Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η ιστορία του Πόθου

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 5 Απριλίου 2017.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest




    Βιβλίο πρώτο:

    "Το Κάστρο"

    Υπάρχει ένας πλανήτης κρυμμένος πίσω από ένα φωτεινό αστέρι τ' ουρανού. Όμορφος, ζεστός, με ανάλαφρη ατμόσφαιρα και τρία μικρά φεγγάρια. Είναι πλημμυρισμένος από άφθονο γόνιμο νερό. Μόνη ξηρά, κοντά στον ισημερινό του, ένα τεράστιο νησί.


    Μες το νερό κατοικούν πλάσματα που μόνο μια αλλόκοτη φαντασία θα μπορούσε να περιγράψει την τελειότητα στη συμμετρία τους. Πλάσματα με πανάρχαιες προφητείες να μιλούν για μυθικούς κόσμους που βρίσκονται πίσω από τ' αστέρι. Αυτοαποκαλούνται "Ντου" και ζούνε σε υποβρύχιες πολιτείες. Οι ζωές τους είναι κύκλοι σε χρόνο μακρύ. Ζούνε μόνο στο το νερό και στην ξηρά ποτέ δεν βγαίνουν. Όχι πως δεν θέλουν. Πάντα υπάρχουν οι τολμηροί. Και πάντα η κατάληξη ήταν η ίδια. Ένα βήμα πάνω στην άμμο την υγρή, ένα βήμα μακριά από την ασφάλεια, που το δικό τους υγρό βασίλειο τους χαρίζει, μία ανάσα που γονατίζει πάνω στους κόκκους άμμου και ένας κόκκος ακόμα να φωλιάζει πάνω στους αμέτρητους άλλους.


    Ένας πλανήτης με τρία φεγγάρια, ένα κόκκινο, ένα λευκό και ένα βαθύ μπλε. Τρεις σφαίρες διαφορετικές, τρεις σκιές αταίριαστες, τρία παιδία του ίδιου πλανήτη που δρόμους διαφορετικούς χαράζουν. Εκτός από μία φορά. Μία στιγμή του σύμπαντος και μισής περιστροφής αυτού του πλανήτη που τα τρία παιδιά συναντιούνται στον ουρανό πάνω από το νησί. Φέγγουν με πάθος σκοτεινό στο κέντρο του νησιού εκεί που αγέρωχο, τρομακτικό και προκλητικά ψηλότερο από τα τέσσερα βουνά στις άκρες του νησιού, υψώνεται το Κάστρο .



    Κάθε φορά που τα τρία φεγγάρια πλησιάζουν μεταξύ τους, όλα τα πλάσματα του θαλάσσιου κόσμου πλησιάζουν από όλα τα σημεία τούτου του πλανήτη και κυκλώνουν το νησί. Χιλιάδες ανάσες που σχηματίζουν έναν παχύ αχνό, μία ομίχλη που θεριεύει, καθώς οι φωνές και οι άτακτοι θόρυβοι σβήνουν. Για να δουν, να ακούσουν, να μυρίσουν την μαγεία που απόκοσμα ξεχύνεται από το κάστρο. Να κλέψουν, να μαζέψουν και να κρύψουν στίγματα πετράδια, από τα χρώματα που σαν νιφάδες, όταν στην ομίχλη τους θα φτάσουν, αργά και αρχοντικά πάνω τους θα πέσουν. Μία νύχτα, μια γιορτή, η κόλαση και ο παράδεισος δύο ποτάμια που ενώνονται για να πλάσουν τον πόθο του Άρχοντα, του αφέντη αυτού του Κάστρου.

    Μαρμάρινα κολονάκια στηρίζουν το πρεβάζι του. Το βλέμμα σου απλώνεται σιμά τους. Δεν είναι απλά κολονάκια αλλά σώματα. Γυναικεία, αντρικά, παιδικά. Τα χέρια τους ενσωματωμένα στο μάρμαρο ψηλά. Τα πόδια τους βυθισμένα και παγιδευμένα, σε άλλα ανοιχτά και σε άλλα δεμένα μεταξύ τους. Δεν υπάρχει συμμετρία, δεν υπάρχει ομοιότητα και αυτό είναι το ανησυχητικό. Λες και καθένα από αυτά έχει την δική του προσωπικότητα. Λες και κάποτε είχαν ζωή μέσα τους και κάποιος την ψυχή τους έκλεψε. Σκλάβοι που χτίστηκαν ζωντανοί ή μήπως ακόμα ζωντανεύουν, όταν κανείς δεν τα κοιτά;


    Το κάστρο είναι σιωπηλό. Μια φωτιά καίει στην κεντρική σάλα. Τα υπόλοιπα δωμάτια κλειστά. Τα παράθυρα τους σφραγισμένα και οι πόρτες τους κλειδωμένες. Πετώντας φτάνεις στο μπαλκόνι. Μεγάλο και επιβλητικό. Δέντρα παράξενα και αγάλματα σκοτεινά ανάμεσα τους.

    Υπάρχουν κάποια καθίσματα. Δείχνουν αναπαυτικά αλλά όχι αθώα. Σκύβεις και τα παρατηρείς. Σώματα που γυμνά και στα τέσσερα στηρίζουν. Σηκώνεσαι και κοιτάς τριγύρω. Τα αγάλματα κρυμμένα σε παρακολουθούν. Φοβάσαι. Για λίγο όμως, μετά η περιέργεια σε κερδίζει και διστακτικά πλησιάζεις στο πιο κοντινό που πίσω από ένα πλατύφυλλο φυτό παραμονεύει. Πιάνεις το μεγάλο φύλλο, για να το παραμερίσεις. Σταματάς καθώς νιώθεις την ζεστασιά και το πάχος του. Αίμα ζωντανό μοιάζει να κυλάει μέσα του. Πριν προλάβεις να δεις τι κρύβεται πίσω από αυτό, η μπαλκονόπορτα ανοίγει. Το αφήνεις και γυρνάς απότομα έτοιμη να πιάσεις το τόξο που κρέμεται από πίσω σου, για να αμυνθείς. Τον βλέπεις και η κίνηση σου παγώνει. Η φωνή του βαθιά και απόκοσμη. Τον ακούς.


    «Σε περίμενα»



    Παγώνεις στην εικόνα! Είναι τεράστιος. Τα μαλλιά του θα μπορούσαν το σώμα σου να σκεπάσουν. Τα μέλη του μικροί κορμοί. Η ομορφιά του απάνθρωπη. Δέος! Μια λέξη που πλάστηκε μικρή. Νιώθεις πουλί μπροστά στον μεγάλο Κυνηγό.


    «Πέρασε».


    Η φωνή του να σβήσει δεν προλαβαίνει, κινείσαι. Προχωράς και τον προσπερνάς δρασκελίζοντας δύο αφύσικα μεγάλες μπαλκονόπορτες. Μπαίνεις στην σάλα. Δεν τον ακούς που σε ακολουθεί. Δεν πρέπει το έδαφος να αγγίζει. Οι πύλες κλείνουν και ο κόσμος μικρός, σε κουτάκι χάνεται.


    Τέσσερις εντυπωσιακές φωτιές σε κοιτάνε λαίμαργα, παγιδευμένες σε τζάκια που μικρά κελιά θυμίζουν. Άλλη πηγή φωτός δεν δείχνει να υπάρχει. Η κάθε μία τους έχει την δική της προσωπικότητα.


    Τοποθετημένες φαινομενικά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Η φωτιά του Νότου θυμίζει με τα πέπλα της την έρημο. Του Βορρά, ψυχρή και απόμακρη, σαν να μη θέλει να ζεστάνει. Η Ανατολή ζεστή και φιλική και της Δύσης με το φθόνο να την ποτίζει. Ένας μεγάλος σταυρός ο χώρος που φωτίζουν, αφήνοντας τις σκιές να κρύβουν το μέγεθος της σάλας.


    Κάθεται στο κέντρο του σταυρού. Μία πολυθρόνα ή μήπως ο θρόνος του, κτήνος αντάξιο του αφέντη του. Τρία μέτρα και στα πόδια του σαν παιδική η δική της.


    «Κάτσε».



    Το σώμα της με την δική του θέληση υπακούει στην προσταγή του.

    Αφήνεις το τόξο με την φαρέτρα δίπλα από την πολυθρόνα σου, σε απόσταση όσο το μήκος των χεριών σου. Σε γοητεύει και σε τρομάζει. Ή μάλλον σε γητεύει .


    «Ποιος είσαι ;»


    Τα μάτια του μεγάλα όσο οι παλάμες της. Μαύρα ερεβώδεις σαν διαμάντια ενός κόσμου άλλου ξεχασμένου. Υπολογίζει το ύψος του. Τρία μέτρα ύψους δέντρο δίπλα του θα φαίνεται μικρό.


    «Ο Έκπτωτος που γύρευες».


    Κάτι την τρομάζει στα μάτια του. Δεν έχουν λευκό!!!


    «Γιατί με αναζητούσες ;»



    Κάπου σε κάποια αρχαία μάχη πρέπει πληγώθηκε και τα μάτια του να έχασε. Σχεδόν βλέπει την εικόνα της μπροστά της. Τον βλέπει ξαπλωμένο γεμάτο αίμα σε χέρια που με αγάπη τον κρατούν. Στις άδειες κόγχες τους ωοειδής κρυστάλλους βάζουν…



    «Ακολουθούσα έναν μύθο».



    Με μια κοφτή ανάσα, όπως όταν αφήνεις το βέλος να φύγει προς το στόχου του, αποδιώχνεις την εικόνα και συγκεντρώνεσαι σ’ αυτόν.



    «Ψάχνω τον Πόθο».



    Το μαύρο σε μία έκρηξη βαθύ και κόκκινο γίνεται. Ισχυρή η θέληση που τον συγκρατεί. Υποτάσσει το χρώμα και της χαρίζει ένα χαμόγελο. Το βαθύ μπλε της Βόρειας θάλασσας φέγγει τώρα και συνοδεύει σαν πιστό σκυλί τις λέξεις του.



    «Δεν ξέρω που βρίσκεται πια. Έχω μόνο τις αναμνήσεις του. Ίσως εκεί βρεις τα σημάδια του Ιχνηλάτρια. Ίσως βρεις τον δρόμο για αυτόν που ψάχνουν οι Θεοί.»



    «Τι ζητάς για να μου δείξεις ;»



    «Μία δική σου…»



    «Μόνο;»



    «…να την ξαναπλάσω όπως θέλω εγώ. Να την ορίσω και μαζί αυτήν ίσως κι εσένα».



    Κοιτάς το πρόσωπο του. Σαν την άμμο της ερήμου που κρύβει παγίδες. Άλλοτε στερεή και κάποτε σαθρή έτοιμη να σε καταπιεί.



    «Εντάξει».



    Σε κοιτάει. Συμφωνία με τον διάβολο; Το σώμα του συσπάται, το γέλιο του δαιμονικό, ξεχύνεται στο δωμάτιο και το κυριεύει. Αόρατο αλλά και συμπαγές. Διαχωρίζεται και ταξιδεύει προς τις φωτιές. Βουτάει μέσα τους και μεταμορφώνεται. Πύρινα πουλιά που φεύγουν από τις μήτρες τους. Πετάνε και γεμίζουν την σάλα. Φωτίζεται και αποκαλύπτει…



    …το άπειρο! Δεκάδες ή μήπως απλά ψευδαίσθηση, καθρέπτες στολίζουν τους τοίχους. Πρόσεχε!!!



    Μ’ ακούς; Πανικοβάλλομαι! Δεν μ’ ακούς, μονάχα εγώ τις σκέψεις σου, που χαζεύουν σαν παιδιά. Κάτι είχε η φωτιά. Σου φωνάζω αλλά μάταια.



    ‘Δεν σα ακούει ταξιδιώτη’, η φωνή του εισβάλει μέσα μου.



    ‘Τι έκανες ;’ Πόσο βαθιά μπορεί να βλέπει; Ψάχνω τα σκοτεινά δωμάτια της ψυχής μου, πρέπει να θάψω ότι επικίνδυνο μπορεί στα χέρια του να γένει.



    ‘Δεν με ενδιαφέρεις’, τον νιώθω να χαμογελάει άλλα το πρόσωπο του παραμένει αμετάβλητο. Σε κοιτάει καθώς πλησιάζεις τους καθρέπτες.

    Δεν κοιτάζω προς τα ‘κει. Συγκεντρώνομαι σε αυτόν. Προσπαθώ να βρω ένα ρήγμα και να διεισδύσω, στις δικές του πολιτείες.

    Σκοτάδι, πηχτό και απροσπέλαστο. Βουτάω μέσα του …



    …νιώθω σα να κολυμπάω. Θα μπορούσα να πετάω ή απλά να αιωρούμαι. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Απλά μου θυμίζει τον ανήλιαγο βυθό μιας λίμνης στην διάρκεια μιας νύχτας. Μόνο το υλικό που με περιβάλει, μου μοιάζει πιο πηχτό από το νερό. Βρίσκομαι άραγε στα σπλάχνα του Κτήνους; Υπάρχουν κάπου άραγε τοιχώματα; Δεν μπορώ να μυρίσω και να γευτώ. Δεν βλέπω. Σταματάω κάθε μου κίνηση. Κάτι ακούω. Κρατάω την ανάσα μου. Ακούω φωνές. Όχι, όχι φωνές, βογκητά. Πνιγμένα ουρλιαχτά αγωνίας, σαν κάτι να εμποδίζει τις φυσικές διόδους τους και να ψάχνουν νέες οπές για να δραπετεύσουν. Δεν μπορώ να προσανατολιστώ. Δεν μπορώ καν να καταλάβω από πού έρχονται. Νιώθω ανησυχία. Φοβάμαι, δεν θέλω να προχωρήσω και να μην μπορώ να σε ξαναβρώ. Γυρνάω πίσω …



    …μπροστά σε ένα καθρέπτη, στέκεται η Ιχνηλάτρια. Κοιτάει ξαφνιασμένη. Δεν την έχει ξαφνιάσει η ανυπαρξία της εικόνας, που θα ‘πρεπε να βλέπει. Πίσω από το γυαλί, από τον παγωμένο διάφανο τοίχο δε βλέπει το σώμα της. Ούτε τον Κυνηγό που θεόρατος την πλησιάζει. Στο βάθος της εικόνας δεν σκιαγραφείται η σάλα, μήτε οι φωτιές. Αυτό που την μαγνητίζει είναι ο άντρας. Τα μάτια του. Πλασμένα ψηφιδωτά από κλεμμένες σταγόνες ονείρων εκατομμυρίων ανθρώπων.



    Απλώνει το χέρι της να αγγίξει το δικό της όνειρο. Είναι κοντά του. Σχεδόν μπορεί να αφουγκραστεί την ανάσα του. Ο «Πόθος» της! Περνάει μέσα από το υγρό τοίχωμα σε έναν κόσμο άλλο. Ακολουθεί ο Κυνηγός. Στέκομαι διστακτικός μπροστά σε αυτή την ονειρική πύλη. Ο Πόθος να παρακολουθεί στις σκιές, η Ιχνηλάτρια σαν ομίχλη να εξαφανίζεται μαζί με τον Κυνηγό. Τους ακολουθώ…

    (συνεχίζεται)


     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Guest




    Ένας ημίγυμνος άντρας δεμένος στα κάγκελα μιας βιτρίνας. Τα μάτια του δεμένα. Μοναδικό ρούχο που τον προστατεύει απ’ τη νύχτα, το παντελόνι του, κατεβασμένο απ’ τα γόνατα πιο κάτω.





    Μια γυναίκα ντυμένη με την κυριαρχία της. Στα νευρώδεις της χέρια, ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, άκοπα. Το μέρος απομονωμένο. Τα χρώματα αφανή, με τις μεταλλικές λάμψεις να επιβάλλονται στο χώρο. Νότα μοναχική, το κόκκινο. Πηχτό και σκούρο, στα πέταλα που κείτονται στα πόδια του σκλάβου. Πάνω στο έδαφος, κάτω από τις πατούσες του άντρα που αιωρούνται. Φρέσκο, το πορφυρό στις σταγόνες που ποτίζουν τα λαίμαργα αγκάθια.





    Το χέρι της κινείται γρήγορα και με δύναμη. Τον βρίσκει στο γυμνό του στήθος και τον γδέρνει μέχρι τα λαγόνια. Αιμάτινο το υγρό που ακολουθεί την πορεία των λουλουδιών. Του ξεφεύγει ένα ερεθισμένο βογκητό. Η γυναίκα απολαμβάνει, τους κυματισμούς στο σώμα του. Τον ξαναχτυπάει. Ξανά και ξανά. Με μανία. Με φρενίτιδα. Με την ηδονή να τους καταπίνει, τόσο το θύμα, όσο και τον θύτη.





