ζώνης, πολύ λίγα πράγματα είχαν σημασία για εκείνη. Δεν είχε τις λέξεις, όχι τότε, για να το περιγράψει, αλλά είχε κατακτήσει. Κάτι. Κάποιον. Και επειδή δεν είχε τις λέξεις για να το περιγράψει, δεν καταλαβαίνε γιατί γυρνούσε μέσα στο σπίτι λες και ο χασάπης της είχε δώσει τσάμπα το κρέας για την εβδομάδα, μέσα στην περηφάνια και την έπαρση. Και ήταν τότε που είδε την αντανάκλασή της σε ένα τζάμι και είδε για πρώτη φορά το ενα της φρύδι να σηκώνεται όταν ο πατέρας της την απειλούσε ότι θα την αφήσει νηστική εαν αργούσε λίγο ακόμα να φέρει το τσάι του.

    Δεν ήξερε ούτε πως, ούτε γιατί, βρήκε το κουράγιο και το θράσος να σταυρώσει τα χέρια της κάτω από το στέρνο της και να χύσει με το αριστερό της χέρι το τσάι του στο πάτωμα ενώ τον κοιτούσε μέσα στα μάτια. Και εκείνο το βράδυ η πλάτη της έτρεξε αίμα, για πρώτη φορά. Και εκείνο το βράδυ, όταν ο πατέρας της σταμάτησε, σκούπισε τα δάκρυά της και το μόνο που έκανε ήταν να τον ρωτήσει ανάμεσα στα αναφιλήτα, εαν ήταν κουρασμένος και αν γιαυτό, σταμάτησε τόσο γρήγορα. Τα γέλια της τον ακολούθησαν μέχρι που έφυγε από το σπίτι.

    Έτσι, η Ναντίν κατέκτησε κάτι ακόμα, που δεν ήξερε τι ήταν, όχι σε λέξεις, αλλά μόνο σε σχήματα στο μυαλό της. Μόνο σαν μία αίσθηση στην άκρη της γλώσσας της, μία αίσθηση από θρίαμβο και νίκη που έμεινε μαζί της τους επόμενους μήνες, μέχρι το καλοκαίρι. Μεχρι το καλοκαίρι που έφτασε χωρίς καμία επίσκεψη από τη ζώνη του πατέρα της. Το καλοκαίρι του 1911.

    Εκείνο το πρωινό, το είχε περάσει μπαλώνοντας ένα φόρεμα που πλέον ήταν πολύ κοντό για να δείχνει όμορφο επάνω της, και που το είχε διαλέξει για να πάει στη γιορτή που έκαναν για τα κορίτσια που θα έλυναν πια τα μαλλιά τους στο Πράσσινο, σε ένα χώρο με γρασίδι πίσω από την εκκλησία του χωριού. Η γιορτή ήταν όμορφη και στο κέντρο από το Πράσσινο είχαν σηκώσει ένα στύλο που τα κορίτσια – ή μάλλον εκείνες που μπήκαν στο Πράσσινο ως κορίτσια και βγήκαν ως γυναίκες – μπορούσαν να αφήσουν στεφάνια από λουλούδια και πολύχρωμες γιρλάντες που είχαν πλέξει μόνες τους.

    Και ήταν εκεί, ακριβώς εκεί, μερικές στιγμές αφού οι γυναίκες τους έλυσαν τις πλεξούδες που ο πατέρας της την πήρε από το μπράτσο και την έδωσε, χωρίς καν να την κοιτάξει, στον επιστάτη του εργοστασίου.

    Η συναλλαγή ολοκληρώθηκε μέσα σε μερικές ημέρες και η Ναντίν θυμόταν κάπως θολά, την ίδια να φοράει ένα άσπρο φόρεμα, τον πάστορα να λέει κάτι λόγια, και τον κατά πολύ μεγαλύτερό της σε ηλικία επιστάτη του εργοστασίου να της χαμογελάει μέσα από δύο μάτια που έμοιαζαν ήδη να την μισούν. Εκείνες τις ημέρες δεν ήταν καν σίγουρη αν γνώριζε το όνομά του. Τον αποκαλούσε, από ευγένεια ‘Κύριο’ και ήταν μόνο μέσα στην εκκλησια που άκουσε καθαρά ότι τον έλεγαν Νιλς.

    Και τώρα η Ναντίν ήταν η σύζυγός του. Και ως σύζυγός του, είχε «καθήκοντα». Έτσι της είπε πριν την γυρίσει μπρούμυτα στο στρώμα και μπει μέσα της. Άγαρμπα, δυνατά, ξαφνικά και επίπονα. Ακριβώς όπως είχαν συμβεί και πολλά πράγματα στη ζωή της μέχρι τώρα. Μύριζε λάδια από μηχανή και το άρωμα της ίδιας πηχτής μπύρας που έπινε και ο πατέρας της. Και ίσως να ήταν αυτό που της προκάλεσε το πρώτο γέλιο, αλλά αυτή τη φορά με τον Νιλς, όπως τότε και με τον πατέρα της.

    Ίσως ήταν αυτή, και η στιγμή που ανακάλυψε και τη δύναμη αυτού του γέλιου. Τη δύναμη που είχε να εξοργίζει. Και σιγά σιγά, όσο ο καιρός κυλούσε με τον Νιλς, άγαρμπα, δυνατά, ξαφνικά, και επίπονα, έμαθε και πως να ελέγχει τη δύναμη αυτού του γέλιου, και τη δύναμη, ή ίσως την αδυναμία, του θυμού που προκαλούσε. Έτσι, ακόμα και όταν ήταν μπρούμυτα στο στρώμα, κάτω από τον παχουλό επιστάτη που μύριζε λάδια και μπύρα, η Ναντίν δεν ένιωθε ότι ήταν εκείνη από κάτω του, όχι ακριβώς.

