Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Surrender to the night...

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος HopelesslyRomantic, στις 16 Δεκεμβρίου 2017.

  1. 21:30 ακριβώς... Την είχε πιάσει μια λαχτάρα ανεξήγητη, οι παλμοί της καρδιάς της είχαν χτυπήσει κόκκινο, τα μάγουλα ροδαλά και ζεστά, παρόλο το κρύο του Δεκέμβρη. Στα χέρια της κρατούσε μια θήκη, στη μία πλευρά καφές, ακριβώς όπως τον ήθελε εκείνος. Δίπλα του σοκολάτα, απεχθανόταν την γεύση του καφέ, μονάχα να την γεύεται στα χείλη του εκάστοτε συντρόφου της της άρεσε. Παράξενο πλάσμα, όλοι της το έλεγαν. Εκείνη απλά χαμογελούσε, γιατί ήξερε.
    Έσυρε την βαριά ατσάλινη πόρτα με το ένα χέρι, στο άλλο κουβαλούσε την τσάντα της και τα ροφήματα. Ανέβαινε τα σκαλιά γοργά, ήθελε να τον δει, ήθελε τα μάτια της να χορτάσουν την φιγούρα του που είχε μισοδεί στο κτήριο πίσω από την ατσάλινη πόρτα...
    Μόλις συνάντησε το βλέμμα του κοντοστάθηκε, τρία δευτερόλεπτα μοιάζανε με αιώνα. Δεν θα τον χορτάσω ποτέ, σκέφτηκε, σίγουρα φωναχτά... Ευτυχώς δεν μπορούσε να την ακούσει. Μπορούσε όμως να την δει. Ο αγκώνας του ακουμπούσε απάνω στο γραφείο, η δυνατή του παλάμη βαστούσε το κεφάλι του στο πλάι. Το βλέμμα του εκεί, ακίνητο, τα γαλαζοπράσινα μάτια του καρφωμένα πάνω της, τα πόδια του απλωμένα κάτω από το γραφείο, σταυρωμένα, την περίμενε. Εκείνο το χαμόγελο, τόσο αγνό, τόσο όμορφο και συνάμα πονηρό. Ανταπέδωσε. Το φρύδι της σηκώθηκε, το γέλιο του γέμισε την άδεια αίθουσα...
     
    Last edited by a moderator: 16 Δεκεμβρίου 2017
  2. "Τι σου φαίνεται τόσο αστείο;"
    Προσπαθούσε να κρύψει το χαμόγελο της, αλλά το μειδίαμα της προφανώς και την πρόδωσε. Εκείνος δεν απάντησε, μονάχα σηκώθηκε, τράβηξε ακόμη μια καρέκλα, την τοποθέτησε δίπλα στην δική του και με συντομία κινήσεων της έγνεψε να κάτσει και αυτή. Παρατήρησε αμέσως την ζακέτα πάνω στην καρέκλα της, δική του. Για μια στιγμή της πέρασε από το μυαλό να την πάρει στα χέρια της, να την φέρει κοντά στην μύτη της και να αναπνεύσει το άρωμα του. Την είχε τρελάνει από το πρώτο βράδυ που τον είδε, από το πρώτο εκείνο βράδυ που συνειδητοποίησε ότι ήθελε να τον κάνει δικό της, να μπήξει τα νύχια της στο λευκό του δέρμα, να δει στο πρόσωπο του να σχηματιζόνται εκφράσεις πόνου και ηδονής.
    Άραγε, πως να αντιδρούσε; σενάρια πηγαινοέρχονταν στο μυαλό της, και όλα κατέληγαν στο ίδιο μοτίβο...με εκείνον να υποκύπτει στο πείραγμα της, να παραδίδεται στο άγγιγμα της και η νύχτα να καταπίνει τις κραυγές ηδονής του.

    Έριξε μια κλεφτή ματιά τριγύρω, η αίθουσα άδεια, λογικό βέβαια καθώς δεν υπήρχε ψυχή τέτοια ώρα. Οι τοίχοι ένα αδιάφορο σομόν, το γραφείο είχε δει και καλύτερες μέρες, η καρέκλα σίγουρα χρειαζόταν αλλαγή, η μαύρη δερματίνη είχε ξεφτύσει... Αλλά όλα αυτά ήταν ασήμαντα για εκείνη. Τα μάτια της ικανοποιούνταν μόνο όταν έπεφταν πάνω του.

    "Πώς είσαι;"
    Ήθελε να απαντήσει με χίλιες λέξεις αλλά μονάχα μια της βγήκε και δεν απέδιδε καθόλου την τρικυμία που κυριαρχούσε μέσα της.
    "Καλά."
    "Τι κουβαλάς μαζί σου;"
    Το τσιγάρο κρεμόταν από το στόμα του σχεδόν, το χέρι του το έπιασε, τράβηξε μια γερή ρουφηξιά, τα χείλη του τυλίχθηκαν γύρω του και το ζήλεψε... Ζήλεψε ένα κομμάτι χαρτί που καιγόταν και τον καπνό που γέμιζε τα πνευμόνια του.