    Ένα γκροτέσκο πλάσμα, μία νυχτερίδα τους παρακολουθεί από ένα αφρόντιστο μπαλκόνι. Ο Κυνηγός. Ένα γκρίζο ποντίκι τινάζει τα λασπόνερα από τα μουστάκια του, με τα μάτια του καρφωμένα στην σκηνή. Εγώ. Μαύρη και εύθραυστη η πεταλούδα που το σώμα της δανείζεται η Ιχνηλάτρια.





    Στητός, με τον μανδύα να τον αγκαλιάζει ερωτευμένος. Ο Πόθος. Δεν τον αντιλαμβάνονται, οι δύο. Δεν ήρθε ακόμα η στιγμή. Δεν αισθάνεται την παρουσία μας, ούτε την πεταλούδα που πετάει υπνωτισμένη γύρω του. Μας προστατεύει το παρόν από το γραμμένο παρελθόν.





    Η γυναίκα σηκώνει το χέρι για να ξαναχτυπήσει. Ο Πόθος πιάνει το χέρι της από τον καρπό και τον νιώθει…





    …μια γυναίκα γυμνή στέκεται σε μια νεκρή πια κοίτη. Έχει τα μάτια της κλειστά. Ένας ορυμαγδός πολύβουων χρωμάτων ξεσπά και ένα παγωμένο ποτάμι σκάει πάνω της…





    Το σοκ θα την παράσερνε πάνω στον σκλάβο της. Ο Πόθος την συγκρατεί και την αγκαλιάζει. Όλα σε μια στιγμή, δίχως ήχο και δίχως οσμή. Μόνο η εικόνα να ουρλιάζει σε αυτούς που «βλέπουν» ...





    …κάτι την κρατάει σταθερά και όρθια στο ορμητικό ρεύμα. Σταγόνες κρυστάλλινες που παίζουν με τις ρώγες της. Ακούραστη ροή χαϊδεύει τα λακκάκια της. Κύματα που χορεύουν με τα πόδια της, εισβάλουν μέσα της, ρευστοποιούν τις αντιστάσεις της και τις ανταλλάσσουν με εκστατικούς παφλασμούς. Τραγουδάει! Μελωδία δίχως λέξεις . Φωνήεντα που κάνουν ρίμα με τον ρυθμό της ανάσας της. Βογκητά που γεμίζουν τα ρεφρέν. Οι ψίθυροι, από μακριά δεν την αγγίζουν. Έχει παρασυρθεί…





    «Σταμάτα!»





    Σαν φωτογραφία τα πάντα παγώνουν. Σαν στιγμή που αποτυπώθηκε και ακίνητη, όπως τα νερά που ίπτανται δεν λέει να κυλήσει. Επιστρέφει…





    …πίσω στο σοκάκι. Ο Νίκος είναι ακόμα δεμένος και περιμένει. Κάποιος την κρατάει, την έχει αγκαλιάσει, της μιλάει. Με παράπονο αφήνει να της ξεφύγει μια ομιλούσα ανάσα.





    «Γιατί ;;;»


    «Αξίζεις περισσότερα από αυτό», η φωνή του την σαγηνεύει και το παράπονο της γίνεται λάγνα ελπίδα.





    «Κάντο».





    «Κυρία; Με ποιον μιλάτε είναι κάποιος εδώ;», ο Πόθος, φυσάει απαλά προς το μέρος του. Η πνοή μεγαλώνει στο δρόμο της και φτάνει πάνω στο Νίκο σαν το φύσημα ενός δράκου. Ο Νίκος βυθίζεται σε μια αυταρχική αποχαύνωση.





    «Σε παρακαλώ κάνε με να νιώσω», η φωνή της έτοιμη να ραγίσει από την αγωνιά.





    Ο Πόθος την πιάνει από τα πλευρά της προσεκτικά και την σηκώνει.


    Την γυρνάει προς το μέρος του και την ακουμπά πάνω στον δεμένο άντρα. Δένει τα χέρια της στα χέρια του Νίκου. Μόνη της τα πόδια μπλέκει, στα πόδια του χαμένου στην ομίχλη, πρώην παιχνιδιού της. Γέρνει το κεφάλι στο στερνό του πάνω και με τα μάτια ανοιχτά παραδίνεται στον Πόθο.





    Ένας πίνακας παράξενος. Φόντο αντρικό, ατόφιο, σταθερό με χρώματα νωπά, ποτισμένα από τις φαντασιώσεις του. Πάνω του και μπροστά του, το εύθραυστο ανάγλυφο θηλυκό. Δύο κεφάλια το ένα κάτω από το άλλο. Δύο περιγράμματα. Γεωμετρία αυστηρή και παθητικές καμπύλες που δένονται η μία με την άλλη.





    Κοιτάω με θαυμασμό αυτό που μου θυμίζει πλάσμα δισυπόστατο .





    «Θέλω...»





    Δύο στόματα μα η φωνή μία.


    Ο Πόθος, με το χέρι αγγίζει το λακκάκι του λαιμού της και την στέλνει στο ταξίδι της …

    (συνεχίζεται)
     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Guest




    Σάρκα γυμνή, σώμα ζεστό στον αιθέρα κολυμπάει, με τις πύλες του αφύλακτες. Υδάτινοι κισσοί από τον ποταμό φυτρώνουν. Την γυναίκα που ανασαίνει, με προσήλωση τυλίγουν. Από τους πόρους, θεμιτούς και μη, με αγαλλίαση εισβάλουν.





    Την διατρέχουν! Τους δέχεται μένοντας ακίνητη μη θέλοντας να τους τρομάξει.


    Την δοκιμάζουν! Κρατάει την πνοή της.


    Την σφίγγουν! Χαλαρώνει τις αντιστάσεις της.


    Εισέρχονται από τα μάτια της! Τα κρατάει ανοιχτά και βλέπει. Επιτέλους βλέπει.





    Συναντάνε το νερό της! Οι εικόνες της, χιλιάδες σταγόνες ορφανές μέχρι πρότινος.


    Αναμειγνύονται μαζί του και σαν εραστές παλιοί βρίσκονται ξανά! Η ύπαρξη της διασκορπίζεται σε χιλιάδες οντότητες.


    Ανθίζουν! Τα είδωλα της, μετουσιωμένες αντανακλάσεις. Υγρές και διάφανες, με την δική τους ψυχή.


    Καρποφορούν! Είναι μητέρες.


    Καρποί που φουσκώνουν και σκάνε!





    Χιλιάδες σπόροι που φυτρώνουν στην εύφορη την σάρκα! Η υπόσταση αλλάζει, τα χρώματα ενσωματώνονται. Η γυναίκα πια, άνθρωπος να ειπωθεί δεν δύναται.


    Νέοι κισσοί καθάριοι γεννιούνται, σε ένα περίγραμμα που αντιστέκεται σαν βρώμα. Στο ποτάμι μαζί όλοι κατεβαίνουν και το νερό επιστρέφει. Η στάθμη ανεβαίνει. Αποκτά περίγραμμα, γένους θηλυκού. Και κυλάει κυκλικά στα όρια που του δίνει η γη. Μία νησίδα που πλέει στο διάστημα. Σχήμα γένους αρσενικού. Πάνω της ένα ποτάμι που παφλάζει στις καμπύλες του …





    Ο Κυνηγός, μία νυχτερίδα που χαμογελάει. Βλέπει την γυναίκα που σαν υδατογραφία πύρινη, στο σώμα του δεμένου όμορφα δεσπόζει.


    Ένα θαύμα στα μάτια μας μπροστά. Θα μπορούσε κάποιος σαν τατουάζ να το χαρακτηρίσει. Αλλά δεν είναι. Δεν ήταν. Μία γυναίκα πριν. Ένας πίνακας ανάγλυφος τώρα. Ένας άντρας δεμένος στα κάγκελα. Το σώμα του γυμνό και ποτισμένο. Φρέσκο το έργο που απεικονίζει στην επιφάνεια του, τον δικό του πόθο. Νερά στα πόδια στάζουν.





    Ο Πόθος με το χέρι του χαϊδεύει τον πίνακα. Η Ιχνηλάτρια πετάει ερωτευμένη γύρω από τα δάκτυλα του. Κοιτάω μαγεμένος. Η πεταλούδα ακουμπά τον πίνακα και κάθεται ξαποστάσει με το βλέμμα προς το βλέμμα Του. Αυτός γυρνάει και φεύγει. Κάνει να τον ακολουθήσει. Έχει κολλήσει! Τα ποδαράκια της βυθίζονται στα ρυάκια που κυλούν. Παρακολουθώ παγωμένος. Θα γίνει κομμάτι του πίνακα!





    Ο Κυνηγός βουτάει από ψηλά. Αρχίζω να τρέχω, όσο το σώμα που κατέχω μου επιτρέπει προς τον άντρα. Ο Κυνηγός στέκεται για λίγο διστακτικά πάνω από τα απελπισμένα πεταρίσματα της Ιχνηλάτριας. Ύστερα με ένα τίναγμα την απελευθερώνει. Φτάνω την στιγμή που η πεταλούδα με υγρά φτερά πέφτει προς το έδαφος. Προσγειώνεται στο τρίχωμα μου πάνω και νιώθω την γλυκιά την μυρωδιά της. Κοιτάω προς το μέρος που βάδιζε ο Πόθος, ξέροντας ότι προς εκεί θα κοιτάζει και εκείνη. Έχει εξαφανισθεί. Νιώθω την Ιχνηλάτρια να προσπαθεί να τινάξει τις σταγόνες από πάνω της, απογοητευμένη. Μία σταγόνα πέφτει μπροστά στην μουσούδα μου και από εκεί ξεκινάει η ρευστοποίηση.





    Το όλο σκηνικό λειώνει και οι τρεις μας παρασυρόμαστε σε μία δίνη πίσω στον καθρέπτη. Προλαβαίνω ρίξω μία τελευταία ματιά. Σαν φωτογραφία που πάνω της κυλάνε υγρά αποχρωματισμού, τα πάντα ανακατεύονται με το σκοτάδι. Προλαβαίνω να προσέξω όμως τον άντρα. Πάνω του, ο ερωτάς του ανάγλυφος. Δεν είναι αυτό όμως που μου παγιδεύει το βλέμμα. Είναι το αίμα που κυλάει από το λαιμό του. Ενώ όλα τα χρώματα σβήνουν, αυτό δείχνει να παλεύει να επιβιώσει. Δείχνει φρέσκο καθώς τρέχει από την πληγή, που πριν εκεί δεν υπήρχε.

    (συνεχίζεται)
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Στη σάλα πίσω. Ο καθρέπτης είναι ραγισμένος και θολός και δεν αντικατοπτρίζει τίποτα. Ούτε η εικόνα κόσμου που βρισκόμαστε δε θέλει να φανεί. Η Ιχνηλάτρια γονατισμένη και βρεγμένη πάνω στο παχύ χαλί να φαντάζει τόσο όμορφη μα και τόσο θλιμμένη. Νιώθω τον άηχο πόνο της. Να είσαι τόσο κοντά σε αυτό που αποζητάς, τόσο κοντά και να ανίκανη να το κάνεις να σε προσέξει. Ο Κυνηγός όρθιος, με γυρισμένη την πλάτη , δείχνει να σκουπίζει το πρόσωπο του. Ή μήπως το στόμα του; Τι ψάχνει; Τι ζητάει; Ποια τα κίνητρα του; Πρέπει να τον παρακολουθώ περισσότερο. Κάπου στις εκφράσεις του στις κινήσεις του θα υπάρχει ένα ίχνος, μία απόχρωση της αδυναμίας του. Πρέπει να μάθω, πριν την Ιχνηλάτρια προσπαθήσει να βλάψει. Προς το παρόν την χρειάζεται.





    Η κοπέλα τινάζει τα μακριά μαλλιά της και σηκώνεται αποφασιστικά .





    «Έχεις ξαναπεράσει στον κόσμο του ;»





    Θεόρατος γυρνάει και την κοιτάει . Είναι ρυτίδα αυτό που σκιάζει στο δεξί του μάτι;





    «Ναι».





    «Και; Τι είχε γίνει;»





    «Δεν μπορούσα να επηρεάσω. Δεν είχα καν μορφή. Υπήρχα αλλά δεν μπορούσα να κάνω αισθητή την παρουσία μου, σαν τον φίλο σου που βρίσκεται ανάμεσα μας.» Το τελευταίο το συμπληρώνει με μια σαρδόνια λάμψη στα μάτια του. Η Ιχνηλάτρια το προσπερνά. Κάτι σφίγγεται μέσα μου.





    «Τι άλλαξε τώρα ;»





    «Δεν ξέρω …κάτι καταλυτικό πάντως. Κάτι ενδιαφέρον.» Ο Κυνηγός χαμογελάει .





    Δεν δείχνει να προσέχει το χαμόγελο του. Δεν δείχνει να την ενδιαφέρει τίποτα, παρά μόνο ο Πόθος της. Κοιτάει στα αριστερά του Άρχοντα του κάστρου. Το βλέμμα της δείχνει να διαπερνά κάθε αντιληπτή εικόνα αυτού του κόσμου. Σαν προσπαθεί να διεισδύσει σε αυτό που βλέπει. Σε έναν νέο κόσμο. Σε μια άλλη ανάμνηση, στην αντανάκλαση της που βρίσκεται εγκλωβισμένη πίσω από το γυάλινο παραπέτασμα. Τότε αρχίζει να τρέχει προς την κατεύθυνση που κοιτούσε. Πριν κανείς από τους δύο μας να αντιδράσει προλάβει, η Ιχνηλάτρια χάνεται μέσα σε έναν νέο καθρέπτη…





    …ακολουθούμε. Είμαστε ανάσες. Συννεφάκια που βγαίνουν απ’ τους δύο που περπατούν. Λίγο πριν κάθε φορά διασπαστούμε σαν συννεφάκια από μόρια που διαχέονται στην ατμόσφαιρα, έρχονται οι επόμενες εκπνοές που ανανεώνουν την εύθραυστη ύπαρξη μας. Η Ιχνηλάτρια στην ανάσα της επιβλητικής γυναίκας που δείχνει να ορίζει την διαδρομή. Εγώ με τον Κυνηγό στην ακανόνιστη και λαχανιασμένη του άντρα που ακολουθεί προσπαθώντας να προλάβει. Τα μόρια μου γεμάτα απ’ τη φωτιά του έρωτα μου. Του Κυνηγού δηλητηριασμένα σαν από νικοτίνη, από το σκοτάδι του.





    Μια παράξενη μίξη να χαρακτηρίζει το σκυφτό πλάσμα που τρέχει στους ήχους των τακουνιών, αφέντες της σιγής. Ευθυτενής και αγέρωχη με τα μακριά της και σε μεγάλος μέρος ακάλυπτα πόδια να θωπεύει τις σκιές της νύχτας. Τα μαλλιά της κοντά σαν πολύτιμα πετράδια κόκκινα φωτίζουν την κορυφή. Νιώθω την λαγνεία του άντρα που την παρατηρεί λαίμαργα. Στα μόρια του Κυνηγού την απληστία του, σαν απτός ερεθισμός. Το βάδισμα της σαγηνεύει την ματιά μου. Σαν πειθαρχημένος στρατηγός κάνει την δερμάτινη φούστα που φορά να αγκομαχά σε ρυθμικό τόνο. Το πλάσμα που υπόσταση μας δίνει, άσχημο. Δεν είναι μόνο η σύγκριση με το πλάσμα που προφανώς το διαφεντεύει, άλλα και η λάθος τοποθέτηση. Των χειλιών του που δεν σφραγίζουν και αφήνουν τα σάλια να κυλούν ανάρμοστα. Της μύτης να δυσχεραίνει το οξυγόνο που απεγνωσμένα ζητάει. Των ματιών του που μάλλον δεν του επιτρέπουν να απολαύσει την ομορφιά μπροστά του. Ο λαιμός δεν αντέχει το βάρος του παραμορφωμένου κεφαλιού. Ποιος ξέρει ίσως να επαναστατεί για τον λόγο της ύπαρξης του. Ακόμα και ο Κυνηγός που το αλλόκοτο, οικείο του θα ‘πρεπε να του είναι εκφράζει αηδία κάθε φορά που ποτίζεται από τα σάλια του.





    «Στάσου!»





    Τι θράσος!





    Η γυναίκα αυτομάτως διακόπτει το πέρασμα της στην νύχτα και γυρνά και τον κοιτά.