    Και έτσι, μέσα στο σπίτι του επιστάτη, βρέθηκαν να ζουν αντί για δύο, τέσσερις. Εκείνος, η Ναντίν, ο θυμός, και το γέλιο. Ένα γέλιο και ένας θυμός που είχαν πλέον δική τους ζωή και δική τους υπόσταση. Δικές τους συνήθειες και δικά τους καπρίτσια. Και κανείς από τους τέσσερις δεν ήξερε, όχι με βεβαιότητα, εαν το γέλιο προκαλούσε το θυμό ή αν ο θυμός προκαλούσε το γέλιο. Εαν κάποιος ρωτούσε την Ναντίν, εκείνη ήξερε την απάντηση. Και επειδη την ήξερε γιαυτό και το φρύδι της ήταν πλέον σηκωμένο κάθε φορά που πετύχαινε την αντανάκλασή της κάπου. Για αυτό και ένα μικρό χαμόγελο τσαλάκωνε πλέον το αριστερό της μάγουλο σχεδόν όλη την ημέρα.

    Ο θυμός έγινε πιο βίαιος, και το γέλιο έγινε πιο δυνατό. Μέχρι που ο θυμός κατάπιε τον επιστάτη, και το γέλιο κατάπιε την Ναντίν. Και το ένα δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς το άλλο, όχι πια. Όχι μέχρι που η Ναντίν έλαβε ένα γράμμα, ένα πρωί τον χειμώνα του 1915 που την ενημέρωναν με μεγάλη επισημότητα ότι ο θυμός, και ο επιστάτης, δεν θα γύριζαν ποτέ ξανά στο σπίτι, και στο στρώμα.

    Η οικογένειά του θεώρησε ότι η Ναντίν δεν είχε κλάψει από το σοκ. Και όσο η Ναντίν δεν έκλαιγε, τόσο την αγκάλιαζαν και τόσο προσπαθούσαν να την πλησιάσουν. Αλλά αυτό που έλειπε στην Ναντίν δεν ήταν η αγκαλιά, δεν ήταν το πλησίασμα, ήταν αυτό που είχε ο επιστάτης, αυτό που εκείνη δεν μπορούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή να έχει. Γιατί στο γέλιο, έλειπε ο θυμός. Όμως όχι ο θυμός του επιστάτη. Ήταν κάτι άλλο, διαφορετικό. Κάτι που η Ναντίν δεν μπορούσε ακριβώς να εντοπίσει και έβρισκε τον εαυτό της μέσα στο άδειο σπίτι με εκείνη την αίσθηση στην άκρη της γλώσσας της. Σχεδόν αρκετά κοντά που να μπορεί να το γευτεί, αλλά όχι τόσο κοντά ώστε να μπορέσει να του βάλει λέξεις. Ή να το κατανοήσει.

    Ίσως θα περίμενε ότι χωρίς τον επιστάτη, και χωρίς το θυμό, το γέλιο θα ησύχαζε, και θα ηρεμούσε, και θα την άφηνε επιτέλους ήσυχη μετά από τα τόσα χρόνια που το κουβαλούσε μέσα της. Όμως το γέλιο γινόταν πιο ανήσυχο με την απουσία του θυμού. Και ένιωθε αυτή την αίσθηση με τον ίδιο τρόπο που θα ένιωθε αν τα νύχια της έξυναν έναν μαυροπίνακα. Σαν γρατζούνισμα, σαν ένα επίμονο, θορυβώδες γρατζούνισμα μέσα της, σαν μια φαγούρα που δεν μπορούσε να ξύσει.

    Κάπως έτσι ξεκίνησε, κάπως αθώα, σαν μία προσπάθεια να ικανοποιήσει αυτή τη φαγούρα. Ήταν μικρά πράγματα στην αρχή, μια ικανοποίηση όταν έκανε κάποιο γνωστό της να νιώσει άβολα με κάποια παρατήρηση που μπορεί να έκανε, εκείνη η στιγμή που τα μάγουλα της φουρνάρισσας θα γίνονταν λίγο πιο κόκκινα από ότι ήταν συνήθως επειδή την άκουσε να λέει μία απρέπεια.

    Τίποτα όμως από αυτά δεν κρατούσε πολύ, τίποτα δεν κρατούσε αρκετά, και έτσι ένα μεγάλο κομμάτι της νέας της ζωής, εκείνης της ζωής που ξεκίνησε από το πρωινό που παρέλαβε το γράμμα, το περνούσε να πρέπει να ηρεμήσει την ανάγκη του γέλιου, να προσπαθεί να αγνοήσει τον θόρυβο που έκαναν τα νύχια του γέλιου σε εκείνο το μαυροπίνακα μέσα της.

    Και νόμιζε ότι το είχε καταφέρει, στα χρόνια που ακολούθησαν κάπως το είχε καταφέρει, κυρίως ταίζοντάς το με μικρές απολαύσεις που είχαν γίνει πλέον οι καινουργιες του, οι καινούργιες τους, συνήθειες. Όμως εκεί, μέσα στην αγκαλιά της Σίνγκε, με τα χείλια της να ακουμπάνε τα δικά της, ένιωσε ξανά τα νύχια από το γέλιο, τόσο καθαρά όσο μπορούσε να νιώσει το ύφασμα από το κόκκινο φόρεμα να τρίβεται πάνω της. Και αυτή τη φορά το ένιωθε έτοιμο να την υπερβεί, έτοιμο να πάρει πάλι δική του ζωή, και δική του υπόσταση.

    Έπιασε απαλά την Σίνγκε από τη μέση, την έσπρωξε ήρεμα προς τα πίσω, και το φιλί σταμάτησε.