    "Τα πράγματα μου από την εκδρομή, ρούχα, καλλυντικά, ξέρεις, τα κλασσικά..."
    Κάτι στον τόνο της φαίνεται τον έκανε να καταλάβει ότι του έλεγε μονάχα τα μισά...
    "Μόνο;"
    Για μια στιγμή σκέφτηκε να του κρύψει την αλήθεια, δεν ήθελε η συζήτηση να πάει εκεί, για μια στιγμή μονάχα... Μέσα της όμως κέρδισε η περιέργεια και τα θέλω της... Ήθελε να τον δει να περιεργάζεται όσα είχε μέσα το σακ βουαγιαζ της. Όταν το είχε ετοιμάσει δεν είχε στο μυαλό την επίσκεψη της στο γραφείο του. Αλλά κάτι μέσα της της έλεγε να τα έχει μαζί της, έτσι, σαν ένα ακόμη παράδοξο γούρι.

    "Οχι φυσικά. Έχει μέσα ένα crop και δύο φλογκερ. Και φυσικά τα τακούνια μου."
    "Πήγαινε φέρτην λοιπόν."

    Τόσο απλή, κι όμως γεμάτη νόημα εκείνη του η πρόταση. Το κρύο δεν βοηθούσε φυσικά αλλά ο λόγος που ανατρίχιασε ήταν άλλος. Ο τόνος της φωνής του, η φωνή του η ίδια, η προτροπή του... Εντάξει, η εντολή του. Ανάμεικτα συναισθήματα, μπερδεμένα θέλω. Από την μια ήθελε να τον στείλει να τα πάρει ο ίδιος, από την άλλη ήθελε απλά να μην σκεφτεί και να φέρει τα εργαλεία της... Ήθελε να δει την αντίδραση του...

    Έτσι και έκανε. Η ροζ τσάντα ήταν ελαφριά σχετικά αλλά όσα κουβαλούσε μέσα της ήταν για εκείνη πολύτιμα. Κομμάτι του εαυτού της...
     
    Last edited by a moderator: 17 Δεκεμβρίου 2017
  3. Stilvi

    Stilvi Nobody expects the Spanish inquisition! Contributor

    Η φράση: "Οι τοίχοι ένα αδιάφορο σομόν" πολύ μου άρεσε  
     
  4. Περπατούσε αργά, νωχελικά σχεδόν. Δεν ήθελε να δει την ανυπομονησία της. Λες και δεν μπορούσε να την δει ζωγραφισμένη στα μάτια της. Ολόκληρο το κορμί της την έδειχνε, η στάση της, οι τσιτωμένες ρώγες της, τα piercing της την πονούσαν με τον πιο γλυκό τρόπο. Της θύμιζαν ότι είναι εκεί, της θύμιζαν τους λόγους για τους οποίους τα έκανε...

    Άφησε την τσάντα δίπλα στην καρέκλα, κάτω στο πάτωμα, την άνοιξε αργότερα και βασανιστικά. Γύρισε το πρόσωπο της προς τα εκείνον, χαμογέλασε πονηρά και με μια κίνηση εναπόθεσε στο χέρι του το κολάρο με τον μεγάλο του κρίκο. Το τσιγάρο ήταν ακόμη εκεί, στα σαρκώδη χείλη του, όσο εκείνος περιεργαζόταν με περιέργεια το υλικό, το σχέδιο και τέλος το κολάρο στο σύνολο του.

    "Μάλιστα. Τι άλλο;"
    Σειρά είχε το φίμωτρο. Η εξομολόγηση ότι του είχαν κάνει δώρο ένα παλαιότερα την έκανε να γελάσει. Δεν μπορούσε να τον φανταστεί να ασχολείται με τέτοια... Παιχνίδια. Και όντως, δεν το είχε χρησιμοποιήσει ποτέ.

    "Δεν πειράζει, θα σε μάθω εγώ πώς χρησιμοποιείται, να είσαι σίγουρος."
    "Κάνε όνειρα κουκλίτσα μου."

    Φυσικά και ήξερε, ότι ήταν απλά μια αφορμή να δει κόκκινο, μια πρόκληση από μέρους του. Δεν την πείραζε, όχι πραγματικά. Αλλά ήθελε να παίξει το παιχνίδι του, ήθελε να παίξει η ίδια...

    "Πίστεψέ με, ξέρω πότε ονειρεύομαι και πότε απλά πρέπει να παλέψω για κάτι."

    Σφήνες, εκείνες τις θεώρησε γυναικείες... Θα χρειαζόταν να προσπαθήσει περισσότερο για να του αλλάξει γνώμη, αλλά ήξερε ότι θα τα κατάφερνε.
    Ουρά, υπερβολική.
    Σχοινί, όμορφο αλλά προτιμούσε τις χειροπέδες. Γέλασε από μέσα της, κλασικά...
    Crop, του έκανε εντύπωση αλλά του τράβηξε το ενδιαφέρον...
    Αλλά εκεί που έλαμψαν τα μάτια του, εκεί που φωτίστηκε το πρόσωπο του, ήταν όταν αντίκρισε το μαστίγιο της...