    Θα ήταν δύο απλά γαλάζια όνειρα τα μάτια της. Η εικόνα διευρύνεται και ο αχνός της Ιχνηλάτριας προσθέτει το αμόλυντο.





    «Περίμενε.»





    Τινάζει το μαλλί και καρτερικά τον περιμένει. Δύο θα ‘ναι ίσως και περισσότερα τα βήματα που να φτάσει του επιτρέπουν και τον καθαρόαιμο καλπασμό της πάλι ξεκινά. Αλλά αυτή τη φόρα αδιόρατα συγκρατημένο. Ο καμπούρης χαμογελά μωρά, ενώ ο Κυνηγός ξεσπά σε ένα άηχο γέλιο. Νιώθω τα τραντάγματα του. Μα δεν καταλαβαίνω. Τι συμβαίνει; Χαμένος ακόμα κοιτάω τον κακομοιριασμένο άντρα, όταν μια λάμψη στα μάτια του στιγμιαία, μου αποκαλύπτει την δική μου απροσεξία. Ο Πόθος.





    Φτάνουμε σε μια μονοκατοικία. Δεν ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια που οδηγούν στο σπίτι. Με τα τακούνια να βασανίζουν το υγρό έδαφος, η γυναίκα ακολουθεί ένα μονοπατάκι που οδηγεί στο πίσω μέρος του σπιτιού. Ο Πόθος σέρνοντας το κορμί που έχει δανειστεί , σκεπάζει τα πατήματα της. Μια αποθήκη μ’ ένα μεγάλο λουκέτο να την προφυλάσσει από τους τυχόν περίεργους, το τέλος του δρόμου μας.





    Στέκεται και με τα πόδια ανοιχτά δίχως να λυγίσει καθόλου το κεφάλι της για να κοιτάξει, την ανοίγει. Παραμερίζει για να προηγηθεί ο Πόθος. Φοβισμένα περνάει το κατώφλι και η πόρτα κλείνει πίσω του. Σκοτάδι.





    Μυρουδιά από ξύλο μουσκεμένο, μέταλλο και πλαστικό. Το φως ανοίγει.


    Ένας αυτοσχέδιος θάλαμος βασανιστηρίων.





    Δύο κορμοί καρφωμένοι στο έδαφος, παράλληλοι, στο ένα μέτρο ο ένας από τον άλλο. Κρίκοι μεγάλοι βιδωμένοι βαθιά σαν κάποιος το ξύλο να ήθελε να πληγώσει. Τρία ζευγάρια, ένα στην κορυφή κάπου στα δύο μέτρα ύψος, ένα στην μέση και ένα λίγο πιο πάνω από το έδαφος. Όργανα βασανισμού κρεμασμένα στο ξύλινο τοίχο. Τα πάντα στην θέση τους. Όλα τακτοποιημένα.





    Οι ανάσες τους χορεύουν μαζί με τις υπάρξεις μας κάτω από το χλομό φως. Της γυναίκας σταθερή, πειθαρχημένη ίσως από την Ιχνηλάτρια που τον Πόθο ακόμα δε θα ‘χει βρει. Δεν μπορούν τα μόρια μου να την φτάσουν, όσο και αν προσπαθούν οι απεγνωσμένες ανάσες του πλάσματος που δειλά λιμνάζει μπροστά της.





    Η γυναίκα αρχίζει να γδύνεται. Με κινήσεις σίγουρες μέχρι που το έργο της ολοκληρώνεται, αφήνοντας μόνο τις μπότες της.


    Ίσως σε κάποιους πολιτισμούς να έλειπε η μεγαλειώδης έμπνευση. Ίσως να υπήρχε και να κινούταν αόρατη στις σκιές. Το μήκος του σώματος της είναι μεγάλο, όσο απαιτεί η τέχνη ενός παθιασμένου σμιλευτή. Μια γυναίκα σαν και αυτή κανένας άντρας δεν θα μπορούσε να την φανταστεί δική του.





    Η μόνη φαντασίωση που θα επέτρεπε, η εικόνα που απλώνεται μπροστά μου, θα ήταν μία ομάδα σκλάβων που περίμεναν ένα μόνο νεύμα των μεγάλων ματιών της. Και όταν αυτή τους έδινε το δώρο και καθόταν στο σάρκινο της θρόνο, αυτοί θα ξεκινούσαν την μάχη μεταξύ τους. Ένας αγώνας μέχρι θανάτου.





    Μέχρι να μείνει ένας.





    Ο νικητής .





    Ο νέος θρόνος της .





    «Στους κορμούς». Οι λέξεις του Πόθου, ανατρέπουν τα δεδομένα που χτίζουν οι σκέψεις μου.





    Το πλάσμα πάει και στέκεται ανάμεσα τους. Σηκώνει τα χέρια ψηλά. Οι καρποί της φλερτάρουν τους κρίκους της κορυφής. Ανοίγει τα πόδια της όσο της επιτρέπει, η μικρή απόσταση σε σύγκριση με τις δυνατότητες της. Οι αστράγαλοι της, αγγίζουν τους τελευταίους.





    Ο Πόθος βαδίζει προς τα αντικείμενα που αδημονούν ανυπόμονα. Βλέπει ένα μεγάλο βρώμικο ψαλίδι και το παίρνει. Το φέρνει κοντά στη μύτη του και το μυρίζει. Εγώ και ο κυνηγός νιώθουμε τη σκουριά του και μια παχιά ζωώδης υγρασία που έχει επικαθίσει στην κόψη του.


    Περπατά προς την γυναίκα που περιμένει και σκύβει ανάμεσα στα πόδια της. Πιάνει την φούστα της και με το ψαλίδι ξεκινά να κόβει. Τα παραμορφωμένα χέρια που διαχειρίζεται δείχνουν να δυσκολεύουν το έργο του. Ελάχιστα λεπτά αργότερα, ολοκληρώνει. Σηκώνεται κρατώντας στα χέρια του τέσσερα πολύ λεπτά κορδόνια. Με τα δύο δένει τους καρπούς της κοπέλας στους πάνω κρίκους. Με δυσκολία τα καταφέρνει και με ακόμα μεγαλύτερη σκύβει για να δέσει τα πόδια της.





    «Είναι πολύ λεπτά και μ’ ένα ζόρισμα θα σπάσουν . Κάτι που δεν θα το θέλαμε γλυκιά μου. Συμφωνείς;» Οι τελευταίες λέξεις βγαίνουν με λαχάνιασμα και νιώθω το ξεψυχισμένο τόνο τους να με διαβρώνει.





    «Μάλιστα . Δεν πρόκειται Κύριε.» Οι δικές της εκπέμπουν σταθερότητα και σιγουριά. Αναρωτιέμαι τι να σκέφτεται η Ιχνηλάτρια. Να έχει ήδη υποψιαστεί;





    Ο Πόθος σηκώνεται ξανά και στέκεται ακίνητος μπροστά της. Είναι ψηλότερη από αυτόν και οι ανάσες του μας στέλνουν μέχρι την βάση του αψεγάδιαστου λαιμού της. Άρωμα παιδιού, τραγούδι εξωτικό.


    Αφήνει το βλέμμα του να ταξιδέψει πάνω της. Η κοπέλα το νιώθει και ανατριχιάζει. Πλησιάζει την ιδρωμένη του παλάμη, αλλά δεν την ακουμπά. Το δέρμα της βουλιάζει ανεπαίσθητα σα να την αγγίζει. Θα ‘λεγε κάποιος ότι με την βρώμικη αύρα που εκπέμπουν τα δάκτυλα του την βιάζει. Οι μυς της ευαίσθητοι και ατόφιοι αλλάζουν τον χάρτη του κορμιού της ακολουθώντας τις κινήσεις του. Η επιφάνεια μιας καθάριας λίμνης που κάποιος την βασανίζει με μαεστρία. Ένας αργός χορός, με τις απρόβλεπτες καμπύλες του να κάνουν το δέρμα άλλοτε να ικετεύει και άλλοτε να ευγνωμονεί. Ένα μονοπάτι γνωστό ανάμεσα στα σημεία που οι γυναίκες παραδίνουν με χαμόγελο στους εραστές τους. Ανάμεσα στο νεανικό στήθος της, γύρω από τέλειο αφαλό της που σε εκλιπαρεί να τον γευτείς, στρίβοντας και πάλι πριν φτάσει ανάμεσα στα πόδια της. Αποφεύγοντας να περάσει από σημεία που πριν βρισκόταν. Τιμωρώντας με την απόρριψη, την ομορφιά των σειρήνων που σε μεθούν με την εικόνα τους και σε παρασέρνουν με στην γλυκιά τους λήθη.





    «Σας παρακαλώ…» Φωνή σαν κερί που λειώνει.





    Την κοιτάει.





    «Σας ικετέυω…»





    Χαμογελάει.





    «Πάρτε με…»





    Αγγίζει τα μάτια της.


    «Εντάξει μικρή μου. Καλό ταξίδι …»





    Πέφτει !!!





    Γυμνή, από ψηλά με ένα στρώμα ζεστού αέρα να την συντροφεύει. Δεν μπορεί να αντισταθεί στα ρεύματα που αντιστέκονται στην πτώση της. Της ανοίγουν τα πόδια και τα χέρια διάπλατα. Μαστιγώνουν το σώμα της αδιάκοπα. Χτυπάνε το κέντρο της και τις ρώγες της με μανία. Προσπαθεί να φωνάξει αλλά ο άνεμος που εισβάλει στο στόμα της την εμποδίζει. Η ορμή των αερίων πολλαπλασιασμένη με την ταχύτητα αποκτά σχεδόν στερεή πυκνότητα. Μέλη αόρατα στο μάτι αλλά στιβαρά και σκληρά την ανοίγουν διψασμένα. Το σώμα περιστρέφεται και στροβιλίζεται δημιουργώντας έναν ασταμάτητο χορό διείσδυσης. Όποια πύλη από τις τρεις βρίσκεται αντιμέτωπη με τα ρεύματα ξεδιπλώνεται και γεμίζει σε οριακό σημείο. Λίγο πριν το τέλος της απόλαυσης, εκεί που ο πόνος περιμένει για να αρχίσει. Ελάχιστα πριν από τον πόνο το σώμα πάλι μέτωπο αλλάζει και σε νέα είσοδο τώρα ο άνεμος εισδύει.





    Νιώθει την ηδονή να καλπάζει στο κορμί της. Επικάθεται στους ναούς της σαν χείμαρρος που γεννιέται στην απότομη βροχή. Προσπαθεί να εστιάσει στην απόλαυση που σε εκείνο το σημείο πλημμυρίζει επικίνδυνα τις όχθες. Να μεταφέρει την συναίσθηση της εκεί και τότε ξανά η ηδονή δραπετεύει και πηδάει με μια στροφή τρελού αλόγου αλλού.





    Βασανίζεται κυνηγώντας τον άνεμο που απρόβλεπτος γλύφει με γλώσσες χίλιες εκεί που ιδρωμένη προσπαθεί να φτάσει.





    Σε χαοτικά μοτίβα ακολουθούμαι και οι τρεις μας. Η Ιχνηλάτρια, ο Κυνηγός και εγώ. Τρέχουμε δεμένοι στο ζεστό ρεύμα που μας σέρνει σε κάθε του παραβίαση. Ο Κυνηγός την γνώση της ύπαρξης του Πόθου, στην Ιχνηλάτρια έχει μεταφέρει που ψάχνει τα ίχνη του απεγνωσμένα. Το ρεύμα με μια άξαφνη κίνηση πάλι το σώμα περιστρέφει.




    Ακολουθούμε στην νέα διείσδυση και οι τρεις ξανά, υποψιασμένοι

    (συνεχίζεται)
     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Μόρια ανέμου, άγριοι ιππείς που κινούνται με ταχύτητα σε σάρκινα τούνελ διανθισμένα με νεύρα. Συγκρούονται στα τοιχώματα και κάποια ανατινάζονται δημιουργώντας ρωγμές. Από πίσω τους ακολουθούν οι ανιχνευτές που εισχωρούν στις πιο κρυφές πτυχές του οικοδομήματος, ψάχνοντας για τα ανεξερεύνητα κέντρα των πιο ζωώδη ενστίκτων.





    Νιώθω ότι παντού γίνονται μάχες με την διαφορά ότι δεν βλέπω την αντίσταση, παρά μόνο τους κατακτητές που καταπίνουν τους πειθήνιους αιχμαλώτους. Η δύναμη στα όρια της βίας, οι επιθέσεις που μόνο άτακτες και φρενιασμένα ολοκληρωτικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και η έλλειψη του οίκτου, που θεριεύει ταϊσμένος από την παράδοση.





    Οι τρεις μας παρασυρμένοι ακολουθούμε δεμένοι στις ουρές των σεληνιασμένων. Γητεμένοι, ρουφάμε μεθυσμένα τις εικόνες της ισοπέδωσης. Όπου υπάρχει νεύρο που απόλαυση έχει την δύναμη να πλάσει, σαν τα σκυλιά κάποια χωρίζονται από το κύμα και ορμάνε με λύσσα πάνω του. Το γλύφουν, το δαγκώνουν, το ξεσκίζουν, το κάνουν να ουρλιάζει εκλιπαρώντας να μην το αφήσουν ποτέ μόνο του ξανά.





    Παντού μικρές εστίες οργασμού. Δεκάδες που γίνονται γεωμετρικά χιλιάδες. Σημεία που επιμηκύνονται μέχρι να ενωθούν διαδοχικά. Ακτίνες που παγιδεύουν την πλάση τούτη από άκρη σε άκρη. Σφιχτά ακινητοποιούν την σάρκα και συμπιέζουν κάθε μορφή καμπύλης ή εξογκώματος στα μικρά ανοίγματα που αφήνουν. Σαν ζώα και στάζοντας υγρά, όχι σίγουρα όχι δικά τους, περικυκλώνουν τα ακάλυπτα και προς τα παρόν ελεύθερα τμήματα. Κίνηση ακόμα δεν κάνουν, περιμένουν. Ίσως να περιμένουν τους συντρόφους από πίσω να τελειώσουν το αναπόφευκτα σαγηνευτικά καταστροφικό τους έργο. Ίσως κάποια εντολή.





    Της Ιχνηλάτριας της ξεφεύγει ένα βογκητό. Άραγε απόλαυσης ή μήπως ανομολόγητου πόθου; Ιλιγγιώδη διασχίζουμε τους δρόμους που μπροστά μας ανοίγονται πλησιάζοντας στο κέντρο ύπαρξης της κοπέλας. Προς τον Κυνηγό στέλνω μια βουβή σκέψη.





    «Που πάμε ;»





    «Θα δεις . Κάπου πολύ πιο όμορφα.»





    Μια στροφή προς τα πάνω , μία σπηλιά που περνάμε βιαστικά και βουτάμε...





    Βουτάμε σε ένα λαβύρινθο. Το μυαλό της! Παντού λακκούβες με πηχτή και υγρή ύφανση. Σε διάφορα ύψη σε αφύσικές για την βαρύτητα γωνιές και θέσεις. Όσες ανάποδα στέκονται δεν στάζουν. Δείχνουν ρηχές, δείχνουν όμως μόνο. Το απίστευτο βάθος τους το συνειδητοποιώ, ίσως όχι τόσο όσο του αξίζει, όταν με την φόρα που έχουμε σκάμε στην πρώτη που συναντάμε...





    Ένα δωμάτιο, μία κρεβατοκάμαρα, μία λεπτή μάλλινη καφέ κουβέρτα, λευκές ημιδιαφανείς κουρτίνες, ένα κορίτσι που κάθεται πάνω στο κρεβάτι. Το κορίτσι νιώθει την θαλπωρή να το τυλίγει παρέα με το φως που τις χαϊδεύει τα μαλλιά της. Η μητέρα της σαν μια αέρινη νεράιδα χορεύει στο δωμάτιο συμμαζεύοντας το. Την κοιτάει μαγεμένη. Η εικόνα μεταμορφώνεται, αλλά όχι τα συναισθήματα.





