Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μελαγχολία μου εσύ κυρία μου σ' όλα τα δύσκολα εσένα αγκαλιάζω...

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Brigitte, στις 9 Σεπτεμβρίου 2016.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Να σαι καλά κι εσύ βρε εγγόναρε. Λατρεμένο κομμάτι και πόσα λέει ακόμη στην ψυχή τη νοτισμένη... 
     
  2. Brigitte

    Brigitte Contributor



    "Τα γραμμένα φιλιά δεν φτάνουνε ποτέ στον προορισμό τους, τα φαντάσματα τα ρουφάνε στον δρόμο επάνω..."
     
  3. Brigitte

    Brigitte Contributor



    Με λόγια να καίνε
    οι αλήθειες να κλαίνε
    να λες δε σε νοιάζει
    ο δρόμος που βγάζει

    Με λόγια να καίνε
    ψυχές φορτωμένες
    να λες δεν πειράζει
    που πια δε με ψάχνεις

    Πότε θα με μάθεις
    Πότε θα με μάθεις
    Όταν πια θα χάνομαι σε ψεύτικο ουρανό
    τότε θα με μάθεις
    τότε θα με μάθεις
    όταν τη μορφή σου θα ξεχνώ

    Τα λόγια είναι δρόμοι
    γεμάτα συγγνώμη
    κι οι μέρες κομμάτια
    στης νύχτας τα μάτια

    Πότε θα με μάθεις
    Πότε θα με μάθεις
    Όταν πια θα χάνομαι σε ψεύτικο ουρανό
    τότε θα με μάθεις
    τότε θα με μάθεις
    όταν τη μορφή σου θα ξεχνώ

    Όταν τη μορφή σου θα ξεχνώ..
     
  4. Brigitte

    Brigitte Contributor



    Oι πρώτες λέξεις θα κυλήσουν σα νερό
    Κι εσύ θα τρέξεις στο ποτάμι να τις πιάσεις
    Πολύ σ’ αγάπησα, μα φτάνει ως εδώ
    Πάντα με κέρδιζες, μα τώρα πια θα χάσεις

    Θα πω εκείνα που δεν άντεχες ν’ ακούς
    Και μία πείνα για αγάπη θα σε τρώει
    Θα μείνεις μόνη μα συνέβη σε πολλούς
    Όσοι αγάπησαν δεν είναι τόσο αθώοι

    Θα σου αφήσω ένα παράθυρο ανοιχτό
    Και θα αρχίσω να σε σπρώχνω να πετάξεις
    Πίσω σου ο πόνος και μπροστά σου το κενό
    Μη με διαλέξεις, φύγε δίχως να κοιτάξεις.


    Απ΄ τα φιλιά στο τέλος μέναμε μισοί
    Κι εγώ να ψάχνω στο μαρτύριο μια λύση
    Την κάθε μέρα να σε θέλω πιο πολύ
    Έπρεπε κάποιος πρώτος να μας σταματήσει.


    Όταν περάσουνε τα χρόνια απ’ τον σκορπιό
    Και δεν θα έχεις άλλο για να με μισήσεις
    Στείλε μου τότε μόνο ένα ευχαριστώ
    Που δεν σε σκότωσα και σ’ άφησα να ζήσεις.
     
  5. Brigitte

    Brigitte Contributor

    "Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
    Φοράει στολή δισταγμού.
    Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
    σύντροφος μου ή καταδότης.
    Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
    πέρασ’ επάρκεια κάποτε..."

    ~Κική Δημουλά~

     
     
  6. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Τ Ο Κ Α Π Ν Ο Π Ω Λ Ε Ι Ο

    Δεν είμαι τίποτα.
    Ποτέ δεν θα ’μαι τίποτα.
    Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
    Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.

    Παράθυρα της κάμαράς μου,
    μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι
    (κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν ? )
    που βλέπει στο μυστήριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
    Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
    Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
    Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
    με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
    Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.

    Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
    Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.
    Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη
    απ’ το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται
    μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας
    που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,
    και ένα τίναγμα των νεύρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν.

    Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
    Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,
    στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου
    και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.


    Απέτυχα σε όλα.
    Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.
    Γνωρίζοντας τι έχω,
    γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,
    κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,
    αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,
    κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους.
    Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα;

    Πώς να ξέρω ποιος θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιος είμαι;
    Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι; Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!
    Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!
    Ιδιοφυής; Αυτή τη στιγμή,
    εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,
    κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιος ξέρει; ούτε έναν,
    και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.

    Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα.
    Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!
    Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων;
    Όχι, ούτε καν σ’ εμένα.
    Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,
    δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυ’ί’ας;
    Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς
    — ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –
    και, ποιος ξέρει, ίσως εφικτές,
    δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά;


    Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,
    κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.
    Ονειρεύτηκα περισσότερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,
    άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό.
    Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.
    Αλλά είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα, αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,
    ακόμα κι αν δεν ζω σε μια.
    Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό.
    Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.
    Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες.
    Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι.
    Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι.

    Να πιστέψω σ’ εμένα; Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.
    Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,
    τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
    Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,
    ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.
    Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι,
    αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,
    σηκωνόμαστε και είναι ξένος,
    βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,
    κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.

    Φάε σοκολάτες, μικρή
    φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.
    Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.
    Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!
    Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!
    Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,
    το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.


    Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
    η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
    ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
    Τουλάχιστον μου μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,
    ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,
    πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,
    μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.

    Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις,
    είτε ελληνίδα θεά, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,
    ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,
    ή πριγκίπισσα που σε τραγουδούν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,
    ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,
    ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,
    ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –
    όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!

    Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.
    Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ
    εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.
    Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.
    Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,
    βλέπω τα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται
    βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου
    και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,
    και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.


    Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,
    και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.
    Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,
    και σκέφτομαι: ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.
    (Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών.)
    Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που της έκοψαν την ουρά,
    κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.

    Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.
    Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.
    Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,
    με πέρασαν από μακριά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.
    Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,
    είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.
    Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
    είχα ήδη γεράσει.
    Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.
    Πέταξα μακριά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.
    Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση
    γιατί είναι άκακο.
    Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.

    Μουσική των άχρηστων στίχων μου,
    μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,
    αντί να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,
    η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,
    σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,
    ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.


    Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.
    Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,
    συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενής ψυχής.
    Θα πεθάνει και θα πεθάνω.
    Θ’ αφήσει το σημειωματάριό του, θ’ αφήσω τους στίχους μου.
    Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.
    Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,
    όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.
    Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.
    Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,
    θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζουν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.
    Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,
    πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,
    πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,
    πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.
    Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

    Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο για ν’ αγοράσει καπνό
    κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικά με κατακεραυνώνει.
    Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος–
    και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.
    Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τους γράψω.
    Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.
    Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.
    Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,
    την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία
    και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.


    Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
    και συνεχίζω να καπνίζω.
    Όσο μου το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.
    (Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,
    θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)
    Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.
    Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του
    Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.
    (Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)
    Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.
    Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακριά «Γεια σου, Εστέβες!» και το σύμπαν
    ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.


    Φερνάντο Πεσσόα



     
     
    Last edited: 23 Νοεμβρίου 2016
  7. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

  8. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Φθινόπωρο στον έρωτα απόψε ανατέλλει
    αρισμαρί και μέλι μύρισαν τα βουνά
    κι εγώ κοιτάζω σιωπηλός το χώμα το βρεγμένο
    σαν κάρβουνο αναμμένο η ομορφιά πονά

    Φιλί γυρεύω του ουρανού κι αυτός μου δίνει στάχτη
    μα απ΄ της καρδιάς τ΄ αδράχτι σαν θέλω να κοπείς
    Σαλεύουν τα πορτόφυλλα κι η κλειδωνιά γυρίζει
    Αέρας μου σφυρίζει, αν έρθεις μην αργείς

    Γδύσου κι από τα μάτια μου πάρε νερό και πλύσου
    ο χωρισμός θυμήσου είναι χειμωνανθός.
    Τη λύπη την κατοίκησα σε νύχτα και σε μέρα.
    Σ΄ αφήνω στον αέρα για να σε βρω στο φως

    Η αγάπη φόβους και όνειρα δειπνά προτού ραγίσει
    Στου πόνου το ξωκλήσι αγιάζει η ερημιά
    Κι εγώ μια θλίψη που ζητώ για να με σημαδέψει
    το φως πριν βασιλέψει ,θα σ' αρνηθώ ξανά

    Γδύσου κι από τα μάτια μου πάρε νερό και πλύσου
    ο χωρισμός θυμήσου είναι χειμωνανθός
    Τη λύπη την κατοίκησα σε νύχτα και σε μέρα
    Σ΄ αφήνω στον αέρα για να σε βρω στο φως

     
  9. zoeleene

    zoeleene D̶̸̡̀͏įs̡t̵͞͏o̢̢̕ŗ͝t̨̢e̢͘͜͞͞d̴̸͜͝҉

  10. goodevil

    goodevil arcade Premium Member

  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

  12. ἀστράρχη

    ἀστράρχη an asteroid ☆•○•°¤●° Contributor