    "Ομορφο, πονάει;"
    "Εξαρτάται, πώς, πού... Ναι, πονάει... Αλλά μπορεί να σε χαιδέψει κιόλας."

    Γέλασε, το χαμόγελο του ήταν πραγματικά πανέμορφο.

    "Αν με χαιδέψει αυτό, μάλλον θα φωνάξω."
    "Θες να δοκιμάσεις;"

    Η μία άκρη του στόματος του σηκώθηκε πονηρά, έγνεψε το κεφάλι του.

    "Αργότερα."

    Της έγνεψε να κάτσει κάτω, έβαλε το μαστίγιο στην τσάντα, κάθισε και βολεύτηκε. Πώς; μα φυσικά πάνω του.
    Τα πόδια της ακουμπούσαν στα δικά του, στα δυνατά του πόδια, στιβαρά, αντρικά... Η έκταση τους την είχε σαγηνέψει εξ αρχής. Ναι, δεν προτιμούσε τους άντρες αδύνατους, ήθελε να μπορεί να πιάνει, να αγκαλιάζει, να έχει εκτάση το σώμα, να μπορεί το μαστίγιο της να απλώνεται πάνω του...

    Το χέρι του ακούμπησε διστακτικά τις γάμπες τις. Είχε αρχίσει να νυχτώνει, το κρύο δεν ήταν ακόμη διαπεραστικό, ήταν όμως αισθητό. Χαμογέλασε, άντρας και παιδί μαζί. Παιδί; ναι. Κι όμως δεν την πείραζε.

    Τόσα χρόνια είχε γνωρίσει λογιών λογίων άντρες. Όλοι τους διαφορετικοί μεν, ωστόσο όλοι είχαν κοινούς παρανομαστές, έπρεπε να παραδεχτεί. Κρατούσαν τους τύπους, ήταν επιφυλακτικοί, δεν ανοίγονταν, είχαν μονάχα την ικανοποίηση τους στο νου τους...

    Εκείνος... Εκείνος της έδινε έναν αέρα φρεσκάδας. Ήταν μια ευχάριστη αλλαγή, μια που ήθελε να γίνει μόνιμη στην ζωή της.

    Είχε τα κότσια να την πειράξει, αλλά δίσταζε να αγγίξει... Θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε απλώσει τα πόδια της έτσι πάνω του. Κτητικά, έπρεπε να παραδεχτεί... Είχε σαστίσει, αλλά πάνω στο σάστισμα του αυτό, έδρασε ενστικτωδώς και την ακούμπησε.
    Τώρα είχε χρόνο να σκεφτεί, να διστάσει, και εκείνη δεν το ήθελε. Ήθελε να δει τα πραγματικά του χρώματα, ήθελε να τον κάνει να ακούσει το ένστικτο του.

    Ήταν αφοπλιστική πάντως η ειλικρίνεια του. Αυτό του το αναγνώριζε, αν κάτι δεν του άρεσε, το έλεγε μεμιας. Αν κάτι τον ενοχλούσε επίσης.

    "Φοβάσαι;"
    "Ναι. Βασικά, δεν φοβάμαι ακριβώς, απλά δεν ξέρω τι να περιμένω."

    Ήθελε να τον φιλήσει, να φιλήσει το χαμόγελο που απολάμβανε. Τα χείλη που της είχαν γίνει σχεδόν εμμονή. Αλλά δεν τι έκανε, δεν ήταν έτοιμος.
    Είχε όμως το τέλειο σχέδιο.

    Κοίταξε το γραφείο, άδειο. Περασμένες δέκα το βράδυ. Δεν θα τους ενοχλούσε κανείς.

    "Ας παίξουμε ένα παιχνίδι. Οι νίκες μεταφράζονται σε χτυπήματα με το μαστίγιο. Στις δέκα νίκες σταματάμε. Τι λες;"
    Η απάντηση σου ήρθε όπως την ήθελε ακριβώς, με πράξη.
    Τρίλιζα. Παιδικό ναι, μα αποτελεσματικό και γρήγορο. Τελικό σκορ; Δέκα πέντε, υπέρ του. Αυτό σήμαινε ότι θα έτρωγε τις περισσότερες. Μα δεν την πείραζε.

    Η εικόνα του, να στέκεται με τα πόδια ανοιχτά, το σώμα του ευθυτενές, να περιεργάζεται το μαστίγιο, ήταν χαραγμένη στο μυαλό της...

    "Σήκω, ώρα να μάθεις."

    Όσο προχωρούσε προς τον τοίχο, ένιωθε τα μάτια του καρφωμένα πάνω της. Ο ήχος των τακουνιών της τον είχε συναρπάσει. Εντάξει, ίσως κουνούσε λίγο περισσότερο τους γοφούς της, ίσως και να είχε επιβραδύνει τον βηματισμό της, απλά για να του δώσει την απόλαυση να την κοιτάζει...