    Το δωμάτιο γίνεται μπουντρούμι. Ένα στρώμα στο έδαφος ριγμένο, το κορίτσι πάνω του να κάθεται με τα χέρια του δεμένα. Η θαλπωρή παραμένει και η υγρασία τώρα, τα μαλλιά της να λάμπουν, κάνει. Ο Πόθος να τακτοποιεί τα διάφορα όργανα στην θέση τους. Τον κοιτάει μαγεμένη. Περνάμε σε άλλη ανάμνηση…





    Γρασίδι. Ένα κορίτσι, γυναίκα λίγο πριν την εφηβεία. Ένας σκύλος που χοροπηδά χαρούμενος. Ο πατέρας του κοριτσιού του πετάει ένα μπαλάκι του τένις και το τετράποδο σαν σφαίρα τρέχει να το πιάσει. Το κορίτσι ορμάει πάνω στον σκύλο για του πάρει το μπαλάκι και ο πατέρας πάνω και στους δύο. Όλοι μαζί ένα ξεκαρδισμένο κουβάρι. Γελάει σα να είναι η πιο ανέμελη μέρα της ζωής της. Επέμβαση…





    Το γρασίδι παραμένει. Τα σκυλιά, δύο, δεμένα να κοιτάζουν σαν φύλακες. Ένα νεαρό κορίτσι με περιλαίμιο περιμένει σε στάση προσοχής στα τέσσερα. Ο Πόθος πετάει το μπαλάκι προς τα σκυλιά. Κυλάει ανάμεσα τους και σταματάει ανάμεσα στα πόδια τους. Το ένα από τα δύο πειθαρχημένα το πατάει και περιμένει. Το κορίτσι μπουσουλώντας πλησιάζει ακολουθώντας την διαδρομή του. Φτάνει, κατεβάζει το κεφάλι της προς το έδαφος, πιάνει το μπαλάκι με τα δόντια της και γυρνάει πάλι μπουσουλώντας προς τον Πόθο. Το ακουμπά προσεκτικά ανάμεσα στα πόδια του σκαμνιού που κάθεται και τον κοιτάει. Της χαμογελά και την αγγίζει τρυφερά στο πρόσωπο. Νιώθει ευτυχισμένη για το μικρό της κατόρθωμα.





    Σκίζοντας το πέπλο περνάμε στην επόμενη …





    Αίθουσα τελετών. Ένα βάθρο. Μία ψηλή γοητευτική κοπέλα, κομψά ντυμένη, κοιτάει στο πλήθος. Αφήνει το βλέμμα της να κουρνιάσει στο περήφανο στήσιμο των γωνιών της. Εκφωνεί με δυνατή φωνή τον όρκο. Ο πατέρας της δακρύζει…αλλαγή…





    Η ίδια αίθουσα, το ίδιο βάθρο, η ίδια κοπέλα. Με αρχοντικό παράστημα και σταθερή φωνή κάνει την εκφώνηση. Οι άντρες και όχι μόνο νιώθουν δέος καθώς η αύρα της κοπέλας ασελγεί στις κρυφές τους σκέψεις. Η κοπέλα τελειώνει και το πλήθος ξεσπά σε ένα αυθόρμητο χειροκρότημα. Κατεβαίνει παίρνει το πτυχίο της από τον πρύτανη, γυρνάει με μέτωπο προς τους φωτογράφους, γονατίζει και με τα χείλια της προσεκτικά πιάνει το πτυχίο. Οι πάντες κοιτούν αποσβολωμένοι. Ένας καμπουριασμένος μεσήλικας, το μοναδικό πλάσμα που κινείται στην αίθουσα. Την πλησιάζει κρατώντας μία αλυσίδα που γυαλίζει, σαν αυτές που δένουν τα σκυλιά. Κάποιος φωτογράφος με ληθαργικές και ενστικτώδεις κινήσεις σηκώνει την μηχανή του. Ο Πόθος περνάει το γαντζάκι, από τον χρυσό κρικάκι που κρέμεται από το λιτό της μενταγιόν.





    «Μπράβο γλυκό μου».





    Η τρεμάμενη και χαμηλή σε ένταση φωνή του, ξυπνάει τους φωτογράφους. Τα φλας ξεσπούν φρενιασμένα πάνω τους. Ο Πόθος, βαδίζει μπροστά σέρνοντας το ιδιότυπο «σκυλάκι» από πίσω του που ακολουθεί πιστό και περήφανο σαν καθαρόαιμο .





    Άλλη μια ανάμνηση προς διόρθωση…





    Μέρα γάμου. Η Ιφιγένεια, κόσμημα που ξεχωρίζει ανάμεσα στο πλήθος που την αποθεώνει, βγαίνει από το γαμήλιο αυτοκίνητο κάνει ένα διστακτικό βήμα και δυο παιδιά πιάνουν την ουρά από το νυφικό. Ένας διάδρομος ανοίγεται από τους καλεσμένους που παραμερίζουν. Ο πατέρας της, την πιάνει από το ένα χέρι και νιώθει περήφανα υπεύθυνος για την τόση ομορφιά που ακτινοβολεί δίπλα του. Πλησιάζουν με βήματα αργά προς το γαμπρό. Ο αγαπημένος της, νιώθει δέος και κάπου κρυφά μέσα του, ένα μικρό φόβο για την απίστευτη τύχη του, να έχει ένα τέτοιο πλάσμα δίπλα του. Η Ιφιγένεια τον βλέπει και χαμογελάει σπέρνοντας σε όλα τα πρόσχαρα πρόσωπα που την περιτριγυρίζουν μια ανάμνηση που θα την θυμούνται για πάντα.





    Λίγο παραπέρα ο επαγγελματίας φωτογράφος, αποθανατίζει τις εικόνες που αυτή θα θέλει για πάντα να θυμάται. Κάτι στο βλέμμα του και στο στράβωμα των χειλιών του και λίγο πριν κρυφθούν πίσω από την μηχανή, την ταράζει. Ένας άντρας μεγάλος σε ηλικία και σίγουρα όχι όμορφος και όμως νιώθει κάθε φορά που την κοιτάει ένα μικρό σκίρτημα μέσα της. Στιγμιαία συννεφιάζει απαλά, το ίδιο και ο ουρανός σαν κάποιο συννεφάκι που περνάει βιαστικά μπροστά από τον ήλιο. Ο φωτογράφος κατεβάζει πάλι την κάμερα και της χαμογελάει. Το ίδιο και αυτή και συνεχίζει…





    Εικόνες μπερδεμένες, γλυκές και ποτισμένες με άρωμα και λιβάνι. Μελωδίες από φωνές, που εύχονται, γελάνε και δακρύζουν, χορεύουν αυθόρμητα στημένες…





    Ώρες μετά στο υπόγειο της αίθουσας της γαμήλιας δεξίωσης. Στις γυναικείες τουαλέτες, μόνη στο καθρέπτη μπροστά κοιτάει το πρόσωπο της. Στα δάκτυλα της παίζει αγχωμένη με το χαρτί που κρατά σφιχτά. Νιώθει να την καίει. Τι κάνει; Τι πάει να κάνει; Θέλει να το πετάξει, αλλά δεν μπορεί. Από την ώρα που της το έδωσε άλλαξαν τα πάντα. Μπορεί να το σκίσει και να συνεχίσει σα να μην συνέβη τίποτα. Βαθιά μέσα της δεν θέλει. Της το πέρασε στο χέρι, όταν της ευχόταν. Έσφιξε την χούφτα της για να μην το καταλάβει κανείς. Λίγο αργότερα το διάβασε κρυφά.





    «Στις 1 στις γυναικείες τουαλέτες»

    (συνεχίζεται)
     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Κοιτάει το ρολόι της, μία παρά πέντε. Πανικός την τυλίγει σαν ένα απότομο φύσημα, πρέπει να φύγει! Δεν μετακινείται όμως από την θέση της, σφίγγει κι άλλο το χαρτάκι. Και αν έρθει κάποιος άλλος; Μα τι σκέφτεται; Τι κάνει; Αφήνει τον αέρα να φύγει από τα σπλάχνα της. Παίρνει βαθιές ανάσες και διορθώνει το μακιγιάζ της. Ακούει βήματα να πλησιάζουν. Απρόσμενα δεν τρομάζει, της μοιάζουν οικεία δίχως το να ξέρει το γιατί. Ζεστό υγρό σαν να λιώνει από την μέση της επίπεδης κοιλιάς της απλώνεται σε όλο της το σώμα. Περιμένει…





    …τον βλέπει από τον καθρέπτη, που μπαίνει. Στέκεται και της χαμογελάει, τα πόδια της τρέμουν.





    «Γύρνα και κοίτα με», φωνή βαθιά, σαν μην είναι μόνο δική του.





    Γυρνάει υπνωτισμένη και άθελα της ανοίγει ελάχιστα τα πόδια της. Την πλησιάζει, με το ροζιασμένο χέρι του αγγίζει το αψεγάδιαστο πρόσωπο της. Γέρνει λίγο το κεφάλι της μπροστά για να το νιώσει καλύτερα κι αυτό αρχίζει να γλιστράει στο λαιμό της προς τα πίσω, μην παίρνοντας το βλέμμα από πάνω του. Χαράζει ένα δρόμο θερμό πάνω της, αλλά η Ιφιγένεια ανατριχιάζει σα να είναι γυμνή στο κρύο. Από τα χείλια της στο λαιμό της, ανάμεσα στα στήθη της που σφίγγονται με λαχτάρα, ένα μισοφέγγαρο από κάτω τους και ανεβαίνει στο ώμο της. Διατρέχει με τα βρώμικα νύχια του τη γυμνή της σάρκα μέχρι το μακρύ λευκό της γάντι. Στο καρπό σταματάει και την σφίγγει. Την τραβάει προς τις τουαλέτες. Διαλέγει την μεσαία ανάμεσα σε τρεις διαδοχικές. Μπαίνουν μέσα και κλείνει την πόρτα.





    «Γύρνα προς τον τοίχο και στηρίξου με τα χέρια σου στο καζανάκι»





    Το λευκό σατέν που φοράει θροΐζει και συνοδεύει τις κινήσεις της.


    Σκύβει μπροστά και η παθητικές καμπύλες της αναγκάζουν την μέση της σε μια ελκυστική καμάρα. Η άκρη του κοντού φορέματος ανασηκώνεται τόσο όσο να αποκαλύψουν λίγο περισσότερο το λευκό καλσόν άλλα όχι όσο η λευκή δαντέλα να φωτίσει το δρόμο προς τις ευαίσθητες περιοχές της. Αυτό το κάνουν τα χέρια του Πόθου.





    Σηκώνει το ύφασμα απότομα, βεβηλώνοντας την όποια ιεροτελεστία θα άξιζε σε τέτοιο πλάσμα. Ο κορμός της μετατοπίζει το βάρος στα χέρια της και τα πόδια της πιο ελεύθερα τώρα ανοίγουν για να καλοδεχτούν την βούληση του. Όλα γίνονται δίχως να της τα ζητήσει. Αυθόρμητα το σώμα προσπαθεί να διευκολύνει καθώς οι αισθήσεις βυθίζονται στην υγρασία που της προκαλεί.





    Αποδεσμεύει τις ζαρτιέρες της. Το τρυφερό της δέρμα νιώθει την ελάχιστη επαφή που μπορεί να έχει με τις άκρες των δακτύλων του ακόμα και όταν πια εκεί δεν βρίσκονται.





    Κατεβάζει με μία υποτιμητικά άτεχνη κίνηση το εσώρουχο της.


    Καλλιτεχνικά τα λικνίσματα της που υποβοηθούν την απελευθέρωση.


    Ο αντίχειρας του, χαϊδεύει τα λακκάκια στην βάση της μέσης της. Μόνη της αναγκάζει με τους μυς της ωμοπλάτης της την σπονδυλική στήλη να λυγίσει ακόμα περισσότερο.





    Ακολουθεί ένα δρόμο φυσικό που βαθαίνει χιλιοστό με χιλιοστό.


    Τα χέρια της δεν θέλουν πια να στηρίζονται. Αποστατούν και τις καμπύλες της απομακρύνουν για να φανερώσουν μυστικά. Τώρα στο δεξί της μάγουλο ισορροπεί.





    Φθάνει σε μια πύλη που εύμορφα σουφρώνει. Την πιέζει μαλακά.


    Χαλαρώνει, θέλει να ανοίξει την πύλη, που για πρώτη φορά στην αντίθετη κατεύθυνση να παραβιαστεί ζητάει.





    Βυθίζει τον αντίχειρα μέχρι την βάση του νυχιού του. Απρόσμενα εύκολα. Χαμογελάει.


    Από το στόμα της που ανοίγει, ξεγλιστράει ένα παρθενικό βογκητό.





    «Σου έχω ένα δωράκι. Το γαμήλιο θα έλεγα», στο ελεύθερο του χέρι μια λαστιχένια, μικρόσωμη και κομψή σφήνα. Την φτύνει στην κορυφή της και πιάνοντας την από την ελλειψοειδής της βάση, βοηθάει το σάλιο του να απλωθεί στο λειψό της μήκος.





    Δεν τον διακόπτει, ούτε με λέξεις, ούτε με νεύμα. Δεν θέλει. Δεν βλέπει. Περιμένει.





    Τραβάει τον αντίχειρα του και ακουμπά στην είσοδο την στρογγυλεμένης άκρη.





    «Δεν θα την βγάλεις. Θα αφήσεις να το κάνει ο σύζυγος σου»





    Νιώθει το δώρο του και ανοίγει τα πόδια πιο πολύ.





    «Θα γδυθείς, θα στηθείς και δίχως να του πεις τίποτα θα αναμένεις. Θα σοκαριστεί, αλλά στο τέλος θα τον κερδίσει η περιέργεια και θα το βγάλει.»





    Η σφήνα εισχωρεί μέσα της. Ο ερεθισμός της μεταφέρεται στην είσοδο και την υποδέχεται με λαγνεία.





    «Δεν θα απαντήσεις σε ότι και αν σε ρωτήσει. Θα περιμένεις…»



    Ο λεπτός της σωλήνας αγκαλιάζει την σφήνα.





    «…αν διστάσει θα τον κάνεις σκλάβο σου…»





    Ο λειτουργικός πάτος της σφραγίζει την είσοδο.





    «…αν μπει μέσα σου , δούλα του για πάντα θα γίνεις και εμένα δεν θα με ξαναδείς ποτέ.»





    Σφίγγεται με μια αίσθηση απώλειας να την τρομάζει και παγιδεύει την σφήνα που εφαρμόζει τέλεια. Σηκώνεται και γυρνάει γεμάτη αντιρρήσεις. Ο Πόθος δεν είναι πια εκεί.





    Οι αναμνήσεις αλλάζουν…





    Μέρα γάμου. Το αυτοκίνητο μπαίνει σε μια στροφή ακόμα και μετά ξανά στρίβει σε ένα μικρό και σχεδόν αθέατο χωματόδρομο. Τα δέντρα με το πυκνό τους φύλλωμα διεκδικούν το χώρο που τα χωρίζει. Τα χαμηλά κλαδιά τους χτυπάνε στα τζάμια. Σα να προσπαθούν να αρπάξουν το όχημα και λεία τους να το κάνουν.





    Η Ιφιγένεια δεν δείχνει να τρομάζει . Νιώθει το κολλημένο στο σώμα της, από βινύλιο φόρεμα να την κρατάει άκαμπτη στην θέση που την πρόσταξαν. Είναι ιερή μέρα για αυτήν σήμερα.





    Ανάμεσα στα δέντρα ένα παλιό αρχοντικό. Δίπλα στους χοντρούς τοίχους του από πέτρα και κορμό, στοιχημένα τέσσερα αυτοκίνητα. Μια ψηλή δεσποτική καμινάδα ξεφυσά το καπνό της στο βαθύ γαλάζιο του ουρανού. Το αυτοκίνητο τους σταματά δίπλα της. Ο οδηγός κατεβαίνει αλλά η Ιφιγένεια περιμένει ακίνητη κοιτώντας μπροστά. Η πόρτα της ανοίγει, πιάνει την αλυσίδα της.





    «Βγες» και την τραβάει προς τα έξω.





    Η Ιφιγένεια ξυπόλυτη εκτελεί. Στα πόδια της το υγρό και σκληρό χώμα την στηρίζει στα σταθερά της βήματα. Μπροστά ο δεσμώτης της, πίσω αυτή πειθήνια ακολουθεί τα ίχνη του. Μπαίνουν στο αρχοντικό. Ένα βαθύ τζάκι την κοιτάει λαίμαργα και μια φλοκάτη στρωμένη και παχιά την καλεί ικετευτικά. Κανείς άλλος. Δεν την αφήνει να κινηθεί προς τα εκεί. Την οδηγεί μέσα από ένα μικρό διάδρομο σε μια πόρτα που ανοιχτή και με τα πέτρινα σκαλιά της μοιάζει με στόμα που περιμένει να τους καταπιεί. Έτσι και γίνεται.





    Κατεβαίνουν σε μια υπόγεια σάλα. Στους επιστρωμένους από πέτρα τοίχους υπάρχουν οι λάμπες που φωτίζουν. Τρεις άντρες και δύο γυναίκες καθισμένοι την παρατηρούν με βλέμματα ψυχρά. Αποσπάται με ένα τίναγμα από τον στιγμιαίο δισταγμό της και κατεβαίνει το τελευταίο σκαλί.





    Την αφήνει ανάμεσα τους και πάει και στέκεται δίπλα στην, σαν θρόνο, μεγαλύτερη πολυθρόνα που κάθεται ο κύριος της. Ο Πόθος.


    Οι υπόλοιποι τέσσερις σε διάταξη τετραγώνου την γεύονται με τα μάτια τους, καλύπτοντας τις οπτικές που της επιτρέπει η θέση της. Ο Πόθος μιλάει…





    «Ξέρεις γιατί είσαι εδώ σήμερα;»





    «Για να γίνω και επίσημα δική σας», η φωνή της επιτηδευμένα δεν αφήνει κανένα χρώμα να αποκαλύψει τα όποια συναισθήματα της, όπως την έχουν διατάξει.





    Ο Πόθος με ρούχα χοντρά και μπότες να δείχνουν σκληρές και ανθεκτικές, χαμογελάει ικανοποιημένος.





    «Αποκάλυψε την». Δίνει στο άντρα που την έφερε μια χρυσή φαλτσέτα.


    Αυτός την παίρνει και την πλησιάζει από πίσω.





    Η Ιφιγένεια βαστάει την ανάσα της.





    Ακουμπά την στρογγυλεμένη αρχή της κόψης στο ξεκίνημα του φορέματος, στο μέσο της ωμοπλάτης της.





    Κλείνει τα μάτια. Τελευταία εικόνα, το σαρδόνιο χαμόγελο, της ηλικιωμένης γυναίκας που κάθεται αντικριστά της.





    Ο υπηρέτης πιέζει την φαλτσέτα και αρχίζει να τεμαχίζει.





    Ανοίγει το δρόμο στο ύφασμα με το κοφτερό μέταλλο. Η ώθηση είναι σταθερή και η λάμα αγγίζει ανεπαίσθητα το δέρμα κάτω από το βινύλιο. Η λεπτή γραμμή που κοκκινίζει με την ώρα, σημάδι της κατάκτησης.


    Επιδέξια χαράζει ένα ορθογώνιο με στρογγυλεμένες άκρες. Το κομμάτι αφαιρείται αφήνοντας μία μικρή σε πλάτος ζώνη, ένα πλαίσιο που οριοθετεί τα όρια του υφάσματος. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται και από μπροστά και το δεύτερο τμήμα του φορέματος καταλήγει στο έδαφος. Η Ιφιγένεια γυμνή, σαν ένα υπέροχο άγαλμα στέκεται ακίνητη.





    Η ηλικιωμένη γυναίκα σηκώνεται και την πλησιάζει. Ο υπηρέτης παίρνει τα δύο κομμάτια τα βάζει το ένα πάνω στο άλλο και αρχίζει να τα κόβει σε λεπτές λωρίδες.





    Η γυναίκα με το χέρια της γεμάτα από καφετί κηλίδες, να σιγοψιθυρίζουν τα χρόνια τους, δοκιμάζει την ελαστικότητα και φρεσκάδα της Ιφιγένειας. Νύχια κίτρινα από την νικοτίνη γδέρνουν ότι φθονούν. Η γλώσσα της λαίμαργα υγραίνει την σκασμένη λεπτή γραμμή των χειλιών τους. Πόδια μακριά λευκά, χέρια αψεγάδιαστα, σώμα καμβάς υπάκουος γεμίζει από άτεχνες παράλληλες καμπύλες.


    Πνιχτός ο λαρυγγισμός της νεαρής κοπέλας, δεκτικός σε κάθε είδους δράση.





    «Σ’ αρέσει το απόκτημα μου Νεφέλη;» Λέξεις μυτερές, ειρωνικά προκλητικές.





    Η Νεφέλη γυρνάει και ρίχνει ένα βλέμμα μοχθηρίας προς τον Πόθο.





    «Ότι αγάπη μου όμορφα καλεί δεν σημαίνει ότι κι απόλαυση χαρίζει».





    Το στόμα του στραβώνει ηλίθια προσπαθώντας να χαμογελάσει. Τα μάτια του όμορφα μπλε βαθαίνουν και μαύρα δείχνουν τις προθέσεις του.





    «Ένα φρούτο σου φανερώνει την γεύση του όταν το δαγκώσεις. Εκτός αν φοβάσαι ότι είναι δηλητηριώδης πικρή μου Νεφέλη;»





    Δεν τον κοιτάει καθόλου. Οι λέξεις του όμως την πονάνε. Βάζει τα δάχτυλα της στο κλειστό στόμα της Ιφιγένειας, αυτή τ’ ανοίγει πρόθυμα. Σπρώχνει τα δάχτυλα μέσα και με δύναμη τραβάει προς τα κάτω και την αναγκάζει να γονατίσει.





    «Νίκο! Βγάλε μου το παντελόνι.»





    Ένα από τους άντρες που κάθονται, σηκώνεται αμέσως και εκτελεί με σεβασμό.





    Τώρα η Νεφέλη είναι γυμνή από την μέση και κάτω. Το σώμα της χαμένο στο αντίκρισμα. Η Ιφιγένεια και γονατιστή φτάνει την γυναίκα στο πεσμένο στήθος της.





    «Νίκο, ξάπλωσε την βρώμα».





    Ο νεαρός, σχεδόν έφηβος, πιάνει την Ιφιγένεια από τα μακριά μαλλιά της και την ρίχνει ανάσκελα. Το κορίτσι πονεμένα του χαρίζει ένα γλυκό και ικετευτικό χαμόγελο. Του ζητάει βουβά να είναι τρυφερός μαζί της. Έχουν την ίδια ηλικία. Την φτύνει στο πρόσωπο και με το ελεύθερο του χέρι την πασαλείβει, με τα σάλια του. Η Νεφέλη του χαϊδεύει το πρόσωπο ικανοποιημένη.





    «Μπράβο μωρό μου. Τώρα κράτα την εκεί.»





    Κάθεται πάνω στο πρόσωπο της και το γέρικο αιδοίο της κολλάει σαν άρρωστη βδέλλα στο ανοιχτό στόμα του κοριτσιού.





    Η Ιφιγένεια νιώθει την ταγγίλα στην οσμή και μετά στην γλώσσα της. Χωρίς δισταγμό όμως αρχίζει να ρουφάει λαίμαργα…


    Συγκεντρωμένη σε αυτό που κάνει, σε αυτό που νιώθει, σε αυτό που γεύεται. Προσπαθεί να προσπεράσει αυτό που την αηδιάζει, να καθαρίσει αυτό που για καιρό διέξοδο δεν έχει, να εξαγοράσει τα σημάδια της Νεφέλης, με την φρεσκάδα των δικών της. Στιγμή με την στιγμή αυτό που την ξενίζει αρχίζει να της αρέσει. Η γλώσσα της πιο ευλύγιστα σα κοριτσάκι μεθυσμένο να χορεύει στις πτυχές, σ’ ένα χορό αποπλάνησης γύρω από τον πυρήνα. Τα χείλια της, με πάθος που φουντώνει, πιότερο να θέλουν τώρα να τρυγήσουν. Το υπόλοιπο σώμα της να αγνοεί την στάση του και κάθε εξωτερικό ερεθισμό. Στο στόμα, το δικό της, να μεταφέρεται η οντότητα της και να απολαμβάνει αυτό που κάνει. Όπως φαντάζεται να το κάνουν στην ίδια. Πρώτο το δικό της βογκητό και ακολουθεί της Νεφέλης. Σύμπλεγμα φθόγγων και παροτρύνσεων, μελωδίες μεθυστικές, χρώματα που γεμίζουν εύφλεκτα, την εικόνα που παραμορφωμένη απέχει χιλιοστά από τα μάτια της.





    Δεν ακούει, βλέπει, δεν μυρίζει, βλέπει, δεν γεύεται, βλέπει. Δεν αντιλαμβάνεται την προσταγή του Πόθου, ούτε την φαλτσέτα που αλλάζει χέρια και στον Νίκο καταλήγει. Μόνη της ανάγκη να βιώσει, την κορύφωση που πλησιάζει. Λαχτάρα της να μην χάσει τα βήματα της Νεφέλης που βιαστικά κινούνται προς το τέλος.





    Το κορίτσι φτάνει μαζί με την γυναίκα και αγγίζουν τον οργασμό ταυτόχρονα. Μια γυναίκα που σπάει το κορμί της καλπάζοντας στον τερματισμό. Ένα κορίτσι που ουρλιάζει και το στόμα της ανοίγει καταπίνοντας στάλες. Στάλες που γίνονται βροχή. Βροχή χρυσή από ούρα που ξεχύνονται ορμητικά στο πρόσωπο, στα χείλια, στο στόμα και καταπίνει εκστασιασμένη. Η Ιφιγένεια πίνει μεθυσμένη, διψασμένη και ο Νίκος με βία κόβει τα μαλλιά της άγαρμπα. Τούφες που πέφτουν σαν τα φύλλα στο φθινόπωρο. Σάρκα που ποτίζεται, στεγνή στο καυτό καλοκαίρι.





    Ώρα μετά, οι ήχοι ελάχιστοι. Οι κινήσεις μετρημένες. Η Ιφιγένεια στα τέσσερα, πιστή φοραδίτσα. Τα πλούσια μαλλιά της, ρεαλιστική αλογοουρά, να ξεπροβάλει από την δύστροπη την πύλη της. Ο τρίτος άνδρας γυμνός ερεθισμένος από πίσω της, αλλά όχι μέσα της. Το όργανο του αφύσικα τεράστιο, δείχνει με τα εφτά αυτοσχέδια δακτυλίδια κατά μήκος του, σαν μηχανή κάποιου κτηνώδους βασανισμού. Η Νεφέλη και ο Νίκος, αριστερά και δεξιά της κρατώντας δύο κοντόφθαλμα μαστίγια με λωρίδες από βινύλιο, πρόσφατα φτιαγμένα.





    «Τα λόγια τα έχεις μάθει ;» Ο Πόθος μέσα στο γερασμένο του σώμα, καθισμένος εμπρός της, με τα μεστωμένα του παπούτσια να κρατούν παγιδευμένα στο πάτωμα, τα εύθραυστα και μακριά της δάκτυλα.





    «Μάλιστα Κύριε»





    «Τότε ας αρχίσει η τελετή»





    Ο υπηρέτης αφαιρεί το φελλό από ένα σκονισμένο μπουκάλι, μάλλον με κρασί. Ταυτόχρονα ο άνδρας από πίσω της, απότομα τραβάει το ομοίωμα πέους, που στην βάση του δεμένα κρέμονται τα πολύτιμα μαλλιά της.





    Το κορίτσι με μια αντανακλαστική βαθιά αναπνοή, παλεύει να γεμίσει το κενό που δημιουργείται. Κρατάει για λίγο, σκύβοντας το κεφάλι, την πνοή φυλακισμένη στα σπλάχνα της. Σηκώνει πάλι το κεφάλι της και κοιτώντας με καθαρό βλέμμα τον Κύριο της απελευθερώνει τον χρωματισμένο από τις λέξεις της αέρα.





    «Κανόνας πρώτος».





    Οι λωρίδες από τα μαστίγια με λατρεία προσγειώνονται στο δέρμα της. Σφίγγεται αλλά δεν κομπιάζει.





    «Είμαι το αντικείμενο Του. Αναπνέω, κοιμάμαι, φροντίζω τον εαυτό μου γιατί Του ανήκω. Βελτιώνω την ποιότητα μου γιατί δεν του αξίζουν τα σκουπίδια».





    Η Νεφέλη και ο Νίκος την ξαναχτυπούν με δύναμη μεγαλύτερη από πριν. Η κοπέλα λυγίζει το σώμα της σαν κάποιο βάρος να επικάθισε λίγο πιο ψηλά από την μέση της. Τα οπίσθια της κλείνουν προς τα πάνω σα να προσφέρονται. Μία θελκτική προσφορά που δεν αφήνει τον άνδρα αδιάφορο. Με προσοχή και σταθερή ώθηση διαρρηγνύει τον σφιγμένο σφιγκτήρα και εισχωρεί μέσα της τρία εκατοστά μέχρι το πρώτο δακτυλίδι. Ο νέος κοφτός πόνος που μεγαλώνει συνεχώς αναγκάζει το κορίτσι να έρθει στην πρωτινή του θέση. Ο άνδρας την ακολουθεί δίχως να χάσει ούτε χιλιοστό. Ο υπηρέτης αδειάζει μία γενναία ποσότητα βαθυκόκκινου κρασιού πάνω της. Συνεχίζει…





    «Κανόνας δεύτερος. Είμαι ιδιοκτησία Του. Οτιδήποτε βιώνω, συμβαίνει στην κτήση Του και πρέπει το γρηγορότερο δυνατό να το Μάθει. Οι αποφάσεις είναι δικές Του και αν δεν είναι δυνατή η επικοινωνία πριν την εκτέλεση αντίδρασης, πράττω αναλόγως για το δικό Του μέγιστο συμφέρον».





    Τρίτο χτύπημα πιο λυσσασμένο. Τα δόντια της Νεφέλης τρίζουν. Αυτή την φορά το κορίτσι δεν λυγίζει. Το πρώτο δαχτυλίδι βιάζει την αντίσταση της και ο εκπορθητής εισβάλλει άλλα τρία εκατοστά μέχρι το δεύτερο. Κρασί ποτίζει τη πληγωμένη της πλάτη.





    «Κανόνας Τρίτος. Είμαι το παιχνίδι Του. Δεν μου προκαλώ ερωτικό ερεθισμό ή άλλου είδους προσωπική απόλαυση αν δεν μου το Επιτρέψει. Αυτός Διαλέγει το πώς, το πού και με ποιόν θα απολαμβάνω την οποιαδήποτε φύσης ψυχαγωγία».





    Το παράπονο του αέρα που σκίζεται βάναυσα. Τέταρτη φορά. Κοφτό ξεφωνητό. Το δεύτερο μεγαλύτερο δακτυλίδι προχωρά, τρία εκατοστά ακόμα και φτάνει στο τρίτο.





    «Κι άλλο κρασί μαέστρο». Πόθος που γλεντά…





    «Κανόνας τέταρτος. Είμαι η σκλάβα Του. Μπορεί να με Χρησιμοποιήσει όπως, όπου και όποτε θελήσει και το ίδιο σε όποιον ή όποιο Επιτρέψει Αυτός».





    Συγχρονισμένα και φρενιασμένα σαν να παλεύουν, τα μαστίγια μπλέκονται σώμα με σώμα για πέμπτη φορά. Σταγόνες κόκκινες βαθιές, ζεστές και κρύες που πετάγονται ψηλά. Δακτυλίδι τέταρτο και δώδεκα εκατοστά μέσα της. Οι λέξεις, οι επόμενες από ένα κορίτσι που φωνάζει.





    «Κανόνας πέμπτος! Είμαι αυτό που Θέλει να είμαι. Νιώθω ότι Αυτός Θέλει. Τα συναισθήματα μου είναι αυτά που Αυτός Καθορίζει να είναι. Όταν δεν μου Έχει Δώσει εντολές μόνο τα θετικά συναισθήματα για Αυτόν επιτρέπονται ».





    Πώς δεκάξι πόδια από λάστιχο χαοτικά πλεγμένα μπορούν να τερματίζουν μαζί, σκάβοντας στη σάρκα; Ο Νίκος φωνάζει από την προσπάθεια. Η Νεφέλη μια αναψοκοκκινισμένη μαινάδα που φτύνει προς κάθε κατεύθυνση. Το πέμπτο σημάδι φτάνει στην παραβιασμένη πύλη. Το κορίτσι νιώθει τις παρθενικές σπηλιές της να γεμίζουν με κάτι μεγαλύτερο από αυτήν. Ουρλιάζει!





    Ο Πόθος σκύβει με αφύσικη ταχύτητα για το σώμα του. Το πρόσωπο του απέναντι από το δικό της.





    «Συνέχισε !»





    «Καα..νόνας έκτος. Αν μου Επιτρέψει την πρωτοβουλία το…» ένας λυγμός μπουκώνει το στόμα της. Ακολουθούν και άλλοι ανεξέλεγκτοι.





    Ο Πόθος πιάνει το πρόσωπο της από τα μάγουλα.





    «Θέλεις να σταματήσεις; Απλά πες το και θα σε αφήσω να φύγεις».


    Μάτια ατόφια, κρυμμένες κι άπατες οι θάλασσες τους. Η Ιφιγένεια τα κοιτάει και ο ακριβός της έρωτας, δύναμη στη θέληση της βάζει. Δαγκώνει την γλώσσα της και συνεχίζει. Τα χέρια Του πηγή φωτιάς. Ερεθίζεται…





    «Κανόνας έκτος. Αν μου Επιτρέψει την πρωτοβουλία τότε μπορώ να κάνω ότι θελήσω αλλά Διατηρεί το δικαίωμα της άσκησης της κυριαρχίας Του πάνω μου, όποια στιγμή το Θελήσει.»





    Πετάνε τα μαστίγια και χτυπάνε με τα χέρια. Λυσσασμένα σκυλιά που περιμένουν για να εφορμήσουν. Δεκαοκτώ εκατοστά μέσα της συμπαγής σάρκας, την κάνουν να νιώθει θαλπωρή και παράδοση. Θέλει στην μανία τους να αφεθεί.





    «Κανόνας έβδομος. Του ανήκω για πάντα. Είναι και θα είναι Κύριος μου μέχρι το τέλος της ζωής μου και ίσως και μετά από αυτό. Ακόμα και αν έχω σχέση ή είμαι παντρεμένη με άλλον ή άλλη, με δυο Του λέξεις θα γίνεται ξανά ο Κύριος μου.» Τα πάντα παγώνουν και όλοι περιμένουν.





    «Δική μου»





    Το έβδομο σημάδι συναντά την πύλη. Κοιτούν τον Πόθο. Πρόσωπο αγάλματος, ανέκφραστο. Μόνο οι ανάσες. Μια ρυτίδα αρχίζει να βαθαίνει. Σαν ρήγμα που ανοίγει μετά από σεισμό, προκαλώντας τον τρόμο και το δέος. Τα χείλη του ανοίγουν, οι φλέβες του λαιμού φουσκώνουν και φωνάζει!





    «Δική σας!!!»





    Ο Νίκος και η Νεφέλη χιμούν στην σάρκα της. Σεληνιασμένοι δαγκώνουν, φτύνουν, χτυπάνε, τρίβουν, τσιμπούν και κλοτσάνε.


    Ό άνδρας από πίσω της, τραβιέται αργά μέχρι το τεράστιο όργανο του να βγει από μέσα της. Ξαναμπαίνει πιο γρήγορα αυτή την φορά. Ξαναβγαίνει, ξαναμπαίνει ρυθμό που μεγαλώνει. Μέσα ξανά, έξω. Τρένο που ταχύτητα αναπτύσσει. Ρυθμός που φτάνει φρενιασμένος την τρέλα των άλλων. Ένα έμβολο που γαμάει ασθμαίνοντας. Ο υπηρέτης κατεβάζει το παντελόνι του στο πρόσωπο της μπροστά και την κατουράει. Η κοπέλα πρόθυμη, πίνει. Το πλησιάζει. Καταπίνει. Κι άλλο. Το ρουφάει, το γλύφει, το βάζει βαθιά στο στόμα της και το χρυσό υγρό συνεχίζει να ρέει όπου διέξοδο βρίσκει καθώς το μόριο του φουσκώνει.





    Η Ιφιγένεια απλώνεται στο αέρα που την παρασέρνει και το σώμα της δικό Του.





    Ο Πόθος τους κοιτάει, ανοίγει το στόμα και αρχίζει να ουρλιάζει. Ήχος που καίει το μυαλό, λάμψη λευκή που απορροφά και που σκεπάζει. Μία δίνη γαλακτώδης που παρασύρει τις εικόνες και εμάς μαζί, σε ένα χωροχρονικό στρόβιλο. Αντικείμενα, εικόνες, αμαρτίες που στροβιλίζονται μαζί μες τις συνειδήσεις μας. Πίσω. Πιο πίσω. Στην αποθήκη ξανά.





    Ένα κορίτσι. Μια ανυπέρβλητης ομορφιάς παράδοση. Ο πόθος κάθε άντρα. Ο Πόθος. Ένα καταβεβλημένο από το χρόνο κορμί. Σταγονίδια από ανάσες. Εμείς αιωρούμενοι. Ο Πόθος κοιτά το υποταγμένο πλάσμα με ικανοποίηση. Την επόμενη στιγμή το βλέμμα του γεμάτο απορία. Κάτι μετακινείται στο φως και στις σκιές ξεφεύγει. Ο Πόθος σκοτεινός το σώμα αφήνει. Ένα σκηνικό που κλείνει, εικόνες που συμβαίνουν και που ακολουθούν, πολλές.





    Ο γέρος συνεχίζει να κοιτάει το κορίτσι αποσβολωμένος. Το κορίτσι που από το περίπτερο του, μόνο να θαυμάζει μέχρι τώρα μπορούσε. Πως βρέθηκε εδώ; Αυτός, που την τελευταία φορά να πέφτει να κοιμηθεί, θυμάται. Αυτή που λίγες ώρες πριν, από το περίπτερο του να παίρνει τσιγάρα και να αποχωρεί με ένα λίκνισμα και για τα διψασμένα μάτια του νέκταρ, θυμάται και τώρα εδώ. Που; Γυμνή μπροστά του. Πως;


    Σοκ που βαστάει λίγο.





    «Κύριε και αφέντη μου για πάντα δική σας», λέξεις μέθης και έρωτα.


    Για αυτόν; Πως; Δική του; Χαμογελάει. Τι σημασία έχει. Τι και αν όνειρο σημαίνει. Ακόμα καλύτερα κι αν όχι. Είναι δική Του!





    Ένα φάντασμα που αποχωρεί. Ο Πόθος φεύγει. Στέκομαι αβαρής στον αέρα και παρακολουθώ μη ξέροντας τι να κάνω. Η Ιχνηλάτρια στροβιλίζεται προσπαθώντας να τον φτάσει. Τα σταγονίδια της, άλματα μικρά, απ’ τη δύναμη του θέλω της, βήματα τεράστια για την βαρύτητα, που της χαρίζει λίγα εκατοστά πιο κοντά του. Ένα τραγούδι που μελαγχολικά και πάλι σβήνει. Ακόμα πιο κοντά του. Οι σταγόνες την Ιφιγένειας, την ψυχή της Ιχνηλάτριας προσπαθούν να μεταφέρουν. Αλλά λυγίζουν. Ακόμα πιο κοντά. Στο βρώμικο πάτωμα καταλήγουν. Ακόμα πιο κοντά. Τρεις οι τελευταίες. Η σκιά του Πόθου σταματά. Δύο σταγόνες, μια παλάμη μακριά. Μία μένει. Μια ύστατη προσπάθεια. Ο χρόνος να βοηθήσει θέλει . Λίγο ακόμα . Φτάνει. Στην μύτη της σκιάς ακουμπά. Γεύεται το άπειρο και το γλυκό του χρώμα και μετά…





    Ο Πόθος φεύγει! Χάνεται οριστικά και η σταγόνα καταλήγει και αυτή στο πάτωμα.





    Ο Κυνηγός σε ένα τρελό χορό το ρίχνει. Στροβιλίζεται γύρω από το γέρο που την κοπέλα γεμίζει με λαίμαργα φιλιά. Μία φιγούρα που δυναμώνει και φουντώνει και θεριεύει και μας παρασέρνει, πίσω στο κάστρο. Εγώ, ο Κυνηγός και η Ιχνηλάτρια.





    Η Ιχνηλάτρια κλαίει, γονατισμένη. Τα γυμνά της νευρώδη πόδια διπλωμένα. Τα δάκρυα της, υγρά διαμάντια που λιώνουν, αφήνοντας δρομάκια αθωότητας, στα χρώματα πολέμου που έκρυβαν μέχρι στιγμής το πρόσωπο της.





    Την θέλω. Θέλω να την αγκαλιάσω, να την παρηγορήσω, να την νανουρίσω. Στα χέρια μου το ακριβό της κεφάλι, να προστατέψω. Να ηρεμήσω τις ανάσες της και από λυγμούς, σε φτερά που αιωρούνται να τις οδηγήσω. Να κοιμηθεί και εγώ εκεί ακίνητος να στέκομαι και να την στηρίζω στα γλυκά της όνειρα.





    «Πονάει..» φωνή από κρύσταλλο που φρεσκάρει τις σταγόνες της βροχής.


    «…νιώθει μόνος. Νιώθει να πεθαίνει. Θέλει να νιώσει…» ρυάκια που κυλούν σε μια πολιτεία άδεια. Μελαγχολική. Ξεχασμένη. Καθάρια.





    «Μίζερος και κακόμοιρος.» Δηλητηριασμένα καρφιά. Ο Κυνηγός στέκεται όρθιος και επιβλητικός. Ακουμπά στο τζάκι του Βορρά και διαλέγει λέξεις.





    …τη ζωή.» Φράση που ακολουθεί από κεκτημένη ταχύτητα, πλάθεται από το στόμα της αγαπημένης μου ηρωίδας.





    «Άπληστος σαν τα ανθρωπάκια.» Λέξεις που εξοργίζουν.





    Το γεράκι που βουτάει να το δει κανείς μπορεί; Τις ραβδώσεις μιας τίγρης που επιτίθεται; Ένα σώμα μαγικό και θλιμμένο με μια έκρηξη πετάγεται όρθιο σαν το ελατήριο μιας παγίδας, αρπάζει το όπλο του. Τα πάντα γύρω δείχνουν να βαλτώνουν σε χρόνο ιξώδες, σε σχέση με την κίνηση της. Δύο στροφές, σκίζει τον αιθέρα, τένοντες και χορδή που διαστέλλονται πιο γρήγορα και από την σκέψη και ξεπερνούν την ηθική της αντίληψης.





    Ο χρόνος κυλάει και πάλι κανονικά, με μια νέα εικόνα.





    Η Ιχνηλάτρια, σε στάση μάχης με το τόξο της τεντωμένο και ένα μακρύ βέλος να περιμένει ένα της τρεμόπαιγμα. Σημαδεύει τον Κυνηγό στο πρόσωπο από ένα βέλος απόσταση. Τίποτα δεν μπορεί να επιβιώσει από τόσο κοντά. Ατάραχος, αμετάβλητος, συνεχίζει…





    «…που δεν απολαμβάνουν αυτά που δεν πιστεύουν ότι τους αξίζουν».





    Κλείνει το στόμα του. Παγωμένος σαν φίδι που κοιτά και περιμένει.





    Η Ιχνηλάτρια , ανταποδίδει το βλέμμα και αφήνει την χορδή. Το βέλος γεμίζει το κενό που μεσολαβεί από το πρόσωπο του.

    (συνεχίζεται, άχυρα οι σκέψεις, στη φωτιά θα δυναμώσουν)
     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Ο Κυνηγός, άρχοντας του χωροχρονικού συνεχές σε αυτό το κομμάτι από βράχο που σε νησί φαντάζει, με μαεστρία νουθετεί τον χώρο και πατρονάρει τον χρόνο. Άλλωστε το κάστρο του, δεν ανήκει σε αυτό τον πλανήτη. Ούτε καν σε αυτό το σύμπαν. Εξόριστος από τους Δίχως Όνομα Θεούς σε μία σανίδα που πλέει στο πουθενά, βρίσκεται. Τον έσερναν σε ένα τεράστιο κλουβί προς τον τόπο της τιμωρίας του και αυτός με την δική του τέχνη, αποπλάνησε την μικρή θεά Τους. Σε μια στιγμή που κανείς δεν μπορούσε να δει, καλυμμένη από το μαγικό της πέπλο, του χάρισε τις αναμνήσεις του Πόθου και αυτό της το ανταπέδωσε με ένα του φιλί. Το φιλί του δηλητηριασμένο, χρωμάτισε κάθε της κύτταρο, με την μαύρη φωτιά του και την παρθένα ψυχή της με γκρίζο μίσος. Ένας πόλεμος που ξεκίνησε πριν από εκατομμύρια ανθρώπινες γενιές και που μέρος σε αυτήν την ιστορία, τώρα δεν βρίσκει.





    Ο Κυνηγός, εκδιώχθηκε σε αυτόν τον βράχο που δεν είχε χρόνο μα μήτε χώρο. Με ψευδαισθήσεις, έπλασε τα πρώτα χτίσματα. Έσπειρε λουλούδια που στο άρωμα τους, έκρυβαν και μια ανάμνηση. Σειρήνες τα ακριβά λουλούδια, καλούσαν αυτoύς που το κατάφερναν, στο νησί του Κυνηγού. Παγίδες ποτισμένες με την ανάσα του Πόθου και όταν το δόκανο τους σφράγιζε πάνω στων αγγέλων τα φτερά, αιχμαλώτιζε την θέληση τους. Ρυθμιστής του χρόνου του μέρους τούτου, έπαιζε μαζί τους, σε μικρές δικές του στιγμές που χιλιετηρίδες για αυτούς γενόταν. Και οι άγγελοι λυγίζουν και καταρρέουν. Δεν πεθαίνουν, γιατί αθάνατοι είναι. Απλά κοιμούνται. Σε ένα γλυκό και τρυφερό ύπνο, για πάντα.





    Σαν συλητής, ο κορυφαίος όλων, έγδυνε τα πλάσματα. Αποδομούσε, αυτά τα πανάρχαια συμπυκνώματα, θεϊκών τραγουδιών και πανάρχαιων μύθων. Με τα πολύτιμα υλικά τους έχτιζε το Κάστρο του. Με τα υπολείμματα από την σάρκα τους και τις μικρές ατέλειες που στα σώματα τους απειροελάχιστες υπήρχαν, έπλασε τον λαό που βρίσκεται γύρω από το νησί. Με τα κόκαλα τους έπλεξε θεόρατα βουνά. Με την λάμψη των ματιών τους, γέμισε τα φεγγάρια του. Με της ψυχής τους την απόσταξη, έδωσε ζωή στην πλάνη του. Και συνεχίζει…





    Το βέλος φεύγει, από τα δάκτυλα της, με στόχο τον Κυνηγό. Στην επόμενη σελίδα η εικόνα, διορθώνεται από τον ίδιο. Σαν χαρτιά που ανακατεύονται, η θέση και η πορεία του βέλους αλλάζει. Εξαφανίζεται από εκεί που στον καλπασμό του χρόνου βρισκόταν και εμφανίζεται με τρόπο κακόβουλο δικό του, να πορεύεται προς έναν χλομό καθρέπτη.





    Η Ιχνηλάτρια, δεν προλαβαίνει να γυρίσει, ακούει τον ήχο από το θρυμμάτισμα. Σαν αφύλαχτο παράθυρο διαλύεται και απελευθερώνει το κενό που λαίμαργα φωνάζει για τροφή. Μια χοάνη στριγκλίζει και τα αυτιά μας θα μάτωναν, αν μπορούσαν. Σαν αέρας που εφορμά σεληνιασμένος προς την ρωγμή, τα είναι μας, ταξιδεύουν μέσα του…
    (συνεχίζεται)
     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    …κλωστές.

    Ένα απίστευτο θέαμα, από μικρούς ιστούς που δεσμεύουν τον χώρο. Ένα δωμάτιο φωτισμένο με κεριά. Το φως είναι αρκετό ώστε να φαίνονται οι κλωστές που ξεκινούν από το ένα τοίχο και καταλήγουν στο απέναντι ή και στο διπλανό του.

    Πινέζες καρφωμένες σε διάφορα ύψη και σε ασύμμετρες θέσεις, κρατάνε τα λεπτά νήματα τεντωμένα, στο ξεκίνημα και στο τελείωμα τους. Μοιάζει σαν ένα τεράστιο ιστό ή μάλλον σαν πολλούς ιστούς που παγιδεύουν το δωμάτιο, αφήνοντας ένα κενό χώρο στο κέντρο.

    Εκεί κάθεται στο πάτωμα ο γυμνός άντρας. Τα νήματα με τον ευαίσθητο κορμό τους, σχηματίζουν ένα αδιαπέραστο για ανθρώπινο ή και μικρότερο σώμα, σωλήνα, με πάχος τοιχωμάτων, κάπου μισό μέτρο. Αδιαπέραστο όχι λόγω αντοχής τους.

    Τίποτα δεν μπορεί να μπει ή να βγει από το κύκλο που βρίσκεται ο άντρας, δίχως να σπάσει τα δεκάδες νήματα που του κλείνουν τον δρόμο. Όλα τα νήματα στέκονται άθικτα και στρεσαρισμένα και τον κρατούν φυλακισμένο.

    (συνεχίζεται)
     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Είναι μέτριου αναστήματος, με εύρωστη κορμοστασιά και κοντά μαλλιά. Ένα σώμα που θυμίζει αρχαίο αθλητή. Θρονιασμένος στο πάτωμα, έχει τα πόδια διπλωμένα σε μια στάση που μοιάζει τελετουργική και τον κορμό του στητό. Τα μάτια του κλειστά, τα χείλια του γεμάτα, όμορφα με ένα μουντό κόκκινο χρώμα να τα συντροφεύει.

    Θα μπορούσε να κοιμάται, αν δεν τρεμόπαιζαν ακανόνιστα κάποιοι μυς στην πλάτη του.

    Θα έμοιαζε εγκλωβισμένος, αν η ανάσα του δεν έβγαινε αβίαστη από το πλατύ στέρνο του.

    Θα έλεγε κάποιος ότι πριν από λίγο βρέθηκε σε αυτή την θέση και ότι οι ίνες της φυλακής του, έκλεισαν τις διεξόδους, δευτερόλεπτα πριν. Αλλά το γυάλινο μπουκάλι μπροστά του, γεμάτο κατά το ένα τρίτο με ένα κιτρινόχρωμο υγρό οικείας προφανής προέλευσης, καταμαρτυρεί το αντίθετο.

    Σαν πνεύματα πιο ελαφριά κι από τις ανάσες, πλέουμε ανάμεσα από τις κλωστές. Η Ιχνηλάτρια, γεμάτη απορία διασχίζει κάθε πιθαμή του χώρου. Ο Κυνηγός ξεχειλίζοντας από μοχθηρία και με μία νότα καχυποψίας με παρακολουθεί. Εγώ σοκαρισμένος παρακολουθώ τον εαυτό μου να στέκεται μπροστά μου. Γονατισμένος και γυμνός. Λίγο πριν το φινάλε του. Οι τελευταίες μου στιγμές. Το Ρέκβιεμ μου…

    Σκέφτομαι. Υπάρχω; Αντιλαμβάνομαι. Ζω; Θυμάμαι μετά το θάνατο μου. Σχεδόν μυρίζω το άρωμα στην ατμόσφαιρα. Τη ένταση. Τα κύματα ανυπόφορης αναμονής και τις κοιλάδες στιγμιαίας ηρεμίας. Αγγίζω το σώμα μου. Το ξαναζώ;

    Κάθε θόρυβος και μία ιαχή, που ξυπνάει τις αισθήσεις μου. Μήπως έρχεται; Το ρολόι στον τοίχο, είναι πληγωμένο. Ο δείκτης του μοναχός. Βαδίζει γρήγορα. Ένα λεπτό την βόλτα. Σα να καλεί τις σκιές να ταξιδεύσουν μαζί σε μια βόλτα παραφροσύνης.

    Δεν ξέρω τι ώρα είναι.

    Πρωί ήταν, όταν η Πηγή του Φωτός μου με διέταξε να καθίσω πάνω στην στρογγυλή φλοκάτη. Έβαλε τις πινέζες. Μαύρες όλες. Δεν θέλει περισπασμούς. Έτσι τους προσφωνεί. Κάθε ζευγάρι και μία κλωστή. Αλλά πριν από αυτό έκλεισε τα παντζούρια και μετά κρέμασε κουβέρτες από τις κόγχες τους. Ζορίσθηκε, αλλά κατάφερε να κλείσει και τα παράθυρα , συμπιέζοντας και αποκλείοντας, κάθε ήχο και κάθε αχτίδα, δημιουργώντας, την τελευταία της έμπνευση. Το Μαύρο δωμάτιο. Και μετά οι κλωστές …

    Σαν την ζεστή θάλασσα στην άμμο, η θαλπωρή που μου γεννούσε η φιγούρα της, εμπρός μου χόρευε. Έπλεκε ένα τρισδιάστατο υφαντό, δένοντας με μαεστρία τις άκρες της κλωστής και προσεκτικά μαζεύοντας την όποια καμπύλη τολμούσε να αποστατήσει. Δεν ξέρω πόσες ώρες, πέρασαν. Ρουφούσα την μαγεία της, από τα κενά που σιγά σιγά χανόντουσαν. Τα μαλλιά της τιθασευμένα, τα χέρια της λευκά, τα μάτια της φεγγάρια, τα πόδια της, οι ιεροί μου κίονες.

    Διψούσα; Νερό είχα. Ένα μπουκάλι ακόμα, με συντρόφευε για την όποια βρωμιά μου, όπως μου είπε με την ναζιάρικη της φωνή. Μετά με άφησε…

    Αλλά μόνο προσωρινά. Έκανε μπάνιο. Στέγνωσε τα πλούσια μαλλιά της. Βάφτηκε. Ντύθηκε. Δεν την έβλεπα, την άκουγα. Με αυτούς τους ήχους που τόσο οικεία πια έκαναν την καρδιά μου να λικνίζεται στις εναλλαγές τους. Όταν τελείωσε, ήρθε! Πάντα το κάνει. Μια ιεροτελεστία.

    Στέκεται με τα πόδια ανοιχτά. Ποτέ δεν μιλάει. Οι κινήσεις της, αργές όχι όμως νωχελικές. Σαν μια μπαλαρίνα που ξεκινά από μια θέση χαλάρωσης και στοχεύει προς την έκταση. Πρώτα γέρνει το κεφάλι της προς τα πίσω. Τα μαλλιά της ξεμπλέκονται, απελευθερώνονται, κρεμιούνται. Ο λαιμός της, αψεγάδιαστος να φλογίζει τα χείλια μου.

    Τα χέρια της, στο δικό τους ρυθμό, τις ραφές πρώτα διατρέχουν. Το σώμα σε μια καμπύλη που μιλά, περιστρέφεται σαν μια πορσελάνινη κούκλα, σε βάση που γυρνά. Τα δάκτυλα της, επιδέξια δείχνουν να αποφεύγουν και ξαναγυρνούν. Θωπεύουν και αποπλανούν και μετά δήθεν τρομαγμένα, βιαστικά απομακρύνονται. Ένα πλάσμα αθώο στην αρχή να δείχνει και στιγμή με την στιγμή σε μια κολασμένη ιέρεια να μετατρέπεται. Ο ρυθμός πάντα αυξάνει. Τα χέρια τσιμπούν, τρίβουν, ερεθίζουν, υγραίνουν. Τα χείλια της πυρωμένα ανταγωνίζονται την φλόγα των ματιών της.

    Είναι έτοιμη! Έτσι θα βγει. Έτσι βγαίνει πάντα. Υγρή. Δύο λέξεις, με φωνή ώριμη και παιδική συνάμα.

    «Να περιμένεις». Η πόρτα κλείνει πίσω της…

    …και μετά μόνος. Η πόρτα του δωματίου κλειστή. Μεγάλα χοντρά κεριά ύψους ενός μέτρου, μου θυμίζουν συνεχώς την απουσία της. Οι κλωστές δεν με πείθουν για το αδιαπέραστο τους. Όποια στιγμή θελήσω, μπορώ να σηκωθώ και να ανοίξω έναν ανέμελο δρόμο διαχωρίζοντας τους. Αλλά δεν θέλω. Δεν θέλω να καταστρέψω κάτι που με τέτοιο κόπο έφτιαξε. Άλλωστε η πειθαρχία στην Πηγή μου, τις δυναμώνει. Δεν νιώθω εγκλωβισμένος, ακόμα. Υπήρξαν και άλλες φορές, που με διέταξε να μείνω σε μία θέση, όσο απολάμβανε την έξοδο της.

    Στις αρχές, μπορούσα να φεύγω από το δωμάτιο μόνο όταν ήθελα να ικανοποιήσω τις ανάγκες μου. Καθόμουν για κάποια ώρα στην θέση μου. Μετά όμως η νευρικότητα μου με μετακινούσε. Λίγα διστακτικά βήματα στο διάδρομο. Αφουγκραζόμουν, μήπως και έρχεται.

    Ακουμπούσα το αυτί μου στην εξώπορτα, άνοιγα, έκλεινα την τηλεόραση. Περπατούσα γρήγορα, σιγομουρμούριζα ρυθμούς, προσπαθώντας να βιάσω το χρόνο σε πιο βιαστικό καλπασμό. Όταν άκουγα τα τακούνια της στις σκάλες έτρεχα στην θέση μου. Ερχόταν και με έβλεπε εκεί που με είχε αφήσει. Με ρωτούσε και της έλεγα μικρά αθώα ψεματάκια. Τα ίχνη μου τα κάλυπτα. Με πίστευε; Έτσι νόμιζα.

    Καθόταν, στην πολυθρόνα απέναντι μου και μου εξιστορούσε, πως είχε περάσει. Μαγεμένος ρουφούσα την κάθε λεπτομέρεια. Την φανταζόμουν. Το γεμάτο νάζι πρόσωπο της, να γελάει με τους φίλους της. Τίποτα το πονηρό. Χαλαρές βόλτες με την παρέα της. Όταν τελείωνε με ρωτούσε αν ήμουν φρόνιμος. Της έλεγα πως ναι. Με έβαζε να την γδύσω. Τα χέρια μου έτρεμαν. Με έβαζε να της πω, πόσες φορές βγήκα από το δωμάτιο, για πόση ώρα, πως ένιωθα. Με κάποια ενοχή, της έλεγα το ένα εικοστό, από όσα είχα κάνει. Φοβούμουν. Δεν ήθελα να την θυμώσω. Ήταν και λίγο ο εγωισμός που με βοηθούσε και το βλέμμα μου δεν ήταν κατεβασμένο. Ξάπλωνε στο κρεβάτι και με έβαζε να την γλύψω. Μέχρι να τελειώσει. Τίποτα άλλο δεν μου επέτρεπε όταν είχε εξόδους.

    Άρχισε να γυρνάει πιο αργά. Θύμωνα. Δεν της το έδειχνα. Το όποιο αρνητικό συναίσθημα εξανεμιζόταν, όταν την έβλεπα. Κάθε μου οργισμένη έκρηξη όταν την περίμενα, μου φαινόταν μακρινή, όταν τα χέρια μου ένιωθαν την θέρμη του κορμιού της. Πήγαιναν για χορό. Μου περιέγραφε με λέξεις, αθώα αυθόρμητες το πως χόρευε, σε τι ρυθμό, με ποιους. Τα μάτια της έλαμπαν. Ζοριζόμουν. Διοχέτευα τη ζήλια μου, στο πάθος της γλώσσας μου. Στις καλές βραδιές, με έβαζε να συνεχίσω. Οι οργασμοί της, που της πρόσφερα, άφηναν το σώμα της ανικανοποίητο. Γυρνούσε, όλο και πιο ερεθισμένη.

    Ένα Σαββάτο, ήρθε ξημερώματα. Της είχα κάνει αναπάντητη. Δεν μου είχε απαντήσει. Τα ρούχα της φαινόταν στραβά στρωμένα. Δεν μου μίλησε. Τη ρώτησα. Μου έριξε ένα βλέμμα, θυμωμένο. Ίσως και περιφρονητικό. Γδύθηκε μόνη της. Ξάπλωσε. Την κοιτούσα μη ξέροντας τι να κάνω. Δίπλωσε τα πόδια της στα γόνατα και τα άνοιξε. Άρχισε να χαϊδεύεται. Της ζήτησα συγνώμη. Τα χέρια της πιο βίαια. Τα νύχια της χάραζαν σχέδια στο σώμα της. Την παρακάλεσα. Πιο άγρια. Δεν άντεξα. Έκανα να την πλησιάσω. Σήκωσε το κεφάλι της. Το σχήμα των ματιών της άλλαξε. Οι λέξεις της, κοφτερές, με πόνεσε.

    (συνεχίζεται)
     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Έκανε έρωτα στον εαυτό της. Άγρια, απαιτητικά, με πάθος. Σαν να ζητούσε κάτι, κάποιον. Όσο περισσότερο ανέβαινε, τόσο περισσότερο οργιζόταν, που δεν υπήρχε κάποιος να την πάρει. Έβλεπα τις θέσεις που το σώμα της έπαιρνε. Μια θάλασσα που φούντωνε και ξεσπούσε στα μάτια μου, απογοητευμένη που δεν τολμούσε κάποιος να τη δαμάσει. Οι φωνές της συνόδευαν τα πόδια της. Τα χέρια της ακολουθούσαν τις εκφράσεις του προσώπου της. Ήθελε, ζητούσε, άνοιγε τις πύλες της τόσο επιτακτικά που τις βίαζε. Έφτανε στον οργασμό και σταματούσε. Στριφογυρνούσε στο κρεβάτι, με υστερική αναρχία. Γυρνούσε, στηνόταν, ξέσκιζε τον εαυτό της, έγλυφε τον τοίχο, το μέταλλο του κρεβατιού. Φώναζε, έγδερνε το στήθος της, βυθιζόταν σε λυγμούς. Έκλαιγε; Χαιρόταν; Πενθούσε; Έπλεε ανεξέλεγκτα στην τρικυμία της. Ξανασταματούσε. Ένας οργιώδης χορός. Κυλούσε.
    Πάνω στον κύκλο των βημάτων της, πέφτει κάτω από το κρεβάτι. Το σώμα της, ένας τεντωμένος μυς, βυθισμένο στην φωτιά του να νιώθει και να αντιλαμβάνεται μόνο αυτήν. Με αγγίζει φευγαλέα. Καίει. Δεν με προσέχει. Ούτε τον χώρο που βρίσκεται. Βουτάει τα δάκτυλα της στο στόμα. Αρπάζει την γλώσσα της, πασαλείβει την παλάμη της με σάλια και ξανακατεβάζει το χέρι ανάμεσα στα πόδια. Όλο της το χέρι πια αγκαλιά με τη μητρότητα της. Οι φωνές της βραχνές, σχεδόν θλιμμένες. Το άλλο της χέρι από πίσω της, στην όποια διείσδυση δύστροπα της επέτρεπε η αδυναμία της ανατομίας του.


    Αυτή τη φορά δεν προσπέρασε τον οργασμό. Παραδόθηκε σε αυτόν. Την άρπαξε και την έσυρε στο πάτωμα. Τη λεηλάτησε, την πόνεσε, την έκανε να ικετέψει, να ζητήσει έλεος. Κράτησε σχεδόν λεπτό. Τη γκρέμισε, τη σήκωσε, την πάτησε στο πάτωμα. Τη χλεύασε, την έσπασε σε γωνίες, της χάρισε ένα τρυφερό φιλί σβήνοντας. Τη σκέπασε με χνουδωτό πέπλο και έφυγε. Κοιμήθηκε στη θέση που έμεινε. Την κοιτούσα ακίνητος, μέχρι το πρωί.

    Τα πράγματα άλλαξαν. Ο εγωισμός μου παραδινόταν στο δέος μου, για αυτό που είχα δει. Ένιωθα μικρός κι αδύναμος για να την οδηγήσω σε τέτοια μεγέθη. Το καταλάβαινε. Κάθε πόντο που έχανα, τον άρπαζε με απληστία. Κατακτούσε τα εδάφη και υποσκέλιζε το εγώ μου, σε πιο σκοτεινά δωμάτια. Προσπαθούσα να κρατηθώ από κάπου και να αντισταθώ. Δεν κάναμε πια έρωτα, απλά με χρησιμοποιεί για τις ανάγκες της.

    Στα διαστήματα της άρνησης κάποια ψήγματα θυμού με κρατούσαν στην επιφάνεια. Μετά έμπαινε στο δωμάτιο που βρισκόμουν, σε όποιο και αν ήταν αυτό, ό,τι και αν έκανα, γυμνή από την μέση και κάτω και με διέταζε να τη γλείψω. Δίχως άλλη σκέψη σταματούσα την προσπάθεια και αφηνόμουν στα ρεύματα που με παράσερναν στα βαθιά. Γονάτιζα και τρυπούσα την γλώσσα μου με την γεύση της…

    Ένα πρωινό αμίλητοι πίναμε τον καφέ μας στην κουζίνα. Την κοιτούσα, τη λάτρευα, δεν άντεξα και το είπα.

    «Θέλω να κάνουμε έρωτα, θεά μου»

    Με κοίταξε, με μέτρησε, έριξε το κεφάλι της, ελαφρώς αριστερά.

    «Δεν κάνουμε αγαπημένε μου;»

    «Θέλω να μπω μέσα σου», λόγια διστακτικά δίχως υποστήριξη και συνέχεια.

    Χαμογελάει σαν την άνοιξη. Φωτίζει τα πρόσωπα των άλλων με το ζεστό χαμόγελο της.


    «Τι θα κερδίσω εγώ;» Μπορεί να θεωρηθεί μια γάτα άγριο αρπακτικό;


    «Δε με θέλεις;» Χάνω έδαφος, δε θέλω να αρχίζω να γκρινιάζω σαν να μυξοκλαίω. Ψάχνω γρήγορα ανάμεσα στις λέξεις του μυαλού μου για επιχειρήματα.

    «Θα προσπαθήσω να…, όχι θα σε κάνω να τελειώσεις, να απολαύσεις… να περάσεις καλά.» Νευριάζω με τον εαυτό μου.

    «Θα δώσω όλο μου το είναι για να σου δείξω πόσο σε θέλω. Πόσο σε λατρεύω, πόσο σε αγαπάω.» Η καρδιά μου μιλάει, η ανάσα μου τρέμει.

    Το χαμόγελο της ξεχειλώνει και αρχίζει να γελάει. Εκνευρίζομαι. Το γέλιο, γεμάτο νάζι, ακολουθεί σαν γλοιώδης κόλακας, το λαιμό της που ωθείται προς τα πίσω. Σβήνει καθώς τανύζεται. Μ’ ένα χασμουρητό μου χαρίζει ένα γλυκό της βογκητό. Ηρεμώ. Τεντώνει και τα χέρια της προς τα πίσω. Το μπλουζάκι της τραβιέται απελευθερώνοντας στα μάτια μου, ένα κόσμημα στην θέση του αφαλού. Παραδίνομαι τρυφερά. Στέκεται για λίγα δευτερόλεπτα σε αυτή την θέση, ατενίζοντας το ταβάνι. Το φως παιχνιδίζει στις γραμμές του λαιμού της, ξεκινώντας από τις καμπύλες των χειλιών της. Επαναφέρει το λαιμό της απότομα. Μια ιδέα λάμπει στο βλέμμα της.

    «Δέχομαι…», χαμογελάω, «αλλά …», συγκρατούμαι, «θα γίνει όπως θέλω εγώ», χαλαρώνω.


    Την κοιτάω σαν χαζός .

    «Σε ευχαριστώ», νιώθω σαν χαζός.

    Σηκώνεται και με πλησιάζει. Ακουμπάει τα λευκά μακριά της δάκτυλα, σφραγίζοντας το στόμα μου.

    «Σήμερα, το βράδυ. Αλλά πρώτα θα βγούμε έξω. Θέλω να είσαι έτοιμος στις εννιά.»

    «Θα είμαι », λέξεις, που το λάκτισμα δίνουν σε ώρες που περνούν, βασανιστικά αργά ...

    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 25 Απριλίου 2017
  11. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Η ώρα είναι περασμένες δέκα και είμαστε σε ένα μπαρ. Εγώ, η Πηγή μου και μια φίλη της, η Νίκη. Τα κορίτσια τώρα μιλάνε και γελούν. Δεν μ’ αφήνει η μουσική να κλέψω κάτι από την συζήτηση τους. Έχω αφεθεί διακριτικά στο ρυθμό του χαοτικού ήχου.



    Έχω ανταλλάξει ελάχιστες κουβέντες, με την Νίκη από την ώρα που ήρθαμε. Τυπικές και λίγο άγαρμπες λόγω του θορύβου.



    Η Πηγή μου έχει χαρίσει δύο αργόσυρτα, βαθιά, μαγικά φιλιά. Στο δεύτερο, παρατήρησα τυχαία την Νίκη που μας κοιτούσε, μ’ ένα παράξενο χαμόγελο. Πασπαλισμένο μ’ ένα ανεξήγητο ενδιαφέρον. Ξαφνιάστηκα, σχεδόν ταράχτηκα, δίχως να μπορώ να προσδιορίσω το γιατί. Κάτι το δυσοίωνο μετρίαζε την χαρά μου και η αναμονή μου γδυνόταν νευρικά.



    Το οινόπνευμα και η ώρα που κυλούσαν υπονόμευε τις άμυνες μας. Ή από ότι κατάλαβα και αργότερα, μάλλον μόνο την δική μου. Μετά τα πρώτα ποτά ακολούθησαν σφηνάκια. Η Πηγή και η Νίκη άναβαν τον κόσμο με την φρεσκάδα τους και ο μπάρμαν δεν τις άφηνε να σβήσουν.



    «Να πιούμε στις νύχτες που δεν πρέπει να τελειώνουν », η Νίκη κράτησε το λιλιπούτειο ποτηράκι στα τρία της δάκτυλα και το στόμα ανοικτό.



    Αδειάσαμε το σφηνάκι με μια κίνηση καθαρά θεατρική. Η Νίκη κάπως άτσαλα. Κάποιες σταγόνες ξέφυγαν και απλώθηκαν στα χείλη της. Δεν τις σκούπισε. Σαν ήξερε τι θα κέρδιζε με αυτό. Η Πηγή με τα τέσσερα δάκτυλα αγγίζει το μάγουλο του απρόσεκτου κοριτσιού και με τον αντίχειρα της τις μαζεύει και τις επιστρέφει στο στόμα της Νίκης.



    Ένα σχεδόν αόρατο άγγιγμα στην γλώσσα και αυτή αναδιπλώνεται προσπαθώντας να κρατήσει τον διαφθορέα της. Δεν φαίνεται να τα καταφέρνει καθώς αυτός αργά αποσύρεται. Κλείνει το στόμα της και τα δόντια της παγιδεύουν στιγμιαία την επιδέξια σάρκα. Το χέρι αγριεύει αποτραβιέται απότομα και της δίνει ένα χαστούκι.



    Το κορίτσι ξαφνιάζεται. Κάποιοι που μας κοιτάνε αφήνουν τις λέξεις τους μετέωρες. Κοιτάω τη σκηνή μη ξέροντας τι να κάνω. Δευτερόλεπτα πριν ένιωθα αμήχανος. Τώρα προσπαθώ να γίνω αόρατος. Η παλάμη της Πηγής είναι ακόμα κολλημένη στο μάγουλο της Νίκης. Τα μάτια του κοριτσιού γουρλώνουν αργά και το άνω χείλος της τρεμοπαίζει. Ψάχνω να βρω κάτι να πω πριν βάλει τα κλάματα.



    «Λοιπόν;», με προλαβαίνει η Πηγή. Οι μετέωρες λέξεις βρέχουν τα τραπέζια. Η Νίκη την κοιτάει και ασυναίσθητα χαμηλώνει χιλιοστά το βλέμμα.



    «Συγνώμη», στρέφει και φιλάει απαλά το χέρι της Πηγής. Η βροχή φουντώνει και φέρνει καταιγίδα.



    «Φεύγουμε», βγάζει το πορτοφόλι της και πληρώνει το μπάρμαν που μας έχει πλησιάσει διακριτικά.



    «Τα ρέστα για τα μάτια σου, αγόρι μου», του χαμογελάει και αυτός την ευχαριστεί. Ένα τσίμπημα κάπου μέσα μου με ξυπνάει.


    Βγαίνουμε από το μαγαζί, μπροστά η Νίκη και από πίσω η Πηγή. Κλείνω την πόρτα από πίσω μας.



    «Που πάμε ;»


    Γυρνάει και μου προσφέρει αυθόρμητα ένα ναζιάρικο μειδίαμα. Οι καμπύλες του στήθους της χαϊδεύουν τα μάτια μου. Υπνωτισμένα καταλήγουν στις ρώγες της που ξεχωρίζουν κάτω από το όχι και τόσο λεπτό ύφασμα. Ένα μικρό θερμό κύμα γεννιέται ανάμεσα στα πόδια μου. Θα ακολουθήσω άβουλα όπου κι αν πει.



    «Στο σπίτι της Νίκης», γυρνάει πάλι μπροστά αποκαλύπτοντας λίγα εκατοστά από τις μαύρες ζαρτιέρες της. Ακολουθώ. Πιστός της. Δε θα μπορούσα να κάνω και αλλιώς.



    Η φίλη της ξεκλειδώνει με δάκτυλα ασταθή την πόρτα, από το διαμέρισμα και παραμερίζει. Μια βάρκα παιχνιδίζει στην ομίχλη μου αφύσικα. Δρασκελίζει το πέρασμα, πρώτα ο ηνίοχος που απότομα σταματά. Στρέφεται.



    «Γονάτισε σκυλίτσα !» Φωνή ελαστική σαν λεπτό μέταλλο.



    Στιγμιαία η επιφύλαξη της και ευτυχώς για ‘μένα. Καταρρέει και υπακούει σε μια δύναμη που υπόβαθρο και παρελθόν δείχνει να κατέχει.




    Πρώτα λυγίζουν τα γόνατα της. Διπλώνονται μέχρι να κατέβει στο επιθυμητό για κάθε αρσενικό ύψος. Η φούστα τραβιέται αδύναμη να καλύψει τις καμπύλες που πιέζονται. Τα παπούτσια της δύσκολα κλείνουν στη γωνία που τα αναγκάζει. Αφήνει το κορμό της να γείρει μπροστά. Τα χέρια της μεταλλάσσονται σε μικρά και αδύναμα ποδαράκια. Τα πίσω πόδια, γόνατα που πρόκειται να βασανιστούν. Η φούστα σηκώνεται ακόμα περισσότερο. Ο καβάλος μου αρχίζει να ζορίζεται. Το κεφάλι της στρέφεται προς τα πάνω πασχίζοντας να ευθυγραμμισθεί στα μάτια του εντολέα της. Σε μια άλλη κλίση μιμούμαι την κίνηση της. Τα μάτια της Πηγής λάμπουν κρύβοντας μια αδιόρατη απληστία. Πισωπατάει νιώθοντας τον χώρο που την υποδέχεται.



    «Μπείτε μέσα», φωνή που υγραίνεται καθώς βραχνιάζει.

    (συνεχίζεται)
     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Το κορίτσι σκύλος σέρνει το δεξί γόνατο μπροστά. Το ύφασμα παραδομένο πια παράλληλο με το σκονισμένο πάτωμα. Λευκή σάρκα που σε προσκαλεί να την ματώσεις. Μπαίνει μέσα με κινήσεις μετρημένες. Ακολουθώ ερεθισμένος, κλείνοντας την πόρτα για άλλη μια φορά από πίσω μας.





    Φτάνουμε στο σαλόνι. Το Φως μου οδηγεί το κορίτσι μπροστά σε μια μεγάλη πολυθρόνα. Το σηκώνει και το γδύνει. Οι σκέψεις μου ρωτάνε αδύναμα για το παρελθόν των κοριτσιών, γρήγορα όμως χάνονται στην ομίχλη που αποπνέει η εικόνα.





    «Στην κάβα υπάρχει ένα ουίσκι. Πήγαινε να το φέρεις» , φωνή κουφή για αντιρρήσεις. Ιδίως όταν συνοδεύονται και από νωχελικές κινήσεις χεριών, που απελευθερώνουν από τα ρούχα το ακριβό της σώμα.





    Επιστρέφω καθώς τοποθετεί την Νίκη. Ο κορμός του κοριτσιού μπρούμυτα πάνω στην αναπαυτική πολυθρόνα. Το πρόσωπο της πιέζεται στην πλάτη. Το στόμα της ελεύθερο για να αναπνέει και να μην πνίγει τις κραυγές του. Οι μηροί της εφάπτονται με το έπιπλο. Το στήθος της βουλιάζει στο μαξιλάρι, από το βάρος της Πηγής που θρονιάζεται στην πλάτη της. Η λεκάνη ακολουθεί την πίεση προς την αντίθετη φορά.





    Τα μάτια μου δοσμένα στην Φωτιά μου. Στέκομαι μπροστά τους κρατώντας το μπουκάλι άγαρμπα. Δεν είναι ο πόθος μου γυμνός τελείως. Ίχνη υφάσματος, σαν πέταλα δεμένα, κρύβουν τα λατρεμένα μου κοσμήματα. Ανεβάζει τα πόδια της και ακουμπάει τις μεταξένιες πατούσες της πάνω στους γλουτούς του «καθίσματος της».





    Τα γόνατα της αποχωρίζονται και απομακρύνονται αργά. Ένα μονάκριβο μπουμπούκι που ανοίγει, αναγκάζοντας με τα φτερά του, να αποκαλύψει και το κορίτσι από κάτω τις τρυφερές σχισμές του.





    Το χέρι της με μια επιτακτική κίνηση μου ζητάει τη μποτίλια και το άλλο θεατρικά με προστάζει να γδυθώ.





    Οι κινήσεις της αβασάνιστες. Οι δικές μου μεθυσμένες. Το καπάκι πέφτει χλευάζοντας στο πάτωμα. Το εσώρουχο μου με βία αντιστέκεται.





    Γονατίζω όπως έχω εκπαιδευτεί. Πλησιάζω κρεμασμένος από τα χείλια της. Γέρνει απαλά το μπουκάλι πάνω από τις πύλες της Νίκης. Το μπρούτζινο υγρό σταματάει οριακά στην έξοδο. Το βλέμμα της λίμνη που σε καλεί για να χαθείς. Η γραμμή του στόματος καμπυλώνει και το υγρό πέφτει. Ένας μικρός καταρράκτης που σκάει στην κορυφή. Ένα ρυάκι που ορμητικά παγιδεύεται στο χώρισμα.

    Προσπερνάει την πρώτη οπή η οποία ανοιχτή προλαβαίνει να ρουφήξει μερικές σταγόνες. Η Πηγή πιέζει τα πόδια της και την αναγκάζει να καταπιεί μεγαλύτερη ποσότητα. Το υπόλοιπο καταλήγει σε πτυχές που μη μπορώντας να αντισταθούν στην βαρύτητα αφήνουν του υγρό να κυλήσει στο πάτωμα. Η ορμή επιτρέπει όμως, μερικές σταγόνες να ξεγελάσουν την φύση και να ακολουθήσουν ελάχιστα ακόμα το κρυφό τους δρόμο.





    «Πιες !» Σε κάθε μάχη υπάρχει η εναρκτήρια ιαχή . Σαν άλογο που του ανοίγουν τις πύλες της αφετηρίας, εφορμώ στο χώρο που πρέπει να κατακτηθεί.





    Η Νίκη καίγεται και φωνάζει, πριν προλάβω να την λυτρώσω. Πίνω άτσαλα, αχόρταγα, αφηνιασμένα μα το υγρό ρέει όλο και πιο γρήγορα.





    Η γλώσσα μου τσούζει και τα χείλια μου επίσης. Ψάχνω με σκοπό τους χυμούς της κοπέλας για να σβήσω την κάψα. Πόνος και ηδονή που λευτερώνει την γεύση. Κυνηγητό σε σάρκινα δρομάκια. Κρυφτό στις τριανταφυλλί αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων. Το ποτό σταματάει να κυλάει αλλά δεν το καταλαβαίνω. Έχω παρασυρθεί στα σύννεφα των εφηβικών μου ονειρώξεων. Η γλώσσα μου εξερευνητής σε αυτά που μ’ έμαθαν να λησμονώ. Μαθαίνω, χαρτογραφώ, γεύομαι την όποια ευαίσθητη ατέλεια προσδιορίζει την διαφορετικότητα του πλάσματος που αναστενάζει. Οι γευστικοί μου κάλυκες γοητεύονται από την αλμύρα του πολύτιμου. Δίνουν εντολές και καθοδηγούν τις μεταμορφώσεις των λεπτεπίλεπτων μυών. Ένα όργανο εύπλαστο , πότε διστακτικό κορίτσι που αγγίζει, πότε ρυθμικό κυματάκι που παίζει και άλλοτε στρόβιλος που χορεύει γύρω από την κλειτορίδα του κοριτσιού.





    Κάτι βίαια κλοτσάει το κεφάλι μου προς τα πίσω .





    Τα μάτια σχισμές που κρατούν με το ζόρι την φωτιά. Διακρίνω φθόνο; Χαμογελάω.





    «Αρκετά …», προσπαθεί να διατηρήσει την σταθερότητα του τόνου. Όχι με μεγάλη επιτυχία όμως.





    «…δεν της πρέπει η καλοπέραση». Άρωμα θλίψης;





    «Η σειρά μου ...» , με την δεύτερη καταφέρνει να καβαλήσει την θέληση της.





    «…πιστεύω ότι ζεστάθηκες, ελπίζω ικανοποιητικά. Και το στόμα σου από ότι βλέπω πήρε το χρώμα που χρειάζεται. Έλα λοιπόν…» , και στοχεύει τώρα στη δική μου.





    «…σκλάβε.» Ο κύβος ερίφθει. Το σώμα μου υπακούει δίχως να με ρωτήσει.
    (συνεχίζεται)